Για την ιδεολογία του σκληρού άντρα και την αμφισβήτηση της

https://athens.indymedia.org/post/830888/

από Φίλιππας Κυρίτσης

18/02/2008 2:16 πμ.

Ένα άρθρο του 1988 που παραμένει επίκαιρο.

 Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του νέου βιβλίου του αγαπητού μου φίλου Γιάννη Πετρόπουλου “Ο Χάρης Δεσμώτης” από τις εκδόσεις “Διάδοση” αναδημοσιεύω το παρακάτω άρθρο, το οποίο είχα δημοσιεύσει στο περιοδικό “Κράξιμο” Νο 8 της φίλης μου Πάολας, τον Μάη του 1988.

Από τότε έχουν περάσει 20 χρόνια και έχουν αλλάξει πολλά. Κάποιοι από αυτούς που αναφέρω στο άρθρο μου δεν ζουν πια ενώ εκείνη την εποχή ζούσαν, όπως ο Νίκος Μανετάκης που πέθανε 50 χρονών περίπου, αφήνοντας πίσω του μια θαυμάσια ποιητική συλλογή που εκδόθηκε και κάποια ποιήματα που, δυστυχώς, παραμένουν ανέκδοτα, και ο Χάρης Τεμπερεκίδης που, λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, σκοτώθηκε κυνηγημένος στην ορεινή Κορινθία, τέτοια εποχή, μετά από μια ληστεία τράπεζας. Ενώ ο Γιάννης ο Πετρόπουλος έχει αποφυλακιστεί εδώ και 14 χρόνια, αφού προηγούμενα μεγαλούργησε με την εξέγερση στις φυλακές Αλικαρνασσού του Ηρακλείου της Κρήτης το 1990, μια εξέγερση που αποτέλεσε το έναυσμα για την έκρηξη εξεγέρσεων σε όλες, σχεδόν, τις φυλακές της χώρας και την οποία περιγράφει στο εξαιρετικό βιβλίο του “Γδάρτες Ονείρων” που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Λιβάνη, όπως και τα άλλα δυο θαυμάσια βιβλία του που ακολούθησαν “Το τριαντάφυλλο” και “Η Σκέψη”. Όλα αυτά τα βιβλία έχουν εξαντληθεί, πια, από καιρό. Από όλους αυτούς που αναφέρω στο άρθρο μου έχουν μείνει κοντά μας μόνο ο Γιάννης Πετρόπουλος και ο Χρήστος Ρούσσος, του οποίου το πέμπτο βιβλίο “Ποιητικές Αποδράσεις” κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Παρ’ όλα αυτά, το άρθρο μου παραμένει επίκαιρο, γιατί οι ίδιες αντιλήψεις που επικρατούσαν τότε πάνω στο ζήτημα του ανδρισμού, επικρατούν και τώρα, αν εξαιρέσουμε κάποιους, που με τον αγώνα τους για την ανάδειξη του αίσχους του ομαδικού βιασμού της Αμαρύνθου (Βάθειας), όπως και με τα δημοσιεύματά τους έδειξαν ότι, επιτέλους, κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει.

Το άρθρο:

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΚΛΗΡΟΥ ΑΝΤΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ

Ο αγώνας του Χρήστου Ρούσσου, τέλη 1986 – αρχές 1987, με τη δημοσιότητα που κατάφερε να εξασφαλίσει, έφερε στο προσκήνιο την αλήθεια για ένα μεγάλο θέμα, που, τόσο για τις φυλακές, όσο και για την κοινωνία γενικότερα, αποτελεί ταμπού: το κατά πόσο επαναστατικός είναι ο ανδρισμός σαν μορφή σκέψης και συμπεριφοράς.

Είναι κοινό μυστικό ότι, τόσο ο πολύς κόσμος, όσο και οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστατημένους, πιστεύουν ότι ανδρισμός και επαναστατικότητα είναι, λίγο-πολύ, ταυτόσημα. Εγκλωβισμένοι όλοι τους μέσα στην εικόνα που το κράτος προωθεί για τον επαναστάτη, δεν είναι πολλές φορές σε θέση ούτε καν να υποψιαστούν ότι σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο και μιλάνε την ίδια γλώσσα με το κράτος. Βλέποντας το κράτος μόνο σαν ένα στρατιωτικό μηχανισμό που μεταχειρίζεται όπλα, φυλακές και ψυχιατρεία για να ελέγχει ή να εξοντώνει τους αντιπάλους του, αδυνατούν να συλλάβουν το πόσο το κράτος έχει απλωθεί, σαν καρκίνωμα, μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό. Αποτέλεσμα αυτής, της μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες θεώρησης του κράτους, είναι ο υποβιβασμός της σύγκρουσης μαζί του σε, λίγο-πολύ, σύγκρουση μεταξύ δύο αντιπάλων στρατοπέδων, που το ένα αποσκοπεί να διατηρήσει την εξουσία του (κράτος) και το άλλο να την ανατρέψει για να την αντικαταστήσει με τη δική του. Τελικά δηλαδή ο επαναστατικός αγώνας διαστρεβλώνεται και υποβιβάζεται σε πολιτική, δηλαδή κυνήγι της εξουσίας. Ακόμα κι αν το αντίπαλο προς το κράτος στρατόπεδο καταφέρει να υπερισχύσει, όπως έχει γίνει με τις «πετυχημένες» επαναστάσεις του αιώνα μας, το κράτος δεν εξαφανίζεται σαν θεσμός, αλλά αλλάζει, απλά, μορφή.

Επειδή τα παραπάνω φαίνονται γενικολογίες, και γι’ αυτό είναι εύπεπτα, θέλω να αναφερθώ σε μερικά πραγματικά περιστατικά, που δίνουν ανάγλυφα το πόσο το κράτος πλειοδοτεί υπέρ του ανδρισμού, και το πόσο η ταύτιση της εικόνας του σκληρού άντρα με τον δυνατό, η οποία ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του, είναι πέρα για πέρα ψεύτικη.

Από το 1976 μέχρι το 1978, που γινόντουσαν τα χειρότερα και πιο απάνθρωπα βασανιστήρια σε βάρος κρατουμένων στις Πειθαρχικές Φυλακές της Κέρκυρας, οι φύλακες αυτής της φυλακής κυκλοφορούσαν με μουστάκες, μαύρο γυαλί, μπεγλέρι, το γνωστό κουτσαβάκικο περπάτημα και το κλομπ περασμένο στη ζώνη τους. Με τα κλομπ επιβάλλανε στους κρατούμενους να τους ακούν να καυχιούνται ότι αυτοί είναι γαμιάδες, ενώ οι κρατούμενοι είναι κότες, χαμούρες, κουφάλες και τα παρόμοια. Παράλληλα οι ρουφιάνοι-συνεργάτες των δεσμοφυλάκων, βιάζοντας άλλους κρατούμενους με την απειλή μαχαιριών και πέντε εναντίον ενός, συνεπικουρούσαν στη συντήρηση της εικόνας ότι δυνατός σημαίνει πολύ άντρας. Και όμως, αν και σε γενικές γραμμές η μεθοδική αυτή πλύση εγκεφάλου, με τη βοήθεια των σωματικών βασανιστηρίων, είχε επιτυχία, υπήρξαν και άνθρωποι, μετρημένοι στα δάχτυλα ίσως, που αντέξανε και δεν αλλοτριώθηκαν, όχι γιατί ήταν σκληροί άντρες, άσχετα αν αντέξανε μόνοι αυτοί στα βασανιστήρια, αλλά γιατί κατάφεραν ‘να δουν, πίσω από την αντρική μάσκα του κράτους, την αδυναμία του να περάσει το δίκιο των κρατουμένων για άδικο και το άδικο των φυλάκων και των ρουφιάνων-συνεργατών τους για δίκιο. Άνθρωποι, όπως ο Θόδωρος Βενάρδος, ο Σπύρος Κωτρέτσος, ο Νίκος Μανετάκης, ο Χάρης Τεμπερεκίδης, αν και στην πλειοψηφία τους προερχόντουσαν από περιβάλλοντα όπου κυριαρχούσε η εικόνα του σκληρού άντρα, του 100% αρσενικού όπως λένε στις φυλακές, μέσα από τις μαρτυρικές τους εμπειρίες εκείνης της εποχής, είδανε το αδιέξοδο της υπεράσπισης της ανθρωπιάς τους με το να υιοθετούν και αυτοί την εικόνα του σκληρού άντρα που προβάλλανε οι βασανιστές τους, και αναζήτησαν τη διατήρηση της προσωπικότητας τους μέσα από την αυτομόρφωση με το διάβασμα, την εκμάθηση των νόμων που τους αφορούσαν και την αλληλεγγύη τους προς τους πιο αδύνατους συγκρατούμενους τους.

Όταν, από το 1979 κι έπειτα που ηρεμήσανε κάπως τα πράγματα στις φυλακές της Κέρκυρας, άρχισαν να ξεφεύγουν από αυτό το Νταχάου καταφέρνοντας με χίλιους δυο αγώνες να μετάγονται σ’ άλλες φυλακές, είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω προσωπικά και να δω, μέσα από την εν γένει συμπεριφορά τους, το πόσο, με τη σεμνότητα, την ευγένεια, τη διακριτικότητα και το σεβασμό του άλλου, αποδείχνανε έμπρακτα ότι η ιδεολογία του σκληρού άντρα είχε αποτύχει να τους δηλητηριάσει. Κανένας τους δε μιλούσε ποτέ με υποτιμητικό τρόπο για τις γυναίκες, κανένας τους δεν εκμεταλλευόταν τη σωματική του δύναμη ή τις μέσα στη φυλακή γνωριμίες του για να επιβληθεί πάνω στους άλλους, κανένας τους δε χρησιμοποιούσε φυλακίστικο λεξιλόγιο για να κάνει εντύπωση, κανένας τους δεν καυχιόταν για την παραμονή του στην Κέρκυρα ή στις φυλακές γενικά. Στις φυλακές που μεταγόντουσαν, προσπαθούσαν να μένουνε όσο το δυνατόν ανώνυμοι, αφήνοντας το ρόλο του μάγκα και νταή στους φωνακλάδες, βρωμόστομους και ψευτοαγανακτισμένους ρουφιάνους-συνεργάτες των φυλάκων (της υπηρεσίας, όπως αποκαλείται το σκυλολόι των φυλάκων από τους κρατούμενους). Αποφεύγανε τις φασαρίες όπως ο διάβολος το λιβάνι, παρ’ όλο που γνώριζαν ότι οι ρουφιάνοι ραδιουργούσανε συνεχώς πίσω από τις πλάτες τους και διαδίδανε γι’ αυτούς τα πιο πρόστυχα ψέματα. Για παράδειγμα, πολλοί ήταν αυτοί που, είτε γιατί ήταν ρουφιάνοι, είτε γιατί ήταν ηλίθιοι και πιστεύανε τους ρουφιάνους, κατηγορούσανε τον Βενάρδο ότι είναι συνεργάτης της υπηρεσίας, γιατί είχε αποκαλύψει δημόσια την κυκλοφορία ναρκωτικών μέσα στις φυλακές. Κι όμως ο Βενάρδος διώχτηκε από το Ψυχιατρείο Κρα­τουμένων, όπου είχε καταφέρει να μεταχθεί, μετά από ασύλληπτους για τον ανθρώπινο νου αγώνες στις φυλακές Κέρκυρας, παρά τη θέληση του, και οδηγήθηκε στις φυλακές Αίγινας, το 1979, μόνο και μόνο γιατί αρνήθηκε να διαψεύσει δημόσια τις καταγγελίες για κακομεταχείριση του στις φυλακές Κέρκυρας, που είχε κάνει ο συγκροτούμενος του Βλάσσης Ψοφάκης, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στις φυλακές της Τίρυνθας. Και για να καταφέρει να ξεφύγει από τις φυλακές Αίγινας κατάπιε μια πρόκα 15 εκατοστών.

Ο Σπύρος Κωτρέτσος, ένα παλικάρι δυο μέτρα όπως κι ο Βενάρδος, ήταν τόσο ευαίσθητος απέναντι στις συνεχείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων των άλλων κρατουμένων, που σε κάποια φάση έκανε μαζί μου απεργία πείνας και κλείστηκε κι αυτός στο πειθαρχείο της Αίγινας, μόνο και μόνο για να υποστηρίξει μηνυτήρια αναφορά του εναντίον της διεύθυνσης των φυλακών για τις απάνθρωπες, συνθήκες διαβίωσης που είχε αυτή επιβάλλει. Σε μια άλλη φάση τσακώθηκε με τον αρχιφύλακα μπροστά σε δεκάδες κρατούμενους, στο προαύλιο της ακτίνας, μόνο και μόνο γιατί ο αρχιφύλακας μαζί με φύλακες ανάγκασε κάποιον κρατούμενο να κάνει μπάνιο παρά τη θέληση του. Κι όμως ο Κωτρέτσος δεν το ’παιζε μάγκας, διάβαζε οποιαδήποτε φεμινιστικά βιβλία έπεφταν στα χέρια του και μιλούσε με τα καλύτερα λόγια ακόμα και για τις πόρνες, που αποτελούν τον πιο εύκολο, και γι’ αυτό συνηθισμένο, στόχο των «σκληρών αντρών». Ο Σπύρος Κωτρέτσος, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και με τα ατέλειωτα αστεία του, δεν ήτανε μάγκας. Ήτανε ένας άνθρωπος που, έχοντας συνείδηση του δίκιου του, κατάφερε το 1982 να οργανώσει τη μεγαλύτερη απόδραση από ελληνικές φυλακές τα τελευταία 25 χρόνια. Τη μαζική απόδραση αυτού και άλλων 5 κρατουμένων από το Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού.

Ο Νίκος Μανετάκης, τα πολλά χρόνια που μπαινοβγαίνει στις φυλακές, τα εκμεταλλεύτηκε για να διαβάσει και να αυτομορφωθεί σε βαθμό που να μπορεί να υπερασπίζεται με μηνύσεις και αναφορές τα δικαιώματα των κρατουμένων κάτω και από τις πιο βάρβαρες συνθήκες, όπως οι συνθήκες στις φυλακές Κέρκυρας. Μολονότι ποτέ δεν το παίζει μάγκας και σκληρός άντρας, είναι πάντα από τους πρώτους που του φορτώνουν ευθύνες για εξέγερση κρατουμένων, όπως έγινε και με την εξέγερση των κρατουμένων των φυλακών Κορυδαλλού το 1981.

Ο Χάρης Τεμπερεκίδης, ένας άνθρωπος υπόδειγμα σεμνότητας και ευγένειας, που ποτέ δεν θα πει χυδαία κουβέντα και ποτέ δεν θα τσακωθεί με άλλον κρατούμενο, παρόλο που όλοι, όσοι τον ξέρουν, τον θαυμάζουν για την ακατάβλητη σωματική του δύναμη και αντοχή, έκανε να τον αγαπήσουν ακόμη και οι μαγαζάτορες της γειτονιάς, όπου κρυβόταν μετά την απόδραση του από τις φυλακές Κέρκυρας, το 1986. Κι όμως, ο Τε­μπερεκίδης θεωρήθηκε σαν πρωτεργάτης του εμπρησμού των φυλακών Κέρκυρας, στη διάρκεια της πιο δυναμικής εξέγερσης στην ιστορία τους, το Φλεβάρη του 1987, και είναι ακόμα κλεισμένος σ’ αυτές.

Θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα παραδείγματα με κρατούμενους λιγότερο γνωστούς, αλλά πιστεύω ότι, όσα είπα, είναι ήδη αρκετά, για όποιον θέ­λει να ξεπεράσει τις αυταπάτες του και να δει την αλήθεια. Θα τελειώσω, λοιπόν, αυτή την αναφορά μου σε κρατούμενους, με τον Γιάννη Πετρόπουλο, τον πιο επικίνδυνο για τις υπηρεσίες των φυλακών κρατούμενο, σύμφωνα με τη γνώμη του περιώνυμου πρώην διευθυντή της Κέρκυρας Κόλλα, που η κτηνωδία του οδήγησε τους κρατούμενους αυτής της πιο «ασφαλούς» φυλακής της Ελλάδας σε εξέγερση. Ό,τι και να πω για τον Πετρόπουλο είναι λίγο, και φαντάζομαι ότι, μετά από όσα έχω αναφέρει παραπάνω, είναι κουτό να αμφιβάλλει κανείς ότι ο Πετρόπουλος είναι παράδειγμα ευγένειας, διακριτικότητας, σεβασμού και αλληλεγγύης προς τους άλλους. Λοιπόν, ο Πετρόπουλος, σαν ιδανικό που πρέπει να φτάσει είχε τη γυναίκα, Ούλρικε Μάινχοφ, της οποίας μια φωτογραφία από το περιοδικό «ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ» είχε κορνιζάρει και την είχε πάντα πάνω στο κομοδίνο του, όσο καιρό έμεινε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, μετά την έκδοση του στην Ελλάδα από την Ολλανδία το 1978.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη οργανώσεις του τύπου «Άντρες ενάντια στο σεξισμό», που υπάρχουν και μέσα και έξω από τις φυλακές σε χώρες, όπως η Αγγλία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οργανώσεις που μπαίνουν τόσο πολύ στο μάτι του κράτους, που αυτό φτάνει ακόμα και να δολοφονεί τους πιο μαχητικούς τους εκπροσώπους μέσα στις φυλακές, όπως, για παράδειγμα, τον Καρλ Χαρπ, που, όπως συνήθως, τη δολοφονία του μέσα στις αμερικάνικες φυλακές οι φύλακες την παρουσιάσανε σαν αυτοκτονία. Και οι άνθρωποι, σαν τον Χρήστο Ρούσσο, τον Νίκο Μανετάκη, τον Χάρη Τεμπερεκίδη και τον Γιάννη Πετρόπουλο, σαπίζουν μέσα στις φυλακές, όταν δεν σαπίζουν στο χώμα, όπως ο Θόδωρος Βενάρδος και ο Σπύρος Κωτρέτσος. ‘ Ίσως εκεί μέσα είναι πιο ασφαλείς, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες στυγερές δολοφονίες των Παναγιώτη Γαγγλία και Μιχάλη Πρέκα, για τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να μιλήσω τώρα. Όσον αφορά το αν διαφέρουν τα ισόβια δεσμά από το θάνατο, είναι κάτι που, οι δικαστές, τουλάχιστον, δεν το πιστεύουν, όπως φαίνεται από το ότι υποκαθιστούν τη μία ποινή με την άλλη.

Εμείς, που, προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν βρισκόμαστε ούτε στο χώμα, ούτε στη φυλακή, ιδιαίτερα όταν έχουμε δει τους καλύτερους φίλους μας μέσα στις φυλακές να δολοφονούνται, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, έχουμε χρέος απέναντι στον εαυτό μας και σ’ αυτούς, να υπερασπίσουμε το έργο τους ενάντια στους κάθε λογής χαφιέδες ή εκπροσώπους του κράτους, που προσπαθούν να το διαστρεβλώσουν και να το δυσφημίσουν, ταυτίζοντας το με μαγκιές, νταηλίκια, τσαμπουκάδες και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Γιατί μια τέτοια ταύτιση, αφ’ ενός μεν κάνει, όσους προσπαθούν να τους μοιάσουν ή να τους συμπαρασταθούν, να διαιωνίζουν το κράτος μέσα από τη συμπεριφορά τους, το κράτος που έχει βάψει τα χέρια του με τόσο πολύ αίμα, και αφ’ ετέρου απομονώνει αυτούς τους κρατούμενους από τον πολύ κόσμο που, βλέποντας τους σαν Ράμπο, αποκλείεται να τους συμπαρασταθεί γιατί αισθάνεται πολύ αδύναμος για κάτι τέτοιο.

Εγώ θεωρώ τιμή μου που έγραψα αυτά τα πράγματα για το «ΚΡΑΞΙΜΟ», γιατί πιστεύω ότι η ελπίδα μπορεί να προέλθει μόνο από τους απελπισμένους. Και το «ΚΡΑΞΙΜΟ» απευθύνεται, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτούς κυρίως..

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *