Ο ρόλος των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στην ιδιωτικοποίηση της Ψυχικής Υγείας.

 

Η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα σημαδεύτηκε από την αρχή της, με αποκορύφωμα την περίοδο του ‘Ψυχαργώς’, με την ανάθεση ενός μεγάλου μέρους των δομών που ιδρύθηκαν (περί το 40%) στον λεγόμενο ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα (ΝΠΙΔ). Για πολλά χρόνια, μετά το τέλος της συγχρηματοδοτούμενης αρχικής (18μηνης διάρκειας) περιόδου ίδρυσης και λειτουργίας της κάθε μονάδας, μέσω του Γ΄ΚΠΣ (αργότερα του ΕΣΠΑ), οι μονάδες αυτές (κυρίως στεγαστικές δομές, Κινητές Μονάδες και κάποια Κέντρα Ημέρας) βίωσαν μια διαρκή κρίση επιβίωσης λόγω της δραστικής μείωσης των διατιθέμενων κονδυλίων, που ακολουθούσε και της ασυνέχειας της χρηματοδότησής τους, με σοβαρές συνέπειες προς τρεις κατευθύνσεις:

-στην ποιότητα της φροντίδας των ενοίκων,

-στην κανονική καταβολή της αμοιβής, αλλά και της ασφάλειας των θέσεων εργασίας των εργαζομένων σ΄ αυτές,

-στην βιωσιμότητα των δομών αυτών, αλλά και στον χαρακτήρα και στους στόχους του εγχειρήματος που ονομάστηκε «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» και το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, επιχειρήθηκε διαμέσου της συγκεκριμένης μορφής «μη κερδοσκοπικής» ιδιωτικοποίησης.

Η ιδιόμορφη και εσαεί επισφαλής κατάσταση που δημιουργήθηκε, είχε σαν αποτέλεσμα, τόσο οι ένοικοι, όσο και οι εργαζόμενοι των ΝΠΙΔ να γίνουν θύματα μιας ιδιότυπης ομηρίας, που τείνει να εγκλωβίζει το δίκαιο αίτημα για κανονική καταβολή των μισθών και των κονδυλίων για την, κατά το δυνατόν, πιο ποιοτική φροντίδα, σε μια διεκδίκηση που επικεντρώνεται στη συνέχιση και στη διασφάλιση της χρηματοδότησης των ΝΠΙΔ για τη στήριξή τους ως φορέων παροχή φροντίδας. Για την παγίωση, δηλαδή, ενός πεδίου παροχής υπηρεσιών με όρους και κανόνες «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», συνυφασμένου με την επισφαλή φροντίδα των μεν και την εργασιακή ανασφάλεια των δε. Γιατί αυτό που, για τη μια πλευρά, αποτελεί επιδίωξη αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής των ΝΠΙΔ ως τέτοιων, είναι, για την άλλη πλευρά (ενοίκων και εργαζομένων), συνυφασμένο με τη διαιώνιση και αναπαραγωγή των συνθηκών ομηρίας.

Όταν, εν μέσω μνημονίων, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, χρειάστηκε η παρέμβαση της ίδιας της ΕΕ για την σωτηρία αυτών των δομών, τον ιδιωτικό χαρακτήρα των οποίων είχε η ίδια από την αρχή επιβάλλει ως αναπόσπαστο στοιχείο μιας «μεταρρύθμισης» στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης. Ηταν η πρώτη φορά που η ΕΕ δέχτηκε να χρηματοδοτήσει εκ νέου έργο, το οποίο είχε ήδη χρηματοδοτήσει κατά το 18μηνο της έναρξης λειτουργίας του, ακριβώς για να διασώσει τον βασικό πυλώνα του χαρακτήρα που επεδίωκε να δώσει στην ελληνική «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», ο οποίος ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η εμπέδωση της ιδιωτικοποίησής της. Αυτή η ρύθμιση και η συνέχιση της στήριξης, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, των μονάδων των ΝΠΙΔ έγινε, σ΄ ένα βαθμό, δυνατή μέσω της επιβολής μιας αυστηρής κοστολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών από τις δομές του «μη κερδοσκοπικού» τομέα, στην κατεύθυνση της περιστολής τους, συμπεριλαμβανομένης της δραστικής μείωσης του προσωπικού. Η άνωθεν πίεση για την περιστολή των δαπανών (μέσω της ασυνέχειας στην καταβολή των κρατικών επιχορηγήσεων) είχε, άλλωστε, ήδη αρχίσει εν μέσω της υλοποίησης του ‘Ψυχαργώς’, όταν, σιγά-σιγά, ολοκληρωνόταν η 18μηνη συγχρηματοδότηση της μιας δομής μετά την άλλη και έπρεπε να αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός.

Από την αρχή, βέβαια, του όλου εγχειρήματος της κίνησης προς την «ήπια» (soft) ιδιωτικοποίηση (που θεωρείται ότι αποτελούν τα ΝΠΙΔ) και του εγγενώς προβληματικού του χαρακτήρα, το ερώτημα δεν ήταν (ή δεν θα έπρεπε να αφορά)  το πώς θα διασωθεί αυτή η πολιτική, αλλά τι γίνεται με τους ενοίκους και τι γίνεται με τους εργαζόμενους: αυτό είναι το μόνο που είχε πάντα σημασία ν΄ απαντηθεί. Και για να γίνει αυτό δυνατό, προκειμένου, δηλαδή, να γίνει σαφές ποιο θα έπρεπε να είναι το κεντρικό αίτημα για την ταυτόχρονη διασφάλιση, αφενός των δικαιωμάτων και της ποιότητας των φροντίδας των ενοίκων και αφετέρου, των θέσεων εργασίας και της αξιοπρεπούς και σταθερά καταβαλλόμενης αμοιβής των εργαζομένων, αυτό που απαιτείται είναι η εξέταση του προβλήματος, που έχει προκύψει, στην ολότητά του, στο σύνολο, δηλαδή, των σχέσεών του

-με τις πολιτικές που ακολουθούνται στη λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» (τι πραγματικά, δηλαδή, επιδιώκεται μέσω αυτής και όχι τι δηλώνεται ότι επιδιώκεται),

-με τις κατευθυντήριες πολιτικές ως προς το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και

-με τις προωθούμενες πολιτικές δραστικής συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, ραγδαίων ιδιωτικοποιήσεων, ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων.

Αυτό ήταν, από την αρχή, τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο, από διάφορες πλευρές (εκπροσώπους των ΝΠΙΔ, των εκάστοτε ιθυνόντων του Υπουργείου Υγείας κλπ), γινόταν πάντα η προσπάθεια να κατασκευαστεί, με στατιστικά στοιχεία (περιορισμένης εμβέλειας, αφενός και με μονόπλευρη παρουσίασή τους, αφετέρου), μια «ανωτερότητα» του ιδιωτικού τομέα και των δομών που αυτός λειτουργεί, σε σχέση με αυτές του δημόσιου τομέα – ότι, μάλιστα, είναι «πιο αποδοτικές συγκριτικά με παρόμοιες δομές του δημοσίου».

Αυτή η προσπάθεια δεν είναι κάτι καινούργιο ως προς τον γενικό της χαρακτήρα: όλοι οι νεο (σοσιαλ) φιλελεύθεροι με τον ίδιο τρόπο διαφημίζουν την «ανωτερότητα» του ιδιωτικού σε σχέση με το δημόσιο. Είναι πιο «αποδοτικό» – πιο ευέλικτο, λιγότερο γραφειοκρατικό, πιο φτηνό, πιο κερδοφόρο. Απέναντι σ΄ αυτή την ανωτερότητα των ΝΠΙΔ (ενίοτε υπό την πιο «ρομαντική» και «κοινωνική» αμφίεση, του όρου «ΜΚΟ» – «μη κυβερνητικές οργανώσεις») κατασκευάζεται ένα φάσμα «εχθρικών δυνάμεων» («εχθρών της προόδου»), ταιριαστό ως κατασκευή στους σκοπούς των οπαδών της ιδιωτικοποίησης («ήπιας» ή «άγριας»), που εκτείνεται από τους δογματικούς «κρατιστές», μέχρι τους άκρατους νεοφιλελεύθερους, αυτούς που υιοθετούν «πλήρως» τα κριτήρια της αγοράς, «ανεξαρτήτως από την υιοθέτηση κριτηρίων και προτύπων φροντίδας».

Δεν υπάρχει τίποτα το πρωτότυπο στην δοκιμασμένη, βολική και πονηρή χρησιμοποίηση, και σ΄ αυτή την περίπτωση, της ταμπέλας του «κρατιστή», όπου τσουβαλιάζονται (με καθόλου επιστημονικά «κριτήρια και πρότυπα») κοινωνικές ομάδες και συμφέροντα, συνδικαλιστικές πρακτικές και πολιτικές ιδεολογίες με, συχνά, άκρως διαφορετικές αφετηρίες και επιδιώξεις – από την μάζα των δημοσίων υπαλλήλων, που υπερασπίζεται το καθεστώς εργασιακής μονιμότητας και τις πολιτικές τάσεις, ομάδες και οργανώσεις που μάχονται κατά των ιδιωτικοποιήσεων στη βάση ενός αντικαπιταλιστικού και σοσιαλιστικού προτάγματος, μέχρι τις συντεχνιακές κάστες που συγκροτούνται στη βάση της νομής προνομίων, που συν-διαχειρίζεται η συνδικαλιστική γραφειοκρατία με την εξουσία και μέχρι τις ομάδες των κρατικοδίαιτων προμηθευτών – με σκοπό τη συσκότιση του καίριου ζητήματος που είναι, ακριβώς, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Ως «κρατιστές» υπονοούνται, προφανώς, όλοι όσοι αντιτάσσονται στην μετατροπή της (ψυχικής) υγείας σε εμπόρευμα και στην άμεση υπαγωγή της στην αγορά (μέσω και των ΜΚΟ)

Το ερώτημα είναι, τι ακριβώς είναι πιο αποδοτικό (πιο φτηνό κλπ) και για ποιόν; Για τις ανάγκες της δημοσιονομικής λιτότητας και της κερδοφορίας των ιδιωτών, ή για τις ανάγκες των πλατειών λαϊκών στρωμάτων; Αυτό που είναι «αποδοτικό» (efficient) υπό την έννοια των κανόνων της αγοράς, είναι πιο αποδοτικό και υπό την έννοια της κάλυψης των ανθρώπινων αναγκών, ισότιμα, δωρεάν και στο ανώτερο ποιοτικό επίπεδο;

Ας πούμε, κατ΄ αρχήν, ότι τα συγκεκριμένα ΝΠΙΔ, στα οποία ανατέθηκε ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι της αποασυλοποίησης των ασθενών χρόνιας παραμονής των δημόσιων ψυχιατρείων (αλλά, βαθμιαία και άλλες υπηρεσίες ψυχικής υγείας), δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με τις λεγόμενες «μη κυβερνητικές οργανώσεις» – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, αν ήταν, αυτό θ΄ αποτελούσε μια θετική εξέλιξη.

Μια σφαιρική και ενδελεχής διαπραγμάτευση για τη φύση και το ρόλο των ΜΚΟ και του λεγόμενου «μη κερδοσκοπικού», ή, κατ΄ άλλους, «κοινωνικού» τομέα της οικονομίας, ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος. Μπορούμε, όμως, να πούμε για την πλειονότητα των ελληνικών «μη κερδοσκοπικών» εταιρειών, ιδιαίτερα αυτών που έχουν αναλάβει εργολαβικά μεγάλους τομείς της Ψυχικής Υγείας (όπως, κατ΄ αντιστοιχίαν,  αυτών, ελληνικών και ευρωπαϊκών, που μεταγενέστερα ανέλαβαν την πυροσβεστική διαχείριση του προσφυγικού), ότι μπορούν να οριστούν καλλίτερα όχι ως «μη κυβερνητικές», αλλά ως «παρα-κυβερνητικές», ως κρατικά κατασκευάσματα (εργαλεία), ενταγμένα στις επίσημες επιλογές για συρρίκνωση και απεξάρθρωση του «κοινωνικού κράτους» και ευρύτερα, του δημόσιου τομέα.

Εύκολα μπορεί να δει κανείς ότι οι εν λόγω «μη κερδοσκοπικές» εταιρείες δεν είχαν ποτέ μιαν αυτοδύναμη βάση («ίδιους πόρους», που να αντλούνται από την «κοινωνική» τους βάση και δραστηριότητα), γιατί δεν είχαν, ούτε έχουν, καμιά κοινωνική υπόσταση (όπως, πχ, ο φιλανθρωπικός, μη κερδοσκοπικός τομέας, παλιότερα, στη Βρετανία, ή οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί στην Ιταλία κλπ), δεν εκφράζουν κανένα κοινωνικό κίνημα, ούτε καν «υπόλειμμα» κοινωνικού κινήματος, όπως ορισμένες από τις ΜΚΟ σε ευρωπαϊκές χώρες, με εναλλακτικές (ρεφορμιστικού χαρακτήρα) πρακτικές, απότοκες της εκπνοής κινηματικών δραστηριοτήτων – πολλές εκ των οποίων μεταλλάχθηκαν περαιτέρω, τις τελευταίες δεκαετίες, σε «μη κυβερνητικά» εξαρτήματα και άλλοθι των επίσημων κυβερνητικών πολιτικών σε πλείστους όσους τομείς της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (στο προσφυγικό κλπ).

Πού στηρίζεται, πχ, η «μη κυβερνητική» δραστηριότητα των ΜΚΟ (ανάμεσά τους και κάποιων ελληνικών, τα πρώτα χρόνια μετά το 2000) στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, αν όχι στην ανοχή και στις «λόγχες» των κατακτητών, αν όχι στην ένταξη της παρουσίας τους στους σχεδιασμούς και στους στόχους των στρατευμάτων κατοχής;

Τα ΝΠΙΔ, που έχουν αναλάβει δομές και υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας στην Ελλάδα, δεν αποτελούν παρά μορφή ιδιωτικοοικονομικής μετάλλαξης και απεξάρθρωσης του δημόσιου τομέα, ο οποίος, στα πλαίσια των στρατηγικών προσανατολισμών και της εφαρμογής των σχετικών πολιτικών αποφάσεων και «οδηγιών» της ΕΕ, απεκδύεται κάθε ευθύνης για την λειτουργία και διαχείριση βασικών κλάδων της οικονομίας (επιχειρήσεις «Κοινής Ωφέλειας», ΔΕΚΟ, κλπ), καθώς και υπηρεσιών και δραστηριοτήτων «κοινωνικής» πολιτικής και προστασίας (Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας), τις οποίες μεταβιβάζει συστηματικά, με ολοένα επιταχυνόμενους ρυθμούς, σε ιδιωτικούς φορείς. Και εκεί όπου δεν υπάρχουν, όπως στην Ψυχική Υγεία, τους κατασκευάζει.

Βέβαια, υπήρξαν και αξιόλογες (παρά τις αντιφάσεις τους) εμπειρίες, που υλοποιήθηκαν από (μεμονωμένες) «μη κερδοσκοπικές» εταιρείες (αν και αυτό, ως επί το πλείστον, αφορούσε μόνο τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους), όπως, πχ, η Κινητή Μονάδα στη Φωκίδα (που ξεκίνησε σε μια περίοδο που η συντριπτική πλειονότητα των επαγγελματιών ψυχικής υγείας ήταν τελείως «ανυποψίαστη» για την κοινοτική ψυχιατρική). ’Η και αυτή της Αλεξανδρούπολης.[1] Αυτό δεν σημαίνει ότι η όποια αυτο-οριζόμενη ως «καινοτομία» μπορεί να δικαιολογεί ούτε την επισφαλή και απλήρωτη εργασία, ούτε την «πώληση» υπηρεσιών. Γενικά, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ένα ΝΠΙΔ, που λειτουργεί σε μια πραγματικά μη κερδοσκοπική βάση, με μια πραγματικά καινοτόμο δράση, που δεν εμπλέκεται σε παιχνίδια εξουσίας και αναπαραγωγής ιδιαίτερων συμφερόντων, που δεν είναι κρατικοδίαιτο, θα μπορούσε να έχει και λόγο ύπαρξης και θετική συμβολή, στο βαθμό που δεν γίνεται όχημα για τη μεταφορά των ευθυνών του κράτους για κοινωνική προστασία, δημόσια και δωρεάν υγεία, σε ιδιωτικά συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά «κοινωνική», «μη κερδοσκοπική» δραστηριότητα ούτε η χρησιμοποίηση «εθελοντικής» (μη πληρωμένης εργασίας), ως υποκατάστατο κανονικών θέσεων εργασίας, ούτε η «πώληση» (σε αδρά και ουδόλως «συμβολική» τιμή) ιατρικών, συνοδευτικών και ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών.

Η ιδιωτικοποίηση στην Ψυχική Υγεία (όχι με την μορφή των ιδιωτικών κλινικών, που προϋπήρχαν, αλλά με την απόφαση της ανάθεσης μεγάλου μέρους του προγράμματος «Ψυχαργώς» σε ιδιώτες) αποκτά σάρκα και οστά με την ψήφιση του νόμου 2716/99, που προβλέπει την δυνατότητα ανάπτυξης δραστηριοτήτων ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και στεγαστικών δομών (ξενώνων, οικοτροφείων κλπ), από «μη κερδοσκοπικούς» φορείς, αλλά και από κερδοσκοπικούς. Προβλέπει, επίσης, την δυνατότητα ανάπτυξης, από «μη κερδοσκοπικούς» φορείς, Κινητών Μονάδων Ψυχική Υγείας, μονάδων, δηλαδή, για παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε πρωτοβάθμιο (και κοινοτικό) επίπεδο,

Τα εν λόγω ΝΠΙΔ δεν είναι παρά κρατικοδίαιτοι φορείς, που λειτουργούν στην ίδια λογική των φορέων που  αναλαμβάνουν διαφόρων ειδών κρατικές εργολαβίες και οι οποίοι, για να συνεχίσουν να λειτουργούν, έχουν ανάγκη από συνεχή κρατική επιδότηση. Είναι μια μορφή «σύμπραξης δημόσιου με ιδιωτικό», στη λογική των ΣΔΙΤ (Συμπράξεων Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα), σύμφωνα με την οποία όλα τα λειτουργικά έξοδα, μισθοί κλπ, των δομών τους καλύπτονται από τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία, σύμφωνα με την Υπουργική απόφαση αρ. Υ5β/Γ.Ποικ. 35724, προς εφαρμογή του άρθρου 13 του ν. 2716/99 περί «ειδικού ενοποιημένου (κλειστού) νοσηλίου», καταβάλλουν στα ΝΠΙΔ (όπως, αντίστοιχα και στο δημόσιο) το «ειδικό νοσήλιο», ενώ υποτίθεται ότι, στο βαθμό που προκύπτει ανάγκη, αυτή θα καλύπτεται με επιπλέον κρατική επιχορήγηση. Το «ειδικό νοσήλιο» ανέρχεται σε 18 ευρώ ημερησίως κατ΄ άτομο στο προστατευόμενο διαμέρισμα, σε 35 ευρώ για διαμονή σε οικοτροφείο και φτάνει μέχρι τα 47 ευρώ για διαμονή, το πολύ μέχρι 20 μήνες, σε ξενώνα. Εύλογη είναι η πρόβλεψη ότι, στο βαθμό που συνεχίζεται η σφιχτή εισοδηματική πολιτική και οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, η τάση θα είναι για συμπίεση της λειτουργίας των δομών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και του αριθμού του προσωπικού, στο επίπεδο που θα καλύπτει το «ειδικό νοσήλιο» και για περιορισμό της επιπλέον επιχορήγησης στο ελάχιστο δυνατό. Δεν υπάρχει τίποτα, στην τρέχουσα οικονομική πολιτική των περικοπών και της απορύθμισης, καθώς και στις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές της, που να επιχειρηματολογεί πειστικά υπέρ του αντιθέτου.

Υπάρχουν τρία σημεία σχετικώς με το ρόλο των ΝΠΙΔ στην Ψυχική Υγεία που θεωρούμε ότι χρειάζεται να τύχουν μιας, κατά το δυνατό, διεξοδικής διαπραγμάτευσης, προκειμένου να γίνει κατανοητό πώς ο ρόλος και η λειτουργία τους εντάσσεται στη διαδικασία «απορρύθμισης», ή «αντιμεταρρύθμισης», που, ως τέτοια, μετά από μια περίοδο μεταρρυθμιστικών διακηρύξεων, έχει, πλέον, παγιωθεί στο χώρο της Ψυχικής Υγείας.

Το πρώτο αφορά τον ισχυρισμό (από εκπροσώπους των ΝΠΙΔ και από τα νομοθετικά κείμενα και τις πρακτικές των διαδοχικών κυβερνήσεων) ότι η παροχή υπηρεσιών Υγείας από ιδιωτικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ΝΠΙΔ, δεν επηρεάζει το δημόσιο χαρακτήρα της. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι ένα «δημόσιο αγαθό» μπορεί εξίσου να υπηρετείται από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, χωρίς, το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει το «σύστημα παραγωγής» και παροχής της υπηρεσίας, να αλλοιώνει το δημόσιο χαρακτήρα του. [2]

Πρόκειται για έναν ορισμό της Υγείας ως «δημόσιου αγαθού» που, όπως θα επιχειρήσουμε ν΄ αναλύσουμε παρακάτω, δεν είναι παρά το «φύλλο συκής» της προϊούσας ιδιωτικοποίησης των φορέων που την παρέχουν, όχι μόνο μέσω της επέκτασης και μεγέθυνσης των αμιγώς ιδιωτικών φορέων, αλλά και της ραγδαίας αλληλοδιείσδυσης δημόσιου και ιδιωτικού, με τρόπο ώστε η λειτουργία του δημόσιου να είναι, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, φορέας ιδιωτικών συμφερόντων κάθε είδους. Ένα παράδειγμα, αρκετά κραυγαλέο, αυτής της αλληλοδιείσδυσης ήταν η ίδρυση και λειτουργία «μη κερδοσκοπικών» εταιρειών, οι οποίες συνδέονταν «έμμεσα», μέσω των γνωστών παραθύρων του νόμου, με επαγγελματίες ψυχικής υγείας του ΕΣΥ, και οι οποίες ανέπτυξαν οικοτροφεία και άλλες μονάδες, όπου μεταφέρθηκαν ασθενείς από το ψυχιατρείο όπου οι επαγγελματίες αυτοί εργάζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι. Θα ήταν δυνατό αυτό χωρίς να είναι εν γνώσει και με τις ευλογίες των ιεραρχικά ανώτερων εξουσιών;

Το δεύτερο σημείο αφορά το ρόλο των ΝΠΙΔ στην κατάργηση της μονιμότητας και στη δημιουργία επισφαλών σχέσεων εργασίας, σε συνάρτηση με το κόστος συντήρησης των οικοτροφείων και τα προβλήματα «επιβίωσης» των δομών που ανέπτυξαν τα ΝΠΙΔ στα πλαίσια του συστήματος  υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, όπως αυτό διαμορφώθηκε από την «ψυχιατρική μεταρρύθμιση».

Το τρίτο σημείο αφορά το ρόλο των ΝΠΙΔ στην «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», σε ποιο βαθμό, δηλαδή, ήταν φορείς «καινοτομίας», με «αποτελεσματικότητα μεγαλύτερη από αυτήν του δημόσιου τομέα», αν και πώς συνετέλεσαν σε μια διαδικασία μετασχηματισμού και Αποϊδρυματοποίησης, ή, αντίθετα, Απονοσοκομειοποίησης και «μεταστέγασης» σε άλλο ίδρυμα (transinstitutionalization).

Ως προς το πρώτο σημείο, «δημόσια αγαθά», ή «κοινωνικά αγαθά», θεωρείται ότι είναι, κατ΄ αρχήν, τα «φυσικά αγαθά», που είναι συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή, όπως νερό, αέρας,  γη κλπ, που έχουν μιαν αυτονόητα παγκόσμια σημασία, κοινή για όλους τους ανθρώπους. Δημόσια αγαθά είναι, επίσης, τα «πολιτιστικά αγαθά» (η πολιτιστική κληρονομιά τη ανθρωπότητας, το σώμα της ανθρώπινης γνώσης, η επιστήμη, η τέχνη κλπ), αλλά και οι δημόσιες υπηρεσίες, όπως τα συστήματα εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις και λειτουργίες, που παράγονται, ή παρέχονται στο πλαίσιο της υλικής υποδομής της παραγωγής (αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «γενικές συνθήκες παραγωγής»). Αυτοί οι ορισμοί προϋποθέτουν μια διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών, αυτών, δηλαδή, που ανταλλάσσονται στην αγορά έναντι χρήματος.

Δημόσια, όπως και ιδιωτικά αγαθά, είναι στοιχεία του «συστήματος αναγκών» των χρηστών (αυτών που τα καταναλώνουν), που συναρτώνται με το «σύστημα εργασίας» των παραγωγών (αυτών που τα παράγουν, ή τα παρέχουν). Σ΄ ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα βασισμένο στην παραγωγή ανταλλακτικής αξίας που πρέπει να πραγματώνεται στην αγορά, δεν μπορεί να υπάρχει κανένα εμπόδιο για την, εν τέλει, μετατροπή όλων των αγαθών σε ιδιωτικά αγαθά, δηλαδή, σε εμπορεύματα για ανταλλαγή στην αγορά έναντι χρήματος.

Σύμφωνα με τον Adam Smith, τον πατέρα της αστικής πολιτικής οικονομίας, ενώ για την παραγωγή/παροχή ιδιωτικών αγαθών, το κριτήριο είναι το κέρδος που αυτά μπορούν να αποφέρουν, για όσα αγαθά η παραγωγή δεν αποφέρει κέρδος, αλλά που είναι, ωστόσο, εξαιρετικής σημασίας για την κοινωνία, η παροχή τους μπορεί να είναι υπό την μορφή «δημόσιων αγαθών». Ο Adam Smith ονομάζει τις δαπάνες για τα «δημόσια αγαθά», «κόστη της κυριαρχίας» (δαπάνες για άμυνα, δικαστικό σύστημα, εκπαίδευση, θρησκευτική καθοδήγηση, δημόσια έργα και κρατικά ιδρύματα), τα οποία, τονίζει, πρέπει να υπηρετούν «την διευκόλυνση του εμπορίου». Και αναφέρει το εξής προφητικό παράδειγμα «συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» : σε σχέση με τα επωφελή για το εμπόριο δημόσια έργα, όπως  δρόμους, λιμάνια, γέφυρες, πλωτά κανάλια κλπ, λέει ότι, ενώ οι δαπάνες για τη χρηματοδότησή τους πρέπει να καταβάλλονται από τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να λειτουργούν σε ιδιωτική βάση, με την εκχώρηση, πχ, των δικαιωμάτων για τα διόδια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, των οποίων το συμφέρον θα πρέπει να είναι η διατήρηση της λειτουργίας των καναλιών.

Για τον Μαρξ, τα δημόσια αγαθά είναι οι «γενικές συνθήκες παραγωγής», που τις ορίζει ως τις συνθήκες για την ομαλή διατήρηση της διαδικασίας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ο Μαρξ τονίζει ότι «το κεφάλαιο αναλαμβάνει μόνο θετικές πρωτοβουλίες, θετικές σύμφωνα με τη δική του λογική». Η χρηματοδότηση των έργων που είναι απαραίτητα για την απρόσκοπτη αναπαραγωγική του λειτουργία, αλλά τα οποία δεν είναι κερδοφόρα για το κεφάλαιο, αναλαμβάνεται από το δημόσιο ταμείο, από τα «έσοδα της χώρας» και οι εργάτες που τα παράγουν «δεν εμφανίζονται σαν παραγωγικοί εργάτες, αν και αυξάνουν την παραγωγική δύναμη της χώρας».

Μόνο ο «συλλογικός καπιταλιστής», δηλαδή το κράτος, μπορεί ν΄ ασχοληθεί με τα δημόσια έργα, για την δημιουργία των «γενικών συνθηκών παραγωγής». Η εργασία που απαιτείται γι΄ αυτό το σκοπό, ενώ αυξάνει την παραγωγικότητα του συνολικού κεφαλαίου, υπό την έννοια της παραγωγής υπεραξίας από τον ατομικό καπιταλιστή, είναι αντιπαραγωγική. Η κυρίαρχη, ωστόσο, τάση του καπιταλισμού είναι η μετατροπή ολόκληρης της εργασίας σε παραγωγική εργασία που αυξάνει την υπεραξία.

Ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι, σε συνθήκες ανεπτυγμένου καπιταλισμού, οι «γενικές συνθήκες παραγωγής» μπορούν να παραχθούν σε ιδιωτική βάση.[3] Αυτό μπορεί να γίνει στο βαθμό που έχει συσσωρευτεί μια μεγάλη μάζα κεφαλαίου (πλασματικού κεφαλαίου), το οποίο αποβλέπει όχι στην άμεση εξαγωγή κέρδους από παραγωγικές επενδύσεις, αλλά στην πληρωμή τόκων και ομολόγων, ποντάρει στις συγκριτικές αποδόσεις των αγορών κλπ και είναι σε θέση να εισάγει τα δημόσια αγαθά στην αγορά γιατί του έχει παραχωρηθεί τα ιδιοκτησιακό δικαίωμα.

Η εποχή που γίνεται αυτό, είναι η εποχή της ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, αυτού που αποτελεί την πεμπτουσία της σημερινής φάσης της «όψιμης παγκοσμιοποίησης», που, στην απεγνωσμένη αναζήτησή του για κερδοφόρες επενδύσεις, απαιτεί, μέσω της συρρίκνωσης της δημόσιας σφαίρας της οικονομίας και της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών, τη μετατροπή τους σε πεδίο για κερδοφόρες  επενδύσεις.

Επομένως, τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό εξαρτάται όχι από αφηρημένους ορισμούς, αλλά από την ιστορική φάση της εξέλιξης και της κρίσης του καπιταλισμού, που, όσο περισσότερο βαθαίνει, τόσο περισσότερο προωθεί την εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της ανθρώπινης ύπαρξης, από την πιο μακροσκοπική μέχρι την ίδια την βιολογική/γονιαδιακή υπόσταση του ανθρώπου και των πλέον στοιχειωδών φυσικών αγαθών, όπως το νερό, ο αέρας κλπ.

Η ιδιωτικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις και στον τρόπο που παρέχονται τα δημόσια αγαθά και στον τρόπο που μπορούν να καταναλωθούν. Η πρόσβαση σ΄ αυτά μετατρέπεται σε προνόμιο όσων έχουν να πληρώσουν. Όταν μιλάμε για ιδιωτικοποίηση, αναφερόμαστε τόσο σε περιπτώσεις μεταβίβασης στην ιδιωτική ιδιοκτησία αγαθών που πριν προσφέρονταν από το κράτος, όσο και περιπτώσεις εκχώρησης της διαχείρισης της παροχής τους σε ιδιώτες – είτε πρόκειται για ιδιωτικές, κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, είτε ΜΚΟ και ΝΠΙΔ.

Με την ιδιωτικοποίηση, η ποιότητα, η ποσότητα και η αποτελεσματικότητα όχι μόνο δεν βελτιώνονται, αλλά επιδεινώνονται και απορυθμίζονται, ενώ, παράλληλα, αποκτούν μια χωρίς προηγούμενο ταξική διάσταση: όσοι έχουν να πληρώσουν, «αγοράζουν» καλές υπηρεσίες (εκπαίδευσης, υγείας κλπ) στην αγορά. Οσοι δεν έχουν να πληρώσουν, είτε δεν έχουν καμιά πρόσβαση σε οποιαδήποτε υπηρεσία, ή, όταν έχουν, αυτή είναι υποβαθμισμένης ποιότητας και απροσπέλαστη από κάθε είδους «κριτήρια  και πρότυπα φροντίδας».

Αν υποθέσουμε ότι το «κοινωνικό κράτος» (social state) της προηγούμενης περιόδου, προϊόν ενός ταξικού συσχετισμού, ο οποίος επέβαλε τη θεσμοθέτηση εργατικών κατακτήσεων που εκφράστηκαν στον λεγόμενο «κοινωνικό μισθό» (εκπαίδευση, υγεία, συντάξεις, προστασία σε περιόδους ανεργίας κλπ), αποτελούσε μιαν εξασφάλιση απέναντι στην ανασφάλεια που παράγει η αγορά (συντελώντας σ΄ αυτό που ο Z. Bauman ονόμασε «επανεμπορευματοποίηση της εργασίας», την διατήρηση, δηλαδή, του «εφεδρικού βιομηχανικού στρατού» σε κατάσταση σταθερής ετοιμότητας για ενεργό υπηρεσία), σήμερα είμαστε μάρτυρες του μετασχηματισμού του σε «κράτος ασφαλείας» (security state): ένα κράτος που επιχειρεί να μετατοπίζει το άγχος που προκαλεί η απορύθμιση των βασικών συνθηκών της ζωής, η εξατομίκευση των κινδύνων και η απόσυρση των ασφαλιστικών δικλείδων προστασίας, προς την κατεύθυνση της προσωπικής ασφάλειας: τους φόβους που πηγάζουν από μιαν απειλή στα ανθρώπινα σώματα, από παραβάτες, μετανάστες και πρόσφυγες κλπ. Οπως τονίζει ο Z. Bauman, τα πιο φτωχά στρώματα, για τα οποία δεν έχει παραμείνει παρά ένα αραιό και αχνό «δίχτυ προστασίας», υπάρχει η τάση να επαναταξινομούνται στη βάση μιας οπτικής που αφορά όχι ένα ζήτημα «κοινωνικής φροντίδας», αλλά ένα ζήτημα «νόμου και τάξης», καθώς η ανικανότητα των πιο στερημένων για συμμετοχή στο παιχνίδι της αγοράς τείνει όλο και περισσότερο να ποινικοποιείται. Η ευάλωτη συνθήκη και η ανασφάλεια που προκαλεί η ελεύθερη αγορά, επαναπροσδιορίζεται, πλέον, ως ένα ατομικό πρόβλημα, ένα ζήτημα με το οποίο πρέπει ο καθένας να καταπιαστεί ατομικά, με ό,τι πόρους έχει στην διάθεσή του.

Γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα, το κοινωνικό κράτος, που ήταν ανέκαθεν ατροφικό, υποκαθίστατο, κατά κάποιον τρόπο, από την «προστασία» που παρείχε ένας υπερτροφικός δημόσιος τομέας, μέσω της μονιμότητας της σχέσης εργασίας και όσων συνδέονταν με αυτήν, για κοινωνική ανέλιξη και εξασφάλιση των γηρατειών. Αν και κακοπληρωμένες, οι θέσεις εργασίας στο δημόσιο είχαν τουλάχιστον την ασφάλεια της σταθερότητας σ΄ αυτές. Αυτός είναι ο λόγος που ο διορισμός στο δημόσιο εξακολούθησε να διατηρεί, παρά τον ολοένα αυξανόμενο περιορισμό των ευκαιριών και των δυνατοτήτων για πρόσβαση σ΄ αυτό, μια πρωτεύουσα θέση μέσα στο φαντασιακό των οικογενειών από τα φτωχά και μεσαία στρώματα, για την κοινωνική ανέλιξη, αλλά προπαντός, την εξασφάλιση μιας ασφαλούς εργασιακής σταδιοδρομίας.

Γι΄ αυτό και η κριτική στο λεγόμενο «δημόσιο» πρέπει να επικεντρώνεται σ΄ αυτές τις πλευρές του που το συναρτούν με τις επιδιώξεις της κερδοφορίας του κεφαλαίου, αυτές που το κάνουν όργανο πελατειακών σχέσεων και κλικών (το έδαφος πάνω στο οποίο ανθίζει η διαφθορά, η αδράνεια, η σπατάλη, η αναποτελεσματικότητα) και όχι (όπως κάνουν τα κάθε είδους, άμεσα ή έμμεσα φερέφωνα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου) στα στοιχεία που ενσαρκώνουν «κεκτημένα», τόσο από την «πλευρά των παραγωγών» (αυτών που παρέχουν τις υπηρεσίες), όπως αυτό της μονιμότητας, όσο και από την «πλευρά των χρηστών», που θα έπρεπε να έχουν μιαν αυξανόμενη – αντί για συρρικνούμενη, όπως συμβαίνει σήμερα – και στο ανώτερο δυνατό ποιοτικό επίπεδο πρόσβαση σε όλα τα «δημόσια αγαθά», τα οποία θα έπρεπε να παρέχονται ισότιμα, δωρεάν και ανάλογα με τις ανάγκες. «Οσο μεγαλύτερες οι ανάγκες, τόσο μεγαλύτερες οι (δωρεάν) παροχές» – και όχι, «όσο μεγαλύτερο εισόδημα έχει κάποιος, τόσο περισσότερες υπηρεσίες να μπορεί ν΄ αγοράσει».

Ποιότητα και αποτελεσματικότητα υπηρεσιών, ασφάλεια «παραγωγών» και «χρηστών», δεν επιτυγχάνονται με τη μετατροπή των «χρηστών» σε καταναλωτές, που πρέπει να αγοράζουν το μέχρι χθες «δημόσιο αγαθό», ούτε με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των «παραγωγών», αλλά με τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο των υπηρεσιών και των επιχειρήσεων του δημοσίου από «παραγωγούς» και «χρήστες», στα πλαίσια μιας προοπτικής κοινωνικοποίησης και όχι ιδιωτικοποίησης της παραγωγής.

Ας δούμε, τώρα, την επίπτωση της «απορρύθμισης» στο χώρο της ψυχικής υγείας, στην οποία αναφερθήκαμε, στις εργασιακές σχέσεις του «συστήματος των παραγωγών» (ή παροχής) του δημόσιου αγαθού «ψυχική υγεία» και στα μέχρι τώρα αποτελέσματα της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης».

Σύμφωνα με τα επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία (Εκθεση Αξιολόγησης παρεμβάσεων εφαρμογής της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης έτους 2014), μετά και την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης του ‘Ψυχαργώς’, φαίνεται να λειτουργούσαν στο Δημόσιο 301 δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης (81 ξενώνες, 40 οικοτροφεία και 180 προστατευόμενα διαμερίσματα) και στα ΝΠΙΔ, 190 δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης (15 ξενώνες, 93 οικοτροφεία και 82 προστατευόμενα διαμερίσματα). Ένα ποσοστό, δηλαδή, περί το 40% της δυναμικότητας σε κλίνες των στεγαστικών δομών, όπου μεταφέρθηκαν ασθενείς χρόνιας παραμονής των δημόσιων ψυχιατρείων, δόθηκαν σε ΜΚΟ.

Παράλληλα, από ένα σύνολο καταγεγραμμένων 29 Κινητών μονάδων Ψυχικής Υγείας, οι 13 να ανήκουν σε ΜΚΟ και οι 16 στο Δημόσιο (με πολλές από αυτές να παρουσιάζουν με το χρόνο μια φθίνουσα λειτουργία, μέχρι πλήρους κατάργησης). Ομοίως, σε μια κίνηση υποκατάστασης των Κέντρων Ψυχικής Υγείας (ΚΨΥ), από τα Κέντρα Ημέρας (τα οποία δεν θάπρεπε είναι παρά μια υπο-δομή των ΚΨΥ), έχουν δημιουργηθεί από τις ΜΚΟ, στα πλαίσια του ‘Ψυχαργώς’, 69 Κέντρα Ημέρας (έναντι 11 στο Δημόσιο), τα οποία έγινε προσπάθεια, κατά καιρούς, να αναβαθμιστούν σε ΚΨΥ, σε μια επιδίωξη, δηλαδή, ιδιωτικοποίησης και της μόνης κοινοτικής μονάδας που, νομοθετικά, παραμένει, ακόμα, αποκλειστικά στο Δημόσιο και που είναι το ΚΨΥ.*

Για τη λειτουργία αυτών των μονάδων (και σύμφωνα με επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία του 2014) απασχολούνταν, στο δημόσιο, 1525 εργαζόμενοι και στα ΝΠΙΔ 1536 εργαζόμενοι. Αν είχε αναλάβει το δημόσιο την υλοποίηση των προγραμμάτων μετάβασης σε ξενώνες και οικοτροφεία, που με ραγδαίους ρυθμούς υλοποιήθηκε στο διάστημα 2000-2005 (αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΜΥΠ, στο διάστημα 1988-1999 ιδρύθηκαν 106 στεγαστικές μονάδες, ενώ στο διάστημα 2000-2005, ιδρύθηκαν 277 μονάδες), τότε, δεδομένου ότι η αποασυλοποίηση αφορούσε ασθενείς νοσηλευόμενους σε δημόσια ψυχιατρεία, θα έπρεπε να είχαν προσληφθεί αυτοί οι 1536 εργαζόμενοι στο δημόσιο.

Αντί για μόνιμες θέσεις στο δημόσιο, επιλέχθηκε να δημιουργηθούν οι θέσεις αυτές στον

 

 

 

 

*Σημαντική διαφορά στους αριθμούς των υφιστάμενων μονάδων παρουσιάζουν τα σχετικά στοιχεία που περιέχονται στην «Εκθεση για τον Τομεοποιημένο Σχεδιασμό Ανάπτυξης Μονάδων Ψυχικής Υγείας», που δημοσιεύτηκε από το Υπουργείο Υγείας, τον Οκτώβριο 2018. Εδώ φέρονται να είναι ως ΝΠΔΔ, 40 οικοτροφεία, 78 ξενώνες, 102 προστατευόμενα διαμερίσματα, 6 Κινητές Μονάδες, 10 Κέντρα Ημέρας και 9 Νοσοκομεία Ημέρας.  Και ως ΝΠΙΔ 43 οικοτροφεία (συμπεριλαμβανομένων, όπως και στα ΝΠΔΔ, των γηροψυχιατρικών, άνοιας, αυτισμού κλπ), 8 ξενώνες, 37 προστατευόμενα διαμερίσματα, 35 Κέντρα Ημέρας, 1 νοσοκομείο Ημέρας και 4 Κινητές Μονάδες. Αν και γενικά υπήρχε πάντα πρόβλημα στην ακριβή καταγραφή ακόμα και των πιο στοιχειωδών και απλών δεδομένων (αυτό φαίνεται και στα στοιχεία του 2014 που, σε διαφορετικές εκθέσεις την ίδια χρονιά, αλλά και σε σχέση με αυτά του «Σχεδίου Αναθεώρησης του Ψυχαργώς», του 2011, εμφανίζουν σημαντικές διαφορές), η διαφορά των στοιχείων του 2014 με αυτά του 2018, πιθανόν να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο γεγονός ότι πολλές από τις μόλις πριν λίγα χρόνια καταγραφείσες μονάδες τερμάτισαν τη λειτουργία τους, τόσο στον Δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα.

ιδιωτικό τομέα. Με αμοιβές πιο χαμηλές και προπαντός, με τον επισφαλή χαρακτήρα που έχει μια θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Αυτός ο επισφαλής χαρακτήρας αξιοποιήθηκε κατάλληλα, στη βάση και της περιστολής της χρηματοδότησης, για απολύσεις και/ή εξαναγκασμό σε παραίτηση πολλών εργαζομένων. Πρόκειται για απολύσεις και παραιτήσεις σε πρωτοφανώς μαζική κλίμακα, στο χώρο της Ψυχικής Υγείας, που έγιναν, προφανώς, εξαιτίας, αφενός, της «μη συμμόρφωσης» στα τεκταινόμενα εντός των δομών και σε συνάρτηση, αφετέρου, με τη μη καταβολή των δεδουλευμένων και με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων για τα πιο θεμελιακά και αναφαίρετα δικαιώματά τους.

Οι συνέπειες στη λειτουργία των θεραπευτικών ομάδων και στα θεραπευτικά προγράμματα των ασθενών (στο βαθμό που αυτά ισχύουν και γίνονται σεβαστά ως αρχές λειτουργίας και ως διαδικασίες) ήταν ανυπολόγιστες και θα έπρεπε να έχουν αντιμετωπιστεί και αξιολογηθεί ως τέτοιες.

Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό στο δημόσιο, όπου η είσοδος ή η αποχώρηση από τη θεραπευτική ομάδα (Θ.Ο.) μια δομής, για όποιον λόγο και αν γίνεται (στην «καλλίτερη» των περιπτώσεων έχει να κάνει με τη συγκρότηση και τη λειτουργικότητα, θεραπευτική/ιδεολογική, της Θ.Ο), δεν συνεπάγεται την μη καταβολή του μισθού και/ή την απώλεια της θέσης εργασίας – επομένως, βασικά εργασιακά δικαιώματα, εν προκειμένω, δεν προσφέρονται για άσκηση εκβιασμών, ομηρίας, πειθάρχησης σε ιδρυματικές πρακτικές, πολιτικών περιστολής των χρηματοδοτήσεων.

Αλλωστε, αυτό είναι που το κράτος θέλει ν΄ αποφύγει με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, τουλάχιστον ως προς το σκέλος του προσωπικού: τις διασφαλίσεις που δίνει η μονιμότητα. Τα ΝΠΙΔ στην Ψυχική Υγεία προσφέρονται ως ένα πεδίο δοκιμασίας, εφαρμογής και εξάπλωσης πολιτικών κατάργησης της προστασίας και ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, στο εσωτερικό του ίδιου του δημόσιου- συντελούν, ως καταλύτες, στην μετάλλαξη του δημόσιου σε ιδιωτικό.

Επομένως, η επιλογή της ανάθεσης στα ΝΠΙΔ ενός μεγάλου μέρους των στεγαστικών μονάδων δεν είχε να κάνει μόνο με την ταχύτερη απορροφητικότητα (που μάλλον δεν επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον στο βαθμό που αναμενόταν), αλλά, κυρίως, με τη μόνη σταθερή, αν και μη δεδηλωμένη, πολιτική κατεύθυνση για την ψυχική υγεία (αυτή που τείνει διαρκώς να επιβεβαιώνεται στην πράξη, πίσω από τις όποιες διακηρύξεις), που αφορά στην επίτευξη του χαμηλότερου κόστους, μεταξύ άλλων και με τη δημιουργία ενός εργατικού δυναμικού αναλώσιμου με την πρώτη ευκαιρία –και αυτή η ευκαιρία ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα ερχόταν πολύ σύντομα.

Οπως είχε προβλεφθεί από την αρχή και παρά τις επισημάνσεις και τις προειδοποιήσεις που έγιναν από πολλές πλευρές, η συγκρότηση των προγραμμάτων των ΝΠΙΔ για στεγαστικές μονάδες (όπως και των αντίστοιχων προγραμμάτων του δημοσίου), ήταν επικεντρωμένη, πρωτίστως, στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων (το ενδιαφέρον περιοριζόταν στη φάση της «συγχρηματοδότησης») και όχι στην επεξεργασία μιας πολιτικής για την ψυχική υγεία. Στον ισχυρισμό ότι με την κατάρτιση του «Ψυχαργώς» μια τέτοια πολιτική πράγματι υπήρξε, η απάντηση είναι ότι αυτή η πολιτική, πέρα από μια διακήρυξη γενικών αρχών (από την δεκαετία του 2000 και ύστερα) για το κλείσιμο των ψυχιατρείων, δεν προχώρησε ποτέ στην συγκρότηση ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού για την υλοποίηση μιας διαδικασίας υπέρβασης του ψυχιατρείου, έτσι ώστε οι στεγαστικές δομές να εντάσσονται σ΄ ένα τομεοποιημένο δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και να μη λειτουργούν (ιδιαίτερα αυτές του ιδιωτικού τομέα) ξεκομμένα και αυτοαναφορικά, όπως τώρα, αλλά ν΄ αποτελούν μέρος ενός συστήματος υπηρεσιών.

Αν υπήρχε μια σοβαρή πολιτική για το κλείσιμο των ψυχιατρείων, τότε θα έπρεπε να είχε μελετηθεί η διαδικασία μετάβασης και η συναρτημένη μ΄ αυτήν μεταφορά πόρων από το ιδρυματικό σύστημα στο κοινοτικό, έτσι ώστε να μη παράγονται και λειτουργούν οι νέες δομές συμπληρωματικά προς το παραδοσιακό ψυχιατρικό κύκλωμα, αλλά εναλλακτικά προς αυτό, δηλαδή, να το υποκαθιστούν πλήρως.  Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε. Μεταφορά των πόρων δεν σημαίνει εγκατάλειψη των παλιών δομών και υπηρεσιών (ψυχιατρείων) προς όφελος  αυτοαναφορικών νέων δομών, αλλά το ριζικό μετασχηματισμό του ψυχιατρείου και των πρακτικών που συνδέονται με αυτό και έτσι, την ανάδυση μιας νέας ψυχιατρικής κουλτούρας και πρακτικής, που φορέας της θα ήταν (εκτός από τους άμεσα ενδιαφερομένους, τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία) οι λειτουργοί όλων των κλάδων (που μέχρι τώρα διαχειρίζονταν τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο), με τη βαθμιαία μετάβασή τους σ΄ ένα ριζικά νέο πλαίσιο λειτουργίας και αλληλεπίδρασης, όπου οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιοι οικονομικοί πόροι, «παράγουν υγεία» και συνοδεύουν τους ψυχικά πάσχοντες σε μια διαδικασία χειραφέτησης.

Φυσικά, οι υπάρχοντες πόροι, αυτοί που τώρα διατίθενται για τη νοσοκομειοκεντρική λειτουργία του ψυχιατρικού κυκλώματος, επ΄ ουδενί δεν θα επαρκούσαν για ένα πανεθνικά οργανωμένο, ολοκληρωμένο δίκτυο τομεοποιημένων κοινοτικών υπηρεσιών, με λειτουργία ριζικά εναλλακτική σ΄ αυτή του εγκλεισμού. Η στήριξη των ψυχικά πασχόντων στον «τόπο κατοικίας», στην κοινωνική ενσωμάτωση και στην αξιοπρεπή διαβίωση απαιτεί μια γενναία αύξηση της χρηματοδότησης για την Ψυχική Υγεία. Χρηματοδότηση ανάλογη με τις πολύπλοκες ανάγκες των ψυχικά πασχόντων, βασισμένη στον εθνικό προϋπολογισμό και όχι σε βραχύβια κοινοτικά προγράμματα : αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σ΄ ένα μεγάλο μέρος της χώρας δεν υπάρχει ίχνος υπηρεσίας ψυχικής υγείας και σ΄ ένα άλλο, εξίσου μεγάλο, υπάρχουν εξαιρετικά ανεπαρκείς υπηρεσίες που αδυνατούν να παράσχουν μια πραγματική στήριξη. Οι κάτοικοι αυτών των περιοχών οδηγούνται συχνά στα ψυχιατρεία του κέντρου, ακόμα κι΄ όταν υπάρχουν στην περιοχή ψυχιατρικές υπηρεσίες (Ηπειρος, Στερεά-Εύβοια, αλλά και Πελοπόννησος, Κυκλάδες κλπ). Η ύπαρξη ενός «ξεκομμένου» οικοτροφείου, δημόσιου ή ιδιωτικού, σ΄ ένα νομό, ή σε μια περιοχή, με τον τρόπο, μάλιστα, της μεταστέγασης από τα ψυχιατρεία, που δημιουργήθηκαν αυτές οι δομές, δεν είναι υπηρεσία ψυχικής υγείας για τον πληθυσμό της περιοχής όπου στεγάζεται η υπηρεσία. Ο ισχυρισμός για το αντίθετο δεν αποτελεί παρά βολικό άλλοθι για την ταυτόχρονη διεκδίκηση χρηματοδότησης (από τους ιδιώτες) και εγκατάλειψη των περιοχών αυτών (από το κράτος).

Η ετεροβαρής δραστηριοποίηση στην μονομερή υλοποίηση προγραμμάτων στεγαστικών δομών ήταν βολική για όλους και για έναν επιπλέον λόγο : δεν αμφισβητεί το παραδοσιακό ψυχιατρικό παράδειγμα, την κουλτούρα των λειτουργών και όλων των εμπλεκομένων. Όταν φτάνει ο ξενώνας, ή το οικοτροφείο (ανεξαρτήτως αν ανήκει στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα), να θεωρείται και να λειτουργεί, επί του πρακτέου, ως προέκταση της νοσοκομειακής νοσηλείας, τότε η ίδια η παραδοσιακή κουλτούρα μπορεί, εξωραϊζόμενη, να αγκαλιάσει και τις στεγαστικές δομές – όχι ως αμφισβήτηση του ψυχιατρείου, αλλά ως προέκταση και ως συμπλήρωμά του.

Αντίθετα, όμως, με τις αρχικές τους υποσχέσεις και την αυτοπαρουσίασή τους ως φορέων «καινοτομίας», οι «μη κερδοσκοπικές» εταιρείες (όπως θα αναλύσουμε περισσότερο παρακάτω), λειτούργησαν ως οι κύριοι φορείς, οι αναντίρρητα διαθέσιμοι στην υλοποίηση αυτών των «μετα-στεγαστικών» (transinstitutionalization) προγραμμάτων του κράτους («εργο-λάβοι»), χωρίς κριτική του υπάρχοντος, χωρίς η παρουσία τους και η πρακτική τους να έχει, επ΄ ουδενί, τον όποιο μετασχηματιστικό χαρακτήρα.

Παρόλο που ο αριθμός των δομών που ίδρυσαν τα ΝΠΔΔ φαινόταν αρχικά να είναι αισθητά μεγαλύτερος από αυτόν των ΝΠΙΔ (και επομένως, σε πρώτη ματιά, θα φαινόταν ότι τα ΝΠΙΔ παίζουν ένα συμπληρωματικό ρόλο σ΄ ένα εγχείρημα που έχει πρωτίστως ανατεθεί στο δημόσιο), έχει σημασία να προσεχτούν τα εξής στοιχεία.

Πρώτον, ο ρυθμός και τα ποσοστά των αναθέσεων στα ΝΠΙΔ έτειναν, στην διάρκεια του χρόνου, ν΄ αυξάνονται και μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς – καθώς τα ίδια τα ΝΠΙΔ αυξάνονταν διαρκώς σε αριθμό και νέοι «παίκτες» συνέχισαν να μπαίνουν στο παιχνίδι, μέσα από τους δρόμους που άνοιξαν οι παλαιότεροι «παίκτες».

Δεύτερον, σε αρκετά ΝΠΔΔ και συγκεκριμένα στα μικρότερα ψυχιατρεία που ήδη έκλεισαν, οι νέες δομές δεν απαίτησαν παρά, συγκριτικά, πολύ λίγες νέες προσλήψεις (μικροί σχετικά αριθμοί και μόνο στη πρώτη φάση του «Ψυχαργώς»), καθώς στελεχώθηκαν κυρίως από το μόνιμο προσωπικό που εξ ολοκλήρου μετακινήθηκε από το ψυχιατρείο στις δομές (εδώ υπήρξε μια «μεταφορά πόρων», αν και κυρίως, προς στεγαστικές δομές).

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση δύο εκ των ψυχιατρείων που έκλεισαν, στο μεν ΨΝΠΟ (Πέτρας Ολύμπου), προσλήψεις (αορίστου χρόνου) έγιναν (πολύ λίγες) μόνο στην Α΄ φάση του «Ψυχαργώς», ενώ αντίστοιχες προσλήψεις αορίστου χρόνου έγιναν και σε ορισμένα γενικά νοσοκομεία που ανέπτυξαν ξενώνες για φιλοξενία ασθενών  από το ΨΝΠΟ. Στην Β΄ φάση του «Ψυχαργώς» προσλήψεις έγιναν μόνο για τη στελέχωση των οικοτροφείων των ΝΠΙΔ, ενώ οι δομές του ΨΝΠΟ λειτούργησαν με μετακίνηση των προσωπικού του ψυχιατρείου. Με στοιχεία κατά προσέγγιση, στο διάστημα 2000-5, περίπου 120 νοσηλευόμενοι μετακινήθηκαν σε δομές του ΨΝΠΟ και γενικών νοσοκομείων και 80 σε δομές των ΝΠΙΔ.

Στο ψυχιατρείο Χανίων, προσλήψεις, και εδώ πολύ λίγες, έγιναν μόνο στην περίοδο της Α΄ φάσης του «Ψυχαργώς», ενώ στη Β΄ φάση (κι΄ αυτό είναι αξιοσημείωτο) μετακινήσεις ασθενών έγιναν μόνο προς δομές του δημοσίου, χωρίς καμιά συμμετοχή των ΝΠΙΔ στο όλο εγχείρημα..

Τρίτον, τα ΝΠΔΔ (κυρίως τα ψυχιατρεία και σε, μικρό βαθμό, κάποια γενικά νοσοκομεία) δημιούργησαν όχι μόνο οικοτροφεία, αλλά και ξενώνες (που, ωστόσο, κατέληξαν να λειτουργούν και αυτοί ως οικοτροφεία) και πολλά προστατευόμενα διαμερίσματα, με προσωπικό ήδη, από την αρχή της συγκρότησής τους, συγκριτικά λιγότερο έως ανεπαρκές. Τα ΝΠΙΔ είχε σχεδιαστεί να κάνουν κυρίως οικοτροφεία για ενοίκους, που, σύμφωνα με τις αρχικές προγραμματικές διακηρύξεις, θα έπρεπε να είναι άτομα τρίτης ηλικίας, άτομα με προβλήματα νοητικής καθυστέρησης και, γενικά, άτομα με σοβαρά λειτουργικά προβλήματα, για την φροντίδα των οποίων χρειάζεται πολύ περισσότερο προσωπικό σε σχέση με αυτό που υπήρχε στα ψυχιατρικά τμήματα χρόνιας παραμονής, όπου στοιβάζονταν αυτοί οι ασθενείς (η πολυπλοκότητα των αναγκών των οποίων απαιτεί, για απροσδιόριστη περίοδο χρόνου, αναλογίες θεραπευτών προς ενοίκους 1:2 ή και 1:3). Επομένως, θα καθίστατο αναγκαία, τουλάχιστον σε προγραμματικό επίπεδο σχεδιασμού (αν και όχι έμπρακτης εφαρμογής, όπως φάνηκε στη συνέχεια), η πρόσληψη πολύ περισσότερου προσωπικού στη βάση της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας απ΄ όσο τελικά χρειάστηκε για τις αποκαταστασιακές δραστηριότητες του δημόσιου, αν αυτό δεν «ξεφορτωνόταν», προς τον ιδιωτικό τομέα τα πιο «βαριά περιστατικά».

Αντίθετα, με το είδος των εργασιακών σχέσεων που διέπει τα ΝΠΙΔ, ο στόχος της μείωσης του κόστους και της περιστολής των δαπανών θα ήταν εφικτός. Όταν, μάλιστα, η αρχικά διακηρυγμένη δέσμευση για τη φιλοξενία στις δομές των ΜΚΟ των θεωρούμενων ως πιο «δύσκολων» και «πολύπλοκων» περιστατικών ποτέ δεν υλοποιήθηκε, καθώς όλα τα ΝΠΙΔ ανεξαιρέτως λειτουργούν μέσω της επιλογής, για φιλοξενία στις στεγαστικές δομές τους, των θεωρούμενων ως πιο «εύκολων» περιστατικών, ή, στην αργκό της νεο-ιδρυματικής ψυχιατρικής, της «αφρόκρεμας» των ασθενών χρόνιας παραμονής και με την ταυτόχρονη επιστροφή στο ψυχιατρείο όσων  θεωρηθούν «λάθος επιλογές», μετά από «δυσκολίες» που «δεν είχαν γίνει αντιληπτές» από την αρχή. Αυτός ο προσανατολισμός στην «πολιτική των επιλογών» συνόδευσε και επέτρεψε (όταν τα πράγματα, από πλευράς χρηματοδότησης, «δυσκόλεψαν») την δραστική μείωση του προσωπικού (που αρχικά ανερχόταν σε 25 άτομα διαφόρων ειδικοτήτων για 15 ένοικους της δομής). Την ίδια στιγμή που, ως συνέπεια της εφαρμογής των μνημονίων, μειώθηκε δραστικά το προσωπικό και των μονάδων του δημοσίου και η αντιμετώπιση των ανθρώπων με τις πιο πολύπλοκες ανάγκες να έχει, πλέον, καθιερωθεί να γίνεται, ένθεν κακείθεν, με την προϊούσα κλιμάκωση των πρακτικών της καταστολής, σε συνδυασμό με τις πρακτικές της απόρριψης.

Υπάρχει και ένα τέταρτο σημείο, που αφορά την προνομιακή ανάθεση, όλο και περισσότερο, μονάδων πρωτοβάθμιας και κοινοτικής φροντίδας (Κινητές Μονάδες) στα ΝΠΙΔ – ένα ζήτημα στο οποίο θ΄ αναφερθούμε παρακάτω.

Για μιαν ακόμη φορά, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Λέρου, τα ΝΠΙΔ χρησιμοποιήθηκαν (ανεξάρτητα από τις όποιες διακηρυγμένες προθέσεις από την όποια πλευρά), όχι ως φορείς «καινοτομίας», αλλά για την ταχεία αποσυμφόρηση των ψυχιατρείων, για τη μείωση των κλινών και το κλείσιμό τους με το, κατά το δυνατόν, πιο χαμηλό κόστος. Η συνέχεια έχει, ήδη, προετοιμαστεί με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που προαναφέρθηκαν.

Οι διαδοχικές κυβερνήσεις και οι εκάστοτε αρμόδιοι για την εφαρμογή της γενικής πολιτικής τους στην Ψυχική Υγεία βρίσκονταν πάντα μπροστά σ΄ ένα «μεταρρυθμιστικό κατασκεύασμα» (μπροστά σ΄ ένα artefact), που τους φαινόταν μάλλον πολύ «ακριβό» για να το συντηρήσουν – κάτι σαν τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, που αποσυντίθενται και σκουριάζουν, μόνο που τώρα πρόκειται για τη ζωή ανθρωπίνων υπάρξεων, των οποίων η αξιοπρεπής φροντίδα αποδείχτηκε πολύ ακριβή για τις προτεραιότητες των νεο (σοσιαλ) φιλελεύθερεων πολιτικών, μέσω των οποίων λειτουργεί η θριαμβεύουσα «οικονομία της αγοράς».

Συμπερασματικά, η ελληνική «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, εξαντλήθηκε στη «μεταστέγαση» των ασθενών από τα άσυλα σε μικρές δομές μέσα στην κοινότητα. Οι κλίνες εντός, μεταφέρθηκαν εκτός. Υπηρεσίες που να μειώνουν την ανάγκη διάθεσης κλινών στο σύστημα, δεν δημιουργήθηκαν. Με ταυτόχρονη τη μεταφορά εκτός, μαζί με τις κλίνες, και των ιδρυματικών πρακτικών στην λειτουργία της συντριπτικής πλειονότητας των στεγαστικών δομών,  τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, μέσω της επιβολής κανόνων πειθαρχημένης διαβίωσης – συχνά με κλειδωμένες πόρτες, ελεγχόμενη έξοδο, ενίοτε με μηχανικές καθηλώσεις, δωμάτια απομόνωσης, κάμερες – με ανεξέλεγκτη την διαχείριση (έως και σφετερισμό) των συντάξεων των ενοίκων (με συνεχές το αίτημα, από μέρους των ΜΚΟ, για νομοθέτηση της παρακράτησής τους) κλπ.

Όχι, επομένως, Απο-ιδρυματοποίηση (όχι μετασχηματισμός, όχι υπέρβαση του παλιού), αλλά Απο-νοσοκομειοποίηση («εξιτήρια»). Μια ιδιότυπη Απονοσοκομειοποίηση, όπου τα «εξιτήρια» είναι «εισαγωγές» σε νέες κλίνες (των στεγαστικών δομών), οι οποίες συστήνονται εν δυνάμει και εν τέλει καταλήγουν να είναι, ως επί το πλείστον, νοσοκομειακές κλίνες. Ενας αστερισμός διάσπαρτων δομών (όπου βρισκόταν κτίριο για ενοικίαση, όπου βόλευε, χωρίς σχέδιο, χωρίς σκέψη για Τομέα, χωρίς την όποια εναλλακτική στο υπάρχον προσέγγιση).

Παρά τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (χωρίς αυτό να είναι απόλυτο σε κάθε περίπτωση, ούτε εγγυημένο σε μακροπρόθεσμη βάση), η λογική της ιδρυματικής διαβίωσης (της παροχής φροντίδας μέσα σε «κλειστούς χώρους») των ασθενών ήταν αυτή που κυριάρχησε. Η πρωτοκαθεδρία της «κλίνης», ενάντια στην «ολοκληρωμένη παροχή υπηρεσιών και στήριξη» στον τόπο κατοικίας, σε συνθήκες κατά δυνατόν μεγαλύτερης και υποστηριζόμενης (υλικά, θεραπευτικά, σχεσιακά, κοινωνικά) αυτονομίας, διατηρείται και αναπαράγεται μέσα ακριβώς από το νεοϊδρυματικό μοντέλο που κυριάρχησε σ΄ αυτή την «αλλαγή χωρίς αλλαγή» στο χώρο της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα.

Πρακτικά, για τους διαχειριστές του συστήματος, αυτό σημαίνει ότι, μια οικονομική πολιτική που λειτουργεί αναγκαστικά στη λογική της δραστικής συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη, όχι μόνο με την ανάγκη συντήρησης των 491 (όπως, συνολικά, υπολογίζονταν το 2014, αλλά, μετέπειτα, μάλλον αρκετά λιγότερων) δημόσιων και ιδιωτικών στεγαστικών δομών (νοίκια, λειτουργικά έξοδα, προσωπικό κλπ), αλλά και με το διαρκώς αυξανόμενο αίτημα για όλο και περισσότερες στεγαστικές δομές, για τις ανάγκες χιλιάδων ασθενών, που εισέρχονται στο ψυχιατρικό κύκλωμα από εδώ και πέρα, οι οποίες μένουν αναπάντητες και στις οποίες το σύστημα δεν μπορεί να δώσει άλλη λύση από τη διαχείρισή τους σε «χώρους εγκλεισμού» (κατ΄ ευφημισμόν «κατοικίας και θεραπείας»). Εξ’ ου και η συζήτηση για τμήματα «μέσης νοσηλείας» στα εναπομένοντα ψυχιατρεία, που θα καταλήξουν, αναπόφευκτα, τμήματα «μακράς νοσηλείας», δημιουργώντας ένα χωρίς προηγούμενο φαύλο κύκλο – να κλείνουν αυτό που θέλουν να μείνει ανοιχτό και ν΄ ανοίγουν αυτό που έχουν δεσμευθεί να κλείσουν.

Για μιαν ακόμη φορά, όσο δεν αναπτύσσεται ένα ολοκληρωμένο και τομεοποιημένο δίκτυο παροχής υπηρεσιών στην κοινότητα, ριζικά εναλλακτικό στο ψυχιατρείο, που να σχετικοποιεί την ανάγκη νοσοκομειακής νοσηλείας (σε γενικό νοσοκομείο, ή ΚΨΥ) και να δίνει κυριαρχική προτεραιότητα στην ολόπλευρη στήριξη τη ζωής των ανθρώπων μέσα στον κοινωνικό ιστό, το αποτέλεσμα θα είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή της χρονιότητας και το αίτημα δεν θα είναι για στήριξη μιας κοινωνικής ζωής με πλήρη δικαιώματα, αλλά θα διοχετεύεται στην αναζήτηση κλίνης, σε μια κατάσταση όπου, επί ελλείψεώς της, το μόνο που θα διατίθεται θα είναι οι δημόσιοι χώροι της πόλης.

Αυτό το κουβάρι αντιφάσεων (μια στρεβλή, νεοϊδρυματική μεταρρύθμιση, που αντί για ένα πιο φτηνό, που επιθυμούσαν, παρήγαγε ένα σύστημα πιο «ακριβό» απ΄ αυτό που επέβαλλαν οι δεσμεύσεις των νεοφιλελεύθερων επιλογών και των Κοινοτικών «οδηγιών»), δημιουργεί μιαν εκρηκτική κατάσταση, μέρος της οποίας είναι η κρίση που μαστίζει το οικοδόμημα των ΝΠΙΔ. Η ανάδειξη των κινητήριων δυνάμεων πίσω από αυτή την κρίση, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να κατανοηθούν οι κλυδωνισμοί των ΝΠΙΔ, αλλά, επίσης, το γεγονός ότι, ύστερα απ΄ αυτά, δεν θ΄ αργούσε η κρίση αυτή να εκδηλωθεί μέσα στον ίδιο τον δημόσιο τομέα της ψυχικής υγείαςόπως μαρτυρεί η περίοδος ιδιαίτερα από το 2013 και μετά.

Το σταυροδρόμι στο οποίο διαχρονικά βρίσκονται τα ΝΠΙΔ (στο βαθμό που η κρατική επιχορήγηση, τώρα, ή στο προσεχές μέλλον, δεν θα είναι επαρκής) οδήγησε  κάποια από αυτά, να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Μερικά, μάλιστα, εν μέσω αποκαλύψεων για διαφθορά, η οποία, λόγω του τρόπου που δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν, πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις και γινόταν κάθε φορά στόχος (πάντα, ωστόσο, προσχηματικός) από κάθε πολιτική ηγεσία που ήθελε να επιβάλει περικοπές – για να «ξεχαστεί» αμέσως μετά, όταν οι περικοπές είχαν επιβληθεί. Οσα παραμένουν στο «παιχνίδι», στρέφονται σε «πρακτικές επιβίωσης», που έχουν να κάνουν, αφενός, με την δραστική συρρίκνωση του επιπέδου της φροντίδας που παρέχουν, και, αφετέρου, με την διεκδίκηση της όλο και πιο διευρυμένης δυνατότητας να εξοικονομούν έσοδα μέσα από μια πιο κερδοφόρα και «προς την αγορά» στραμμένη λειτουργία.

Σ΄ αυτό το τελευταίο είναι πιθανό ότι ελπίζουν πολλοί από τους συμμετέχοντες σ΄ αυτή την «περιπετειώδη» επιχείρηση, προκειμένου ν΄ αντέξουν  την ασφυκτική πίεση που τους ασκείται αυτή την περίοδο. Ολοι γνωρίζουν

-ότι ο «μη κερδοσκοπικός» τομέας είναι αυτός που, κατ΄ εξοχήν, έχει αναλάβει, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τη στέγαση αυτών που πήραν εξιτήριο από τα ψυχιατρεία. Αρα πρόκειται για μια ευρωπαϊκή τάση και πρακτική και, επομένως, «έχει μέλλον».

-ότι αυτή η κρίση (η «δική τους κρίση» και όχι αυτή της κοινωνίας – και όχι για τη μια ή την άλλη επιμέρους εταιρεία, αλλά για τον ιδιωτικό, «μη κερδοσκοπικό», ή κερδοσκοπικό τομέα ως επιλογή και ως εργαλείο του κράτους για την ιδιωτικοποίηση των οικονομικών του λειτουργιών και των προνοιακών του δραστηριοτήτων), θα είναι «περαστική» – στα πλαίσια της συντεταγμένης και αμετάστρεπτης πορείας  προς την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Μια ισορροπία, με πιο περιορισμένη χρηματοδότηση, τουλάχιστον για τα περισσότερα ΝΠΙΔ, αργά ή γρήγορα, βρίσκεται, όπως φάνηκε και από την δραστική παρέμβαση της ίδιας της ΕΕ για την σωτηρία τους.

-ότι σε πολλές χώρες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου», οι στεγαστικές δομές, κερδοσκοπικές και «μη κερδοσκοπικές», είναι χώροι («αποθήκες») για την εναπόθεση πασχόντων μελών οικογενειών της μεσαίας τάξης.

Είναι πιθανό και εδώ, αφού επιτελεστεί το έργο της «μεταστέγασης» των ασθενών από τα άσυλα, ν΄ ανοίξει μελλοντικά ο δρόμος για πιο εμπορικές και «αγοραίες» διαδικασίες, τουλάχιστον για ορισμένους από τους «παίχτες» και οι υπηρεσίες, πλέον, να «πωλούνται και να αγοράζονται» με τους τυπικούς τρόπους της αγοράς…

Αν η σχέση ανάμεσα στο κράτος και στις εταιρείες, στη «μεταρρυθμιζόμενη» Ψυχική Υγεία, παίρνει αυτές τις παλινδρομικού τύπου μορφές (που, όπως προσπαθήσαμε ν΄ αναλύσουμε παραπάνω, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικές), είναι

-γιατί η σχέση αυτή συνδέεται με συμφέροντα που δεν είναι (και γίνονται όλο και λιγότερο) αξιόπιστα,

-γιατί, ως επί το πλείστον, αυτή η σύμπραξη (που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «συνέργια») χαρακτηρίζεται από αμοιβαία απο-υπευθυνοποίηση ως προς την ποιότητα των παροχών και την συνάρθρωση των δομών αυτών σε κάποιο δίκτυο υπηρεσιών,

-γιατί συγκροτούνται, εν τέλει, από συμπλεύσεις  εξουσιών, ένθεν κακείθεν, που δεν έχουν ως στόχο την χειραφέτηση των υποκειμένων και

-γιατί ο ρόλος που επέλεξαν οι εταιρείες να παίξουν στο σύστημα  των ψυχιατρικών υπηρεσιών (που επιτείνεται από την ψυχρολουσία των περικοπών), τις οδηγεί, όπως προαναφέρθηκε, σε «πρακτικές επιβίωσης» και όχι υπέρβασης.

Ως προς την παράμετρο που αφορά την συμβολή των ΝΠΙΔ στο μετασχηματισμό του ψυχιατρικού συστήματος, αυτό που παρατηρούμε, είναι ότι τα ΝΠΙΔ που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Ψυχικής Υγείας, ακόμα και τα παλαιότερα, δεν έβγαλαν ποτέ τα αναγκαία μαθήματα από μια κομβική εμπειρία μετασχηματισμού ψυχιατρείου στην Ελλάδα, που ήταν αυτή της Λέρου. Εκεί είχαμε μια παρέμβαση των ΝΠΙΔ (1991-92) διάρκειας δύο μηνών για την επιλογή των πιο λειτουργικών ασθενών (cream off the best, όπως έγραψε σε έκθεσή της, το 1991, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (της τότε ΕΟΚ) για την εφαρμογή του καν. 815/84 στη Λέρο).

Τι θα είχε αλλάξει στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου, αν δεν είχε ακολουθήσει η παρέμβαση στο εσωτερικό του ψυχιατρείου από δεκάδες και εκατοντάδες επαγγελματίες ψυχικής υγείας, εκπαιδευόμενους φοιτητές, καθώς και νέους του νησιού, που, αν και ανολοκλήρωτη (διακόπηκε το 1995, με τον τερματισμό του καν. 815/84), ήταν, ωστόσο, αυτή που μεταμόρφωσε το ψυχιατρείο;

Η Λέρος ήταν η πρώτη ευκαιρία για να εμφανιστούν στο προσκήνιο πρακτικές των ΝΠΙΔ που αξιοποιούν μιαν «από τα έξω» και βραχύτατη επαφή με το ψυχιατρικό ίδρυμα, όχι για να το μετασχηματίσουν (πράγμα αδύνατο υπ΄ αυτούς τούς όρους), αλλά για να επωφεληθούν στην οικοδόμηση υπηρεσιών και δομών, προορισμένων σε μια ξεκομμένη, αυτοαναφορική ύπαρξη, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον αρχικά επιδιωκόμενο στόχο, στον οποίο ενεπλάκησαν, με σκοπό την αναπαραγωγή του  «sratus» και της «επιφάνειας» της εταιρείας (πχ, επωφελούμαι από τα προγράμματα επανένταξης των ασθενών της Λέρου για να φτιάξω «κάτι» αλλού). Αυτό καλλιεργεί μια κουλτούρα, ένα τύπο σχέσης με το συνολικό σύστημα των υπηρεσιών, που δεν αναλαμβάνει δεσμεύσεις και υπευθυνότητες, που αδυνατεί να οικοδομήσει και να ενταχθεί σε δίκτυα υπηρεσιών (δίκτυα πραγματικά και όχι των στεγαστικών δομών των ΝΠΙΔ μεταξύ τους).

Στη Λέρο δοκιμάστηκε η αυθεντικότητα, η ανεξάρτητη και μη υποταγμένη στις εξουσίες στάση, η έμπρακτη αμφισβήτηση του ψυχιατρείου και η πραγματική «καινοτομία». Ηταν εδώ που, για πρώτη φορά, προγράμματα «μη κερδοσκοπικών» εταιρειών, διαφοροποιημένα μεταξύ τους (ως προς τη φιλοσοφία, τον τύπο και τους χρόνους της παρέμβασης κλπ), που είχαν υποβληθεί για «παρέμβαση» στο ΚΘΛέρου, έγινε αποδεκτό, από τους εισηγητές τους, να ομογενοποιηθούν και να αναχθούν σ΄ αυτή την ισχνή, δίμηνη παρουσία (προορισμένη να κατασκευάσει την «εικόνα της υποδοχής», την άνοιξη του 1991, στον Πειραιά, των πρώτων εγκλείστων που εγκατέλειπαν το κακόφημο, τότε, ψυχιατρείο), για να μη μείνουν «έξω από το τρένο» της εσπευσμένης προγραμματικής επιχείρησης του κράτους.

Εν συνεχεία, έγιναν (την περίοδο 1993-94) κυρίως επιλογές ασθενών από άλλα ψυχιατρεία και όχι από τη Λέρο (ασθενών πιο «λειτουργικών»), μεταξύ άλλων (αλλά όχι μόνο) για να παρακαμφθούν οι αντιστάσεις στο νησί – ενώ η χρηματοδότηση των ΝΠΙΔ ήταν για την «αποσυμφόρηση» του ΚΘΛέρου. Σύντομα, με τον τερματισμό του καν. ΕΟΚ 815/84, έκλεισε η στρόφιγγα της χρηματοδότησης για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι δομές πέρασαν δύσκολες στιγμές, μέρος του προσωπικού αποχώρησε κλπ. Επομένως, οι παλιότερες (και επιστημονικά πιο «έγκυρες») εταιρείες είχαν ήδη ξαναζήσει, πριν μερικά χρόνια, την «κρίση από το 2005-6 και μετά» και, κανονικά, δεν θάπρεπε να μπορούν να πουν ότι «δεν ήξεραν..».

Αντίθετα, μαζί με τα καινούργια ΝΠΙΔ, που προστέθηκαν τα επόμενα χρόνια, ο «μη κερδοσκοπικός» τομέας της Ψυχικής Υγείας συνέχισε και τράβηξε στα άκρα αυτή τη μονόπλευρη, εξωτερική και «μη μετασχηματιστική» σχέση με το ίδρυμα (και το σύστημα της ψυχιατρικής φροντίδας γενικότερα), που ξεκίνησε στη Λέρο και συνεχίζεται τώρα στα υπόλοιπα ψυχιατρεία. Ανεξάρτητα αν ορισμένοι σέβονται περισσότερο και άλλοι λιγότερο μια στοιχειωδώς θεραπευτική/αποκαταστασιακή διαδικασία, αυτό που πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι η παρέμβαση των ΝΠΙΔ αποσυμφορεί, συρρικνώνει, αλλά δεν μετασχηματίζει. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, στο βαθμό που ο ιδιωτικός τομέας καταλαμβάνει ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του θεσμικού/ιδρυματικού πεδίου, κάνει αυτό το πεδίο αδιαπέραστο στις μετασχηματιστικές πρακτικές, στο βαθμό που παγιώνονται διαδικασίες που αγκυροβολούν σε συμφέροντα ξένα προς ένα πραγματικό μετασχηματισμό.

Στη βάση των ανωτέρω, η παραχώρηση στα ΝΠΙΔ ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού μονάδων κοινοτικής παρέμβασης (όπως είναι οι Κινητές Μονάδες και τα Κέντρα Ημέρας), εκφράζει μια περαιτέρω στροφή στην ιδιωτικοποίηση, αυτή τη φορά στον χώρο της κοινοτικής φροντίδας.

Αυτό που αποτελεί διαφαινόμενο κίνδυνο, εν προκειμένω, είναι, εκτός από την ιδιωτικοποίηση και η αδυναμία μιας πραγματικής (πλήρους, σε ολοκληρωμένη βάση, με πραγματική συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο) κάλυψης των αναγκών.

Μια σημαντική παράμετρος των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης, που χρήζει, ωστόσο, ιδιαίτερης ανάπτυξης, είναι το ζήτημα των κερδοσκοπικών φορέων και των ιδιωτικών κλινικών. Σημαντική,

πρώτον, λόγω της ακραίας αυθαιρεσίας και της σοβαρής υποβάθμισης των διαδικασιών, των όρων και των συνθηκών φροντίδας και θεραπείας. που επικρατεί σ΄ αυτές.

δεύτερον, λόγω του γεγονότος ότι ο νόμος 2716/99 προβλέπει τη δυνατότητα για ανάθεση ξενώνων και οικοτροφείων και σε κερδοσκοπικούς φορείς – και έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και λειτουργούν διαδικασίες και δίαυλοι απευθείας συνεργασίας ιδιωτικών φορέων, κερδοσκοπικών (ιδιωτικών ψυχιατρικών κλινικών) και «μη κερδοσκοπικών»,

τρίτον, επειδή ορισμένοι εχθροί του κλεισίματος των ψυχιατρείων επωφελούνται από τα φαινόμενα άνθισης της ζήτησης για νοσηλεία και διαμονή σε ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές ορισμένων περιοχών, όπου έχουν κλείσει ή συρρικνωθεί τα ψυχιατρεία (λόγω της έλλειψης κοινοτικών υπηρεσιών που θα υποκαθιστούσαν τα ψυχιατρεία) και σπεύδουν να στιγματίσουν ως μέγα λάθος(!) το κλείσιμο των ψυχιατρείων – γιατί η «Ψυχιατρική τους» είναι αδιανόητη χωρίς «κλειστά ιδρύματα», που ρυθμίζουν την εναλλαγή αποκλεισμού και εγκλεισμού. Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία ποτέ δε περίσσεψαν από όσους ανέκαθεν υποστήριζαν τις συντηρητικότερες των λύσεων. Ένα επιχείρημα-άλλοθι όσων δεν έπαψαν ποτέ να επιζητούν την διατήρηση του υπάρχοντος ψυχιατρικού συστήματος.

Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, οι δομές του δημοσίου διατρέχουν, επίσης, βίο παράλληλο με αυτόν των ιδιωτικών «μη κερδοσκοπικών» φορέων και οι «ασφαλιστικές δικλείδες», που λειτουργούν τώρα στο δημόσιο, δεν θα λειτουργούν επ΄ άπειρο.

Γι΄ αυτό:

-θα χρειαστεί η σφυρηλάτηση μιας συμμαχίας και κοινών αγώνων ανάμεσα στους εργαζόμενους στο δημόσιο και στον ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα,

-το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων (ανάθεση στις εταιρείες) στην ψυχική υγεία πρέπει ν΄ ανακοπεί,

-όλες οι δομές των ΝΠΙΔ μπορεί και πρέπει να δημοσιοποιηθούν άμεσα, το προσωπικό τους ν΄ αποχτήσει μονιμότητα, οι ένοικοι των δομών ασφαλή και ποιοτική φροντίδα και πλήρη δικαιώματα,

-να διεκδικηθούν δραστικά αυξημένοι πόροι για την Ψυχική Υγεία από τον εθνικό προϋπολογισμό,

-να γίνουν άμεσα βήματα για την οργάνωση τομεοποιημένων κοινοτικών υπηρεσιών, εναλλακτικών στον εγκλεισμό. Τα ψυχιατρεία να κλείσουν και οι κλίνες τους να μεταφερθούν στα γενικά νοσοκομεία, καθώς και σε Κέντρα Ψυχικής Υγείας..

 

Βιβλιογραφικές αναφορές:

  1. «Απογραφή Μονάδων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης». Πανελλήνια μελέτη, προκαταρκτικά αποτελέσματα. (ΜΥΠ, Δεκέμβρης 2005).
  2. «Προβλήματα στην υποστήριξη και παρακολούθηση της λειτουργίας των νέων δομών» (ημερομηνία αναφοράς 31/12/05). Νίκος Γκιωνάκης, Μονάδα Υποστήριξης και παρακολούθησης «Ψυχαργώς»- Β΄ φάση».
  3. Στ. Στυλιανίδης, Π.Χ. Χονδρός: «Ποιότητα φροντίδας, ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και ψυχιατρική μεταρρύθμιση: Κρίσιμα και επίκαιρα ερωτήματα», Τετράδια Ψυχιατρικής Νο 93, 2006.
  4. Εφημερίδα Κυβερνήσεως, αρ. Φύλλου 81, 4/4/05, νόμος 3329/05 (Για τις ΔΥΠΕ κλπ).
  5. Εφημερίδα Κυβερνήσεως, αρ. Φύλλου 485, 19/5/02. Αποφάσεις. «Ορισμός του κατά το άρθρο 13 του Ν. 2716/99 ειδικού ενοποιημένου (κλειστού) νοσηλίου…»
  6. «Σε Κίνδυνο οι Δομές της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης» (Ανακοίνωση της Πανελλαδικής Συσπείρωσης για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση-«Τετράδια Ψυχιατρικής») ΤΨ Νο 90.
  7. Elmar Altvater : «Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά», Monthly Review Imprint, 2006.
  8. Adam Smith : «Μια Ερευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών», 1776.
  9. Καρλ Μαρξ : «Grundrisse der Kritik der politischen Okonomie». Εκδ.Pelican, 1973.
  10. Zygmunt Bauman : “Europe. An Unfinished Adventure”. Polity, 2004.
  11. Forum Salute Mentale : Εισήγηση στη σύνοδο της Ρώμης, 16 Οκτώβρη 2003.

 

                                                                                          

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1]          Στις εξαιρέσεις θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η νομική μορφή των «ΚΟΙΣΠΕ», που, όμως, είναι διαφορετικής φύσης από τα υπό συζήτηση ΝΠΙΔ και που, παρά τις όποιες ατέλειες στη σύστασή τους, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην κοινωνική επανένταξη αν και δεν αφήνονταν να καρκινοβατούν και αν υποστηρίζονταν και χρηματοδοτούνταν ουσιαστικά. Και ταυτόχρονα, αν δεν παραχωρούνταν  ένα μεγάλο μέρος τους στις ΜΚΟ.

 

[2]              Ηδη πολύ πριν τον Αρμαγεδδώνα των ιδιωτικοποιήσεων που επιβλήθηκαν με τα διαδοχικά μνημόνια, η πορεία προς αυτή την κατεύθυνση είχε προετοιμαστεί, πχ, με το νόμο για την «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της Δημόσιας Υγείας». Εν προκειμένω, «ως δημόσια υγεία ορίζεται το σύνολο των οργανωμένων δραστηριοτήτων της πολιτείας και της κοινωνίας, που είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες και αποβλέπουν στην πρόληψη των νοσημάτων, στην  προστασία και στην προαγωγή της υγείας του πληθυσμού, στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής… Η δημόσια υγεία είναι, πρωτίστως άσκηση δημόσιας πολιτικής και γίνεται με την ευθύνη του κράτους» (Από το κείμενο του νόμου για την «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, που ψηφίστηκε στις 27/6/2005). Ο νόμος αναφέρεται σε «δραστηριότητες του κράτους και της κοινωνίας». Στον καπιταλισμό, όμως, το «κοινωνικό» δεν είναι κοινωνικοποιημένο, δεν είναι κοινωνική ιδιοκτησία, αλλά ιδιωτικό (κερδοσκοπικό ή «μη κερδοσκοπικό»). Είναι ατομική ιδιοκτησία υπό τις διάφορες νομικές της μορφές. Στο νόμο αυτό, που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ το 2005 (στο πνεύμα και στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων που είχαν ήδη ξεκινήσει επί της προηγούμενης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ), προβλεπόταν η συμμετοχή, στην παροχή των υπηρεσιών, όλων των φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, μέσω των διαφόρων συμπράξεων και συνεργασιών.

 

 

[3]          «Η μεγαλύτερη ανάπτυξη του κεφαλαίου, λέει ο Μαρξ, λαμβάνει χώρα όταν οι «γενικές συνθήκες της διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής» δεν καλύπτονται από την κρατική φορολογία… αλλά μάλλον από το κεφάλαιο ως κεφάλαιο. Αυτό δείχνει, αφενός, το βαθμό στον οποίο το κεφάλαιο έχει καθυποτάξει όλες τις συνθήκες της κοινωνικής παραγωγής. Και αφετέρου, φαίνεται  ο βαθμός στον οποίο ο κοινωνικός αναπαραγωγικός πλούτος έχει κεφαλαιοποιηθεί και όλες οι ανάγκες ικανοποιούνται μέσω μορφών ανταλλαγής, καθώς και ως πιο σημείο οι κοινωνικά προσδιορισμένες ανάγκες του ατόμου, δηλαδή, εκείνες τις οποίες καταναλώνει και αισθάνεται όχι ως μεμονωμένο άτομο, αλλά μαζί με άλλους – και των οποίων η κατανάλωση είναι κοινωνική από τη φύση του αντικειμένου-όχι μόνο καταναλώνονται, αλλά παράγονται μέσω της ανταλλαγής, της ανεξάρτητης ανταλλαγής».

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *