ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΟΛΑΣ ΡΟΥΠΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΥ ΜΑΖΙΩΤΗ ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

https://athens.indymedia.org/post/1582472/

από Νίκος Μαζιώτης-Πόλα Ρούπα

12/01/2018 5:35 μμ.

 

 

ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΟΛΑΣ ΡΟΥΠΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΥ ΜΑΖΙΩΤΗ ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΟΜΒΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΣΤΙΣ 10/4/2014 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΔΝΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

 8 Ιανουαρίου 2018

 

Σύμφωνα με το άρθρο 97 του Συντάγματος, τα πολιτικά ‘‘εγκλήματα’’ δικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους.

Η ένσταση περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου αφορά στην υπεράσπιση της πολιτικής φύσεως των πράξεων που δικάζονται, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικές (και ο ίδιοι που προβαίνουν σ’ αυτές θεωρούνται ”τρομοκράτες”). Κατά το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα ‘‘όποιος τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό……..ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας…’’.

 

Όσον φορά το ζήτημα του ποιόν τελικά εκφοβίζει η δράση του Επαναστατικού Αγώνα, αυτό έχει καταγραφεί κοινωνικά. Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα αυτόν τον ‘‘πληθυσμό’’ που εκφοβίζει είναι η μικρή μειοψηφία της οικονομικής ελίτ και των ηγητόρων του κρατικού μηχανισμού. Εκφοβίζει μια μειοψηφία προνομιούχων.

(Η πεποίθησή μας είναι ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα δεν είναι αυτή που είναι δυνατόν να αποσταθεροποιήσει την χώρα, αλλά το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς.) Την χώρα, την αποσταθεροποιεί το ίδιο το καθεστώς του καπιταλισμού και του κράτους, μέσα από τις οικονομικές πολιτικές που έχουν επιβάλει συνθήκες κοινωνικής γενοκτονίας για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Που διαχέουν την κοινωνική βία στη κοινωνική βάση και στην οποία έχει κυριαρχήσει ο νόμος του καπιταλισμού ‘‘όλοι εναντίον όλων’’. Που στις υπάρχουσες συνθήκες κοινωνικής σήψης και θανάτου της αλληλεγγύης όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον συνάνθρωπό τους μέσα από το πρίσμα ‘‘ο θάνατός σου, η ζωή μου’’.

Αυτό που αποσταθεροποιεί τη χώρα, είναι το καθεστώς που καταστρέφει την κοινωνία κρατώντας στη κοινωνική βάση τη κοινωνική σύγκρουση και τη βία, συνθήκη που διασφαλίζει ότι οι υπαίτιοι αυτής της κοινωνικής κατάστασης μένουν στο απυρόβλητο.

Επειδή με την φράση ‘‘να βλάψουν σοβαρά μια χώρα’’ εννοούμε οτιδήποτε απειλεί την συστημική λειτουργία, δηλαδή το οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας, αφού το ίδιο το σύστημα είναι αυτό που προσδιορίζει και το εκάστοτε εξουσιαστικό μοντέλο διάρθρωσης της ταξικής και κοινωνικής ιεραρχίας στη κοινωνία, τότε ο 187Α δηλώνει την αποδοχή της δυνατότητας της ένοπλης δράσης να βλάψει και μάλιστα σοβαρά, το σύστημα.

Αυτό γίνεται πιο ρητό και συγκεκριμένο στη συνέχεια του 187Α όπου στη αντικειμενική δυνατότητα προστίθεται και ο υποκειμενικός παράγοντας: ‘‘…και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό… ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας…’’.

 

Αυτό ακυρώνει τον ισχυρισμό του Αρείου Πάγου στην απόφαση 1413/2010 για την υπόθεση της   17 Νοέμβρη που αναφέρει ότι η επιδίωξη αυτή ‘‘δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται, πέραν τούτου, να αναδύεται αντικειμενικώς…’’. Πλην όμως ο 187Α αναφέρει αυτόν τον στόχο αντικειμενικώς.

Θα γίνει παρακάτω εκτενής αναφορά στην απόφαση αυτή που θεωρείται ως βάση στην εκάστοτε δικαστική επιχειρηματολογία για το ζήτημα της ένστασης για την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων και την πολιτική φύση των εκδικαζόμενων υποθέσεων.

Ο 187Α αναφέρει ρητώς την αντικειμενική προσφορότητα της ένοπλης ανατρεπτικής δράσης να προκαλέσει ακόμα και την καταστροφή του πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος (δομές) και δεν μένει καθόλου στον υποκειμενικό απλώς παράγοντα της βούλησης.

Συνεπώς ή θα πρέπει με βάση τον 187Α και εφόσον θέλουμε να ακριβολογούμε, να δεχτούμε ότι μ’ αυτόν το νόμο δικάζονται αυτές οι οργανώσεις οι οποίες αντικειμενικώς έχουν δυνατότητα να ανατρέψουν το καθεστώς, ή θα πρέπει να γίνει αλλαγή του 187Α.

Επειδή όμως και με βάση την αντικειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα η προσφορότητα της ένοπλης δράσης να ανατρέψει ένα καθεστώς, συνιστά αποδοχή της ίδιας της πολιτικής φύσης αυτής της δράσης, τότε συμπεραίνουμε αυτό που όλοι γνωρίζουν, πλην όμως δεν έχουν το πολιτικό ανάστημα να το ομολογήσουν, ότι ο 187Α έχει ως αποστολή να δικάζει πολιτικά ‘‘εγκλήματα’’.

Και αυτό αυτόματα έρχεται σε σύγκρουση με το ίδιο το Σύνταγμα που λέει πως τα πολιτικά ‘‘εγκλήματα’’ εκδικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια.

Και αφού ο 187Α εκδικάζει αυτές τις ‘‘τρομοκρατικές’’ οργανώσεις που η δράση τους είναι πρόσφορη αντικειμενικώς  – εννοείται πως προϋπόθεση για τη σύσταση μιας τέτοιας οργάνωσης είναι ο υποκειμενικός παράγοντας που πολλάκις έχει αναγνωριστεί στα δικαστήρια ως πολιτικός, ότι τα κίνητρα των συμμετεχόντων είναι πολιτικά, αλλά και ότι ο στόχος τους είναι μια πολιτική κοινωνική αλλαγή με οριζόντια μορφή κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης –  τότε δεν θα πρέπει να εκδικάζονται με τον 187Α οι πράξεις αυτές που είναι αντικειμενικώς απρόσφορες.

Όσον αφορά τον Επαναστατικό Αγώνα, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι η δράση του είναι απρόσφορη στο να επιφέρει τις αλλαγές που καταγράφονται στον 187Α , δηλαδή την καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών, την καταστροφή του καθεστώτος ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το τελικό ζητούμενο της δράσης του που είναι η Κοινωνική Επανάσταση και η επαναστατική οργάνωση της κοινωνίας σε βάσεις που ορίζονται από την αρχή της οικονομικής ισότητας και της πολιτικής ελευθερίας όλων των ανθρώπων.

Για τη προσφορότητα της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα ως προς τον στόχο της καταστροφής των οικονομικών και πολιτικών δομών, συνεπώς της ανατροπής του συστήματος, έχουν μιλήσει και πολλοί καθεστωτικοί παράγοντες μεταξύ των οποίων κυβερνητικοί παράγοντες, υπουργοί κλπ.

 

Επανερχόμενοι στην απόφαση 1413/2010 του Αρείου Πάγου για την υπόθεση της ΄΄17 Νοέμβρη΄΄ αναφέρουμε το συμπέρασμα αυτής:

‘‘Ερμηνευτικώς συνάγεται ότι πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο στρέφεται άμεσα εναντίον της συνταγματικής τάξης της χώρας και επιδιώκει την ανατροπή ή την αλλοίωσή της. Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς ως στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται πέραν τούτου να αναδύεται αντικειμενικώς από την πραγματική συμβολή, την οποία η κρινόμενη συμπεριφορά είχε ή θα μπορούσε να έχει στη προσβολή της κατεστημένης εξουσίας’’.

 

Να τονίσουμε πως αυτό το συμπέρασμα που αμφισβητεί την αντικειμενική δυνατότητα προσβολής της κατεστημένης εξουσίας, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο τον 187Α  που την θεωρεί ως προϋπόθεση για να δικαστεί κάποιος με αυτόν. Η απόφαση συνεχίζει:

 

‘‘Περαιτέρω, ως συναφές προς το πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο με την προσβολή που επιφέρει σε κάποιο έννομο αγαθό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού προβλήματος με την ως άνω έννοια. Για την κατάφαση της συνάφειας αυτής, το πολιτικό έγκλημα πρέπει να έχει συντελεστεί.

Υπό την έννοια αυτή ως πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής ( άρθρο 134 Π.Κ ). Αντιθέτως η συγκρότηση δομημένης ομάδας με διαρκή δράση ή η συμμετοχή σε αυτήν με σκοπό τη διάπραξη πράξεων, μη δυνάμενων να επηρεάσουν τη συνταγματική τάξη της χώρας, δεν συνιστά πολιτικό έγκλημα, ασχέτως προς τον τρόπο με τον οποίο οι φερόμενοι ως δράστες προσδιορίζουν ιδεολογικά τις ενέργειες αυτές (….).

Εν προκειμένω, η συμμετοχή στην οργάνωση 17Ν και οι επιμέρους οργανώσεις, εκφεύγουν του χώρου της πολιτικής παρέμβασης που υπερβαίνει τον ποινικό νόμο, διότι άσχετα από τον εκ μέρους των κατηγορουμένων πολιτικό προσδιορισμό της αποδιδόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς ως ΄΄αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία’’.

 

Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν έχει καταγραφεί ποτέ ρητώς.

Μόνο ανά τις διάφορες ιστορικές περιόδους το πολιτικό έγκλημα αναγνωρίζεται στις εκάστοτε νομολογίες αναλόγως τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της αντίστοιχης περιόδου.

Οπότε προσαρμόζεται αναλόγως και η νομολογία. Όταν ειδικά, υπάρχει ανάγκη εξομάλυνσης των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων, οι νομολογίες τροποποιούνται με στόχο την αμνήστευση αντιφρονούντων που παραβιάζουν τον ποινικό νόμο.

Μια τέτοια περίοδος ήταν η δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, όπου υπό την ισχύ του διατάγματος περί αμνηστίας της 8ης/11/1920 σε πολλές αποφάσεις ο Άρειος Πάγος χαρακτήριζε πλήθος πράξεων ως πολιτικές με βάση την υποκειμενική θεωρία, το σκοπό δηλαδή του δράστη, που επεδίωκε την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Πρόκειται για την κεντρική πολιτική απόφαση στην οποία προσαρμόστηκε και η δικαστική εξουσία, να δοθεί τέλος στην περίοδο του λεγόμενου εθνικού διχασμού.

Η περίοδος αυτή όπου στο σκεπτικό των δικαστηρίων για το πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ κυριαρχούσε η υποκειμενική θεωρία με βάση την οποία αρκεί το πολιτικό κίνητρο του δράστη για να προσδιοριστεί ως πολιτική μία πράξη, έληξε το 1929.

Ο Ν. 4229/1929 του Ε. Βενιζέλου, το γνωστό ιδιώνυμο, ασκούσε διώξεις σε όποιον επεδίωκε την εφαρμογή ιδεών που στόχευαν στη βίαιη ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος και όχι του πολιτεύματος.

Στη συνέχεια ο νόμος του Μεταξά 1075/1938 ήρθε ως η σκλήρυνση του νομικού οπλοστασίου έναντι των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Μετά το 1929 η υποκειμενική θεωρία εξοβελίστηκε εντελώς από το νομικό πλαίσιο και κυριάρχησε η αντικειμενική θεωρία.

Το πολιτικό – κοινωνικό υπόβαθρο των νόμων για το πολιτικό έγκλημα υπάρχει και στην εποχή μας με την ‘‘αντιτρομοκρατική’’ νομολογία.

Την περίοδο του διπολισμού, πριν την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος δεν αντιμετωπιζόταν πάντα με βάση την στενή αντικειμενική θεωρία. Ένα γνωστό παράδειγμα ήταν η περίπτωση του Πόλε, μέλους της γερμανικής ένοπλης οργάνωσης RAF, που το συμβούλιο εφετών το 1976 είχε απορρίψει την έκδοσή του στη Δυτική Γερμανία.

Το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα εκδόσεως του Πόλε από το γερμανικό κράτος με τον ισχυρισμό ότι: ‘‘Ο  Πόλε ήταν από το 1971 μέλος μιας επαναστατικής εξτρεμιστικής οργάνωσης που είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπε σε ενεργό δράση ως την ανατροπή του κρατούντος εις την Δυτική Γερμανία πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα από κοινού κατά του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού και στρέφεται εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Γερμανίας’’.

Η περίοδος εκείνη μετά την χούντα των συνταγματαρχών ήταν έντονη η ταξική και κοινωνική σύγκρουση με ιστορικούς εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες. Αυτό το κοινωνικό πλαίσιο καθόριζε και το κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο αλλά και την δικαστική εξουσία.

Πλήθος πολιτικών (Χαραλαμπόπουλος, Α. Παπανδρέου, Μαγκάκης) οι οποίοι τότε βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, είχαν ταχθεί ενάντια στην έκδοση Πόλε.

Όσον αφορά την  RAF, ήταν μια οργάνωση στης οποίας την δράση συμπεριλαμβάνονταν επιθέσεις εναντίον προσώπων όπως εισαγγελείς, δικαστές, βιομήχανοι, επιχειρηματίες, Αμερικανοί στρατιώτες τους οποίους είχε σκοτώσει ενώ είχε διαπράξει και απαλλοτριώσεις τραπεζών.

Οι Έλληνες δικαστές τότε είχαν αποφανθεί ότι ο Πόλε και η RAF είχαν πολιτική επαναστατική δράση.

Στην εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας και ενώ ο διπολικός κόσμος κατέρρευσε και κυριάρχησε το καπιταλιστικό μονοπώλιο παγκοσμίως, σταδιακά η διεθνής νομοθεσία εξοπλίστηκε με νομολογίες που προσδιόριζαν ως ‘‘τρομοκρατική’’ την πολιτική αντιπαράθεση με το καθεστώς που παραβίαζε τους νόμους. Το ελληνικό κράτος προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και το 2001 θεσπίστηκε ο 187. Ως εξειδίκευση για την πολεμική του κράτους ειδικά εναντίον της ένοπλης πολιτικής δράσης, θεσπίστηκε ο 187Α

Ο νόμος αυτός που είναι μια αντιγραφή της αντίστοιχης αμερικανικής νομολογίας για την ‘‘αντιμετώπιση της τρομοκρατίας’’, στα ελληνικά δεδομένα έχει εφαρμοστεί σε πλήθος ανθρώπων που είτε έχουν εμπλακεί σε ένοπλη δράση είτε έχουν κατηγορηθεί ότι συμμετείχαν.

Ο 187Α εξασφαλίζει στο κράτος αφενός την αυστηρή αντιμετώπιση όσων αμφισβητούν ενόπλως την παντοδυναμία του καθεστώτος και αφετέρου καλείται να δώσει χαρακτηριστικά αποπολιτικοποίησης στην ένοπλη ανατρεπτική δράση.

Πλην όμως, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δικάζει αμιγώς πολιτικές πράξεις, τις οποίες ματαίως επιχειρεί να απομακρύνει από το πολιτικό τους πλαίσιο ανάγοντάς τες σε ‘‘τρομοκρατικές’’.  

Και λέμε ματαίως, γιατί ενώ ο ίδιος ο 187Α αναφέρεται σε αυτή την προϋπόθεση της προσφορότητας μιας οργάνωσης και των ενεργειών της, οι δικαστές αντιφάσκουν με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Επανερχόμενοι στην απόφαση του Αρείου Πάγου για την 17Ν, είδαμε πως η επίκληση της αντικειμενικής θεωρίας, με βάση την οποία απαιτείται να είναι αποτελεσματική ως προς τον στόχο της μια ένοπλη οργάνωση και δεν αρκούν τα πολιτικά κίνητρα αυτού ή αυτών που συμμετέχουν σε αυτήν ( υποκειμενική θεωρία ), σκοντάφτει και αυτοακυρώνεται στον ίδιο τον 187Α, αφού αυτός διώκει ως ‘‘τρομοκρατικές’’ μόνο τις οργανώσεις των οποίων η δράση είναι πρόσφορη για να προκαλέσει καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών.

Συνεπώς  –  και για να επανέλθουμε στο συμπέρασμα του Αρείου Πάγου – ‘‘έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού εγκλήματος’’, τα οποία δύναται να οδηγήσουν στην ανατροπή ή την αλλοίωση της συνταγματικής τάξης της χώρας, δηλαδή στην ανατροπή ή αλλοίωση του κυριάρχου καθεστώτος. Επειδή όμως, ως πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ εννοούμε την δράση αυτή που λαμβάνει χώρα υπερβαίνοντας (ή παραβιάζοντας) το κυρίαρχο νομικά πλαίσιο και πραγματώνεται από έναν πολιτικό αντίπαλο ή εχθρό του καθεστώτος με στόχο την ‘‘την αλλοίωση, προσβολή, ή την ανατροπή του’’, το να αναγνωρίζεται ως πολιτικός αντίπαλος ή εχθρός του υφιστάμενου καθεστώτος κάποιος που είναι υπάλληλός του (πολιτικός ή στρατιωτικός), συνιστά μείζονα αντίφαση. Αυτό ισχύει με τους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς και κάθε παράγοντα οποιαδήποτε ιδιότητα και αν κατέχει εντός του συστήματος.

Επειδή με την υπάρχουσα νομολογία που έχει κυριαρχήσει ως πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις, επειδή σε πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ δεν δύναται να προβαίνει κάποιος που δεν είναι πολιτικός εχθρός του υπάρχοντος καθεστώτος και επειδή πολιτικός εχθρός του δεν νοείται κάποιος που υπηρετεί σε αυτό, συνεπώς είναι αντιφατική και άτοπη η θέση ότι το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ που στρέφεται ενάντια στο καθεστώς είναι ένα στρατιωτικό-πολιτικό πραξικόπημα. Και μάλιστα, ότι είναι η μόνη πολιτική πράξη που μπορεί να πραγματοποιηθεί ενάντια στο καθεστώς.

Μέσα σε αυτό το αυτοαναιρετικό σκεπτικό που κατέληξε ο Άρειος Πάγος για να διαμορφώσει το ‘‘πλαίσιο’’ σκέψης, επιχειρηματολογίας και απόφασης του εκάστοτε δικαστηρίου, η κατάληξη είναι η εξής:

Αναγνωρίζεται ως ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ μόνο μια πράξη που επί της ουσίας δεν είναι πράξη ενός πολιτικού εχθρού του καθεστώτος (αλλά ενός αποφασιστικού προασπιστή του), αφορίζεται κάθε πραγματική πολιτική δράση ενάντια στο υπάρχον καθεστώς ως ‘‘τρομοκρατία’’ και ‘‘έγκλημα’’ και έτσι θεωρείται ότι ‘‘ατσαλώνεται’’ το ίδιο το καθεστώς θεωρητική, ιδεολογικά, νομικά, και πολιτικά από τους αντιπάλους του.

Συνεπώς ως μόνο ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ νοείται μόνο η πράξη αυτή που πραγματώνει κάποιος ο οποίος δεν είναι εχθρός του καθεστώτος, αλλά μέρος αυτού. Και η ουσιαστική κατάληξη είναι ότι δεν υπάρχουν πολιτικοί εχθροί ή αντίπαλοι του υπάρχοντος καθεστώτος ενώ πολιτική δράση που στρέφεται ενάντιά του, το απειλεί, το υπονομεύει, δηλαδή πολιτική πράξη που ‘‘υπερβαίνει τον ποινικό νόμο’’ νοείται μόνο αυτή που πραγματώνεται από άτομα που δεν υπάγονται στους πολιτικούς εχθρούς του.

Η θέση ότι ‘‘πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία’’ που προβάλλεται καταληκτικά τα τελευταία χρόνια, δεν την ασπάζονταν παλαιότερα πολλοί εκ των καθεστωτικών νομικών. Αντιθέτως, είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι μπορεί η δράση ατόμων με πολιτικό-στρατιωτική ιδιότητα να συνιστά ‘‘πολιτικό έγκλημα’’. Ειδικά ως προς το πρόσωπο του ‘‘πολιτικού εγκληματία’’, η αδυναμία της συνύπαρξης στο ίδιο πρόσωπο της πολιτικό-στρατιωτικής υπαλληλικής σχέσης με το καθεστώς και του πολιτικού εχθρού του ίδιου του καθεστώτος, είχε εντοπιστεί και αναδειχθεί.

Χαρακτηριστική ήταν η θέση του Μανωλεδάκη ο οποίος έγραφε:  ‘‘Αν ξεκινήσουμε από την λογική αφετηρία ότι πολιτικός εγκληματίας» είναι εχθρός της κατεστημένης εξουσίας, θα πρέπει απ’ την αρχή (εξ’ ορισμού) να «αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός αυτός για όλα τα πρόσωπα που είναι ενταγμένα στον υπάλληλο -στρατιωτικό μηχανισμό του κράτους. Με την ένταξή τους σ’ αυτόν οι υπάλληλοι – πολιτικοί και στρατιωτικοί –  απαλλοτριώνουν κάθε δικαίωμα για δυναμική αντίθεση με το καθεστώς’’.

Όσον αφορά την πρότασή του για την επίλυση του προβλήματος αναφορικά με το πολιτικό ‘‘έγκλημα’’, καθώς ορισμός γι’ αυτό δεν υπάρχει στην καθεστωτική νομολογία, ο ίδιος καταλήγει: ‘‘ Οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονται ανάμεσα σε πολιτικές ομάδες και όχι σε άτομα. Τα μέλη αυτών των ομάδων, όταν δρουν μέσα στα πλαίσια των σκοπών τους και παραβαίνουν με την δράση τους τον ποινικό νόμο, έχουν το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται πολιτικοί αντίπαλοι και ‘‘πολιτικοί εγκληματίες’’.

 Ώστε: ‘‘πολιτικός εγκληματίας’’ μπορεί να χαρακτηριστεί ο ενταγμένος σε οργάνωση με πολιτικό σκεπτικό που επιδιώκει, δηλαδή την ανατροπή, μεταβολή, κλονισμό, πίεση του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος και τελεί αξιόποινες πράξεις, ανταποκρινόμενες στο σκεπτικό αυτό και πρόσφορες για τους σκοπούς αυτούς, εφόσον ο ίδιος δεν έχει οποιαδήποτε υπαλληλοστρατιωτική ιδιότητα’’. (Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο – Γενική θεωρία)

Όμως, η κυρίαρχη αντίληψη και ο νομικός ‘‘οδηγός’’ για την άρνηση αναγνώρισης του πολιτικού αντιπάλου από το καθεστώς καθορίζεται έως τώρα από την απόφαση του Αρείου Πάγου που προαναφέρουμε. Και η κατίσχυση αυτού του σκεπτικού έναντι κάθε άλλου έγινε παρ’ όλο που είναι πασιφανές ότι πρόκειται για θέση ανεδαφική και αυτοαναιρούμενη.

Υπαγορεύεται όμως από μια σημαντική για το ίδιο το υπάρχον καθεστώς πολιτική σκοπιμότητα. Αυτή κατά-γράφεται ρητώς στο ίδιο σκεπτικό του Αρείου Πάγου με λίγες λέξεις: ‘‘…..τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού (εν προκειμένω ‘‘του αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας’’) ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία’’.   

Με μια απόφαση του ανωτάτου δικαστικού οργάνου του καθεστώτος, αφορίζεται ‘‘οριστικά’’ η αντικαθεστωτική δράση και τα πρόσωπα που την διεξάγουν, αφορίζεται ο πολιτικός αντίπαλος του καθεστώτος, αφορίζεται η ίδια η πολιτική ανυπακοή. Η αντιπροσωπευτική ‘‘δημοκρατία’’ – κατά εμάς αντιπροσωπευτική ολιγαρχία – ανάγεται στο μοναδικό και αναμφισβήτητο πολιτικό σύστημα.

Πολιτικός αντίπαλος σε αυτό το καθεστώς ‘‘δεν υπάρχει’’, ενώ ‘‘τίποτα δεν μπορεί να το απειλήσει’’ ουσιαστικά. Η υποτιθέμενη ‘‘απροσφορότητά’’ της αντικαθεστωτικής δράσης, η οποία δεν νοείται αν δεν υπερβαίνει το ποινικό πλαίσιο, προβάλλεται και επιβάλλεται για την εμπέδωση της υπεροπλίας ενός καθεστώτος απέναντι σε όποιον το αμφισβητεί. Και για να επανέλθουμε στον Μανωλεδάκη ο ίδιος αναφορικά με την αντικειμενική θεωρία το ‘‘καθαρό’’ και ‘‘σύνθετο’’ πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ αναφέρει: 

‘‘…..Για να φτάσεις σε αυτό ( σημ. την ανατροπή μιας πολιτικής εξουσίας) πρέπει να περάσεις από τα αγαθά τούτα (ανθρώπινες ζωές, προσωπικές ελευθερίες, εγκαταστάσεις, υπηρεσίες κλπ) που η προσβολή τους δεν αποτελεί με το κριτήριο της αντικειμενικής θεωρίας πολιτικό, αλλά κοινό έγκλημα.

Έτσι, ενώ η προσβολή αποβλέπει στην ανατροπή της πολιτικής εξουσίας καταλήγει αντικειμενικά σε σύνθετο πάντα πολιτικό έγκλημα ή και σε μόνο κοινό αν ο δράστης είχε την ….ατυχία να συλληφθεί στην αρχή πραγμάτωσης του σχεδίου του’’. (Μανωλεδάκης, στο ίδιο)

Μέσα σ’ αυτό το αυτοαναιρούμενο σκεπτικό, μεγάλη σημασία έχει το τελικό συμπέρασμα ότι μόνο το πραξικόπημα (εσχάτη προδοσία) θεωρείται πολιτικό έγκλημα και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού.

Όμως ένα πραξικόπημα δεν αλλοιώνει και πολύ περισσότερο δεν καταστρέφει το οικονομικό σύστημα και το κράτος, αλλά αντιθέτως το οχυρώνει με την στρατιωτική κρατική υπεροπλία.

Τα πραξικοπήματα και οι χούντες είναι η άλλη πολιτική όψη του ίδιου οικονομικού και πολιτικού συστήματος και όποτε ο καπιταλισμός χρειάζεται πραξικοπήματα, οι ίδιες οι ‘‘δημοκρατίες’’ του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου είναι αυτές που τα επιβάλλουν σε χώρες όπου απαιτείται η ατσάλινη κρατική γροθιά για να αναπαραχθεί το σύστημα.

Συνεπώς αυτό το συμπέρασμα του Αρείου Πάγου που έχει κυριαρχήσει στις συζητήσεις και ερμηνείες πάνω στο πολιτικό ‘‘έγκλημα’’, δηλώνει πως το κράτος δεν αναγνωρίζει στην ουσία τίποτα ως πολιτικό εκτός από αυτό που κινείται εντός του καπιταλιστικού και κρατικού πλαισίου και καταλήγει ο Άρειος Πάγος ότι ‘‘τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία’’, επιχειρώντας έτσι να βγάλει εκτός πολιτικού πλαισίου οποιαδήποτε δράση στρέφεται ευθέως εναντίον του υπάρχοντος καθεστώτος.

 

Η ‘‘δημοκρατία’’ καμώνεται το ιδανικότερο και απόλυτο πολιτικό σύστημα που δεν χωρά στο εσωτερικό του έμπρακτη πολιτική αμφισβήτηση!

Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η ‘‘δημοκρατία’’; Μήπως εννοώντας ότι η πολιτική βία υφίσταται ως τέτοια, είναι δικαιολογημένη και αναγνωρίζεται μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και τυραννίες – άποψη που ασπάζεται η αριστερά –  εννοούμε ότι στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχουμε ελευθερία;

Αυτό το καθεστώς μόνο ως δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η κάθε 4 χρόνια εκλογή εκπροσώπων που σε μόνιμη βάση σφετερίζονται την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, αφού μόνο με την εξαπάτηση και το ψέμα αποσπούν ψήφους και αναρριχώνται στην πολιτική εξουσία, όχι μόνο δεν είναι δημοκρατία αλλά παραβιάζει συνταγματικά και το νομικό πλαίσιο στου Συντάγματος στο οποίο βασίζεται.

Η παραβίαση αυτής της ‘‘λαϊκής εντολής και βούλησης’’ την οποία υποτίθεται, ότι υπηρετεί το καθεστώς αυτό, γίνεται όλο και πιο έντονη τα τελευταία χρόνια και κορυφαία παραδείγματα έχουμε μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Η επιβολή των μνημονίων που έγινε υπό την ασφυκτική πίεση των κεφαλαιαγορών και των υπερεθνικών θεσμών και οργανισμών ( Ε.Ε, ΕΚΤ, ΔΝΤ), προϋπέθετε την παραβίαση του Συντάγματος που υπήρξε το πρώτο ‘‘θύμα’’ του. Το μνημόνιο ‘‘πέρασε’’ με την εξουσιοδότηση του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος θα είχε από τότε και στο εξής την εξουσία να υπογράφει νέα μνημόνια, συμφωνίες και δανειακές συμβάσεις, οι οποίες θα εισάγονται στην Βουλή ‘‘για συζήτηση και ενημέρωση’’ και όχι για κύρωση.

Όπως προβλέπει ο νόμος 3847/ 2010 οι ‘‘συμβάσεις αυτές θα ισχύουν και θα εκτελούνται από της υπογραφής τους’’. Η εξουσιοδότηση αυτή προσκρούει:

α) στο άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος που ορίζει ότι Συνθήκες που ‘‘που επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες’’ δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που να τις κυρώνει.

β) παραιτείται με την δανειακή Σύμβαση το ελληνικό κράτος από ασυλίες ‘‘λόγω κυριαρχίας’’. Την παραί-τηση αυτή προβλέπει η δανειακή Σύμβαση της 8/5/2010 όπου σε περίπτωση στάσης πληρωμών, μπορούν οι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος στοιχείων όχι μόνον της ιδιωτικής, αλλά και της δημόσιας περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου. Αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τον ‘‘πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας’’. Το παραπάνω κατά πολλούς συνταγματολόγους και νομικούς δεν προβλέπεται ούτε με βάση το άρθρο 28 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος.

Επίσης, είναι αντισυνταγματικές πολλές ρυθμίσεις που επεβλήθησαν με επί μέρους ‘‘εκτελεστικούς νόμους’’ του μνημονίου όπως η περικοπή των συντάξεων και επιδομάτων, η αύξηση ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, η επιβολή έκτακτων φορολογικών εισφορών, η πρόσφατη πρακτική των κατασχέσεων κ.α. 

Οι περισσότερες από αυτές προσκρούουν στο ‘‘κεκτημένου του κοινωνικού κράτους δικαίου’’ όπως αυτό παρουσιάζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, ακυρώνουν τα άλλα κοινωνικά δικαιώματα του ‘‘κατοχυρώνει το ισχύον Σύνταγμα’’ στα άρθρα 21, 22,23, προσκρούουν στο άρθρο 4 παρ.1, 2, 5 καθώς η επιβολή των μέτρων γίνεται προς το συμφέρον μειοψηφιών και εις βάρος του γενικού συμφέροντος και οξύνουν τις ανισότητες στην κοινωνία, όπως και στο άρθρο 17 παρ. 1 για την ιδιοκτησία.

Με το δημοψήφισμα και την παραβίαση της ρητής λαϊκής εντολής με το πλειοψηφικό ΟΧΙ στην δανειακή Σύμβαση του 2015, παραβιάστηκαν τα άρθρα 52, 1παρ. 2 και 3 και 25 παρ. 3.

Συστηματικά παραβιάζεται το άρθρο 2 παρ.1, το άρθρο 4 παρ. 2 και το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, τα οποία συνιστούν κενό γράμμα για την πλειοψηφία της κοινωνίας.

Οι σύγχρονες κυβερνήσεις στην Ελλάδα στηρίζονται σε ψήφους που προέρχονται από μειοψηφικά τμήματα του πληθυσμού. Η πλειοψηφία της κοινωνίας (60%) απέχει από τις εκλογικές διαδικασίες. Συνεπώς και το ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σήμερα δε στηρίζεται ούτε καν από την προσέλευση στις κάλπες από την κοινωνική πλειοψηφία. Οι δε κυβερνήσεις στηρίζονται σε ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 12% του εκλογικού σώματος, ενώ με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η τωρινή κυβέρνηση στηρίζεται από το 6% του εκλογικού σώματος! Με βάση αυτό το ποσοστό είναι κατοχυρωμένη να περνάει τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας;

Επειδή μας έχουν κατηγορήσει σε δικαστική αίθουσα, ως αυτόκλητους υπερασπιστές της κοινωνίας, απαντάω πως δεν είμαστε εμείς αυτόκλητοι, αλλά αυτοί που κατέχουν την εξουσία με την ψήφο μιας αισχράς μειοψηφίας και επιβάλλουν τα μέτρα κοινωνικής ευθανασίας που τους υπαγορεύει η οικονομική ελίτ και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, της ΕΕ, και του ESM.

Αυτούς τους μηχανισμούς κανένας δεν τους εκλέγει και μια αισχρά πλειοψηφία πλουσίων είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι σε κάθε χώρα, της οποίας οι κυβερνήσεις επικυρώνουν και επιβάλλουν δια πυρός και σιδήρου τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας που συνιστούν προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του χτυπημένου από την κρίση συστήματος.

Εμείς δεν είμαστε αυτόκλητοι υπερασπιστές της κοινωνίας είμαστε η ψυχή αυτής της κοινωνίας. Προερχόμαστε από τα σπλάχνα της, ζούσαμε και ζούμε μέσα στην καρδιά της κοινωνικής αδικίας. Προερχόμαστε από χαμηλά και προλεταριακά κοινωνικά στρώματα και έχουμε πλήρη συνείδηση της ταξικότητας αυτού του πολέμου που διεξάγεται τη τελευταία περίοδο με θύματα εκατομμύρια ανθρώπους στην χώρα.

Η χούντα της οικονομικής ελίτ και της πολιτικής εξουσίας δεν είναι δημοκρατία.

Εμείς είμαστε οι προασπιστές της πραγματικής δημοκρατίας, της άμεσης δημοκρατίας.

Και αν μπορούσε να γίνει ένα δημοψήφισμα χωρίς ο κόσμος να φοβάται  – γιατί ο κοινωνικός φόβος είναι ο μόνος παράγοντας που κρατάει το σύστημα όρθιο αυτή την περίοδο, αφού συναίνεση στο καθεστώς πλέον δεν υπάρχει –  το ποσοστό του 35% που είχε βγει από δημοσκόπηση ηλεκτρονικής εφημερίδας με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων το 2009 και που δήλωνε ότι είναι δικαιολογημένη η ένοπλη δράση, θα είναι στις μέρες μας πολύ υψηλότερο.

 

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την πλέον χαώδη απόσταση ανάμεσα στα συμφέροντα των λίγων οικονομικά ισχυρών και της κοινωνικής πλειοψηφίας, η οποία πεθαίνει για να επιβιώσουν οι οικονομικές ελίτ. Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων είναι από τις μεγαλύτερες  – αν όχι η μεγαλύτερη – στην ιστορία. Το κράτος καταπατώντας τους νόμους που το ίδιο θεσπίζει, είναι στο πλευρό των ισχυρών και ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτός είναι ο ιστορικός του ρόλος.

 

Ο διαχωρισμός του υποκειμενικού πολιτικού παράγοντα από τον αντικειμενικό της προσφορότητας της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, δεν είναι θέμα ερμηνείας από τους δικαστές.

Συνιστά την αλλαγή στην πράξη του περιεχομένου του 187Α, δηλαδή συνιστά την ακύρωσή του.

Και αυτό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η αντικειμενική θεωρία περί πολιτικού εγκλήματος ως επιχείρημα για την αποπολιτικοποίηση της ένοπλης επαναστατικής δράσης και του Επαναστατικού Αγώνα.

Συνεπώς διωκόμαστε, φυλακιζόμαστε, δικαζόμαστε και καταδικαζόμαστε σε πολλά χρόνια φυλακή με βάση έναν νόμο που ομολογεί ότι δικάζει πολιτικές πράξεις, και αυτός ο νόμος ακυρώνεται στην συνέχεια από τα ειδικά δικαστήρια που τον εφαρμόζουν, πράγμα που καταπατά το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο, υποτίθεται, ότι τα δικαστήρια προασπίζονται.

 

 

                      Πόλα Ρούπα – Νίκος Μαζιώτης, μέλη του Επαναστατικού Αγώνα.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *