Κείμενο απολογισμού της απεργίας πείνας από το Δ.Α.Κ.

https://athens.indymedia.org/post/1544233/

από Δ.Α.Κ. 14/05/2015 10:54 μμ.,

________________________________________
Η στρατηγική ανάλυση των συνθηκών

Μια απόπειρα συνολικής αποτίμησης του αγώνα που δόθηκε, σίγουρα θα πρέπει να περιέχει μια αναλυτική περιγραφή των γεγονότων και του σκεπτικού που μας οδήγησε στην έναρξη του. Παίρνοντας λοιπόν τα πράγματα από μια νοητή αρχή, θα πρέπει να εντοπίσουμε την αφετηρία αυτού του αγώνα στη μαζική απεργία πείνας του καλοκαιριού (των 4500 κρατουμένων) και ίσως πολύ νωρίτερα από τότε, στη απεργία των κρατουμένων στις φυλακές Μαλανδρίνου (τις πρώτες «τύπου Γ») το 2004. Φυσικά μια τέτοια αναδρομή, πέρα από το ότι θα απαιτούσε πολλές σελίδες χαρτιού άρα και χρόνο, μάλλον δεν είμαστε εμείς οι καταλληλότεροι να την κάνουμε. Εκ των πραγμάτων λοιπόν η αρχή που θα πιάσουμε εμείς για να ξετυλίξουμε συνολικά το σκεπτικό μας, εντοπίζεται στην απεργία πείνας του καλοκαιριού το 2014. Τότε δόθηκε μια πρώτη μάχη ενάντια στις φυλακές «τύπου Γ», από ένα μεγάλο αριθμό κρατουμένων.Φυσικά η εξέλιξη και τα αποτελέσματα εκείνου του αγώνα δεν ήταν τα επιθυμητά για εμάς και αυτό δημιούργησε μια «ανοιχτή πληγή» που έμενε να την αντιμετωπίσουμε. Από κείνη την στιγμή είχε ανοίξει ένα ζήτημα, που θα αποτελούσε τη βασική αιχμή των κινητοποιήσεων που σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε με τις πρώτες μεταγωγές στις «τύπου Γ».

Φυσικά όλο το σκεπτικό μας άλλαξε αρκετά τη στιγμή που άρχισαν να διαφαίνονται οι εκλογές (υπολογίζοντας πάντα και το ενδεχόμενο αλλαγής κυβέρνησης). Χρονικά λοιπόν, δύο μήνες πριν την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε ήδη αρχίσει να συζητάμε μεταξύ μας ένα πλαίσιο αγώνα που στόχο θα είχε συνολικά το καθεστώς εξαίρεσης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.

Ο λόγος που στραφήκαμε σε ένα πιο διευρυμένο πλαίσιο, με αιτήματα που αποτελούν αιχμές του ριζοσπαστικού χώρου αρκετά χρόνια, ήταν αποτέλεσμα πολιτικής ανάλυσης και εκτίμησης των δεδομένων. Προφανώς, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να πούμε ότι σε έναν μεγάλο βαθμό πέσαμε έξω από τις αρχικές μας εκτιμήσεις, όμως αυτό είναι κάτι που θα αναλύσουμε παρακάτω. Γυρνώντας λοιπόν πάλι πίσω στη διαδικασία διαμόρφωσης του πολιτικού μας σκεπτικού, θεωρήσαμε γεγονός κομβικής σημασίας τη εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και κατ’ επέκταση τη στρατηγική επιλογή του εχθρού μας σε μια μάχη που σχεδιάζαμε να δώσουμε. Πιστεύαμε – και εξακολουθούμε να πιστεύουμε – πως είναι χρέος μας να ξεπεράσουμε την εκλογή μιας «αριστερής» κυβέρνησης, που συνεπάγεται την ήττα του ανταγωνιστικού κινήματος σε μεγάλο βαθμό λόγω της αφομοίωσης και της ανάθεσης, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις που νομοτελειακά προκύπτουν στην προσπάθεια «αριστερής» διαχείρισης της εξουσίας.

Έτσι καταλήξαμε σε έναν σχεδιασμό τριών σημείων: πολιτικών, στρατηγικών και τακτικών στόχων. Πριν περάσουμε όμως στην επεξήγηση αυτού του σκεπτικού οφείλουμε να εξηγήσουμε αναλυτικότερα κάτι που είχαμε γράψει και σε εσωτερικό κείμενο που στείλαμε την πρώτη μέρα της απεργίας πείνας και έχει να κάνει με τη χρονική επιλογή αυτού του αγώνα.

Η επιλογή κατάλληλης χρονικής συγκυρίας για να δοθεί μια μάχη είναι ένας παράγοντας προκειμένου σ’ αυτή να έχουμε όσο το δυνατόν καλύτερες προϋποθέσεις να κερδίσουμε έδαφος με το μικρότερο κόστος. Ειδικά σε μια τέτοια μάχη που επιλέξαμε να εκθέσουμε συνολικά και να αντιπαλέψουμε κάποιες βασικές πλευρές του καθεστώτος εξαίρεσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντίπαλος, μας προσέφερε περισσότερα πλεονεκτήματα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Πρώτον, χρονικά εκτιμούσαμε ότι θα υπήρχε μια περίοδος λίγων μηνών (χοντρικά ως το καλοκαίρι) που ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν περισσότερο «ευάλωτος» καθώς από το Μάιο η πίεση από την τριμερή των τοκογλύφων για συμφωνία, θα εντείνετο και η κυβέρνηση κατά την εκτίμηση μας θα υπέκυπτε. Έτσι και αλλιώς η συντηρητικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται με γοργούς ρυθμούς, κάτι που είναι πλέον εμφανές σε όλα τα ζητήματα: οικονομικά, καταστολής, περιβαλλοντικά, κ.α., οπότε η ευνοϊκότερη συγκυρία για εμάς θα ήταν να δώσουμε αυτή τη μάχη μέσα σ’ αυτό το ολιγόμηνο διάστημα.

Δεύτερον, εκτός της χρονικής συγκυρίας ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνιζε επιπλέον χαρακτηριστικά που μας ευνοούσαν στη σύγκρουση μαζί του. Η πολυφωνία, τόσο στο εσωτερικό του όσο και στη βάση του, ο «αέρας» της αλλαγής που ευαγγελίζονταν, ο φόβος του μη συγκριθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση και εκτεθεί, όπως και οι δηλώσεις κορυφαίων στελεχών του για όλα τα ζητήματα που τελικά θέσαμε ως αιτήματα (πλην του DNA που ούτως ή άλλως πρώτη φορά τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση λόγω της απεργίας μας) είναι παράμετροι που θα τον έφερναν μπροστά στις αντιφάσεις του.

Ο σχεδιασμός μας λοιπόν βασίστηκε στην αλλαγή κυβέρνησης, αλλά παράλληλα ενυπήρχε ο «κίνδυνος» σύντομης «στροφής» του ΣΥΡΙΖΑ προς το συντηρητικότερο. Στο δίλημμα λοιπόν, που εμφανίστηκε, για το αν θα δώσουμε χρόνο στην καλύτερη οργάνωση του αγώνα, με τον κίνδυνο συντηρητικοποιήσης της κυβέρνησης και άρα τη μεγαλύτερη οχύρωση από την πλευρά του κράτους απέναντι στα αιτήματα μας, ή την άμεση έναρξη του αγώνα, με τις όποιες επιπτώσεις θα είχε στο εσωτερικό του χώρου, επιλέξαμε το δεύτερο.

Ο αρχικός σχεδιασμός της απεργίας

Βέβαια ακόμα και έτσι, ο σχεδιασμός του ΔΑΚ τοποθετούσε την έναρξη του αγώνα ένα μήνα αργότερα ώστε να μπορέσουμε, έστω και σε έναν ελάχιστο βαθμό, να προετοιμάσουμε καλύτερα το «έδαφος», τόσο εντός, όσο εκτός των τειχών. Δηλαδή, στόχος μας ήταν μια σταδιακή κορύφωση του αγώνα – που θα κατέληγε στην απεργία πείνας – με μεσημεριανές στάσεις, αποχής συσσιτίου, κείμενα και άλλες δράσεις από την πλευρά μας που θα προετοίμαζαν κατάλληλα των αγώνα εντός των τειχών. Κάτι που θα γινότανε παράλληλα με μία διαδικασία ζύμωσης με τους συντρόφους εκτός και ανάλογες δράσεις, με στόχο τη «γείωση» των αιτημάτων μας σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό πεδίο. Πέρα όμως από τις πρακτικές διαφορές που θα είχε μία τέτοια προετοιμασία – από κοινού μέσα και έξω – στην εξέλιξη του αγώνα, για μας κομβικότερο όλων ήταν η προσπάθεια αλλαγής των όρων που γίνεται μία απεργία πείνας.

Ως συλλογικοποίηση αναρχικών αιχμαλώτων, τα τελευταία 2,5 χρόνια έχουμε επιδιώξει μια καθαρά συντροφική και πολιτική σχέση με όλους τους συντρόφους εκτός των τειχών που συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα σύνδεσης των αγώνων μέσα και έξω από την φυλακή. Έχουμε μιλήσει σε αρκετές εκδηλώσεις, έχουμε συνδεθεί πολιτικά με διάφορα εγχειρήματα και συντρόφους, έχουμε ανταλλάξει σκεπτικά για τον αγώνα. Ποτέ δεν αντιληφθήκαμε τους συντρόφους σαν εργαλεία που θα μας βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων μας. Τόσο στο εσωτερικό μας, όσο και στις σχέσεις που δημιουργούμε, προσπαθούμε να προωθούμε την παραπάνω «κουλτούρα». Εξάλλου ο εχθρός που πολεμάμε δε βρίσκεται μόνο στην κρατική μηχανή και τα διευθυντήρια του κεφαλαίου, αλλά αντικατοπτρίζεται και στις αλλοτριωμένες σχέσεις που δηλητηριάζουν το κοινωνικό σώμα. Όσο θέλουμε λοιπόν να είμαστε συνεπείς με τα προτάγματά μας, αλλά και με τον αγώνα που δίνουμε ενάντια στην εξουσία, είναι βασικό να μην αναπαράγουμε αυτές τις παθογένειες στο εσωτερικό μας.

Αναγνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια – τουλάχιστον – οι απεργίες πείνας ήταν αποτέλεσμα κυρίως πρωτοβουλίας των αγωνιστών εντός των τειχών με την ελάχιστη συνδιαμόρφωση με τους συντρόφους εκτός, με αποτέλεσμα ο χώρος να κινητοποιείται σχεδόν αντανακλαστικά. Αυτό ήταν που θέλαμε κυρίως να αλλάξουμε και να υπάρξει μια πρώτη προσπάθεια ουσιαστικής επικοινωνίας, ξεκαθαρίζοντας στην πράξη πως θεωρούμε τους εαυτούς μας κομμάτια του αγώνα και όχι τη λαμπρή πρωτοπορία του.

Ως ΔΑΚ, έχουμε ξεκαθαρίσει πως δεν αντιλαμβανόμαστε το όποιο κίνημα αλληλεγγύης και αγώνα δημιουργείται, σαν ένα στρατό χειροκροτητών που θα ακολουθούν τις προσταγές μας.

Μια απεργία πείνας αμιγώς πολιτική θα έπρεπε (σε αντίθεση με το τι συνέβη τελικά) να σπάσει την εσωστρέφεια που προκύπτει συνήθως από τις «προσωποπαγείς» απεργίες που γίνονται τα τελευταία χρόνια.

Ο εγκλεισμός, δυστυχώς, εκ των πραγμάτων μεγαλώνει την απόσταση των κρατουμένων απ’ το κίνημα, με αποτέλεσμα να θεωρείται συχνά ο χώρος, ως η «φυσική» προέκταση των αγώνων που πυροδοτούνται εντός των τειχών, παραμερίζοντας επί της ουσίας την γόνιμη συνδιαμόρφωση. Έτσι η αλληλεγγύη με τη σειρά της έχει μάλλον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα, σαν το αυτονόητο που προκύπτει, χωρίς όμως την απαραίτητη πολιτική ζύμωση.

Για μας λοιπόν ήταν αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός των ορίων που διεξάγεται ένας αγώνας εντός και εκτός, για να πάψει η σύνδεση των αγώνων να είναι μία θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος του εγκλεισμού και να γίνουν τα πρώτα βήματα (αυτά τα απαραίτητα βήματα!) για την ουσιαστική μας εξέλιξη.

Φυσικά, για άλλη μια φορά ακόμα οδηγηθήκαμε στα ίδια μονοπάτια. Δυστυχώς η ενημέρωση του χώρου (σε ένα μεγάλο βαθμό), έγινε την ημέρα έναρξης απεργίας. Για άλλη μια φορά φέραμε αρκετούς συντρόφους προ τετελεσμένων γεγονότων, όπως άλλωστε βρεθήκαμε και εμείς. Γιατί για ορισμένους η επικοινωνία με τις συλλογικότητες και τα άτομα που αγωνίζονται, είναι μια «πολυτέλεια» μη απαραίτητη. Ίσως για κάποιους να φαντάζουν και «γελοία» όλα αυτά, όμως για εμάς αποτελούν χρόνιες παθογένειες του χώρου (που για ακόμα μια φορά τις βρήκαμε μπροστά μας) που πρέπει επιτέλους να τις ξεπεράσουμε. Να αφήσουμε χώρο στη συνδιαμόρφωση και την εξέλιξη και όχι την καταστροφική εσωστρέφεια.

***

Έτσι ο αγώνας που εμείς προετοιμάζαμε κατέληξε σε τρία σημεία στόχους. Πρώτος στόχος, ο πολιτικός, ο σαφής διαχωρισμός δηλαδή του ριζοσπαστικού ανατρεπτικού χώρου, απ’ όσους πίστεψαν σε μια εναλλακτική διαχείριση εξουσίας. Και παράλληλα η πρακτική αντιμετώπιση της ολοένα αυξανόμενης κατασταλτικής πολιτικής, επιχειρώντας κάποια αναχώματα στα μέσα που έχει στη διάθεση της η εξουσία. Με λίγα λόγια η ρηγμάτωση ενός συμπαγούς πολιτικού δόγματος καταστολής που στοχεύει συνολικά στους ανθρώπους του αγώνα, αλλά και όσους το σύστημα θεωρεί περιττούς.

Φυσικά ένας τέτοιος πολιτικός στόχος έχει αμέτρητες εκφάνσεις, η επιλογή μας να εστιάσουμε στους αντιτρομοκρατικούς, της «τύπου Γ», τον «κουκουλονόμο» και το DNA, έγινε καθώς πιστεύουμε ότι τα συγκεκριμένα ζητήματα είναι η πρώτη γραμμή της κατασταλτικής πολιτικής του σύγχρονου ολοκληρωτισμού.

Είναι ζητήματα που άπτονται της ουσίας του καθεστώτος εξαίρεσης και άρα του συνόλου του ανταγωνιστικού κινήματος.

Ορμώμενοι από αυτήν την ανάλυση θέσαμε και τους άμεσους στρατηγικούς στόχους που θα μπορούσε να πετύχει αυτός ο αγώνας. Αυτοί οι στρατηγικοί στόχοι ήταν αφενός η συσπείρωση του ριζοσπαστικού χώρου στα πλαίσια ενός κινήματος – κάτι που θα έδειχνε από τους πρώτους κιόλας μήνες της «αριστερής» διακυβέρνησης, ότι ο αγώνας ενάντια στην εξαθλίωση είναι ένας αγώνας ενάντια στην ανάθεση και την αφομοίωση – και αφετέρου την συσπείρωση των αναρχικών και κομμουνιστών κρατουμένων κάτω από ένα κοινό πολιτικό πλαίσιο που αφορά το σύνολο των αντιστεκόμενων ανθρώπων.

Φυσικά μέσω αυτού του αγώνα επιδιώκαμε και την επίτευξη κάποιων τακτικών στόχων. Δηλαδή την ελάφρυνση του ποινικού πλαισίου που αφορά τόσο εμάς, όσο και όσους πιθανον βρεθούν στη θέση μας στο μέλλον και παράλληλα την ευκαιρία μέσα απ’ αυτόν τον αγώνα να υπάρξει μια περαιτέρω ανάπτυξη της δυναμικής του αναρχικού χώρου, μια αναζωπύρωση κόντρα στο κλίμα παραίτησης, που έφερε η εκλογή ΣΥΡΙΖΑ για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.

Το κατά πόσο επιτεύχθηκαν αυτοί οι 3 στόχοι είναι κάτι που θα το αναλύσουμε παρακάτω και σίγουρα ο βαθμός που ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα μας, επαναπροσδιορίζει και τον αρχικό μας σχεδιασμό, την ανάλυση που μας οδήγησε σε ένα τόσο προωθημένο πολιτικό πλαίσιο. Οφείλουμε να κάνουμε μια αυτοκριτική (και παράλληλα κριτική) για το κατά πόσο εκτιμήσαμε ορθά το πολιτικό σκηνικό συνολικά και τους συσχετισμούς δυνάμεων.

Το στοίχημα της συνδιαμόρφωσης

Στα πλαίσια λοιπόν μιας διαλεκτικής ενότητας μοιραστήκαμε το σκεπτικό μας με όσους αιχμαλώτους συντρόφους θεωρούσαμε, τότε, πως είχαμε έστω και την ελάχιστη πολιτική σύνδεση, συγκεκριμένα: τους Μαζιώτη, Κουφοντίνα, Γουρνά.

Η αρχική μας επικοινωνία δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, καθώς οι πολιτικοί κρατούμενοι στο Δομοκό διαφωνούσαν με το διευρυμένο πολιτικό πλαίσιο και επέμεναν ότι ο αγώνας πρέπει να αφορά μόνο τις «τύπου Γ».

Στην πορεία όμως και στο όνομα μιας υποτιθέμενης συνδιαμόρφωσης, υπήρξε μια επανατοποθέτηση από την πλευρά τους, που άνοιξε έναν κύκλο συζητήσεων γύρω από τα αιτήματα, που ως ΔΑΚ είχαμε θέσει. Οι συζητήσεις αυτές είχαν ως επίκεντρο το αίτημα του DNA, που για κάποιους κρατούμενους του Δομοκού δεν ήταν πολιτικό αίτημα, αλλά προσωπικό. Επειδή λοιπόν, για διάφορους λόγους υπάρχει παρανόηση για το τι είναι προσωπικό αίτημα χρειάζεται να θέσουμε επί τάπητος κάτι αυτονόητο. Οι δύο αντιτρομοκρατικοί νόμοι, ο κουκουλονόμος, ο εγκλεισμός σε καθεστώς «τύπου Γ» και η διεύρυνση της χρήσης του DNA στο βαθμό που να καλύπτει τα πάντα, είναι η επίταση του αστυνομοδικαστικού ελέγχου που ασκείται τόσο σε εμάς, όσο και σε χιλιάδες άλλους κρατούμενους ή κατηγορούμενους.

Το να τονίζεται ότι το DNA είναι προσωπικό αίτημα επειδή αυτό είναι το βασικό στοιχείο κατηγορίας κάποιων από εμάς οπότε αφορά κάποιους απεργούς, είναι σαν να λέει κάποιος, ότι ο αντιτρομοκρατικός αφορά μόνο τους καταδικασμένους μ’ αυτόν ή η ύπαρξη φυλακών «τύπου Γ» αφορά τους εγκλείστους τους. Όποιος ξεχνάει τις βίαιες ή εκβιαστικές λήψεις γενετικού υλικού στις Σκουριές, σε συλληφθέντες σε συγκρούσεις, ή σε εκατοντάδες δικαστικές ποινικές υποθέσεις, είναι σαν να ξεχνάει ότι περίπου 3000 κρατούμενοι διώκονται με τον 187, ή ότι δεκάδες σύντροφοι και ληστές διώκονται με τον κουκουλονόμο.

Βέβαια η επιχειρηματολογία για ποιο λόγο δεν ήταν πολιτικό το αίτημα εξαντλούνταν στο σκεπτικό ότι δεν μπορούμε να ζητήσουμε την κατάργηση του DNA, καθώς είναι σαν να ζητάμε την κατάργηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Κάτι που φυσικά δεν είχε καμία σχέση με το αίτημα που είχαμε θέσει γύρω από το DNA.

Παράλληλα από το Δομοκό ήρθε και η πρόταση για το αίτημα της αποφυλάκισης του Σάββα, ένα αίτημα που από την πρώτη στιγμή στηρίξαμε και ενσωματώσαμε στο πολιτικό μας πλαίσιο. Δυστυχώς όμως, όλες αυτές οι συζητήσεις γύρω από τα αιτήματα (και συγκεκριμένα για το DNA) έφεραν το τραγελαφικό αποτέλεσμα να τεθεί ένα ξεκάθαρο τελεσίγραφο από το Δομοκό, που έλεγε ότι αν δεν βγάλουμε τα αιτήματα το DNA, τότε αυτοί θα ξεκινήσουν απεργία πείνας σε ημερομηνία που δε θα μας έλεγαν, με δικό τους πολιτικό πλαίσιο, που επί της ουσίας θα ήταν η πρόταση του ΔΑΚ, χωρίς το αίτημα του DNA.

Μία πρόταση συνδιαμόρφωσης από κοινού ενός αγώνα κατέληξε δηλαδή ένας «αγώνας δρόμου» που ακόμα αδυνατούμε να κατανοήσουμε τα κίνητρα και το πολιτικό σκεπτικό των ανθρώπων που βιάστηκαν να ξεκινήσουν την απεργία πείνας.

Απ’ την άλλη βέβαια τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής είναι πλέον δεδομένα και έχουμε την ευκαιρία να τα αναλύσουμε.

Πριν το κάνουμε όμως, οφείλουμε να κάνουμε μια παρένθεση και να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους αναφερόμαστε δημόσια σ’ αυτές τις εσωτερικές κατά τα άλλα διαδικασίες.

Καλώς ή κακώς λοιπόν (αυτό μένει να το κρίνει η ιστορία) δεν θεωρούμε ότι ο κάθε αγώνας προσωποποιείται και κατ’ επέκταση ταυτίζεται με έναν άνθρωπο ή μια ομάδα ανθρώπων. Ακόμα και αν η πυροδότηση προκύπτει από πρόσωπα, οι αναφορές και η επίδραση του κάθε αγώνα, αγγίζει το σύνολο του ριζοσπαστικού/ανατρεπτικού χώρου.

Συνεπώς ο αγώνας συνολικά δεν αφορά μόνο τα υποκείμενα που συμμετέχουν σ’ αυτόν και σίγουρα ο δρόμος της εξέλιξης του δεν είναι οι ίντριγκες και τα δημόσια «ξεκατινιάσματα» που πηγάζουν από μία λανθάνουσα αντίληψη περί υπόληψης ή κύρους ενός ονόματος. Αντιθέτως η ποιοτική αναβάθμιση του αγώνα, έρχεται μέσω μιας ουσιαστικής αποτίμησης και γόνιμης κριτικής στα πολιτικά χαρακτηριστικά του.

Για μας, κίνητρο για να ανοίξουμε έναν δημόσιο διάλογο, δεν είναι σε καμία περίπτωση η επίθεση λάσπης που μπορεί να προέρχεται από τους απανταχού «ειδικούς» του αγώνα. Αντιθέτως, ακριβώς επειδή πιστεύουμε πως μια τέτοια δημόσια αντιπαράθεση δεν ευνοεί κανέναν άλλον, πέρα από την εξουσία, επιλέγουμε συνειδητά να αγνοήσουμε κάθε τέτοια «επίθεση», που δεν πατάει σε κανένα απολύτως πολιτικό επιχείρημα, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Όμως πολύ απλά θεωρούμε ότι ένας ανοιχτός διάλογος πρέπει να έχει στόχο την θεωρητική και πρακτική ζύμωση στο εσωτερικό του κινήματος με στόχο τη διαρκή εξέλιξη του.

Κλείνοντας λοιπόν αυτήν την παρένθεση, ξαναγυρνάμε στις επικοινωνίες μας με το Δομοκό, τον άτυπο εκβιασμό και τα πρακτικά του αποτελέσματα. Μετά λοιπόν από πολλές συζητήσεις και εφόσον οι διαφωνίες μας, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο αιτημάτων, ήταν εκ των πραγμάτων αξεπέραστες αποφασίσαμε να κατεβούμε με τρία ξεχωριστά κείμενα και αιτήματα κοινά (εκτός του DNA που βάλαμε ως ΔΑΚ), με μια ελάχιστη συνεννόηση και με κοινή έναρξη. Σ’ αυτό το σημείο είχαμε ξεκαθαρίσει σε όλους του τόνους και είχε γίνει δεκτό, πως πρέπει να δοθεί ένας χρόνος 2 εβδομάδων με 1 μήνα να ενημερωθούν συλλογικότητες και μεμονωμένοι σύντροφοι για να προετοιμαστούν για τον επικείμενο αγώνα.

Την επόμενη ημέρα όμως, από εκείνη τη συνεννόηση (27/2), ένας κρατούμενος στις τύπου Γ, ο Γ.Σοφιανίδης, ξεκίνησε απεργία πείνας με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στο ΙΕΚ Κορυδαλλού. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στο Δομοκό, θεώρησαν πως με αυτήν την απεργία τίθεται ζήτημα για της «τύπου Γ» συνολικά οπότε δε γίνεται να μείνουν αμέτοχοι και ότι θα ξεκινήσουν την απεργία άμεσα. Έτσι μας ξεκαθαρίστηκε – με όρους τελεσιγράφου για άλλη μία φορά – πως θα ξεκινήσουν 2/3, παρά τις δικές μας ενστάσεις πως κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος, καθώς δεν έχει υπάρξει επαρκής ενημέρωση των αλληλέγγυων. Είναι τουλάχιστον προβληματικό, άνθρωποι που προτάσσουν τη δημιουργία ενός οργανωμένου επαναστατικού κινήματος, με στόχο την κοινωνική επανάσταση, να λειτουργούν εκβιαστικά χωρίς το στοιχειώδη σεβασμό σε μας, αλλά και στους συντρόφους εκτος.

Αν και όπως είπαμε πριν απεχθανόμαστε την «κουλτούρα» (που ευδοκιμεί και στο αγωνιστικό στρατόπεδο), που αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους (ακόμα και τους συντρόφους) ως εργαλεία και μέσα επίτευξης ενός σκοπού, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα νέο δίλημμα που καμία επιλογή δεν μας φαινόταν σωστή. Είτε να ξεκινήσουμε στο χρονοδιάγραμμα που είχαμε αποφασίσει (δηλαδή ένα μήνα αργότερα), σεβόμενοι τις διαδικασίες των συντρόφων εκτός των τειχών και αντιλαμβανόμενοι τον κοινό αγώνα που είχαμε επιλέξει να δώσουμε, είτε να ξεκινήσουμε και εμείς στις 2/3 επωμιζόμενοι εξ’ αρχής το βάρος και τις δυσκολίες ενός αγώνα που δίνεται με ελάχιστη έως μηδενική οργάνωση.

Αποφασίσαμε λοιπόν να ξεκινήσουμε και εμείς στις 2/3 θεωρώντας πως αν ξεκινήσουμε αργότερα θα είχε ήδη αναπτύξει μια δυναμική ο αγώνας των υπόλοιπων πολιτικών κρατουμένων και το βασικότερο δε θα επωμιζόμασταν το ίδιο βάρος μ’ αυτούς.

Εδώ να σημειώσουμε πως εξ’ αρχής είχαμε μοιραστεί με τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους τη στρατηγική μας, δηλαδή κατ’ αρχάς τη σταδιακή εισχώρηση στην απεργία έτσι ώστε, οργανισμοί με διαφορετικές αντοχές και πιο επιβαρυμένοι σε επίπεδο υγείας να μοιραστούν το ίδιο βάρος με όλους και να πιέζουν παράλληλα όλοι οι απεργοί με την υγεία τους. Αυτό πέρα από το ότι ήταν αξιακό ζήτημα για μας, ήταν και ένα πρακτικό πρόβλημα καθώς η κρίσιμη κατάσταση υγείας κάποιον (λίγων) απεργών δε θα μπορούσε να επιταχύνει τις διαδικασίες απ’ την πλευρά της κυβέρνησης, που εξ’ αρχής εκτιμούσαμε ότι θα ξεπερνούσαν το μήνα. Μ’ αυτό το σκεπτικό είχαμε πει και στους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους πως, λόγω έλλειψης προετοιμασίας και της χρονικής διάρκειας που θα είχε η απεργία, θα έπρεπε να πίνουν, για το πρώτο διάστημα, ζάχαρη και χυμούς(συσκευασμένους), για να συντηρούνται σε ένα καλό επίπεδο βασικές βιταμίνες του οργανισμού. Μια συντήρηση που φυσικά δεν αναιρεί την απεργία πείνας, καθώς η φθορά του οργανισμού συνολικά είναι δεδομένη. Εξ’ άλλου και οι διεθνής εμπειρία από απεργίες πείνας, που γίναν με αντίστοιχη στρατηγική συντήρησης, όπως οι πολυήμερες απεργίες των αγωνιστών από την Τουρκία που μετράνε περίπου 125 νεκρούς (που συντηρούνται με ζάχαρη, τσάι με ζάχαρη και βιταμίνες), καταλήγουν σε ένα και μόνο αποτέλεσμα. Στην ολοκληρωτική αποδόμηση του οργανισμού και τον θάνατο, και αυτό δεν είναι αμφισβητήσιμο.

Εμείς απ’ την πλευρά μας λοιπόν, επιλέξαμε την κατάλληλη στρατηγική που θεωρήσαμε ότι ήταν απαραίτητη, βλέποντας μπροστά μας έναν μακροχρόνιο αγώνα, που υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να πάει μετά το Πάσχα και άρα να υπάρχει ο «νεκρός» χρόνος που θα ήταν κλειστή η Βουλή.

Εκτός όμως από την στρατηγική που σκοπεύαμε να ακολουθήσουμε με το πρακτικό σκέλος της απεργίας, είχαμε ενημερώσει τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους και για το κομμάτι των διαπραγματεύσεων που θα γίνονταν κατά τη διάρκεια του αγώνα με την κυβέρνηση. Είχαμε ξεκαθαρίσει λοιπόν, σε όλους του τόνους (κάτι που σκοπίμως αποκρύπτεται), ότι η δικηγόρος με τους γονείς που πήγαν στον υπουργό, δεν πήγαν μετά από δικιά μας παρότρυνση, αλλά ότι ήταν μία πρωτοβουλία απ’ την πλευρά τους, που δεν είχε καμία σχέση με την απεργία πείνας που προετοιμάζαμε. Επίσης είχαμε δηλώσει τόσο στους πολιτικούς κρατούμενους, όσο και στους ίδιους τους δικηγόρους που ασχολήθηκαν με την υπόθεση πως σε καμία περίπτωση οι δικηγόροι δεν θα είχαν το ρόλο του εκπροσώπου μας, αλλά ότι όποια επαφή τους με το υπουργείο θα ήταν σε ένα πλαίσιο ενημέρωσης μας για τις προθέσεις της κυβέρνησης και όχι διαπραγμάτευσης. Κάτι που έγινε κιόλας και οι όποιες επαφές πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια μιας διαπραγμάτευσης ήταν με εκπρόσωπο του υπουργείου που ερχόταν στις φυλακές και μιλούσε απευθείας μαζί μας.

***

Η διαχείριση της απεργίας από το ΣΥΡΙΖΑ

Από την έναρξη της απεργίας η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απέφευγε την οποιαδήποτε αναφορά στον αγώνα μας. Οι ίδιοι άνθρωποι που στις προηγούμενες απεργίες (με το πιό πρόσφατο παράδειγμα την προ τριμήνου απεργία του Νίκου Ρωμανού) ήταν “λαλίστατοι” τώρα αυτοί και τα μέσα που ελέγχουν απέκρυπταν παντελώς τον αγώνα μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της καθεστωτικής αριστεράς είχε ανέκαθεν τον βρώμικο ρόλο του αφομοιωτή των ριζοσπαστικών αγώνων και κινημάτων. Τα παραδείγματα του πρόσφατου παρελθόντος είναι πολλά και κατατοπιστικά. Από την αποπολιτικοποίηση αναρχικών συλληφθέντων και απεργών πείνας και τον περιορισμό της δήθεν “αλληλεγγύης” τους αποκλειστικά στον τομέα που άπτεται των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, μέχρι τη συστηματική εμπορία ελπίδας για την “πρώτη φορά αριστερή” κυβέρνηση και το ξεφούσκωμα των συγκρουσιακών αντιμνημονιακών συλλαλητηρίων την περίοδο του 2010-12. Από τις Σκουριές που κατηγορούν ως προβοκάτορες όσους συντρόφους και κατοίκους συγκρούονται με τα εργοδοτικά συμφέροντα μέχρι τον αντιφασιστικό αγώνα που τον αντιλαμβάνονται αυστηρά μέσα στα θεσμικά πλαίσια. Οι πρώτες εκατό ημέρες διακυβέρνησής του εξάλλου έχουνε επιβεβαιώσει τις βασικές μας εκτιμήσεις. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις έχουν πάει περίπατο, οι περίφημες “κόκκινες γραμμές” συνεχώς μετατοπίζονται, η εξόντωση των απεργών πείνας δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τις δεξιές κυβερνήσεις του παρελθόντος, η αστυνομοκρατία συνεχίζεται.

Συγκεκριμένα για την απεργία των πολιτικών κρατουμένων η κυβέρνηση επέλεξε τη στρατηγική της παντελούς απόκρυψής της. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ 28 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσαν δύο “φωτογραφικές” τροπολογίες που ικανοποιούσαν μέρος των αιτημάτων μας ΚΑΝΕΝΑ κυβερνητικό στέλεχος δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στην απεργία, παρά την πίεση σύσσωμου του συντηρητικού στρατοπέδου που μιλούσε για “ικανοποίηση των απαιτήσεων των τρομοκρατών”. Ενώ λοιπόν ήταν φανερό πως λόγω του αγώνα μας ενσωματώθηκαν διατάξεις στο νομοσχέδιο, η κυβέρνηση (ακολουθώντας πιστά τις επιλογές των προκατόχων της) τις εμφάνιζε ως ανθρωπιστικές που ούτως ή άλλως αποτελούσαν δεσμεύσεις της.

Παράλληλα επέλεξε στοχευμένα να κωλυσιεργήσει την κατάθεση και ψήφιση του νομοσχεδίου δοκιμάζοντας τις αντοχές μας και παίζοντας επικίνδυνα παιχνίδια με την υγεία των απεργών επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο να σταματήσουμε τον αγώνα, δίνοντας τους τη δυνατότητα να περάσουν ακόμα λιγότερα από όσα περιελάμβανε τελικώς το νομοσχέδιο. Η συγκεκριμένη επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκε και από τη σταδιακή αποχώρηση των απεργών στο διάστημα μεταξύ της 27ης και 39ης ημέρας απεργίας. Το σταμάτημα του αγώνα από τους υπόλοιπους απεργούς σε συνδυασμό με το “νεκρό” χρόνο του Πάσχα έδωσε το άλλοθι στον ΣΥΡΙΖΑ να κωλυσιεργήσει έχοντας ελπίδες πως κι εμείς θα σταματήσουμε και θα πάει στην ψήφιση νομοσχεδίου χωρίς την πίεση που του προξενούσε αφενος η απεργία και αφετέρου η κατάληψη της Πρυτανείας και οι υπόλοιπες δράσεις αλληλεγγύης. Μιλώντας εκ των υστέρων εκτιμούμε πως αν δεν συνεχίζαμε τον αγώνα ο υπουργός δεν θα έκανε καθόλου δεκτές τις τροπολογίες για το DNA και τον κουκουλονόμο ενώ ενδεχομένως να είχε υποχωρήσει και στη ρύθμιση για τους ανάπηρους κρατούμενους που συμπεριλαμβάνει και τον Σάββα Ξηρό.

Σημαντικός παράγοντας στη διαχειριστική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ πέρα από όσα αναφέραμε ήταν η προβοκατορολογία κυρίως στα φιλικά του μέσα για το κίνημα αλληλεγγύης. Ειδικά μετά την κατάληψη του ραδιοφωνικού σταθμού “Κόκκινο” η γραμμή των μέσων που στηρίζουν την κυβέρνηση ήταν οτι οι αλληλέγγυοι σύντροφοι ηθελημένα ή όχι λειτουργούν προβοκατόρικα προς όφελος “των δανειστών και της Μέρκελ και βάζουν σοβαρά εμπόδια στη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους”. Το αποκορύφωμα ήρθε με την εισβολή αναρχικών στον προαύλιο χώρο της βουλής με δηλώσεις πρωτοκλασάτων στελεχών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που μιλούσαν ευθέως για “πράκτορες ξένων συμφερόντων”. Ανέκαθεν η καθεστωτική αριστερά, άρα και ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούσε πως αποτελεί τη μοναδική δύναμη που εκφράζει και υπερασπίζεται τα “λαικά συμφέροντα” ενώ παράλληλα δήλωνε (και εξακολουθεί να δηλώνει) πίστη σε όλους τους θεσμούς την αστικής δημοκρατίας καταδικάζοντας και συκοφαντώντας τις επαναστατικές πρακτικές. Από κυβερνητικό πόστο αυτή τη φορά είναι λογικό τα μέσα που ελέγχει αλλά και διάφορα στελέχη και βουλευτές της να καταφεύγουν στη γνωστή προβοκατορολογία ιδιαίτερα σε μια περίοδο που ακόμα η στήριξη του κόσμου είναι μεγάλη.

Η στάση του “συντηρητικού’ στρατοπέδου

Στον αντίποδα του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε μια φοβερή συσπείρωση του συντηρητικού στρατοπέδου με “μπροστάρη” φυσικά τη Νέα Δημοκρατία και την πρώτη σοβαρή πολιτική αντιπαράθεση σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής μετά τις εκλογές. Η Νέα Δημοκρατία επιδίωκε με τη στρατηγική της να καθυστερήσει τη διαδικασία όσο περισσότερο γίνεται, ελπίζοντας πως αν είχαμε νεκρό απεργό πείνας δεν θα μπορούσε να σταθεί μια αριστερή κυβέρνηση. Ταυτόχρονα στόχευε στο “πλούσιο” συντηρητικό ακροατήριο που ευδοκιμεί στην ελληνική κοινωνία απ’ το οποίο ένα σημαντικό κομμάτι πρώην ψηφοφόρων της δεξιάς παράταξης έχουν στραφεί σε εναλλακτικές επιλογές πχ “Χρυσή Αυγή” λόγω της εντεινόμενης οικονομικής εξαθλίωσης. Η Νέα Δημοκρατία με τις επιλογές της τα τελευταία χρόνια στον οικονομικό τομέα δεν έχει πολλά “χαρτιά” να παίξει παρά μόνο της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας. Με άξιους συνοδοιπόρους το ΠΑΣΟΚ και το κόμμα δεκανίκι του Μπόμπολα, Ποτάμι, πολέμησε την απεργία με όλες της τις δυνάμεις. Με αιχμή φυσικά το Σάββα Ξηρό και τη ρύθμιση για την αποφυλάκισή του επιδίωξε να πολώσει την κατάσταση με διττό σκοπό, είτε με τον ντόρο που θα δημιουργηθεί να μην περάσει το νομοσχέδιο, είτε να έχουμε λόγω κωλυσιεργίας θάνατο απεργού πείνας.

Βασικός σύμμαχος σε αυτή της την προσπάθεια υπήρξαν τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. Τα ίδια media λοιπόν που εδώ και δεκαετίες διαπομπεύουν και κατασυκοφαντούν τους επαναστάτες, που διαστρεβλώνουν την ένοπλη επαναστατική δράση παραποιώντας τα προτάγματά της, στη δεδομένη χρονική συγκυρία βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή του στρατοπέδου που αντιμαχόταν την απεργία. Αρχικά, πέρα από την κατάληψη στα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ την 7η ημέρα, επέλεξαν την πεπατημένη της ΠΑΝΤΕΛΟΥΣ απόκρυψης. Κομβικό σημείο που άλλαξε τα γεγονότα, άρα και τη στάση των media, αποτέλεσαν οι συνεχιζόμενες δράσεις των αλληλέγγυων συντρόφων. Η κατάληψη της Πρυτανείας και της Νομικής (με όλες τις προβληματικές της), η εισβολή στον προαύλιο χώρο της βουλής, οι συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, οι εμπρηστικές επιθέσεις και πολλές άλλες δράσεις σε όλες τις πόλεις, έφεραν τον αγώνα στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα τα ΜΜΕ σε αγαστή συνεργασία με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, και το Ποτάμι να περάσουν στην αντεπίθεση.

Καθημερινά, από πολιτικές εκπομπές μέχρι τα δελτία ειδήσεων, παρακολουθήσαμε στελέχη και βουλευτές των προαναφερόμενων κομμάτων, κυρίως της ΝΔ, μαζί με δημοσιογράφους, να κηρύσσουν “ανένδοτο αγώνα” ενάντια στην τρομοκρατία και παράλληλα με φόντο κυρίως τη συνεχιζόμενη κατάληψη της Πρυτανείας να παρουσιάζουν μια κατάσταση “κατάλυσης της τάξης” από τους αντιεξουσιαστές που σίγουρα δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Καταλήψεις, συγκρούσεις και επιθέσεις είχαμε και στο παρελθόν. Μάλιστα η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού ακόμα είναι πολύ πρόσφατη. Στον συγκεκριμένο αγώνα είχαν λάβει χώρα αρκετά περισσότερες καταλήψεις, γενικευμένες συγκρούσεις με τις μονάδες καταστολής, και είχε λήξει με τη φωτογραφική τροπολογία του Νεοδημοκράτη υπουργού Δικαιοσύνης Αθανασίου, που ικανοποιούσε το αίτημα του συντρόφου. Κι όμως, η τρομολαγνεία που εκφράστηκε απ’ τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. και τα πολιτικά κόμματα στην τελευταία απεργία ήταν άνευ προηγουμένου. Ακόμα και σχετικά “συνηθισμένες” δράσεις, όπως η συγκέντρωση στον Άγνωστο Στρατιώτη ή τα συνθήματα στους εξωτερικούς τοίχους της βουλής έπαιρναν φοβερές διαστάσεις από τον παραμορφωτικό φακό των media.

Παράλληλα, σαν να μην υπήρχαν άλλα αιτήματα, δυστυχώς η αντιπαράθεση στην κεντρική πολιτική σκηνή κωδικοποιήθηκε στο ζήτημα της απελευθέρωσης του Σάββα Ξηρού. Και τί δεν είδαμε. Γνωστούς τηλεμαϊντανούς να βγάζουν λίβελους για την αποφυλάκιση του “δολοφόνου”, τα ΜΜΕ να οργιάζουν για “τη σκανδαλώδη τροπολογία”μέχρι και οι συγγενείς θυμάτων της τρομοκρατίας επιστρατεύτηκαν για να πολωθεί το κλίμα. Φυσικά σε όλο αυτό, έπαιξε ρόλο και η φοβική στάση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προσπαθούσε να εξισορροπήσει τα πράγματα, καθώς απ’ τη μία είχε τις πιέσεις που προκαλούσε η απεργία και ο αλληλέγγυος κόσμος, και από την άλλη τις συνεχιζόμενες αντιδράσεις του συντηρητικού στρατοπέδου, και της κυβέρνησης των ΗΠΑ που με ωμή της παρέμβαση ξεκαθάρισε πως “η αποφυλάκιση τρομοκρατών δεν θα αποτελέσει φιλική ενέργεια”.

Η τελική έκβαση του αγώνα

Με αυτό το πολεμικό κλίμα φτάσαμε στις επιτροπές της βουλής και στη “νεκρή” εβδομάδα των διακοπών του Πάσχα. Παρακολουθώντας τις συνεδριάσεις, ήταν ξεκάθαρη η προσπάθεια από τη μια της ΝΔ να καθυστερήσει την ψήφιση ώστε να υπάρξει εμπλοκή με την απεργία και του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη να φανεί πως δεν πιέζεται από πουθενά, αλλά φέρνει ένα νομοσχέδιο που εντάσσεται στις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Σε αυτό το σημείο πήραμε την δύσκολη απόφαση της συνέχισης του αγώνα μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου.

Εδώ θέλουμε να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση (καθώς το αναλύουμε εκτενέστερα παρακάτω) για την ελλειμματική αλληλεγγύη που εκφράστηκε στην απεργία. Παρά τις πραγματικά αξιέπαινες προσπάθειες ενός όχι αμελητέου πυρήνα συντρόφων, το κίνημα αλληλεγγύης, δεν ήταν στο επίπεδο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο αγώνα. Παρά τις αρχικές προβληματικές του, που έπαιξαν ρόλο και τις εκθέτουμε κι εμείς στο κείμενό μας, το επίπεδο του αγώνα ήταν τόσο διευρυμένο, καθώς αφορούσε όλο το κατασταλτικό πλαίσιο της τελευταίας 15ετίας, και αγγίζει το σύνολο του ανταγωνιστικού κινήματος. Επομένως στο επίπεδο της σύγκρουσης, από τη στιγμή που απ’ το απέναντι στρατόπεδο πολεμηθήκαμε τόσο λυσσαλέα, ήμασταν κατώτεροι των περιστάσεων. Για άλλη μια φορά παρεισφρήσαν έριδες, προσωπικές αντιπαραθέσεις, ίντριγκες. Παρά τη συσπείρωση του συντηρητικού στρατοπέδου, την τρομολαγνεία των media, τη φανερή υποχώρηση της κυβέρνησης, επομένως και της διαφαινόμενης ρωγμής του καθεστώτος εξαίρεσης, η αλληλεγγύη καθ’ όλη την διάρκεια της απεργίας παρέμεινε ασύνδετη και ασυντόνιστη. Παρά την προσπάθεια κάποιων συντρόφων για τη σύνδεση του αγώνα μας με άλλους αγωνιζόμενους, όπως στις Σκουριές, δεν υπήρξε απτό αποτέλεσμα. Παράλληλα, συγκρινόμενες με το μέγεθος και το επίπεδο του αγώνα, οι δράσεις αλληλεγγύης μπορούν να χαρακτηριστούν περιορισμένες και σίγουρα όχι στο ύψος των περιστάσεων. Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν παύει να αποτελεί τον πρώτο (προς το παρόν) σοβαρό αγώνα κόντρα στην αριστερή διαχείριση της κρατικής μηχανής που άφησε σοβαρές πληγές στον κυβερνητικό σχηματισμό. Το ανθρωπιστικό και δήθεν αγωνιστικό προσωπείο του ΣΥΡΙΖΑ ράγιζε καθημερινά μέχρι που έσπασε τελείως με την έφοδο των ΜΑΤ στην κατειλημμένη Πρυτανεία.

***

Αυτό που ξεχωρίζει την κατάληψη της Πρυτανείας στο κέντρο της Αθήνας από άλλες εξίσου σημαντικές ανάλογες δράσεις που έγιναν σε άλλες πόλεις ήταν το γεγονός της ανάδειξής της από το κράτος ως τον πυρήνα – σύμβολο του αγώνα εκτός των τειχών.

Σε προπαγανδιστικό επίπεδο η καταστολή της κατάληψης αποτέλεσε πράξη άκρως συμβολική. Ύστερα από 19 μέρες και μετά από τη δύσκολη και κρίσιμη περίοδο του Πάσχα που οι καταληψίες κράτησαν τη φλόγα ζωντανή στεκόμενοι στο ύψος των περιστάσεων έλαβε χώρα η τελική κατασταλτική πράξη.

Η 17/4, μέρα που το κράτος προχώρησε στην εκκένωση της κατάληψης ήταν η μέρα της ψήφισης του ν/σ, που όπως όλα έδειχναν θα κάλυπτε μέρος των αιτημάτων των απεργών και των εκτός των τειχών αγωνιστών.

Με την όξυνση της καταστολής η συγκυβέρνηση πέρασε διπλό μήνυμα:

Κατ’ αρχήν έδειξε στο βαθύ κράτος και στον ακροδεξιό συρφετό πως απέναντι στους επαναστάτες βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο. Κατά δεύτερο έκανε σαφές στην αριστερή βάση της (π.χ. νεολαία ΣΥΡΙΖΑ) και τους συμπαθούντες το πόσο λίγο μετράει η γνώμη τους.

Από τις πρώτες μέρες έγινε προσπάθεια συγκάλυψης του αγώνα που ξεκίνησε στις 2/3. Ύστερα, και εφόσον οι κινήσεις εκτός των τειχών και η ολοένα και πιο κρίσιμη κατάσταση της υγείας των απεργών, έσπασε το τείχος της σιωπής, το σύνολο της εξουσίας απέκρυψε, παραμόρφωσε και λοιδόρησε τα χαρακτηριστικά του αγώνα με στόχο την απομόνωση και τελικά την αποτελεσματικότερη καταστολή του.

Στο κείμενο αναγγελίας της απεργίας πείνας αλλά και σε μεταγενέστερα (19/3 και ¼), αναφέραμε τον πόλεμο φθοράς, την υποσχεσιολογία, τις πολλές δηλώσεις και τις αναιρούμενες προθεσμίες, ως τακτικές του κράτους. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα και ειδικά προς το τέλος του, η τακτική αυτή επιβεβαιωνόταν όλο και περισσότερο.

Με την ανακοίνωσή μας στις 11/4 ξεκαθαρίσαμε για τελευταία φορά ότι δεν θα πάψουμε την απεργία μέχρι και την τελική ψήφιση διεκδίκησης όλο το αρχικό πλαίσιο των αιτημάτων μια και μέχρι εκείνη την ώρα τα πράγματα ήταν αρκετά ρευστά.

Εκείνες τις μέρες οι σύντροφοι του Δικτύου κληθήκαμε να πάρουμε τη σημαντική απόφαση της συνέχισης ή παύσης του αγώνα. Από τον ίδιο αγώνα αλλά και από τη γενικότερη στάση της αριστερής διαχείρισης επί της πολιτικής επικαιρότητας αναδείχθηκαν ορισμένα χαρακτηριστικά της.

Τα δεδομένα για το ποιόν της συγκυβέρνησης ήταν η υποκρισία, ο ερασιτεχνισμός και η απάτη, τα οποία σε διάφορους βαθμούς περιμέναμε.

Η μειωμένη κινηματική δυναμική από την άλλη, ήταν κάτι που δεν περιμέναμε. Ταυτόχρονα, η υγεία των απεργών βρισκόταν σε κρίσιμο στάδιο και ο νεκρός χρόνος των διακοπών του Πάσχα μπροστά μας.

Τότε, ζυγίσαμε τα δεδομένα και δίνοντας βάση κυρίως στο βαθμό που θα πετυχαίναμε τα αιτήματά μας και τη συνέπεια απέναντι στο ίδιο το μέσο του αγώνα που χρησιμοποιούμε, επιλέξαμε τη συνέχιση, γνωρίζοντας φυσικά πως η απόφασή μας αυτή επέτεινε τη μεγάλη ασυμφωνία του αγώνα εντός και εκτός των τειχών.

Η περίοδος των διακοπών ήταν η πιο επικίνδυνη και ψυχοφθόρα για τους απεργούς κι έφτασε στα όρια και τις δυνατότητες των συντρόφων έξω.

Η κυβέρνηση εξ αρχής κωλυσιεργούσε στην κατάθεση του ν/σ υποσχόμενη παράλληλα την ικανοποίηση των απεργών, με προφανή στόχο την παύση του αγώνα.

Είχε μάλιστα το θράσος να τη ζητήσει δημόσια δύο φορές δίνοντας ως αντάλλαγμα υποσχέσεις. Σαν αρχική μορφή του ν/σ περιλαμβανόταν η κατάργηση του νομικού πλαισίου των φυλακών τύπου Γ’ και εξασφαλιζόταν η αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού.

Αργότερα, και παρά τις αντιρρήσεις του Υπουργού Παρασκευόπουλου, προστέθηκαν στο ν/σ δύο τροπολογίες που αφορούσαν τον κουκουλονόμο και το DΝΑ. Οι τροπολογίες κατατέθηκαν τελικά στις 47 μέρες, στην τελική ψήφιση του ν/σ στην Ολομέλεια της Βουλής.

Εδώ, να διευκρινίσουμε ότι, οι ημερομηνίες κατάθεσης και ψήφισης του ν/σ μεταφέρονταν από βδομάδα σε βδομάδα μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Οι μέχρι πριν λίγους μήνες αριστερά υπέρμαχοι των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», ανέλαβαν το ρόλο των βασανιστών των απεργών πείνας, όπως οι προκάτοχοί τους.

Ωστόσο, η τακτική της σκληρής στάσης ενάντια στους απεργούς, ευθυγραμμισμένη με τα κελεύσματα της ντόπιας πολιτικής και οικονομικής ελίτ και ενδυναμωμένη από την αδιαφορία της αριστερής βάσης, διεξήχθη με τέτοιο ερασιτεχνισμό που σε συνδυασμό με τους σχεδιασμούς του βαθέως κράτους λίγο έλειψε να οδηγήσει σε θάνατο απεργού. Μιλάμε για την περίπτωση του αναρχικού Νικολόπουλου.

Το γεγονός αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο για να συνεχίσει την ίδια τακτική η κυβέρνηση, μεταθέτοντας την ψήφιση του ν/σ για μετά το Πάσχα, ρισκάροντας τη ζωή όσων απεργών συνέχιζαν εν μέσω νεκρής για τις νομοθετικές διεργασίες (και κινηματικά) περιόδου. Είναι προφανές ότι ευελπιστούσε την λήψη της απεργίας πείνας και την παύση των δράσεων αλληλεγγύης ώστε ο δρόμος να είναι ανοιχτός για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν λιγότερων αιτημάτων.

Έτσι φτάσαμε στις 17/4 όπου ψηφίστηκαν υπό την πίεση του αγώνα οι νόμοι που κάλυπταν εν μέρει το πλαίσιο των αιτημάτων. Την επομένη μέρα ύστερα από κοινή απόφαση των συμμετεχόντων αποφασίσαμε τη λήξη της απεργίας.

Μετά την ψήφιση στην Ολομέλεια, θεωρήσαμε ότι, αφενός είχαν ικανοποιηθεί και κατοχυρωθεί νομικά τα αιτήματα σε κάποιο βαθμό και αφετέρου ότι ο αγώνας έχει φτάσει πλέον στα όρια της δυναμικής του.

Ωστόσο, ας γίνει γνωστό ότι παρά το γεγονός πως η κατάσταση ήταν στα άκρα από κάθε άποψη (υγεία απεργών, κινηματικές διεργασίες, προοπτικές, κρατική ισχύς), το ενδεχόμενο της συνέχισης προς ικανοποίηση και άλλων αιτημάτων παρέμεινε μέχρι και την τελευταία στιγμή ανοιχτό.

***

Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α Τ Α

Ιδιαιτερότητες του αγώνα

Η απεργία πείνας που μόλις τελείωσε μας τοποθετεί σε θέση εκκίνησης για τη διαδικασία του απολογισμού.

Έχουμε εκ των προτέρων τη γνώμη πως όποιος απολογισμός αποτολμηθεί το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θα είναι εκ των πραγμάτων λειψός.

Μία πιο ολοκληρωμένη και ψυχραιμότερη αποτίμηση είναι δουλειά χρόνων, καθώς τα «απόνερα» της απεργίας και τα ζητήματα που άνοιξε θα μας ταλανίζουν για χρόνια, προσωπικά και συλλογικά.

Όμως, η ανάλυση με την εμπειρία που μας πρόσφερε η κατάθεση του σκεπτικού, η συνδιαμόρφωση με άλλους πολιτικούς κρατουμένους (στον ελάχιστο βαθμό που υπήρξε) και κυρίως η συμμετοχή μας στην απεργία είναι το βήμα που πρέπει να γίνει για να μας οδηγήσει σε ακόμα πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα μελλοντικά.

Αυτό που κάνει το συγκεκριμένο αγώνα ξεχωριστό – εκτός των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κατά τη διεξαγωγή του – είναι ο μεγάλος πλούτος συμπερασμάτων που εξάγουμε, και μάλιστα πολυεπίπεδα.

Μάθαμε πολλά για το φαντασιακό υποκείμενο των πολιτικών κρατουμένων – των εαυτών μας συμπεριλαμβανομένων – για τη συγκρότηση του χώρου μας σε μία ιδιαίτερη συγκυρία, για το νέο προσωπείο της κρατοκαπιταλιστικής διαχείρισης με το οποίο συγκρουστήκαμε, τη δύναμη, τα όρια και τις αντιφάσεις όλων των εμπλεκομένων μερών.

Το ότι τα συμπεράσματα που εξάγουμε είναι τόσο πολύπλευρα, οφείλεται στην ίδια τη φύση της συγκεκριμένης απεργίας πείνας. Ήταν η πρώτη μεταπολιτευτικά που έθεσε σαν σκεπτικό τη σύγκρουση με τον πυρήνα της καταστολής, όπως συμπυκνώνεται στο ειδικό καθεστώς εξαίρεσης, με το οποίο αντιμετωπίζεται κάθε ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο που διαταράσσει τη συστημική ισορροπία.

Παλέψαμε εναντίον μιας έκφρασης του καθεστώτος εξαίρεσης και ο αγώνας μας του προκάλεσε κάποιες ρωγμές. Αυτό ήταν που έκανε την απεργία τόσο επίφοβη για την κυριαρχία και προσπάθησε να την αποκρύψει και να τη διαστρεβλώσει με κάθε τρόπο.

Το ότι τα αιτήματα δεν προσωποποιούνταν (εκτός του αιτήματος για τον Σάββα Ξηρό που θα αναλύσουμε και παρακάτω) και δεν επιζητούνταν «δικαιωματικές» αστικοδημοκρατικές παροχές έκανε την απεργία μη διαχειρίσιμη πολιτικά, επικοινωνιακά, ακόμα και ηθικά.

Ακριβώς το ότι δεν αφομοιώθηκε στέρησε από τον αγώνα μας ένα μεγάλο βαθμό κοινωνικής γείωσης. Από την άλλη, όμως, προώθησε την εξαγωγή ξεκάθαρων συμπερασμάτων.

Ήταν η πρώτη – και μοναδική μέχρι στιγμής – οξυμένη διαδικασία σύγκρουσης του α/α χώρου με τη νεοεκλεγείσα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Η σύλληψη του σκεπτικού μας έτσι όπως αποκρυσταλλώθηκε και επικοινωνήθηκε τελικά με τους πολιτικούς κρατουμένους στις φυλακές τύπου Γ’, προϋπέθεσε την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είτε με αυτοδυναμία είτε με μεγάλη πλειοψηφία.

Η εξέλιξη και οι τελικές κατακτήσεις της απεργίας έδειξαν ότι το σκεπτικό μας στη βάση του ήταν σωστό, αν και με κάποιες παραλείψεις που έπαιξαν το ρόλο τους:

▬ -Η υποεκτίμηση των αντιδράσεων που θα ξεσήκωνε από το συντηρητικό στρατόπεδο το θέμα του Σάββα Ξηρού, ήταν μία παράμετρος που θα έπρεπε να την είχαμε προβλέψει και αναλύσει παραπάνω. Ήταν το αίτημα που συσπείρωσε το συντηρητικό στρατόπεδο και η σύγκρουση γύρω από αυτό επισκίασε τα υπόλοιπα αιτήματά μας.

Μιλώντας αυτοκριτικά, αποδεχτήκαμε το αίτημα όταν μας προτάθηκε γιατί το θεωρήσαμε ηθικά και πολιτικά σωστό.

Εκ των υστέρων, καταλάβαμε πως έπρεπε να είχαμε προβλέψει την κεντρικότητα που θα αποκτούσε. Η προσωπική εμπλοκή αρχιλαμόγιων, είτε φανερά (Μπακογιάννη, Μομφεράτος κ.α.), είτε υπόγεια (Βαρδινογιάννης κλπ.) και η πίεση των ΗΠΑ ήταν παράγοντες που δεν τους συνυπολογίσαμε στο βαθμό που τους αναλογούσε.

Λόγω της κεντρικής θέσης που έλαβε το αίτημα αυτό στη δημόσια συζήτηση, χάσαμε την ευκαιρία να κεντρικοποιηθούν άλλα αιτήματα, όπως ο κουκουλονόμος, το DΝΑ ή ακόμα και ο 187Α και να μεταθέσουμε εκεί το βάρος.

Μετά και την άρνηση του Ξηρού να αποδεχτεί το «βραχιολάκι» για θρησκευτικούς λόγους, η θετική σημασία της κατάκτησης παραμένει για ανθρωπιστικούς λόγους, καθώς και για όσους έχουν στο μέλλον την ατυχία να βρεθούν στη θέση του Ξηρού.

Κάτι που πρέπει να επισημάνουμε εδώ είναι πως και η καταστολή συνδέει το νήμα στιγμών του κοινωνικού πολέμου. Το «βραχιολάκι» ήρθε να δώσει τη λύση και στο ζήτημα Ξηρού, αφού προηγουμένως είχε προταθεί ως διέξοδος στην απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού. Είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε πως κάθε μάχη που δίνουμε αφήνει θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις σε βάθος χρόνου.

▬ -Υποεκτιμήσαμε επίσης την απειρία του ΣΥΡΙΖΑ στη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων από κυβερνητική θέση.

Είναι διαφορετικό πράγμα οι αντιπολιτευτικές κορώνες από την κυβερνητική ευθύνη που πρέπει να δώσει λύσεις, ειδικά όταν από τη μία πιέζει μία απεργία πείνας με ό,τι συνεπάγεται αυτό και από την άλλη το φιλελεύθερο – ακροδεξιό λόμπι ζητάει αίμα στην αρένα. Η απειρία και η ατολμία μπορούν να γίνουν δολοφονικές υπό συνθήκες πίεσης και οι 48 μέρες απεργίας συνηγορούν σε αυτό.

ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Η τριπλή στοχοθεσία της απεργίας (τακτική, στρατηγική, πολιτική), επιβάλλει να γίνουν επιμέρους αναφορές σε κάθε παράμετρο:

* Τακτικά, η απεργία πείνας κατέληξε στη μερική ικανοποίηση των αιτημάτων που είχαμε θέσει. Αναλυτικά:

α) Καταργήθηκε πλήρως το νομικό πλαίσιο που όριζε τη λειτουργία των φυλακών τύπου Γ’.

β) Καταργήθηκε η επιβαρυντική διάταξη του κουκουλονόμου για συλληφθέντες σε συγκρούσεις και πορείες.

Όσον αφορά τις απαλλοτριώσεις η διάταξη παρέμεινε, όχι όμως σαν αυτοτελής κατηγορία αλλά σαν επιμέρους χαρακτηριστικό της ληστείας. Δηλαδή, και σε περιπτώσεις ληστειών οι ποινές θα ξεκινούν από χαμηλότερη βάση.

γ) Έγινε εφικτή η πρόσβαση μη αστυνομικού πραγματογνώμονα σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας του γενετικού υλικού, από τη λήψη ως την τελική έκθεση.

Ο πραγματογνώμονας θα συντάσσει δική του έκθεση και θα καταθέτει στο Δικαστήριο.

Η εισαγγελική διάταξη που επέβαλε τη βίαια λήψη του DΝΑ μετατράπηκε σε κάτι ασαφές που διατηρεί την υποχρεωτική λήψη γενετικού υλικού «με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Πρακτικά, δηλαδή, δε φαίνεται ότι θα αλλάξει κάτι σε αυτό το ζήτημα.

δ) Ο Σάββας Ξηρός θα μπορεί να παραμείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό για το υπόλοιπο της ποινής του, κάτι που ο ίδιος από επιλογή δε δέχεται λόγω της ηλεκτρονικής επιτήρησης.

Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα αιτήματα (κατάργηση άρθρων 187 και 187Α, και τη μη ανάλυση μιγμάτων DΝΑ πάνω των δυο ατόμων δεν υπήρξε καμία αλλαγή.

Συμπερασματικά, εκτός από την κατάργηση του νομικού πλαισίου για τις φυλακές τύπου Γ’ – που ήταν και προεκλογική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ – και την παρουσία πραγματογνώμονα για το DΝΑ, κάποια αιτήματα επιτεύχθηκαν εν μέρει και άλλα καθόλου.

Μιλάμε, δηλαδή, για μερική επιτυχία στο κομμάτι των τακτικών στόχων.

Η συγκυβέρνηση προσπάθησε μέχρι τέλους να αποφύγει την πλήρη ικανοποίηση ακόμα και αυτών των ελαχίστων. Σε δύο περιπτώσεις ήταν η πίεση της απεργίας που άλλαξε την τροπή των πραγμάτων.

Σε κάποιο σημείο πριν την κατάθεση του ν/σ στην επιτροπή είχε προστεθεί διάταξη που άφηνε στην κρίση δικαστικού συμβουλίου την απόφαση για κατ’ οίκον περιορισμό ισοβιτών με 80% και άνω αναπηρία. Αυτόματα θα εξαφανιζόταν οποιαδήποτε προοπτική αποφυλάκισης του Ξηρού. Ήταν η προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ προς το δεξιό ακροατήριο (των ΑΝ.ΕΛ. συμπεριλαμβανομένων) για να καταλαγιάσει ο ντόρος που υπήρχε σχετικά με την αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού.

Επίσης, στην τελική ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής αρχικά ο Παρασκευόπουλος δεν έκανε δεκτή την τροπολογία του DΝΑ,

Και στις δυο αυτές περιπτώσεις δηλώσαμε σε εκπρόσωπο του Υπουργείου, πως η απεργία θα συνεχιστεί αν δε γίνει αφενός απόσυρση της διάταξης για το δικαστικό συμβούλιο στο νομοσχέδιο και αφετέρου κατ’ αρχήν αποδοχή της τροπολογίας του DΝΑ, κάτι που φυσικά εννοούσαμε.

Αν δεν είχε ξεκινήσει η απεργία ακόμα και η προεκλογική εξαγγελία για τις φυλακές τύπου Γ’, μπορεί να μην είχε υλοποιηθεί. Αν δεν συνεχίζαμε την πίεση της απεργίας μέχρι την τελική ψήφιση, ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ εύκολα, όπως έδειξε η κατάληξη, θα μπορούσε να υποχωρήσει στο τελικό στάδιο και να μην κατακτηθούν ούτε τα ελάχιστα.

Άρα, υπήρχε κάθε λόγος συνέχισης καθώς η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση πως τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί θα ήταν καταστροφική.

Και βασικό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως αναφερόμαστε σε μία ελάφρυνση του νομικού πλαισίου, άτι που εύκολα εκτρέπεται σε ρεφορμισμό, αν δεν υπάρξει η αναγκαία οργάνωση και συγκρότηση, ώστε όποιο νομικό «έδαφος» κερδήθηκε να χρησιμοποιηθεί για επιπλέον ανάπτυξη δυνάμεων και αγώνων.

Οι στρατηγικοί μας στόχοι αφορούσαν στη συσπείρωση των πολιτικών κρατουμένων αλλά και των ευρύτερων δυνάμεων του χώρου, έτσι ώστε να τεθεί μία βάση αποτελεσματικότερης σύνδεσης των «μέσα» με τους «έξω».

Η απεργία θα ήταν το μέσο σύνδεσης ανθρώπων και αντιλήψεων για την αναβάθμιση του χώρου σε ένα υποτυπώδες κίνημα που μαζί με τους αιχμαλώτους του θα μπορεί να αναλύει τις συγκυρίες και να επιτυγχάνει κάποιους – βραχυπρόθεσμους έστω – στόχους.

Αν και μερικώς κατακτήθηκαν οι πολιτικοί στόχοι, στρατηγικά μιλάμε για πλήρη αποτυχία, αφού αυτή η σύνδεση μόνο σαν ανέκδοτο ακούγεται μετά τη λήξη της απεργίας.

Για να αναλύσουμε τους λόγους της μη συσπείρωσής μας σαν χώρος προκειμένου να δώσουμε αυτή τη μάχη με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις πρέπει να εκτιμήσουμε τη γενικότερη κοινωνική κατάσταση.

Ο αιφνιδιασμός από την «ελπίδα» που ήρθε δεν έχει ακόμα καταλαγιάσει, η λογική της ανάθεσης κυριαρχεί κοινωνικά και λανθάνει και σε ένα κομμάτι που τοποθετείται ανάμεσα στον α/α χώρο και σε εναλλακτικές αυτοθεσμίσεις.

Αν αντιληφθούμε πως η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ήττα των πρωτόλειων κινημάτων ανυπακοής και αμφισβήτησης είναι εύκολο να εντοπίσουμε ένα μεγάλο ζήτημα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε μελλοντικά. Την παράθεση βιώσιμων προτάσεων που θα ξεπερνούν τη λογική της ανάθεσης.

Ερχόμενοι στο παρόν της απεργίας πείνας, λοιπόν, αντιληφθήκαμε πως εκτός από το πιο πυρηνικό κομμάτι που συγκροτεί το «χώρο», τα υπόλοιπα «προοδευτικά» κοινωνικά κομμάτια αντιμετώπιζαν την απεργία ως επίθεση στην αξιοπιστία της κυβέρνησης.

Η λογική «αφού ο ΣΥΡΙΖΑ είναι θετικός, γιατί κάνουν απεργία;», φυσικά δε μπορούσε να ξεπεράσει τη βασική κινηματική (όπως και να την εννοεί κανείς) αρχή της μη παροχής εμπιστοσύνης σε θεσμικούς φορείς.

Η επικοινωνιακή απόκρυψη της απεργίας επέτεινε αυτή την κατάσταση.

Από τη στιγμή που η θεαματική κοινωνία ορίζει τα γεγονότα με βάση τη θεαματική τους απεικόνιση ό,τι δεν προβάλλεται απλούστατα δεν υπάρχει.

Αυτό στέρησε την κοινωνική γείωση του γεγονότος, αποτρέποντας την ενασχόληση περισσοτέρων ανθρώπων.

Τα δύο παραπάνω ζητήματα άπτονται (και) της άτσαλης εκκίνησης της απεργίας πείνας, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση των συντρόφων εντός των τειχών.

Η καλύτερη επικοινωνία με συντρόφους που βιώνουν το κοινωνικό κλίμα θα βοηθούσε ενδεχομένως και εμάς να αφουγκραστούμε μία πραγματικότητα που λόγω φυλάκισης δε μπορούμε να την αντιληφθούμε πλήρως.

Οπότε θα καταλαβαίναμε καλύτερα και εκ των προτέρων τα όρια απεύθυνσής μας ζυγίζοντας καλύτερα τα πράγματα.

Η βιαστική εκκίνηση αποτελεί μόνο μερικώς μία δικαιολογία για τη μη συσπείρωση του χώρου. Μετά τη δεύτερη εβδομάδα θεωρούμε πως δεν θα υπήρχε αναρχικός που δε θα ήταν ενήμερος για την απεργία, έχοντας καταρτίσει ένα βραχυπρόθεσμο τουλάχιστον πλάνο δράσης.

Άλλωστε, δυστυχώς έχει καθιερωθεί η έναρξη απεργίας κάποιου συντρόφου να ανακοινώνεται αιφνιδιαστικά.

Παρόλα αυτά, θεωρούμε πως η έναρξη καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη κάποιου εγχειρήματος.

Γι’ αυτό σαν ΔΑΚ επιμέναμε τόσο στην εσωτερική ενημέρωση, γι’ αυτό στείλαμε εσωτερικό κείμενο σε συλλογικότητες, ζητώντας να διαμοιραστεί, επιζητώντας να μοιραστούμε έστω και εκ των υστέρων το σκεπτικό της απεργίας με αλληλέγγυους συντρόφους.

Επειδή, όμως, οι προθέσεις δεν επαρκούν η εκβιαστική στάση των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές τύπου Γ’, για άμεση έναρξη της απεργίας στέρησε από τον αγώνα μας ένα ποιοτικό άλμα.

Η εκβιαστική εκκίνηση της απεργίας λόγω πολιτικής μυωπίας και βιασύνης, μας οδήγησε να καταλάβουμε πως η χαοτικότητα του «φαινομένου της πεταλούδας» δεν ισχύει μόνο στη φυσική αλλά και στην κοινωνική μηχανική.

Η απεργία πείνας που ξεκίνησε ένας μη αναρχικός κρατούμενος οδήγησε στη μεγαλύτερη μεταπολιτευτικά απεργία πείνας. Ακόμα και η κατάργηση των τύπου Γ’ να επιτυγχανόταν με την απεργία πείνας του Γ. Σοφιανίδη, θα μας πρόσφερε ένα καλύτερο εφαλτήριο για τη διεκδίκηση των υπολοίπων αιτημάτων σε λίγες βδομάδες και με καλύτερους κινηματικούς όρους, χωρίς να συντρέχει κανένας λόγος βεβιασμένης έναρξης.

Όμως, οι δύο βασικές ελλείψεις που εντοπίζουμε έχουν να κάνουν με διαφορές αντίληψης που προδίδουν πολιτική ανωριμότητα.

Η αντίληψη ενός μέρους του χώρου πως είναι περιττό να ασχολούμαστε με ζητήματα που δεν άπτονται γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος, μας ετεροκαθορίζει περιορίζοντας πολύ το πεδίο δράσης μας.

Η θέση μας ως αναρχικών μας θέτει στην πρώτη γραμμή της μάχης και σίγουρα υπάρχουν ζητήματα που για μας έχουν ένα ειδικό βάρος, όπως αυτό της καταστολής.

Από τη στιγμή που προτάσσουμε τη σύγκρουση με την εξουσία χρειάζεται να υπερασπιζόμαστε τις απώλειες αυτού του αγώνα.

Ο ένοπλος αγώνας αποτελεί κομμάτι της πάλης μας και η υποβόσκουσα (ή ξεκάθαρη άλλες φορές) αντίληψη πως επειδή η απεργία πείνας διεξάγεται από μέλη ή κατηγορουμένους για συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις, δε μπορεί να διαχυθεί κοινωνικά απλά μας περιχαρακώνει.

Είναι ένα ζήτημα που χρήζει τεράστιας ανάλυσης και η αναφορά μας σε αυτό σταματάει εδώ για να μην πλατειάσουμε.

Η ιδεολογικοποίηση της έκφρασης αλληλεγγύης με βάση τις προσωπικές σχέσεις, συμπάθειες ή αντιπάθειες είναι ένα άλλο ζήτημα.

Το γεγονός πως ενώ σαν αιτήματα της απεργίας θέσαμε τις «σημαίες» του χώρου μας εδώ και πολλά χρόνια, αιτήματα που συσπειρώνουν τους αναρχικούς απέναντι στην καταστολή, η εισχώρηση ή η αποχώρηση αλληλέγγυων ανάλογα με τις προσωπικές τους προτιμήσεις μόνο θλιβερή εντύπωση προκαλεί.

Δε μπορούμε παρά να χαρακτηρίσουμε ανώριμη πολιτικά τη στάση ανθρώπων που αντιλαμβάνονταν την απεργία πείνας σαν μία σύγκρουση συγκεκριμένων πολιτικών κρατουμένων με το κράτος.

Κάθε απεργία, και πολύ περισσότερο αυτή, ξεπερνάει τους απεργούς, τα αιτήματά τους, ακόμα και το κίνημα αλληλεγγύης και θέτει γενικότερα ζητήματα σύγκρουσης που απαιτούν από τον κάθε κοινωνικά δραστήριο να λαμβάνει θέση. Και η αδράνεια ανάλογα με την προτίμηση είναι επίσης μία θέση.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί η ιδιαιτερότητα της συγκυριακής συμμετοχής της ΣΠΦ στην απεργία πείνας με το δικό της πλαίσιο.

Κατά την οργάνωση της απεργίας είχαμε επιλέξει σαν ΔΑΚ να μην της απευθύνουμε λόγω της γενικότερης προβληματικής συμπεριφοράς, τόσο προς εμάς όσο και προς το χώρο.

Η συμπεριφορά της που έφτανε μέχρι και την εχθρότητα την έθεσε αυτόματα εκτός του αξιακού μας πλαισίου. Από τη στιγμή, όμως, που κήρυξαν την έναρξη της απεργίας τους η στήριξή μας ήταν μονόδρομος.

Έχουμε την ωριμότητα να αντιληφθούμε πως η προφυλάκιση συγγενών ξεπερνάει τις προσωπικές μας σχέσεις και αφορά κάθε αγωνιζόμενο.

Επιμέρους κριτικές ως προς το χρόνο έναρξης (ενώ είχε ξεκινήσει η άλλη απεργία και τεθεί διαφορετικό αν και συνδεόμενο πλαίσιο) ή η προσωποποίηση των αιτημάτων τους, ενώ υπήρχε ο γενικότερος αγώνας ενάντια στον 187 που ποινικοποιεί τις σχέσεις μπορούν να γίνουν αλλά δεν είναι το βασικό.

Θεωρούμε, όμως, πως η εγκατάλειψη στην καταστολή όποιου το καθεστώς θεωρεί εχθρό είναι κομβικό λάθος ανάλυσης, γιατί απλούστατα το κράτος κερδίζει έδαφος που χάνουμε εμείς.

Ένας τελευταίος παράγοντας που εντοπίζουμε για την ανεπαρκή συσπείρωση (για τις απαιτήσεις ενός τέτοιου αγώνα), ενός ευρύτερου κινήματος αλληλεγγύης είναι η μη συσπείρωση των πολιτικών κρατουμένων.

Η εικόνα ασυνεννοησίας, αν όχι διάλυσης που έβγαινε από την έναρξη τριών διαφορετικών απεργιών με τρία πολιτικά πλαίσια και τις σταδιακές αποχωρήσεις απεργών, σίγουρα δε μπορεί να συσπειρώσει τους συντρόφους, ενώ δημιουργεί προϋποθέσεις για να εμφιλοχωρήσουν η ισοπέδωση και η απογοήτευση.

Και, φυσικά, η βασικότερη συνέπεια αυτού είναι η παραχώρηση «εδάφους» στον εχθρό. Η συγκυβέρνηση, βλέποντας πως οι παλινωδίες της έπιασαν τόπο, επιδόθηκε ακόμα πιο εντατικά σε πόλεμο φθοράς μετά τις 30 μέρες, υπολογίζοντας και στην εξάντλησή μας στο νεκρό χρόνο του Πάσχα.

Αν είχε ακολουθηθεί από το σύνολο των συμμετεχόντων η πρότασή μας για σταδιακή εισχώρηση των απεργών στην απεργία, ανάλογα με τη σωματική κατάσταση του καθένα, η κορύφωση για όλους θα ερχόταν λίγο πολύ στο ίδιο διάστημα (έχοντας υπόψη και τις απρόοπτες επιπλοκές που πάντα υπάρχουν σε τέτοιες καταστάσεις) και η κυβέρνηση θα βρισκόταν σε δεινή θέση, λόγω της τεράστιας πίεσης από την κρίσιμη κατάσταση τόσων απεργών πολιτικών κρατουμένων.

Από τη στιγμή που δεν προκρίθηκε αυτό ρεαλιστικά δεν υπήρχε καμία αξίωση από κανέναν απεργό να ακολουθήσει κοινό σχεδιασμό.

Από τη στιγμή που είχαν τεθεί τρία σαφή πλαίσια, ο καθένας είχε την ευχέρεια να λήξει την απεργία, οπότε αισθανόταν ηθικά και πολιτικά καλυμμένος από τις εξελίξεις.

Και στη συλλογικοποίησή μας υπήρχαν σύντροφοι που δεν συμμετείχαν στην απεργία λόγω παλιότερης επιβάρυνσης ή από επιλογή. Επίσης, ο Τάσος Θεοφίλου, διέκοψε την απεργία στις38 μέρες, μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου στην επιτροπή.

Έχουμε εξηγήσει πως η δομή και η διάρθρωση του ΔΑΚ βασίζεται στην πρωτοβουλία και στις ελάχιστες κοινές συμφωνίες και πως η συλλογικοποίηση αυτή δεν αποτελεί ομάδα.

Η απεργία πείνας αποτελεί ένα σκληρό αυτοκαταστροφικό μέσο και θεωρούμε πως χρειάζεται ελαστικότητα απέναντι στα όρια και τα αδιέξοδα κάθε ανθρώπου που αποφασίζει να την πραγματοποιήσει.

Όσα πολιτικά επιχειρήματα και να παραθέσουμε παραμένουμε άνθρωποι με όρια, αντιφάσεις και αδυναμίες.

Με αυτό το σκεπτικό δεν υπήρξε εκ μέρους μας καμία κριτική σε όσους σταμάτησαν την απεργία πριν την τελική ψήφιση, είτε συμμετέχουν στο ΔΑΚ είτε όχι.

Η μόνη εξαίρεση αφορούσε το κείμενο λήξης του Ν. Μαζιώτη, ο οποίος ανέφερε δημόσια πως «ο αγώνας έληξε, ολοκληρώνοντας τον κύκλο του».

Σαφώς και δεν ίσχυε αυτό όταν εννιά αναρχικοί συνεχίζουν την απεργία πείνας.

Ακόμη και αν είναι αυτή η άποψη κάποιου, μπορεί να κρατηθεί για τη διαδικασία του απολογισμού που ούτως ή άλλως δεν θα αργούσε.

Επιπλέον, η αναφορά περί «μη ρεαλιστικότητας» των αιτημάτων για κατάργηση των άρθρων 187 και 187Α, οχύρωνε το ΣΥΡΙΖΑ πίσω από τις δικές του κόκκινες γραμμές, εκθέτοντας τους υπόλοιπους απεργούς.

Η ρεαλιστικότητα των αιτημάτων είναι θέμα οργάνωσης και αποφασιστικότητας. Ακόμη και αν αυτά είναι ελλιπή η έκφραση απόψεων είναι δόκιμο να γίνεται σε νεκρό χρόνο και όχι την ώρα της σύγκρουσης.

Ανεξάρτητα από προθέσεις, λοιπόν, η ανακοίνωση λήξης του Ν. Μαζιώτη ήταν υπονομευτική και αυτό αφορούσε η αναφορά μας.

Η αναφορά ενός απεργού σε ολοκλήρωση του αγώνα ενώ πολλοί απεργοί συνεχίζουν, επηρεάζει άμεσα τους αλληλέγγυους συντρόφους δημιουργώντας σύγχυση.

Από τη στιγμή που δεν υπήρχε προγραμματισμός, διάθεση, διάδοχο σχέδιο για άλλες δράσεις θα ήταν μεγάλο λάθος να εγκαταλειφθεί η Πρυτανεία, καθώς αποτελούσε τη μόνη σταθερή εστία αντιπληροφόρησης στην Αθήνα.

Εκτός της πολιτικής σημασίας της συνέχισης της κατάληψης (που σίγουρα υπάρχουν πολλές αναλύσεις), η επικοινωνιακή της σημασία ήταν τεράστια.

Αποτέλεσε το κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης στο τελευταίο στάδιο της απεργίας και τελικά η συγκυβέρνηση αναγκάστηκε να εισβάλλει προκειμένου να ψηφιστεί το νομοσχέδιο χωρίς την πίεση της κατάληψης.

Η όλη κατασταλτική διαχείριση και η τελική εκκένωση της κατειλημμένης Πρυτανείας, δημιούργησε μία βαθιά ρωγμή στο «κινηματικό» προσωπείο του ΣΥΡΙΖΑ.

Τελικά, παρόλη την ολοκληρωτική αποτυχία επίτευξης των στρατηγικών μας στόχων (δηλαδή, τη συσπείρωση των πολιτικών κρατουμένων και των συντρόφων εκτός), η όλη εξέλιξη της απεργίας μας προσφέρει συμπεράσματα που η ψύχραιμη αξιολόγησή τους σε βάθος χρόνου θα λειτουργήσει προωθητικά.

Οι πολιτικοί στόχοι του αγώνα μας επιτεύχθηκαν επίσης μερικά. Η ενός τόσο μικρού χρονικού διαστήματος σύγκρουση ανάμεσα στο πιο ριζοσπαστικό κοινωνικό κομμάτι και την εναλλακτική συστημική πρόταση διαχείρισης διαχώρισε σε μεγάλο βαθμό τα δύο μέρη. Αυτό είναι και το βασικότερο επίτευγμα της απεργίας.

Ήταν σαφές πως ένα μέρος του α/α χώρου είτε από πολιτική αφέλεια, είτε θεωρώντας το ΣΥΡΙΖΑ ως μία στρατηγική συμμαχία για εξαγορά χρόνου, θεωρούσε πως η σύγκρουση μαζί του θα έπρεπε να καθυστερήσει ως και να αναβληθεί.

Η απεργία πείνας έθεσε ξανά στο προσκήνιο τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνονται οι κατακτήσεις. Όταν συγκρουόμαστε αδιαμεσολάβητα και οι στόχοι μας είναι μη διαχειρίσιμοι από το καθεστώς.

Είδαμε, επίσης, ως που φτάνει η δυνατότητα και η ικανότητα κοινωνικής παρέμβασής μας όταν απουσιάζουν από το παιχνίδι τα “δεκανίκια” της καθεστωτικής αριστεράς. Εδώ και χρόνια ως χώρος είχαμε «βολευτεί» με τον αντιπολιτευτικό ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ γείωνε κοινωνικά τα αιτήματά μας σε παρόμοιες περιπτώσεις παράλληλα τα αποπολιτικοποιούσε.

Μέσω της απεργίας πείνας η κατασταλτική επίθεση των τελευταίων 15 χρόνων δεν αντιμετωπίστηκε μόνο νομικά (βλ. τακτικούς στόχους), αλλά και πολιτικά. Μας δόθηκε η ευκαιρία να ψηλαφήσουμε το καθεστώς εξαίρεσης, να αναλύσουμε τους εξελικτικούς μηχανισμούς της κυριαρχίας στο επίπεδο της καταστολής και ως ένα βαθμό να ξεδοντιάσουμε πλευρές του καθεστώτος εξαίρεσης.

Αν όμως παραλείψουμε να αναλύσουμε τα συμπεράσματά μας και εμμείνουμε στον καταγγελτικό λόγο τίποτε δεν μας εγγυάται (το αντίθετο μάλιστα), ότι μία επόμενη κυβέρνηση (ή η ίδια κυβέρνηση σε κάποιο καιρό) δεν θα προσπαθήσει να συνεχίσει την κατασταλτική επέλασή της.

Είναι καίριο να αντιληφθούμε τα κενά, τις ελλείψεις αλλά και τη δύναμή μας όταν προωθούμε έναν αγώνα βασισμένοι αποκλειστικά στις δυνάμεις μας.

Η απεργία ήταν ένα μικρό βήμα για να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας και να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε σχέδια ανασυγκρότησης σε μία επαναστατική κατεύθυνση.

Ο αγώνας που δόθηκε ήταν καθαρά πολιτικός. Όσο άγγιξε την εμπροσθοφυλακή του – τους έγκλειστους απεργούς – άλλο τόσο άγγιξε τους συντρόφους έξω από τις φυλακές.

Τα όριά του, οι αντιφάσεις που ανέδειξε, οι διάφορες κοινωνικές δυναμικές που εμφανίστηκαν στην πορεία του ήταν απρόοπτες μεταβλητές ή είχαν υπολογιστεί στη φάση της προετοιμασίας.

Το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και πορεύτηκε η απεργία πείνας ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που ίσχυε μέχρι τότε.

Οι αναλύσεις που κάναμε εξ αρχής για την έκβαση του αγώνα έγιναν με τα δεδομένα των συσχετισμών δύναμης που είχαμε (ή νομίζαμε ότι είχαμε) μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Σε γενικές γραμμές μπορούσαμε να ψηλαφήσουμε τις διαφορές που θα υπήρχαν με το παρελθόν αλλά αυτό δεν αρκούσε.

Η ανάλυση ενός τέτοιου αγώνα χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο από τη γενική αλήθεια ότι «ίδια είναι τα αφεντικά, δεξιά και αριστερά».

Μία όσο γίνεται πιο ορθή πρόβλεψη πρέπει να βασίζεται σε δοκιμασμένα μοντέλα, σε κάποια δεδομένα που στην περίπτωσή μας ήταν αδύνατον να τα γνωρίζουμε δίχως την ύπαρξη του αγώνα.

Ο ίδιος ο αγώνας ανέδειξε τους νέους συσχετισμούς δύναμης έξω – και ενδοκινηματικά, τις μεταβλητές δηλαδή που είναι απαραίτητες για την προετοιμασία των μαχών αν έρχονται.

Μόνο μία ανάλυση που πατάει σε πραγματικά δεδομένα μπορεί να ορίσει (προσμετρώντας πάντα τον αστάθμητο παράγοντα), αν ένας αγώνας θα έχει την α’ ή τη β’ κατάληξη, κατά πόσο είναι ρεαλιστικοί οι στόχοι που βάζει σε κάθε επίπεδο, ποιες οι πιθανότητες να έχουμε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.

Μόνο έτσι μπορεί να μετρηθεί το κόστος και αν τελικά αξίζει να δοθεί η όχι μία μάχη και αν ναι, ποιος είναι ο βέλτιστος σχεδιασμός τακτικά και στρατηγικά.

Ούτε είχαμε ούτε έχουμε καμία αυταπάτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που διαχειρίζεται αυτή την περίοδο την κρατική εξουσία προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ως προς αυτό ταυτίζεται με όλα τα αστικά κόμματα εξουσίας.

Κάθε μηχανισμός εξουσίας, όμως, έχει διαφορετικές αφετηρίες και τακτικές διακυβέρνησης και είναι καθήκον μας ως επαναστάτες να αναλύουμε τον εχθρό και να δίνουμε τις μάχες μας με τους καλύτερους για μας όρους.

Η διαχείριση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα που άνοιξε η απεργία (πολιτικά, επικοινωνιακά, κατασταλτικά), φυσικά και είχε διαφορές από αντίστοιχες παρελθοντικές εμπειρίες.

Το να τσουβαλιάζουμε σε μία λογική «όλοι ίδιοι είναι» θυμικά φυσικά και ισχύει, δεν αντέχει όμως σε σοβαρή πολιτική ανάλυση, ιδιαίτερα στο χρόνο που διεξήχθη η απεργία (για τους λόγους που προαναφέραμε).

Το να ισοπεδώνουμε τις διαφορές που ενυπάρχουν στο ενδοεξουσιαστικό στρατόπεδο καταργεί την κριτική σκέψη και μας στερεί την ευκαιρία να γίνουμε πιο καίριοι σε μία μάχη χαρακωμάτων, όπως μία απεργία πείνας.

Είναι ζήτημα στοιχειώδους πολιτικής σύγκρουσης και ωριμότητας να αναγνωρίσουμε πως όσα κερδίσαμε με την απεργία δεν ήταν τα μέγιστα, δεν ήταν καν όσα υπολογίζαμε, όμως ποιος θεωρεί πως θα κερδίζαμε έστω και αυτά με διαφορετικούς συσχετισμούς;

Θα απέσυρε η Ν.Δ. το νομοσχέδιο για τις φυλακές τύπου Γ’, που ίδρυσε πριν ένα χρόνο, θα έθετε προϋποθέσεις αποφυλάκισης του Σάββα Ξηρού, θα καταργούσε τον κουκουλονόμο που η ίδια είχε ψηφίσει χωρίς να υπάρχει ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος για τη ζωή απεργού;

Και για να μην παρεξηγηθούμε, δεν περιμένουμε ευνοϊκές συγκυρίες για να δώσουμε τις μάχες μας. Οι απεργίες πείνας των Π. Σακκά, Ν. Ρωμανού, Σ. Στρατούλη, η περσινή απεργία πείνας 4.500 κρατουμένων και τόσες άλλες ήταν μάχες που δόθηκαν όλες όταν επιβλήθηκαν.

Επίσης, πολλά θα χρειαστεί να παλευτούν στο μέλλον με δυσμενέστερους ίσως όρους.

Αλλά όταν έχουμε την ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε κενά του συστήματος, για να προωθήσουμε ένα στρατηγικό στόχο το κάνουμε.

Απλά και ξεκάθαρα.

Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων ήταν μία μεγάλη μάχη μέσα στον απελευθερωτικό πόλεμο που διεξάγουμε. Μεγάλη όχι μόνο εξ αιτίας της διάρκειας, της συμμετοχής ή των διακυβευμάτων της, αλλά – και κυρίως – λόγω των εξαγομένων συμπερασμάτων.

Αυτή η μεγάλη μάχη δόθηκε τώρα γιατί πολλές μικρότερες δε δόθηκαν νωρίτερα.

Η σύντομη απεργία πείνας 4.500 κρατουμένων το καλοκαίρι, η απεργία των κρατουμένων στο Μαλανδρίνο το 2004 έναντι τις άθλιες συνθήκες των πρώτων φυλακών υψίστης ασφαλείας στην Ελλάδα, οι απεργίες πείνας και οι εξεγέρσεις των μεταναστών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και πολλές άλλες στιγμές αγώνα έθεσαν κάποια θεμέλια ενάντια στο καθεστώς εξαίρεσης και η τελευταία απεργία παίρνει τη θέση της στο μωσαϊκό που συνθέτει τους αγώνες ενάντια στο κρατοκαπιταλιστικό μόρφωμα.

Ένα ζήτημα που αφήνει σαν παρακαταθήκη η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, είναι να μετασχηματίσουμε τις όποιες κατακτήσεις της(νομικές, αντιληπτικές, σχέσεων, πολιτικές), προσδίδοντάς τους επαναστατικό πρόσημο.

Πως θα ανασκευάσουμε τα λάθη, τις παραλείψεις και τα κενά που διαπιστώσαμε προκειμένου να γίνουμε ακόμα πιο ουσιαστικοί και επικίνδυνοι για την κυριαρχία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο σαν κυβέρνηση όσο και σαν κόμμα εξαντλεί την κεκτημένη ταχύτητά του και μαζί θα εξαντληθούν και οι ψευδαισθήσεις μεγάλου μέρους των ανθρώπων που ανέθεσαν εκεί τις ελπίδες τους.

Η απεργία πείνας και οι αλληλέγγυες δράσεις ανάγκασαν το ΣΥΡΙΖΑ να αποκαλύψει την κατασταλτική του φύση και η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί σε πολλά επιμέρους ζητήματα, αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις του.

Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται σαν χώρος να προετοιμαστούμε αναλύοντας τις καταστάσεις, αντιλαμβανόμενοι την ευκαιρία και ετοιμαζόμενοι να οξύνουμε αυτές τις αντιφάσεις με ριζοσπαστικό λόγο και ανατρεπτικές πράξεις.

Αν δε γίνει αυτό, η διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ, εν μέρει αφομοιωτική, εν μέρει διασπαστική και εν μέρει κατασταλτική, θα αποτελέσει σοβαρή τροχοπέδη στην ανάπτυξη αναρχικών προτάσεων.

Η ΟΞΥΝΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ

ΑΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ

ΥΓ1. Όσοι λίγοι εναγωνίως περίμεναν τον κριτικό απολογισμό από μεριάς μας για να τροφοδοτήσουν τις ίντριγκες, ας ψάξουν αλλού προς ικανοποίηση των κανιβαλικών τους ενστίκτων.

ΥΓ2. Ο παρών απολογισμός δεν διεκδικεί το αλάθητο ούτε την τελευταία λέξη. Αποτελεί μόνο την οπτική των συμμετεχόντων στο ΔΑΚ και είναι μέρος της συνολικής κινηματικής διεργασίας απολογισμού στον αγώνα που δώσαμε. Προσπαθήσαμε παρ’ όλη τη δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ των φυλακών και εν μέσω ανάρρωσης από την απεργία πείνας, να καλύψουμε το τόσο πολύπλευρο θέμα του αγώνα, όσο το δυνατόν νωρίτερα, και να συνδιαμορφώσουμε στη γόνιμη αυτοκριτική που πρέπει να ολοκληρωθεί προτού ο αγώνας αυτός αποτελέσει προϊστορία. Τώρα λοιπόν που είναι ακόμα νωπός, πρέπει να εξάγουμε τα πρώτα συμπεράσματα, καθώς η ιστορία τρέχει με γοργούς ρυθμούς και τα νέα μέτωπα αγώνα είναι ήδη παρόντα. Διευκρινίσεις ή παρατηρήσεις από συντρόφους για ζητήματα που παραλείψαμε ή που εκούσια ή ακούσια δεν αναλύσαμε, μπορούν να γίνουν αμφίδρομα. Περαιτέρω πληροφορίες ή προτάσεις όσον αφορά τη στρατηγική και την τακτική που επιλέχθηκε, είναι ζητήματα που δεν αφορούν τη δημόσια σφαίρα, αλλά τις εσωτερικές μας διεργασίες και έτσι θα επικοινωνηθούν.

ΥΓ3. Μία μεγάλη αγκαλιά κι όλη μας την αγάπη στους τρεις γιατρούς Λίνα Βεργοπούλου, Σπύρο Σακκά και Όλγα Κοσμοπούλου που από την πρώτη μέχρι και την τελευταία στιγμή στάθηκαν δίπλα μας και μας στήριξαν.

ΥΓ4. Ξανά μια μεγάλη αγκαλιά στους πολιτικούς κρατούμενους από την Τουρκία που έκαναν απεργία πείνας δίπλα μας. Αυτοί οι αγωνιστές που αποτελούν παραδείγματα σεμνότητας και αποτελεσματικότητας, έδειξαν την πολιτική τους ωριμότητα, αφήνοντας στην άκρη τις σημαντικές, αλλά ταυτόχρονα επουσιώδεις μπροστά στον κοινό μας εχθρό, ιδεολογικές διαφορές και ρίσκαραν τη ζωή τους στη μάχη που δώσαμε. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και τον Γιώργο Ιγγλέση, ο οποίος για 35 μέρες συμμετείχε στην απεργία, αποτελώντας τη μοναδική ουσιαστική στήριξη απο πλευράς κρατουμένων.

ΥΓ5. Ξεχωριστή μνεία να κάνουμε και στους συντρόφους που έδρασαν στην επαρχία. Ας μην ξεχνάμε οτι το 70% των δράσεων αλληλεγγύης έλαβαν χώρα εκτός Αθήνας.

Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *