ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ – ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ: Π.ΡΟΥΠΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΣ ΜΑΖΙΩΤΗΣ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

 

https://athens.indymedia.org/post/1587781/

 

από Νίκος Μαζιώτης-Πόλα Ρούπα

13/05/2018 10:48 μμ.

ΣΥΣΤΗΜΙΚH ΚΡΙΣΗ-ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΙ  ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Μάϊος 2018


Ενότητες

  1. H ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
  2. ΥΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
  3. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ 
  4. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ 2007                               
  5. Ο  ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
  6. Η ΝΕΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ Ε.Ε ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ
  7. Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΦΡΕΝΟ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΜΠΟΡΙΟ –  Υποενότητα:‘‘Ο ΟΓΚΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΥΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ’’
  8. ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ – Υποενότητα: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΡΟΖΑΒΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΟΜΟΣΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ                      
  9. ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 

Η ιστορική περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ρευστότητα που υπόσχεται ριζικές μεταβολές και μεγάλες αναταραχές σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο επίκεντρο όλων των εξελίξεων είναι και θα παραμείνει η παγκόσμια οικονομική κρίση.

Όλοι οι οικονομικοί αναλυτές και οι κυβερνήσεις βεβαιώνουν πως η παγκόσμια οικονομία έχει αφήσει πίσω της την κρίση και πως προβλέπεται αύξηση της ανάπτυξης παγκόσμια. Η Ελλάδα, μας βεβαιώνουν, ότι βγαίνει από τα μνημόνια και ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε σταθερή τροχιά βελτίωσης. Όμως, ούτε τα στοιχεία ούτε οι αριθμοί ούτε οι οικονομικοί σχεδιασμοί που κάνουν οι πολιτικές εξουσίες και οι οικονομικοί υπερεθνικοί σχηματισμοί που θεσμοθετούν για το σύστημα, την λειτουργία και την αναπαραγωγή του, δεν μπορούν να καλύψουν την αλήθεια, η οποία ‘‘δραπετεύει’’ πάντα για να βγει στην επιφάνεια: Η παγκόσμια κρίση ήρθε για να μείνει και οι πολιτικές διάσωσης του συστήματος μεταθέτουν απλώς στο (άμεσο) μέλλον την εκδήλωση μιας μεγαλύτερης και καταστροφικότερης κρίσης από αυτή που αποκαλύφθηκε πριν από 10 χρόνια. Αυτή η μετάθεση της μεγάλης κρίσης στο μέλλον γίνεται με όρους που την υποδαυλίζουν τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς την έντασή της.
Ένα ‘‘τσουνάμι’’ καταρρεύσεων καιροφυλακτεί πίσω από τα σχέδια των ισχυρών για την διαιώνιση του συστήματος, το οποίο έχει τεθεί έξω από κάθε έλεγχο, έξω από κάθε δυνατότητα να τεθεί σε οποιονδήποτε περιορισμό. Καταρρεύσεις χωρών με υψηλά χρέη – με την Ελλάδα να δεσπόζει ξανά στις πρώτες θέσεις αυτού του καταλόγου –, θα είναι το ‘‘σωτήριο για το σύστημα’’ αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος και των πολιτικών στήριξής του.
Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνεται. Όμως τις εκρηκτικές διαστάσεις του μεγάλου ταξικού και κοινωνικού πολέμου που ζούμε, δεν τις έχουμε δει στην κορύφωσή τους ακόμα. Η αναταραχή, και η ρευστότητα στις κεφαλαιαγορές υποδεικνύουν ότι εμπιστοσύνη στο σύστημα δεν έχουν ούτε οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες. Η αναζήτηση ‘‘ασφαλών καταφυγίων’’ για τα κεφάλαια είναι ένας διαρκής αγώνας δρόμου. Μέσα σε έναν κόσμο αβέβαιο που μόνο σταθερότητα και ευημερία δεν μπορεί να εγγυηθεί, η σπασμωδικότητα των οικονομικά ισχυρών στις επενδύσεις τους, λειτουργεί ως το έναυσμα αναταραχών που αυξάνονται ως προς την έντασή τους επικίνδυνα και απειλούν κάθε είδους πολιτική, οικονομική, κοινωνική, γεωπολιτική ισορροπία. Δεδομένης της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, που οφείλει την μεγάλη άνθησή της στην τεχνολογική εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών, το καπιταλιστικό σύστημα έφτασε στον πιο προχωρημένο βαθμό αλληλοσυνδεσιμότητας των λειτουργιών του και κάθε απόπειρα διάρρηξης των σχέσεων αλληλεξάρτησης που υπάρχουν μεταξύ εθνικών οικονομιών επιτείνει το πρόβλημα της αστάθειας και πολλαπλασιαπλασιάζει τους  κινδύνους  καταρρεύσεων, κρίσεων ακόμα και…πολέμων.Το σύστημα φαίνεται να βρίσκεται στο απόλυτο αδιέξοδο. Στον πυρήνα κάθε προβλήματος στην εποχή μας,(οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, γεωπολιτικό) βρίσκεται η οικονομική κρίση του συστήματος. Και επειδή τόσο αυτή όσο και κάθε οικονομική κρίση είναι στο dna του καπιταλισμού, ο μόνος δρόμος για να βγούμε οριστικά από την κρίση είναι να ανατρέψουμε το σύστημα που την προκαλεί. Να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό και το κράτος. Η ανατροπή του συστήματος και η δημιουργία μιας κοινωνίας οικονομικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας για όλους είναι η μόνη εγγύηση για να ζήσουμε χωρίς οικονομικές κρίσεις, ανισότητες και φτώχεια, χωρίς τον συνεχή εφιάλτη μεγάλα τμήματα να κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να πεταχτούν στο κοινωνικό περιθώριο. Είναι η μόνη διέξοδος πλέον για την κοινωνική επιβίωση, καθώς μεγάλες κοινωνικές καταστροφές αναμένονται από οικονομικές καταρρεύσεις και πολέμους. Εκεί οδηγεί τις κοινωνίες η απληστία του κέρδους και οι ανταγωνισμοί. Εκεί μας οδηγούν οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές τάξεις.


H ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Η παγκόσμια συστημική κρίση που εκδηλώθηκε το ’07 με την κατάρρευση της αγοράς subprimes στις ΗΠΑ και διαχύθηκε αυτόματα στο σύνολο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε ποτέ, αλλά γινόταν και γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη.

Τα κατασκευασμένα μηνύματα από τις αγορές και τις πολιτικές ελίτ για την ‘‘κρίση που έχουμε αφήσει πίσω μας’’, για την ‘‘ανάκαμψη που έρχεται’’, για την ‘‘νέα δυναμική τροχιά ανάπτυξης’’ που μπαίνει η παγκόσμια οικονομία, ήταν ένα μεγάλο παραμύθι για την ‘‘τόνωση της ψυχολογίας’’ των επενδυτών, για την διατήρηση της πίστης στο σύστημα, για την επαναφορά της κοινωνικής  συναίνεσης στο καθεστώς που είχε καταρρεύσει λόγω της κρίσης.

Ήταν ένα μεγάλο παραμύθι που έπρεπε να συνοδεύει το success story των κεντρικών τραπεζών, των κυβερνήσεων και των υπερεθνικών θεσμών για την ‘‘επιτυχία’’ των προγραμμάτων της διάσωσης. Από το 2010 έχουμε πει επανειλημμένως ότι η κρίση έτσι όπως εκδηλώθηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ως το ’10 και με την μορφή της κρίσης χρέους που έλαβε στην ευρωζώνη και την Ελλάδα, ήταν απλώς τα ‘‘προεόρτια’’ μιας ακόμα μεγαλύτερης κρίσης που το μέγεθός και την έντασή της δεν την έχουμε δει ακόμα. Έχουμε επίσης, πει ότι οι πολιτικές διάσωσης του συστήματος είναι αυτές που εγγυώνται την περαιτέρω υποδαύλιση της κρίσης, είναι αυτές που διαμορφώνουν τους όρους για το μεγάλο, παγκόσμιο, καταστροφικό ‘‘τσουνάμι’’ συστημικής αστάθειας και καταρρεύσεων που έρχεται. Μπορεί μια επιφανειακή ματιά στα τεκταινόμενα στο οικονομικοπολιτικό καθεστώς να θέλει να βλέπει ορατές καταρρεύσεις τραπεζών ή χρηματιστηρίων για να πειστεί ότι η κρίση είναι υπαρκτή.

Όμως αυτά είναι η κορυφή του παγόβουνου. Οι πολιτικές διάσωσης του συστήματος, δηλαδή οι πολιτικές διάσωσης των συμφερόντων της οικονομικής ολιγαρχίας που διαφεντεύει τον πλανήτη, κατάφεραν να ανακόψουν προσωρινά ένα ντόμινο καταρρεύσεων σε τραπεζικά ιδρύματα, αλλά και κράτη. Όμως επί της ουσίας κατάφεραν να μεταθέσουν στο μέλλον το πραγματικό πρόβλημα υποδαυλίζοντας μάλιστα, την διόγκωσή του ακόμα περισσότερο. Η δυσμενής κατάσταση που βρίσκεται το σύστημα δεν μπορεί να κρυφθεί παρ’ όλες τις προσπάθειες.
Η εμπιστοσύνη στην ‘‘αέναη ανάπτυξη και επέκταση του καπιταλισμού’’ έχει κλονιστεί σοβαρά και η ακραία ‘‘νευρικότητα’’ είναι το κύριο χαρακτηριστικό στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και εμπορευμάτων, ενδεικτική της επερχόμενης θύελλας που πλησιάζει.

Η κρίση αυτή, όπως έχουμε πει ως Επαναστατικός Αγώνας, αλλά και με προσωπικές τοποθετήσεις από το 2010, είναι η μεγαλύτερη, η ισχυρότερη στην καπιταλιστική ιστορία και η πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση, με την έννοια ότι καμία χώρα στον πλανήτη δεν μένει στο απυρόβλητο. Αυτό ισχύει γιατί είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, που το σύστημα έχει φθάσει σε τέτοιο βαθμό αλληλοσυνδεσιμότητας, με αποτέλεσμα κάθε ‘‘πληγή’’ που παρουσιάζεται σε ένα σημείο του πλανήτη, και ειδικά αν πρόκειται για το καπιταλιστικό κέντρο, λόγω των προχωρημένων αλληλεξαρτήσεων των δομών και των λειτουργιών του όχι μόνο να μεταδίδεται με αστραπιαίες ταχύτητες σε άλλες συστημικές λειτουργίες, αλλά και να πολλαπλασιάζονται οι επιπτώσεις του πάνω σε πλήθος λειτουργιών του καπιταλισμού.
Η κρίση του 2008 ανέδειξε πως η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας είναι η αγορά ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, πως η νομισματοποίηση του χρέους έχει γίνει η πιο επικερδής επιχείρηση όλων των εποχών για ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που ηγείται της καπιταλιστικής αναπαραγωγής εξασφαλίζοντας αμύθητα κέρδη και πλούτη για μια αισχρά μειοψηφική άρχουσα οικονομι-κή τάξη η οποία εξουσιάζει όλο τον πλανήτη.

Ζούμε υπό μια σύγχρονη παγκόσμια δικτατορία. Την δικτατορία των αγορών κεφαλαίου. Αυτή η δικτατορία διαμορφώνει και επιβάλλει οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, εκβιάζει και τιμωρεί λαούς, επιβάλλει μια σύγχρονη αποικιοποίηση σε όλο τον κόσμο. Ο τρόπος λειτουργίας της, σκοτεινός, βρώμικος και εγκληματικός, συμπυκνώνει όλα τα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος στις πιο ‘‘ολοκληρωμένες’’ μορφές τους. Ο αμοραλισμός και ο κοινωνικός ανταγωνισμός πάντα ήταν τα στοιχεία που συνέθεταν την καπιταλιστική λειτουργία και βρίσκονταν στον πυρήνα του οικονομικού φιλελευθερισμού, αρχή του οποίου είναι πως το άτομο ‘‘προωθώντας το δικό του συμφέρον, προωθεί το συμφέρον της κοινωνίας’’, σύμφωνα με τον Άνταμ Σμίθ.

Η δικτατορία των αγορών δεν είναι μια καπιταλιστική παρέκκλιση. Είναι το ιστορικό επακόλουθο της παγκόσμιας επέκτασης της καπιταλιστικής λειτουργίας και της διάχυσης του νεοφιλελευθερισμού σε όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής ζωής. Είναι η αποκρυσταλλωμένη εικόνα της οργανωμένης εξουσίας και της παντοκρατορίας της φιλελεύθερης σκέψης που έχει εμπεδώσει σε κάθε φάσμα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής ότι ‘‘ ο φιλελευθερισμός αποσκοπούσε ανέκαθεν στην γενική ευημερία και όχι στην ευημερία συγκεκριμένων ομάδων’’. Πρόκειται για την μεγαλύτερη απάτη στην ανθρώπινη ιστορία που είναι υπεύθυνη για την μεγαλύτερη διάβρωση της ανθρώπινης σκέψης και της κοινωνικής συνείδησης. Συγκεκριμένες ομάδες ατόμων σε όλο τον πλανήτη με την οικονομική παγκοσμιοποίηση ζουν σε συνθήκες όχι μόνο ευημερίας, αλλά ζουν και πλουτίζουν εις βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του πλανήτη. Η υπερσυγκέντρωση οικονομικής εξουσίας έφερε στην κορυφή του παγκόσμιου πλούτου μερικές χιλιάδες άτομα, με λίγες εκατοντάδες από αυτά να κατέχουν περιουσίες μεγαλύτερες από το ΑΕΠ πολλών χωρών του πλανήτη.

Το 1987 οι δισεκατομμυριούχοι παγκοσμίως αριθμούσαν 140 άτομα με καθαρή αξία 295 δις δολάρια. Η αύξηση της λίστας αυτής και του πλούτου που συσσώρευαν ήταν σχετικά μικρή κατά την δεκαετία του ’90, αλλά σημείωσε εκρηκτική άνοδο από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Το 2008 οι δισεκατομμυριούχοι είχαν αυξηθεί σε πάνω από 1.100 άτομα με πλούτο 4,4 τρις δολάρια. Το 2009 με την χρηματοπιστωτική κρίση σημείωσαν πτώση αριθμητικά, φτάνοντας στους 800 και η αξία τους έπεσε στα 2,4 τρις δολάρια.
Από το 2010 όμως και μετά ξεκίνησε μια φρενήρης αριθμητικά αύξηση αυτής της υπερ ελίτ που έφθασε να αριθμεί σήμερα 2.200 άτομα με πλούτο που ξεπερνά τα 9,1 τρις δολάρια. Περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου πλούτου βρίσκεται στα χέρια μιας αισχράς μειοψηφίας που δεν ξεπερνά το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Στην Ελλάδα της κρίσης 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και άλλα 3,5 εκατομμύρια βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας. Την ίδια στιγμή οι πλούσιοι στην χώρα αύξησαν τις περιουσίες τους ενώ αυξήθηκε και ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων, οι οποίοι έγιναν 4 από 3 που ήταν πέρυσι – από 6,5 δις δολάρια σε 9,6 δις. Δηλαδή 4 άτομα και οι οικογένειές τους στην χώρα κατέχουν πλούτο ίσο με το 1/20 του ΑΕΠ της χώρας. Αυτό κατά-δεικνύει ποιους ωφελούν οι πολιτικές διάσωσης και τα μνημόνια.

Αυτή είναι η πραγματικότητα του φιλελεύθερου δόγματος παγκοσμίως και το πώς τα άτομα, προωθούν την ευημερία για όλους τους ανθρώπους, προωθώντας το δικό τους συμφέρον με το 1% να κατέχει όσα το 99% του πλανήτη και με το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού να ζει με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Τo τεράστιο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών που γέννησε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα μέσα στην κρίση. Ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία δεν υπήρξε τέτοια απόσταση και σύγκρουση ταξικών και κοινωνικών συμφερόντων σε τέτοια μεγάλη κλίμακα, ανάμεσα στις κοινωνικές πλειοψηφίες και μια αισχρά μειοψηφία, όσο συμβαίνει στην εποχή μας.

Πώς γίνεται και ενώ το σύστημα παγκοσμίως ζει την πιο βαθιά και μεγάλη κρίση στην ιστορία του, ενώ οι κοινωνίες συνθλίβονται κάτω από το βάρος αυτής της κρίσης, οι οικονομικές ελίτ ανά τον πλανήτη να αυξάνουν τα πλούτη τους; Πώς γίνεται και μια κρίση που έφερε στο χείλος της αβύσσου το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τις μεγαλύτερες τράπεζες παγκοσμίως να εξακολουθούν να είναι χρεοκοπημένες και παρ’ όλα αυτά το σύστημα να παραμένει σε ακμή, έτσι όπως μας διαβεβαιώνουν οι ανά τον κόσμο πολιτικές ελίτ;


ΥΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ
Η υποστήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν και είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση όλου του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς αποτελεί το νευραλγικό του κέντρο.

Όμως το σύνολο των αγορών κεφαλαίου κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών συγκέντρωσαν τέτοιου μεγέθους οικονομικό πλούτο και οικονομική ισχύ που τις κατέστησε τον απόλυτο δικτάτορα του πλανήτη. Οι αγορές κεφαλαίου είναι αυτές που κατευθύνουν, εκβιάζουν, τρομοκρατούν, καταστρέφουν χώρες και ολόκληρους λαούς για λογαριασμό της κερδοφόρας αναπαραγωγής του παγκόσμιου κεφαλαίου. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο και σε πρωτοφανή βαθμό αλληλοσυνδεδεμένο καπιταλιστικό περιβάλλον, η συμπύκνωση του χώρου και του χρόνου στην κυκλοφορία του κεφαλαίου δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Με τις τεχνολογίες αιχμής ο κύκλος εργασιών που μπορεί να πραγματοποιήσει ένα κεφάλαιο μπορεί να ολοκληρωθεί σε κλάσματα δευτερολέπτου. Οι αλγοριθμικές συναλλαγές όπου οι επενδυτικές τοποθετήσεις των κεφαλαίων καθορίζονται αυτόματα  από τον αλγόριθμο ενός υπολογιστή, και οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας που καταφέρνουν οι χρηματαγορές με την χρήση τους, γίνονται με την ταυτόχρονη εκτέλεση μεγάλου πλήθους εντολών σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα που φθάνει η καθεμία από αυτές τις εντολές να εκτελείται σε χιλιοστά του δευτερολέπτου. Τα μοντέλα αυτά που κρατούν οι κάτοχοι και διαχειριστές του μεγάλου κεφαλαίου καλά κρυμμένα στα χέρια τους, δημιουργούνται και προωθούνται από εταιρείες μακριά από την δημοσιότητα.

Ποιο παραγωγικό μοντέλο μπορεί να ανταγωνιστεί μια τέτοια συνθήκη; Πώς είναι δυνατόν να επανέλθει κατά οποιοδήποτε τρόπο το καπιταλιστικό μοντέλο στην μορφή που είχε πριν από πολλές δεκαετίες, όπου οι καπιταλιστικοί νόμοι της αναπαραγωγής του συστήματος και των κρίσεων ‘‘έδειχναν’’ τις ανισορροπίες ανάμεσα στην παραγωγή, την ανάπτυξη του κεφαλαίου και την κερδοφορία του; Η σημερινή κρίση γεννήθηκε – και ήρθε για να μείνει – ως η κοινή συνιστα-μένη πλήθους ανισορροπιών και προβληματικών που οι αιτίες τους βρίσκονται στον πυρήνα της καπιταλιστικής λειτουργίας και της αναπαραγωγής του, με πρώτη στην σειρά τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων, δηλαδή την ίδια την ύπαρξη του καπιταλισμού. Και κυρίως την ταξική και κοινωνική σύγκρουση, τον πόλεμο των ισχυρών μειοψηφιών έναντι των αδύναμων πλειοψηφιών.
Ο ανταγωνισμός αυτός βρίσκει την ‘‘κοινωνική του ουσία’’ και τη νομιμοποίησή του στην ρητορική του οικονομικού φιλελευθερισμού που ευθύνεται για την κοινωνική συναίνεση στο καπιταλιστικό σύστημα. Μια συναίνεση η οποία παρόλο που κατέρρευσε τα τελευταία χρόνια ως προς την κοινωνική αποδοχή των πολιτικών διεξόδου από την κρίση που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις κατ’ εντολή των υπερεθνικών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, δεν κλονίζεται ιδιαιτέρως ως προς τις ‘‘πάγιες πλέον αξίες’’ του οικονομικού ανταγωνισμού και της εξατομικευμένης αναζήτησης της ευημερίας.Το ξεπέρασμα της κρίσης προϋπέθετε και προϋποθέτει την ανατροπή του καπιταλισμού συνολικά και το ξερίζωμα από τις συνειδήσεις της πίστης στον κοινωνικό κανιβαλισμό, στον οποίο πρωτεργάτες και αξεπέραστοι πρωταγωνιστές είναι η κάστα των πλουσίων, των κεφαλαιοκρατών που εξουσιάζουν την ζωή όλων μας. Που η ευημερία τους και η αύξηση του πρωτοφανούς ιστορικά πλούτου που συγκεντρώνουν στα χέρια τους, προϋποθέτει τις όλο και πιο άγριες, τις δολο-φονικές επιδρομές των κεφαλαίων στις κοινωνίες. Ένα σύστημα που αναπαράγεται με το έγκλημα και την τρομοκρατία, που η αναπαραγωγή και η διαιώνισή του  προϋποθέτει δυστυχία, φτώχεια, ανέχεια σε μεγάλες κλίμακες παγκόσμια, που προϋποθέτει δισεκατομμύρια  άνθρωποι να πετιούνται στο κοινωνικό περιθώριο ή να ζουν σαν σκλάβοι, να πεθαίνουν κάτω από την εξουσία του πιο ‘‘προηγμένου’’ οικονομικού συστήματος και της δικτατορίας των αγορών, των κρατών, των κεντρικών τραπεζών, των κυβερνήσεων.


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Στην εποχή μας, κινητήριος δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας είναι η αγορά του χρέους. Άνθρωποι, κοινωνικές ομάδες, λαοί ολόκληροι, εταιρείες, κράτη εξαρτούν την ύπαρξή τους από τις  κεφαλαιαγορές και τους κανόνες τους καθώς η νομισματοποίηση του χρέους έχει ανάγει τα πάσης φύσεως δάνεια που χορηγούν οι τράπεζες και τα πάσης φύσεως επενδυτικά κεφάλαια στην πλέον προσοδοφόρα ιστορικά επιχείρηση για την κερδοφορία του κεφαλαίου.

Κορυφαίοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με εξειδικευμένες εταιρείες – παρακλάδια καθώς και τα γνωστά κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου, hedge funds, επιδίδονται σε ένα πρωτοφανές κυνήγι κέρδους με μόχλευση: Δανεικά κεφάλαια υπερμεγέθη με ελάχιστο ή και ανύπαρκτο πραγματικό κεφάλαιο ως ‘‘βάση’’. Χρέη που έχουν νομισματοποιηθεί μέσω της διαδεδομένης πλέον πρακτικής της τιτλοποίησης και χρησιμοποιούνται ως κεφάλαια σε χρηματοπιστωτικές επενδύσεις και κυρίως, μέσω της δημιουργίας μιας τεράστιας αγοράς από συμβόλαια εξασφάλισης έναντι πιστωτικής αθέτησης, CDS (credit default swaps).

Η αγορά των παραγώγων χρηματιστικών προϊόντων έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που εν μέσω κρίσης ξεπέρασε τα 1 τετράκις δολάρια. Εν συντομία τραπεζίτες και επενδυτές κεφαλαίων επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ σε δάνεια υψηλού ρίσκου, τα επανασυσκευάζουν σε πολύπλοκες επενδύσεις, με πολλαπλά επίπεδα χρέους και τα μεταπωλούν σε αγοραστές – θύματα, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία, οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα κορόιδα μικροεπενδυτές. Ενώ πρόκειται ως επί το πλείστον για δάνεια – σκουπίδια (junk κατά την ορολογία των αγορών), οι νεοδημιούργητες συσκευασίες που τα περιέχουν ως ΑΑΑ από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης και πωλούνται ως επενδύσεις άνευ ρίσκου, που προσφέρουν υψηλές αποδόσεις. Με τις υπερεξουσίες που έχουν συγκεντρώσει οι σύγχρονες κεφαλαιαγορές στις οποίες ηγούνται μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, έχουν επιβάλει μια παγκόσμια δικτατορία: 

  • Καθορίζουν εκ των προτέρων τις αποφάσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης με αποτέλεσμα να είναι στημένο παιχνίδι η πιστοληπτική ικανότητα που προσδίδεται σε κάθε είδους δανειοδότηση, από τα τελευταία στεγαστικά και καταναλωτικά έως τα δάνεια κρατών.
  • Καθορίζουν οι ίδιες μέσα από τη δυναμική που τους προσφέρει η συσσώρευση μεγάλων κεφαλαίων στην σφαίρα επιρροής τους τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
  • Οι μεγάλες τράπεζες καθορίζουν μέσω στοχευμένων και προμελετημένων ‘‘εκτιμήσεων’’ το διεθνές επιτόκιο αναφοράς χρηματοπιστωτικών συμβολαίων (Libor) συνολικού ύψους 350 τρις δολαρίων, που αφορά 18 νομίσματα και του οποίου την τιμή αποφασίζουν κάθε μέρα στις 11π.μ ώρα Λονδίνου. Το Libor χρησιμοποιείται για τις διατραπεζικές πράξεις. Η σημασία του δεν αφορά μόνο στον βασικό του ρόλο που προαναφέραμε, αλλά στο γεγονός ότι οι διακυμάνσεις του, όταν αυτές είναι οι ‘‘επιθυμητές’’, προσφέρουν το μέγιστο κέρδος επί των παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων που σχετίζονται με μεταβολές επιτοκίων και οι τιμές τους καθορίζουν τις αποδόσεις πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων που επενδύονται σε οποιαδήποτε μορφή χρέους.

Αυτή η μορφή σύγχρονης δικτατορίας, ενάντια στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί καμία καθεστωτική πολιτική τάση, δεν είναι δημιούργημα κάποιας συνωμοσίας προσώπων που ηγούνται των μεγάλων τραπεζών και απ’ αυτές μεταπηδούν σε κεντρικές τράπεζες (βλέπε: Μάριο Ντράγκι από την Goldman Sachs στην ηγεσία της ΕΚΤ και άλλοι) ή σε κυβερνητικά πόστα των μεγάλων οικονομικά χωρών. Είναι απόρροια της ίδιας της δυναμικής του καπιταλιστικού συστήματος, της χωρίς όρους και περιορισμούς φιλελεύθερης οικονομίας, με τον ανταγωνισμό των ελεύθερων κεφαλαίων να συνιστά την ίδια την ουσία του. Η ευημερία των κεφαλαιοκρατών, αφού προωθεί την συνολική κοινωνική ευημερία σύμφωνα με το φιλελεύθερο δόγμα, και δεδομένου ότι με την πάροδο των χρόνων που βρίσκεται σε ισχύ αυτό το σύστημα καθώς και με τις εξελίξεις στην οικονομική, επιστημονική και κοινωνική σφαίρα, είναι επακόλουθο ο συγκεντρωτισμός οικονομικής δύναμης να έχει λάβει πρωτοφανείς ιστορικά διαστάσεις. Αυτή η οικονομική ισχύς που συνιστά παράλληλα πολιτική και κοινωνική ισχύ έναντι των πάντων, είναι η κατάληξη της δυναμικής του καπιταλισμού σε ένα ιδιαίτερα προχωρημένο ιστορικά στάδιό του.

Η αλληλεπίδραση κρατών και κεφαλαίων δεν μειώθηκε λόγω της μείωσης του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους στην διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής. Αντιθέτως, τα κράτη θεσμοθετούν προς την κατεύθυνση της στήριξης των κεφαλαίων και είναι πρωτεργάτες στην διαμόρφωση της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας και της τεράστιας ισχύος που συγκεντρώνει.

Η κρατική στήριξη των κεφαλαίων είναι περισσότερο επιτακτική από κάθε άλλη εποχή, λόγω της προχωρημένης αλληλοσυνδεσιμότητας των συστημικών λειτουργιών: Ένας μικρός πυλώνας που στηρίζει το σύστημα αν καταρρεύσει, μπορεί να το συμπαρασύρει όλο στον γκρεμό. Αυτή είναι η σχέση που διαμόρφωσε σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ κρατών και κεφαλαίων και υπαγορεύει την αναγκαιότητα υποστήριξης των κεφαλαίων σε περιόδους κρίσης από τα κράτη. Ένα ‘‘έργο’’ που είναι πιο δύσκολο, αλλά συγχρόνως πιο αναγκαίο από κάθε άλλη εποχή. Είναι δύσκολο λόγω του μεγέθους των κεφαλαίων, αναγκαίο λόγω της διευρυμένης αλληλεξάρτησης. Ο ρόλος των κεφαλαιαγορών έγκειται στην οικονομική της ισχύ και στην επικυριαρχία τους έναντι κάθε συστημικού τομέα, αφού είτε έμμεσα είτε άμεσα καθορίζουν την παραγωγή, την παγκόσμια κατανομή των κεφαλαίων, την συσσώρευση, τα ποσοστά κέρδους.

 
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ 2007
Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στην κρίση των αρχών του αιώνα είχε πολύ πιο περιορισμένο ρόλο από ό,τι έχει σήμερα και υποστήριζε συγκεκριμένους βιομήχανους και συγκεκριμένα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. Ο ρόλος  των τραπεζών να κρατούν αποταμιεύσεις και να χορηγούν δάνεια έχοντας έναν περιορισμό στην χορήγηση δανείων ανάλογο των αποταμιεύσεων που διέθεταν, έσπασε αρχικά από τις ίδιες τις τράπεζες πριν θεσμοθετηθεί με την κατάργηση του νόμου Glass-Steagale που απαγόρευε τις επενδυτικές δραστηριότητες από τις τράπεζες. Η απελευθέρωση των τραπεζών ήρθε με την δημιουργία του σκιώδους τραπεζικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Οι τράπεζες θέλοντας να υπερβούν τους περιορισμούς στην χορήγηση δανείων, δημιούργησαν εταιρείες ‘‘ειδικού σκοπού’’ στις οποίες ‘‘πουλούσαν’’ τα δάνεια και τα παρουσίαζαν με αυτόν τον τρόπο ως επένδυση και όχι ως παθητικό των ισολογισμών τους. Οι εταιρείες ‘‘ειδικού σκοπού’’, με την σειρά τους πουλούσαν τα δάνεια ως επενδυτικά προϊόντα. Διαμορφώθηκε έτσι μια τεράστια αγορά επένδυσης στο χρέος που έφερε την μεγάλη έκρηξη ανάπτυξης των κεφαλαιαγορών. Η αναζήτηση πηγών κέρδους μέσω της αγοράς του πάσης φύσεως χρέους, οδήγησε στην ανάπτυξη της υποαγοράς των subprimes, των επισφαλών στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ που έμελλε να γίνει βασική πηγή κέρδους για τις μεγάλες επενδυτικές εταιρείες παγκόσμια. Μέσω εταιρειών ‘‘ειδικού σκοπού’’ οι μεγάλες τράπεζες παρήγαγαν ή απορροφούσαν εκατομμύρια στεγαστικά δάνεια, τα οποία τα τιτλοποιούσαν και κατασκεύαζαν πακέτα με δομημένα ομόλογα CDO.

Από το 2004 έως το 2007 η ‘‘βαριά βιομηχανία’’ της Wall Street ήταν η παραγωγή αυτών των πακέτων από σύνθετα δομημένα ομόλογα που περιείχαν στεγαστικά δάνεια, πολλά από τα οποία ήταν αδύνατο να εξοφληθούν. Ένα CDO περιλάμβανε τμήματα εκατό διαφορετικών ενυπόθηκων ομολόγων, που με την σειρά τους απαρτίζονταν από χιλιάδες διαφορετικά δάνεια. Πολλά από αυτά τα CDΟ περιείχαν μέρος άλλων CDO που οι εκδότες τους στην Wall Street δεν μπορούσαν να πουλήσουν. Η καρδιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος χτυπούσε στον ρυθμό της ‘‘βιομηχανίας’’ παραγωγής τέτοιων επενδυτικών πακέτων που κανένας πλην των δημιουργών τους δεν γνώριζαν τι περιείχαν. Ότι δηλαδή, περιείχαν εκατοντάδες χιλιάδες δάνεια που ήταν αδύνατο να αποπληρωθούν και τα οποία ‘‘πακέτα’’ οι εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης – έναντι προμήθειας – τα βαθμολογούσαν ως άριστης ποιότητας.
Τα προϊόντα αυτά τα διοχέτευαν σε θεσμικούς επενδυτές, ασφαλιστικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, κορόιδα μικροεπενδυτές. Πρόκειται για όλους αυτούς που ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, είχε πει ότι έχουν απεριόριστη δυνατότητα απορρόφησης των απωλειών από τυχόν καταρρεύσεις επενδύσεων στο χρέος. Τις οποίες επενδύσεις χαρακτήριζε ως αναγκαίες και πολύτιμες για την καπιταλιστική μεγέθυνση. Μόνο που αυτοί οι οργανισμοί με την ‘‘απεριόριστη δυνατότητα απορρόφησης απωλειών’’ είναι αυτοί που συγκεντρώνουν τις αποταμιεύσεις των χαμηλών κοινωνικά τάξεων.
Η αγορά του χρέους και η νομισματοποίησή του επέφερε για πέντε χρόνια μεγάλα κέρδη στις εταιρείες που τα παρήγαγαν. Όμως αυτή η πυραμίδα της απάτης, αργά ή γρήγορα θα κατέρρεε καθώς θα αυξάνονταν τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και η δημιουργία μιας άλλης βιομηχανίας με ασφάλιστρα έναντι αθέτησης πληρωμών αυτών των δανείων (CDS) άρχισε να αναπτύσσεται  στην προοπτική άντλησης κερδών από την αναπόφευκτη κατάρρευση της αγοράς των CDO. Πολλές από τις εταιρείες που παρήγαγαν τα CDS ήταν τμήμα των εταιρειών, των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών που παρήγαγαν τα CDO. Τα CDS όμως δεν ήταν συμβόλαια ασφάλειας όπως λέει το όνομά τους. Μπορούσε να τα κατέχει κάποιος, χωρίς να κατέχει και το συμβόλαιο (CDO) το οποίο ασφάλιζαν. Και ποιο νόημα έχει π.χ. να κατέχει κάποιος ένα συμβόλαιο που ασφαλίζει ένα σπίτι έναντι πυρκαγιάς, αν δεν είναι ο ίδιος ιδιοκτήτης του σπιτιού; Όμως αν μπορούσε αυτό να γίνει, ο κάτοχος συμβολαίου ασφάλισης που όμως δεν είναι κάτοχος και του σπιτιού, γιατί να μην βάλει φωτιά στο σπίτι για να πάρει την ασφάλεια;

Μπορεί αυτά να μην γίνονται στην καθημερινή ζωή, όμως είναι διευρυμένη πρακτική στην ζωή των κεφαλαιαγορών. Με την ιστορία των subprimes  των ΗΠΑ, χρηματοπιστωτικά μεγαθήρια, όπως π.χ. η Deutche Bank, που δεν είναι αμερικάνικης προέλευσης, είχε ανεπτυγμένη δραστη-ριοποίηση στην αγορά των CDO όμως την ίδια στιγμή είχε και εταιρεία παραγωγής CDS. Τα δε CDO τα πουλούσε μεταξύ άλλων σε κορόιδα Γερμανούς πολίτες και σε γερμανικά ασφαλιστικά ταμεία ως ασφαλή και χαμηλού ρίσκου επένδυση, τα δε CDS τα διακρατούσε και τα διοχέτευε σε μυημένους στην κερδοσκοπία αγοραστές, διαμορφώνοντας τον κατάλληλο συσχετισμό δύναμης ενάντια στην αγορά των CDO.
Mε δεδομένο ότι τα CDS δεν φτιάχτηκαν για να ασφαλίσουν τους κατόχους των CDO από μια πιθανή κατάρρευση, αλλά διοχετεύτηκαν πρώτα σε μαζική κλίμακα σε διάφορα hedge – funds (κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου) και εταιρείες ‘‘ειδικού σκοπού’’ που δημιουργούσαν οι τράπεζες, η συνύπαρξη στην ίδια π.χ. επενδυτική τράπεζα των δύο ανταγωνιστικών ‘‘επενδυτικών’’ προϊόντων, σήμαινε πως μια πιθανή κατάρρευση της πίστης στα CDO και ακολούθως της ενεργοποίησης των ασφαλίστρων CDS, θα επέφερε σεισμό μέσα στην ίδια την τράπεζα που τα ‘‘συστεγάζει’’. Όπως και έγινε το 2007.
Η κατάρρευση της αγοράς των subprimes και τα μαζικά στοιχήματα υπέρ αυτής της κατάρρευσης που προηγήθηκαν από επενδυτικά σχήματα τα οποία δημιουργούσαν ή κρατούσαν μεγάλες ποσότητες από συμβόλαια ασφάλισης έναντι αθέτησης πληρωμών και κατάρρευσης της συγκεκριμένης αγοράς, υπήρξε στην ουσία μια κίνηση άντλησης υψηλού κέρδους ορισμένων κεφαλαίων η οποία στράφηκε ενάντια στην ύπαρξη όχι μόνο των επενδυτικών τραπεζών, ορισμένες από τις οποίες κατέρρευσαν, αλλά ενάντια στο σύνολο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό είναι ένα ιστορικό παράδειγμα της μορφής που μπορεί να λάβει ο ανταγωνισμός κεφαλαίων στην εποχή μας, ο οποίος όχι μόνο δεν περιορίζεται σε σύνορα και δεν λαμβάνει η σύγκρουση αυτή εθνικό χαρακτήρα, αλλά συμβαίνει εντός των ίδιων χρηματοπιστωτικών μεγαθηρίων, ανεξαρτήτως της εθνικής τους προέλευσης.
Αυτό είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα που δείχνει πως ο ανταγωνισμός κεφαλαίων μπορεί στην εποχή μας να φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην περιορίζεται ούτε από το συμφέρον του χρηματοοικονομικού οργανισμού στον οποίον συγκεντρώνονται. Καταλυτικός παράγοντας γι’ αυτό είναι η νομισματοποίηση του χρέους και τα αναρίθμητα χρηματοοικονομικά προϊόντα, κυρίως τα παράγωγα.

Τα χρέη των ιδίων των κρατών είναι επίσης, ένα κεφάλαιο προς επένδυση και υπόκεινται στις ίδιες ‘‘περιπέτειες’’, να μετατρέπονται δηλαδή, σε διαφόρων ειδών ‘‘εξωτικά’’ προϊόντα, να εντάσσονται στον πόλεμο της κερδοφορίας στην αγορά παραγώγων, να ‘‘χορεύουν’’ τα επιτόκια δανεισμού των κρατών με τον ρυθμό των παραγώγων στην αγορά συναλλάγματος και να απειλούνται από τα κεφάλαια που αναζητούν κέρδη μέσω της αγοράς CDS, δηλαδή, τα ασφάλιστρα έναντι αθετήσεως πληρωμών των κρατών. Το παράδειγμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του ’08 και της ύφεσης που ακολούθησε, αποκάλυψε μια ιστορικά μοναδική εξέλιξη: Χρηματοπιστωτικά μεγαθήρια στις ΗΠΑ, την Ε.Ε., την Αγγλία, την Ιαπωνία και αλλού με παρακλάδια σε όλο τον κόσμο, που συνιστούν το αποτέλεσμα ενός πρωτοφανούς συγκεντρωτισμού κεφαλαίων και άρα οικονομικής ισχύος, εσωκλείουν εντός των λειτουργιών και των επενδυτικών δραστηριοτήτων τους έναν ξέφρενο ανταγωνισμό κεφαλαίων, ο οποίος ενίοτε καταλήγει να υπονομεύει την ίδια τους την σταθερότητα, ακόμα και την ύπαρξή τους. Οι προσπάθειες επιβολής ενός μονοπωλιακού συγκεντρωτικού μοντέλου επενδύσεων του υπερεθνικού κεφαλαίου που καταφεύγει στις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες για άντληση υπεραξιών απ’ όλο τον κόσμο, ‘‘σκοντάφτει’’ στον ίδιο τον δαιδαλώδη σχηματισμό τους, που είναι αποτέλεσμα της ίδιας τους της μεγέθυνσης. Πρωταγωνιστής σε αυτή την ιστορική συνθήκη το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, η μεγάλη μόχλευση και φυσικά, τα ανεξέλεγκτα hedge-funds.
Ένας επενδυτής που σόρταρε στην αγορά των subpimes τo 2007 είχε δώσει μια γλαφυρή περιγραφή για το φαινόμενο αυτό: ‘‘Δυο άντρες στην ίδια βάρκα μονομαχούν μέχρις θανάτου δεμένοι με ένα σχοινί. Ο ένας σκοτώνει τον άλλον και πετά το άψυχο κορμί του στο νερό μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι το πτώμα τον παρασέρνει μαζί του. Το 2008 κινδύνευε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εμείς ακόμα σορτάραμε. Αλλά δεν θες να καταρρεύσει το σύστημα…’’.


Ο  ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Η ίδια η δυναμική που αναπτύσσεται στην διογκωμένη χρηματοοικονομική σφαίρα, καθορίζει κάθε διάσταση της οικονομικής λειτουργίας. Στην δυναμική αυτή, που συνιστά την καθαρότατη μορφή του εξελιγμένου κεφαλαίου, καμία πολιτική δύναμη που δρα εντός του υπάρχοντος οικονομικού καθεστώτος, δεν μπορεί να αντισταθεί. Η ύπαρξη και η δράση δε των κεντρικών τραπεζών, συνηγορούν προς την ίδια κατεύθυνση: Της περιφρούρησης των συμφερόντων του κεφαλαίου, την διατήρηση και περιφρούρηση της δυναμικής του, την αντιμετώπιση των κινδύνων που την απειλούν και την διασφάλιση ότι οι όποιοι κίνδυνοι προκύψουν, θα διοχετευτούν στην κοινωνική βάση. Το ελληνικό παράδειγμα είναι από τα πλέον αντιπροσωπευτικά και ο ρόλος της ΕΚΤ τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους συνολικότερα, υπηρέτησε αυτή την κατεύθυνση. Η ΕΚΤ ως εντολέας των κεφαλαιαγορών, προέβη στην διοχέτευση μεγάλων ποσών ρευστότητας στις τράπεζες, διατήρησε σε χαμηλά έως μηδενικά επίπεδα τα επιτόκια δανεισμού για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εφάρμοσε την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) επί μακρόν, απορροφούσε μεγάλες ποσότητες κρατικού χρέους χωρών που βρίσκονταν εκτός του πεδίου δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές, όπως η Ελλάδα και μεταπωλούσε τα ομόλογα αυτών των χωρών στην αγορά προσφέροντας επιτόκιο απόδοσης 2 – 4% και φυσικά, με την δική της εγγύηση. Προφανώς και αυτή η επιχείρηση, υπήρξε εξαιρετικά επικερδής. Από την άλλη, τα ευρωπαϊκά κράτη δαπάνησαν 4,5 τρις ευρώ, δηλαδή το 37% του ΑΕΠ τους για να διασώσουν τις τράπεζές τους.

Όσο για το ελληνικό πρόβλημα, είναι γνωστό πως τα 2/3 του ελληνικού χρέους στις αρχές της κρίσης, τα διακρατούσαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης. Η κρίση στην Ελλάδα πριν ακόμα μετατραπεί σε κρίση χρέους, οφειλόταν στην έλλειψη πίστης από τις κεφαλαιαγορές να την δανείσουν, γεγονός που ήρθε ως απόρροια συνδυασμού παραγόντων: Τα κακά δημοσιονομικά, τα διπλά ελλείμματα και το υψηλό χρέος της (200 δις ευρώ περίπου στην αρχή της κρίσης) σε συνδυασμό με την κατάρρευση της διατραπεζικής πίστης, καθιστούσε την Ελλάδα από τα πιο επικίνδυνα πεδία προς επένδυση, ώθησε τα επιτόκια δανεισμού της στην…στρατόσφαιρα και έφερε την χώρα στα πρόθυρα της άτακτης χρεοκοπίας.

Η μεγάλη έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στο χρέος αυτό και κυρίως, η μεγάλη έκθεσή τους στα παράγωγα στοιχήματα που σχετίζονταν με την αγορά του ελληνικού χρέους, είχε συνδέσει μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και κατ’ επέκταση όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ευρώπη με την ελληνική κρίση χρέους. Μια άτακτη χρεοκοπία θα ενεργοποιούσε τα ασφάλιστρα έναντι αθέτησης πληρωμών του ελληνικού κράτους, CDS, προκαλώντας σεισμό στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, διαχέοντας και μεγενθύνοντας την κρίση. Η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στην αγορά παραγώγων κάθε είδους, είναι τεράστια. Η έκθεση στην αγορά παραγώγων π.χ. της Deutche Bank ξεπερνά τα 50 τρις ευρώ, στοιχείο που δείχνει πόσο προσφιλής ήταν και είναι αυτή η αγορά για το ευρωπαϊκό και διεθνές κεφάλαιο. Ένας καθοριστικός λόγος που ‘‘διασώθηκε’’ η Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, ήταν η αποφυγή ενεργοποίησης των CDS για την αποφυγή ενός τραπεζικού ντόμινο στην ευρωζώνη. Η στήριξη της ελληνικής κρατικής οικονομίας και κυρίως των ελληνικών τραπεζών ήταν αναγκαία μέχρι τουλάχιστον, να μεταφερθεί το ελληνικό χρέος από τον ιδιωτικό, στον δημόσιο τομέα και να κοινωνικοποιηθούν οι ζημιές της κρίσης. Σε αυτό τον στόχο καθοριστικό ρόλο έπαιξε η πολιτική της ΕΚΤ που πλημμύρισε φθηνό χρήμα την αγορά νομισματοποίησε τα χρέη, διόγκωσε την φούσκα του χρέους και παράλληλα προώθησε μαζί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ τις πολιτικές  κοινωνικής γενοκτονίας στην κοινωνική βάση της Ελλάδας και των χωρών που έπληξε περισσότερο η κρίση. Ευελπιστούσαν ότι η απλόχερη παροχή ρευστότητας θα ωθούσε το σύστημα στο να βγει από την κρίση, όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Η αγορά του χρέους μπορεί να διογκώθηκε ακόμα περισσότερο από το 2007, όμως οι οικονομίες εξακολουθούν να φυτοζωούν και οι κοινωνίες μαστίζονται από την φτώχεια.

Ούτε στην Ευρώπη ούτε στις ΗΠΑ ούτε στη Ιαπωνία οι πολιτικές παροχής ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών έδωσαν κάποια λύση. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ειδήμονες με τις πολιτικές τους, είδαν το πόσο μάταιο είναι να πιστεύει κανείς ότι η χορήγηση άφθονης ρευστό-τητας στο σύστημα, δεν εγγυάται την ομαλή επανεκκίνησή του όταν βραχυκυκλώνει από μια μεγάλη κρίση. Στις ΗΠΑ η ομοσπονδιακή τράπεζα, η Fed, βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα να κρατήσει σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο τα επιτόκια τροφοδοτώντας αναπόφευκτα κι άλλο την φούσκα του χρέους και των μετοχών και με τον μεγάλο κίνδυνο μιας κατάρρευσης της αξίας του δολαρίου που δεχόταν πιέσεις λόγω των ελλειμμάτων και του μεγάλου κρατικού χρέους, του μεγαλύτερου παγκοσμίως ή να αυξήσει τα επιτόκια ώστε να κρατήσει την αξία του δολαρίου ρισκάροντας το σκάσιμο της φούσκας του χρέους; Αυτό το δίλημμα το απάντησε η ίδια η παγκόσμια τάση του συστήματος: Με τις πολιτικές ποσοτικής xαλάρωσης οι κεντρικές τράπεζες προσέβλεπαν στο να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και να υπερκεράσουν την έλλειψη διατραπεζικής πίστης.

Όμως η ανάπτυξη δεν ήρθε ποτέ και σε αυτό καταλήγουν τελικά ότι συνέβαλε το γεγονός πως οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες με την πολιτική τους αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μεγάλη παθογένεια στο σύστημα. Από την άλλη, τα αρνητικά επιτόκια με τα οποία διοχετεύουν ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν συμφέρουν για να επενδυθεί αυτή η ρευστότητα πουθενά, πλην της χρηματοοικονομικής σφαίρας. Η παύση της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης από την Fed και η σταδιακή άνοδος των επιτοκίων ήταν αναπόφευκτη, όμως το αμερικάνικο χρέος καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να αποπληρωθεί ενώ οι δανειακές ανάγκες του αμερικάνικου κράτους αυξάνονται με την αμερικάνικη ανάπτυξη να βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Οι πολιτικές της κυβέρνησης Τράμπ για επιβολή δασμών στην εισαγωγή των μετάλλων και η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων είναι αποφάσεις άμυνας στην κρίση, καθώς με την συνέχιση της υπάρχουσας πολιτικής, μια ενδεχόμενη κρίση χρέους στις ΗΠΑ δεν βρίσκεται στην σφαίρα της φαντασίας. Η επιλογή της αμερικάνικης κυβέρνησης υπαγορεύτηκε από τα αδιέξοδα της κρίσης έτσι όπως αυτά διαμόρφωσαν τις συνθήκες στην αμερικάνικη οικονομία (έλλειμμα, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος), την κατάσταση του δολαρίου με την προοπτική μιας πιθανής κατάρρευσής του ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης ποσοτικής χαλάρωσης και της νομισματοποίησης του χρέους, η οποία αν γινόταν στην πραγματικότητα – από την στιγμή που εξακολουθεί να αποτελεί το δολάριο το κυριότερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα – θα  δημιουργούσε τις πιο απειλητικές ρωγμές στο οικονομικό σύστημα διεθνώς. Φυσικά και η απόφαση για την επιβολή δασμών στο εμπόριο συνιστά την έναρξη ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου που είναι μάταιο να πιστεύει κανείς ότι θα περιοριστεί στην σφαίρα του εμπορίου.
Στην ιστορία του καπιταλισμού ανάλογες κινήσεις αποτέλεσαν την έναρξη εμπορικών πολέμων που κατέληξαν σε στρατιωτικές διακρατικές συρράξεις με αποκορύφωμα τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο.

Μέχρι πριν λίγα χρόνια τα αμερικάνικο κράτος – και όχι μόνο – επέβαλε σειρά δασμών σε χώρες οικονομικά αδύναμες, ενώ πλήθος κρυμμένων δασμών επιβάλλονταν στο παγκόσμιο εμπόριο από τα οικονομικά και ισχυρά κράτη για να στηρίξουν τα εμπορικά ισοζύγιά τους. Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να επιβάλλει τους δασμούς στις εισαγωγές μετάλλων, ήταν η πρώτη ανοιχτή κίνηση επιβολής περιορισμών στο διεθνές εμπόριο, με κύριο ‘‘στόχο’’ την άσκηση πιέσεων στην κινέζικη οικονομία. Η πρόσφατη επιβολή δασμών στο εμπόριο μετάλλων από το αμερικάνικο κράτος δεν συνιστά τόσο μια επεκτατική κίνηση για λογαριασμό των αμερικάνικης καταγωγής κεφαλαίων όσο μια κίνηση εξαναγκασμού των κεφαλαίων που έχουν ‘‘δραπετεύσει’’ από τις ΗΠΑ αναζητώντας αλλού υπεραξίες, να ‘‘επαναπατριστούν’’ με την παράλληλη άσκηση πίεσης στους γεωπολιτικούς και οικονομικούς ανταγωνιστές τους.
Με αυτό τον στόχο πλάι στους δασμούς και την ίδια στιγμή, ανακοινώθηκε από την αμερικάνικη κυβέρνηση η μείωση της φορολογίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις, παρά τις αντιδράσεις που υποδεικνύουν την μεγάλη επιβάρυνση στα ήδη ελλειμματικά κρατικά ταμεία που θα φέρει αυτό το μέτρο. Η κρίση και το υψηλό χρέος υπονομεύει την οικονομική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και τον ρόλο της ως πλανητική υπερδύναμη. Οι δασμοί και οι φορολογικές ελαφρύνσεις επιδιώκουν την στήριξη μιας οικονομίας η οποία έχει κλονιστεί και συνεχίζει να απειλείται από το μοντέλο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, το οποίο έχει ως κεντρικό άξονα το χρέος και ευελπιστεί να μεταφέρει σταδιακά το κέντρο βάρους της ανάπτυξης από το χρέος στην παραγωγή. Και όλα αυτά ενώ οι μετοχές στις ΗΠΑ έφτασαν στο υψηλότερο σημείο από κάθε άλλη εποχή με καθοριστικό ρόλο να παίζουν για την χρηματιστηριακή άνοδο οι νέες τιτλοποιήσεις χρεών. Αυτή την φορά στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος έχουν μπει τα επιχειρηματικά δάνεια που τιτλοποιούνται μαζικά και δημιουργούνται νέα επενδυτικά προϊόντα προς πώληση, τα CDL. Λίγα χρόνια πριν τα CDO με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, ήταν η ‘‘βαριά βιομηχανία’’ της Wall Street που όταν κατέρρευσε απείλησε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σήμερα αυτή η ‘‘βιομηχανία’’ ξαναπήρε μπροστά, παράγοντας αυτή την φορά τα CDL με το χρέος των επιχειρήσεων. Η ‘‘διόρθωση’’ των αμερικάνικων χρηματιστηρίων στις αρχές του χρόνου ήταν ο προάγγελος ενός επερχόμενου νέου κραχ.

Το άνοιγμα της ‘‘βαλβίδας αποσυμπίεσης’’ που ευελπιστεί να ανοίξει το αμερικάνικο πολιτικό καθεστώς για την εκτόνωση της κρίσης στις ΗΠΑ με την επιβολή δασμών στην εισαγωγή μετάλλων στην χώρα, είναι βέβαιο πως περισσότερο μοιάζει με το άναμμα ενός φυτιλιού σε μπαρουταποθήκη
Η Ευρώπη ‘‘είναι υποχρεωμένη’’ να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και δεδομένου ότι θα προκληθεί νομισματική αστάθεια θα πρέπει να προχωρήσει σε ανάλογες κινήσεις στήριξης του ευρώ, αφού το επόμενο στάδιο ενός εμπορικού πολέμου είναι ένας  νομισματικός πόλεμος και μεγάλες αναταραχές στο σύνολο της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής σφαίρας.  Καθώς οι μεγάλες χρηματοοικονομικές συναλλαγές γίνονται τα τελευταία χρόνια έξω από τα χρηματιστήρια και δεν υπόκεινται σε ελέγχους, με τα μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια να είναι ανεξέλεγκτα και καθώς οι εμπορικοί πόλεμοι θα πυροδοτήσουν ακόμα μεγαλύτερο ανταγωνισμό των κεφαλαίων που κινούνται στην χρηματοπιστωτική σφαίρα, αφού το καθένα από αυτά θα κυνηγά κέρδη από τις ευκαιρίες που ανοίγει παγκοσμίως ένας εμπορικός πόλεμος και οι μεγάλες διακυμάνσεις στις ισοτιμίες των νομισμάτων, τα επακόλουθα αυτής της αλλαγής θα είναι πολύ σοβαρά σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στην Ευρώπη το τέλος των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ και η άνοδος των επιτοκίων για την στήριξη του ευρώ είναι οι επόμενες κινήσεις που θα σημάνουν μια νέα πυροδότηση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, με την Ελλάδα να είναι για ακόμα μια φορά η χώρα που θα λυγίσει. Το success story της κυβέρνησης Σύριζα – ΑΝ.ΕΛ που υποστήριζε τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και οι κεφαλαιαγορές για να εμπεδωθεί η θέση ότι το πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας ήταν επιτυχής, θα πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων. Ούτως ή άλλως στην Ελλάδα όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε ποτέ η κρίση αλλά βάθαινε όλο και περισσότερο. Αυτό το γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα η ίδια η κοινωνική βάση που βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην φτώχεια και την ανεργία, ενώ οι διαβεβαιώσεις της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας ότι η ελληνική οικονομία μπαίνει σε τροχιά ανάκαμψης, ακούγονται εντελώς γελοίες.

Η έξοδος της ελληνικής κυβέρνησης στις αγορές για την πώληση του επταετούς ομολόγου, υπήρξε μια στημένη επιχείρηση  με την συνεργασία κυβέρνησης, ΕΚΤ, επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία αγόρασαν τα ομόλογα, και τραπεζών που ‘‘διαμεσολάβησαν’’ – με το αζημίωτο – της πώλησης. Η δε άνοδος της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας που ‘‘αποτυπώθηκε’’ στην αναβάθμισή της από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ακόμα στημένη κίνηση, προκειμένου να μπορέσουν να μεταπωληθούν τα ελληνικά ομόλογα που είχαν αγοράσει hedge funds και τα οποία ο μόνος λόγος που πραγματοποίησαν αυτή την αγορά, ήταν για μια άμεση κερδοφορία από την γρήγορη μεταπώλησή τους σε μεγαλύτερη τιμή, μιας και κανένας από τα επενδυτικά αυτά σχήματα δεν θέλει να κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τα ελληνικά ομόλογα, που χρησιμεύουν μόνο για την αποκόμιση ενός άμεσου, καλού κέρδους από την αγοροπωλησία του.

Όσο για την παρέμβαση υπέρ της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους για την οποία πανηγύριζε η κυβέρνηση προ μηνών ως επιτυχία της πολιτικής της και της διαπραγμάτευσης που έκανε, δεν πρόκειται για παρέμβαση πραγματικής μείωσή του. Πρόκειται για μεσοπρόθεσμη παρέμβαση με επιμήκυνση ορισμένων ομολόγων κατά 10 έτη και την σύνδεση αυτού του χρέους με παράγωγα προϊόντα (swaps) με τα οποία θα ‘‘επιτυγχάνεται η σταθεροποίηση των επιτοκίων’’. Και ως εγγύηση για τα εν λόγω παράγωγα, μπαίνουν κεφάλαια από το δάνειo του ESM, τα οποία προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που όμως δεν έχουν χρησιμοποιηθεί, όπως και το κεφάλαιο από τα κέρδη που έχει συγκεντρώσει ο ESM από τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία είχαν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες. Με δυο λόγια το περίφημο ‘‘κούρεμα’’ του ελληνικού χρέους και η ‘‘εξασφάλιση’’ της βιωσιμότητάς του προκύπτει από την περαιτέρω νομισματοποίησή του μέσω της σύνδεσής του μ’ ένα νέο παράγωγο, κατάλληλο για νέες κερδο-σκοπικές επενδυτικές αγοραπωλησίες, προς αύξηση των κερδών των απανταχού κεφαλαιοκρατών και ‘‘στην υγεία’’ πάντα των φτωχών κορόιδων στην Ελλάδα.

Τo γεγονός ότι τα ελληνικά επιτόκια δανεισμού θα πάρουν ξανά την ανιούσα, θα σημάνει το τέλος του παραμυθιού για την ‘‘επιτυχία των μεγάλων θυσιών’’ που έκαναν εκατομμύρια άνθρωποι στην χώρα προκειμένου ‘‘να καταστεί βιώσιμη η οικονομία’’. Η μετάφραση αυτής της πρότασης στην αληθινή γλώσσα, είναι ‘‘οι θυσίες που έκαναν άνθρωποι στην χώρα για να ξεπεράσει την κρίση το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς’’. Η κρίση όμως δεν ξεπεράστηκε και το μόνο αληθινό γεγονός από όλο αυτό το παραμύθι που κράτησε 8 χρόνια, είναι οι θυσίες, το αίμα που έχυσαν οι φτωχοί άνθρωποι αυτού του τόπου.

Όμως δεν τελείωσε η φρίκη… Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπροστά στα αδιέξοδα της κρίσης, τον εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε και τις πιέσεις που αναμένεται να δεχθεί το ευρώ, ετοιμάζει την νέα αρχιτεκτονική της με το επίκεντρο να βρίσκεται στην διαχείριση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Πέρα από την γνωστή δημιουργία του ευρωπαϊκού ΔΝΤ, του ESM, στόχος της νέας ευρωζώνης είναι η ‘‘αμοιβαιοποίηση’’ του κινδύνου του χρέους. Όμως η προοπτική αυτή μόνο προς την κατεύθυνση της στήριξης των αδύναμων χωρών δεν προσβλέπει. Πριν εφαρμοστεί το σχέδιο της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, προϋποθέτουν να έχει μειωθεί ο κίνδυνος των NPLS (των μη εξυπηρετούμενων ή κόκκινων δανείων στις ευρωπαϊκές τράπεζες) και να έχει δημιουργηθεί ένας μηχανισμός δημοσιονομικού ελέγχου που θα αξιολογεί την δημοσιονομική κατάσταση των κρατών και θα επιβάλλει τις αντίστοιχες πολιτικές ‘‘εξυγίανσης’’.

Για την έκδοση κρατικού χρέους, θα επιβληθεί να συνοδεύεται από ρήτρα που θα προβλέπει πως στην περίπτωση χρεοκοπίας μιας χώρας, να κουρεύεται αυτόματα το χρέος της. Αυτό όμως το μέτρο ομολογεί την επίσημη αναγνώριση του προβλήματος κρατικού χρέους στην ευρωζώνη, γεγονός που θα λειτουργήσει σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία ως προς επικείμενα χρεοστάσια αδύναμων οικονομικά χωρών, αφού οι ‘‘επενδυτές’’ στο κρατικό χρέος είτε δεν θα επιλέγουν να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε επισφαλή κρατικά ομόλογα από τα οποία έχουν αποσυρθεί οριστικά οι εγγυήσεις που προσφέρει ως κάλυψη η ΕΚΤ, είτε θα προβούν σ’ ένα ‘‘πάρτυ’’ σορταρίσματος. Θα επιλέγουν δηλαδή, τις πιο προσοδοφόρες επενδύσεις – στοιχήματα  στην χρεοκοπία ομολόγων, συνεπώς και χωρών, αφού προς αυτή την κατεύθυνση κυρίως, στρέφει τις αγορές μια τέτοια απόφαση.
Εξάλλου δεν είναι λίγοι οι επενδυτές που βλέπουν ως πιο επικερδή, σίγουρη και με λιγότερο ρίσκο για τα κεφάλαια τους να επιχειρούν να ποντάρουν σε πτώσεις τιμών και ομολόγων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο γνωστός πλέον στα ελληνικά πράγματα Τζων Πόλσον ο οποίος έχει τον έλεγχο του10% της τράπεζας Πειραιώς, ενώ έχει αποκτήσει σημαίνοντα ρόλο και σε άλλες συστημικές ελληνικές τράπεζες. Ο Πόλσον έβγαλε πολλά δισεκατομμύρια κέρδος από το σορτάρισμα στην αγορά των subprimes στις ΗΠΑ, καθώς στοιχημάτισε στην κατάρρευση των ομολόγων εκείνων και από ‘‘τριτοκλασάτος διαχειριστής κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνων που δεν ήξερε τι του γινόταν’’ όπως έλεγαν κάποια ‘‘κεφάλια’’ της αγοράς στις ΗΠΑ, έγινε ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές κεφαλαίων. Τι έλεγε ο ίδιος: ‘‘Λάτρευα την ιδέα της ανοιχτής πώλησης ομολόγων, επειδή η χασούρα ήταν περιορισμένη….’’ Πρόκειται για ασύμμετρο στοίχημα… Πόσο εύκολο και φθηνό ήταν να αγοράζει CDS αντί να σορτάρει στο πραγματικό ομόλογο και ας αντιπροσώπευε ακριβώς το ίδιο στοίχημα! Σε όλη του τη ζωή ο Πόλσον αναζητούσε υπερτιμημένα ομόλογα προκειμένου να ποντάρει στην πτώση τους.
Αν τον ενδιαφέρει τον ίδιο ή οποιονδήποτε άλλον από το συνάφι αυτό, οι επιπτώσεις από τις καταρρεύσεις που προκαλούσε; Αν στις ΗΠΑ μετά την κατάρρευση των subprimmes δημιουργήθηκαν ολόκληρες πόλεις αστέγων, αν βρέθηκαν στους δρόμους εκατομμύρια άνθρωποι; Τον ενδιαφέρει στην Ελλάδα όπου έχει πατήσει ως αξιοσέβαστος επενδυτής στον οποίο κάνουν τεμενάδες κυβέρνηση και το σύνολο της πολιτικής εξουσίας ο οποίος αγοράζει τράπεζες και κερδοσκοπεί με τα κόκκινα δάνειά τους για να τα αξιοποιήσει προς άντληση κέρδους, αν τα νέα του σορταρίσματα στο ιδιωτικό και δημόσιο χρέος προκαλέσουν νέες μεγάλες καταστροφές για τους ανθρώπους στην χώρα; Ή μήπως πιστεύει κανείς πως οι επενδυτές κεφαλαίων στις μέρες μας έρχονται να ‘‘στηρίξουν την παραγωγή και τον τόπο’’;
Για hedge funds που ο Πόλσον, όπως το Oaktree Capital  διαχειρίζονται χρήματα ασφαλιστικών ταμείων σε ΗΠΑ και Καναδά και είναι από τους κολοσσούς στο είδος τους, ή το Αpollo global management που διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 164 δις δολαρίων, τα οποία hedge funds επίσης, είχαν επενδύσει στην χώρα, η ελληνική περίπτωση είναι το ιδανικό πεδίο για την πλέον προσφιλή επενδυτική τους τακτική: Το σορτάρισμα στην πτώση αξιών και ομολόγων.
Το σορτάρισμα και το κέρδος από την κατάρρευση, την καταστροφή, την δυστυχία. Πριν όμως στοιχηματίσει στην πτώση, στηρίζει μεσοπρόθεσμα την άνοδο. Σε αυτή την τυχοδιωκτική τακτική εντάσσεται η ‘‘οικονομική επιτυχία της χώρας’’, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού του κράτους, το success story που αναμασούν άπαντες,τα ‘‘επιτυχή’’ stress test των ελληνικών τραπεζών, οι βραχυχρόνιες επενδύσεις κεφαλαίων που έχουν κυριαρχήσει σε ελληνικές επιχειρήσεις και στο χρηματιστήριο.
Η σύντομη αναφορά στο είδος των επενδυτικών σχημάτων που έχουν επενδύσει τα τελευταία χρόνια σε ελληνικές τράπεζες, στο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος στην χώρα, γίνεται γιατί, σε συνδυασμό με τις κινήσεις ‘‘στήριξης’’ της ελληνικής οικονομίας που κάνουν οι υπερεθνικοί οργανισμοί της ΕΚΤ, του ESM, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ, αναδεικνύεται με πιο σαφή τρόπο προς τα πού οδεύει η κατάσταση του οικονομικού καθεστώτος στην Ελλάδα: Σε μια νέα κρίση που τα επακόλουθά της θα πληρώσουν – στο πολλαπλάσιοo αυτή η την φορά – τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βρίσκονται στην κοινωνική βάση.


Η ΝΕΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ Ε.Ε ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ
Η δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος δημιούργησε την κρίση, συνεπώς είναι σύμφυτη η κρίση με την ίδια την ύπαρξη και λειτουργία του συστήματος. Η κρίση δεν ήταν δυνατό να ξεπεραστεί με τις πολιτικές που υπερεθνικοί πολιτικοί και οικονομικοί οργανισμοί, κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις επέβαλαν. Οι πολιτικές αυτές που συνέκλιναν στη νομισματοποίηση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους καλύπτοντας με ρευστότητα και εγγυήσεις το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετέφεραν το κόστος της κρίσης εξ’ ολοκλήρου στην κοινωνική βάση. Ποιός θα περίμενε ότι θα γινόταν διαφορετικά; Το κοινό συμφέρον των συστημικών παραγόντων, είναι η επιβίωση του συστήματος, ακόμα και αν αυτό προϋποθέτει την εξόντωση εκατομμυρίων ή και δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι.

Η ίδια η δυναμική του συστήματος, είναι η ίδια η δυναμική του σφοδρού ταξικού πολέμου των οικονομικών και πολιτικών ελίτ που έχουν εξαπολύσει ενάντια στους λαούς, είναι η ίδια δυναμική των κεφαλαιαγορών και της παγκόσμιας δικτατορίας τους. Είναι η ίδια δυναμική που κατευθύνει τις αποφάσεις για το μέλλον καθώς η κρίση βαθαίνει. Που κατευθύνει τις αποφάσεις για την νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική: Το τέλος της εποχής της ποσοτικής χαλάρωσης και την άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ για την στήριξη του ευρώ από τις μεγάλες αναταραχές και συγκρούσεις που θα φέρει ο νομισματικός πόλεμος, ο οποίος ξεκινάει με την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ και με τον εμπορικό πόλεμο που αυτή η απόφαση συνεπάγεται. Δεδομένης της μειωμένης παγκόσμιας ανάπτυξης, της μείωσης του διεθνούς εμπορίου, τα οποία είναι επακόλουθα της κρίσης και της μείωσης της παγκόσμιας παραγωγής και του ακριβότερου χρήματος που φέρνει η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, μια σειρά από αδύναμες χώρες θα καταρρεύσουν.

Πρώτη κήρυξε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους της η Αργεντινή για μια ακόμα φορά μετά το 2001 και προσφεύγει στο ΔΝΤ για ‘‘στήριξη’’. Σειρά έχουν άλλες χώρες που δανείζονται σε δολάρια, αφού η αύξηση των επιτοκίων και το ακριβότερο δολάριο που η πολιτική της FED συνεπάγεται, οδηγεί στη μείωση της αξίας άλλων νομισμάτων άλλων χωρών και αύξηση του χρέους τους. Ένα ντόμινο κρατικών καταρρεύσεων θα είναι η εξέλιξη, καθώς πολλά νομίσματα καταρρέουν. Η άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους του κρατικού χρέους και στην Ε.Ε  με το ελληνικό κράτος να είναι από τα πρώτα που θα υποστεί τις συνέπειες.
Το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης και η άνοδος των επιτοκίων δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα έχει ως αποτέλεσμα το βίαιο σκάσιμο της φούσκας και του ευρωπαϊκού χρέους, καθώς η εποχή του τσάμπα χρήματος που κατέληξε να δημιουργήσει φούσκες κάθε είδους στην χρηματοοικονομική σφαίρα, λαμβάνει τέλος. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σημάνει τον μεγαλύτερο οικονομικό σεισμό στην Ευρώπη. Όμως αυτή η επιλογή είναι μονόδρομος για την ΕΚΤ, αλλιώς το ευρώ μπορεί να απειληθεί άμεσα με κατάρρευση της αξίας του. Οι αποφάσεις αυτές, είναι ‘‘απαντήσεις’’ στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, η οποία πολιτική, επίσης προήλθε ως απόρροια της δυναμικής της συστημικής κρίσης.

Η δυναμική της συστημικής κρίσης κατευθύνει τις οικονομικές πολιτικές και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νέα αρχιτεκτονική της ενωμένης Ευρώπης που ετοιμάζεται, προβλέπει την αυστηρο-ποίηση της συνθήκης της Λισσαβόνας για την αποφυγή παρεκκλίσεων των κρατών – μελών από την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και την ύπαρξη κεντρικής εποπτείας στην εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική από τις κυβερνήσεις. Για την ‘‘αποφυγή της εκδήλωσης νέας κρίσης’’ χρέους που θα πλανάται πάνω από τις χώρες με υψηλό χρέος (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), απαιτείται η δέσμευση των κρατών – μελών ότι οι νέες εκδόσεις κρατικών ομολόγων θα περιλαμβάνουν την προϋπόθεση αυτόματου κουρέματος στην περίπτωση χρεοστασίου από το κράτος που τα εκδίδει λόγω χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, το οποίο κούρεμα θα επιβαρύνει τους αγοραστές ομολόγων. Το μέτρο αυτό που προωθείται από την γερμανική και γαλλική κυβέρνηση προκειμένου να ασκούν πιέσεις στα κράτη για την εφαρμογή αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων, τείνει να προκαλέσει άλλα αποτελέσματα, αφού συνιστά αναγνώριση του κινδύνου να βρεθούν χώρες δε κατάσταση χρεοστασίου. Δεδομένου ότι όλα τα κράτη εξαρτώνται από τις αγορές κεφαλαίων για την άντληση ρευστότητας μέσω της πώλησης των ομολόγων που εκδίδουν και πουλάνε σε αυτές, η παραπάνω ρήτρα αυτόματου κουρέματος bail in καθιστά εξ’ αρχής τα ομόλογα των κρατών με υψηλό χρέος είτε μη εμπορεύσιμα είτε εργαλεία άγριας κερδοσκοπίας που θα επισπεύδει την κατάρρευση.

Η ΕΚΤ προειδοποιεί για τον κίνδυνο να βρεθούν σε δύσκολη θέση οι οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου, όμως ουσιαστικά πρόταση διεξόδου από την κρίση χρέους, δεν υπάρχει. Η παραπάνω πρόταση είχε εισαχθεί για πρώτη φορά το 2010 όταν συζητιόταν η προοπτική να μην στηριχτούν οι χώρες με υψηλό χρέος και η Ελλάδα να βγει εκτός ΟΝΕ κηρύσσοντας πτώχευση. Όμως τότε η ΕΚΤ δια στόματος Τρισέ, προκειμένου να αποφύγει την μετατρεψιμότητα των τιμών από ευρώ σε εθνικά νομίσματα – εξέλιξη  που θα υπονόμευε το ίδιο το ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα και το ευρώ –,  είχε εξαγγείλει ότι θα κάνει ό, τι χρειάζεται και ξεκίνησε η μεγάλη επιχείρηση αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ χωρών που είχαν εκτοπιστεί από τις κεφαλαιαγορές. Τώρα όμως, οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, από την ΕΚΤ λαμβάνουν τέλος και τα επιτόκια θα αρχίσουν να αυξάνονται προκειμένου να στηριχτεί το ευρώ απέναντι στο νομισματικό πόλεμο που θα ξεκινήσει με τις πολιτικές προστατευτισμού των ΗΠΑ.

Καμία πολιτική που εφαρμόστηκε δεν έλυσε το πρόβλημα αναπαραγωγής του συστήματος που γίνεται όλο και πιο έντονο. Πριν ακόμα οι ΗΠΑ επιβάλουν τους δασμούς στο εμπόριο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προς στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των μεγάλων επιχειρήσεων, είχε εφαρμόσει για χρόνια μια πολιτική μεγέθυνσης της φούσκας του χρέους.
Πρώτον, οι ευρωπαϊκές τράπεζες όχι μόνο δεν έχουν βγει από το καθεστώς της πτώχευσης – πρόκειται για κοινό μυστικό που δεν θα αποσιωπάται για πολύ ακόμα –, αλλά έχουν πολλαπλασιάσει τους κινδύνους καταρρεύσεων καθώς οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης υιοθέτησαν σε μεγάλη κλίμακα την πρακτική τιτλοποίησης των χρεών τους κατ’ εντολή της ΕΚΤ, μετά την κρίση του 2007. Αυτό το τιτλοποιημένο χρέος είναι μια βόμβα στα θεμέλιά τους.
Δεύτερον, οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης ξεχείλισαν με ρευστότητα τις αγορές η οποία ανακυκλώνεται σε επενδύσεις στο χρέος, μεγενθύνοντας την έκτασή του και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτό. Τρίτον, η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων έγινε αφ’ ενός παιχνίδι υψηλού κέρδους για τα κοράκια του χρηματοπιστωτικού συστήματος που λάμβαναν ρευστότητα με αρνητικό πραγματικό επιτόκιο και επένδυαν στην αγορά χρέους με επιτόκια έως 5% ενώ οι επενδύσεις σε παραγωγικές διαδικασίες καθίστανται εξ’ ολοκλήρου απρόσφορες. Η δυναμική της κρίσης καθιστά όλες τις πολιτικές σωτηρίας του συστήματος αδιέξοδες και καταστροφικές για τις κοινωνίες. Όσο για την κατεύθυνση από τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης να συμφωνηθεί η ρήτρα αυτόματου κουρέματος του χρέους στα νέα κρατικά ομόλογα, είναι δεδομένο ότι θα γίνει αιτία ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων δανεισμού για χώρες όπως η Ελλάδα η οποία, καθώς θα λήγει η περίοδος του τρίτου μνημονίου και θα εισέρχεται σε καθεστώς μόνιμης μνημονιακής επιτροπείας από τους υπερεθνικούς θεσμούς, αλλά και τις αγορές κεφαλαίου που θα πιέζουν, θα απειλούν και θα εκβιάζουν το ελληνικό κράτος το οποίο θα εξαρτιέται αποκλειστικά από αυτές για να αντλεί ρευστότητα, θα μοιάζει με τρύπια βάρκα που θα παλεύει να μην βυθιστεί σε αγριεμένο ωκεανό.

Κανένας δεν πιστεύει το success story της ελληνικής κυβέρνησης που για κερδοσκοπικούς λόγους, σιγοντάρουν μεγάλοι χρηματοοικονομικοί παράγοντες.
Κανένας δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα απέφυγε τον κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης. Αντιθέτως, οι σχεδιασμοί για την ρήτρα αυτόματου κουρέματος είναι μια υπόσχεση για βέβαιη έξοδο από την ζώνη του ευρώ των κρατών που δεν θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν την αέναη αποπληρωμή τόκων και χρεών στους δανειστές κεφαλαίων. Κεντρικής σημασίας αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών προφύλαξης της Ευρώπης από την κρίση χρέους που δεν έχει ξεπεραστεί, είναι η δημιουργία νέων μεγάλων ρωγμών στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα του οποίου η συρρίκνωση και η διάλυση καθίσταται όλο και πιο πιθανή.  Η δυναμική της κρίσης κατευθύνει αυτές τις αποφάσεις για ‘‘στεγανοποίηση’’ των οικονομικών καθεστώτων από τους επερχόμενους κινδύνους καταρρεύσεων, οι οποίοι κίνδυνοι αποκαλύπτονται όλο και μεγαλύτεροι όσο η κρίση βαθαίνει. Οι δε αποφάσεις αυτές για ‘‘στεγανοποιήσεις’’ κάθε είδους σε εμπόριο, νομίσματα, οικονομίες, είναι κινήσεις άμυνας μπροστά σε έναν αναπόφευκτο σεισμό που θα απειλήσει όλο το παγκόσμιο σύστημα. Όμως οι ίδιες αυτές οι αποφάσεις που μοιάζουν με μονόδρομο, είναι το ίδιο αδιέξοδες και καταστροφικές για τις κοινωνίες, όπως και οι αποφάσεις σωτηρίας του συστήματος που έχουν παρθεί και έχουν επιβληθεί ως σήμερα. Ενώ θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο η κρίση, οι κινήσεις ‘‘άμυνας’’ που θα γίνουν προκειμένου να αποφευχθούν καταρρεύσεις καθοριστικές για το σύστημα, κινήσεις που θα οδηγούν σε όλο και πιο επιθετικές οικονομικές πολιτικές ή ένα μπλοκ εξουσίας απέναντι σε άλλα, μιας οικονομικής δύναμης απέναντι σε άλλη, διαμορφώνουν ήδη τους όρους για την ‘‘τελική έξοδο του συστήματος από την κρίση’’: Μια μεγάλη οικονομική κατάρρευση και έναν μεγάλο πόλεμο.


Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΦΡΕΝΟ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχει τις αιτίες της στην δυναμική επέκτασης του καπιταλισμού που αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχη τάση και κατοχυρώθηκε με την αποδέσμευση του δολαρίου από τον χρυσό το 1971 και την έναρξη της εποχής όπου οι ισοτιμίες των νομισμάτων έγιναν εμπορεύματα στις αγορές και τα ίδια τα νομίσματα αντικείμενα άγριας κερδοσκοπίας.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση βρέθηκε στο απόγειό της την δεκαετία του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπου ο καπιταλισμός δοξαζόταν ως το αδιαμφισβήτητο οικονομικό σύστημα, οι ελεύθερες αγορές ως το ‘‘μαγικό χέρι’’ του καπιταλισμού που ‘‘σκορπά ανάπτυξη και ευημερία’’, ενώ οι όποιες θεσμικές παρεμβάσεις στην καπιταλιστική λειτουργία, εξορκίζονταν ως καταστροφικές για την αναπαραγωγής ενός παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου που – μέσω των χρηματαγορών – ‘‘φροντίζει για την ευημερία όλου του πλανήτη’’.

Ήταν η εποχή όπου το χρέος το εξυμνούσαν ως την ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης και η κερδοσκοπία προβαλλόταν ως αρετή. Ο μακροβιότερος πρόεδρος της Fed Άλαν Γκρίνσπαν, λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση εξυμνούσε το μοντέλο της ‘‘τέλειας αγοράς’’ – της ελεύθερης αγοράς –, αναγνώρισε στις κρίσεις την ‘‘ανάγκη κάθαρσης του συστήματος’’ και δήλωνε πως τα hedge funds είναι ανεξέλεγκτα και τέτοια πρέπει να παραμείνουν. Οι πεποιθήσεις του ιδίου, αλλά και πολλών άλλων υπέρμαχων του οικονομικού φιλελευθερισμού, των ελεύθερων αγορών και του ‘‘αόρατου χεριού’’ που εμπνεύστηκε ο Άνταμ Σμιθ που υποστήριζαν ότι οι ελεύθερες αγορές δεν πρέπει να υφίστανται παρεμβάσεις και πως ακόμα και σε περιόδους κρίσεων μπορούν να αυτοδιορθώνονται, στραπατσαρίστηκαν με την κρίση του 2008. Χωρίς τις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και των κρατών που πατώντας πάνω στο λαιμό των λαών έσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και τα ανεξέλεγκτα hedge funds, το ‘‘απόλυτο οικονομικό μοντέλο’’ του ελεύθερου ανταγωνισμού θα είχε υποστεί την μεγαλύτερη κατάρρευση στην ιστορία του.

Μόλις η κρίση έδειξε τα δόντια της, ακούγαμε άλλες διακηρύξεις όπως ότι ‘‘ορισμένες τράπεζες είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν’’. Αυτό που στην πραγματικότητα ίσχυε και ισχύει είναι – εκτός από την παραπάνω φράση – ότι το σύστημα σήμερα είναι πολύ αλληλοσυνδεδεμένο για να αφεθεί να καταρρεύσει. Και οι ‘‘δυνατότητες αυτοδιόρθωσης’’ πήγαν περίπατο. Παρά τις προσπάθειες των θεσμικών παραγόντων του συστήματος παγκόσμια, παρά την τεράστια ρευστότητα που διοχετεύτηκε στις τράπεζες και τις κεφαλαιαγορές, παρά την υποθήκευση δισεκατομμυρίων ζωών στην απόσβεση της τεράστιας τρύπας του χρέους που άνοιξαν οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις για να σώσουν το σύστημα, η κρίση βαθαίνει και το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης πλησιάζει στο τέλος του.
Με την κρίση του 2008, την κατάρρευση της διατραπεζικής πίστης και την παρ’ ολίγον κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, τέθηκε αρχικά σε κίνδυνο ολόκληρη η σφαίρα της χρηματοοικονομικής καπιταλιστικής λειτουργίας. Τα κεφάλαια που είχαν συσσωρευτεί σε αυτήν αναζητώντας κέρδη από την νομισματοποίηση του χρέους, βρέθηκαν σε ‘‘επισφαλή’’ θέση και έγινε μια μαζική στροφή κεφαλαίων σε συμβόλαια – και παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα – που συνδέονται με τις πρώτες ύλες, τα τρόφιμα και τα καύσιμα.
Σε εποχές μεγάλων κρίσεων, το ‘‘ασφαλές λιμάνι’’ των κεφαλαίων βρίσκεται στα μέταλλα – με πρώτο τον χρυσό –, τα τρόφιμα και τα καύσιμα, τις ‘‘πρώτες ύλες’’ για την επιβίωση του ανθρώ-που και την παραγωγική διαδικασία.
Η οικονομική ελίτ όμως δεν αναζητούσε ένα ασφαλές λιμάνι μόνο, αλλά ένα ‘‘ασφαλές πεδίο’’ άντλησης κέρδους. Η μαζική στροφή κεφαλαίων προς τέτοια συμβόλαια επέφερε από μόνη της ραγδαία αύξηση των τιμών ιδίως στα τρόφιμα, την οποία επέτεινε ακόμα περισσότερο ο άμεσος έλεγχος στην διάθεση και πώλησή τους, πρακτική που συνηθίζουν οι κάτοχοι και διαχειριστές κεφαλαίων προκειμένου να ελέγξουν τις τιμές, διακρατώντας μεγάλες ποσότητες αυτών των προϊόντων για να μειώσουν την προσφορά τους. Η ακρίβεια – σε ορισμένα προϊόντα όπως το ρύζι και το σιτάρι οι τιμές πολλαπλασιάστηκαν σε λίγους μήνες το 2008 – και η σπάνη στα βασικά είδη διατροφής, δηλαδή οι κερδοσκοπικές πρακτικές της οικονομικής ελίτ, έφερε την κρίση των τροφίμων εκείνη την χρονιά με δισεκατομμύρια ανθρώπους σε πολλές χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας να λιμοκτονούν και να πεθαίνουν από την πείνα. Γενικευμένες εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν σε αρκετές χώρες για το ψωμί και το ρύζι (π.χ. Αϊτή) που κατέστειλαν βίαια τα κράτη του οποίου τον πρόσωπο είναι αυτό: μια μηχανή πολέμου που σπέρνει τον θάνατο.

Η θηλιά γύρω από τον λαιμό των λαών με την κρίση τροφίμων χαλάρωσε σχετικά μετά τις άμεσες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων που εγγυήθηκαν την επιβίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και την συνέχιση της αέναης κερδοφόρας κίνησης του μεγάλου κεφαλαίου, το οποίο ως ένα μεγάλο βαθμό αναζήτησε τις υψηλές αποδόσεις στα εγγυημένα από τις κεντρικές τράπεζες και με μεγάλα περιθώρια κέρδους, κρατικά ομόλογα. Οι τιμές στις πρώτες ύλες και τα καύσιμα υποχώρησαν και μέσα σε λίγα χρόνια κάποια απ’ αυτά τα προϊόντα όπως το πετρέλαιο, κατέρρευσαν. Η αιτία που αυτά τα προϊόντα έφτασαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με το πετρέλαιο να πέφτει κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι, – το 2008 η τιμή του ήταν 400% υψηλότερη  – οφείλεται στην πτώση της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής.
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση και το παγκόσμιο παραγωγικό μοντέλο που γεννήθηκε μέσα σε αυτήν μέχρι το 2008 όχι μόνο επέφερε κέρδη στο κεφάλαιο, αλλά με την συνδρομή των κεφαλαιαγορών, με την συνεχή αναδιανομή και μεταφορά κεφαλαίων σε όλο τον πλανήτη και προς κάθε οικονομική δραστηριότητα, κατάφερνε να κρατά τα ποσοστά κέρδους σε ικανοποιη-τικά επίπεδα.
Όμως, η οικονομικά δύσκολη θέση στην οποία περιήλθαν πολλές ισχυρές καπιταλιστικές χώρες με την κρίση, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, με τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη να έχουν κτυπήσει κόκκινο, με όλον τον πλανήτη να κάθεται επί της ουσίας σε ένα βουνό χρέους, το μοντέλο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας έπαψε να είναι αποδοτικό. Οι μεταβολές στην αύξηση του διεθνούς εμπορίου και του παγκόσμιου ΑΕΠ τα τελευταία 18 χρόνια είναι ενδεικτικές της νέας κατάστασης: Τα χρόνια μεταξύ 2000 – 2008 το παγκόσμιο εμπόριο αυξανόταν με ρυθμό διπλάσιο έως τετραπλάσιο από το παγκόσμιο ΑΕΠ. Για το 2014 υπήρχε 14% αύξηση στο διεθνές εμπόριο και 4% αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2014 το διεθνές εμπόριο σημείωσε αύξηση 2% και ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ 3%. Για τις ΗΠΑ με το έλλειμμά τους να είναι πολύ υψηλό και το χρέος τους ένα από τα μεγαλύτερα στον πλανήτη, το ελεύθερο εμπόριο με τις αθρόες εισαγωγές στις ΗΠΑ κυρίως των κινέζικων προϊόντων με τις ανταγωνιστικές τιμές, πίεζε όλο και περισσότερο την ήδη κακή δημοσιονομική τους κατάσταση. Οι ΗΠΑ ήταν και είναι το καπιταλιστικό προπύργιο, και μια απότομη πτώση του ήδη αποδυναμωμένου δολαρίου, θα προκαλούσε τριγμούς στον καπιταλισμό παγκοσμίως.

Μέχρι το 2012 – ’13 η κερδοσκοπία στην αγορά πρώτων υλών και πετρελαίου διατηρούσε τις τιμές τους σε υψηλά επίπεδα, που σε αντιδιαστολή με την πτώση της παραγωγής η οποία ήρθε ως αποτέλεσμα της κρίσης καθώς τα προϊόντα δεν μπορούσαν να απορροφηθούν στην αγορά, έφερε ραγδαία μείωση της κερδοφορίας. Με βάση τα στοιχεία από το 2000 έως το 2013 το κόστος σε πρώτες ύλες για την κατασκευή αυτοκινήτων (ατσάλι και πετρέλαιο) είχε αυξηθεί κατά 350% ενώ η τιμή των αυτοκινήτων είχε πολύ μικρότερη αύξηση. Συνεπώς οι βιομηχανικές χώρες έπρεπε να εξάγουν τον διπλάσιο αριθμό αυτοκινήτων για την ίδια ποσότητα εισαγωγής πρώτων υλών προκειμένου να διατηρηθεί η ίδια κερδοφορία. Η πίεση από τις κεφαλαιαγορές για διατήρηση σε αναντίστοιχα υψηλά επίπεδα των τιμών των πρώτων υλών και παράλληλα η αδυναμία αύξησης των τιμών των προϊόντων λόγω αδυναμίας απορρόφησής τους, κατέστησε άμεσα ασύμφορο το διεθνές εμπόριο που συρρικνώνεται εν μέσω της κρίσης συνεχώς.

Η στασιμότητα που έχει επέλθει το διεθνές εμπόριο τα τελευταία χρόνια, κατέστησε αναπόφευ-κτη την κατάρρευση των τιμών στα καύσιμα. Παρά την καθίζηση της τιμής του πετρελαίου κάτω από στα 30 δολάρια το βαρέλι το 2016 και την επακόλουθη μείωση του κόστους μεταφοράς αλλά και παραγωγής, το διεθνές εμπόριο εξακολουθούσε να μειώνεται λόγω της αδυναμίας διάθεσης των παραγόμενων προϊόντων, λόγω δηλαδή, της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες μείωσαν την παραγωγή και την διάθεση στην αγορά πετρελαίου, όμως η τιμή του δεν ανέκαμπτε, παρά μόνο όταν άρχισαν να αυξάνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις. Με δεδομένο την γεωπολιτική αστάθεια στην Μέση Ανατολή με επίκεντρο την Συρία, αλλά και το γεγονός ότι στην περίοδο που διανύουμε έχουν μειωθεί για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό τα αποθέματα πετρελαίου, η τιμή του παίρνει ξανά ανοδική πορεία, η οποία επίσης, θα ‘‘τροφοδοτήσει’’ την ένταση των διακρατικών ανταγωνισμών.

Το ‘‘φρενάρισμα’’ της παγκοσμιοποίησης δηλαδή είχε συμβεί εδώ και χρόνια λόγω της κρίσης και το διεθνές ελεύθερο εμπόριο είχε ήδη δεχτεί πλήγματα, πριν η αμερικάνικη κυβέρνηση επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές μετάλλων. Εν τω μεταξύ λόγω της κρίσης ποτέ δεν ολοκληρώθηκε ο γύρος συνομιλιών για την παγκόσμια απελευθέρωση του εμπορίου που ξεκίνησε στην Ντόχα το 2001, ενώ η συνεργασία διατλαντικού εμπορίου και επενδύσεων, γνωστή ως ΤΤΙP δεν έχει εδώ και καιρό προοπτική.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ασθμαίνει κάτω από το βάρος της κρίσης, όμως το σύστημα είναι σε τέτοιο βαθμό αλληλεξαρτώμενο που δεν επιτρέπει άμεσα μεγάλες κινήσεις διάρρηξης των εμπορικών σχέσεων. Όμως αυτή η αλληλεξάρτηση είναι η αιτία που μικρές παρεμβάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, δημιουργούν αλυσιδωτές αντιδράσεις και αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες λόγω του μεγέθους τους, επηρεάζουν το σύνολο του συστήματος.
Οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου εξαιρώντας τελικά τον Καναδά, το Μεξικό, την Ε.Ε, την Νότια Κορέα και την Βραζιλία. Από την άλλη η Κίνα κρατά 1,7 τρις  δολάρια αμερικάνικου χρέους ενώ εδώ και καιρό έχει επιβάλει δασμούς 25% στα εισαγόμενα από τις ΗΠΑ αυτοκίνητα και με το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας να έχει φθάσει τα 37,5 δις δολάρια. Η τάση του συστήματος να ‘‘αυτοπροστατευτεί’’ σε εθνικό επίπεδο από την κρίση, με το κεφάλαιο να κατευθύνεται σε πιο ασφαλή λιμάνια, εντείνεται με την παγκόσμια κρίση του χρέους που θα πυροδοτήσει η άνοδος της αξίας του χρήματος. Οι κεντρικές τράπεζες με την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης και τον τεράστιο όγκο ρευστότητας, κατάφεραν να αποτρέψουν την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος προσφέροντας χρήμα με μηδενικό επιτόκιο, το οποίο διοχετευόταν στην συνέχεια με πολλαπλάσια μόχλευση στην οικονομία. Ένα μέρος αυτής της ρευστότητας έφτασε να χρηματοδοτήσει επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την Standard & Poor’s περί τα 24 τρις δολάρια από αυτή την ρευστότητα έχουν καταλήξει σε επιχειρήσεις την τελευταία 10ετία. Αυτό το ιδιωτικό χρέος συμβάλει ετησίως κατά 96% στην μεταβολή του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Πριν την κρίση η σχέση αυτή ήταν 81%, όταν ο πλανήτης έτρεμε από τον κίνδυνο κατάρρευσης της φούσκας του χρέους, την οποία όλοι την θεωρούσαν ως βόμβα στα θεμέλια του συστήματος. Τώρα, αυτός ο κίνδυνος είναι ακόμα μεγαλύτερος. Το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης και η άνοδος των επιτοκίων από την Fed και προσεχώς και από την ΕΚΤ, θα σημάνει αδυναμία εξόφλησης του χρέους, χρεοστάσια από επιχειρήσεις, ακόμα και στο καπιταλιστικό κέντρο νέες καταστροφές σε οικονομίες, νέες καταρρεύσεις.


‘‘Ο όγκος των παραγώγων υποδεικνύει την ανασφάλεια του συστήματος’’
Δεδομένου ότι οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί από την έναρξη της κρίσης, οι κεφαλαιαγορές αντιδρούν πλέον με τέτοια νευρικότητα σε κάθε είδους μεταβολή που είναι πολύ εύκολο να δημιουργηθούν συνθήκες πανικού και αυτές να προκαλέσουν σειρά καταρρεύσεων. Έχουμε πει κατά το παρελθόν ότι οι αγορές κεφαλαίου λειτουργούν σαν αγέλη από γαζέλες που τρέχουν στην πιθανότητα να παρουσιαστεί μπροστά τους μια απειλή.

Το γεγονός ότι έχει μεγεθυνθεί τόσο πολύ η χρηματοοικονομική σφαίρα, με την μερίδα του λέοντος να κατέχουν τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δεν αφορά σε κάποια παθογένεια του καπιταλισμού που μπορεί να θεραπευτεί με παρεμβάσεις ελέγχου και χαλιναγώγησης των χρηματαγορών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ούτως ή άλλως είναι εντελώς μάταιο να ευελπιστούν κάποιοι οικονομολόγοι που εισηγούνται περιορισμούς και ελέγχους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να μπορούν αυτοί να εφαρμοστούν στην πράξη. Πέρα από το γεγονός ότι πλάι στην υπέρμετρη οικονομική ισχύ που κατέχουν οι αγορές κεφαλαίου, έχουν και τεράστια πολιτική ισχύ, είναι πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστούν περιορισμοί και έλεγχοι στις κινήσεις κεφαλαίων αυτή την ιστορική περίοδο, από την στιγμή που ο ισολογισμός ενός οποιουδήποτε επενδυτικού χαρτοφυλακίου το βράδυ της μιας ημέρας, δεν έχει καμία σχέση με τον ισολογισμό του το επόμενο πρωί, συνθήκη που οφείλεται στις συναλλαγές υψηλής συχνότητας.

Τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα όταν δημιουργήθηκαν την περίοδο του πρώιμου καπιταλισμού, είχαν τον χαρακτήρα των συμβολαίων αντιστάθμισης κινδύνου σε συναλλαγές που αφορούσαν σε αγοραπωλησίες κυρίως γεωργικών προϊόντων κυρίως για την ‘‘προστασία’’ των επενδυτών από τις μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές τους. Καθώς το καπιταλιστικό σύστημα στην εποχή μας γνωρίζει τη μεγαλύτερη επέκταση στην ιστορία του, την οποία επιτυγχάνει με την χρήση τεχνολογίας, επεκτείνονται και μεγαλώνουν παράλληλα οι απειλές, οι αβεβαιότητες, οι κίνδυνοι για την σταθερότητά του. Μεγάλος παράγοντας αυτής της αβεβαιότητας είναι τα νομίσματα, με την αποδέσμευσή τους από τον χρυσό να αποτελεί μεν παράγοντα σημαντικό για την καπιταλιστική επέκταση μέσω της αγοράς χρέους, παράλληλα όμως και καθοριστική παράμετρο για την δημιουργία αβεβαιότητας και φόβου στο ίδιο το σύστημα.  

Τον ρόλο του ‘‘αντίβαρου’’ σε αυτό το ιδιαίτερα ρευστό περιβάλλον αναλαμβάνουν οι αγορές παραγώγων, με τα παράγωγα να προβάλλονται ως το ‘‘αγκυροβόλιο’’ αντί ενός ‘‘καταφυγίου’’ των κεφαλαίων που απουσιάζει από το σύστημα. Η επέκταση της αγοράς αυτής είναι ανάλογη της αβεβαιότητας που κυριαρχεί στο καπιταλιστικό σύστημα αυτή την εποχή και των πολλαπλών κινδύνων που είναι σύμφυτοι με την ίδια την καπιταλιστική επέκταση. Τα ατομικά κεφάλαια, ελλείψει πραγματικού χρήματος, αναζητούν υπεραξίες με ‘‘κάλυψη’’ τα πολυάριθμα παράγωγα. Όμως η αγορά των παραγώγων έχει γίνει το μεγαλύτερο και πλουσιότερο πεδίο κερδοσκοπίας, καθώς μεταβολές σε δείκτες κάθε είδους, όπως των χρηματιστηρίων ή της θερμοκρασίας γίνονται αντικείμενο στοιχημάτων.

Το 2003 η ονομαστική αξία των παραγώγων παγκόσμια προσέγγιζε τα 200 τρις δολάρια. Το 2008 είχε ανέλθει στα 600 τρις και σήμερα έχει υπερβεί το 1 τετράκις. Η μεγέθυνση αυτής της αγοράς είναι ανάλογη της ανασφάλειας των κεφαλαιοκρατών και των επενδυτών, είναι ανάλογη της ρευστότητας και της εύθραυστης ισορροπίας στο παγκόσμιο σύστημα. Το μέγεθος των παραγώ-γων προσδίδει τέτοια ισχύ σε αυτή την αγορά που αλληλεπιδρά καθοριστικά σε όλα τα επίπεδα της συστημικής λειτουργίας.

Ένας σημαντικός παράγοντας για να μπορεί να στέκεται όρθιο ένα τέτοιο χαώδες οικονομικό σύστημα χωρίς το ασφαλές αντίβαρο της σύνδεσης των νομισμάτων με πολύτιμα μέταλλα, είναι η πίστη στο σύστημα, η πίστη ότι αυτό θα μπορεί να αναπαράγεται και να επεκτείνεται στο διηνεκές. Μια πίστη  που μειώνεται όλο και περισσότερο για τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες όσο η κρίση δεν φαίνεται να τελειώνει και που αντίστοιχο αυτής της μειωμένης πίστης είναι η μεγάλη επέκταση της αγοράς των παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Αν η φούσκα των παραγώγων σκάσει, θα συμπαρασύρει κάθε υπόλειμμα πίστης στο σύστημα.

Έξοδος ορατή από την κρίση δεν υπάρχει, οικονομίες βυθίζονται στην ύφεση, χρέη κρατών γίνονται όλο και μεγαλύτερα ενώ η ασφυξία που γεννά η οικονομική κρίση κάνει όλο και πιο πιθανή την ανάδυση διακρατικών πολεμικών συρράξεων που προστίθενται στους κινδύνους της καπιταλιστικής ανισορροπίας. Οι κεφαλαιαγορές που βρίσκονται στην κορυφή της καπιταλιστικής ιεραρχίας και με την ιδιότυπη δικτατορία που ασκούν με την μεγάλη ισχύ που τις χαρακτηρίζουν, έχουν την εξουσία με την απόσυρση κεφαλαίων από ταραγμένες περιοχές, να δημιουργούν συνθήκες ‘‘επενδυτικού εμπάργκο’’ που καταλήγουν στο ‘‘στέγνωμα’’ από κεφάλαια καθεστώτων και χωρών που καταλήγουν στην οικονομική τους ασφυξία.

ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
Στις δεκαετίες που προηγήθηκαν διαμορφώθηκε εν δυνάμει ένας ‘‘καταμερισμός’’ μεταξύ κάποιων χωρών στην αναπαραγωγή του συστήματος.

Η Κίνα ως ένα βαθμό αποτέλεσε το ‘‘μεγάλο εργοστάσιο του κόσμου’’ καθώς πολλές πολυεθνικές αναζητούσαν σ’ αυτήν την αύξηση στην κερδοφορία τους λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού, των άθλιων συνθηκών εργασίας και των ειδικών καθεστώτων που ευνοούσαν τα ξένα κεφάλαια.

Ακολούθως η Ινδία αλλά και άλλες χώρες της Ασίας προσέλκυσαν κεφάλαια που επενδύονταν στην μεταποίηση. Οι ΗΠΑ καθιερώθηκαν ως ο χρηματοπιστωτικός ηγέτης του πλανήτη με την Wall Street να αποτελεί τον κυρίαρχο των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών. Οι ΗΠΑ απορροφούν σημαντικό μέρος των προϊόντων μεταποίησης, αλλά και των φθηνών πρώτων υλών από άλλες χώρες. Το καταναλωτικό μοντέλο των ΗΠΑ στηριζόταν στο χρέος. Το χρέος αυτό τροφοδοτούσε η Κίνα με τα πλεονάσματά της από τις εξαγωγές με αποτέλεσμα σήμερα να κρατά 1,3 τρις δολάρια αμερικάνικων κρατικών ομολόγων. Αυτή η σχέση είναι ένα παράδειγμα του τρόπου και του μεγέθους αλληλεξάρτησης μεταξύ κρατών και οικονομικών μοντέλων που έχει αναπτυχθεί.

Η αναπαραγωγή του συστήματος παγκοσμίως βασιζόταν για χρόνια στην τακτική ‘‘αγοράζουμε σήμερα και πληρώνουμε αύριο’’. Ιδιωτικό και δημόσιο χρέος διογκώθηκε σε υπέρμετρο βαθμό καθώς αυτό έγινε η κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού. Η οικονομία του χρέους στην οποία πρωτοστατούσαν οι αμερικάνικες επενδυτικές εταιρείες, καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια κατανομή κεφαλαίων, αλλά και την δυνατότητα απορρόφησης του παραγόμενου παγκόσμιου προϊόντος. Η σχέση αλληλεξάρτησης που δημιουργήθηκε μεταξύ διαφορετικών λειτουργιών του συστήματος, αλλά και μεταξύ κρατών δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Αυτές οι σχέσεις αλληλεξάρτησης και η προχωρημένη αλληλοσυνδεσιμότητα του συστήματος είναι που δίνει της ουσία της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Όμως το μοντέλο αυτό συναντά δυσκολίες να αναπαραχθεί μετά την κρίση του ’08, καθώς αναδείχθηκε ο κίνδυνος που ελλοχεύει από την εξάρτηση του παγκόσμιου συστήματος και της αναπαραγωγής του γύρω από τον άξονα της οικονομίας του χρέους.
Ενώ η τάση του συστήματος ‘‘προσανατολίζει’’ πολλά κράτη στην αναπλήρωση της μειωμένης εξωτερικής ζήτησης με την στροφή στις εγχώριες αγορές ως απόρροια της μειωμένης απόδοσης που έχουν οι δεσμοί της παγκοσμιοποίησης, αλλά και η απειλή του παγκόσμιου χρέους, το σπάσιμο των δεσμών αυτών δεν είναι εύκολο στοίχημα λόγω του προχωρημένου αυτού βαθμού αλληλεξάρτησης.

Όμως, η αλλαγή στο μοντέλο αυτό είναι μια δύσκολη υπόθεση καθώς η αλληλεξάρτηση δεν μπορεί να σταματήσει χωρίς κόστος για όλες τις πλευρές. Η μείωση του παγκόσμιου εμπορίου είναι το επακόλουθο μιας κρίσης που δεν τελειώνει, παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει δρόμος ομαλής επιστροφής στην πολιτική του κρατικού προστατευτισμού. Η διοχέτευση τεράστιας ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τα χρόνια που προηγήθηκαν και οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες, ήταν κινήσεις αναίρεσης στην πράξη της θεωρίας περί αυτοδιόρθωσης των αγορών, περί του εξυγιαντικού για το σύστημα ρόλου των κρίσεων και περί ‘‘κάθαρσής’’ του από τις καταρρεύσεις εταιρειών και την απαξίωση κεφαλαίων.
Και είναι ακριβώς ο προχωρημένος βαθμός της αλληλεξάρτησης των συστημικών λειτουργιών και των ίδιων των κρατών με αυτές, που κατέστησε ανυπέρβλητη αναγκαιότητα να στηριχτεί από τις κεντρικές τράπεζες και τα κράτη το σύστημα. Η κατάρρευση της Lehmann Brothers ήταν λίγο ως πολύ ένα ‘‘πείραμα’’ που αφέθηκε να ολοκληρωθεί. Όμως οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος ήταν τόσο μεγάλες σε όλο το σύστημα, που έκανε αναπόφευκτη την προσπάθεια να μην επιτραπούν άλλες καταρρεύσεις. Η πρωτοφανής ιστορικά κρατικοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών εταιρειών ήταν μια πρόσκαιρη κίνηση ενώ υπήρξε και το ‘‘καινοτόμο’’ στοιχείο να μην παίρνει το κράτος τα ηνία της διοίκησης των εταιρειών που έχει υπό την προστασία του. Προστατευτισμός χωρίς το κράτος να κατέχει τα ηνία στην οικονομική πολιτική, είναι ένα ιδιόμορφο ‘‘σχήμα’’ που ανέδειξαν οι συστημικές ανάγκες λόγω της κρίσης, σε συνδυασμό με την αχαλιναγώγητη ισχύ του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών.

Το παγκόσμιο μοντέλο αναπαραγωγής του συστήματος συναντά προβλήματα και παράλληλα το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Όμως η επιστροφή στον προστατευτισμό και την κρατική ηγεμονία επί της διαμόρφωσης της Εθνικής οικονομικής πολιτικής, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Χαρακτηριστική είναι η σφοδρή αντίδραση που έχουν οι αποφάσεις και οι προτάσεις της αμερικάνικης κυβέρνησης σχετικά με την αμερικάνικη απόσυρση από διεθνείς συνεργασίες, και την υπονόμευση συμφωνιών, όπως και η επιβολή δασμών στο εμπόριο μετάλλων από επιφανείς μεγαλοεπενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων με πρώτο τον Τζώρτζ Σόρος, ο οποίος εξαπέλυσε δριμύτατη επίθεση στον Τραμπ, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την κυρίαρχη τάση από την αφρόκρεμα της αμερικάνικης οικονομικής ελίτ.

Τελικά, οι δασμοί επιβλήθηκαν και αντανακλούσαν μέρος των δομικών προβλημάτων της αμερικάνικης οικονομίας αποβλέποντας στην μερική αντιμετώπισή τους. Όμως από αυτό το σημείο, μέχρι την πλήρη επιστροφή του συστήματος στο μοντέλο του κρατικού προαστατευτισμού ως το κυρίαρχο για την διαμόρφωση μιας οικονομικής πολιτικής σε εθνικό πλέον επίπεδο, έχει μεγάλη απόσταση και προϋποθέτει την απόλυτη διάρρηξη των σχέσεων αλληλεξάρτησης που υπάρχουν στο σύστημα. Σε αυτό πρέπει να συνυπολογίζουμε την ύπαρξη των κεφαλαιαγορών που δρουν παγκόσμια  και την τεράστια ισχύ τους πάνω στο σύγχρονο καπιταλισμό, καθώς θα συνεχίσουν να πιέζουν προς την διατήρηση των ελευθεριών στις κινήσεις κεφαλαίων.

Η αμερικάνικη αυτοκρατορία, η τελευταία αυτοκρατορία του κόσμου, έχει εδώ και χρόνια απωλέσει την δυνατότητά της να ηγείται αποτελεσματικά στην επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος, να παίζει τον ρόλο της ατμομηχανής στην παγκόσμια ανάπτυξη και ενίοτε του ένοπλου πολιορκητικού κριού και του παγκόσμιου χωροφύλακα. Η κρίση έχει αναδείξει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την αδυναμία αυτή ενώ – τουλάχιστον ως αυτή την στιγμή – πραγματικός ‘‘διάδοχος’’ που να απειλεί την ακόμα και σήμερα πρωτοκαθεδρία της, δεν έχει σχηματοποιηθεί.

Το δολάριο, παρά το γεγονός ότι αμυφισβητείται ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η αποκλειστικότητά του ως το αποθεματικό νόμισμα του πλανήτη, εξακολουθεί να είναι το πρώτο με αυτόν τον ρόλο, ενώ η αμερικάνικη πολεμική μηχανή είναι ακόμα η ισχυρότερη παγκοσμίως. Επίσης, παρά τη μη εκπλήρωση των αρχικών του στόχων στους πολέμους που εξαπέλυσε το αμερικάνικο κράτος, έχει γεμίσει τον πλανήτη αμερικάνικες βάσεις κατοχυρώνοντας με στρατιωτικούς όρους τα συμφέροντά του. Όμως η στρατιωτική υπεροχή δεν αρκεί για να διαιωνίζει την θέση της η Αμερική ως η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη. Και η κρίση υποσκάπτει τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται.

Οι όποιες αδυναμίες στο παγκόσμιο παραγωγικό μοντέλο, την οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ και των χωρών του ‘‘δυτικού’’ κόσμου εν γένει που αναδείχθηκαν με την κρίση, είναι στοιχεία προς αξιοποίηση άλλων κρατών για να υπερβούν τα ίδια τα όποια οικονομικά προβλήματα έχουν, για να προωθήσουν δικά τους συμφέροντα και να βάλουν όρους στις υπό διαμόρφωση νέες σχέσεις ισχύος.

Η Κίνα επεκτείνει την στρατιωτική της παρουσία στην νότια σινική θάλασσα γεμίζοντας στρατιωτικές βάσεις πολλά νησιά για τον αποκλειστικό έλεγχο ενός από τα πιο πολυσύχναστα περάσματα για το διεθνές εμπόριο και ενισχύει την πολεμική της μηχανή. Η Ρωσία έχει ήδη εγκατασταθεί στην Συρία με στρατιωτικές βάσεις στηρίζοντας το καθεστώς Άσαντ. Το ίδιο κάνει και το Ιράν. Η Τουρκία πραγματοποίησε πρόσφατα πολεμικές επιχειρήσεις στην Συρία, κατέλαβε το Αφρίν και ανά καιρούς απειλεί με επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία αλλά και στο βόρειο Ιράκ.

Για τις ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία συνιστούν μόνιμους και διαχρονικούς ανταγωνιστές.
Παρά την επικίνδυνη αλληλεξάρτηση με την Κίνα, η προοπτική υπόσκαψης των οικονομικών και γεωστρατηγικών δυνατοτήτων που έχει ήταν ανέκαθεν ένα ζητούμενο για την διατήρηση της αμερικάνικης ηγεμονίας και παρά την αλληλεξάρτηση που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια στο σύστημα παγκόσμια, ποτέ δεν εξαλείφθηκαν οι ανταγωνισμοί. Απλώς τους καθιστά πιο σύνθετους ως προς την διαχείριση και πιο αμοιβαία επικίνδυνους κατά την όξυνσή τους.

Η γεωπολιτική σύγκρουση για τον έλεγχο εδαφών, πλουτοπαραγωγικών πηγών ή δρόμων για το εμπόριο ούτε έπαψε ποτέ ούτε θα πάψει να υπάρχει. Όμως παρατηρούμε, πως ενώ το αμερικάνι-κο κράτος πρωτοστατούσε τις τελευταίες δεκαετίες σε αυτές τις συγκρούσεις, οι οποίες διατηρού-σαν έναν περιφερειακό χαρακτήρα και διεξάγονταν ‘‘δια αντιπροσώπων’’, η εμπλοκή και άλλων δυνάμεων σε αυτές γίνεται πιο διευρυμένη και απαιτητική δεδομένης της αξιοποίησης της ρευστότητας στις γεωπολιτικές ισορροπίες που προκύπτει ως απόρροια της οικονομικής κρίσης και των ευκαιριών που διακρίνουν ορισμένα καθεστώτα για να διαφύγουν από τον κλοιό της κρίσης δια της επέκτασης της επιρροής τους (Τουρκία) ή και διεκδικώντας κεντρικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση γεωπολιτική κατάσταση (Ρωσία). Προοπτική όμως, διαμόρφωσης μιας νέας αυτοκρατορίας που θα απειλήσει την αμερικάνικη πρωτοκαθεδρία και θα την αντικαταστήσει με μια άλλη υπερδύναμη, δεν υπάρχει τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτό όμως, καθιστά ακόμα πιο σύνθετο κάθε γεωπολιτικό ζήτημα όπου ‘‘συναντιούνται’’ ανταγωνιζόμενες δυνάμεις της εποχής μας ενώ αυξάνεται ο κίνδυνος μιας εκτροπής των συγκρούσεων με ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Η Ελλάδα βρίσκεται γεωγραφικά σε σημείο όπου είχε ανέκαθεν μεγάλη σημασία αφού γειτνιάζει με τις μόνιμες εστίες σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, ενώ τόσο η Ελλάδα όσο και η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου είναι μαγνήτης πολυεθνικών εταιρειών ενέργειας λόγω των μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το εκτιμώμενο απόθεμα φυσικού αερίου στις οικονομικές ζώνες του Ισραήλ, της Κύπρου και της Αιγύπτου υπολογίζονται στα 10 τρις κυβικά μέτρα και πολλοί τις χαρακτηρίζουν ως την ‘‘νέα Κασπία’’ στην ευρύτερη περιοχή. Η αυξημένη ζήτηση φυσικού αερίου ιδίως στην Ευρώπη, καθιστά κορυφαίο ζήτημα την εκμετάλλευση και μεταφορά θησαυρού που κρύβει η ανατολική Μεσόγειος.

Η ραγδαία πτώση της παγκόσμιας παραγωγής που έφερε η κρίση, προκάλεσε και την καθίζηση των τιμών του πετρελαίου που έφτασε το 2016 στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών, κάτω από 30 δολάρια το βαρέλι. Παρά την κερδοσκοπία στις πρώτες ύλες και παρά την πολιτική των χωρών του ΟΠΕΚ – συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας ,– για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής ώστε να ανέβει η τιμή του πετρελαίου και παρά το γεγονός ότι τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου βρίσκονται στο χαμηλότερο ιστορικά επίπεδο, η τιμή του δεν ανέκαμψε παρά μόνο όταν έγιναν πιο έντονοι οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, ενώ με την πρόσφατη κρίση που κατέληξε στην επίθεση με πυραύλους των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Αγγλίας ενάντια στο καθεστώς Άσαντ, η τιμή του πετρελαίου παίρνει μια γρήγορη πορεία ανόδου. Την άνοδο αυτή ενισχύει η αντιπαρά-θεση στην Ανατολική Μεσόγειο για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που πυροδοτεί το Τουρκικό κράτος. Ισχυρότατος όμως παράγοντας γι’ αυτή την αύξηση είναι οι κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν, απόφαση ενάντια στην οποία έχουν στραφεί πολλά ισχυρά κράτη.
Από την πτώση της τιμής του πετρελαίου, επλήγησαν σοβαρά τόσο η Ρωσία όσο και οι άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρε ενώ οι ΗΠΑ, κόντρα στην απόφαση του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής, και χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες σε μια μεγάλη αύξηση της παραγωγής φτάνοντας στην δεύτερη θέση παγκοσμίως αμέσως μετά την Ρωσία.

Οι ανταγωνισμοί για τον έλεγχο της παραγωγής και κυρίως της τιμής του πετρελαίου, όπως και του φυσικού αερίου, θα παίξουν και στις μέρες μας σημαντικό ρόλο. Δεδομένου ότι η παγκόσμια παραγωγή δεν δείχνει στοιχεία αύξησης λόγω της κρίσης, οι διακυμάνσεις στις τιμές του πετρελαίου καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό, έστω και έμμεσα, από την χρηματοοικονομική σφαίρα και την οικονομία του χρέους, αφού η στροφή των επενδυτικών κεφαλαίων στα καύσιμα και τα ‘‘στοιχήματα’’ στις αυξήσεις των τιμών τους μέσω της αγοράς παραγώγων αυξάνεται όσο μεγαλώνει η επενδυτική ανασφάλεια για μια επόμενη κρίση στην χρηματοοικονομική σφαίρα. Επόμενος μεγάλος παράγοντας που καθορίζει τις τιμές είναι οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί.

Για την Ρωσία που το ΑΕΠ της καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και ενώ οι χρηματαγορές την πιέζουν αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού της, η οικονομική πίεση τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Το επιτόκιο δανεισμού του ρωσικού κράτους έφτασε το 7,5% κάνοντας σχεδόν απαγορευτικό τον δανεισμό από τις αγορές, ενώ το ρούβλι έχει σχεδόν καταρρεύσει. Το ρωσικό κράτος στηρίζεται σε αυτό που έχει, την ενέργεια, και οι κινήσεις του στοχεύουν στην διατήρηση και επέκταση του ελέγχου του σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και ‘‘δρόμους’’ μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Εκμεταλλευόμενο παράλληλα τον σκεπτικισμό – μέχρι τώρα – των δυτικών κρατών να εμπλακούν σε πολεμικά μέτωπα, ενεπλάκη στρατιωτικά στην Συρία και ‘‘εγκαταστάθηκε’’ με την δημιουργία βάσεων στο έδαφός της, συνάπτοντας συμμαχία με το συριακό καθεστώς του Άσαντ, με το Ιράν και την Χεσμπολάχ που επίσης δρα στην χώρα.

Το ‘‘μέτωπο’’ αυτών των κρατών έχει απέναντί του το αμερικάνικο κράτος, το Ισραήλ, την Σαου-δική Αραβία, τις ευρωπαϊκές χώρες, την Αγγλία και τη Γαλλία ενώ η πολεμική αντιπαράθεση εξακολουθεί να ‘‘ζυγίζεται’’ από το κόστος μιας πολεμικής εμπλοκής μεταξύ Ρωσίας, Ιράν και Δύσης που θα έχει αναμφισβήτητα ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Γι’ αυτό τον λόγο η επίθεση βομβαρδισμού από την αμερικάνικη, αγγλική, και γαλλική πολεμική μηχανή που έγινε ως ‘‘υπενθύμιση’’ της δυτικής πρωτοκαθεδρίας στον πλανήτη και, παρά τις απειλές της αντίπαλης παράταξης, καμία απάντηση δεν δόθηκε, δεν είχε στόχο την γενίκευση ενός πολέμου, τουλά-χιστον όχι αυτή την στιγμή.

Αν μπορούσαμε να φανταστούμε την ίδια πολεμική ‘‘παράσταση’’ να διαδραματίζεται την δεκαετία του ’90 ή στις αρχές του 2000, η πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ και της Αγγλίας τουλάχιστον, στην περιοχή θα ήταν μόνιμη ενάντια στο καθεστώς ‘‘παρία’’ της Συρίας, όπως συνήθιζαν να προσδιορίζουν τότε πολλά κράτη συμπεριλαμβανομένου του Ιράκ, Ιράν και της Βόρειας Κορέας, ενώ η Ρωσία και το Ιράν δεν θα είχαν την διείσδυση που έχουν στο συριακό έδαφος.

Όσο για το τουρκικό κράτος, αυτό υφίσταται ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα λόγω της κρίσης με την τουρκική λίρα να έχει καταρρεύσει και το επιτόκιο δανεισμού του να ξεπερνά το 13% και τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης να βαθμολογούν τα τουρκικά ομόλογα ως ‘‘σκουπίδια’’. Το τουρκικό κράτος προσβλέπει στην ποδηγέτηση περιοχών με κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου – συμπεριλαμβανομένης και της ανατολικής Μεσογείου – βάζοντας μπροστά την πολεμική του μηχανή και τον γεωστρατηγικό του ρόλο στην περιοχή. Με τις πολεμικές επεμβάσεις στην Συρία, τις απειλές για επέκτασή τους στο Βόρειο Ιράκ, και την επιθετική του στάση απέναντι στο ελληνικό κράτος και στο ζήτημα της εκμετάλλευσης το φυσικού αερίου της Μεσογείου στην κυπριακή ΑΟΖ και της Ανατολικής Μεσογείου, δείχνει την απελπισία ενός κράτους  σε βαθιά κρίση με αχαλιναγώγητες πολεμικές και επεκτατικές διαθέσεις. Η ‘‘θηλιά’’ όμως των χρηματαγορών σφίγγει περισσότερο γύρω από τον λαιμό του όσο το ίδιο αυξάνει τις απειλές του και το κάνει πράξη. Τελικά η τουρκική οικονομία είναι λίγο πριν την κατάρρευση

Όσο για το ελληνικό κράτος, αυτό πάντα παραχωρούσε γη και ύδωρ στις μεγάλες δυνάμεις. Το ελληνικό έδαφος είναι ανέκαθεν εφαλτήριο πολεμικών εξορμήσεων των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών κρατών με τις βάσεις που έχει, ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του ύστερου ‘‘δυτικού’’ καπιταλιστικού συστήματος.

Ζούμε σε μια εποχή που η συστημική κρίση και η ματαιότητα αυτή να ξεπεραστεί με τις υπάρχουσες συνταγές, έχει καταστήσει ιδιαίτερα ρευστές και ευμετάβλητες τις γεωπολιτικές σχέσεις και τους συσχετισμούς δύναμης. Όσο η αναπαραγωγή του συστήματος έχει ως κεντρικό άξονα την οικονομία του χρέους, όσο οι υπεραξίες για το κεφάλαιο εξακολουθούν να εντοπίζονται στην χρηματοοικονομική σφαίρα και την ανακύκλωση του χρέους, η ισχύς των χρηματαγορών θα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τους συσχετισμούς δύναμης υπέρ των ‘‘παραδοσιακών’’ ισχυρών κρατών, παρόλο που τα περισσότερα από αυτά – με πρώτες τις ΗΠΑ – βαδίζουν σε ένα εύθραυστο και ιδιαίτερα επικίνδυνο έδαφος λόγω των οικονομικών τους δυσκολιών. Η αμερι-κάνικη παγκόσμια ηγεμονία που βρίσκεται επίσης σε κρίση, είναι υποχρεωμένη να προασπίσει την θέση της που απειλείται την στιγμή που άλλες δυνάμεις επιδιώκουν την υπέρβαση των οικονομι-κών τους προβλημάτων επεκτείνοντας τις σφαίρες επιρροής τους και συνάπτοντας συμμαχίες με παραδοσιακούς εχθρούς των ΗΠΑ.

Η αμερικάνικη κυβέρνηση επεχείρησε εν μέρει ήδη με την επιβολή δασμών και την απόσυρσή της από συμφωνίες για το ελεύθερο εμπόριο να διαρρήξει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης που έχουν δομηθεί με το παγκόσμιο αναπτυξιακό μοντέλο του οποίου τα όρια φάνηκαν για τις ΗΠΑ με την κρίση του 2008 και την αδυναμία υπέρβασής της. Αυτές οι σχέσεις που είναι ακόμα σε ισχύ είναι ο παράγοντας που κρατούν ως αυτή την στιγμή εντός κάποιων ορίων τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Όμως η μεγάλη ρευστότητα που κυριαρχεί παγκόσμια και η δυσφορία που προκαλεί η κρίση σε όλα τα καθεστώτα δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα γίνει τελικά μια μεγάλης εμβέλειας πολεμική σύρραξη. Είθισται εξάλλου, οι μεγάλες κρίσεις να οδηγούν σε πολέμους.

Το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης το έχουν επωμιστεί τα κράτη. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ και την Αγγλία το κόστος αυτό έχει ‘‘κοινωνικοποιηθεί’’, τα βάρη της από-πληρωμής έχουν πέσει πάνω στις κοινωνίες, και υποτίθεται, η υπέρβαση αυτών των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν θα γίνει με το νέο ‘‘αναπτυξιακό άλμα’’ για την πραγματοποίηση του οποίου η μόνη ‘‘εγγύηση’’ που δίνεται από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ είναι η ‘‘ακλόνητη πίστη στον καπιταλισμό ως αιώνιο σύστημα’’. Προς το παρόν – και μάλλον για πολύ καιρό ακόμη – η παγκόσμια ανάπτυξη είναι αναιμική και το ‘‘αναπτυξιακό άλμα’’ αποτυπώνεται μόνο στην χρηματι-στηριακή φούσκα και την φούσκα στα κρατικά ομόλογα. Όμως οι αναμενόμενες οικονομικές καταρρεύσεις κρατούν και τα χρεοστάσια που θα ξεσπάσουν και που θα φθάσουν να απειλήσουν την χρηματοοικονομική σφαίρα συνολικά καθώς υπάρχει κίνδυνος αυτά να εκδηλωθούν σε μεγά-λες επιχειρήσεις και κράτη του καπιταλιστικού κέντρου, η νέα ύφεση στην παγκόσμια οικονομία που θα έρθει, θα απειλήσει πολύ πιο αποφασιστικά από το 2008 το μοντέλο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής μέσω της χρηματοπιστωτικής επέκτασης και της φούσκας του χρέους.

Χωρίς την προοπτική της ανάπτυξης και της επαναφοράς του συστήματος σε ρυθμούς ικανοποιη-τικούς για την αναπαραγωγή του, τα κράτη στρέφονται στην μεταβίβαση του οικονομικού κόστους και των προβλημάτων σε άλλα κράτη, γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες σχέσεις οικονομικής αλληλεξάρτησης. Δασμοί, υψηλά επιτόκια, κεφάλαια που

εγκαταλείπουν χώρες με οικονομικά προβλήματα συνηγορούν στην αύξηση των πιέσεων προς πιο αδύναμες οικονομικά χώρες, και το μέγεθος της οικονομικής πίεσης που θα υποστούν θα επηρεά-σει την στάση τους στις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η οποία θα κριθεί και από το μέγεθος της πολεμικής μηχανής.

Δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για τις γεωπολιτικές συγκρούσεις της εποχής μας και ειδικά για τον πόλεμο στην Συρία, χωρίς να αναφερθούμε, έστω και εν συντομία, σε ένα τόσο σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό εγχείρημα για την επαναστατική ιστορία:Την Επανάσταση στη Ροζάβα, η οποία εκδηλώθηκε και παλεύει να σταθεί σε ένα ιδιαιτέρως βίαιο περιβάλλον, όπου κράτη βρίσκονται σε συνεχή πολεμική σύγκρουση, σε ένα περιβάλλον που έχει τα χαρακτηριστικά ενός παγκόσμιου πολέμου.


Η Επανάσταση στη Ροζάβα και το πείραμα του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού και της δημοκρατικής αυτονομίας

Ο συριακός εμφύλιος που ήταν αποτέλεσμα των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης του 2011 και εξελίχτηκε σε πεδίο της γεωστρατηγικής σύγκρουσης μεταξύ του δυτικού μπλοκ εξουσίας (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία) από τη μία μεριά και της Ρωσίας και του Ιράν από την άλλη, έγινε αφορμή να γίνει γνωστή η Επανάσταση στη Ροζάβα και το πείραμα του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού και της Δημοκρατικής Αυτοάμυνας στις περιοχές των Κούρδων της βόρειας Συρίας.

Έγινε γνωστή κυρίως μετά την μάχη στο Κομπάνι το 2014 όπου η ηρωική αντίσταση των Μονά-δων Λαϊκής Προστασίας (YPG) και των Γυναικείων Μονάδων Προστασίας (YPJ) σταμάτησε την προέλαση του Ισλαμικού Κράτους που πολιορκούσε την πόλη. Όμως το πείραμα του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού και της Δημοκρατικής Αυτονομίας δεν ξεκίνησε από τις περιοχές της βόρειας Συρίας αλλά από το βόρειο Κουρδιστάν που κατέχει το τουρκικό κράτος και μετά την κατάρρευση των κρατικών δομών του καθεστώτος το 2011 – ’12 και λόγω της εξέγερσης της Αραβικής Άνοιξης επεκτάθηκε στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας.

Ο Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός αποτελεί μια εξέλιξη του υπό την επιρροή του ΡΚΚ κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος που από τον αρχικό του στόχο της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου εθνικού κουρδικού σοσιαλιστικού κράτους κατά τα πρότυπα των μαρξιστολενινιστικών αντάρτικων του Τρίτου Κόσμου πέρασε στη δημιουργία μιας Συνομοσπονδίας που δεν περιλαμβάνει μόνο Κούρδους αλλά και άλλους λαούς της περιοχής, π.χ. Άραβες ή εθνικές και θρησκευτικές ομάδες όπως οι Συροϊακωβίτες, οι Γιεζίντι, οι Χαλδαίοι και άλλοι.

Αυτό το κοινωνικό επαναστατικό πείραμα είναι επηρεασμένο ως ένα βαθμό από τις ελευθεριακές κοινοτιστικές ιδέες του Αμερικανού αναρχικού διανοητή και οικολόγου Μάρραιη Μπούκτσιν.
Είναι ένα εγχείρημα που απορρίπτει το έθνος κράτος και τον εθνικισμό, δεν περιορίζεται σε εθνικά ή περιφερειακά σύνορα, αμφισβητεί το κράτος ως μηχανισμό διαχείρισης των κοινωνικών υπο-θέσεων, προωθεί την αποκέντρωση της εξουσίας σε αντίθεση με το συγκεντρωτισμό του κράτους, την διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων την αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι από την κοινωνική βάση μέσα από κοινοτιστικές δομές, τις κομμούνες, τις συνελεύσεις και τα συμβούλια των δήμων και κοινοτήτων όπου όλες και όλοι μπορούν να συμμετέχουν στην λήψη των απoφάσεων και να αναλάβουν υπεύθυνες θέσεις ως αιρετοί και ανακλητοί εκπρόσωποι.

Ο Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός και η Δημοκρατική Αυτονομία είναι ένα είδος κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης που στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία. Το πιο σημαντικό όμως επίτευγμα της Επανάστασης στη Ροζάβα είναι η χειραφέτηση των γυναικών αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η κουρδική κοινωνία όπως και γενικότερα οι κοινωνίες της Μέσης Ανατολής βρίσκονται σε ένα ημιφεουδαρχικό στάδιο όπου κυριαρχεί η πατριαρχία και οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερες και κατώτερες. Όμως η επανάσταση τις εξίσωσε με τους άνδρες, ανέλαβαν υπεύθυνες θέσεις στα συμβούλια των δήμων και των χωριών, ανέλαβαν και διοικητικές θέσεις στις Μονάδες Λαϊκής Προστασίας ενώ υπάρχουν από το 2013 ξεχωριστές αμιγώς γυναικείες ένοπλες δυνάμεις, οι Γυναικείες Μονάδες Προστασίας. Όλα αυτά είναι πρωτοφανή για την παραδοσιακή πατριαρχική κουρδική κοινωνία.

Πάντοτε σε εποχές κοινωνικών επαναστάσεων και επαναστατικών εγχειρημάτων οι γυναίκες κατακτούν τη θέση που τους αξίζει ως ίσες απέναντι στους άνδρες και είναι εξίσου ικανές στο να αναλαμβάνουν όχι μόνο υπεύθυνες θέσεις αλλά και στο να μάχονται με το όπλο στο χέρι. Δεν νοείται κοινωνική επανάσταση χωρίς την ενεργή συμμετοχή και την χειραφέτηση των γυναικών.

Αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι για την δημιουργία μιας κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας είναι απαραίτητη η επανάσταση, δηλαδή η ανατροπή του παλιού κόσμου και επίσης αποδεικνύεται ότι για να γίνουν οι επαναστάσεις είναι απαραίτητος ο ένοπλος αγώνας αφού χωρίς τις Λαϊκές Μονάδες Προστασίας (YPG) και τις Γυναικείες Μονάδες Προστασίας (YPJ) δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το πείραμα του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού και της Δημοκρατικής Αυτονομίας στα τρία καντόνια των κουρδικών περιοχών της βόρειας Συρίας, δεν θα μπορούσαν να προστατευτούν οι κοινονιστικές δομές, να αποκρουστεί το ISIS, η Ράκα, ενώ αυτές οι δυνάμεις είναι που αντιστέκονται στον τουρκικό στρατό που έχει πρόσφατα καταλάβει το Αφρίν.

Η Επανάσταση στη Ροζάβα μάχεται σε πολλά μέτωπα,τους τζιχαντιστές του ISIS, άλλες ισλαμιστικές ομάδες, το καθεστώς Άσαντ και τον τουρκικό στρατό. Στα πλαίσια της γεωστρατηγικής σύγκρουσης που ήδη μαίνεται στο έδαφος της Συρίας ανάμεσα στις ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία που συνεπικουρούνται από το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία και από την άλλη μεριά την Ρωσία και το Ιράν που συνεπικουρούνται από την Χεσμπολάχ, η Επανάσταση στη Ροζάβα αντιμετωπίζεται σε αυτή την γεωστρατηγική σκακιέρα ως ένας σημαντικός παίχτης αφού οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το κουρδικό κίνημα εξοπλίζοντάς το για την αντιμετώπιση του ISIS αλλά και ενάντια στο καθεστώς Άσαντ. Τέτοιες ευκαιριακές λυκοσυμμαχίες όμως ιστορικά έχουν αποδειχθεί ότι δεν έχουν καλή κατάληξη για τα απελευθερωτικά κινήματα όπως έγινε π.χ. με τα κινήματα  Εθνικής Αντίστασης στο β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

Η Επανάσταση στη Ροζάβα αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα στην εποχή μας και το δίδαγμα που έχουμε να παίρνουμε είναι ότι πρέπει και μπορούμε να μεταφέρουμε την επανάσταση στην ίδια την Δύση, στην καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου.


ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Στην χώρα (στην Ελλάδα), ένας μεγάλος πόλεμος διεξάγεται ήδη. Ένας πόλεμος χωρίς όπλα που όμως έχει αποτελέσματα εξίσου καταστροφικά στην απώλεια κοινωνικού πλούτου με έναν στρατιωτικού τύπου πόλεμο. Στα χρόνια των μνημονίων και της επιτήρησης από τους υπερεθνικούς θεσμούς οι πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας που επεβλήθησαν για να διασωθεί το σύστημα, έχουν βυθίσει την χώρα πιο βαθιά στην κρίση. Εξ’ άλλου αυτή η κατάσταση του ελληνικού οικονομικού καθεστώτος κρίνεται και θα κρίνεται από την πορεία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τις εκρήξεις και τις υφέσεις της.

Πρώτο ζητούμενο για τους ανθρώπους αυτού του τόπου που μαστίζεται από την κρίση και πρω-ταρχικά όσων προωθούν τον αγώνα πραγματικής ταξικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, έναν αγώνα απελευθερωτικό για την κοινωνία, είναι η αντίσταση και η σύγκρουση με τις εγχώριες δομές και θεσμούς του οικονομικού και πολιτικού συστήματος.

Η έναρξη της κρίσης στην χώρα βρήκε απροετοίμαστες, αδύναμες και ανήμπορες τις πολιτικές δυνάμεις που ευελπιστούσαν σε μια κοινωνική αντίσταση ενάντια στην επιβολή των μνημονίων με αποτέλεσμα σήμερα να ζούμε τα νέα ‘‘πέτρινα χρόνια’’ όπου μια πρωτοφανής στην ιστορία του τόπου επίθεση στην κοινωνική πλειοψηφία χωρίς τέλος και ημερομηνία λήξης συνεχίζεται καθώς απουσιάζει ένα ισχυρό αντίπαλο πολιτικό δέος, καθώς δεν υπάρχει ένα επαναστατικό κίνημα για να αξιοποιήσει συνθήκες της κρίσης για να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί μια επαναστατική συνείδηση στην κοινωνική βάση ικανή να διαμορφώσει τις κατάλληλα υποκειμενικές συνθήκες για μια κοινωνική και ταξική αντεπίθεση στο καθεστώς.

Το ‘‘θεώρημα’’ της κυβέρνησης Σύριζα – ΑΝΕΛ για έξοδο από τα μνημόνια δεν πείθει ούτε τους πλέον καλόπιστους. Όμως αυτό που δεν έχει γίνει αντιληπτό είναι ότι, δεδομένων των ευρύτερων οικονομικών συνθηκών του συστήματος, η χώρα εισέρχεται σε μια περίοδο που η εκδήλωση μιας νέας μεγάλης κρίσης χρέους έρχεται όλο και πιο κοντά.

Η οικονομική κατάσταση του ελληνικού καθεστώτος βρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση από το 2010. Το ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος (επιχειρήσεων και ιδιωτών) ξεπερνά τα 101 δις ευρώ ενώ το συνολικό ιδιωτικό χρέος είναι πολύ υψηλότερο. Το δημόσιο χρέος έχει φθάσει τα 320 δις ευρώ, δηλαδή το 175% του ΑΕΠ. Η έξοδος από το 3ο μνημόνιο σημαίνει πως μια οικονομία υπερχρεωμένη, με το δημόσιο χρέος σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από αυτά όταν ξεκίνησε η κρίση και με τους κατοίκους της χώρας να έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη σχεδόν 100% του ΑΕΠ στις τράπεζες και το κράτος, θα πρέπει να αναχρηματοδοτείται από εδώ και εμπρός από τα δικά μας πλεονάσματα, που σημαίνει όλο και μεγαλύτερη οικονομική ασφυξία στην κοινωνία και ειδικά στους πιο αδύναμους, καθώς από τις κεφαλαιαγορές, χωρίς ένα εγγυητή του ελληνικού κράτους, είναι πολύ δύσκολο να αντλήσει δανεικά. Τέτοιος εγγυητής όμως δεν υπάρχει. Η ‘‘έξοδος από τα μνημόνια’’ είναι μια πτώση χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Στα παραπάνω οφείλουμε να συμπεριλάβουμε τη μεγάλη οικονομική και πολιτική ρευστότητα που κυριαρχεί παγκόσμια και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την κρίση του συστήματος. Η γεωπολιτική αστάθεια λειτουργεί ακόμα πιο αποτρεπτικά για να βγει η Ελλάδα στις χρηματαγορές και άλλη πηγή άντλησης ρευστότητας πλέον δεν υπάρχει. Το καθεστώς της επιτήρησης, το χειρότερο που έχει επιβληθεί έως τώρα σε χώρα που έχει πληγεί από την κρίση χρέους, θα συνεχίσει να υπάρχει σαν θηλιά στον λαιμό της ελληνικής οικονομίας ενώ οι δυνατότητες χρημα-τοδότησης εκλείπουν. Εν τω μεταξύ οι απαιτήσεις των θεσμών αυξάνουν  εν μέσω σχεδόν μηδε-νικής ανάπτυξης, έλλειψης ρευστότητας, φοροεισπρακτικής λαίλαπας, μείωσης των μισθών και των συντάξεων και μεγάλης ανεργίας δημιουργώντας συνθήκες μεγαλύτερης ασφυξίας για την κοινωνική βάση.

Τα προαπαιτούμενα για την θερινή λήξη του προγράμματος δεν έχουν επιτευχθεί, η απαίτηση για μεγαλύτερη μείωση του αφορολόγητου από την αρχή του 2019, παράλληλα με τις περαιτέρω μειώσεις κατά 18% στις περισσότερες συντάξεις για την εξοικονόμηση 2,6 δις ευρώ, μαζί με την διατήρηση ή και αύξηση των φορολογικών πιέσεων δείχνουν πως οι πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας θα συνεχίσουν να θερίζουν τους πιο αδύναμους κοινωνικά. Και όλα αυτά ενώ οι απαιτή-σεις για πλεονάσματα παραμένουν στο ασύλληπτο επίπεδο  του 3,5% του ΑΕΠ. Και προκειμένου τα αντίμετρα να εφαρμοστούν προϋποθέτουν την υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων.

Η προοπτική να βρεθεί για δεύτερη φορά το ελληνικό κράτος στα αζήτητα των κεφαλαιαγορών, είναι πολύ κοντά μέσα στην γενικότερα δεινή κατάσταση της οικονομίας ενώ  δεν πείθει το σχέδιο μεσοπρόθεσμης παρέμβασης στο χρέος (από 140% του ΑΕΠ το 2010, έφθασε στο 175% του ΑΕΠ, παρά το PSI του 2012) μέσω της σύνδεσης του επιτοκίου ομολόγων με παράγωγο (swap) το οποίο, υποτίθεται, θα συγκρατεί το επιτόκια σε ανεκτά επίπεδα  ‘‘ και δεν θα επιτρέπει μεγάλες αυξήσεις’’. Η δηλωμένη ως ‘‘παρέμβαση ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους’’ είναι μια ακόμα κίνηση νομισματοποίησής του για την αξιοποίηση προς κερδοσκοπικά σορταρίσματα από τους επιτήδειους των κεφαλαιαγορών. Και μόνο στο να καταστεί βιώσιμο το χρέος αυτό δεν θα λειτουργήσει. Απλώς μεταφέρει το πρόβλημα επίλυσής του στο μέλλον.

Δεδομένης της ακόμα πιο δεινής θέσης που πρόκειται να βρεθεί άμεσα η χώρα, με τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα να σηκώνουν όλο και πιο δυσβάσταχτα βάρη για να σταθεί το σύστημα όρθιο, η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική με την εισαγωγή ρήτρας bail in στο χρέος των χωρών της Ευρώπης το οποίο θα κουρεύεται αυτόματα σε περιπτώσεις αδυναμίας αποπληρωμής του λόγω κακών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, η αναγνώριση επί της ουσίας κινδύνου χρεοστασίου χωρών στην Ευρώπη, επισπεύδει την προοπτική οικονομικών καταρρεύσεων.

Πλάι στην απόφαση που προβλέπει την ύπαρξη συγκεντρωτικής οικονομικής εξουσίας στην Ευρώπη για την εφαρμογή πιο σκληρών μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας, η εισαγωγή ρήτρας bail in στα νέα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης εξασφαλίζει την εισαγωγή πάγιων διαχωριστικών γραμμών μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, με την απειλή εξόδου από το ευρώ να γίνεται πιο πιθανή από κάθε άλλη φορά για τα αδύναμα και με μεγάλο χρέος κράτη. Φυσικά, πρώτη στη λίστα είναι η Ελλάδα.

Όλα τα παραπάνω αποφασίζονται και εφαρμόζονται εν μέσω μιας κρίσης που απειλεί το ευρώ. Προς την ίδια την επιδίωξη στήριξης του ευρώ κινείται και το σταμάτημα της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ καθώς και η άνοδος των επιτοκίων, ως αναγκαία μέτρα για την αντιμε-τώπιση των κραδασμών που θα επιφέρουν στην Ευρώπη οι αναταράξεις στις κεφαλαιαγορές και ο νομισματικός πόλεμος ο οποίος εκπορεύεται από τις ΗΠΑ μετά την απόφαση του αμερικάνικου κράτους για την επιβολή δασμών στο εμπόριο.
Οι κινήσεις για την αποφυγή εκδήλωσης μιας νέας κρίσης χρέους στην Ευρώπη εγγυώνται την εκδήλωσή της. Και σε αυτό συνηγορούν οι γεωπολιτικές ταραχές και οι στρατιωτικές συρράξεις. Πρόκειται για μια συνθήκη αδιεξόδου που οφείλεται στην παγκόσμια οικονομική κρίση, μια συνθήκη αδιεξόδου που μεγάλοι χαμένοι θα είναι για μια ακόμα φορά οι λαοί.
Οι πληγές που έχουν ανοίξει στην κοινωνική βάση της χώρας οι πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας είναι τεράστιες: Η φτώχεια έχει χτυπήσει το 60% του πληθυσμού. 2,5 εκατομμύρια από αυτούς τους ανθρώπους ζουν σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης. Από το υπόλοιπο 40% του πληθυσμού, 2 εκατομμύρια βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας. Από το ελληνικό ΑΕΠ έχει εξανεμιστεί το 27%. Η ανεργία βρίσκεται στο 23% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στα οποία δεν συμπερι-λαμβάνονται οι χρόνια άνεργοι και όσοι υποαπασχολούνται με λίγα μεροκάματα την εβδομάδα. Με τους μισθούς να έχουν μετατραπεί σε χαρτζιλίκι που αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες και με τον πληθωρισμό στα είδη βασικής κατανάλωσης να αυξάνεται, έχουμε το φαινόμενο εργαζόμενοι να βρίσκονται παγίως σε συνθήκες φτώχειας, ακόμα και απόλυτης.
Όσο για τις συντάξεις, αυτές έχουν εξανεμιστεί και οι γέροντες και οι γερόντισσες του τόπου – συμπεριλαμβανομένης της διάλυσης του ΕΣΥ και ιδιωτικοποίησης μέρους της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης – έχουν καταδικαστεί σε θάνατο.
Η φορολογική αφαίμαξη έχει πλήξει τους οικονομικά αδύναμους αφού οι αυξήσεις σε φόρους από το 2010 ξεπερνά το 400% ενώ για τους πλούσιους είναι 9%. Οι επιδρομές των τραπεζών και του κράτους με τις κατασχέσεις σε μισθούς, συντάξεις και ακίνητη περιουσία ολοκληρώνουν τις συνθήκες ασφυξίας και εξόντωσης στην ελληνική κοινωνία. Όσο για τα 230 δις ευρώ από τα πακέτα στήριξης που δόθηκαν με τα μνημόνια, αυτά κατέληξαν στις τράπεζες και στην αποπλη-ρωμή του χρέους και ούτε ένα ευρώ δεν κατέληξε στην κοινωνική βάση.

Η χώρα όχι μόνο δεν βγαίνει από την επιτήρηση, αλλά κυνηγώντας τα δανεικά των κεφαλαιαγο-ρών, με το όλο και πιο ασφυκτικό πλαίσιο που θέτει η Ε.Ε στην δημοσιονομική πολιτική και με τους όρους της πιο αυστηρής εποπτείας που έχουν επιβληθεί, το οικονομικό πρόβλημα για την κοινωνική πλειοψηφία θα γίνεται όλο και πιο αδιέξοδο.

Σημαντικότατο σημείο σύγκρουσης της κοινωνίας με το μεγάλο κεφάλαιο και το κράτος αυτή την περίοδο είναι οι πλειστηριασμοί. Πρόκειται για την μεγάλη μαζική λεηλασία κοινωνικού πλούτου από τις τράπεζες των οποίων η κεφαλαιακή κατάσταση συνιστά  κεντρικό ζήτημα όλης της πορείας του ελληνικού καθεστώτος και της ‘‘απεξάρτησής’’ του από τα μνημόνια, την στιγμή μάλιστα, που κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν διατίθεται πλέον να πληρώσει ένα επόμενο πακέτο οικονομικής στήριξης των ελληνικών τραπεζών. Η μείωση των επισφαλών δανειακών ανοιγμάτων και η μείωση των αρνητικών ισολογισμών των τραπεζών είναι αδιαπραγμάτευτη απαίτηση των θεσμών. Με έλλειμμα ρευστότητας ίσο με το 1/3 του ελληνικού ΑΕΠ, με κεφάλαια 30 δις ευρώ εκ των οποίων τα 17 δις είναι από φορολογικές υποχρεώσεις που αναβάλλονται, οι τράπεζες έχουν μη εξυπηρετούμενα ‘‘ανοίγματα’’ 115 δις ευρώ. Κοινώς είναι πιο χρεοκοπημένες από κάθε άλλη φορά.

Η προοπτική ανακεφαλαιοποίησής τους αποκλείεται τόσο από ιδιωτικά κεφάλαια όσο και από τους θεσμούς και η προοπτική επιβίωσης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι η εκκαθάρισή του από κόκκινα και επισφαλή ανοίγματα και η ‘‘απορρόφησή’’ τους από ευρωπαϊκά τραπεζικά μεγαθήρια. Αυτό αφορά σε ένα ευρύτερο σχεδιασμό για τις ευρωπαϊκές τράπεζες με στόχο την δημιουργία τραπεζικών ‘‘θωρηκτών’’, όπως λένε, με προτεραιότητα την αντιμετώπιση των πιο αδύναμων ‘‘υποσυστημάτων’’ στην Ευρώπη, όπως το ελληνικό, μέσω μείωσης των κόκκινων και επισφαλών δανείων. Τα δάνεια αυτά  θα τα ‘‘διαχειριστούν’’ επενδυτικά κεφάλαια χωρίς ελέγχους και περιορισμούς. Συνεπώς, μια νέα μεγάλη ‘‘αγορά’’ με ανθρωποφάγες διαθέσεις θα αναδυθεί για την κερδοφόρα αξιοποίηση των δανείων. Η μεγάλη επίθεση ξεκινά με τους πλειστηριασμούς, θα συνεχιστεί και θα κορυφωθεί με την ανάληψη αυτών των υποθέσεων από ανεξέλεγκτα, αδηφάγα, κερδοσκοπικά κεφάλαια.
Ήδη με τους πλειστηριασμούς στην Ελλάδα διεξάγεται ένας πόλεμος του μεγάλου κεφαλαίου, όμοιος με εκείνον της πρωτογενούς συσσώρευσης στην εποχή του πρώιμου καπιταλισμού.
Χιλιάδες πλειστηριασμοί θα πραγματοποιηθούν εναντίον οικονομικά αδύναμων και χρεωμένων στις τράπεζες ανθρώπων για λίγες χιλιάδες ευρώ χρέος. Μια μαζική – ίσως η μεγαλύτερη στην σύγχρονη ελληνική ιστορία – υφαρπαγή κοινωνικού πλούτου θα πραγματοποιηθεί από τις τράπεζες, αλλά και από το ελληνικό κράτος ως αντίποινα για την αδυναμία πληρωμής της εξοντωτικής φορολογικής λαίλαπας που έχει εξαπολύσει τα τελευταία χρόνια.

Το αποτέλεσμα θα είναι να πετιούνται στον Καιάδα του σύγχρονου συστήματος πολλές χιλιάδες άνθρωποι στον τόπο, ενώ τα ποσοστά  της φτώχειας θα γνωρίσουν την πιο ραγδαία άνοδο, αν συμπεριλάβουμε σε όλα αυτά τα όλο και πιο ασφυκτικά μέτρα που θα επιβάλλονται και το μόνιμο καθεστώς εποπτείας που έχει επιβληθεί. Όλα αυτά για την ‘‘σωτηρία του συστήματος’’ μέσω της ερημοποίησης του τόπου. Και η προοπτική για το ίδιο το σύστημα δεν είναι άλλο από ένα νέο χρεοστάσιο. Καμία διέξοδος από αυτή την καταστροφική, εγκληματική, δολοφονική, πολεμική συνθήκη δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν πάρει η ίδια η κοινωνία την υπόθεση στα χέρια της. Η υπόθεση των πλειστηριασμών από το κράτος και το τραπεζικό κεφάλαιο είναι κορυφαία πράξη λεηλασίας του κοινωνικού πλούτου και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Το σαμποτάρισμα με κάθε τρόπο των πλειστηριασμών οφείλει να διευρυνθεί, να μαζικοποιηθεί και να ριζοσπαστικοποιηθεί. Όμως δεν αρκεί, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί θα δώσουν την δυνατότητα να πραγματοποιηθούν. Αυτό που δίνεται ως στρατηγικής σημασίας ευκαιρία με αφορμή τους πλειστηριασμούς, είναι να αμφισβητηθεί έμπρακτα  η νομιμότητα της μεγάλης ακίνητης ιδιοκτησίας. Και αυτό μπορεί να γίνει όχι τόσο μέσω των αντιδράσεων στους πλειστηριασμούς, καθώς αυτές δεν μπορούν να υπερβούν το επίπεδο της διαμαρτυρίας στην τραπεζική τοκογλυφία, αλλά μέσω της άμεσης σύγκρουσης με τη μεγάλη ιδιοκτησία και το μεγάλο κεφάλαιο. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω των απαλλοτριώσεων. Απαλλοτριώσεις μικρής ιδιοκτησίας που έχουν πάρει οι τράπεζες, είτε πρόκειται για σπίτια είτε για γη. Απαλλοτριώσεις μεγάλης ιδιωτικής, τραπεζικής και κρατικής ιδιοκτησίας για συλλογική χρήση, με σημαντικότερη την απαλλοτρίωση γης.

Τέτοιες πράξεις, καθώς βρίσκονται εκτός της εμβέλειας της αριστεράς στην χώρα, η οποία θέλει να παραμείνει η υπόθεση της αντίστασης στους πλειστηριασμούς στο επίπεδο της διαμαρτυρίας, δεν πρόκειται να προωθήσει και να στηρίξει κανείς άλλος εκτός από τις πολιτικές αυτές δυνάμεις που στρέφονται ή που θέλουν να στραφούν ενάντια στο σύνολο του καθεστώτος. Και αυτό γιατί την αμφισβήτηση της νομιμότητας της μεγάλης περιουσίας που χτυπάει στην καρδιά της τη νομιμό-τητα ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος, δεν θα την κάνει πράξη κανείς που δεν πιστεύει την καθολική έκνομη – με κοινωνικούς και ταξικούς όρους – ύπαρξη του σύγχρονου οικονομικού και πολιτικού συστήματος.

Είναι η ευκαιρία όχι μόνο να αναδειχθεί ότι το σύστημα αυτό τρομοκρατεί, εγκληματεί, ληστεύει. Αυτό το ζει η πλειοψηφία της κοινωνίας καθημερινά στο πετσί της. Είναι η ευκαιρία εν μέσω κορύφωσης της κοινωνικής λεηλασίας να αναδειχθεί ένα κοινωνικό – πολιτικό – ταξικό αντίπαλο δέος σε αυτή, το οποίο θα επιχειρήσει να πάρει πίσω ό, τι του ανήκει, ακυρώνοντας στην πράξη την νομιμότητα της μεγάλης ιδιοκτησίας, τη νομιμότητα της ιδιοκτησίας του κράτους – γεγονός που αμφισβητεί την ίδια του την ‘‘νόμιμη υπόσταση’’ – τη νομιμότητα του κεφαλαίου, τη νομιμότητα του συστήματος.

Είναι αναγκαίο αυτό να γίνει πράξη για την ίδια την κοινωνική επιβίωση, αλλά και για την ανάπτυ-ξη μιας σημαντικής προϋπόθεσης για όλη την κοινωνική ζωή και ισορροπία: Της κοινωνικής και ταξικής αλληλεγγύης. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει καμία προοπτική για την κοινωνική απελευθέρωση από τον ζυγό, από την σκλαβιά του κράτους και του κεφαλαίου.
Η κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρά μόνο παράλληλα με την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος που θα πρωταγωνιστήσει στην δημιουργία ενός ισχυρού πολιτικού και κοινωνικού αντίπαλου δέους για το σύστημα. Και επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να’ αναπτυχθεί – ιστορικά επιβεβαιωμένο – χωρίς ένοπλο αγώνα. Έναν ένοπλο αγώνα όμως με ιεραρχημένους στόχους και προκαθορισμένη στρατηγική, προσανατολισμένο στην υπονόμευση του συστήματος και την παράλληλη προώθηση της ταξικής και κοινωνικής αλληλεγγύης ως αδια-χώριστης συνιστώσας της πρακτικής και της θεωρίας του. Γιατί ισχυρότερο κίνητρο για να πολε-μήσει κανείς χωρίς να υπολογίζει το προσωπικό κόστος ενάντια στην σύγχρονη τυραννία, εκτός από την κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη, δεν υπάρχει. Κάθε άλλο κίνητρο εύκολα καταρρέει.

Όσο για την υποτιθέμενη σταθεροποίηση του συστήματος και στην Ελλάδα που το καθιστά ικανό να αποκρούσει τις όποιες αντικαθεστωτικές ένοπλες επιθέσεις αυτό είναι και παραμένει ψευδαίσθηση. Το σύστημα εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτο ενώ οι συνθήκες στο ελληνικό καθεστώς που θα επιδεινωθούν ακόμα περισσότερο με το τέλος της μνημονιακής  χρηματοδότη-σης, θα το καθιστούν όλο και πιο ευαίσθητο σε καίριες αποσταθεροποιητικές πολιτικές κινήσεις.

Επίσης, επειδή ένας ‘‘δεύτερος γύρος’’ στην ελληνική κρίση θα εκδηλωθεί λόγω της διεθνούς οικονομικής συνθήκης που θα διαμορφώνεται για την οποία μιλήσαμε ήδη στο κείμενο αυτό, στο επίκεντρο της οποίας θα βρεθούν τα χρέη των κρατών, οφείλουμε να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος.

Να οργανωθούμε για μια ουσιαστική, ριζοσπαστική κοινωνική αντεπίθεση με στόχο την ανατροπή του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Γιατί υπό την τυραννία του υπάρχοντος συστήματος, διέξοδος για τους λαούς δεν υπάρχει. Δεν είναι ουτοπία ούτε να πολεμήσουμε το σύστημα ούτε να το ανατρέψουμε. Ουτοπία είναι να περιμένουμε ότι οι πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας θα σταματήσουν. Ουτοπία είναι να πιστεύου-με ότι ο κοινωνικός αφανισμός θα λάβει τέλος. Είναι χρέος όλων όσοι θέλουν να αγωνιστούν για ένα πιο δίκαιο κόσμο, να αξιοποιήσουν αυτή την συνθήκη. Να προωθήσουν εμπράκτως την κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη, προωθώντας ριζοσπαστικούς αγώνες μαζί με ανθρώπους που πλήττονται από την σύγχρονη δουλεία, μαζί με τους κολασμένους αυτού του τόπου.
Η θέση μας ότι την κρίση του το σύστημα δεν πρόκειται να την ξεπεράσει και ότι η μόνη απάντηση σε αυτή και κάθε κρίση είναι η ανατροπή του ίδιου του συστήματος, δεν έχει αλλάξει και επιβεβαιώνεται όσο περνούν τα χρόνια. Πριν φθάσουμε σε ακόμα χειρότερη θέση ως κοινωνία, πριν φθάσουμε σε σημείο να βιώσουμε την απειλή ενός πολεμικού αφανισμού που μπορεί να γίνει πράξη λόγω της ανυπέρβλητης συστηματικής κρίσης, πριν φθάσουμε σε σημείο απόλυτης κοινωνικής ισοπέδωσης, οφείλουμε να βάλουμε επιτέλους τα θεμέλια αυτά για ένα επαναστατικό κίνημα. Αυτό το κίνημα είναι η προϋπόθεση για να μπουν οι όροι ανάπτυξης ενός ευρύτερου κοινωνικού και ταξικού ανατρεπτικού ρεύματος που θα δώσει την απάντηση στα δεινά και τις απειλές της εποχής μας: Την ανατροπή του καθεστώτος και την Κοινωνική Επανάσταση.

Οφείλουμε να καταθέσουμε ξανά και ξανά τη θέση μας για μια επαναστατική κοινωνία, αφού είναι ο μόνος τρόπος για να αναδυθεί η ίδια η επαναστατική συνείδηση. Χωρίς προοπτική, χωρίς στόχο, χωρίς ελπίδα και πίστη ότι είναι δυνατό να δομηθεί μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας χωρίς δούλους και αφεντικά, χωρίς φτωχούς και πλούσιους, χωρίς τάξεις είναι αδύνατον να πείσει κανείς ότι ο αγώνας για την καθεστωτική ανατροπή έχει μέλλον, ακόμα και ότι είναι δίκαιος.

Η Επανάσταση δεν είναι σύνθημα κενό νοήματος, δεν είναι πρόταγμα χωρίς περιεχόμενο. Είναι κοινωνικός, πολιτικός και οικονομικός υλικός στόχος. Είναι σχέδιο που μπορεί να υλοποιηθεί. Συνεπώς είναι δρόμος που μπορούμε να ανοίξουμε.

Μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας προϋποθέτει την κατάργηση του κράτους ως μηχανισμού ταξικής κυριαρχίας, την κατάργηση των τάξεων και την κατάργηση του καπιταλισμού, την ανα-τροπή των παραγωγικών σχέσεων με βάση την εκμετάλλευση και το κέρδος.

Προϋποθέτει την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, των μεγάλων επιχειρήσεων, των πολυεθνικών, της κρατικής και εκκλησιαστικής περιουσίας και την κοινωνικοποίησή τους, την κατάργηση του τραπεζικού συστήματος και της τοκογλυφίας, την διαγραφή όλων των χρεών προς τις τράπεζες και την κοινωνικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών.

Μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς τάξεις προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, της βιομηχανίας, των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, των λιμανιών, των μέσων μεταφοράς, των επικοινωνιών και συγκοινωνιών, των νοσοκομείων και των εκπαιδευτικών ιδρυ-μάτων όπου την διαχείρισή τους την αναλαμβάνουν οι εργαζόμενοι και οι Κοινότητες.
Σε μια κοινωνία πραγματικής ισότητας και ελευθερίας, το κράτος και το σύστημα αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού όπου ολίγοι επαγγελματίες πολιτικοί λαμβάνουν αποφάσεις για εκατομμύρια ανθρώπους, θα αντικατασταθεί από ένα αμεσοδημοκρατικό οργανωτικό μοντέλο, από μια συνομοσπονδία Συνελεύσεων Δήμων και Κοινοτήτων και Εργατικών Συμβουλίων όπου κυρίαρχο όργανο λήψης αποφάσεων θα είναι οι Συνελεύσεις στις πόλεις, τα χωριά, τους εργασιακούς χώρους εκεί όπου ο καθένας και καθεμία θα μπορεί να συμμετέχει στην λήψη αποφάσεων. Αυτό το συνομοσπονδιακό μοντέλο οργάνωσης που θα αντικαταστήσει το συγκεντρωτικό κράτος και το αστικό κοινοβούλιο προϋποθέτει την ύπαρξη αιρετών και άμεσα ανακλητών εκπροσώπων που εκτελούν τις αποφάσεις των συνελεύσεων εκεί όπου ανήκουν και καθήκον τους είναι η επικοινωνία, ο συντονισμός, η ενότητα και η σύνδεση μεταξύ των διαφορών τμημάτων  της συνομοσπονδίας η οποία θα είναι διαθρωμένη τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό ή διεθνές επίπεδο.

Μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας, μια κοινωνία άμεσης δημοκρατίας προϋποθέτει την κατάργηση της αστυνομίας και του στρατού και την αντικατάστασή τους από ελεγχόμενες από τον λαό ένοπλες δυνάμεις, μια λαϊκή πολιτοφυλακή και ένοπλες δυνάμεις αυτοάμυνας. Το ζήτημα της ασφάλειας και του δικαίου σε μια επαναστατική κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι αδιαχώριστο με το συνολικό ζήτημα της Επανάστασης και να έχει στον πυρήνα του την κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη, την προστασία των δομών και των σχέσεων οικονομικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας για όλους, για την ακρατική αταξική κοινωνία.

 

ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ – ΝΙΚΟΣ ΜΑΖΙΩΤΗΣ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *