Κείμενο απολογισμού για την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων (2/3 – 18/4/2015)

1545106
από Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης 05/06/2015 11:31 πμ.,

________________________________________
Κείμενο απολογισμού
για την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων
(2/3 – 18/4 /2015)

Η έναρξη της απεργίας πείνας
Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων ξεκίνησε στις 2/3 με την συμμετοχή των Δ. Κουφοντίνα, Κ. Γουρνά, Ν. Μαζιώτη και μελών του Δικτύου Αγωνιστών Κρατουμένων (Δ.Α.Κ.), με σταδιακή είσοδο και άλλων μελών του τελευταίου τις επόμενες μέρες. Οι απεργοί πείνας απαιτούσαν την κατάργηση των δύο διατάξεων του αντιτρομοκρατικού νόμου (187 και 187Α), του κουκουλονόμου, των φυλακών τύπου Γ, της εισαγγελικής διάταξης που επιβάλλει τη βίαιη λήψη DNA, της ανάλυσης δειγμάτων όπου εμπεριέχεται μείγμα γενετικού υλικού άνω των δύο ατόμων, απαιτώντας την δυνατότητα πρόσβασης και ανάλυσης του γενετικού δείγματος από πραγματογνώμονα βιολόγο της εμπιστοσύνης του κατηγορουμένου. Τέλος, απαιτούσαν την άμεση απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού για λόγους υγείας.
Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν απεργία πείνας και τα φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, με αίτημα την άμεση αποφυλάκιση των συγγενών τους, εκφράζοντας παράλληλα την στήριξή τους στα αιτήματα που τέθηκαν από τους υπόλοιπους απεργούς.
Αυτή η απεργία αποτέλεσε ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα γεγονός, μιας και οι συμμετέχοντες σε αυτή οργανώθηκαν με αιτήματα αμιγώς πολιτικού χαρακτήρα, τα οποία αφορούσαν το σύνολο του μαχητικού κινήματος. Όπως είναι προφανές, ένας τόσο κομβικός, αναβαθμισμένος και ταυτόχρονα δύσκολος και πολύπλοκος αγώνας θα απαιτούσε την ανάλογη προετοιμασία και ζύμωση, τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών της φυλακής.
Για συγκυριακούς και άλλους λόγους, οι οποίοι αναφέρονται εκτενώς στο κείμενο απολογισμού του ΔΑΚ, αυτή η τόσο απαραίτητη και ζωτική για τον αγώνα προετοιμασία δεν κατέστη εν τέλει δυνατή. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ούτως ή άλλως δύσκολος και ιδιόμορφος αγώνας να βρεθεί από την αρχή μπροστά σε δυσκολίες και εμπόδια, που σε άλλη περίπτωση θα αντιμετωπίζονταν ευκολότερα – ή έστω θα αμβλύνονταν σημαντικά. Σε πολύ λίγο χρόνο και σε συνθήκες κλιμακούμενης πίεσης, απεργοί και αλληλέγγυοι κλήθηκαν να καλύψουν τα ελλείμματα που προέκυπταν από την απουσία της μεταξύ τους ζύμωσης στην χάραξη της τακτικής, καθώς και την ανεπαρκή -σε πολλές περιπτώσεις- επεξεργασία των πτυχών του ζητήματος στο εσωτερικό των αλληλέγγυων ομάδων. Κομβικότερο όλων των υπόλοιπων ελλειμμάτων ήταν, κατά τη γνώμη μας, το έλλειμμα παρέμβασης και προπαγάνδισης των αιτημάτων σε κοινωνικούς χώρους (σωματεία, συλλόγους φοιτητών, γειτονιές, μέτωπα και πρωτοβουλίες κ.α.). Αφού η τελευταία δεν επιχειρήθηκε πριν από την έναρξη της απεργίας πείνας, εν μέσω αυτής ήταν σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, καθώς υπό αυτές τις συνθήκες, η απαραίτητη μεθοδικότητα και οι κατάλληλοι χειρισμοί που απαιτούνται για μια τέτοια παρέμβαση, καθίστανται πολυτέλειες. Υποθέτουμε ότι κάτι ανάλογο συνέβη και εντός της κοινότητας των κρατουμένων, καθώς η έλλειψη της απαραίτητης προεργασίας ασφαλώς θα περιόρισε τις δυνατότητες παρέμβασης των απεργών εντός αυτής. Μια εναλλακτική διαδικασία, στην οποία θα μπορούσε να είχε δοθεί μια δημόσια προθεσμία μετά το πέρας της οποίας θα ξεκινούσε η απεργία, θα είχε ως αποτέλεσμα η ίδια η έναρξη της απεργίας να αποτελεί μια κλιμάκωση που είχε ήδη προπαγανδιστεί. Έτσι, το κίνημα θα είχε ήδη προπαγανδίσει το ζήτημα, η απεργία θα έβρισκε ένα πιο δουλεμένο έδαφος, και ο χρόνος που ξοδεύτηκε σε αμηχανία και ασυνεννοησία εκ μέρους της κυβέρνησης δεν θα προσέθετε μέρες στην πλάτη των απεργών.
Το πλέον αρνητικό επακόλουθο της έκτακτης έναρξης, που ήρθε να προστεθεί στα υπόλοιπα, ήταν ότι οι κρίσιμες μέρες για τους απεργούς και το κίνημα αλληλεγγύης έπεσαν μέσα στις διακοπές του Πάσχα. Πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα -ειδικά για τις πόλεις με πολλούς φοιτητές-απομαζικοποίηση και αποσυντονισμό, σε συνδυασμό με ένα ήδη αφιλόξενο κοινωνικό περιβάλλον.

Η κοινωνική συνθήκη, τα αιτήματα και το υποκείμενο του αγώνα

Σύντομο ιστορικό
Τα προηγούμενα χρόνια συνοδεύτηκαν από τα μνημόνια και ασφυκτικά οικονομικά μέτρα, με την επέλαση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, που ακολούθησε το ξέσπασμα της κρίσης, να σαρώνει στο πέρασμά της κεκτημένα προηγούμενων ετών, υποτιμώντας περαιτέρω την εργατική τάξη και προλεταριοποιώντας κομμάτια των μικρομεσαίων τάξεων. Ταυτόχρονα, προκειμένου να διασφαλιστούν όλα αυτά, η καταστολή των αγώνων και των αντιστάσεων εντάθηκε με γεωμετρική πρόοδο, ακολουθούμενη από την περιστολή των αστικών δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Ως συνεπεία των παραπάνω, προέκυψε μια γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια και η απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Το κίνημα των αγανακτισμένων (ή κίνημα των πλατειών) ήταν ενδεικτικό της εποχής, τόσο για τα συνθήματα, τα αιτήματα και τη διαταξική –αποτέλεσμα της «συστράτευσης στην εθνική υπόθεση»- σύνθεσή του όσο και για τη βραχυβιότητά του. Καθοριστικός, επίσης, υπήρξε και ο τρόπος που το εν λόγω κίνημα ηττήθηκε, συναντώντας απέναντί του την άγρια καταστολή και, ταυτόχρονα, την απόλυτη αδιαφορία και αναλγησία από πλευράς των κυβερνώντων. Όλα τα προηγούμενα είχαν ως αποτέλεσμα, εντός πολύ μικρού χρονικού διαστήματος, την απώλεια κάθε αμεσοδημοκρατικού και αυτοοργανωμένου χαρακτηριστικού του κινήματος, και την πλήρη εναπόθεση των όποιων επιδιώξεων και ελπίδων του σε μια αλλαγή σε κυβερνητικό επίπεδο.
Αυτή η στιγμή υπήρξε καθοριστική για την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝ.ΕΛ και της Χρυσής Αυγής, δηλαδή των (λεγόμενων) αντιμνημονιακών δυνάμεων, στην κεντρική πολιτική σκηνή. Κατά το επόμενο διάστημα, ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αποκλειστικά αυτός του διαμεσολαβητή, του θεσμικού εκφραστή και χειραγωγού των κινημάτων, τάζοντας κατά ριπάς και προς όλες τις κατευθύνσεις λαγούς με πετραχήλια. Η βασική προεκλογική ρητορική του -σε τεράστιο βαθμό κοινή με το (ακρο)δεξιό κομμάτι του αντιμνημονιακού μπλόκ (όντας θεμελιωμένη στη βάση ενός διαταξικού και απολίτικου λαϊκισμού), κυρίαρχη σε τεράστια μερίδα της κοινωνίας ως αποκλειστική ερμηνεία της πραγματικότητας- οργανώθηκε εξ ολοκλήρου γύρω από την καταγγελία των μνημονίων και της τρόικας, όπως επίσης και των προδοτών πολιτικών που ξεπούλησαν τη χώρα. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να ενσωματωθεί στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ –καθώς αυτός είχε τις περισσότερες πιθανότητες να κυβερνήσει- μεγάλη μερίδα (ακρο)δεξιών πατριωτών, η οποία ένιωσε προδομένη από τους προηγούμενους «εκπροσώπους» της.
Ανάμεσα στους ψηφοφόρους/υποστηρικτές του, βρίσκει κανείς κάθε καρυδιάς καρύδι. Και βρίσκει, ασφαλώς, την συντριπτική πλειοψηφία αυτού που θα αποκαλούσαμε «προοδευτικό/δημοκρατικό» κομμάτι της κοινωνίας. Όπως, επίσης, βρίσκει ανθρώπους που εμπλέκονταν ή/και εμπλέκονται, περισσότερο ή λιγότερο, στις κινηματικές διαδικασίες. Είτε γιατί πείστηκαν για την πολιτική βούληση και δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ, είτε γιατί ήλπιζαν ότι, με μια αριστερή κυβέρνηση, θα αποκτούσαν πλεονεκτικότερη θέση εντός του πολιτικού σκηνικού• είτε γιατί, αν μη τι άλλο, ήλπιζαν σε μια σημαντική άμβλυνση της καταστολής των κινημάτων και στη δυνατότητα κατάληψης νέου ζωτικού χώρου από αυτά. Πράγμα που σημαίνει ότι η δεξαμενη ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προήλθε από ανθρώπους διαφόρων ρευμάτων της αριστεράς, καθώς -και αυτό είναι το τραγικότερο- και από τον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο.
Κοντολογίς, είτε ως ψηφοφόρους είτε ως απλούς -περισσότερο ή λιγότερο ένθερμους- υποστηρικτές, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε ένα μεγάλο και πολυποίκιλο φάσμα ανθρώπων, το καθένα πολλές φορές για εντελώς διαφορετικό λόγο.

Η νέα συνθήκη
Η έναρξη της απεργίας πείνας βρίσκει την ελληνική κοινωνία σε μια καινούρια και πολύ ιδιαίτερη συνθήκη. Ενάμιση μήνα πριν, έχει κερδίσει τις εκλογές ένα κόμμα που παρουσιάζεται ως αντιμνιμονιακό και κινηματικό. Οι ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝ.ΕΛ, ειδικά εκείνη τη χρονική στιγμή, αποτελούν μια κυβέρνηση με -αυτό που λέγεται- νωπή «λαϊκή» εντολή, από ένα ευρύ και ανομοιογενές φάσμα της κοινωνίας. Σε αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, με το αφήγημα της εθνικής ενότητας να είναι εξαιρετικά ισχυροποιημένο, καθώς τεράστια μερίδα της κοινωνίας (ακόμα και μέρος αυτής που δε τους ψήφισε) ήλπιζε και ανέμενε την πολυπόθητη ρήξη με τους δανειστές και την ανάσα που θα έφερνε αυτή, η έναρξη της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων με πολιτικά αιτήματα, ήταν «λογικό» να αντιμετωπιστεί αρνητικά (με ποικιλία, η αλήθεια είναι, στην ένταση) σχεδόν απ’ όλο αυτό το φάσμα. Η ανάγκη για αντιπολίτευση της αριστεράς στο σύνολό της είχε πλέον εκλείψει, μιας και είχε προσαρτηθεί πλήρως στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ, ευελπιστώντας λίγα ψίχουλα εξουσίας που θα έπεφταν από το κυβερνητικό τραπέζι. Το κομμάτι της κοινωνίας που, μέχρι πρότινος, είχε αγανακτήσει με την οικονομική ασφυξία και την αυταρχική καταστολή, και είτε κινητοποιούνταν το ίδιο -και μάλιστα με αφορμές που σε άλλες περιπτώσεις δεν θα ήταν με τίποτα επαρκείς- είτε απλώς νομιμοποιούσε αντιδράσεις (μέχρι και συγκρούσεις!) άλλων, πλέον ανέμενε –θεατής στην τηλεόραση- τις αλλαγές που θα έφερνε η νέα κυβέρνηση.
Για τους πιο δεξιούς (είτε υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ είτε πολέμιούς του), ο αγώνας αυτός συνίστατο σε απαράδεκτες διεκδικήσεις των «τρομοκρατών», προκειμένου να αλαφρύνουν τη θέση τους και να αποκτήσουν δυνατότητες διεύρυνσης της δράσης τους με ευνοϊκότερους όρους. Για τους προοδευτικούς/δημοκράτες, ήταν από υπερβολικός και παράλογος στις απαιτήσεις, έως παράδοξος και ανοίκειος, καθώς δεν έθιγε ζητήματα πλατιού ενδιαφέροντος, αλλά ζητήματα που αφορούσαν μια πολύ μικρή και συγκεκριμένη μερίδα της κοινωνίας. Ο πιεστικός και «εκβιαστικός», δε, χαρακτήρας που έπαιρνε η διεκδίκηση εξαιτίας της απεργίας πείνας (καθώς αυτό συμβαίνει de factο σε κάθε απεργία πείνας), φάνταζε υπερβολικός και καταχρηστικός. Για όσους βρίσκονται πιο κοντά στα κινήματα, οι οποίοι σε άλλες συνθήκες πιθανώς θα έβλεπαν θετικά μια ανάλογη διεκδίκηση, εν προκειμένω υιοθέτησαν την κυρίαρχη ρητορική του τύπου «αφού θα τα κάνει, έχει ήδη δεσμευτεί, χρειάζεται λίγο χρόνο, πρέπει πρώτα να απεμπλακούμε από τα μνημόνια για να πάρουν σειρά και τα υπόλοιπα».
Έτσι, η τακτική της κυβέρνησης έμοιαζε αναμενόμενη. Το κίνητρο της αντιπολίτευσης καταφανώς απουσίαζε, με αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με προηγούμενες περιπτώσεις όπου άνοιγε τα ζητήματα στην κεντρική πολιτική σκηνή, να τηρεί αυτή τη φορά σιγή ιχθύος (ακόμα και αν τα αιτήματα αποτελούσαν προεκλογικές του δεσμεύσεις). Βλέποντας το περιθώριο που του άφηνε η απουσία κοινωνικής και κινηματικής πίεσης, καθώς και η ανα λίγες μέρες λήξη της απεργίας πείνας μεμονωμένων αγωνιστών, οι οποίοι επικαλούνταν μάλιστα πολιτικούς λόγους, η κυβέρνηση ροκάνιζε τον χρόνο και έκανε την μια κολωτούμπα πίσω από την άλλη. Η αντιπολίτευση, όταν αυτή γινόταν, προερχόταν από δεξιά ή ακροδεξιά βάση, και μιλούσε για διαπραγματεύσεις ή ρουσφέτια σε τρομοκράτες, με αποτέλεσμα η πλέον μετριοπαθής άποψη που ακουγόταν στα ΜΜΕ και στην κεντρική πολιτική σκηνή να είναι αυτή της ίδιας της κυβέρνησης. Προέκυψε, δηλαδή, μια σημαντική μετατόπιση της κυρίαρχης αφήγησης προς τα δεξιά.
Ιδιαίτερα καθοριστικός παράγοντας, υπήρξε και το γεγονός ότι τα αιτήματα είχαν αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα. Προϋπόθεση, δηλαδή, για την υπεράσπισή τους, ήταν η -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- πολιτική συστράτευση, καθώς έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με την υφιστάμενη αστική νομιμότητα, και δεν αφορούσαν κάτι ευρύτερα δημοκρατικό και προσιτό (όπως στην περίπτωση του Σακκά ή του Ρωμανού που υπήρξε παραβίαση των «δημοκρατικών» τους δικαιωμάτων). Η πολιτική ζύμωση που απαιτείται για κάτι τέτοιο, προϋποθέτει κοπιαστική, μεθοδική και σταθερή δουλειά παράλληλα με τους αγώνες και, για να γίνει με ευνοϊκούς όρους για την ίδια, δεν μπορεί παρά να έχει προκύψει ως αναγκαιότητα ενός μαζικού -σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον- κινήματος (όπως π.χ. στον αγώνα ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική).
Πόσο μάλλον όταν έρχεται να προστεθεί πάνω στην απουσία προεργασίας -τόσο από το κίνημα προς την υπόλοιπη κοινωνία όσο και εντός του ίδιου του κινήματος (μιας και τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει έντονη ύφεση)- η αρκετά πολύπλοκη συνθήκη της τοποθέτησης των ζητημάτων αυτών από ένα κομμάτι του πολιτικού φάσματος (οριζόμενο, κατ’ ανάγκη, από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ή έχει καταδικαστεί), που είναι ίσως το πλέον απομονωμένο κοινωνικά και θεωρείται από πολλούς, ακόμα και εντός του κινήματος, αμφιλεγόμενο, έως και πολιτικά «προβληματικό».
Υπάρχει μεγάλη απόσταση από το να υποστηρίξει κανείς προσωπικά αιτήματα κάποιου κρατούμενου, τα οποία του μοιάζουν δίκαια και δημοκρατικά ακόμα κι αν διαφωνεί με τις επιλογές του, μέχρι το να υποστηρίξει αμιγώς πολιτικά αιτήματα από οργανωμένους πολιτικά κρατούμενους, καθώς ο κίνδυνος ταύτισης με τις απόψεις ή τις επιλογές τους, όπως και η νομιμοποίηση αυτών, φαντάζει σε αρκετούς πολύ πιθανός.
Ο αγώνας αυτός, εξαιτίας ακριβώς της πολυπλοκότητάς του, έφερε ρήξη και μέσα στον ίδιο τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο. Σε πολλούς/λες συντρόφους/ισσες, υπήρξε έντονος ο προβληματισμός ότι πραγματοποιείται σε λάθος χρόνο, με υπερβολικά μέσα και μαξιμαλιστικά αιτήματα, για τα οποία δεν είχε προηγηθεί επαρκής δουλειά. Επιπλέον, και σε αυτή την περίπτωση, τα πολιτικά αιτήματα προκαλούσαν διστακτικότητα και αμηχανία σε μερίδα του χώρου, η οποία ήθελε πάση θυσία να αποφύγει την πιθανή ταύτιση της, στην κοινωνική συνείδηση, με τις γενικότερες πολιτικές επιλογές των απεργών. Αυτή η τελευταία παράμετρος θεωρούμε πως συνέβαλε καθοριστικά στο να αποθαρρυνθούν πολλοί/ές σύντροφοι/ισσες από το να συμμετάσχουν στο κίνημα αλληλεγγύης.
Το γεγονός του ίδιου του μέσου της απεργίας πείνας λειτούργησε, σε κάποιο επίπεδο, πιεστικά και περιοριστικά για το κίνημα αλληλεγγύης, καθώς εξαιτίας της κλιμακούμενης πίεσης, ουσιαστικά υποχρέωνε σε αύξηση της έντασης, πράγμα που σε συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης και απονομιμοποίησης προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη εσωστρέφεια και περιχαράκωση.
Κοντολογίς, σε μια εξαιρετικά δυσμενή συνθήκη (κοινωνική νομιμοποίηση της κυβέρνησης και εθνική ενότητα), τέθηκανεξειδικευμένα και δύσκολα ικανοποιήσιμα αιτημάτων από το πιο αμφιλεγόμενο και απομακρυσμένο κοινωνικά κομμάτι του πολιτικού φάσματος, με το μέσο της απεργίας πείνας να πιέζει σε κλιμάκωση της δράσης.

Το κίνημα αλληλεγγύης και η συμμετοχή μας σε αυτό
Παρόλο που μοιραζόμασταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, κάποιους από τους παραπάνω προβληματισμούς, αυτό δεν αποτέλεσε για μας επαρκή αιτία ώστε να μην ενισχύσουμε με τις όποιες δυνάμεις μας το κίνημα αλληλεγγύης. Όπως πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες σε όλη την Ελλάδα, αξιολογήσαμε από την πρώτη στιγμή τον αγώνα ως άκρως κομβικό. Και αυτό γιατί, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του (μαζική απεργία πείνας πολιτικών κρατουμένων, αριστερή κυβέρνηση, πολιτικά αιτήματα), θα αποτελούσε μια πολύ καθοριστική στιγμή, όπου κάθε εξέλιξη θα σημάδευε χαρακτηριστικά την εξέλιξη του κοινωνικού κινήματος εν γένει, και του αναρχικού ειδικώς. Επιπροσθέτως, τα αιτήματα που έθετε ο αγώνας αποτελούσαν αιτήματα όλου του ανταγωνιστικού κινήματος για αρκετά χρόνια, και αυτή η απεργία ήταν ο μόνος αγώνας που μπορούσε να οδηγήσει στην -έστω μερική- ικανοποίησή τους, θεωρώντας δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ -ο οποίος μέρα με τη μέρα απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από τις αριστερές προεκλογικές του κορώνες- δεν θα τα έθετε επ’ ουδενί χωρίς την πίεση των απεργών και του κινήματος αλληλεγγύης.
Προβαίνοντας σε έναν απολογισμό της εμπειρίας μας από την απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού και την συμμετοχή μας στις ανοιχτές συνελεύσεις στην κατάληψη του Εργατικού Κέντρου Θεσ/νίκης, επιλέξαμε την από κοινού δημιουργία ενός συντονισμού αναρχικών συλλογικοτήτων για την αλληλεγγύη στους απεργούς πείνας, σε συνεργασία με ομάδες, με τις οποίες διαπιστώνουμε έναν αναβαθμισμένο βαθμό πολιτικής συγγένειας (αναρχική συλλογικότητα «Άνω Θρώσκω», συλλογικότητα για τον Κοινωνικό Αναρχισμό «Μαύρο & Κόκκινο», αναρχική ομάδα Θεσσαλονίκης «Πυρανθός»). Ο συντονισμός αυτός προέκυψε πάνω στη βάση προβληματισμών, οι οποίοι αφορούσαν την μορφή των ανοιχτών συνελεύσεων που συνήθως συστήνονται σε ανάλογες περιπτώσεις. Διαθέτοντας την εμπειρία των εν λόγω διαδικασιών, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που τις συνοδεύουν, επιλέξαμε να δημιουργήσουμε ένα πιο σφιχτό πολιτικά και οργανωτικά σχήμα, το οποίο να διατηρεί μια σταθερή σύνθεση. Εξ αρχής, δεν θεωρήσαμε το εγχείρημα επ’ ουδενί ανταγωνιστικό, αλλά συμπληρωματικό προς άλλες μορφές οργάνωσης που δραστηριοποιούνταν στον ίδιο αγώνα, με τις οποίες συνεργαστήκαμε ουκ ολίγες φορές.
Κάνοντας έναν εκ των υστέρων απολογισμό για αυτή την επιλογή, θα λέγαμε πως, παρά τις όποιες αδυναμίες του συντονισμού, εκτιμούμε ότι, αν αυτό το σχήμα δεν είχε συγκροτηθεί, η συμμετοχή και η συνεισφορά της ομάδας μας στο κίνημα αλληλεγγύης θα ήταν πολύ πιο αμήχανη και αναιμική.

Ο αγώνας συνολικά
Ο αγώνας αυτός αποτέλεσε την πρώτη ξεκάθαρη αντιπαράθεση του κινήματος (γενικά) με τη νέα κυβέρνηση και την ατσαλωμένη εθνική ενότητα μετά τις εκλογές. Μια αντιπαράθεση που όχι μόνο δεν ήταν κενή περιεχομένου, αλλά εκκινούσε από γνήσιες και δεδομένες πολιτικές βάσεις. Επιτάχυνε τον ιστορικό χρόνο, υποχρεώνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείψει μια ώρα αρχύτερα το κινηματικό του προσωπείο, μεταχειριζόμενος (όπως είναι λογικό και αναμενόμενο για κάθε κυβέρνηση) όλο το πλήθος των μέσων που είχε στη διάθεσή του για την καταστολή του κινήματος. Ίσως αυτός ο αγώνας να πραγματοποιήθηκε με προβληματικούς όρους, αλλά κατάφερε να ανοίξει ξανά στην κοινωνία, με αυτοοργανωμένο και μαχητικό τρόπο, ζητήματα που αποτελούν πάγια αιτήματα του κινήματος, τα οποία για καιρό είχαν παραγκωνιστεί. Αφενός, αποδείχτηκε ότι υπήρξε μια πολιτική και οργανωτική αναβάθμιση των αγώνων εντός των φυλακών (με θετικότερο όλων το αξιοπρεπέστατο παράδειγμα του ΔΑΚ) και, αφετέρου, αποτέλεσε μια προσπάθεια άμβλυνσης του νομικού οπλοστασίου του κράτους, η οποία στέφθηκε με επιτυχία σε υπολογίσιμο βαθμό (αναλυτικότερα, παραπέμπουμε στο κείμενο απολογισμού του ΔΑΚ), γεγονός που επηρεάζει θετικά τόσο τους ίδιους τους κρατούμενους όσο και το ευρύτερο κίνημα.
Τέλος, αυτός ο αγώνας έκανε το αυτονόητο• έθεσε, δηλαδή, ως προτεραιότητα τον συνολικό πολιτικό αγώνα –με τις πάντα υπαρκτές προβληματικές και τις αντιφάσεις του-, ξεπερνώντας τις πολιτικές διαφοροποιήσεις και διαφωνίες, αρνούμενος να αναλωθεί σε μικροπολιτικές κόντρες ή αναγνώσεις των αγώνων με όρους παρέας. Και έδειξε ότι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και με τις όποιες προβληματικές, το κίνημα δεν εγκαταλείπει απεργούς πείνας, που ρισκάρουν τη ζωή τους για μερικές ανάσες ελευθερίας, να συγκρουστούν μόνοι τους με το κράτος και την εθνική ενότητα.
Κόντρα στις αντίξοες συνθήκες, απεργοί και αλληλέγγυοι/ες θύμισαν σε φίλους και εχθρούς ότι όσο θα έχει συνέχεια το κράτος, άλλο τόσο θα έχουν συνέχεια και οι αγώνες εναντίον του.

Iούνιος 2015

Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης
lib_thess@hotmail.com
www.libertasalonica.wordpress.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *