Τοποθέτηση του Ν. Μαζιώτη σε εκδήλωση στις 31/1/20-16 στην Πικροδάφνη

1555237
από Νίκος Μαζιώτης 10/02/2016 12:02 μμ.,
Δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα χωρίς να έχει στις στοχεύσεις του τον ένοπλο αγώνα. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρό επαναστατικό κίνημα αν δεν είναι προετοιμασμένο για την ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς.
________________________________________
Τοποθέτηση του Νίκου Μαζιώτη μέλους του Επαναστατικού Αγώνα
σε εκδήλωση στις 31 Ιανουαρίου 2016 που διοργανώθηκε από την συνέλευση «Συντρόφισσες/οι για την αλληλεγγύη και την ανατροπή» καθώς και από το Ελευθεριακό στέκι Πικροδάφνη για την 2η δίκη του Επαναστατικού Αγώνα

1. Μία πληροφόρηση για την πορεία της δίκης. Ποιό είναι το πολιτικό διακύβευμα της δεύτερης δίκης του Επαναστατικού Αγώνα τόσο από την πλευρά του κράτους, όσο και από την πλευρά των κατηγορουμένων;

Η δεύτερη δίκη της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας αυτή τη στιγμή είναι στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας και σε λίγο καιρό βγαίνει η απόφαση. Η δίκη αυτή όπως και η πρώτη δίκη εναντίον της οργάνωσης αποτέλεσαν την αιχμή της κατασταλτικής επίθεσης του κράτους εναντίον της ένοπλης αναρχικής οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας, η οποία από το 2003 αντιμετωπίζεται ως απειλή για τη σταθερότητα του καθεστώτος. Μέσω των δικών εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα, το κράτος διώκει συνολικά το πρόταγμα της επανάστασης, το πρόταγμα της ανατροπής του Κεφαλαίου και του Κράτους και φυσικά και του ένοπλου αγώνα ο οποίος ως μέσο πάλης θέτει εξ ορισμού ως στόχο την επανάσταση.
Αυτό είναι ουσιαστικά το πολιτικό διακύβευμα αυτής της δίκης όπως και της πρώτης εναντίον της οργάνωσης. Από την δική μας πλευρά, από την πλευρά του Επαναστατικού Αγώνα, το πολιτικό διακύβευμα είναι η υπεράσπιση του Επαναστατικού Αγώνα και της δράσης του, η υπεράσπιση της ένοπλης επαναστατικής δράσης και του επαναστατικού προτάγματος, της ανατροπής του Κεφαλαίου και του Κράτους.
Αυτές οι δίκες αποτέλεσαν στην πραγματικότητα πολιτικές μάχες και αντιπαραθέσεις που στιγματίστηκαν από τις πολιτικές τοποθετήσεις των μελών του Επαναστατικού Αγώνα, αυτών που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στην οργάνωση και υπερασπίζονται την δράση και τις ενέργειες της οργάνωσης και αυτό δεν αλλάζει αν κάποιος ή κάποιοι εκ των κατηγορουμένων είναι άσχετοι με την υπόθεση.
Και είναι λογικό αυτό, γιατί μόνο αυτοί που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη μπορεί να σηκώσουν το βάρος αυτής της πολιτικής αντιπαράθεσης σ’ αυτές τις δίκες.
Οι δίκες των ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων αντικειμενικά δεν χαρακτηρίζονται από έναν δυισμό, όπου από τη μια πλευρά το στίγμα το δίνουν αυτοί που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη και από την άλλη πλευρά, αυτοί που δεν έχουν σχέση με την υπόθεση, αλλά αντικειμενικά αυτές οι δίκες χαρακτηρίζονται από την πολιτική αντιπαράθεση των μελών των ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων με τα όργανα του κράτους, δηλαδή τους δικαστές.
Για παράδειγμα, στην πρώτη δίκη εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα, το στίγμα το δώσαμε η συντρόφισσα Πόλα Ρούπα κι εγώ που τοποθετηθήκαμε για όλες τις ενέργειες της οργάνωσης τους 8 μήνες περίπου που ήμασταν παρόντες στην διαδικασία ενώ τοποθετηθήκαμε και από την παρανομία στο τελικό στάδιο της διαδικασίας.
Στη δεύτερη δίκη εναντίον της οργάνωσης, το στίγμα το δώσαμε και εγώ που είμαι παρών και η συντρόφισσα Ρούπα που παρέμβηκε με κείμενο της από την παρανομία στο τελικό στάδιο της διαδικασίας και όπου έγιναν πολιτικές τοποθετήσεις για τις εκδικαζόμενες υποθέσεις, για την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας, τις δύο απαλλοτριώσεις των τραπεζών σε Μέθανα και Κλειτορία, την συμπλοκή με τους αστυνομικούς στο Μοναστηράκι, για τις οποίες έχω πάρει την ευθύνη, πολιτικά και προσωπικά αλλά και γενικότερα τοποθετήθηκα για όλη την μέχρι τώρα ιστορία του Επαναστατικού Αγώνα, από την πρώτη επίθεση το 2003 ως την τελευταία στην Τράπεζα της Ελλάδας το 2014.
Και αυτό γιατί η ιστορία του Επαναστατικού Αγώνα είναι ενιαία και αδιαχώριστη από το 2003 ως σήμερα, βάσει της επιλογής μας να συνεχίσουμε την δράση της οργάνωσης μετά τις συλλήψεις του 2010 και την αποφυλάκιση μας λόγω παρέλευσης του δεκαοκτάμηνου περνώντας στην παρανομία και βάσει της στρατηγικής του Επαναστατικού Αγώνα από το 2009 να χτυπά στόχους, δομές του κεφαλαίου και του κράτους με αιχμή την οικονομική κρίση και τις πολιτικές αντιμετώπισής της.
Έτσι, η επίθεση στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας στις 10 Απριλίου 2014, η οποία εκδικάζεται τώρα στην 2η δίκη, ήταν συνέχεια της στρατηγικής των επιθέσεων του 2009 με τις επιθέσεις στη Citibank, τη Eurobank και το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Όσον αφορά το ενιαίο και αδιαχώριστο της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, θέλω να πω το εξής: Σε αυτή τη δίκη που διεξάγεται τώρα, στη 2η δίκη, παρουσιάστηκε η μεθόδευση του κράτους να διαχωρίσει την δράση του Επαναστατικού Αγώνα σε δύο περιόδους, μία που αφορά την περίοδο 2003 – 2010 και μία την περίοδο από τον Ιούνιο του 2012 όταν η συντρόφισσα Ρούπα και εγώ περάσαμε στην παρανομία μέχρι σήμερα.
Δυστυχώς αυτός ο διαχωρισμός που μεθοδεύει το κράτος εναντίον μας συμπίπτει και με τη θέση πρώην μέλους της οργάνωσης που αμέσως μετά την σύλληψή μου το 2014 υπόγραψε κείμενο ως «μέλος του Επαναστατικού Αγώνα α’ περιόδου» με προφανή σκοπό να διαχωρίσει τη θέση του και να μην κατηγορηθεί για την συνέχιση της δράσης της οργάνωσης και συγκεκριμένα για την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας.
Αυτός ο διαχωρισμός που κάνει το κράτος σκοπό έχει να καταδικαστούμε η συντρόφισσα Ρούπα και εγώ ως «διευθυντές» της οργάνωσης μετά το πέρασμα μας στην παρανομία το καλοκαίρι του 2012, κατηγορία η οποία είχε απορριφθεί στην πρώτη δίκη της οργάνωσης που τελείωσε τον Απρίλιο του 2013.
Η επαναφορά της κατηγορίας της «διεύθυνσης» στην δεύτερη δίκη της οργάνωσης έχει σκοπό αφ’ ενός να αποπειραθεί να αναιρεθεί – πράγμα αδύνατο – η πολιτική νίκη που η συντρόφισσα Ρούπα και εγώ κερδίσαμε στο πρώτο δικαστήριο, όπου αναγνωρίστηκε ότι ο Επαναστατικός Αγώνας είναι μια αναρχική οργάνωση που απεχθάνεται κάθε είδους ιεραρχία, απόφαση που κατ’ επέκταση αναγνωρίζει την πολιτική μας ιδιότητα και τις πολιτικές μας στοχεύσεις, δηλαδή την μέσω κοινωνικής επανάστασης δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς ιεραρχία και αφ’ ετέρου να στηθεί ένα νέο κατηγορητήριο όπως έχω τοποθετηθεί στη δίκη, όπου να παρουσιάζεται ότι ο Επαναστατικός Αγώνας έχει σχέση με κάποιους ποινικούς και αναρχικούς που κατηγορούνται ότι διέπρατταν συγκεκριμένες ληστείες τραπεζών και ότι αυτές έγιναν στα πλαίσια της δράσης της οργάνωσης.
Η ενσωμάτωση στη δίκη που διεξάγεται τώρα της υπόθεσης της ληστείας της τράπεζας Eurobank της Ακράτας που έγινε τον Δεκέμβριο του 2012, υπόθεση για την οποία ούτε καν κατηγορούμε, ούτε έχει σχέση ο Επαναστατικός Αγώνας, ήταν η αρχή αυτής της μεθόδευσης.
Αυτή η μεθόδευση μόνο μέσω της καταδίκης μας ως «διευθυντές» θα μπορούσε να αποπειραθεί να στηριχτεί, αφού έτσι θα μας παρουσίαζε το κατηγορητήριο ως «διευθυντές» που δίνουμε εντολές να γίνουν απαλλοτριώσεις τραπεζών στα πλαίσια της οργάνωσης, ενέργειες που έγγραφο της αντιτρομοκρατικής εμφανίζει ότι κάποιες έγιναν ενώ ήμουν στην φυλακή το 2014, κάποιες όταν είμαστε με τη συντρόφισσα Ρούπα στη φυλακή το 2010 – 11 και κάποιες όταν μόλις είχαμε αποφυλακιστεί μετά την λήξη του δεκαοκτάμηνου το 2011, δηλαδή υποθέσεις που δεν μπορούμε να κατηγορηθούμε καν ως φυσικοί αυτουργοί αλλά με βάση τις αλχημείες του αντιτρομοκρατικού μπορεί να κατηγορηθούμε ως ηθικοί συνεργοί με την ιδιότητα του «διευθυντή».
Έτσι και παραπάνω καταδίκες εξασφαλίζουν, πράγμα που ουδόλως μας ενδιαφέρει, αλλά το κυριότερο είναι η πολιτική στήριξη του θεωρήματος της σύμπραξης «ποινικών – τρομοκρατών», δηλαδή η προσπάθεια πολιτικής αποδόμησής μας.
Αντικειμενικά όπως είπα και στην αρχή της τοποθέτησής μου, οι δίκες εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα είναι η αιχμή της κατασταλτικής επίθεσης του κράτους εναντίον της οργάνωσης, εναντίον της ένοπλης επαναστατικής δράσης και του επαναστατικού προτάγματος, όμως αυτή η επίθεση έχει πολλούς αποδέκτες και αφορά όλο το αγωνιστικό φάσμα, τον α/α χώρο και την κοινωνία.
Όμως μη μπερδεύουμε την αιχμή αυτής της υπόθεσης, δηλαδή την επίθεση εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα με τα ευρύτερα αποτελέσματα και τους αποδέκτες της.
Και αυτό το λέω γιατί έχουμε δει επανειλημμένα σε περιπτώσεις δίωξης οργανώσεων αντάρτικου, να διαστρεβλώνεται η ουσία και η πραγματική διάσταση από κάποιους μέσα στον α/α χώρο, οι οποίοι βάζουν αυτόν τον δυισμό που ανέφερα στην αρχή της τοποθέτησης μου ή θέτοντας ως αιχμή την εγκληματοποίηση του αγώνα, τις «φρονηματικές διώξεις», την ποινικοποίηση των σχέσεων κ.α.
Σαφώς και αποδέκτες των διώξεων εναντίον της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας είναι και ο πολιτικός χώρος απ’ τον οποίο προερχόμαστε και επιδιώκεται η απομόνωση μας και να υπονομευτεί κάθε ενέργεια στήριξης και αλληλεγγύης και τα γενικότερα κοινωνικά αγωνιστικά κομμάτια.
Το μήνυμα τέτοιων διώξεων προς όλους είναι, ότι η επιλογή της ένοπλης επαναστατικής δράσης ως μέσου αγώνα θα αντιμετωπιστεί με την μέγιστη δυνατή αυστηρότητα και καταστολή.
Οι διώξεις των ένοπλων συλλογικοτήτων και του Επαναστατικού Αγώνα μέσα στα πλαίσια ειδικών νομοθεσιών όπως είναι ο «αντιτρομοκρατικός», ειδικών δικαστηρίων και ενίοτε ειδικών συνθηκών κράτησης, αποδεικνύει ότι η αντιμετώπιση της ένοπλης επαναστατικής δράσης είναι μείζονα προτεραιότητα για το καθεστώς, ιδιαίτερα μέσα στις συνθήκες της σημερινής κρίσης των τελευταίων ετών.

2. Ποιες είναι οι αιτίες, κατά την γνώμη σου, της υποχώρησης της δυναμικής των κοινωνικών αντιστάσεων και των αγώνων ενάντια στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τα μέτρα λιτότητας και πώς μπορούμε να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο; Ποια πρέπει να είναι η στρατηγική του χώρου αυτήν την περίοδο;

Η αιτία της υποχώρησης των κοινωνικών αντιστάσεων είναι ακριβώς το ότι είχαν και εξακολουθούν να έχουν έναν αμυντικό χαρακτήρα απέναντι στην πρωτοφανή επίθεση του κεφαλαίου και του κράτους μετά το 2010.
Έχοντας μπλοκάρει η καπιταλιστική μηχανή από το 2008, μη βρίσκοντας κερδοφόρες επενδύσεις για άντληση ακόμα μεγαλύτερων κερδών, το κεφάλαιο για να αντισταθμίσει τις απώλειες του, επιτίθεται στα κοινωνικά κεκτημένα και στην τάξη των εργαζομένων. Επιτίθεται στην κοινωνική ασφάλιση, κατάσχει μισθούς και συντάξεις, κατάσχει περιουσίες λόγω χρεών, ελαττώνει το εργατικό κόστος, κατάσχει την δημόσια περιουσία μέσω της ιδιωτικοποίησης.
Για να αντισταθμίσει τις απώλειες του, το κεφάλαιο οδηγεί μέσω των προγραμμάτων διάσωσης, τα μνημόνια δηλαδή, σε εκκαθάριση τμήματα του πληθυσμού τα οποία ούτε θέλει ούτε μπορεί να τα εκμεταλλευτεί και τα οδηγεί στην εξόντωση.
Αναδιανέμει σε μεγάλη κλίμακα τον κοινωνικό πλούτο κατάσχοντας τον, εφαρμόζει σε μεγάλη κλίμακα μια πολιτική κοινωνικής ληστείας και γενοκτονίας για να σωθούν οι ισχυροί.
Απέναντι σε αυτή την πρωτοφανή επίθεση που έχει αφήσει ήδη χιλιάδες νεκρούς πίσω της και την πλειοψηφία της κοινωνίας φτωχοποιημένη και εξαθλιωμένη, η λύση δεν είναι ο αγώνας για να επανέλθει το σύστημα και η κοινωνική τάξη στις προ του 2008 συνθήκες, όπου το σύστημα λειτουργούσε, το τραπεζικό σύστημα «ευημερούσε» και δίνονταν δάνεια, υπήρχε το κράτος πρόνοιας το οποίο στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν ανεπτυγμένο, υπήρχε η κοινωνική συναίνεση στις τότε νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις
Είναι αδύνατο να επιστρέψουμε σε εκείνη την κατάσταση γιατί έτσι επιβάλλει η δυναμική του συστήματος.
Όπως είναι αδύνατο να επιστρέψουμε σε ένα σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ανάπτυξης με ισχυρή κρατική παρέμβαση στην οικονομία όπως υποστήριζε ο Σύριζα πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Αυτό το μοντέλο έχει εξαφανιστεί εδώ και 4 δεκαετίες.
Η λύση είναι η ανατροπή και καταστροφή του ίδιου του καπιταλισμού αφού η ίδια η ύπαρξη του δημιουργεί τις κρίσεις με τα τραγικά αποτελέσματα που ζούμε.
Η λύση είναι αυτό που υποστηρίζουμε ως Επαναστατικός Αγώνας εδώ και χρόνια, ότι, η «μόνη απάντηση στην κρίση είναι η κοινωνική επανάσταση». Η αιτία της κρίσης δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός όπως υποστήριζε ο Σύριζα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά ο ίδιος ο καπιταλισμός, η ύπαρξη του.
Ο κόσμος που κατέβηκε στο δρόμο, στις κινητοποιήσεις του 2010 – 2012 αλλά και σήμερα με αφορμή το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, προσδοκούσε και προσδοκεί να επανέλθει η κατάσταση στις προ κρίσης συνθήκες. Να διατηρήσει τα κεκτημένα που είχαν αποσπαστεί τις προηγούμενες δεκαετίες από το παλιό εργατικό κίνημα και τους συμβιβασμούς του συνδικαλιστικού κινήματος με το κεφάλαιο.
Οι κινητοποιήσεις που έχουν γίνει και γίνονται τώρα έχουν αμυντικό χαρακτήρα και αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές στο να φρενάρουν στο παραμικρό τα μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις.
Είναι όμως μια θαυμάσια ευκαιρία όταν ο κόσμος κατεβαίνει στο δρόμο και γίνονται κινητοποιήσεις να υπάρξουν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που να παρέμβουν καταλυτικά βάζοντας επί τάπητος την επαναστατική προοπτική, την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους. Και ήταν ακριβώς, αυτό που έλειπε το διάστημα 2010 – 2012 και λείπει και τώρα. Ο κόσμος που κατέβηκε στο δρόμο δεν άκουσε κάτι διαφορετικό από αυτά που του έλεγαν τα καθεστωτικά συνδικάτα και τα κόμματα.
Ο α/α χώρος δεν διαμορφώθηκε σε εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που θα έβαζαν το ζήτημα της επαναστατικής προοπτικής. Δεν πρότεινε κάτι χειροπιαστά διαφορετικό από τις πολιτικές που εφαρμόζονται. Γι’ αυτό και ήταν φυσικό επακόλουθο ότι αυτές οι κινητοποιήσεις όσο μαζικές κι αν ήταν, όσες συγκρούσεις κι αν έγιναν μπροστά στη βουλή, ότι θα εξαντλούσαν κάποια στιγμή τη δυναμική τους και δεν θα κατόρθωναν να ανατρέψουν τις μνημονιακές πολιτικές των κυβερνήσεων.
Το έχω ξαναπεί και σε άλλες εκδηλώσεις, ότι ο α/α χώρος βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά στην κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το 2010. Αποκαλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικές ελλείψεις του, η έλλειψη ανάλυσης της εποχής μας, του ίδιου του συστήματος, η έλλειψη προοπτικών, η έλλειψη θέσεων και προτάσεων.
Το να διακηρύσσουμε συνθηματολογικά, την αυτοοργάνωση, την αυτοδιαχείριση, την κοινωνική απελευθέρωση, την επανάσταση, χωρίς να γινόμαστε πιο συγκεκριμένοι δεν φτάνει, είναι χωρίς νόημα. Γι’ αυτό ο α/α χώρος παραμένει χώρος χωρίς σοβαρά λαϊκά και κοινωνικά ερείσματα και αδυνατεί να παρέμβει στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Η απάντηση σ’ αυτό το αδιέξοδο είναι να διαμορφώσουμε τις δικές μας πολιτικές θέσεις και προτάσεις, τι προτείνουμε εμείς στην κοινωνία για τα προβλήματα της εποχής μας.
Να υπάρχει ένα πολιτικό πρόγραμμα, να παίρνουμε συγκεκριμένες θέσεις για το χρέος, τα μνημόνια, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη, ποιες είναι οι προτάσεις μας για την αντικατάσταση του καπιταλισμού και του κράτους.
Πώς διαμορφώνουμε την αταξική ακρατική κοινωνία που υποτίθεται ότι επιδιώκουμε, τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό και την Αναρχία;
Βάσει των πολιτικών μας στόχων και θέσεων πρέπει να προσαρμόζουμε ανάλογα και την δράση μας για την υλοποίηση αυτών των στόχων και θέσεων.
Σίγουρα η δράση μας πρέπει να είναι πολύμορφη, αλλά το να μιλάμε για επανάσταση χωρίς να προετοιμαζόμαστε για την ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς, το να μην επιδιώκουμε την ένοπλη αναμέτρηση με το καθεστώς, τότε αυτό σημαίνει ότι δεν επιδιώκουμε πραγματικά την επανάσταση, τότε αυτή η λέξη είναι χωρίς νόημα.
Γιατί δεν νοείται κοινωνική επανάσταση χωρίς την προσφυγή στα όπλα για να συντριβεί η εξουσία του κεφαλαίου και του κράτους.
Πιστεύω ότι ένας χώρος, ένα επαναστατικό κίνημα πρέπει να έχει διατυπωμένες ξεκάθαρα τις θέσεις και τις προτάσεις του, ένα είδος πολιτικού προγράμματος και να υπάρχει η μέγιστη δυνατή πολιτική συμφωνία και δέσμευση πάνω σε αυτές τις θέσεις, στον τρόπο δράσης και στα μέσα αγώνα για να υλοποιηθούν αυτές οι θέσεις και το πρόγραμμα μας. Θα πρέπει να υπάρχει η μέγιστη δυνατή ενοποίηση δυνάμεων και όχι ένας χαλαρός συντονισμός συλλογικοτήτων ή ατόμων που έχουν διαφορετικές προτεραιότητες.
Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε αυτή την περίοδο είναι να σαμποτάρουμε την υλοποίηση του Γ’ Μνημονίου και τα μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις βάσει των υποχρεώσεων που έχουν δεσμευτεί προς τους δανειστές.
Η γκάμα μιας τέτοιας δράσης είναι μεγάλη. Από το αντάρτικο πόλης, τις κινητοποιήσεις στο δρόμο, συγκρουσιακές ή ειρηνικές, ενέργειες αντιπληροφόρησης και προπαγάνδας ή δράσεις ανακούφισης των κοινωνικά αδυνάτων και ευάλωτων που έχουν πληγεί από την κρίση, αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, όλα πρέπει να είναι κομμάτια ενός πολιτικού σχεδίου, αυτό της ανατροπής και όχι ξεκομμένα μεταξύ τους. Και η ανατροπή δεν γίνεται αν δεν είμαστε προετοιμασμένοι για ένοπλο αγώνα, για την ένοπλη αναμέτρηση με την κεντρική εξουσία, για την κατάληψη των οχυρών του εχθρού, εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις της εξουσίας.
Αν θέλουμε να κάνουμε επανάσταση πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για πόλεμο στην κυριολεξία και όχι μεταφορικά, να είμαστε προετοιμασμένοι να ρισκάρουμε τη ζωή μας. Έτσι πιστεύω ότι γίνονται οι αγώνες.
Πιστεύω ότι ένα επαναστατικό κίνημα πρέπει να έχει έναν πολιτικοστρατιωτικό χαρακτήρα.
Θα πρέπει να έχει και ανοιχτή δημόσια δράση και αμιγώς παράνομη δράση.
Να υπάρχει π.χ. μια Ομοσπονδία Συνελεύσεων Αναρχικών με βάση γεωγραφικό προσδιορισμό που θα συμμετέχουν συλλογικότητες, ομάδες συγγένειας και άτομα στη βάση μιας ξεκάθαρης πολιτικής συμφωνίας σε αρχές, στόχους και μέσα αγώνα που θα προωθήσει δεσμευτικά την υλοποίηση ενός πολιτικού επαναστατικού προγράμματος, και παράλληλα μπορεί να υπάρχει μια παράνομη ένοπλη δομή, μια μαζική ένοπλη δύναμη ομάδων κρούσης που θα στοχοποιεί δομές της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας προωθώντας την υλοποίηση των θέσεων και του προγράμματος της Ομοσπονδίας Συνελεύσεων Αναρχικών.
Αυτό δεν σημαίνει την ύπαρξη δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους μερών, ενός «νόμιμου» και ενός «παράνομου» βραχίονα του κινήματος αλλά τη διακριτή ύπαρξη την ανοιχτής και δημόσιας δράσης με την αμιγώς παράνομη και μυστική που υπάρχουν στα πλαίσια ενός ενιαίου επαναστατικού κινήματος που έχει πολύμορφη δράση και δεν κάνει διαχωρισμούς με κριτήρια νομιμότητας ή παρανομίας και προετοιμάζεται για την ανατροπή και την ένοπλη αναμέτρηση με το κεφάλαιο και το κράτος.
Δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα χωρίς να έχει στις στοχεύσεις του τον ένοπλο αγώνα. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρό επαναστατικό κίνημα αν δεν είναι προετοιμασμένο για την ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς.
Δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση αν δεν διαθέτει το κίνημα ένοπλες δυνάμεις και υποδομές για να συντρίψει τα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις του καθεστώτος.

3. Πώς μπορεί να συνδεθεί η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους και διωκόμενους αγωνιστές με τους αγώνες ενάντια στα μνημόνια, την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και γενικότερα τον κόσμο που κατεβαίνει στο δρόμο αυτή την περίοδο;

Καταρχήν να οριοθετήσουμε τι είναι η αλληλεγγύη.
Αλληλεγγύη σημαίνει ότι θεωρούμε συντρόφους όλους όσους βρίσκονται στη φυλακή λόγω των μέσων αγώνα που επέλεξαν και ότι τα μέσα που επέλεξαν είναι αναπόσπαστα κομμάτια του κοινού μας αγώνα για την επανάσταση, για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι έχουν μία αξιοπρεπή αγωνιστική στάση απέναντι στις διωκτικές αρχές, δεν συνεργάζονται με τις αρχές και δεν αποκηρύσσουν.
Αλληλεγγύη σημαίνει ότι θεωρούμε και νιώθουμε ότι η καταστολή, οι διώξεις και οι φυλακίσεις συντρόφων και συντροφισσών λόγω της δράσης τους και των μέσων αγώνα που επέλεξαν, ότι είναι χτύπημα του κράτους προς εμάς, είναι σαν να χτυπάνε εμάς τους ίδιους.
Σημαίνει τη συνέχιση του αγώνα αυτών που είναι κρατούμενοι λόγω της επαναστατικής τους δράσης, σημαίνει την συνέχιση του αγώνα αυτών που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα για την επανάσταση, για την ανατροπή του Κεφαλαίου και του Κράτους.
Με βάση αυτά η αλληλεγγύη εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, είναι οι ενέργειες που προωθούν τον λόγο τον πολιτικών κρατουμένων, είναι οι κινήσεις αντιπληροφόρησης, παρεμβάσεις, καταλήψεις, διαδηλώσεις που σκοπό έχουν να δημοσιοποιήσουν και να κοινωνικοποιήσουν τον λόγο των πολιτικών κρατουμένων, το γιατί βρίσκονται στη φυλακή και το κυριότερο, να συνδεθεί αυτό με το γενικότερο επαναστατικό πρόταγμα, δηλαδή η ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους με τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής μας.
Επίσης μπορεί να είναι η συνέχιση του ένοπλου αγώνα όταν φυσικά αυτό αφορά κρατούμενους που είναι στη φυλακή λόγω της ένοπλης δράσης, είναι μέλη οργανώσεων αντάρτικου.
Για να συνδεθεί η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους με τους αγώνες ενάντια στα μνημόνια και την επίθεση που έχει εξαπολυθεί από το κεφάλαιο και το κράτος μετά το 2010 θα πρέπει αφ’ ενός ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκουν οι πολιτικοί κρατούμενοι να έχει την προοπτική της ανατροπής και της κοινωνικής επανάστασης, όχι βέβαια σε επίπεδο ευχολογίων ή συνθηματολογίας αλλά σε επίπεδο δράσης και αφ’ ετέρου οι ίδιοι οι πολιτικοί κρατούμενοι να προωθούν με το λόγο τους ή με την δράση που είχαν την επαναστατική προοπτική.
Για παράδειγμα, ο λόγος και η δράση του Επαναστατικού Αγώνα που εκφράζουμε είτε ως οργάνωση που δρα, είτε μέσα από την φυλακή έχει πλατιά κοινωνική απεύθυνση, ο λόγος μας είναι κοινωνικά οικιοποιήσιμος και αφομοιώσιμος. Γιατί η δράση και ο λόγος της οργάνωσης βασίζονταν στον αγώνα εναντίον των προγραμμάτων διάσωσης και των πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης, είναι ένα κάλεσμα για την καθεστωτική ανατροπή και την κοινωνική απελευθέρωση.
Είμαστε μια αναρχική συλλογικότητα που έχουμε μιλήσει για το τεράστιο δημόσιο χρέος ήδη από το 2005, ότι η ελληνική οικονομία βασιζόταν σε μια πολιτική εξάρτησης μέσω του δανεισμού από τις αγορές και την υπερεθνική οικονομική ελίτ, ότι η χώρα θα βρισκόταν σε δεινή θέση αν ξεσπάσει κρίση λόγω του χρέους, διαγνώσαμε τις πολιτικές που θα εφάρμοζαν οι ελληνικές κυβερνήσεις ήδη από το 2009 για την αντιμετώπιση της κρίσης, πολιτικές που οδήγησαν στα μνημόνια.
Διαγνώσαμε τις κοινωνικές εκρήξεις που προκλήθηκαν από τις πολιτικές αυτές οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την γενικότερη απαξίωση και απονομιμοποίηση του συστήματος από μεγάλα κοινωνικά κομμάτια και αυτό φάνηκε την περίοδο 2010 – 2012, όπως επίσης διαγνώσαμε την μεγάλη ευκαιρία που παρουσιάστηκε ακριβώς λόγω αυτής της γενικότερης απαξίωσης και απονομιμοποίηση του συστήματος για μια επαναστατική απόπειρα στην Ελλάδα, ευκαιρία που προς το παρόν παραμένει ανεκμετάλλευτη.
Έχουμε μιλήσει ακριβώς για τους ίδιους λόγους από το 2009, ότι είναι ανάγκη να δημιουργηθεί ένα επαναστατικό κίνημα με ξεκάθαρους στόχους για να αποπειραθεί την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, πράγμα που και αυτό δεν έχει καταστεί εφικτό να γίνει προς το παρόν.
Έχουμε διατυπώσει ποιες πρέπει να είναι κατά την άποψη μας οι πολιτικές κατευθύνσεις και προτάσεις που πρέπει να έχει ένα επαναστατικό κίνημα σήμερα, όπως αυτές διατυπώθηκαν στην πλατφόρμα θέσεων, στην προκήρυξη με την οποία αναλάβαμε το 2014 την ευθύνη για την επίθεση στο παράρτημα της Τράπεζας της Ελλάδας. Φυσικά ένα επαναστατικό κίνημα δεν πρέπει να ξεχνά τους αιχμαλώτους του που βρίσκονται στα χέρια του κράτους.
Όσον αφορά ένα πρακτικό παράδειγμα, του πως μπορεί να συνδεθεί η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους με τους αγώνες ενάντια στα μνημόνια, θα μπορούσα να αναφέρω την πρόταση εκ μέρους μου τον Μάρτιο του 2015 όταν γινόταν η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων να γίνει διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας που να συνδέει τα τότε αιτήματα των πολιτικών κρατουμένων με τον αγώνα ενάντια στο μνημόνιο, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση Σύριζα είχε υπογράψει την αποδοχή της παράτασης του τότε υπάρχοντος μνημονίου και την αποδοχή του χρέους και των υποχρεώσεων προς τους δανειστές στην σύνοδο του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου 2015, κάτι που αποδείχτηκε αδύνατο να γίνει.
Βέβαια, με αφορμή την απεργία πείνας τότε των πολιτικών κρατουμένων αποκαλύφθηκε ότι η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους δεν είναι αυτονόητη.
Έχω πει κάποια πράγματα με αφορμή την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων του περασμένου Μαρτίου που δεν έτυχε κατά την άποψή μου της ανάλογης ανταπόκρισης που θα άρμοζε από κομμάτια του α/α χώρου.
Γενικότερα έχει αποδειχτεί διαχρονικά ότι ένα μεγάλο κομμάτι του α/α χώρου το οποίο παγίως διαφωνεί ή καταδικάζει την ένοπλη επαναστατική δράση χωρίς όμως να μπορεί να στηρίξει δημόσια με πολιτικά επιχειρήματα αυτή τη στάση, κινητοποιείται στο θέμα της αλληλεγγύης σχεδόν αποκλειστικά ή πιο εύκολα πάνω σε ζητήματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε περιπτώσεις όπου το πλαίσιο είναι οι «σκευωρίες», οι «φρονηματικές διώξεις», η «κατασκευή ενόχων», η «ποινικοποίηση των σχέσεων», τα οποία θεωρούνται πιο «οικιοποιήσιμα», πιο «αφομοιώσιμα» στα μάτια της κοινωνίας.
Και επειδή δεν μπορεί να στηριχτεί δημόσια με πολιτικά επιχειρήματα η απαξίωση της ένοπλης επαναστατικής δράσης από μεριά τους, τότε είναι πιο βολικό στις περιπτώσεις των διώξεων που αφορούν τις ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις, να διαστρεβλώνεται η ουσία αυτών των υποθέσεων όπου εκεί προβάλλεται ότι η αιχμή σε αυτές τις κατασταλτικές επιθέσεις δεν είναι η καταστολή των ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων αλλά η ποινικοποίηση και εγκληματοποίηση του α/α χώρου κλπ. Και επιπλέον στη φαρέτρα αυτού του είδους «αλληλεγγύης» έχει προστεθεί και το «η αλληλεγγύη δεν σημαίνει ταύτιση», όπου όμως έχει αποδειχτεί ότι αυτοί που ζητούν ταύτιση είναι αυτού του είδους οι «αλληλέγγυοι».
Το αποτέλεσμα αυτής της διαχωρισμένης «αλληλεγγύης» το υφίστανται διαχρονικά οι πολιτικοί κρατούμενοι οι οποίοι είναι μέλη ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων και έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής στις οργανώσεις τους και έχουν σηκώσει το βάρος των πολιτικών μαχών και αντιπαραθέσεων με το κράτος, είτε μέσα στα ειδικά δικαστήρια με τους δικαστές αλλά και γενικότερα.
Τα κριτήρια της «αλληλεγγύης» που έχουν επικρατήσει σε ένα κομμάτι του α/α χώρου, είναι κριτήρια είτε προσωπικά, δηλαδή κάποιοι κινητοποιούνται με βάση αν γνωρίζουν κάποιον ή αν έχουν προσωπικές, φιλικές ή ακόμα και συγγενικές σχέσεις ενώ σε πολιτικό επίπεδο το κριτήριο αυτής της διαχωρισμένης «αλληλεγγύης» είναι η απαξίωση της ένοπλης επαναστατικής δράσης και αυτών που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη και υπερασπίζονται τον ένοπλο αγώνα. Είναι η στάση του με όποιον διαφωνώ πολιτικά, δεν είμαι αλληλέγγυος.
Η υποκρισία αυτής της διαχωρισμένης «αλληλεγγύης» φάνηκε και από όταν έκανα την πρόταση για την δημιουργία της Συνέλευσης Αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, πρόταση η οποία έβαζε ως κριτήρια αλληλεγγύης αποκλειστικά πολιτικά κριτήρια, δηλαδή το να περιλαμβάνονται όλοι όσοι βρίσκονται στη φυλακή διωκόμενοι για την χρήση μεθόδων πάλης και αγώνα που είναι αναπόσπαστα κομμάτια του αγώνα των αναρχικών και γενικότερα των επαναστατών, συμπεριλαμβάνοντας και τους κομμουνιστές με εξαίρεση αυτούς που έχουν κρατήσει αναξιοπρεπή στάση όπως αυτούς που έχουν κάνει δηλώσεις καταδίκης ή έχουν δώσει πληροφορίες στις αρχές.
Κατά την γνώμη μου αυτά πρέπει να είναι τα πολιτικά κριτήρια αλληλεγγύης ανεξάρτητα των μέσων πάλης για τα οποία φυλακίζονται οι αγωνιστές, ανεξάρτητα αν γνωρίζουμε προσωπικά ή όχι τους διωκόμενους και φυλακισμένους αγωνιστές, ανεξάρτητα αν μπορεί και να διαφωνούμε σε επιμέρους ή όχι θέματα, ανεξάρτητα αν κάποιοι αποδέχονται την συμμετοχή τους σε ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις ή αν η δίωξη τους είναι παράπλευρο αποτέλεσμα της δίωξης των οργανώσεων αντάρτικου.
Όμως κάποιοι είτε μέσα στις φυλακές, είτε έξω έθεσαν προσκόμματα και προβληματισμούς στο να δημιουργηθεί μία τέτοια δομή αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους συνολικά αφού αυτό που πραγματικά ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να το πουν ανοιχτά ήταν να εξαιρεθεί μια σημαντική μερίδα πολιτικών κρατουμένων ως αποδέκτες αλληλεγγύης αφού όπως υποστήριζαν – όχι δημόσια βέβαια – αυτή η μερίδα δεν είναι πολιτικοί κρατούμενοι.
Ας μην γελιόμαστε, ας μην κρυβόμαστε και να κοιτάξουμε την πραγματικότητα. Η αλληλεγγύη προς όλους τους πολιτικούς κρατούμενους συνολικά που κρατάνε αξιοπρεπή στάση είναι κάτι το οποίο δέχεται έναν υπόγειο πόλεμο από κομμάτια του α/α χώρου.
Αυτήν την εποχή, με φόντο την γενικότερη καθίζηση των κοινωνικών αντιστάσεων αν και διανύουμε μία περίοδο κινητοποιήσεων με αφορμή το ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης Σύριζα που υλοποιεί το Γ’ Μνημόνιο και παίρνοντας υπ’ όψιν την γενικότερη αποτυχία του α/α χώρου να αναδειχθεί ως όφειλε σε έναν ενιαίο σοβαρό πολιτικό πόλο που βάζει επί τάπητος την επαναστατική προοπτική, η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους δείχνει να είναι απαξιωμένη όσο ποτέ. Οποιαδήποτε κίνηση αλληλεγγύης, οποιοδήποτε κάλεσμα αλληλεγγύης είναι πια πάγια απομαζικοποιημένο μέσα στην γενικότερη αδιαφορία και στην κατάσταση κατακερματισμού και διχόνοιας που επικρατεί στον α/α χώρο. Ισχύει αυτό που λέγαμε παλαιότερα και είναι διαχρονικό, ότι όποιος ξεχνάει τους αιχμαλώτους του πολέμου, ξεχνάει και τον ίδιο τον πόλεμο. Το πρόβλημα είναι ριζικότερο και δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο την αλληλεγγύη αλλά τον αγώνα συνολικά.
Εν κατακλείδι, για να απαντήσω στο ερώτημα σας, στο πως συνδέεται η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους με τους αγώνες ενάντια στα μνημόνια, την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τον κόσμο που κατεβαίνει στο δρόμο, αυτό γίνεται όταν η δράση μας έχει στόχο την κοινωνική επανάσταση, όταν η δράση μας, μας φέρνει κοντά σε αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια που κινητοποιούνται ενάντια στα μνημόνια, με στόχο να τα επηρεάσουμε προς μια αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση. Για να γίνει αυτό πρέπει να έχουμε σαφείς πολιτικές θέσεις και στόχους, ένα επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα, πρέπει να έχουμε ξεκάθαρες προτάσεις προς τα αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια έτσι ώστε να τα επηρεάσουμε προς μια αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση, πρέπει η δράση μας να είναι τέτοια που να γίνεται αντιληπτό ότι είναι προς όφελος και συμφέρον αυτών που πλήττονται από την επίθεση του κεφαλαίου και του κράτους, από τα μνημόνια και τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης. Τέτοια δράση έχει ο Επαναστατικός Αγώνας. Η δράση μας πρέπει να έχει πλατιά κοινωνική απεύθυνση και να μην είναι εσωστρεφής.
Το να έχουμε μια τέτοια δράση που να βάζει επί τάπητος την προοπτική της ανατροπής και της επανάστασης, είναι η καλύτερη ασπίδα για τους πολιτικούς κρατούμενους και τους φυλακισμένους αγωνιστές.

4. Πώς βλέπεις την όξυνση της κατάστασης στη Μ. Ανατολή (Συρία, Ιράκ, Τουρκία) την αύξηση των μεταναστευτικών ροών και το καθεστώς έκτακτου ανάγκης που διαμορφώνεται στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών μητροπόλεων;

Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η όξυνση της κατάστασης στη Μ. Ανατολή είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής των κρατών της Δύσης, των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Και αυτή η πολιτική ξεκινάει από παλιά, εδώ και δεκαετίες, από την δημιουργία του κράτους του Ισραήλ το 1948 και φτάνει ως τις μέρες μας, με τους πολέμους της Νέας Τάξης μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ όπως του πρώτου πολέμου στο Ιράκ το 1991 και τον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» από το 2001 μέχρι σήμερα.
Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η Μ. Ανατολή γεωστρατηγικά έχει μείζονα προτεραιότητα για την Δύση και τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη γιατί είναι η περιοχή με τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα παγκοσμίως.
Ο έλεγχος της γι’ αυτό το λόγο έχει τεράστια σημασία, γιατί το πετρέλαιο είναι το καύσιμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης θα κάνω μια μικρή ιστορική ανασκόπηση.
Παραδοσιακοί σύμμαχοι της Δύσης και των ΗΠΑ είναι από την δεκαετία του 1930 η σαουδαραβική μοναρχία- από τότε που η Chevron το 1938 έκανε την πρώτη εξόρυξη- και τα εμιράτα του Περσικού κόλπου. Τα σημερινά σύνορα των κρατών της περιοχής έχουν φτιαχτεί από τους αποικιοκράτες, κυρίως τους Βρετανούς οι οποίοι έγιναν κύριοι της περιοχής μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και μέχρι τις μέρες μας υπήρξαν καθεστώτα τα οποία ήταν και εξακολουθούν να είναι εχθρικά προς τη Δύση, καθεστώτα που στηρίχτηκαν σε ένα μείγμα αραβικού εθνικισμού και «σοσιαλισμού» όπως τα καθεστώτα Μπάαθ σε Ιράκ και Συρία, όπου το οικονομικοπολιτικό μοντέλο τους μιμούνταν το καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή κρατικοποιημένη οικονομία και σε πολιτικό επίπεδο υπήρχε η μονοκρατορία του κόμματος Μπάαθ. Επίσης το Ιράκ και η Συρία υπήρξαν την εποχή του ψυχρού πολέμου παραδοσιακοί σύμμαχοι της Σοβιετικής Ένωσης, όπως και το καθεστώς Καντάφι στη Λιβύη, όπως και το αλγερινό καθεστώς που προήλθε από την επανάσταση του 1953 – 62.
Από το 1979 μετά την επανάσταση στο Ιράν και την ανατροπή του φιλοδυτικού Σάχη υπάρχει το σιίτικο ισλαμιστικό καθεστώς το οποίο είναι εχθρικό και προς τη Δύση και ήταν εχθρικό και στην τότε Σοβιετική Ένωση όταν υπήρχε.
Με το τέλος του ψυχρού πολέμου και την πτώση του ανατολικού μπλοκ, οι ΗΠΑ που είναι η ηγέτιδα δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού και ατμομηχανή της παγκοσμιοποίησης μένοντας πια χωρίς αντίπαλο ξεκίνησε μια φάση επέκτασης του ελέγχου της Μ. Ανατολής.
Η αφορμή δόθηκε με την κατάληψη του Κουβέιτ – ενός πλούσιου σε πετρελαϊκά αποθέματα εμιράτου – από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν τον Αύγουστο του 1990, ενέργεια που σκοπό είχε να αντισταθμίσει την άθλια κατάσταση της ιρακινής οικονομίας η οποία είχε υποστεί πλήγματα από την επί 8 χρόνια πολεμική σύρραξη του Ιράκ με το Ιράν την περίοδο 1980 – 88, σύρραξη στην οποία οι ΗΠΑ και η Δύση υποστήριζαν διακριτικά τότε τον Σαντάμ Χουσεΐν κατά του ισλαμιστικού Ιράν.
Η επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο του 1991 ήταν η πρώτη πράξη ενός σχεδίου όπου οι ΗΠΑ επεδίωκαν να επιβάλουν μόνιμα την στρατιωτική παρουσία τους στη Μ. Ανατολή δημιουργώντας στρατιωτικές βάσεις στη Σαουδική Αραβία με τη συναίνεση φυσικά της σαουδαραβικής μοναρχίας.
Σε αυτή την επιχείρηση φυσικά οι ΗΠΑ πέτυχαν την συστράτευση της «διεθνούς κοινότητας», δηλαδή όλων των φιλοδυτικών κυβερνήσεων με την σύμφωνη γνώμη του ΟΗΕ.
Ο πρώτος πόλεμος του Ιράκ έληξε με την «απελευθέρωση» του Κουβέιτ, την ήττα του Σαντάμ Χουσεΐν, την αποστρατιωτικοποίηση του νοτίου Ιράκ και ένα εμπάργκο στο πετρέλαιο και σε άλλα αγαθά που στην δεκαετία του ’90 στοίχισε την ζωή σε ένα εκατομμύριο ιρακινούς πολίτες.
Ο πρώτος πόλεμος του Ιράκ αποτέλεσε όμως και την ήταν η αφορμή για την έναρξη δράσης της Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν ο οποίος πολέμησε τους Σοβιετικούς στο Αφγανιστάν στην δεκαετία του ’80 στα πλαίσια της συμμαχίας διαφόρων ισλαμιστικών ομάδων, συμμαχία την οποία βοήθησαν οι ΗΠΑ.
Ο Μπιν Λάντεν διαφώνησε με την σαουδαραβική μοναρχία στη διαχείριση της «απελευθέρωσης» του Κουβέιτ το 1991 από τον Σαντάμ Χουσεΐν, διαφώνησε να γίνει αυτό με την βοήθεια των ΗΠΑ και της Δύσης, διαφώνησε να υπάρχει μόνιμη παρουσία στρατευμάτων των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία. Θεωρούσε ότι η «απελευθέρωση» του Κουβέιτ πρέπει να είναι αποκλειστικά υπόθεση των αράβων.
Η διαμάχη κατέληξε στην εκδίωξη του Μπιν Λάντεν από την Σαουδική Αραβία και στην εξορία του, όπου μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν, κατέληξε στο Αφγανιστάν.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη ενέργεια της Αλ Κάιντα ήτανε αν θυμάμαι καλά, η επίθεση σε βάση των ΗΠΑ στην Σαουδική Αραβία το 1995, ακολούθησαν οι επιθέσεις στις πρεσβείες των ΗΠΑ σε Τανζανία και Κένυα το 1998, η επίθεση στο αντιτορπιλικό USS Cole το 1999 στις ακτές της Υεμένης και οι επιθέσεις της 11/9 μετά από τις οποίες κηρύχθηκε ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» το 2001. Θα πρέπει να επισημανθεί το εξής :
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα κινήματα στον αραβικό κόσμο που πρωτοστάτησαν στην αντίσταση στην υποταγή της περιοχής στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και στη Δύση γενικότερα, στους ντόπιους συνεργάτες τους όπως και στο κράτος του Ισραήλ, ήταν κινήματα του χώρου της επαναστατικής αριστεράς ή του κοσμικού εθνικισμού. Τέτοια ήταν για παράδειγμα, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, οργάνωση η οποία διεθνοποίησε τον αγώνα των Παλαιστινίων στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με τις αεροπειρατείες, ο Μαύρος Σεπτέμβρης, οι FARL ( Λιβανέζικες Επαναστατικές Ένοπλες Φράξιες), η οργάνωση που ανήκε ο Ζ. Ι. Αμπνταλά που είναι στη φυλακή στη Γαλλία από το 1984, τα κόμματα Μπαάθ που πήραν την εξουσία σε Ιράκ και Συρία, αριστερά κινήματα σε Υεμένη και Ιράν.
Μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ και την παρακμή αυτών των κινημάτων της επαναστατικής αριστεράς και του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης την ίδια περίοδο, οι ριζοσπαστικές ισλαμιστικές οργανώσεις αναδείχτηκαν στην ηγεσία των αγώνων στη περιοχή εναντίον της Δύσης, του κράτους το Ισραήλ και των συνεργατών τους.
Τέτοιες ριζοσπαστικές ισλαμιστικές οργανώσεις, είναι η Χαμάς η οποία ιδρύθηκε το 1987 και μετά την συμφωνία του Όσλο το 1993 μεταξύ Αραφάτ – Ράμπιν, όπου η ΟΑΠ αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ και ο Ράμπιν συμφώνησε σε ένα μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος που περιλαμβάνει την Δυτική Όχθη και την Λωρίδα της Γάζας, συνέχισε τον ένοπλο αγώνα με επιθέσεις μέσα στο Ισραήλ, είναι η Χεσμπολάχ του Λιβάνου που συμμετείχε στον εμφύλιο του Λιβάνου και νίκησε τους ισραηλινούς τον Αύγουστο του 2006, είναι η Αλ Κάιντα.
Αυτές βέβαια οι ριζοσπαστικές ισλαμιστικές οργανώσεις οι οποίες έχουν λαϊκά ερείσματα και έχουν πάρει την εξουσία ή μετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους και ιδεολογικές και πολιτικές. Η Χαμάς είναι σουνίτες, δρα στην Παλαιστίνη, η Χεσμπολάχ είναι σιίτικη οργάνωση και έχει σχέσεις και με το σιίτικο καθεστώς του Ιράν και με το καθεστώς Άσαντ στη Συρία ενώ η Αλ Κάιντα είναι μία διεθνής οργάνωση και αντλεί την ιδεολογία της από μια ακραία συντηρητική μεσαιωνική σουνιτική φράξια, τον ουαχαβιτισμό.
Όταν έγινε ο πρώτος πόλεμος του Ιράκ το 1991, υπήρχαν κάποιοι στις ΗΠΑ οι οποίοι διαφωνούσαν με την τακτική της τότε κυβέρνησης Μπους του πρεσβύτερου που δεν προχώρησε στην ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν όπως αυτοί πίστευαν ότι έπρεπε να γίνει. Αυτά τα γεράκια ήταν αυτοί που έλαβαν αργότερα καίριες επιτελικές θέσεις στην κυβέρνηση του Τζωρτζ Μπους του τζούνιορ μετά το 2000. Ήταν οι Ντόναλντ Ραμσφελντ υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Μπους, Ντικ Τσέινι υπουργός Άμυνας, Πολ Γούλφοβιτς οι οποίοι πίστευαν από την δεκαετία του 1990 ότι θα έπρεπε να ανατραπεί το καθεστώς του Σαντάμ Χουσείν και το Ιράκ να αποκτήσει ένα φιλοδυτικό και φιλοαμερικανικό καθεστώς όπου οι δυτικές εταιρίες θα νέμονταν τα πλούσια πετρελαϊκά αποθέματα.
Οι επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις 11/9/2001 τους έδωσαν την αφορμή για να προωθήσουν το ήδη έτοιμο σχέδιο τους για την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ, διαδίδοντας ψέματα για να αποσπάσουν την συναίνεση της «διεθνούς κοινότητας» ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν είχε σχέσεις με την Αλ Κάιντα και ότι διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής.
Πριν βέβαια την εισβολή και την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν το 2003 είχε προηγηθεί η εισβολή στο Αφγανιστάν και η ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν το φθινόπωρο του 2001.
Ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» από το 2001 και μετά, ένας πόλεμος που στοχεύει στην MADE IN USA επιβολή της δικτατορίας των αγορών και του δυτικού καπιταλισμού κάτω φυρικά από την κυριαρχία των ΗΠΑ και του ελέγχου των πετρελαϊκών αποθεμάτων της Μ. Ανατολής έχει τα αποτελέσματα που βλέπουμε σήμερα. Την άνοδο και εξάπλωση του ριζοσπαστικού Ισλάμ, τα αντίποινα στη Ευρώπη, στη Μαδρίτη το 2004, στο Λονδίνο το 2005, στο Παρίσι το 2015, την διόγκωση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη, την αναθεώρηση της συνθήκης Σένγκεν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Πιστεύω ότι στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ έχουν ηττηθεί στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας», γιατί έχουν πετύχει το αντίθετο από αυτό που επεδίωκαν.
Ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» επεδίωκε να θέσει κάτω από τον έλεγχο των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση της Δύσης την περιοχή της Μ. Ανατολής.
Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη ήταν η περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής, αποσταθεροποίηση η οποία πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις μετά τις εξεγέρσεις της αραβικής άνοιξης του 2011.
Στο Αφγανιστάν παρότι ανατράπηκε το καθεστώς των Ταλιμπάν, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοι τους δεν κατάφεραν ποτέ να ελέγξουν ολόκληρη την χώρα πέρα από τα κυριότερα αστικά κέντρα. Ο πόλεμος και το αντάρτικο συνεχίζεται αμείωτο με τους Ταλιμπάν να ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος της χώρας, ενώ η φιλοδυτική κυβέρνηση μετά την αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των αμερικανικών στρατευμάτων δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση.
Η κατάληψη του Ιράκ το 2003 προκάλεσε ταυτόχρονα ένα αντάρτικο εναντίον της κατοχής, έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ σουνιτών – σιιτών, υποδαύλισε φυγόκεντρες τάσεις με την ημιανεξαρτησία των Κούρδων του βόρειου Ιράκ, πράγμα που υποδαύλισε περισσότερο το αντάρτικο του PKK στο έδαφος της Τουρκίας.
Ουσιαστικά το Ιράκ βρίσκεται σε κατάσταση χάους, ενώ η παραγωγή πετρελαίου που ελέγχεται από τις δυτικές εταιρίες δεν έχει φτάσει στα προπολεμικά επίπεδα.
Πέρα από το χάος και την άνοδο του ριζοσπαστικού ισλάμ, αυτοί που έχουν αυξήσει την επιρροή τους στην περιοχή, είναι το Ιράν, ο μεγαλύτερος εχθρός των ΗΠΑ στην περιοχή.
Το Ιράν αύξησε την επιρροή του στους σιίτες του Ιράκ, ενώ διατηρεί την επιρροή του στο Λίβανο μέσω της Χεσμπολάχ και στη Συρία με τις σχέσεις με το καθεστώς του αλεβίτη Άσαντ.
Η αραβική άνοιξη και η πτώση μακροχρόνιων φιλοδυτικών δικτατοριών όπως του Μπεν Άλι στην Τυνησία, του Μουμπαράκ στην Αίγυπτο, η πτώση του Καντάφι στην Λιβύη που τα τελευταία χρόνια αποκήρυξε την «τρομοκρατία» και ανέπτυξε σχέσεις με την Δύση καθώς και ο σφοδρός εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, έχει οδηγήσει περαιτέρω στην άνοδο του ριζοσπαστικού ισλάμ με την εμφάνιση του ISIS, του Ισλαμικού Χαλιφάτου που ελέγχει περιοχές του Ιράκ και της Συρίας ενώ έχει επιρροή και στη Λιβύη και στην Αίγυπτο όπου δεν λείπουν και άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις.
Η αποσταθεροποίηση που έφεραν οι εξεγέρσεις της αραβικής άνοιξης οδήγησαν στην άνοδο του ριζοσπαστικών ισλάμ γιατί δεν υπήρχαν άλλα οργανωμένα κοσμικά κινήματα, για να ηγηθούν των αλλαγών που προκλήθηκαν με την πτώση των δικτατορικών καθεστώτων.
Η Δύση και οι ΗΠΑ, των οποίων η πολιτική τους επί δεκαετίες αλλά και τα τελευταία χρόνια οδήγησε στο σημερινό χάος με τους πολέμους να συνεχίζονται αδιαλείπτως από το 2001 και την συνεχιζόμενη αιματοχυσία, αδυνατούν να ελέγξουν αυτά που προκάλεσαν και μάλιστα δέχονται και τα αντίποινα όπως τις επιθέσεις στο Παρίσι πρόσφατα ενώ εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τις εμπόλεμες ζώνες σπάνε τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το τεράστιο προσφυγικό κύμα προς της Ευρώπη, αποτέλεσμα των πολεμικών συρράξεων σε Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν, συρράξεων που οφείλονται στην πολιτική των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση της Δύσης, ιδιαίτερα από το 2001 και μετά, έχει κλονίσει ανεπανόρθωτα κατά την γνώμη μου τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πραγματικότητα η Ευρώπη και η Δύση θερίζουν αυτά που έσπειραν.
Η αναθεώρηση της συνθήκης Σένγκεν στα σύνορα Δανίας – Γερμανίας, Δανίας – Σουηδίας, το κλείσιμο συνόρων και οι φράχτες στα σύνορα Ουγγαρίας – Σερβίας – Κροατίας, FYROM – Ελλάδας, σημαίνει το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έτσι όπως το ξέρουμε μέχρι τώρα.
Δεν πιστεύω ότι η αναθεώρηση της συνθήκης Σένγκεν είναι ένα προσωρινό μέτρο.
Πιθανόν μπορεί να δούμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση δύο ταχυτήτων. Μία όπου θα περιλαμβάνει ένα σκληρό πυρήνα, χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης όπως η Αυστρία, η Γερμανία, η Δανία, η Ολλανδία, η Φιλανδία, οι βαλτικές χώρες όπου θα ισχύει η συνθήκη Σένγκεν και μία των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, την Γαλλία και άλλες χώρες όπου θα υπάρχει έλεγχος των συνόρων στην μετακίνηση ανθρώπων.
Αν αυτό το σενάριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύο ταχυτήτων υπήρχε παλιότερα από το 2010 – 11 λόγω της οικονομικής κρίσης για τις χώρες με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα οι οποίες είχαν υπαχθεί σε μνημόνια και υπήρχε η σκέψη για αποβολή τους από την ευρωζώνη, τώρα αυτό το σενάριο επανέρχεται για πολιτικούς και γεωστρατηγικούς λόγους που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο των μεταναστευτικών πληθυσμών και για λόγους ασφαλείας δηλαδή να εμποδιστεί η είσοδος ισλαμιστών που ενδεχομένως να πραγματοποιήσουν επιθέσεις όπως αυτές που έγιναν πρόσφατα στο Παρίσι, τον Νοέμβριο του 2015 και τις ανέλαβε το ISIS.
Ας μην ξεχνάμε, ότι για αυτούς τους λόγους, δηλαδή για πολιτικούς και γεωστρατηγικούς λόγους, λόγω του μεταναστευτικού κύματος, η Ελλάδα κρατήθηκε στην ευρωζώνη το καλοκαίρι του 2015, όταν η κυβέρνηση Σύριζα ανήγγειλε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου για τις προτάσεις των δανειστών, σε μια προσπάθεια να προστατευτούν καλύτερα τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού η Ελλάδα είναι το σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Μ. Ανατολή και η πύλη εισόδου των προσφύγων και των μεταναστών στο ταξίδι τους προς τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Η Ευρώπη έχει ανάγκη από μια σταθεροποιημένη πολιτικά και οικονομικά Ελλάδα.
Όμως το πρόβλημα εξακολουθεί να διογκώνεται και να παραμένει ανεξέλεγκτο με αποτέλεσμα να δίνεται τελεσίγραφο στην Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την θωράκιση των συνόρων και το σταμάτημα των προσφύγων αλλιώς θα τεθεί εκτός της συνθήκης Σένγκεν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είναι ποτέ έτσι όπως την ξέραμε. Αν η Ελλάδα αποβληθεί από την Σένγκεν, υπονομεύεται ακόμα περισσότερο η επιχειρηματολογία των ελληνικών κυνερνήσεων για πάση θυσία παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή η κατάσταση που είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της Δύσης στη Μ. Ανατολή, πολιτική που προκάλεσε τους πολέμους, την προσφυγιά εκατομμυρίων ανθρώπων, την περαιτέρω άνοδο του ριζοσπαστικού ισλάμ και τα αντίποινα στην Ευρώπη, έχει ως συνέπεια την σκλήρυνση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απέναντι στους πρόσφυγες, την υιοθέτηση αυταρχικών και ολοκληρωτικών μέτρων όπως η απαγόρευση συγκεντρώσεων, όπως έγινε στη Γαλλία μετά τις επιθέσεις των ισλαμιστών, την διόγκωση ενός αστυνομικού κράτους στο όνομα της ασφάλειας, την υιοθέτηση πρακτικών που θυμίζουν ναζισμό όπως η κατάσχεση προσωπικών αντικειμένων των προσφύγων κάποιας αξίας – θυμίζει την πρακτική των ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης – την άνοδο του ρατσισμού και της ακροδεξιάς.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι μετά τις επιθέσεις των ισλαμιστών γίνεται εμφανής η συναίνεση τμημάτων των ευρωπαίων πολιτών που συνασπίζονται πίσω από τις κυβερνήσεις τους λόγω του φόβου και της ανασφάλειας, αντιδρούν στην έλευση των προσφύγων, κάτι που κάνει πιο εύκολη την εφαρμογή των αυταρχικών μέτρων που παίρνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν την ροή των προσφύγων και να προλάβουν επιθέσεις των ισλαμιστών.
Δυστυχώς οι λαοί στην Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια δεν αντέδρασαν αποτελεσματικά όταν οι κυβερνήσεις τους συναινούσαν και συστρατεύονταν στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» που είχαν κηρύξει οι ΗΠΑ μετά το 2001, όταν συναινούσαν στους πολέμους του Αφγανιστάν και του Ιράκ και όταν οι κυβερνήσεις τους έστελναν στρατεύματα να συνδράμουν τους Αμερικανούς στην κατοχή των χωρών αυτών.
Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο πληρώνουν διπλά τις συνέπειες του πολέμου κατά της «τρομοκρατίας», όπως το ότι υπάρχουν θύματα πολίτες από τα αντίποινα των ισλαμιστών και από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις παίρνουν ολοένα και πιο αυταρχικά και ολοκληρωτικά μέτρα στο όνομα αυτού του πολέμου και της ασφάλειας.
Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη καταρρεύσει.
Πιστεύω ότι μόνο η ανάπτυξη επαναστατικών κινημάτων στο εσωτερικό των χωρών της Δύσης με στόχο την καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος και του κράτους και την δημιουργία μιας Διεθνούς Ευρωπαϊκής Κομμούνας μπορεί να βάλει ένα τέλος σε αυτόν τον πόλεμο, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση, όλα τα δεινά του καπιταλισμού και της εξουσίας.
Δεν φτάνει απλώς και μόνο η υπονόμευση και η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι ένας συνασπισμός των καπιταλιστικών τάξεων στην Ευρώπη.
Άλλωστε το ίδιο θέλουνε και οι ακροδεξιοί, οι νοσταλγοί ενός ισχυρού έθνους – κράτους που πιέζουν για το κλείσιμο των συνόρων, την απέλαση των ξένων και των προσφύγων, την επαναφορά σε ένα καθεστώς εθνικού καπιταλισμού. Ούτως ή άλλως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη πάψει να υπάρχει ως αυτό που ήταν.
Μόνο μια διεθνής κοινωνική επανάσταση με αντικαπιταλιστικό και αντικρατικό χαρακτήρα στην Ευρώπη και όχι μόνο είναι η απάντηση στην σημερινή κατάσταση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *