ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΜΒΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΣΤΙΣ 10/4/2014 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΔΝΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

31 Ιουλίου 2017

Σύμφωνα με το άρθρο 97 του Συντάγματος, τα πολιτικά «εγκλήματα» δικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους.

Η ένσταση περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου αφορά στην υπεράσπιση της πολιτικής φύσεως των πράξεων που δικάζονται, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικές. Κατά το α’ 187Α Π.Κ ‘‘όποιος τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό……..ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδης συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας…’’.

 

Όσον φορά το ζήτημα του ποιόν τελικά εκφοβίζει η δράση του Επαναστατικού Αγώνα, αυτό έχει καταγραφεί κοινωνικά. Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα αυτόν τον ‘‘πληθυσμό’’ που εκφοβίζει είναι η μικρή μειοψηφία της οικονομικής ελίτ και των ηγητόρων του κρατικού μηχανισμού. Εκφοβίζει μια μειοψηφία προνομιούχων.

Όσο για το αν βλάπτει ή όχι μια χώρα, εδώ πρέπει να υπενθυμίσω την τοποθέτησή μου κατά την έναρξη της διαδικασίας, ότι πεποίθησή μου είναι ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα δεν είναι αυτή που είναι δυνατόν να αποσταθεροποιήσει την χώρα, αλλά το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Την χώρα, – όπως επισήμανα – την αποσταθεροποιεί το ίδιο το καθεστώς του καπιταλισμού και του κράτους, μέσα από τις οικονομικές πολιτικές που έχουν επιβάλει συνθήκες κοινωνικής γενοκτονίας για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Που διαχέουν την κοινωνική βία στη κοινωνική βάση και στην οποία έχει κυριαρχήσει ο νόμος του καπιταλισμού ‘‘όλοι εναντίον όλων’’. Που στις υπάρχουσες συνθήκες κοινωνικής σήψης και θανάτου της αλληλεγγύης όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον συνάνθρωπό τους μέσα από το πρίσμα ‘‘ο θάνατός σου, η ζωή μου’’.

Αυτό που αποσταθεροποιεί τη χώρα, είναι το καθεστώς που καταστρέφει την κοινωνία κρατώντας στη κοινωνική βάση τη κοινωνική σύγκρουση και τη βία, συνθήκη που διασφαλίζει ότι οι υπαίτιοι αυτής της κοινωνικής κατάστασης μένουν στο απυρόβλητο.

Επειδή με την φράση ‘‘να βλάψουν σοβαρά μια χώρα’’ εννοούμε οτιδήποτε απειλεί την συστημική λειτουργία, δηλαδή το οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας, αφού το ίδιο το σύστημα είναι αυτό που προσδιορίζει και το εκάστοτε εξουσιαστικό μοντέλο διάρθρωσης της ταξικής και κοινωνικής ιεραρχίας στη κοινωνία, τότε ο 187Α δηλώνει την αποδοχή της δυνατότητας της ένοπλης δράσης να βλάψει και μάλιστα σοβαρά, το σύστημα.

Αυτό γίνεται πιο ρητό και συγκεκριμένο στη συνέχεια του 187Α όπου στη αντικειμενική δυνατότητα προστίθεται και ο υποκειμενικός παράγοντας: ‘‘…και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό… ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας…’’.

 

Αυτό ακυρώνει τον ισχυρισμό του Αρείου Πάγου στην απόφαση 1413/2010 για την υπόθεση της   17 Νοέμβρη που αναφέρει ότι η επιδίωξη αυτή ‘‘δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται, πέραν τούτου, να αναδύεται αντικειμενικώς…’’. Πλην όμως ο 187Α αναφέρει αυτόν τον στόχο αντικειμενικώς.

Θα γίνει παρακάτω εκτενής αναφορά στην απόφαση αυτή που θεωρείται ως βάση στην εκάστοτε δικαστική επιχειρηματολογία για το ζήτημα της ένστασης για την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων και την πολιτική φύση των εκδικαζόμενων υποθέσεων.

Ο 187Α αναφέρει ρητώς την αντικειμενική προσφορότητα της ένοπλης ανατρεπτικής δράσης να προκαλέσει ακόμα και την καταστροφή του πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος (δομές) και δεν μένει καθόλου στον υποκειμενικό απλώς παράγοντα της βούλησης.

Συνεπώς ή θα πρέπει με βάση τον 187Α και εφόσον θέλουμε να ακριβολογούμε να δεχτούμε ότι μ’ αυτόν τον νόμο δικάζονται αυτές οι οργανώσεις οι οποίες αντικειμενικώς έχουν δυνατότητα να ανατρέψουν το καθεστώς, ή θα πρέπει να γίνει αλλαγή του 187Α.

Επειδή όμως και με βάση την αντικειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα η προσφορότητα της ένοπλης δράσης να ανατρέψει ένα καθεστώς, συνιστά αποδοχή της ίδιας της πολιτικής φύσης αυτής της δράσης, τότε συμπεραίνουμε αυτό που όλοι γνωρίζουν, πλην όμως δεν έχουν το πολιτικό ανάστημα να το ομολογήσουν, ότι ο 187Α έχει ως αποστολή να δικάζει πολιτικά εγκλήματα.

Και αυτό αυτόματα έρχεται σε σύγκρουση με το ίδιο το Σύνταγμα που λέει πως τα πολιτικά εγκλήματα εκδικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια.

Και αφού ο 187Α εκδικάζει αυτές τις ‘‘τρομοκρατικές’’ οργανώσεις που η δράση τους είναι πρόσφορη αντικειμενικώς  – εννοείται πως προϋπόθεση για τη σύσταση μιας τέτοιας οργάνωσης είναι ο υποκειμενικός παράγοντας που πολλάκις έχει αναγνωριστεί στα δικαστήρια ως πολιτικός, ότι τα κίνητρα των συμμετεχόντων είναι πολιτικά, αλλά και ότι ο στόχος τους είναι μια πολιτική κοινωνική αλλαγή με οριζόντια μορφή κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης –  τότε δεν θα πρέπει να εκδικάζονται με τον 187Α οι πράξεις αυτές που είναι αντικειμενικώς πρόσφορες.

Όσον αφορά τον Επαναστατικό Αγώνα, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι η δράση του είναι απρόσφορη στο να επιφέρει τις αλλαγές που καταγράφονται στον 187Α , δηλαδή την καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών, την καταστροφή του καθεστώτος ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το τελικό ζητούμενο της δράσης του που είναι η Κοινωνική Επανάσταση και η επαναστατική οργάνωση της κοινωνίας σε βάσεις που ορίζονται από την αρχή της οικονομικής ισότητας και της πολιτικής ελευθερίας όλων των ανθρώπων.

Για τη προσφορότητα της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα ως προς τον στόχο της καταστροφής των οικονομικών και πολιτικών δομών, συνεπώς της ανατροπής του συστήματος, έχουν μιλήσει και πολλοί καθεστωτικοί παράγοντες μεταξύ των οποίων κυβερνητικοί παράγοντες, υπουργοί κλπ.

 

Επανερχόμενοι στην απόφαση 1413/2010 του Αρείου Πάγου για την υπόθεση της ‘‘17 Νοέμβρη’’ αναφέρουμε το συμπέρασμα αυτής:

‘‘Ερμηνευτικώς συνάγεται ότι πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο στρέφεται άμεσα εναντίον της συνταγματικής τάξης της χώρας και επιδιώκει την ανατροπή ή την αλλοίωσή της. Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς ως στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται πέραν τούτου να αναδύεται αντικειμενικώς από την πραγματική συμβολή, την οποία η κρινόμενη συμπεριφορά είχε ή θα μπορούσε να έχει στη προσβολή της κατεστημένης εξουσίας’’.

 

Να τονίσουμε πως αυτό το συμπέρασμα που αμφισβητεί την αντικειμενική δυνατότητα προσβολής της κατεστημένης εξουσίας, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο τον 187Α  που την θεωρεί ως προϋπόθεση για να δικαστεί κάποιος με αυτόν.

Η απόφαση συνεχίζει:

 

‘‘Περαιτέρω, ως συναφές προς το πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο με την προσβολή που επιφέρει σε κάποιο έννομο αγαθό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού προβλήματος με την ως άνω έννοια. Για την κατάφαση της συνάφειας αυτής, το πολιτικό έγκλημα πρέπει να έχει συντελεστεί.

Υπό την έννοια αυτή ως πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής ( άρθρο 134 Π.Κ ). Αντιθέτως η συγκρότηση δομημένης ομάδας με διαρκή δράση ή η συμμετοχή σε αυτήν με σκοπό τη διάπραξη πράξεων, μη δυνάμενων να επηρεάσουν τη συνταγματική τάξη της χώρας, δεν συνιστά πολιτικό έγκλημα, ασχέτως προς τον τρόπο με τον οποίο οι φερόμενοι ως δράστες προσδιορίζουν ιδεολογικά τις ενέργειες αυτές (….).

Εν προκειμένω, η συμμετοχή στην οργάνωση 17Ν και οι επιμέρους οργανώσεις, εκφεύγουν του χώρου της πολιτικής παρέμβασης που υπερβαίνει τον ποινικό νόμο, διότι άσχετα από τον εκ μέρους των κατηγορουμένων πολιτικό προσδιορισμό της αποδιδόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς ως ΄΄αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας , τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία’’.

Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν έχει καταγραφεί ποτέ ρητώς.

Μόνο ανά τις διάφορες ιστορικές περιόδους το πολιτικό έγκλημα αναγνωρίζεται στις εκάστοτε νομολογίες αναλόγως τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της αντίστοιχης περιόδου.

Οπότε προσαρμόζεται αναλόγως και η νομολογία.

Όταν ειδικά, υπάρχει ανάγκη εξομάλυνσης των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων, οι νομολογίες τροποποιούνται με στόχο την αμνήστευση αντιφρονούντων που παραβιάζουν τον ποινικό νόμο.

Μια τέτοια περίοδος ήταν η δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, όπου υπό την ισχύ του διατάγματος περί αμνηστίας της 8ης/11/1920 σε πολλές αποφάσεις ο Άρειος Πάγος χαρακτήριζε πλήθος πράξεων ως πολιτικές με βάση την υποκειμενική θεωρία, το σκοπό δηλαδή του δράστη, που επεδίωκε την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Πρόκειται για την κεντρική πολιτική απόφαση στην οποία προσαρμόστηκε και η δικαστική εξουσία, να δοθεί τέλος στην περίοδο του λεγόμενου εθνικού διχασμού.

Η περίοδος αυτή όπου στο σκεπτικό των δικαστηρίων για το πολιτικό έγκλημα κυριαρχούσε η υποκειμενική θεωρία με βάση την οποία αρκεί το πολιτικό κίνητρο του δράστη για να προσδιοριστεί ως πολιτική μία πράξη, έληξε το 1929.

Ο Ν. 4229/1929 του Ε. Βενιζέλου, το γνωστό ιδιώνυμο, ασκούσε διώξεις σε όποιον επεδίωκε την εφαρμογή ιδεών που στόχευαν στη βίαιη ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος και όχι του πολιτεύματος.

Στη συνέχεια ο νόμος του Μεταξά 1075/1938 ήρθε ως η σκλήρυνση του νομικού οπλοστασίου έναντι των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Μετά το 1929 η υποκειμενική θεωρία εξοβελίστηκε εντελώς από το νομικό πλαίσιο και κυριάρχησε η αντικειμενική θεωρία.

Το πολιτικό – κοινωνικό υπόβαθρο των νόμων για το πολιτικό έγκλημα υπάρχει και στην εποχή μας με την ‘‘αντιτρομοκρατική’’ νομολογία.

Την περίοδο του διπολισμού, πριν την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος δεν αντιμετωπιζόταν με βάση την στενή αντικειμενική θεωρία. Ένα γνωστό παράδειγμα ήταν η περίπτωση του Πόλε, μέλους της γερμανικής ένοπλης οργάνωσης RAF, που το συμβούλιο εφετών το 1976 είχε απορρίψει την έκδοσή του στη Δυτική Γερμανία.

Το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα εκδόσεως του Πόλε από το γερμανικό κράτος με τον ισχυρισμό ότι: ‘‘Ο  Πόλε ήταν από το 1971 μέλος μιας επαναστατικής εξτρεμιστικής οργάνωσης που είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπε σε ενεργό δράση ως ανατροπή του κρατούντος εις την Δυτική Γερμανία, πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα από κοινού κατά του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού και στρέφεται εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Γερμανίας’’.

Η περίοδος εκείνη μετά την χούντα των συνταγματαρχών ήταν έντονη η ταξική και κοινωνική σύγκρουση με ιστορικούς εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες. Αυτό το κοινωνικό πλαίσιο καθόριζε και το κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο αλλά και την δικαστική εξουσία.

Πλήθος πολιτικών ( Χαραλαμπόπουλος, Α. Παπανδρέου, Μαγκάκης ) οι οποίοι τότε βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, είχαν ταχθεί ενάντια στην έκδοση Πόλε.

Όσον αφορά την  RAF, ήταν μια οργάνωση στης οποίας την δράση συμπεριλαμβάνονταν επιθέσεις εναντίον προσώπων όπως εισαγγελείς, δικαστές, βιομήχανοι, επιχειρηματίες, Αμερικανοί στρατιώτες τους οποίους είχε σκοτώσει ενώ είχε διαπράξει και απαλλοτριώσεις τραπεζών.

Οι Έλληνες δικαστές τότε είχαν αποφανθεί ότι ο Πόλε και η RAF είχαν πολιτική επαναστατική  δράση.

Στην εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας και ενώ ο διπολικός κόσμος κατέρρευσε και κυριάρχησε το καπιταλιστικό μονοπώλιο παγκοσμίως, σταδιακά η διεθνής νομοθεσία εξοπλίστηκε με νομολογίες που προσδιόριζαν ως ‘‘τρομοκρατική’’ την πολιτική αντιπαράθεση με το καθεστώς που παραβίαζε τους νόμους. Το ελληνικό κράτος προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και το 2001 θεσπίστηκε ο 187. Ως εξειδίκευση για την πολεμική του κράτους ειδικά εναντίον της ένοπλης πολιτικής δράσης, θεσπίστηκε ο 187Α .

Ο νόμος αυτός που είναι μια αντιγραφή της αντίστοιχης αμερικανικής νομολογίας για την ‘‘αντιμετώπιση της τρομοκρατίας’’, στα ελληνικά δεδομένα έχει εφαρμοστεί σε πλήθος ανθρώπων που είτε έχουν εμπλακεί σε ένοπλη δράση είτε έχουν κατηγορηθεί ότι συμμετείχαν.

Ο 187Α εξασφαλίζει στο κράτος αφενός την αυστηρή αντιμετώπιση όσων αμφισβητούν ενόπλως την παντοδυναμία του καθεστώτος και αφετέρου καλείται να δώσει χαρακτηριστικά αποπολιτικοποίησης στην ένοπλη ανατρεπτική δράση.

Πλην όμως, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δικάζει αμιγώς πολιτικές πράξεις, τις οποίες ματαίως επιχειρεί να απομακρύνει από το πολιτικό τους πλαίσιο ανάγοντάς τες σε ‘‘τρομοκρατικές’’.

Και λέω ματαίως γιατί ενώ ο ίδιος ο 187Α αναφέρεται σε αυτή την προϋπόθεση της προσφορότητας μιας οργάνωσης και των ενεργειών της, οι δικαστές αντιφάσκουν με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Επανερχόμενοι στην απόφαση του Αρείου Πάγου για την 17Ν, είδαμε πως η επίκληση της αντικειμενικής θεωρίας, με βάση την οποία απαιτείται να είναι αποτελεσματική ως προς τον στόχο της μια ένοπλη οργάνωση και δεν αρκούν τα πολιτικά κίνητρα αυτού ή αυτών που συμμετέχουν σε αυτήν ( υποκειμενική θεωρία ), σκοντάφτει και αυτοακυρώνεται στον ίδιο τον 187Α, αφού αυτός διώκει ως ‘‘τρομοκρατικές’’ μόνο τις οργανώσεις των οποίων η δράση είναι πρόσφορη για να προκαλέσει καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών.

Συνεπώς  –  και για να επανέλθουμε στο συμπέρασμα του Αρείου Πάγου – ΄΄έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού εγκλήματος΄΄, τα οποία δύναται να οδηγήσουν στην ανατροπή ή την αλλοίωση της συνταγματικής τάξης της χώρας, δηλαδή στην ανατροπή ή αλλοίωση του κυριάρχου καθεστώτος.

Μέσα σ’ αυτό το αυτοαναιρούμενο σκεπτικό, μεγάλη σημασία έχει το τελικό συμπέρασμα ότι μόνο το πραξικόπημα (εσχάτη προδοσία) θεωρείται πολιτικό έγκλημα και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού.

Όμως ένα πραξικόπημα δεν αλλοιώνει και πολύ περισσότερο δεν καταστρέφει το οικονομικό σύστημα και το κράτος, αλλά αντιθέτως το οχυρώνει με την στρατιωτική κρατική υπεροπλία.

Τα πραξικοπήματα και οι χούντες είναι η άλλη πολιτική όψη του ίδιου οικονομικού και πολιτικού συστήματος και όποτε ο καπιταλισμός χρειάζεται πραξικοπήματα, οι ίδιες οι ‘‘δημοκρατίες’’ του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου είναι αυτές που τα επιβάλλουν σε χώρες όπου απαιτείται η ατσάλινη κρατική γροθιά για να αναπαραχθεί το σύστημα.

Συνεπώς αυτό το συμπέρασμα του Αρείου Πάγου που έχει κυριαρχήσει στις συζητήσεις και ερμηνείες πάνω στο πολιτικό ‘‘έγκλημα’’, δηλώνει πως το κράτος δεν αναγνωρίζει στην ουσία τίποτα ως πολιτικό εκτός από αυτό που κινείται εντός του καπιταλιστικού και κρατικού πλαισίου και καταλήγει ο Άρειος Πάγος ότι ‘‘τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία’’, επιχειρώντας έτσι να βγάλει εκτός πολιτικού πλαισίου οποιαδήποτε δράση στρέφεται ευθέως εναντίον του υπάρχοντος καθεστώτος.

Η ‘‘δημοκρατία’’ καμώνεται το ιδανικότερο και απόλυτο πολιτικό σύστημα που δεν χωρά στο εσωτερικό του έμπρακτη πολιτική αμφισβήτηση!

Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η ‘‘δημοκρατία’’; Μήπως εννοώντας ότι η πολιτική βία υφίσταται ως τέτοια, είναι δικαιολογημένη και αναγνωρίζεται μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και τυραννίες

– άποψη που ασπάζεται η αριστερά –  εννοούμε ότι στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχουμε ελευθερία;

Αυτό το καθεστώς μόνο ως δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η κάθε 4 χρόνια εκλογή εκπροσώπων που σε μόνιμη βάση σφετερίζονται την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αφού μόνο στην εξαπάτηση και το ψέμα αποσπούν ψήφους και αναρριχώνται στην πολιτική εξουσία, όχι μόνο δεν είναι δημοκρατία αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 120 το παραβιάζει αυτό το καθεστώς, αφού με βάση το προαναφερθέν άρθρο ‘‘ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν απ’ αυτήν’’ αναγνωρίζεται ως έγκλημα.

Κορυφαίες στιγμές σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας είχαμε με την είσοδο της χώρας στο καθεστώς των μνημονίων που έγινε με υπουργικό διάταγμα, και ενώ η πλειοψηφία της κοινωνίας ήταν γνωστό ότι δεν ήταν σύμφωνη, η ψήφιση και η εφαρμογή των μνημονίων και των μέτρων που επιβάλλουν οι υπερεθνικοί θεσμοί και  – το σημαντικότερο όλων –  η παραβίαση της απόφασης του δημοψηφίσματος το 2015 για την μη επιβολή νέων μέτρων στην ελληνική κοινωνία.

Και στις δύο περιπτώσεις και ειδικά στην δεύτερη  με το δημοψήφισμα, απορρέει από το ίδιο το Σύνταγμα πως ο λαός είχε δικαίωμα να ανατρέψει βιαίως την κυβέρνηση.

Είχε δικαίωμα να την ανατρέψει ακόμα και με τα όπλα.

Οι σύγχρονες κυβερνήσεις στην Ελλάδα στηρίζονται σε ψήφους που προέρχονται από μειοψηφικά τμήματα του πληθυσμού. Η πλειοψηφία της κοινωνίας (60%) απέχει από τις εκλογικές διαδικασίες. Συνεπώς και το ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σήμερα δε στηρίζεται ούτε καν από την προσέλευση στις κάλπες από την κοινωνική πλειοψηφία. Οι δε κυβερνήσεις στηρίζονται σε ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 12% του εκλογικού σώματος, ενώ με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η τωρινή κυβέρνηση στηρίζεται από το 6% του εκλογικού σώματος! Με βάση αυτό το ποσοστό είναι κατοχυρωμένη να περνάει τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας;

Επειδή μας έχουν κατηγορήσει σε δικαστική αίθουσα, ως αυτόκλητους υπερασπιστές της κοινωνίας, απαντάω πως δεν είμαστε εμείς αυτόκλητοι, αλλά αυτοί που κατέχουν την εξουσία με την ψήφο μιας αισχράς μειοψηφίας και επιβάλλουν τα μέτρα κοινωνικής ευθανασίας που τους υπαγορεύει η οικονομική ελίτ και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, της ΕΕ, και του ESM.

Αυτούς τους μηχανισμούς κανένας δεν τους εκλέγει και μια αισχρά πλειοψηφία πλουσίων είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι σε κάθε χώρα, της οποίας οι κυβερνήσεις επικυρώνουν και επιβάλλουν δια πυρός και σιδήρου τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας που συνιστούν προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του χτυπημένου από την κρίση συστήματος.

Εμείς δεν είμαστε αυτόκλητοι υπερασπιστές της κοινωνίας είμαστε η ψυχή αυτής της κοινωνίας. Προερχόμαστε από τα σπλάχνα της, ζούσαμε και ζούμε μέσα στην καρδιά της κοινωνικής αδικίας. Προερχόμαστε από χαμηλά και προλεταριακά κοινωνικά στρώματα και έχουμε πλήρη συνείδηση της ταξικότητας αυτού του πολέμου που διεξάγεται τη τελευταία περίοδο με θύματα εκατομμύρια ανθρώπους στην χώρα.

Η χούντα της οικονομικής ελίτ και της πολιτικής εξουσίας δεν είναι δημοκρατία.

Εμείς είμαστε οι προασπιστές της πραγματικής δημοκρατίας, της άμεσης δημοκρατίας.

Και αν μπορούσε να γίνει ένα δημοψήφισμα χωρίς ο κόσμος να φοβάται  – γιατί ο κοινωνικός φόβος είναι ο μόνος παράγοντας που κρατάει το σύστημα όρθιο αυτή την περίοδο, αφού συναίνεση στο καθεστώς πλέον δεν υπάρχει –  το ποσοστό του 35% που είχε βγει από δημοσκόπηση ηλεκτρονικής εφημερίδας με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων το 2009 και που δήλωνε ότι είναι δικαιολογημένη η ένοπλη δράση, θα είναι στις μέρες μας πολύ υψηλότερο.

 

Όσο για το έτερο άρθρο του Συντάγματος που παραβιάζεται παράφορα μέσα από τις κεντρικές οικονομικές πολιτικές είναι το άρθρο 17:

«Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν απ’ αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».

Όμως η προάσπιση των δικαιωμάτων των λίγων οικονομικά ισχυρών που κρατούν στα χέρια τους το οικονομικό σύστημα είναι το μόνο μέλημα του κράτους και αυτή η προάσπιση γίνεται συστηματικά εις βάρος του γενικού συμφέροντος.

 

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την πλέον χαώδη απόσταση ανάμεσα στα συμφέροντα των λίγων οικονομικά ισχυρών και της κοινωνικής πλειοψηφίας, η οποία πεθαίνει για να επιβιώσουν οι οικονομικές ελίτ. Η σύγκρουση αυτή συμφερόντων είναι από τις μεγαλύτερες  – αν όχι η μεγαλύτερη – στην ιστορία. Το κράτος καταπατώντας τους νόμους που το ίδιο θεσπίζει, είναι στο πλευρό των ισχυρών και ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτός είναι ο ιστορικός του ρόλος.

 

Ο διαχωρισμός του υποκειμενικού πολιτικού παράγοντα από τον αντικειμενικό της προσφορότητας της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, δεν είναι θέμα ερμηνείας από τους δικαστές.

Συνιστά την αλλαγή στην πράξη του περιεχομένου του 187Α, δηλαδή συνιστά την ακύρωσή του.

Και αυτό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η αντικειμενική θεωρία περί πολιτικού εγκλήματος ως επιχείρημα για την αποπολιτικοποίηση του Επαναστατικού Αγώνα.

Συνεπώς διωκόμαστε, φυλακιζόμαστε, δικαζόμαστε και καταδικαζόμαστε σε πολλά χρόνια φυλακή με βάση έναν νόμο που ομολογεί ότι δικάζει πολιτικές πράξεις, και αυτός ο νόμος ακυρώνεται στην συνέχεια από τα ειδικά δικαστήρια που τον εφαρμόζουν, πράγμα που καταπατά το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο, υποτίθεται, ότι τα δικαστήρια προασπίζονται.

 

 

            Πόλα Ρούπα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *