ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΝΙΚΟΥ ΜΑΖΙΩΤΗ ΚΑΙ ΠΟΛΑΣ ΡΟΥΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ∆ΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΦΥΣΣΑ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΝΙΚΟΥ ΜΑΖΙΩΤΗ ΚΑΙ ΠΟΛΑΣ ΡΟΥΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ∆ΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΦΥΣΣΑ

Οκτώβρης 2013

Η δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα από χρυσαυγίτη είναι η πρώτη

πολιτική δολοφονία των φασιστών µετά τη χούντα των συνταγµαταρχών.

Η δολοφονία αυτή σηµατοδοτεί την επισφράγιση ενός εµφυλίου που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και που µέχρι σήµερα είχε τον χαρακτήρα της ανεµπόδιστης εγκληµατικής δράσης των χρυσαυγιτών στους δρόµους των πόλεων µε επιθέσεις

εναντίον µεταναστών και πολιτικών τους αντιπάλων, µε δολοφονίες µεταναστών

όπως του Μπαµπακάρ Ντιάε και Σαχζάντ Λουκµάν και µε άλλες που δεν έχουν

επίσηµα αποδοθεί στη Χρυσή Αυγή, µε εξαφανίσεις µεταναστών, µε τραµπουκισµούς, απειλές, τροµοκρατία στους δρόµους, τα σχολεία, τις λαϊκές αγορές, τα νοσοκοµεία, τους παιδικούς σταθµούς… Οι χρυσαυγίτες παρέλαυναν στους δρόµους λαϊκών συνοικιών τραγουδώντας φασιστικά εµβατήρια ανενόχλητοι, ξυπνώντας µνήµες από την περίοδο της κατοχής από τους ναζί. ∆ήλωναν δηµοσίως την προοπτική των δολοφονιών αριστερών, κοµµουνιστών, αναρχικών, τις οποίες διαµήνυαν δια στόµατος και του αρχηγού τους, χωρίς καµία απάντηση, χωρίς κόστος.

Ο χρυσαυγίτης Ρουπακιάς που εκτέλεσε τον Φύσσα απλώς υλοποίησε τις γνωστές

εδώ και καιρό …προγραµµατικές δηλώσεις της οργάνωσης.

Το γεγονός ότι ο χρυσαυγίτης συνελήφθη επ’ αυτοφόρω και οµολόγησε και όχι αυτή καθ’ αυτή η δολοφονία, καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις. Κάτω από καθεστώς

ισχυρής πολιτικής και κοινωνικής πίεσης και κάτω από καθεστώς πίεσης από ξένα

πολιτικά κέντρα, η Ν∆ από τη θέση του φίλου πολιτικά κόµµατος των νεοναζί που πριµοδοτούσε την οργάνωση, κάλυπτε την τροµοκρατική της δράση και τα εγκλήµατά της µε την προοπτική της µελλοντικής συνεργασίας µαζί της, µεταπήδησε µέσα σε λίγες µέρες στον «αµείλικτο διώκτη της» ανοίγοντας το δρόµο για τη σύλληψη και την φυλάκιση του αρχηγού της οργάνωσης, δυο µέχρι στιγµής βουλευτών και κάποιων στελεχών της. Καταγγελίες για επιθέσεις, για δολοφονίες για τραµπουκισµούς, για εκβιασµούς από τους νεοναζί καθηµερινά σε όλη την Ελλάδα

θάβονταν από την κυβέρνηση και τα κατασταλτικά όργανα τα οποία συµµετείχαν

ενεργά σε αυτά τα εγκλήµατα. Στην ουσία τον δρόµο για την τιµωρία της Χρυσής Αυγής, η Ν∆ και συγκεκριµένα ο Σαµαράς δεν την πήρε γιατί είναι µια νεοναζιστική εγκληµατική οργάνωση, αφού αυτό το γνώριζε και διόλου δεν τον απέτρεπε να επεξεργάζεται µια κυβερνητική συνεργασία µαζί της (πότε εξάλλου υπήρξε φασιστική οργάνωση που να µην ήταν εγκληµατική και δολοφονική), αλλά γιατί

καταχράστηκε την εύνοια και την υποστήριξη που της παρείχε το καθεστώς σε

οικονοµικό, πολιτικό αλλά και στρατιωτικό επίπεδο και µάλιστα µε τρόπο που το εξέθεσε σε τέτοιο βαθµό, ώστε η Χρυσή Αυγή από ένας εν δυνάµει παράγοντας

πολιτικής και κοινωνικής σταθεροποίησης του συστήµατος σε περίοδο έντονης

πολιτικής και κοινωνικής ρευστότητας, όπως θα ήθελε το δεξιό τµήµα της πολιτικής ελίτ και τµήµα του ελληνικού κεφαλαίου, να µετατραπεί σε παράγοντα περαιτέρω πολιτικής αποσταθεροποίησής του καθεστώτος. Και αυτό είχε βαρύ τίµηµα καθώς και οι πιστωτές της χώρας δήλωναν µε εκβιαστικό τρόπο σε κάθε ευκαιρία, πως πρωτεύον ζήτηµα αυτή την περίοδο είναι η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας.

 

Η Χρυσή Αυγή χαρακτηρίζεται ως εγκληµατική οργάνωση και τµήµα της ηγεσίας

της συλλαµβάνεται. Η «ανεξάρτητη» όµως καθεστωτική δικαιοσύνη, αφήνει ελεύθερους τρεις από τους χρυσαυγίτες βουλευτές, απειλώντας να µετατρέψει σε φιάσκο την όλη επιχείρηση, µε τον κίνδυνο της πλήρους γελοιοποίησης της κυβέρνησης. Οι πολιτικές πιέσεις από εσωτερικό και εξωτερικό όπως ήταν φυσικό,

ήταν τέτοιες που η δικαστική εξουσία εξαναγκάζεται τελικά να προφυλακίσει τον

αρχιφασίστα Μιχαλολιάκο και άλλους δυο βουλευτές. Αποτέλεσµα αυτής της κίνησης είναι µια Χρυσή Αυγή χωρίς κεφαλή, αλλά µε αλώβητο το µεγαλύτερο µέρος της ηγεσίας της, αλλά και του µηχανισµού της. Η Ν∆ τώρα σηκώνει τα λάβαρα του «αντιφασισµού» επιχειρώντας έτσι να

εκµεταλλευτεί την πολιτική ευκαιρία που της δίνει το έντονο αντιφασιστικό ρεύµα

που δηµιουργήθηκε µετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όχι µόνο για να

επανασυσπειρώσει τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους της αλλά και για να ανακόψει την

ενδεχόµενη ισχυροποίηση άλλων πολιτικών τάσεων, καθεστωτικών ή µη που θα παρουσίαζαν τάσεις ενίσχυσης µέσα στο αντιφασιστικό ρεύµα. Αυτή την κίνηση –

οµολογουµένως τέτοια µακιαβελικού τύπου στροφή από µεριάς του Σαµαρά είναι

πρωτοφανής στη σύγχρονη ιστορία του καθεστώτος στη χώρα- η κυβέρνηση θα την

αξιοποιήσει στο έπακρο για να ισχυροποιηθεί ως πολιτικός παράγοντας που εγγυάται

την καθεστωτική σταθερότητα, εφαρµόζοντας το δόγµα «νόµος και τάξη» για λογαριασµό της ελίτ και των δανειστών, εντείνοντας την πολιτική οικονοµικής καταστροφής µεγάλων τµηµάτων της κοινωνίας, επιβάλλοντας την κοινωνική υποταγή µέσα από το εκβιαστικό δίλληµα «µνηµόνιο ή χάος» και διώκοντας αµείλικτα κάθε απόπειρα αντίδρασης στα σχέδιά της.

Όµως, ο σπόρος του εµφυλίου που έσπειρε το σύστηµα µε την κρίση του και

καλλιέργησε το κράτος και η δεξιά πτέρυγα του καθεστώτος µε την ανοχή όλων των

καθεστωτικών πολιτικών τάσεων, δεν τελειώνει µε τη δίωξη ενάντια στη Χρυσή Αυγή. Θα συνεχιστεί και θα ενταθεί καθώς η κρίση θα βαθαίνει, η κοινωνική δυσαρέσκεια και οργή θα αυξάνεται, τα φασιστικά στοιχεία θα βρίσκονται στους

δρόµους για να την αξιοποιούν και το καθεστώς µε πρωτοπόρο την κυβέρνηση θα επιβάλει η ίδια ένα καθεστώς φασιστικοποίησης της κοινωνικής βάσης καθώς θα επιδιώξει να αντικαταστήσει τα τάγµατα εφόδου της Χρυσής Αυγής µε τα τάγµατα

εφόδου του κράτους, να εφαρµόσει πολιτικές πολεµικές ενάντια σε κάθε µορφή δράσης που στρέφεται ενάντια στις επιλογές της, που στρέφεται ενάντια στους θεσµούς και τις πολιτικές της σύγχρονης κυριαρχίας, ιδίως όταν αυτή υπερβαίνει τα όρια της διαµαρτυρίας. Αυτός ο εµφύλιος θα συνεχιστεί και θα ενταθεί καθώς οι

κυβερνήσεις θα συνεχίζουν να καλλιεργούν µε µεγαλύτερη από πριν ένταση την κύρια κοινωνική τάση που απαιτεί κάθε εµφύλιος για να αναπτυχθεί και που έθρεψε

και τους νεοναζί: τη µεταφορά της κοινωνικής δυσαρέσκειας και οργής που γεννά η

κρίση προς τα χαµηλά κοινωνικά στρώµατα ώστε ο φτωχός να στρέφεται ενάντια

στον πιο φτωχό, ο αδύνατος ενάντια στον πιο αδύνατο, µε το σύστηµα να µένει στο απυρόβλητο. Αυτή υπήρξε εξ’ άλλου και η βασική καθεστωτική πολιτική τάση που εκπορεύτηκε από όλες τις κυβερνήσεις και εκµεταλλεύτηκε η Χρυσή Αυγή: Για την

ανεργία ευθύνονται οι µετανάστες στους οποίους επιτίθεται η αντιπροσωπευτική

δηµοκρατία συλλαµβάνοντας, βασανίζοντας, φυλακίζοντας, δολοφονώντας, απελαύνοντας και η Χρυσή Αυγή τροµοκρατώντας, ξυλοκοπώντας, δολοφονώντας, συχνά κατόπιν παραγγελιών επί πληρωµή από ντόπιους επιχειρηµατίες. Για την πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση ευθύνονται οι αναρχικοί, οι κοµµουνιστές, οι αριστεροί, τους οποίους η αντιπροσωπευτική δηµοκρατία

 

καταγγέλλει, ξυλοκοπάει στις διαδηλώσεις, βασανίζει, συλλαµβάνει, φυλακίζει και η Χρυσή Αυγή επιτίθεται µε ρόπαλα και µαχαίρια στους δρόµους, απειλεί µε τη µαζική εξόντωσή τους, δολοφονεί. Για την ανεργία ευθύνεται ο συνδικαλισµός που εµποδίζει την εργασία να γίνει «πιο ανταγωνιστική» αποτρέποντας τις επενδύσεις όπως καταγγέλλουν οι κυβερνώντες, και η Χρυσή Αυγή αναλαµβάνει για τον ίδιο λόγο να

εκκαθαρίσει τις εργατικές περιοχές από το συνδικαλισµό µε την βία και την

τροµοκρατία.

Τα θεµέλια για το νέο εµφύλιο τα έβαλαν όλες οι κυβερνήσεις και συνέβαλαν όλα τα κοινοβουλευτικά κόµµατα χωρίς εξαίρεση στηρίζοντας ένα σύστηµα που το ίδιο

γεννά τον φασισµό και τον θρέφει µε τις κρίσεις του. Ένα σύστηµα που χρειάζεται τα

ναζιστικά µορφώµατα κάθε εποχή που η πολιτική και κοινωνική του ισορροπία

χάνεται, που η σταθερότητά του απειλείται. Τον φασισµό τον χρειάζεται το σύστηµα

του καπιταλισµού για τη βίαιη διατήρηση της κοινωνικής υποταγής τις περιόδους που οι κρίσεις σαπίζουν τα θεµέλιά του και η κοινοβουλευτική δηµοκρατία χρεοκοπεί καθώς χρεώνεται πολιτικά την κρίση και επιχειρεί να διασώσει την καθεστωτική

σταθερότητα. Τον φασισµό τον γεννά το ίδιο το σάπιο καπιταλιστικό σύστηµα για να αντιµετωπίσει την πολιτική και κοινωνική χρεοκοπία του.

Ο φασισµός συγκεντρώνει και αναδεικνύει τα πιο άθλια ένστικτα του ανθρώπου, τα

πιο ποταπά κοινωνικά χαρακτηριστικά σε περιόδους έντονης φτώχειας και

κοινωνικών κρίσεων. Ποτίζει µε το µίσος τις κοινωνίες, ένα µίσος που στρέφεται ενάντια στους πιο αδύναµους. Φέρνει στην επιφάνεια τα πιο απεχθή ανθρώπινα στοιχεία σε κοινωνίες παρηκµασµένες, τσακίζοντας την ταξική και κοινωνική αλληλεγγύη των προλετάριων. ∆ιαλύει κάθε κοινωνικό δεσµό και επιβάλει το κράτος ως το µόνο συνδετικό κρίκο µεταξύ των ανθρώπων. Είναι ο απόλυτος εκφραστής της

βίαιης εξουσίας του κράτους και του καπιταλισµού όταν υπονοµεύεται η συναίνεση

στο σύστηµα.

Τον φασισµό στην σύγχρονη Ελλάδα τον γέννησε και τον εξέθρεψε το ίδιο το

κεφάλαιο και στον πολιτικό του φορέα, τη Χρυσή Αυγή, είδε τη νέα και άφθαρτη

πολιτική εφεδρεία που θα το στήριζε όταν θα χρεοκοπούσαν τα υπόλοιπα

κοινοβουλευτικά κόµµατα. Το ίδιο το σύστηµα που την ανέδειξε, το ίδιο και την

καρατόµησε από τη στιγµή που ήταν αδύνατο πλέον να συγκαλύψει το ναζιστικό και βαθιά εγκληµατικό της χαρακτήρα και η κοινωνική απαίτηση για αντιµετώπιση του

φασισµού έγινε απειλητική για το ίδιο το καθεστώς. Γιατί ήταν τόσο απροκάλυπτη τόσο καιρό η συγκάλυψη, η στήριξη ακόµα και η βοήθεια προς τους νεοναζί από την οικονοµική και πολιτική εξουσία, που µετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και όλα όσα αυτή έφερε στην επιφάνεια, κατέστησε αναπόφευκτη την ανάγκη για την καρατόµηση της Χρυσής Αυγής, αφού υπονοµευόταν η κυβερνητική σταθερότητα και εξουσία. Αν δεν έδινε την εντολή ο Σαµαράς να χτυπηθεί η Χρυσή Αυγή, θα κατέληγε και ο ίδιος στον κάδο των αχρήστων του συστήµατος.

Η Χρυσή Αυγή ενώ πριν το ξέσπασµα της κρίσης αποτελούσε µια περιθωριακή

ολιγοµελή οµάδα, µετά την κρίση και ενώ αυτή βαθαίνει συνεχώς και πλήττει όλο και

ευρύτερα στρώµατα του πληθυσµού φέρνοντας στην Ελλάδα τη µεγαλύτερη ύφεση

 

στην παγκόσµια ιστορία µετά από αυτή της δεκαετίας του ’30, φέρνοντας όλο και µεγαλύτερες απώλειες εισοδήµατος, καταστρέφοντας µεγάλα τµήµατα του

πληθυσµού και προκαλώντας τη µεγαλύτερη κοινωνική κρίση στον τόπο σε καιρό

ειρήνης, τα ποσοστά του φασιστικού κόµµατος ανέβηκαν. Η ακριβής χρονική

περίοδος που απέκτησε µεγάλα ποσοστά ψήφων συµπίπτει µε την µεγάλη κάµψη των

κοινωνικών αντιστάσεων ενάντια στο µνηµόνιο, την πολιτική της τρόικας και την κυβέρνηση.

Η δύναµη που απέκτησε, πέρα από τη στήριξη τµήµατος των µικροµεσαίων στρωµάτων και των µικροϊδιοκτητών, τα οποία βλέπουν ως κύρια απειλή τους φτωχούς µετανάστες, αποδίδουν τις ευθύνες της κρίσης αποκλειστικά στους πολιτικούς, πιστεύουν στις ψεύτικες δηµαγωγίες των νεοναζί ενάντια στο µνηµόνιο

και τους τοκογλύφους δανειστές και έχουν πιστέψει τη νεοναζιστική προπαγάνδα ότι

η Χρυσή Αυγή είναι ο µόνος πολιτικός παράγοντας που «µπορεί να τιµωρήσει του υπαίτιους της κρίσης», οφείλεται στην στήριξη που της παρέχει τµήµα του ελληνικού κεφαλαίου. Μεσαίοι αλλά και µεγάλοι επιχειρηµατίες, όπως και εφοπλιστές στήριξαν οικονοµικά τους χρυσαυγίτες που ως αντάλλαγµα θα πρόσφεραν -και ως ένα βαθµό το έκαναν πράξη- την προστασία των αφεντικών από την πάσης φύσεως πολιτική και κοινωνική απειλή, η οποία και µπορεί να υπονοµεύσει τα ήδη πληττόµενα από την κρίση συµφέροντα και κέρδη τους. Και αυτή η οικονοµική στήριξη που είναι η µόνη που εξηγεί τις δαπανηρές υποδοµές που διατηρούσε, τις δράσεις της και τα «φιλανθρωπικά» συσσίτια µέσω των οποίων αποσπούσε τη στήριξη των πιο εξαθλιωµένων οικονοµικά αλλά, κυρίως, ηθικά κοµµατιών της κοινωνίας -πέρα από τις µαστροπείες, το εµπόριο όπλων, την προστασία ως µπράβοι σε επιχειρήσεις-, διαφάνηκε µέσα από τη στάση που κράτησαν παράγοντες του

ελληνικού κεφαλαίου στηρίζοντας εµµέσως πλην σαφώς την οργάνωση µέσα από τηλεοπτικά µέσα που ελέγχουν ή αξιοποιώντας τους τραµπούκους της ως οµάδα

κρούσης ενάντια σε οργανωµένους εργάτες και συνδικάτα, όπως έκαναν οι εφοπλιστές. Ότι η νεοναζιστική οργάνωση παρείχε υπηρεσίες προς τους εφοπλιστές οµολόγησαν εξ’ άλλου εµµέσως πλην σαφώς βουλευτές της λίγο πριν την επίθεση στο Πέραµα εναντίον µελών του ΠΑΜΕ, δηµοσιοποιώντας τη διάθεση των νεοναζί

να εκκαθαρίσουν τα σωµατεία προκειµένου να µπορεί το εφοπλιστικό κεφάλαιο να

δρα ανενόχλητο. Παράλληλα µέσα από τις διώξεις, τη βία και την τροµοκρατία που

ασκούσαν στους µετανάστες για να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καλυφθούν οι θέσεις εργασίας από Έλληνες µε τα ίδια µεροκάµατα πείνας που έπαιρναν οι

µετανάστες, στήριζε και παγίωνε το καθεστώς εργασιακής δουλείας και στυγνής εκµετάλλευσης.

Σε πρακτικό επίπεδο και µέσω της δράσης της προωθούσε απροκάλυπτα την βασική

οικονοµική πολιτική της τρόικας και κυρίως της γερµανικής εκδοχής της, που θέλει την εσωτερική υποτίµηση µέσω της µείωσης των αποδοχών των εργαζοµένων, την

απαξίωση της εργασίας µέσω της παγίωσης των υπαρχουσών συνθηκών άγριας

εκµετάλλευσης, την εσωτερική υποβάθµιση µέσω της ισοπέδωσης ολόκληρων

τµηµάτων του πληθυσµού να αποτελούν τα βασικά στοιχεία για την αντιµετώπιση

των ελλειµµάτων, τη µείωση του εξωτερικού δανεισµού για τις επιχειρήσεις, την άντληση κερδών, την οικονοµική ανάκαµψη. Το γεγονός ότι τµήµα του µεγάλου

κεφαλαίου στήριξε τη Χρυσή Αυγή διατυµπάνιζαν µέσα από τη στάση τους πολλά

ΜΜΕ δίνοντας το βήµα να εκφράζουν τις φασιστικές τους θέσεις, µετατρέποντας τα

 

δολοφονικά τάγµατα εφόδου σε «ελκυστικούς ακτιβιστές», νοµιµοποιώντας και προπαγανδίζοντας τον ρόλο τους ως εγγυητές της καθεστωτικής σταθερότητας. Γι’

αυτό τους προόριζε το κεφάλαιο και το διαµήνυε µέσω των πιο ακραία

φιλοµνηµονιακών (και απροκάλυπτων υποστηρικτών της γερµανικής οικονοµικής πολιτικής στη χώρα) δηµοσιογραφικών του παπαγάλων, µέσα από δηλώσεις όπως: «µια σοβαρότερη Χρυσή Αυγή θα µπορούσε να υποστηρίξει µια συντηρητική συµµαχία , αφού ο εθνικισµός δεν είναι ντροπή». Μόνο που η Χρυσή Αυγή δεν έδειξε την απαιτούµενη σοβαρότητα και υπέστη τις συνέπειες. Ή µάλλον, έκανε κατάχρηση της δύναµης που απέκτησε, των προνοµίων και της κάλυψης που της παρείχε το σύστηµα. Και όπως ήταν φυσικό, µετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα όλοι οι δηµοσιογράφοι «ανακάλυψαν ξαφνικά» τι πραγµατικά σηµαίνει Χρυσή Αυγή και όλοι έκαναν µε περισσή υποκρισία τους έκπληκτους µπροστά στην εγκληµατική, τη δολοφονική φύση της νεοναζιστικής οργάνωσης.

Πέρα λοιπόν, από τα «χαρτζιλίκια» που τους παρείχαν µικροέµποροι για τις υπηρεσίες τους στην «δραστική αντιµετώπιση» των φτωχών µεταναστών που φτάνει ως την φυσική εξόντωσή τους, η ναζιστική αυτή συµµορία για να δυναµώσει στηρίχτηκε κυρίως στο ίδιο το κεφάλαιο, για το οποίο έδρασε ως πληρωµένος τραµπούκος και τροµοκράτης. Αυτό έχει δείξει και η ιστορία του φασισµού. Όλα τα

φασιστικά κόµµατα στηρίχτηκαν από το µεγάλο κεφάλαιο των χωρών που αναπτύχθηκαν σε περιόδους που η συστηµική κρίση διέκοπτε βίαια τη διαδικασία

συσσώρευσης. Η αναγκαιότητα για πλήρη επιβολή της κοινωνικής και ταξικής ειρήνης για την δραστική και άµεση εφαρµογή των επιταγών των κεφαλαιοκρατών, και όσον αφορά την εποχή του µεσοπολέµου, η αναγκαιότητα για την πάταξη του κοµµουνιστικού κινδύνου, κατέστησε υποχρεωτική για τις εθνικές άρχουσες οικονοµικά τάξεις τη στήριξη του φασισµού. Ιστορικά ο φασισµός στα πρώτα στάδιά του υιοθετεί µια φιλολαϊκή ρητορική, στρέφεται ενάντια στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία και καταγγέλλει την τάξη των πλουσίων, αποσπώντας τη στήριξη µέρους

των κοινωνικών στρωµάτων που πλήττονται περισσότερο από τις οικονοµικές

κρίσεις. Αυτά µέχρι να κατακτήσουν την εξουσία και να επιβάλουν την πλήρη φασιστικοποίηση του κράτους και της κοινωνίας, αφού µετά αποκαλύπτεται ο ιστορικός τους ρόλος που είναι η επιβολή µέσω της ωµής βίας, των µαζικών εκκαθαρίσεων και των εκτελέσεων, των απαιτήσεων των κεφαλαιοκρατών για την

επανεκκίνηση της διαδικασίας συσσώρευσης ενσωµατώνοντας βίαια στο κόµµα τους

κάθε εξουσία και κοινωνική δραστηριότητα, καταλύοντας το σύστηµα της

αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας και εφαρµόζοντας ένα µοντέλο κρατικού παρεµβατισµού στην οικονοµία µε τις απαραίτητες ρυθµίσεις και δράσεις για τη στήριξη του κεφαλαίου και µε την παράλληλη διασφάλιση της εργασιακής τροµοκρατίας για την αποδοχή από τους εργαζόµενους των πιο σκληρών όρων

εκµετάλλευσης. Η επίκληση της «εθνικής ανάτασης και αξιοπρέπειας» δεν αφορά σε

τίποτα άλλο πέρα από την δηµιουργία ενός ισχυρού φασιστικού κράτους που θα

υπηρετεί τα συµφέροντα µιας ισχυρής άρχουσας οικονοµικά τάξης, ακόµα και αν αυτό απαιτεί µαζικές δολοφονίες και πολέµους. Και αν σε άλλες περιπτώσεις ο

φασισµός στηρίχθηκε και υπηρέτησε το εθνικό κεφάλαιο των αντίστοιχων χωρών

(Γερµανία, Ιταλία) σε περιόδους έντονης ιµπεριαλιστικής διαµάχης και ενώ η

διαδικασία της παγκοσµιοποίησης αναστελλόταν λόγω του αυξηµένου ανταγωνισµού

στο εσωτερικό της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης, στην Ελλάδα όπου ποτέ δεν δηµιουργήθηκε εθνική αστική τάξη, ο φασισµός ανέκαθεν υπηρετούσε ξένες πολιτικές και οικονοµικές δυνάµεις, αποτελούσε ένα εργαλείο για την προάσπιση των

 

συµφερόντων κάποιας µεγάλης δύναµης µε βασική αποστολή την επιβολή της καθεστωτικής σταθερότητας µέσω της φασιστικοποίησης της κοινωνίας και της

εξάλειψης του εσωτερικού εχθρού. Αν υποθέσουµε λοιπόν, ότι η Χρυσή Αυγή

κατάφερνε κάποια στιγµή να πάρει την εξουσία και να δηµιουργήσει το πολυπόθητο

για αυτή φασιστικό κράτος, αυτό δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από έναν υπηρέτη

τµήµατος της υπερεθνικής ελίτ µε σχέσεις συµφέροντος στην Ελλάδα και θα έπαιζε

το ρόλο της «σιδερένιας γροθιάς» του κεφαλαίου ενάντια στους προλετάριους.

Αυτή που φέρει µεγάλη ευθύνη για την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής είναι η Νέα

∆ηµοκρατία. Η δεξιά πτέρυγα του πολιτικού συστήµατος έχει στραφεί σε µεγάλο

βαθµό προς την ακροδεξιά πολιτική πρακτική βλέποντας τις ενισχυτικές τάσεις των νεοφασιστών που οφείλονταν τόσο στην από τα κάτω στήριξή τους όσο και στην από

την οικονοµική ολιγαρχία πριµοδότησή τους. Μεγάλο τµήµα των δεξιών ψηφοφόρων

στράφηκαν στη Χρυσή Αυγή ξεθάβοντας τα φασιστικά τους χαρακτηριστικά που

είχαν κρύψει καθ’ όλη την περίοδο της «συστηµικής σταθερότητας» και της «οικονοµικής ευµάρειας». Την επικύρωση του εµφυλίου την έδωσαν µε την ψήφο τους οι χιλιάδες ψηφοφόροι που ψήφισαν τους νεοναζί, δίνοντάς τους τη νοµιµοποίηση να τροµοκρατούν και να δολοφονούν, πολλοί εκ των οποίων είχαν σχέσεις οικονοµικού συµφέροντος µε την οργάνωση. Η φασιστική στροφή ενός

τµήµατος της κοινωνίας και η εντεινόµενη αποσταθεροποίηση του πολιτικού

κατεστηµένου λόγω της υποταγής του στις εντολές των πιστωτών της χώρας, επανέφεραν και τη Ν∆ στα χαρακώµατα του εµφυλίου, καθώς υιοθέτησε τη µια µετά

την άλλη τις πολιτικές κατευθύνσεις της Χρυσής Αυγής κάνοντάς τες νόµους του

κράτους, είτε αυτές αφορούσαν το κυνήγι των µεταναστών και τη σκλήρυνση της

πολιτικής στο µεταναστευτικό είτε αφορούσε στην καταστολή απέναντι σε δράσεις

και πρακτικές εκτός καθεστωτικών πλαισίων, ενώ στήριζε σιωπηρά την καθηµερινή τροµοκρατία των νεοναζί στους δρόµους, στην οποία και συνέδραµαν απροκάλυπτα οι αστυνοµικές δυνάµεις.

Η ένταση της ακροδεξιάς στροφής της εκλογικής βάσης της Ν∆, η φανερή υποστήριξη των φασιστών από τµήµα της ελληνικής ολιγαρχίας, η προσχώρηση σηµαντικού µέρους των κρατικών µηχανισµών στην φασιστική παράταξη, η

προοπτική της χρεοκοπίας του µεσαίου πολιτικά χώρου και τα οικονοµικά αδιέξοδα

της κρίσης και των µνηµονιακών πολιτικών, άνοιξαν και τη συζήτηση για συνεργασία της Ν∆ µε τους νεοναζί στις επόµενες εκλογές.

Το κοινό παρελθόν φυσικά, είναι αυτό που τους ένωσε για µια ακόµη φορά στην ελληνική ιστορία. Για δεκαετίες από τον µεσοπόλεµο ως και τον εµφύλιο που ακολούθησε τη ναζιστική γερµανική κατοχή, η δεξιά παράταξη του συστήµατος ήταν ταυτισµένη µε την ακροδεξιά φασιστική πτέρυγα του καθεστώτος. Πραξικοπήµατα, διωγµοί, διώξεις, τροµοκρατία, πολιτικές δολοφονίες, κυριαρχούν στην ιστορία της δεξιάς και των κυβερνήσεων που σχηµάτιζε σε όλη τη σύγχρονη ιστορία.

Η συνεργασία αυτή µέχρι πριν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, φαινόταν να γίνεται υποχρεωτική για τη Ν∆, καθώς οι µνηµονιακές συνταγές που έχουν επιβληθεί από τους δανειστές όχι µόνο δεν έχουν φέρει τα επιδιωκόµενα αποτελέσµατα, αλλά

έχουν φέρει σε οικονοµικό αδιέξοδο την κυβέρνηση και οι πιθανοί συνεργάτες της

 

στη δηµιουργία νέου κυβερνητικού σχηµατισµού έχουν εξαντληθεί. Για πολλούς µέσα στη Ν∆ όµως, δεν ήταν µια διέξοδος ανάγκης αλλά µια επιθυµητή εξέλιξη στην προοπτική δηµιουργίας ενός διευρυµένου δεξιού συνασπισµού µε εθνικιστικά χαρακτηριστικά µέσα από τον εναγκαλισµό µε τα ακροδεξιά αδέλφια τους. Αυτή την ακροδεξιά τάση δεν την έκρυψε η Ν∆ και µέσα από στενούς συνεργάτες του Σαµαρά την εξέφραζε σε κάθε ευκαιρία. Και χαρακτηριστικό παράδειγµα ο σύµβουλος του Σαµαρά, Λαζαρίδης που µε επιµέλεια και επιµονή διαµορφώνει εδώ και καιρό το εµφυλιοπολεµικό κλίµα προωθώντας τη δίωξη των αντικυβερνητικών θέσεων και πρακτικών, καθώς εντάσσει ακόµα και ένα καθεστωτικό κόµµα όπως ο Σύριζα στα πολιτικά άκρα, αλλά και ο Φ. Κρανιδιώτης -ακροδεξιό φιλοφασίζον στοιχείο όπως δείχνει το παρελθόν του µε συµµετοχή σε εθνικιστική οµάδα- που δεν κάλυψε τα ακροδεξιά του χαρακτηριστικά λόγω της ενεργής παρουσίας του στην κυβέρνηση και ως προσωπικού συµβούλου του Σαµαρά. Αντιθέτως, ήταν αυτός που υπεράσπιζε δηµοσίως τη Χρυσή Αυγή µέσα από δηλώσεις του σε εφηµερίδα σε προηγούµενο χρόνο, υποστηρίζοντας ότι «η Χρυσή Αυγή στη χειρότερη περίπτωση κάνει αντιποίηση αρχής, ενίοτε πέφτει και καµία ψιλή, ήτοι έργω εξύβριση και σωµατικές βλάβες. Οι εκατόµβες των µαχαιρωµένων αλλοδαπών υπάρχουν στην ευφάνταστη και βλακώδη προπαγάνδα της «προοδευτικιάς» δηµοσιογραφίας», ενώ σε πρόσφατο εθνικιστικό παραλήρηµά του στο διαδίκτυο και µετά τις συλλήψεις των βουλευτών της Χρυσής Αυγής δηλώνει µεταξύ άλλων πως τις «σφαίρες» του τις κρατάει για τον πραγµατικό αντίπαλο και όχι για την Χρυσή Αυγή. Και αυτόν τον φασίστα των καλύπτει πλήρως ο Σαµαράς και η κυβέρνηση. Γι’ αυτό είναι πραγµατικά γελοίο σήµερα ο Σαµαράς προσωπικά, το ακροδεξιό του επιτελείο και η κυβέρνηση αυτή να σηκώνει τα λάβαρα του «αντιφασισµού», τη στιγµή που η ίδια και ο Σαµαράς προσωπικά τη στήριζαν και την κάλυπταν πολιτικά και επιχειρησιακά. Και να µην ξεχνάµε πως δολοφονικά τάγµατα εφόδου είχε και η ίδια η Ν∆ στα οποία ανήκε και ο νεοδηµοκράτης Καλαµπόκας που δολοφόνησε τον καθηγητή Τεµπονέρα το 1991

όταν ο Σαµαράς ήταν υπουργός τότε Εξωτερικών. Και είναι εξίσου γελοίο αλλά και

επικίνδυνο το γεγονός ότι όλα τα κοινοβουλευτικά κόµµατα δείχνουν να στοιχίζονται

πίσω από το «κοινό µέτωπο κατά της βίας» που εξήγγειλε η κυβέρνηση και που εκβιαστικά βάζει µε το θεώρηµα των «δύο άκρων», δεν έχει άλλο στόχο από την σύνθλιψη κάθε διάθεσης για µια ουσιαστική αντίσταση στις κυβερνητικές πολιτικές.

Το επόµενο µνηµόνιο που ετοιµάζει η τρόικα διαµηνύεται από τα ευρωπαϊκά

πολιτικά κέντρα εξουσίας ότι δεν θα έχει νέα µέτρα, αλλά θα συνοδεύεται από «όρους». Οι όροι αυτοί ως γνωστό θα αφορούν την πλήρη εκχώρηση κάθε

περιουσιακού στοιχείου της χώρας σε ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας και συγκεκριµένα

στις Βρυξέλλες. Ο Σαµαράς έχει προαναγγείλει στην ευρωπαϊκή και την αµερικάνικη

πολιτική ελίτ την πολιτική αδυναµία της κυβέρνησής του να σηκώσει ένα τέτοιου είδους µνηµόνιο και ότι επρόκειτο να απειληθεί πλέον σοβαρά η πολιτική

σταθερότητα. Μπροστά σε αυτή την προοπτική και εν όψει του τρίτου µνηµονίου η

Ν∆ έβλεπε τη συνεργασία µε τη Χρυσή Αυγή ως µια διέξοδο και το σχηµατισµό

κυβέρνησης µε ψευτοπατριωτικά, ακόµα και «αντιµνηµονιακά» συνθήµατα για «άρνηση του ξεπουλήµατος της χώρας στους δανειστές» και επαναδιαπραγµάτευση του νέου µνηµονίου. Το σχήµα Ν∆ – Χρυσή Αυγή στο βαθµό που κατάφερνε να

δηµιουργηθεί αν δεν προηγείτο η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και δεν ακολουθούσε η µεγάλη πολιτική πίεση που ασκήθηκε στη Ν∆ να δράσει εναντίον

των νεοναζί, θα κατάφερνε µέσα από «πατριωτική» – φασιστική ρητορική αλλά και

πολιτική να ολοκληρώσει τη διαδικασία εργασιακής εξόντωσης και οικονοµικής

 

ισοπέδωσης του µεγαλύτερου µέρους της κοινωνίας, στο όνοµα της οικονοµικής ανασυγκρότησης και της δηµιουργίας πλεονάσµατος στον προϋπολογισµό,

απαραίτητης προϋπόθεσης για να βγει το ελληνικό κράτος ξανά στις αγορές για να

δανειστεί. Και αυτό το σχηµατισµό – εγγύηση για τη συνέχιση της καταστροφικής

οικονοµικής πολιτικής και τη διατήρηση της καθεστωτικής σταθερότητας την

πριµοδοτούσαν οικονοµικοί παράγοντες, αφού είχε γίνει αποδεκτή η πολιτική ατζέντα των νεοναζί, όχι όµως και οι πολύ ακραίες και κυρίως, απρόσεκτες πρακτικές τους, που θα µπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς. Μετά τις διώξεις εναντίον της Χρυσής Αυγής, της σύλληψης ηγετών και στελεχών της και την προφυλάκιση του αρχηγού της και άλλων δύο βουλευτών της, ο φασισµός δεν απαλείφεται φυσικά, καθώς και η Χρυσή Αυγή παρά τις όποιες απώλειες παραµένει ζώσα και κυρίως γιατί το πολιτικό πλαίσιο του φασισµού παραµένει αλώβητο. Το κράτος τώρα θα επιχειρήσει την ενσωµάτωση του φασισµού στο κράτος, την

αποκατάσταση του κρατικού ελέγχου επί των ακροδεξιών τάσεων στην κοινωνία και την επιβολή µιας χούντας µε σηµαία την εξόντωση όσων εναντιώνονται στις

κυβερνητικές πολιτικές, καθώς η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει ότι θα χτυπήσει όχι µόνο

αυτούς που στρέφονται βίαια ενάντια στο καθεστώς αλλά και αυτούς που

«προτρέπουν σε πράξεις βίας» εναντίον του.

Όπως προείπαµε, η ενίσχυση του φασισµού στην εποχή µας ήταν απόρροια των οικονοµικών και πολιτικών συνθηκών που ζούµε. Μόνο η από τα κάτω δράση

ενάντια σε αυτή την εξέλιξη θα µπορούσε να ανακόψει από την αρχή αυτή την

πορεία. Γι’ αυτό και ο σηµαντικότερος παράγοντας που ευνόησε την άνοδο της

φασιστικής συµµορίας των χρυσαυγιτών και την ισχυροποίηση του φασιστικού ρεύµατος ήταν η απουσία ενός ισχυρού επαναστατικού κινήµατος που θα στήριζε και θα ενίσχυε την ταξική και κοινωνική αλληλεγγύη στον αντίποδα της πιο άγριας µορφής κοινωνικού ανταγωνισµού που φέρνει η κρίση και που ενίσχυσε η Χρυσή

Αυγή, που θα διέλυε το φόβο για µια ουσιαστική µάχη ενάντια στις καθεστωτικές πολιτικές, φόβο που αξιοποίησαν προς όφελός τους οι φασίστες, που δεν θα άφηνε την παραίτηση και την ηττοπάθεια να βρει έδαφος στους κοινωνικά αδύναµους, στοιχεία που επίσης ευνοούν την άνοδο του φασισµού. Μόνο αυτό στην εποχή µας θα µπορούσε να είναι το ανάχωµα στην ισχυροποίησή του. Και µόνο αυτός ο

παράγοντας µπορεί να αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά την παρουσία και τη δράση

τέτοιων φασιστικών µορφωµάτων, τώρα και στο µέλλον. Γιατί ακόµα και αν

υποθέσουµε πως η Χρυσή Αυγή έχει υποστεί σοβαρότατο και µη αναστρέψιµο

πολιτικό πλήγµα, η προοπτική της συνέχισης της κρίσης και της ύφεσης στην Ελλάδα που όλο και βαθαίνει και αναµένεται να φτάσει το 23% στο τέλος του 2013, οι

αυξητικές τάσεις στην ανεργία που σήµερα ήδη έχουν ξεπεράσει και τις πλέον

απαισιόδοξες προβλέψεις και θα φτάσει το 31,5% το 2014 µε τάσεις ραγδαίας ανόδου τα επόµενα χρόνια, η προοπτική της οριστικής χρεοκοπίας και εξαθλίωσης ακόµα περισσότερων ανθρώπων που ανήκουν στα χαµηλά κοινωνικά στρώµατα, και στο

βαθµό µάλιστα που εξακολουθεί να κυριαρχεί η πολιτική σύγχυση στα τµήµατα αυτά

της κοινωνίας που πλήττονται περισσότερο από την κρίση για τα αίτιά της, τους υπεύθυνους και τα µέσα ξεπεράσµατός της, θα ενισχύσουν ξανά τα φασιστικά αποβράσµατα καθώς θα επιδιώξουν µέσω του ίδιου ή διαφοροποιηµένου µηχανισµού, να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά τις συνθήκες. Αυτό βέβαια, αν καταφέρουν να περάσουν τη φουρτούνα και να αποφύγουν το ολοκληρωτικό ναυάγιο, το οποίο είναι

πολύ πιθανό να προκαλέσει περισσότερο ακόµα και από αυτό καθαυτό το χτύπηµα

που δέχτηκαν, η γλοιώδης στάση των στελεχών της και κυρίως του θλιβερού αρχηγού της, του Μιχαλιολιάκου, που δήλωσε µετάνοια και αποκήρυξε τα πάντα. Ίσως στο

 

µέλλον µια νέα εκδοχή οργάνωσης των φασιστών, πιο προσεκτικά διαχωρισµένης από τις βίαιες φασιστικές πρακτικές, να µπορέσει να παίξει ρόλο στην κεντρική καθεστωτική πολιτική. Όµως, περισσότερο από βέβαιο είναι πως από εδώ και µπρος το δόγµα «νόµος και τάξη» που θα επιβάλει το κράτος θα φέρει µε τους όρους της καθεστωτικής νοµιµότητας τον κοινωνικό εκφασισµό και θα χτυπήσει αµείλικτα, όπως διαβεβαίωσε ο ίδιος ο Σαµαράς, κάθε πολιτική κίνηση που θα στρέφεται ενάντια στο καθεστώς και τη νοµιµότητα βαφτίζοντας ως «τάγµατα εφόδου» τις συλλογικές δράσεις ανατρεπτικού αγώνα. Η δηµιουργία ενός επαναστατικού

κινήµατος εδώ και τώρα γίνεται όσο ποτέ άλλοτε επιτακτική ανάγκη όχι µόνο για την

αντιµετώπιση του φασιστικού φαινοµένου, αλλά κυρίως για την αντιµετώπιση του ίδιου του καθεστώτος που θα εκφασίζεται όλο και περισσότερο. Και ένας µεγάλος

ριζοσπαστικός αγώνας ενάντια στο οικονοµικό και πολιτικό καθεστώς είναι σίγουρα ο αποτελεσµατικότερος παράγοντας που θα µπορούσε να φράξει το δρόµο τόσο στον

καθεστωτικό ολοκληρωτισµό όσο και στον φασισµό.

Ίσως µια αυτοκριτική µατιά να βοηθούσε όχι µόνο ως απολογισµός της µέχρι τώρα

δράσης -ή της µη δράσης- αλλά κυρίως ως εφαλτήριο για αυτό που θέλουµε να µετεξελιχτούµε, ως στοιχείο βοηθητικό για τη διαµόρφωση του επαναστατικού κινήµατος. Ας δούµε πρώτα απ’ όλα τις δικές µας ευθύνες για την άνοδο του φασισµού, που ήρθε ως αποτέλεσµα της απουσίας ενός ισχυρού ριζοσπαστικού αγώνα και της αποδυνάµωσης των κοινωνικών αντιστάσεων, ας δούµε τις δικές µας

ευθύνες για την άσχηµη εξέλιξη που ζήσαµε και που αντί να διεξάγεται ένας συνεχής ανατρεπτικός αγώνας στους δρόµους από τους επαναστάτες µε τη συµµετοχή και τη στήριξη µεγάλου τµήµατος της κοινωνίας απειλώντας πραγµατικά την καταστροφική

πολιτική των κυβερνήσεων και το καθεστώς, παρέλαυναν τα τάγµατα εφόδου των νεοναζί, έκαναν επιδροµές, χτυπούσαν, τροµοκρατούσαν, δολοφονούσαν σε δρόµους που κυριαρχούσε ο φόβος και η σιωπή. Και απέναντι σε αυτή τη διάχυτη βία και τροµοκρατία των φασιστών, όπως και την πολιτική διείσδυσή τους στην κοινωνία και

την µέχρι πρότινος εξοικείωση και ως ένα βαθµό αποδοχή της δράσης της από

σηµαντικό τµήµα της κοινωνίας, κανένας ουσιαστικός µαχητικός κοινωνικός-

πολιτικός φραγµός δεν υψώθηκε που να καταφέρει να επιφέρει κόστος στους

φασίστες, κόστος τόσο σε πολιτικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Και αυτό είναι ζήτηµα των πραγµατικά αντικαθεστωτικών πολιτικών τάσεων, των αναρχικών, των αντικαπιταλιστών, των ανένταχτων κοµµουνιστών. Και στο βαθµό που την άνοδο των

φασιστών στην πραγµατικότητα µόνο ένα ισχυρό επαναστατικό κίνηµα µπορούσε να

ανακόψει, ας δούµε ως αναρχικοί τις δικές µας ευθύνες που δεν έχουµε µέχρι τώρα καταφέρει να δηµιουργήσουµε αυτό το κίνηµα.

Όταν η συστηµική κρίση άρχισε να εκδηλώνεται, δείχνοντας ολοφάνερα τις τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που θα ακολουθούσαν, αλλά και τις ευκαιρίες που ανοίγονται µπροστά µας, πολλοί εθελοτυφλούσαν µιλώντας για «πλασµατική κρίση», για «σχέδιο του συστήµατος». Αυτό ήταν µια σηµαντική αιτία για να τους βρει ανέτοιµους πολιτικά ο µεγάλος σεισµός της κρίσης που ακολούθησε. Και όταν έγινε τελικά αντιληπτό ότι πρόκειται για ουσιαστική και όχι τεχνητή κρίση, πολλοί προεξοφλούσαν την φασιστικοποίηση του καθεστώτος, ως απάντηση στη

θέση που είχαµε και εµείς ως Επαναστατικός Αγώνας ότι οι κρίσεις δηµιουργούν

ευκαιρίες για την εντατικοποίηση και τη ριζοσπαστικοποίηση του αγώνα, δηµιουργούν τις αντικειµενικές συνθήκες για την καθεστωτική ανατροπή. Ο

 

ολοκληρωτισµός που ακολουθεί τις συστηµικές κρίσεις, έρχεται και νικά µόνο ενώ απουσιάζουν τα επαναστατικά κινήµατα που θα τον πολεµήσουν. Και τα

επαναστατικά κινήµατα δεν µπορούµε να περιµένουµε την κοινωνία να τα

δηµιουργήσει. Αν δεν τα συγκροτήσουν οι επαναστάτες δεν θα το κάνει κανείς.

Το να προεξοφλούµε ότι ο ολοκληρωτισµός θα είναι αναπόφευκτος, καταθέτουµε

στην ουσία την ανυπαρξία βούλησης να αδράξουµε την ευκαιρία για αντεπίθεση στο

καθεστώς, τη στιγµή που αυτό αποκαλύπτει πόσο σάπιο και πόσο επιρρεπές είναι σε κάθε αποσταθεροποιητικό πολιτικό παράγοντα. Προεξοφλούµε ότι δεν υπάρχει η

βούληση να µπούµε µπροστά σε ένα αγώνα που θα καταφέρει να διαµορφώσει τις

υποκειµενικές συνθήκες για την Επανάσταση. Γιατί το σύστηµα µας προσφέρει την ευκαιρία διαµορφώνοντας τις αντικειµενικές συνθήκες για την ανατροπή του, αλλά οι ανατρεπτικές, οι επαναστατικές δυνάµεις είναι αυτές που οφείλουν να διαµορφώσουν τις υποκειµενικές συνθήκες που θα φέρουν αυτή την ανατροπή. Έτσι κι αλλιώς είναι

γνωστό από την ιστορία του καπιταλισµού πως αυτός δεν πρόκειται να καταρρεύσει

ποτέ από µόνος του, όσο βαθιά και µακροχρόνια είναι η κρίση που περνά.

Όπως έχουµε πει πολλές φορές στο παρελθόν σε κείµενα και δηµόσιες τοποθετήσεις

µας, η κρίση δηµιουργεί έντονη πολιτική και κοινωνική ρευστότητα καθώς το

καθεστώς απονοµιµοποιείται στις συνειδήσεις των περισσότερων ανθρώπων και η κοινοβουλευτική δηµοκρατία κλονίζεται λόγω της συνυπευθυνότητάς της στην κρίση

αυτή και λόγω των χειρισµών της για τη σωτηρία του. ∆ηµιουργείται µια ρευστή

πολιτική κατάσταση και µεγάλα τµήµατα της κοινωνίας παύουν να εµπιστεύονται τα

µέχρι πρότινος κυρίαρχα καθεστωτικά κόµµατα, κάποια εκ των οποίων απειλούνται µε εξαφάνιση (ΠΑΣΟΚ). Αυτή τη ρευστότητα εξάλλου αποτυπώνει και η όλη ιστορία µε τη Χρυσή Αυγή, καθώς ένα κυβερνητικό κόµµα, όχι µόνο εγκαταλείπει την προοπτική της συνεργασίας µε αυτήν, αλλά από τη µια στιγµή στην άλλη και λόγω

των επαπειλούµενων πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων µετατρέπεται σε

διώκτη της.

Το πολιτικό κενό που γεννά η εγκατάλειψη του καθεστωτικού πολιτικού κέντρου

από µεγάλο τµήµα της κοινωνίας, ευνοεί τόσο την ισχυροποίηση φασιστικών ακροδεξιών µορφωµάτων, όσο και τις αντικαθεστωτικές τάσεις στην αριστερά. Αυτή

η τάση που θα καταφέρει να επωφεληθεί περισσότερο αυτού του κενού θα είναι αυτή

που θα βρει τα σηµαντικότερα ερείσµατα στην κοινωνική βάση. Το πόσο τελικά θα ενισχυθούν οι ανατρεπτικές διαθέσεις στην κοινωνία, το αν θα µπορέσει να γίνει ευρεία η διάθεση στην κοινωνική βάση, στους προλετάριους για έναν γενικευµένο αντικαθεστωτικό αγώνα, είναι αποκλειστικά και µόνο ευθύνη των επαναστατικών πολιτικών δυνάµεων. Και επειδή υπάρχει πάντα ισχυρή διαλεκτική σχέση µεταξύ των δρώντων πολιτικά χώρων στην κοινωνία, είναι αναπόφευκτο η ισχυροποίηση ενός

επαναστατικού πόλου να παρεµποδίζει και να δυσκολεύει την ανάπτυξη του

φασισµού, ο οποίος και στην ελληνική περίπτωση βρήκε ελεύθερο πολιτικό έδαφος να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί, αξιοποιώντας στο έπακρο τις ευκαιρίες που του δόθηκαν λόγω της κρίσης και των επιπτώσεών της στην κοινωνία.

 

Το δρόµο προς την κατεύθυνση της φασιστικοποίησης ενός σηµαντικού τµήµατος

της κοινωνίας τον αφήσαµε εµείς ορθάνοιχτο για τους φασίστες. Εξάλλου ποτέ στην

ιστορία ο φασισµός δεν πολεµήθηκε µέσα από τα θεσµικά όργανα του ίδιου του

κράτους και θα ήταν µεγάλη πλάνη να πιστεύουµε ότι αυτό θα γίνει τώρα. Και πώς θα

µπορούσε να γίνει αυτό άλλωστε αφού ο φασισµός είναι γέννηµα θρέµµα του ίδιου

του καπιταλισµού, είναι η ιδεολογία και πρακτική του ολοκληρωτισµού του κράτους;

Ιστορικά ποτέ οι δηµοκρατικά εκλεγµένες κυβερνήσεις δεν στάθηκαν εµπόδιο στην

επέλαση του φασισµού παρά µόνο ο ένοπλος λαός και οι επαναστάτες. Στην Ιταλία η ένοπλη µαζική οργάνωση Arditi de Popolo, στην οποία συµµετείχαν σοσιαλιστές και αναρχικοί αντιπαρατέθηκε µε τα όπλα στους µελανοχίτωνες του Μουσολίνι και παρ’ ολίγο να µαταιώσει την κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες. Αντίθετα στην Γερµανία όπου ο Χίτλερ και οι ναζί κέρδισαν τις εκλογές του 1933 χωρίς να έχουν αυτοδυναµία, ο πρόεδρος της χώρας στρατάρχης Χίντεµπουργκ τελικά έχρισε τον

Χίτλερ καγκελάριο και η κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί πραγµατοποιήθηκε

χωρίς καµία αντίσταση, χωρίς να αντισταθεί το ΓΚΚ το µαζικότερο κοµµουνιστικό κόµµα της Ευρώπης, ενώ τη µοναδική πράξη αντίστασης, τον εµπρησµό του Ράιχσταγκ, η επίσηµη αριστερά την κατήγγειλε ως προβοκάτσια των ίδιων των ναζί.

Στην Ισπανία οι αναρχικοί οι οποίοι εχθρεύονταν το ίδιο τόσο την αντιπροσωπευτική

δηµοκρατία όσο και τον φασισµό, ήταν η µοναδική πολιτική δύναµη που µε τα όπλα κατέστειλε το πραξικόπηµα του Φράνκο στη µισή ισπανική επικράτεια, ενώ η εκλεγµένη κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπηµα, πρόσφερε υπουργεία στους πραξικοπηµατίες ως απάντηση. Τελικά ο Φράνκο χρειάστηκε 3 χρόνια να επικρατήσει µετά από έναν αιµατηρό εµφύλιο πόλεµο. Στην Ελλάδα παρόµοια ιστορικά παραδείγµατα αντίστασης στον φασισµό είναι το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ στην κατοχή, οι αυτοαµυνίτες της µετά τη Βάρκιζα περιόδου και φυσικά, ο ∆ηµοκρατικός Στρατός. Η νίκη του φασισµού, δηλαδή του ολοκληρωτισµού του κράτους και του κεφαλαίου, είναι προϊόν της δικής µας αδράνειας και ήττας. Όπως

και η νίκη του Μουσολίνι είχε ως προϋπόθεση την ήττα του κινήµατος των εργοστασιακών καταλήψεων στην Ιταλία και η νίκη του Χίτλερ είχε ως προϋπόθεση την ήττα των Σπαρτακιστών και την παραίτηση του ΓΚΚ από την επαναστατική

προοπτική.

Ο αγώνας ενάντια στους φασίστες είναι αδιαχώριστος από τον αγώνα για την

ανατροπή του καπιταλισµού και την καταστροφή του κράτους, είναι αδιαχώριστος από τον αγώνα για την κοινωνική Επανάσταση.

Όποιος ισχυρίζεται ότι έχουµε πολύ µικρές δυνάµεις και δυνατότητες για κάτι τέτοιο, απλώς προδιαγράφει την ήττα του. Όπως έχουµε ξαναπεί είναι τόσο επιτακτικές οι

συνθήκες που το σάπιο καπιταλιστικό σύστηµα είναι υποχρεωµένο να σκληρύνει στο

έπακρο τη στάση του απέναντι στις κοινωνίες για να επιβιώσει.

∆εν θα αναλωθούµε σε αυτό το κείµενο για να αναλύσουµε την κρίση, τις αιτίες και τα αδιέξοδα που έχει επιφέρει στο οικονοµικό και πολιτικό σύστηµα. Αυτό το έχουµε κάνει πολλές φορές κατά το πρόσφατο -και όχι µόνο- παρελθόν, τόσο µετά τις συλλήψεις όσο και πριν ως Επαναστατικός Αγώνας. Αυτό που κυρίως θέλουµε µε

 

αυτό το κείµενο να επαναφέρουµε είναι η γνωστή θέση µας (µια πιο αναλυτική τοποθέτηση πάνω σε αυτό το ζήτηµα θα κάνουµε σε επόµενο κείµενο) για την ανάγκη δηµιουργίας εδώ και τώρα -και πριν είναι πολύ αργά για όλους- ενός επαναστατικού κινήµατος. Γιατί αν δεν το επιχειρήσουµε είµαστε καταδικασµένοι σε πλήρη πολιτικό αφανισµό. Αυτό είναι κάτι που έχουµε κατ’ επανάληψη επισηµάνει και σήµερα πιστεύουµε πως είναι η πιο κρίσιµη στιγµή, καθώς από εδώ και στο εξής

η χούντα της κυβέρνησης Σαµαρά και το κράτος θα σκληρύνει τη στάση του απέναντι σε κάθε αντιπολιτευόµενη µε αυτήν πολιτική τάση και θα επιδιώξει τη δίωξη όχι µόνο

των αντικαθεστωτικών δράσεων, αλλά και όσων προτρέπουν στην ανατροπή του καθεστώτος. Με άλλα λόγια η ίδια η υπεράσπιση της αναρχικής ταυτότητας που µόνο ως πολιτική τάση ανατροπής του συστήµατος, µόνο ως πολιτική τάση επαναστατική έχει νόηµα, θα έχει κόστος. Επιχειρώντας να προβλέψουµε τη συνέχεια στην

περίπτωση συνέχισης της αδράνειας των συντρόφων και συντήρησης της υστέρησης

που ήδη υπάρχει στις απαιτήσεις της εποχής, το αποτέλεσµα αυτού θα είναι είτε ο

πολιτικός αφανισµός και η παραίτηση για κάποιους είτε η διέξοδος της παρανοµίας

για όσους επιµένουν ως άτοµα ή µικρές οµάδες να αγωνίζονται. Για την αποφυγή

µιας τέτοιας εξέλιξης η µόνη απάντηση είναι η κατά µέτωπο σύγκρουση µε την

κυβέρνηση και το πολιτικό σύστηµα µέσω της οργάνωσης, της συσπείρωσης των επαναστατικών δυνάµεων για την αντεπίθεση.

Για να µπουν τα θεµέλια ενός τέτοιου κινήµατος προϋπόθεση είναι να ανατρέψουµε

την ίδια την αντίληψή µας και τη νοοτροπία µας για τον αγώνα. Οφείλουµε να

εγκαταλείψουµε κάθε µορφή εναλλακτισµού που τόσο καθόριζε τη δράση πολλών

κατά την περίοδο πριν το ξέσπασµα της κρίσης. Να επαναστατικοποιηθούν οι ίδιες οι συνειδήσεις των αγωνιστών, να ορίσουµε µια κοινή στρατηγική κατεύθυνση που δεν µπορεί να είναι άλλη από την ίδια την Επανάσταση. Να πιστέψουµε οι ίδιοι ότι µπορούµε να νικήσουµε και να κατανοήσουµε ότι για να γίνει αυτό, οφείλουµε να

προχωρήσουµε άµεσα σε µια οργάνωση του κινήµατος µε δυο παράλληλες

κατευθύνσεις: την πολύµορφη επίθεση στο σύστηµα και την επιδίωξη της µέγιστης

δυνατής κοινωνικοποίησης των επιλογών αγώνα και του επαναστατικού

προτάγµατος. Γιατί Επανάσταση χωρίς ένα σηµαντικό τµήµα της κοινωνίας στο πλευρό µας είναι αδύνατο να επιχειρηθεί.

Η παράλληλη αυτή διαδροµή απαιτεί την πολιτική οργάνωση όλων µας σε ένα ενιαίο

επαναστατικό κίνηµα, µε σαφή ταξικά χαρακτηριστικά, µε θέσεις πάνω στη συστηµική κρίση, µε θέσεις για την αναγκαιότητα της Επανάστασης ως της µόνης απάντησης για το οριστικό ξεπέρασµά της. Και αυτές οι θέσεις, τα επιχειρήµατά µας δεν µπορούν να µένουν µόνο στη συνθηµατολογία. Η εναπόθεση των ελπίδων για το τέλος του εφιάλτη που ζουν σήµερα εκατοµµύρια άνθρωποι στη χώρα, σε µια… µακρινή επανάσταση που θα έρθει από µόνη της ως «καιρικό φαινόµενο», µόνο τη

µοιρολατρία και την παραίτηση των προλετάριων συντηρεί και καµία δυνατότητα δεν

έχει να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων ώστε να αγωνιστούν για αυτήν. Και η ηττοπάθεια µόνο µε την επαναστατική δράση πολεµιέται. Μιας δράσης

συγκροτηµένης µε σαφείς κατευθύνσεις και στοχεύσεις που θα συγκλίνουν στον ίδιο

συλλογικό σκοπό: την κοινωνική Επανάσταση. Αυτόν τον αγώνα οφείλουµε να οργανώσουµε, φτιάχνοντας ένα κίνηµα που η πολυµορφία του δεν θα πηγάζει από

την εξιδανίκευση της ατοµικής πολιτικής θέσης που συχνά δεν επικοινωνεί µε

κανέναν άλλον εκτός του εαυτού της, αλλά ως η αναγκαία παράµετρος ενός

 

πολυδιάστατου κινήµατος όπου κάθε µορφή δράσης θα συγκλίνει στην ίδια

συλλογική επαναστατική κατεύθυνση.

Το σπάσιµο της πολιτικής και κοινωνικής αποµόνωσης που δεν είναι αποτέλεσµα µόνο των συνθηκών που επιβάλλει η εξουσία αλλά είναι αποτέλεσµα κυρίως των

δικών µας ελλείψεων και αγκυλώσεων, µπορεί να γίνει τόσο µέσα από την

ουσιαστική πολιτική επικοινωνία µε τα τµήµατα αυτά της κοινωνίας που πλήττονται περισσότερο από την κρίση µέσα από την ανάλυση και τις θέσεις µας για τη

συστηµική κρίση και τον τρόπο ξεπεράσµατός της, όσο και µε συγκεκριµένες θέσεις

πάνω σε πιο άµεσα ζητήµατα που θέτει η ίδια η πολιτική κατάσταση και που

απασχολούν τους περισσότερους ανθρώπους, όπως για παράδειγµα η προοπτική της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και την ΕΕ, ζητήµατα που λόγω ανεπάρκειας που συχνά καλύπτουµε πίσω από την βιτρίνα της «πολιτικής καθαρότητας» αρνούµαστε να αγγίξουµε. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τα µεγάλα ζητήµατα της οικονοµικής

και κοινωνικής οργάνωσης µετά την Επανάσταση που οφείλουµε επί τέλους να

ανοίξουµε και να καταθέσουµε, αφήνοντας στην άκρη τους όποιους ενδοιασµούς δηµιουργεί ο «φόβος του καπελώµατος της κοινωνίας» που επικαλούνται πολλοί για

να αποφύγουν τα δύσκολα ζητήµατα που θέτει για τους επαναστάτες η ίδια η ανάγκη

κοινωνικοποίησης της Επανάστασης.

Σηµαντικότατος πάντα παράγοντας για ένα τέτοιο κίνηµα είναι ο σαφής ταξικός του

προσδιορισµός όπως και ο ταξικός χαρακτήρας της δράσης και των στοχεύσεών του. Και αυτό οφείλουµε να το επαναφέρουµε, αφού η «διαταξικότητα» που πολύ συχνά χαρακτηρίζει τη δράση αρκετών στον α/α χώρο -απόρροια κατά τη γνώµη µας της

σύγχυσης που καλλιέργησε όλα τα προηγούµενα χρόνια το ίδιο το καθεστώς εν µέσω

«καταναλωτισµού» και «οικονοµικής ευµάρειας»- έχει καταλήξει να φέρνει ως «αντίπαλο πολιτικά στο σύστηµα δέος» την «εξεγερµένη ατοµικότητα», να ταυτίζει

την επανάσταση µε την ατοµική εξεγερσιακή πράξη ακυρώνοντας κάθε έννοια

κοινωνικού -και πόσο µάλλον ταξικού- αγώνα και καταλήγοντας σε αδιέξοδο. Γιατί

σε αδιέξοδο καταλήγει κάθε δράση που δεν προάγει την Επανάσταση ως αυτό που

είναι: ως τη βίαιη ανατροπή του οικονοµικού και πολιτικού καθεστώτος και την

δηµιουργία µιας επαναστατικής οριζόντιας οικονοµικής και πολιτικής οργάνωσης της

κοινωνίας, χωρίς ταξικούς και κάθε είδους κοινωνικούς διαχωρισµούς (εθνικούς, φυλετικούς). Μιας κοινωνίας οικονοµικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους. Μιας κοινωνίας πραγµατικής αλληλεγγύης. Και για να γίνει αυτό πραγµατικότητα απαιτεί τη συµµετοχή των προλετάριων, απαιτεί τη συµµετοχή µεγάλων τµηµάτων των καταπιεσµένων. Άλλου τύπου Επανάσταση δεν υπάρχει. Γι’

αυτό και κάθε είδους ατοµική δράση µόνο ως συνιστώσα µιας επαναστατικής

στρατηγικής κατεύθυνσης µπορεί να είναι αποτελεσµατική.

Η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση είναι προϋπόθεση για να ξεκινήσει µια

επαναστατική κινηµατική συγκρότηση. Και ακολούθως, η συζήτηση πάνω σε µια συλλογική επαναστατική πολιτική κατάθεση στην κοινωνία, είναι η αναγκαία και

ικανή συνθήκη για να επικοινωνήσουµε µε ανθρώπους που υπερβαίνουν τον πολιτικό

µας χώρο και ίσως και κάποιους εξεγερµένους νεολαίους. Μια απόπειρα οργάνωσης

κινήµατος που δεν απαντά τουλάχιστο στα παραπάνω φλέγοντα ζητήµατα και δεν

θέτει εξ’ αρχής ως στόχο την κοινή οργάνωση για την Επανάσταση και µόνο για

 

αυτήν, θα καταλήξει σε µια φορµαλιστική απόπειρα κενή πολιτικού περιεχοµένου που το µόνο που θα καταφέρει είναι να οργανώσει την αυταρέσκεια, την εσωστρέφεια και την ανεπάρκεια σε ευρύτερο συλλογικό επίπεδο, σφραγίζοντας το δρόµο για µια ουσιαστική επαναστατική οργάνωση. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να οργανώσουµε τις ήδη υπάρχουσες µορφές δράσης, πολλές από τις οποίες δεν υπερβαίνουν ένα εναλλακτικό εγχείρηµα, δεν επικοινωνούν παρά µε ελάχιστες

παρόµοιες δράσεις και που πολλές από αυτές δεν περιέχουν καµία στόχευση

επαναστατική -πέρα ίσως από την εναλλακτική θέση «της επανάστασης στην καθηµερινή ζωή» που είχε την τιµητική της στην πριν την εκδήλωση της κρίσης περίοδο της «καπιταλιστικής ευµάρειας», περίοδο που είχε θέσει εκτός συζήτησης το ζήτηµα της ανατροπής και της Επανάστασης. ∆εν αρκεί να συντονίσουµε τις οµάδες και τις ήδη υπάρχουσες δραστηριότητές µας, επαναλαµβάνοντας µε συντονισµένο τρόπο αυτή τη φορά αυτό που ήδη είµαστε. Ιδίως όταν «αυτό που είµαστε», όχι µόνο δεν µας έχει βοηθήσει να κοινωνικοποιήσουµε το ζήτηµα της Επανάστασης, αλλά

φέρει την βασική ευθύνη για την αδράνεια και την πολιτική υστέρησή µας εν µέσω

µιας καθοριστικής και κρίσιµης πολιτικά εποχής. Με δυο λόγια το πολιτικό περιεχόµενο, οι πολιτικές κατευθύνσεις και οι στοχεύσεις ενός επαναστατικού κινήµατος είναι η πρώτη προϋπόθεση για να συγκροτηθεί. Και επαναλαµβάνουµε, αν

αυτό το κίνηµα δεν έχει ως κεντρική συλλογική κατεύθυνση την κοινωνική

Επανάσταση και δεν συγκροτηθεί στην κατεύθυνση της ουσιαστικής προώθησής της, δεν έχει νόηµα. Γιατί ένα κίνηµα ή θα είναι επαναστατικό ή δεν θα είναι τίποτα.

Η πολυµορφία αυτού του κινήµατος (από την οργάνωση συσσιτίων, καταλήψεων για αστέγους, κέντρων υγείας για απόρους, διαδηλώσεων, συζητήσεων και εκδηλώσεων ως τον ένοπλο αγώνα) οφείλει να στοχεύει στην αποτελεσµατική κοινωνικοποίηση του επαναστατικού προτάγµατος, να συγκλίνει προς την ίδια επαναστατική κατεύθυνση, να είναι στοιχείο µιας κοινής στρατηγικής. Οφείλει να ξαναζωντανέψει την ελπίδα σε όσους πρώτα απ’ όλα έχει τσακίσει η κρίση, τους προλετάριους αυτού του τόπου, µέσα από καίριες δράσεις ενάντια στο καθεστώς. Να προάγει την

κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη στην πράξη µέσα από δράσεις υποστηρικτικές

ανθρώπων που έχει καταστρέψει η κρίση, αναδεικνύοντας παράλληλα την ανάγκη

µετουσίωσης αυτής της αλληλεγγύης σε επαναστατική αλληλέγγυα σχέση στην βάση

της κοινωνίας. Να οργανώνει µε πολιτικοστρατιωτικούς όρους την αυτοπροστασία

των αγωνιστών και όσων πλαισιώνουν µε οποιοδήποτε τρόπο το κίνηµα και να

διασφαλίζει µε κάθε µέσο τη διεύρυνση και την ποιοτική αναβάθµισή του. Να είναι

διαρκώς σε θέση να µετεξελίσσεται µε στόχο τη συνεχή ενδυνάµωσή του και να µη

χάνει ποτέ και υπό οποιεσδήποτε αντιξοότητες την επαναστατική του κατεύθυνση.

Για να τα καταφέρουµε να δηµιουργήσουµε το επαναστατικό κίνηµα, οφείλουµε να αφήσουµε οριστικά πίσω µας τη νοοτροπία του θύµατος. Οι επαναστάσεις γίνονται από όσους αποφασίζουν να κάνουν αυτή την υπέρβαση και να µετατραπούν σε θύτες, παίρνοντας θέση µάχης απέναντι στο σύστηµα, πολεµώντας για την ανατροπή του. Και µε αυτή τη νοοτροπία οφείλουµε να µπολιάσουµε κατ’ αρχήν µέσα από την ίδια µας τη δράση τους προλετάριους. Ο ένοπλος αγώνας ως αδιαχώριστη παράµετρος ενός επαναστατικού κινήµατος, πέρα από το ότι µέσα από τις επιτυχίες αλλά και την επαναστατική στάση όσων διώκονται για αυτόν, συµβάλλει στη διαµόρφωση των

αγωνιστικών συνειδήσεων και καταφέρνει µε άµεσο και αποτελεσµατικό τρόπο την

ευρύτερη δυνατή διάχυση των επαναστατικών θέσεων, είναι η κατεξοχήν δράση που

 

Πόλα Ρούπα

υποστηρίζει εµπράκτως και σε πείσµα του µεγάλου κόστους που πιθανώς να έχει για

τους αγωνιστές που τον διεξάγουν, αυτή την επαναστατική στάση και νοοτροπία.

Οφείλουµε λοιπόν µε κάθε τρόπο να µεταφέρουµε το µήνυµα ότι «φτάνει πια». ∆εν είµαστε, δεν θα είναι οι προλετάριοι, δεν θα είναι οι φτωχοί άλλο τα θύµατα των αφεντικών, τα θύµατα των καθεστωτικών πολιτικών, τα θύµατα των κυβερνήσεων, τα θύµατα του κράτους, τα θύµατα των φασιστών, τα θύµατα του συστήµατος. Έχουµε την υποχρέωση να πολεµήσουµε, και να αποδεχτούµε την σκληρή αλήθεια ότι αν θέλουµε νίκες θα πρέπει να περάσουµε στην επίθεση. Όχι όµως ως οι «ταλαίπωροι που διαµαρτύρονται για την καθεστωτική αυταρχικότητα», που παθητικά υποµένουν τη βία του συστήµατος ως αναπόφευκτη, που µαχαιρώνονται από τους νεοναζί µπράβους του καπιταλιστικού καθεστώτος και του κράτους, αλλά ως αυτοί που επιχείρησαν να το νικήσουν. Μόνο µέσα από µια τέτοια οπτική θα αλλάξουµε θέση και θα βρεθούµε στη θέση του επαναστάτη. Μόνο µέσα από µια τέτοια οπτική για τον αγώνα και τον εαυτό µας θα νικήσουµε το σύστηµα. Μόνο µέσα από µια τέτοια οπτική θα κάνουµε την Επανάσταση.

ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΤΩ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

ΤΙΜΗ ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΖΗΤΩ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Νίκος Μαζιώτης

Παραθέτουµε τµήµα µιας τοποθέτησης από την εκδήλωση µε θέµα «ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» που πραγµατοποίησε η Συνέλευση για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα στο Πάντειο πανεπιστήµιο στις 7 και 8 Ιούνη του 2012, γιατί περιέχει συνεκτικά τις θέσεις και προτάσεις µας για την οργάνωση ενός επαναστατικού κινήµατος. Και να επισηµάνουµε πως αυτή η τοποθέτηση – πρόταση, έγινε πριν από 16 µήνες –πριν την έξαρση του φασισµού, την ανάπτυξη των «κοινωνικών» του δράσεων µε τα συσσίτια και πριν την µεγάλη έκρηξη της φασιστικής βίας στους δρόµους. Λόγω των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών σήµερα, λόγω της επικαιρότητας των ζητηµάτων που θίγει -ζητήµατα που είναι επιτακτική ανάγκη άµεσα να βρουν πρακτική διέξοδο και εφαρµογή-, πιστεύουµε

πως οφείλουµε να επαναφέρουµε αυτή την τοποθέτηση µέσα στο πλαίσιο της

προώθησης ενός επαναστατικού κινήµατος. Η τοποθέτηση αυτή όπως και το σύνολο

της εκδήλωσης στο Πάντειο έχει δηµοσιευτεί σε έκδοση της Συνέλευσης για την

υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα.

… Η κρίση χτύπησε ήδη την Ελλάδα, το γνωρίζουµε όλοι. Έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια και έχει εκφραστεί µε διάφορους τρόπους: µε την κρίση του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, µε την κρίση των πρώτων υλών, µε την κρίση των χρηµατιστηρίων. Όλες αυτές οι µορφές που λαµβάνει αποτελούν εκφάνσεις µιας ενιαίας κρίσης, της συστηµικής κρίσης. Πρόκειται για µια πραγµατική κρίση και όχι για προσχηµατική. Αυτή η κρίση είναι πραγµατική και είναι η πιο σοβαρή κρίση του συστήµατος στην ιστορία του. Κατά την άποψή µου είναι σοβαρότερη και από αυτή

 

του ’29 για τους εξής λόγους: είναι η πρώτη παγκόσµια κρίση, είναι πιο βαθιά ακόµα και από αυτή γιατί η αλληλεξάρτηση του συστήµατος έχει προχωρήσει τόσο, που

είναι πολύ πιο δύσκολο σήµερα ελεγχθεί και τα περιθώρια ανάπτυξης του

συστήµατος είναι πάρα πολύ περιορισµένα σε σχέση µε εκείνη την περίοδο.

Υπάρχουν απόψεις ακόµα και στον α/α χώρο, οι οποίες στηρίζουν την άποψη ότι αυτή η κρίση δεν είναι υπαρκτή, είναι προσχηµατική. Αυτή η θέση κατά τη γνώµη µου είναι λάθος και εγκυµονεί κινδύνους. Ένας κίνδυνος είναι ότι εύκολα µπορεί να εγκλωβιστούµε σε λογικές καθεστωτικές όσον αφορά την επίλυσή της. Και πιο

συγκεκριµένα σε καθεστωτικές λογικές που αφορούν τη σοσιαλδηµοκρατία και

δίνουν µια σειρά προτάσεων-λύσεων διεξόδου, οι οποίες είναι λάθος.

Η κρίση αυτή οφείλεται στη δυναµική του συστήµατος. Είναι το ίδιο το σύστηµα το πρόβληµα. Είναι το κεφάλαιο το πρόβληµα. Είναι οι διαχωρισµοί, οι κοινωνικοί και ταξικοί που ευθύνονται για αυτή τη κρίση. Μια επαναστατική θέση που µπορεί να στηρίξει το επαναστατικό πρόταγµα σήµερα, οφείλει να αναγνωρίσει αυτή τη δυναµική, γιατί εύκολα µε αυτό ξεµπερδεύουµε µε καθεστωτικές λογικές που προτείνουν πολιτικές διαχείρισής της, οι οποίες είναι αδιεξοδικές και αντεπαναστατικές.

Μια ανάλυση για την κρίση είναι βασική προϋπόθεση για να επικοινωνήσουµε µε

την κοινωνία σήµερα. Γιατί η κοινωνία σήµερα θέτει πρακτικά ζητήµατα ως ερωτήµατα, ερωτήµατα που αφορούν: την κρίση χρέους για την Ελλάδα, πώς θα λύσουµε το πρόβληµα του χρέους, αν πρέπει να βγούµε από την ΟΝΕ ή όχι, αν πρέπει να βγούµε από την ΕΕ ή όχι, αν πρέπει να γυρίσουµε στη δραχµή ή όχι, αν υπάρχει πολιτικός τρόπος διαχείρισης και διεξόδου από το πρόβληµα.

Κατά την άποψή µου οι επαναστάτες οφείλουν να οπλιστούν πρώτα απ’ όλα

θεωρητικά για να επικοινωνήσουν πάνω σε αυτά τα ζητήµατα µε όσους

περισσότερους ανθρώπους γίνεται, για να µπορέσουν να παρουσιάσουν µια εµπεριστατωµένη θέση για την ίδια την Επανάσταση. Γιατί η µόνη λύση σε αυτή την κρίση είναι η Επανάσταση.

Αυτή η κρίση µας προσφέρει ευκαιρίες. Η κοινωνία «βράζει». Υπάρχει έντονος κοινωνικός προβληµατισµός σε σχέση µε το µέλλον, εκδηλώνονται διάφορες µορφές αντίστασης και αντίδρασης στο καθεστώς και ενισχύονται πολιτικά τα άκρα. Αυτή

την κοινωνική και πολιτική ρευστότητα αν δεν µπορέσουµε να τη διαχειριστούµε και

να την εκµεταλλευτούµε, ώστε η εξέλιξη, η παγίωση κοινωνικά αυτής της ρευστής κατάστασης να καταλήξει προς συµφέρον δικό µας, όχι µόνο θα χαθεί µια µεγάλη ευκαιρία για εµάς που µας δίνεται από την ιστορική συγκυρία που διανύουµε, αλλά θα βρεθούµε σε πάρα, πάρα πολύ δύσκολη θέση.

 

Βρισκόµαστε σε ένα δίληµµα αυτή την περίοδο. Ή θα επιχειρήσουµε τώρα τη

διαµόρφωση ενός επαναστατικού κινήµατος που θα µπορέσει να προωθήσει το

επαναστατικό πρόταγµα ή θα χαθούµε.

Ένα επαναστατικό κίνηµα οφείλει να συγκροτηθεί εδώ και τώρα και να έχει βασικές

κατευθύνσεις και βασικές θέσεις: Πρώτα απ’ όλα τη διαµόρφωση συνεκτικών θέσεων για την κρίση. Τις αιτίες, τις προοπτικές διεξόδου από αυτήν.

Την ετοιµότητα για να έχουµε αποτελεσµατική πολιτική αντιπαράθεση µε όλες τις

καθεστωτικές λογικές. Τη διαµόρφωση επαναστατικών προτάσεων τώρα, µέσα από τις οποίες µπορούµε να

επικοινωνήσουµε µε την κοινωνία και να δώσουµε διεξόδους πρακτικές για την ίδια

την Επανάσταση.

Τη διαµόρφωση δοµών που θα µπορούν να δίνουν εδώ και τώρα πρακτικές λύσεις σε

προβλήµατα καθηµερινά για αυτούς που πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Παραδείγµατος χάριν, προβλήµατα στέγης, διατροφής, ένδυσης, περίθαλψης.

Τη δηµιουργία πολύµορφων δοµών δράσης µε κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα που θα

επικεντρώνουν στη προώθηση της σύγκρουσης µε την κεντρική εξουσία.

Τη δηµιουργία δοµών αυτοπροστασίας για τους αγωνιστές από τις πάσης φύσεως

επιθέσεις του καθεστώτος.

Την οργάνωση σε οµοσπονδία του επαναστατικού κινήµατος που θα

συµπεριλαµβάνει όλες τις πολιτικές δραστηριότητες και οργανώσεις.

Η διαµόρφωση ενός επαναστατικού κινήµατος οφείλει να ξεκινήσει τώρα. Τα ζητήµατα που µπαίνουν είναι επιτακτικά: αν δεν κάνουµε Επανάσταση, θα ζήσουµε έναν νέο ολοκληρωτισµό. Το γνωρίζουµε όλοι. Αντιθέτως, οι υποκειµενικές συνθήκες κατά την άποψή µου είναι αντιστρόφως ανάλογες µε τις αντικειµενικές, µε την έννοια ότι δεν µπορούµε να ανταποκριθούµε σήµερα στις ιστορικές προκλήσεις.

Αντί να επικεντρώνουµε σε πολιτικές κατευθύνσεις σύγκρουσης µε την κεντρική

εξουσία, εγκυµονεί τον κίνδυνο ο αγώνας σήµερα να χαθεί στις άπειρες θεµατικές και κατευθύνσεις, οι οποίες αδυνατούν όχι µόνο να επικοινωνήσουν µεταξύ τους, αλλά

δεν έχουν και πολιτικό περιεχόµενο που να µπορεί να συνδεθεί µε την ίδια την

κοινωνία και το κύριο ζητούµενο σήµερα, που είναι το ξεπέρασµα αυτής της κρίσης.

…Κατά την άποψή µου οφείλουµε τώρα επίσης, να διαµορφώσουµε θέσεις πάνω στο ζήτηµα της ίδιας της Επανάστασης και της επαναστατικής κοινωνίας. Οφείλω να αναφέρω βέβαια και το ζήτηµα του ένοπλου αγώνα µέσα σε όλα αυτά. Άποψή µου

είναι ότι είναι πολύ σηµαντική η ανάπτυξη ένοπλου αγώνα αυτή την περίοδο γιατί στην πραγµατικότητα µέσω αυτού του αγώνα έχεις µοναδικές ευκαιρίες να

κοινωνικοποιήσεις το επαναστατικό-βίαιο-ανατρεπτικό πρόταγµα. Και αυτό βέβαια, στο βαθµό που προϋπάρχει µια στρατηγική πάνω στον αγώνα αυτό. Και αυτή η στρατηγική αφορά δυο κατευθύνσεις: η πρώτη είναι η υπονόµευση των δοµών του συστήµατος που έχουν κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του· και δεύτερον η απόπειρα

κοινωνικοποίησης στο µεγαλύτερο δυνατό βαθµό µιας επαναστατικής ανάλυσης για

την κρίση και τις προοπτικές διεξόδου από αυτήν.

 

Όσο αφορά το ζήτηµα των προταγµάτων σε σχέση µε ένα επαναστατικό κοινωνικό

µετασχηµατισµό αυτές οι προτάσεις είναι οι εξής: -Άµεση παύση πληρωµών για το σύνολο του ελληνικού χρέους -Έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ. -Κατάλυση του συστήµατος της οικονοµίας της αγορά και του καπιταλισµού, άµεση απαλλοτρίωση των εταιριών «κοινής ωφέλειας» που είτε βρίσκονται στα χέρια του κράτους είτε έχουν ιδιωτικοποιηθεί. -Κατάργηση του κράτους και της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας. -Απαλλοτρίωση όλης της µεγάλης ιδιοκτησίας, δηµόσιας ή ιδιωτικής. -∆ηµιουργία οριζόντιων µορφών οικονοµικής οργάνωσης έξω από τη λογική του κέρδους. -∆ηµιουργία οριζόντιων µορφών κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης παντού και

κατάργηση κάθε

διαχωρισµού κοινωνικού, ταξικού, φυλετικού, εθνικού.

Ο πυρήνας µια επαναστατικής κοινωνικής οργάνωσης µπορεί να είναι η

«Κοµµούνα» ή «Κοινότητα».

Οι συνελεύσεις παντού στο χώρο δουλειάς, στις γειτονιές, τα χωριά, τις πόλεις θα αποτελούν τον χώρο λήψης αποφάσεων για κάθε δραστηριότητα. Μια Επανάσταση σήµερα δεν µπορεί να γίνει µε άλλο τρόπο πέρα από τη βία – δεν

µπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά µια ένοπλη Επανάσταση όπως µας δείχνει η πάντα

ιστορία. Για αυτό για µένα µια συζήτηση σήµερα για τον ένοπλο αγώνα, είναι µια συζήτηση για την ίδια την Επανάσταση…

Πόλα Ρούπα

2013.10.11,ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙΩΤΗ-ΡΟΥΠΑ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ Ε.Α ΓΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΦΥΣΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ,( ΕΠΙΚΗΡΥΞΕΙΣ 2013-2014)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *