ΑΜΕΣΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΓΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΑΜΕΣΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΓΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

ΚΑΜΜΙΑ ΑΠΟΛΥΣΗ, ΤΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΗΡΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥ,

ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ

Η απόφαση της κυβέρνησης για περικοπή στο μισό της επιχορήγησης των μονάδων ψυχικής υγείας των ιδιωτικών «μη κερδοσκοπικών» οργανώσεων, με άμεση μάλιστα εφαρμογή, από φέτος, έρχεται μόλις λίγες εβδομάδες μετά την απόφαση του Λοβέρδου για παρακράτηση σημαντικού (έως και του μεγαλύτερου) μέρους των συντάξεων όσων φιλοξενούνται ή περιθάλπονται σε δομές ‘κοινωνικής φροντίδας’ του Δημοσίου, δίνοντας μια νέα διάσταση στον απάνθρωπο, ανάλγητο και εξοντωτικό, για τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, χαρακτήρα της πολιτικής των εντολοδόχων της τρόικας ΕΕ/ΔΝΤ/ΕΚΤ που κυβερνούν αυτή τη χώρα.

Λειτουργώντας ήδη, εδώ και πολύ καιρό, μέσα σε συνθήκες συχνά οριακές, με μειωμένη και ασυνεχή χρηματοδότηση, οι δομές αυτές βρίσκονται για πρώτη φορά αντιμέτωπες με το πραγματικό ενδεχόμενο, τουλάχιστον οι περισσότερες, να κλείσουν.

Τα ‘οικονομικά του ΔΝΤ’ δεν αναγνωρίζουν, εξ΄ ορισμού, ανάγκες για ψυχική υγεία, κοινωνική φροντίδα και κοινωνική ένταξη. Τα ‘οικονομικά του ΔΝΤ’ παράγουν σε πρωτοφανή έκταση και ένταση ψυχική οδύνη και αρρώστια και έναν πρωτοφανή σε έκταση κοινωνικό, αλλά και κυριολεκτικό Καιάδα για όλους αυτούς που οι πολιτικές των διαδοχικών ‘μνημονίων’ μετατρέπουν σε ‘πλεονάζοντες’ και απόβλητους του κοινωνικού μας συστήματος.

Η κρίση και η κατάρρευση πλήττουν εξ ίσου δημόσιο και ιδιωτικό τομέα – η μόνη διαφορά είναι στην ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται και ο βαθμός στον οποίο γίνονται ορατές οι συνέπειες της κρίσης, ταχύτητα και βαθμός που οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στο είδος των σχέσεων εργασίας που επικρατούν στον κάθε τομέα.

Η ριζικά νέα κατάσταση στην οποία έχουμε εισέλθει, δεν μοιάζει σε τίποτα με ό, τι γνωρίσαμε μέχρι τώρα, τόσο ως προς το υπόβαθρο των περικοπών, όσο και ως προς τους τρόπους αντίδρασης των εργαζομένων για να υπερασπιστούν τόσο το δικό τους δικαίωμα στη δουλειά σε αξιοπρεπή αμοιβή, όσο και τα δικαιώματα και την αξιοπρεπή φροντίδα των χρηστών των υπηρεσιών.

Είναι το ίδιο το βάθος της κρίσης, η δομική, οργανική, πλέον, αδυναμία του συστήματος για τις όποιες ενδιάμεσες , μεσοβέζικες «λύσεις», που φέρνει ξανά στην ημερήσια διάταξη, ως τη βάση των αντιλήψεων και των πρακτικών μας τόσο για τα δικαιώματα των λειτουργών (αυτών που παρέχουν τις υπηρεσίες), όσων και των χρηστών (αυτών που τις λαμβάνουν), τη φύση της υγείας γενικά και της ψυχικής υγείας ειδικότερα, ως δημόσιου αγαθού.

Δημόσιο αγαθό σημαίνει: για τον χρήστη, ίση, δωρεάν και υψηλού ποιοτικά επιπέδου παροχή υπηρεσιών, με τον ίδιο ως ενεργό και ισότιμο συμμέτοχο στην όλη διαδικασία. Για τον λειτουργό, μια κουλτούρα διαλόγου, κατανόησης, συνοδείας και αλληλεπίδρασης, στα πλαίσια θεσμών που προάγουν, αφενός, μια σχέση υποκειμένων και ολόπλευρη απάντηση στις ανάγκες και, αφετέρου, μια εργασιακή συνθήκη η οποία, για την επιτέλεση της ως άνω λειτουργίας, εξασφαλίζει μια μόνιμη θέση εργασίας και αξιοπρεπή μισθό.

Καθώς με τις θηριώδεις περικοπές στον ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα οι εργαζόμενοι απειλούνται άμεσα με απόλυση, ενώ αντίστοιχη απειλή υπάρχει στο Δημόσιο, με μια σειρά κλιμακούμενων μέτρων, από την συνεχή περικοπή των μισθών, την προετοιμασία της εργασιακής εφεδρείας και την άρση της μονιμότητας και στο λεγόμενο ‘στενό δημόσιο τομέα’, η ανάγκη για ενιαίο μέτωπο των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα έχει μπει στην ημερήσια διάταξη.

Τις μορφές και τους τρόπους, μέσα σ΄ αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία μπορούν να τους βρουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, μέσα από τα δικά τους συνδικαλιστικά όργανα, στο βαθμό που κινούνται ανεξάρτητα τόσο από τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, όσο και από τον αντίστοιχο εργοδοτικό.

Εκτίμησή μας είναι ότι ο τρόπος δημιουργίας των «μη κερδοσκοπικών» εταιρειών τα τελευταία χρόνια και η εμπλοκή τους στο ‘Ψυχαργώς’ σε μια κρατικοδίαιτη βάση, ήταν μια κίνηση του κράτους (με την ενθάρρυνση και την καθοδήγηση της ευρωπαϊκής κοινότητας που χρηματοδοτούσε), ως ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης της ψυχικής υγείας, με την προοπτική της ‘μείωσης του κόστους’ εις βάρος ασθενών και λειτουργών – η μόνιμη επωδός των Κοινοτικών οδηγιών και των αναλύσεων των κάθε είδους ντόπιων παρατρεχάμενων στο χώρο της ψυχικής υγείας. Η εισαγωγή των ιδιωτικών σχέσεων εργασίας, πάνω σε μια άκρως επισφαλή βάση, όπως αποδείχτηκε περίτρανα εκ των υστέρων, ήταν μια πρώτη, δειλή ακόμα, μορφή ευέλικτης εργασίας, εύκολα αναλώσιμης και άμεσα χειραγωγήσιμης από τον εργοδότη: το ίδιο θα μπορούσαν ν΄ αντιμετωπίσουν μόνιμους εργαζόμενους στο δημόσιο και το ίδιο εργαζόμενους με ιδιωτική σχέση όταν μετά το τέλος του Γ΄ΚΠΣ θα ‘άρχιζαν τα όργανα’; Τα ‘όργανα’ που όλοι ξέραμε ότι θ΄ αρχίσουν, το γράφαμε και κάποιοι προσποιούνταν ότι δεν καταλάβαιναν;

Δεν θα ήταν καλλίτερο αν κάποιοι, αντί να γίνουν εταιρειάρχες (όχι αυτοί που ήταν τελείως άσχετοι και απλώς έμποροι που μπήκαν σε κάποια φάση στο παιχνίδι, αλλά οι άλλοι, που είχαν μια σοβαρή σχέση με το χώρο της ψυχικής υγείας) επέλεγαν να μπουν μέσα στα ιδρύματα, για να βοηθήσουν στην απεξάρθρωση και στην αποδόμησή τους ‘από τα μέσα’, όπως, άλλωστε, είναι και η μόνη ιστορικά επιβεβαιωμένη διαδρομή (όχι βέβαια ως απομονωμένη παράμετρος, αλλά σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες) για την επιτυχή έκβαση της υπέρβασης του ψυχιατρικού ασύλου; Αυτή η συμμετοχή θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη για να σπάσουν οι αντιστάσεις και οι τοίχοι της κυρίαρχης θεσμικής, κατασταλτικής ψυχιατρικής.

Αντί γι΄ αυτό, επέλεξαν τη συμμετοχή τους στην δημιουργία ενός τοπίου στο χώρο της αγοράς εργασίας, ρευστού, επισφαλούς και αβέβαιου, καθώς και μιας εξίσου ρευστής, επισφαλούς και επιδερμικής προσομοίωσης ιδιωτικοποιημένου ‘κοινωνικού κράτους’. Προτίμησαν, δηλαδή, ν΄ ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση, τέτοιας φύσης, όμως, που δεν είχε, ούτε επρόκειτο ποτέ ν΄ αποκτήσει την δική της ανεξαρτησία, αλλά θα λειτουργούσε πάντα ως ο ‘ενδιάμεσος’ ανάμεσα στο κράτος-εργοδότη και τους εργαζόμενους – μια σχέση που, ακόμα μέχρι σήμερα, κρατάει παγιδευμένους αρκετούς εκ των εργαζομένων : αποτελεί το υλικό υπόβαθρο που, εντέχνως, περαιτέρω καλλιεργείται και ‘συναισθηματικοποιείται’, ευοδώνοντας την άποψη ότι το ‘συμφέρον του εργοδότη και είναι δικό μας συμφέρον’.

Οι επιχειρήσεις αυτές κινούνται πλέον, πολύ περισσότερο από πριν, μέσα στο καινούργιο τοπίο της κρίσης που δεν το είχαν προβλέψει, σε λογικές ‘επιβίωσης’ και όχι ‘καινοτομίας’ (για να χρησιμοποιήσουμε αυτή την πολύπαθη και ιδεολογικά σερβιρισμένη από τους κοινοτικούς λέξη). Πριν μερικά χρόνια, κάποιες ‘ΜΚΟ’ δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν ότι θα έφταναν να προσφέρονται για την ενοικίαση εργαζομένων με 5μηνες συμβάσεις. Δεν το φαντάζονταν γιατί το κράτος-εργοδότης δεν το είχε, επίσης, φανταστεί ότι θα το είχε ανάγκη και δεν το είχε διατυπώσει ως πρόταση-απαίτηση. Λειτουργώντας πάνω στη λογική που δημιουργήθηκαν και στα πλαίσια του είδους της αποστολής που ανέλαβαν, ως ιμάντας των απαιτήσεων της εκάστοτε κυρίαρχης πολιτικής, εξελίχθηκαν σε μορφώματα διαθέσιμα για κάθε χρήση.

Από εδώ και πέρα θα υπάρχουν όλο και περισσότερες ευκαιρίες που θα αναδεικνύουν το γεγονός ότι τα συμφέροντα των εταιρειών θα κινούνται σε κατευθύνσεις αντίθετες με τα συμφέροντα των εργαζόμενων σ΄ αυτές.

Η πίεση του κράτους και του μνημονίου θα είναι προς την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους, τόσο μέσω της κατακράτησης και από αυτές των συντάξεων των ασθενών (πράγμα για το οποίο λέχθηκε ότι υπάρχουν ‘τεχνικά προβλήματα’ προς επίλυση), όσο και ωθούμενες σε λογικές και πρακτικές πληρωμής των υπηρεσιών απευθείας από τον χρήστη. Εδώ το ΕΣΥ ιδιωτικοποιείται πλήρως, με τους πανεπιστημιακούς να έχουν, πλέον, επίσημα το ιδιωτικό τους ιατρείο, ενώ ιδιώτες γιατροί θα μπορούν να συμμετέχουν στην ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων – και οι ‘ΜΚΟ’ θα μείνουν έξω από το παιχνίδι της με κάθε τρόπο επιβίωσης;

Η χειραφέτηση των εργαζομένων είναι μια πρώτη προϋπόθεση για την ουσιαστική οργάνωση, σε μαχητική κατεύθυνση, του αγώνα για την προάσπιση των θέσεων εργασίας, της τακτικής καταβολής του μισθού και της διασφάλισης των δικαιωμάτων και του ποιοτικού επιπέδου της φροντίδας των χρηστών. ‘Τα αφεντικά με τα αφεντικά και οι εργαζόμενοι με τους εργαζόμενους’. Αυτό, το τόσο αυτονόητο ανέκαθεν, είναι τώρα μια κρίσιμη στιγμή ενός αγώνα, καθόλου εύκολου, που θα μπορέσει να συσπειρώσει, αλλά, ταυτόχρονα και να αποτρέψει ‘συμφωνίες κάτω από το τραπέζι’, όπου ‘σώζεται η επιχείρηση, αλλά χωρίς, πλέον, εργαζόμενους’.

Μ΄ αυτό το σκεπτικό, η Πανελλαδική Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τον αγώνα των εργαζομένων στις «μη κερδοσκοπικές» εταιρείες, απαιτώντας «καμιά απόλυση, τακτική καταβολή των αποδοχών, εξασφάλιση της πλήρους χρηματοδότησης, διασφάλιση της μονιμότητας των εργαζομένων, δημόσιο έλεγχο και δημοσιοποίηση όλων των δομών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας».

 

Πανελλαδική Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση

 

5/9/2011

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *