FORUM SALUTE MENTALE

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ

 

ΡΩΜΗ, 16 ΟΚΤΩΒΡΗ 2003

 

Η μείωση της αποσύνδεσης ανάμεσα σε δηλώσεις και πρακτικές, που, εδώ και καιρό, πολλοί διαπιστώνουν ότι υπάρχει στο χώρο των πολιτικών για την ψυχική υγεία, είναι ο βασικός σκοπός της σημερινής συνάντησης και της πρότασης εργασίας του Φόρουμ για την Ψυχική Υγεία, το οποίο δημιουργήσαμε και του οποίου προτείνουμε εδώ την ανάπτυξη.

 

Μια μεγάλη αλλαγή έχει συμβεί στην Ιταλία, μέσα σ΄ αυτά τα 25 χρόνια ζωής της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, η οποία : έκλεισε τα δημόσια ψυχιατρεία, αναγνώρισε τα δικαιώματα του πολίτη στα άτομα με ψυχική διαταραχή, άλλαξε την παλιά σχέση ανάμεσα στην ψυχιατρική και την δικαιοσύνη, έδωσε ώθηση στο σχηματισμό ενός συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας διάχυτων μέσα στην κοινότητα σε όλη τη χώρα, άλλαξε τη μοίρα χιλιάδων ανδρών και γυναικών που υποφέρουν ψυχικά (καθώς και των οικογενειών τους) συνετέλεσε στο ξεκίνημα μιας αλλαγής της πολιτιστικής στάσης απέναντι σε κάθε μορφή διαφορετικότητας, αποκαλύπτοντας την ανελευθερία, την ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό που με χίλιους τρόπους συνδέεται με αυτήν.

 

Η νομοθεσία η σχετική με αυτές τις αλλαγές είναι αρκετά γνωστή και, κατά τη γνώμη μας, δεν πρέπει σε τίποτα ν΄ αλλάξει. Αν, κατά κάποιο τρόπο, πρέπει να ολοκληρωθεί, το Φόρουμ καλείται και σ΄ αυτό να καταθέσει, εν τέλει, τη γνώμη του. Αντίθετα, τίθεται με έμφαση και με επείγοντα χαρακτήρα και φαίνεται να μην επιδέχεται, πλέον, άλλη αναβολή, το ζήτημα της ποιότητας των υπηρεσιών, που φαίνονται εξαιρετικά συχνά να σημαδεύονται από μιαν αμφίβολη αποσύνδεση ανάμεσα στις πρακτικές και τις θεωρητικές διακηρύξεις, ανάμεσα στις αρχές και τα οργανωτικά μοντέλα, ανάμεσα στους πόρους που διατίθενται και τις πραγματικές διαδρομές της φροντίδας, όπως και η συγκεκριμένη τροποποίηση των συνθηκών της ζωής και του «καλώς έχειν» του ατόμου και του πλαισίου του.

 

Είναι πάνω σ΄ αυτό, πάνω σε μιαν αναγκαία αναστροφή της κατεύθυνσης, που το Φόρουμ θέλει να θέσει την προσοχή και με μεγάλη έμφαση, σε κάθε περίπτωση, πάνω στις πρακτικές. Ξεκινώντας από αυτό μας φαίνεται δυνατό να  συνεισφέρουμε στην αναζωογόνηση- ξαναφέρνοντας την ανάλυση και τη συζήτηση στις ρίζες του αγώνα για την αλλαγή- των δεσμεύσεων των λειτουργών, των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, των θεσμών, των κινημάτων και του κόσμου γενικότερα.

 

Η υπεράσπιση που εμείς κάνουμε του νόμου (πράξη σημαντική όσο καμιά άλλη), δεν μπορεί να συνεπάγεται, σε τελευταία ανάλυση, τη μείωση του κριτικού βλέμματος, πάνω σε αυτό που γίνεται συγκεκριμένα και πάνω σε όλες τις διαστρεβλώσεις, τις ελλείψεις, τις μειωμένες η παραποιημένες εφαρμογές στο πεδίο του συγκεκριμένου. Επαναλαμβάνουμε ότι σήμερα πρέπει να υπερασπίσουμε το νόμο ξανανοίγοντας τη συζήτηση πάνω στην ποιότητα των υπηρεσιών, πάνω στους τρόπους (στυλ) λειτουργίας, πάνω στα οργανωτικά μοντέλα, πάνω στους πόρους που διατίθενται, πάνω στη χρήση των ανθρώπινων και των υλικών πόρων, πάνω στον ασύνετο περιορισμό των πρακτικών για την ψυχική υγεία αποκλειστικά και μόνο στην ψυχιατρική, με τίμημα την εκμηδένιση της ανανεωτικής δύναμης της ιταλικής εμπειρίας της αποιδρυματοποίησης, τον παραμερισμό των υποκειμένων, την άρνηση των δικαιωμάτων, την εγκατάλειψη των ασθενών με την μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη.

 

Ο κατάλογος που δείχνει την απόσταση ανάμεσα  στις διακηρύξεις και τις πρακτικές

είναι εξαιρετικά μεγάλος, σε σημαντικό βαθμό γνωστός και, σε σημαντικό βαθμό, θεωρούμε ότι τον συμμερίζονται οι περισσότεροι. Αυτό που, ωστόσο, αναμένουμε είναι ότι στις παρεμβάσεις αυτών των ημερών, πιο πολλές φωνές, από πιο πολλές πλευρές και φανταζόμαστε με διαφορετικές εμφάσεις, αυτός ο κατάλογος θα γεμίσει από χώρους, γεγονότα, ιδιαίτερες καταγγελίες, περιστάσεις, φωτογραφίες….

 

Θεωρούμε., όμως,  σημαντικό να ορίσουμε την θέση αυτού του Φόρουμ, να θέσουμε διακριτικά σημεία, ν΄ ανασύρουμε, επίσης, «παλιά» ζητήματα, πάνω στα οποία, με την εμπειρία των 25 χρόνων μεταρρύθμισης μπορούμε να ξανανοίξουμε τη συζήτηση με μεγαλύτερες βεβαιότητες, να θέσουμε τις προοπτικές και, πάνω από όλα, ν΄ αντιμετωπίσουμε τους διαχωρισμούς, που έχουν προσδιοριστεί στις πρακτικές και στις κουλτούρες αυτών των χρόνων. Το να επανενώσουμε αυτό, που σ΄ αυτά τα χρόνια, διαχωρίστηκε, μας φαίνεται ότι είναι, σήμερα, σημαντικό : η κλινική, το κοινωνικό, το βιολογικό, το ψυχικό, οι θεσμοί και τα υποκείμενα, η πρόνοια και η εργασία και τόσα άλλα. Είναι σαν μια δύναμη να έσπρωχνε τα πάντα προς ένα προορισμό διαχωρισμού, παθητικό, φειδωλό. Να ξαναενώσουμε, για ν΄ αναπτυχθεί η σύγκρουση πάνω σε συγκεκριμένες εμπειρίες και όχι πάνω στις παραποιήσεις των διαχωρισμένων πραγμάτων. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η συνέχεια της πρακτικής, όταν γίνεται πεπρωμένο ενός άλλου προσώπου που περιθάλπεται, εξαρτάται από την ικανότητα να δημιουργήσουμε, να οικοδομήσουμε, να επινοήσουμε άλλες ευκαιρίες που δεν είναι μόνο αυτές που είναι εγγεγραμμένες στα επαγγέλματά μας. Τα επαγγέλματα πρέπει να παραμείνουν εργαλεία που συμπεριλαμβάνονται μέσα στη συγκεκριμένη εμπειρία των προσώπων, ικανά να ξανανοίξουν σ΄ αυτά η δυνατότητα να ξανασυναντηθούν με τη ζωή.

 

Αντικείμενα αληθινά, όπως  το σπίτι, ένα εισόδημα, η κατοχή χρήσιμων πραγμάτων, το ίδιο το σώμα, δεν αναπαράγονται από τις  θεραπείες καθεαυτές. Είναι αυτά, αντιθέτως, που επιτρέπουν στις θεραπείες να έχουν το νόημα, την κατεύθυνση, την ομορφιά. Λέγεται «κοινωνικοϋγειονομική ενσωμάτωση», αλλά είναι αυτό που με τα παραπάνω εννοούμε.

 

Μπορούμε, κατόπιν, να μιλήσουμε για επάρκεια, αλλά είναι μια λέξη αφηρημένη που ανακαλεί ένα υγειονομικό προϊόν, ασφαλώς χρήσιμο και σημαντικό, προβλεπόμενο από την ορθότητα των διαδικασιών και συστατικό του κλινικά προφανούς. Προϊόν άκαμπτο, που δεν επικαλείται ποτέ αυτό που θα γίνει μετά, τον προορισμό, την πρόγνωση, το μέλλον. Η γενική ελπίδα είναι η μόνη λέξη που χρησιμοποιείται για να  προσδιορίσει το μετά του κλινικά προφανούς και η πρώτη για την επάρκεια των θεραπειών. Αλλά η συγκεκριμένη ελπίδα, όταν γίνεται μια πρακτική και μια εμπειρία, ζητά να εισβάλλει σε πεδία όπου δεν συχνάζει η κλινική, μεταβλητές σε ένα συνεχές που αφορούν την ποιότητα της κατοικίας, την κατοχή εργαλείων χειραφέτησης, κοινωνικές ικανότητες.

 

  1. Οι υπηρεσίες της ψυχικής υγείας

 

Όταν μιλάμε για υπηρεσίες αναφερόμαστε γενικά στα ιδρύματα (θεσμούς), είναι σ΄ αυτά που στρέφουμε το βλέμμα μας.

 

Τα ιδρύματα (θεσμοί) αλλάζουν όταν αλλάζει η σχέση ανάμεσα στους πολίτες και τα ιδρύματα (θεσμούς) και όταν οι θεσμοί είναι σε θέση να παρακινήσουν και να βοηθήσουν αυτό τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων. Αλλάζουν όταν οι κοινωνικά διαθέσιμες γνώσεις καλούνται να βοηθήσουν με τρόπο λιγότερο συγκυριακό και σποραδικό και όταν καμιά γνώση δεν θεωρεί τον εαυτό της ως αποκλειστικό και κυρίαρχο.

 

Στρέφοντας, τώρα, την προσοχή μας στην τρέχουσα κατάσταση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ιταλία, μπορούμε να πούμε  ότι, αν αυτή φαίνεται παραδεκτή όσον αφορά την ποσότητα, σε σχέση με τα στάνταρ που προβλέπονται στο Πρόγραμμα για την Προστασία της Ψυχικής Υγείας και από τα ίδια τα Βασικά Επίπεδα Πρόνοιας (παρόλο που πρόκειται για ένα εθνικό μέσο όρο, όπου, δίπλα σε καταστάσεις ικανοποιητικές, υπάρχουν περιοχές της χώρας όπου οι υπηρεσίες δεν είναι ακόμα, αριθμητικά, καθόλου ικανοποιητικές), το κρίσιμο ζήτημα αφορά, ωστόσο, την ποιότητα προσφερόμενων  υπηρεσιών και είναι αυτό το αποφασιστικό σημείο.

 

Τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας (ΚΨΥ), που είναι περίπου επαρκή από άποψη ποσοτική, παρουσιάζονται, ωστόσο, ως επί το πλείστον οργανωμένα ως απλά ειδικά εξωτερικά ιατρεία, με μακρές λίστες αναμονής, ανοιχτά μόνο τις εργάσιμες ημέρες, μερικές φορές ούτε καν 12 ώρες, διαχωρισμένα από την τοπική κοινότητα. Οικοδομημένα και ρυθμισμένα πάνω σε λογικές ιδιωτικού τομέα, χαρακτηριζόμενα από χώρους και διακοσμήσεις ασηπτικές, πολύ συχνά άδεια, μοιάζουν προσαρμοσμένα στην αποφυγή της ανάληψης της φροντίδας, προς μιαν επιφανειακή προσοχή προς τους «σχεδόν κανονικούς» και στην απόρριψη των  «δύσκολων ασθενών», που δύσκολα συναινούν στις θεραπείες και οι οποίοι, πράγματι, απωθούνται ταχέως προς τις συμβεβλημένες δομές του ιδιωτικού τομέα.

 

Ο ψυχίατρος δέχεται με ραντεβού για να συνταγογραφήσει ψυχοφάρμακα, ο ψυχολόγος δέχεται με ραντεβού για να συνταγογραφήσει ψυχοθεραπεία, ο νοσοκόμος παίρνει τα ραντεβού και χορηγεί την φαρμακολογική θεραπεία, ο κοινωνικός λειτουργός συμπληρώνει  τις φόρμες για τα αιτήματα αναπηρίας και την εισαγωγή στο κύκλωμα της χρονιότητας.

 

Είναι απούσα ή σπάνια  η πρακτική της ανάληψης της φροντίδας του ατόμου, της οικογένειας και του πλαισίου. Η επίσκεψη στο σπίτι, ιδιαίτερα αυτή των νοσοκόμων, έχει στόχο κυρίως  την χορήγηση των ψυχοφαρμάκων μακρά διαρκείας.

 

Οι οργανωτές του Φόρουμ υποστηρίζουν ότι, αντίθετα, το ΚΨΥ, χώρος πολύπλοκος, ανοιχτός, φιλόξενος, αγορά, χώρος σχέσεων και διαμεσολάβησης αντικειμένων, είναι η κινητήρια δύναμη και ο σκηνοθέτης των διαδρομών της θεραπείας και της κοινωνικής ενσωμάτωσης των πολιτών στην κοινότητα, διαδρομές μοναδικές, ατομικές, πολύπλοκες, για την ανοικοδόμηση νοήματος, δεσμών και εξουσίας διαπραγμάτευσης, δηλαδή, του «έχειν καλώς». Μιλάμε για «σπίτια», χώρους ανοιχτούς για 24 ώρες, 7 μέρες την εβδομάδα, απ΄ όπου ξεκινάει η δουλειά προς την δοσμένη περιοχή, που έχει ένα καθορισμένο πληθυσμό (όχι ανώτερο από 80 χιλιάδες άτομα), όπου εισέρχονται η πόλη και οι ομάδες της, τυπικές και άτυπες, τους διασχίζουν, τους μετασχηματίζουν, όπου, πάνω απ΄ όλα, τα άτομα σε κρίση πρέπει να βρουν απαντήσεις και, αν είναι αναγκαίο, φιλοξενία, που μπορεί να είναι παρατεταμένη και νυχτερινή.

 

Μόνο με την παρουσία ΚΨΥ που έχουν μ΄ αυτό τον τρόπο οργανωθεί, υπηρεσίες «ισχυρές» για να είναι διαπερατές  από την κοινότητα, φαίνεται ότι έγινε δυνατή στην Ιταλία η ολοκληρωμένη εφαρμογή της μεταρρύθμισης. Δεν βρήκαμε σ΄ αυτά τα 25 χρόνια οργανωτικές δομήσεις που να έχουν μιαν ανάλογη επάρκεια.

 

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ΚΨΥ, που λειτουργεί 24 ώρες, απαιτεί ένα νομαρχιακό, διαχειριστικό και διοικητικό προγραμματισμό, που έχει γνώση των αναγκών επένδυσης άφθονων πόρων στην ψυχική υγεία. Το Πρώτο Εθνικό Συνέδριο του 2001 έθεσε το θεσμό του ΚΨΥ 24ωρης λειτουργίας ως ένα παράγοντα που διακρίνει και συνιστά  τις «καλές πρακτικές».

 

Την ύπαρξη ισχυρών υπηρεσιών, μακράν από το να είναι επαρκής συνθήκη, την θεωρούμε, οπωσδήποτε, αναγκαία συνθήκη με την κυριολεκτική έννοια της λέξης : αναγκαίο όπως «είναι έτσι και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά».

 

Μπροστά στην απουσία ισχυρών υπηρεσιών, που χαρακτηρίζονται από λειτουργία επί 24ώρου βάσεως, ευοδώνεται η αδιάκριτη καταφυγή στην αναγκαστική νοσηλεία, ή η νοσηλεία σε συμβεβλημένες  ιδιωτικές δομές, όπου εξαντλείται η υπευθυνότητα της δημοσίου και απ΄ όπου, συχνά, τα άτομα, αφού πάρουν εξιτήριο, ξαναγυρίζουν  στην φροντίδα των οικείων, χωρίς μια διαδρομή θεραπείας και ένα σχέδιο ζωής. Μπροστά στην απουσία ισχυρών υπηρεσιών, τα πλέον καυτά προβλήματα εναποτίθενται, μερικές φορές χωρίς σχέδιο και / ή παραπομπή από τις κοινοτικές υπηρεσίες, στις Ψυχιατρικές Κλινικές των Γενικών Νοσοκομείων (ΨΚΓΝ), ή οδεύουν στην εγκατάλειψη.

 

Οι Ψυχιατρικές Υπηρεσίες Διάγνωσης και Θεραπείας (είναι οι ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων – ΨΚΓΝ) σε πολλούς Τομείς Ψυχικής Υγείας (DSM) στεγάζονται σε υποβαθμισμένους χώρους, που βρίσκονται στα υπόγεια ή στους πιο υψηλούς ορόφους του νοσοκομείου, στερούμενες ανοιχτών χώρων, εφοδιασμένοι  συχνά με  κάγκελα, ή με τηλεκάμερες κλειστού κυκλώματος. Με τις πόρτες κλειστές προς τα μέσα και προς τα έξω, μέχρι την ακραία και ανυπόφορη καρικατούρα του τελείως παράνομου ορισμού «τμημάτων για αναγκαστική νοσηλεία».

 

Πλήρως ιατροκεντρικές, αποχωρισμένες στην ουσία από το κύκλωμα των άλλων κοινοτικών υπηρεσιών, όπως από το υπόλοιπο του γενικού νοσοκομείου, παρέχουν μόνο απαντήσεις περιοριστικές και υποβαθμισμένες, αποκρυσταλλώνοντας και στιγματίζοντας την οδύνη του προσώπου ως μη θεραπεύσιμη στο σύνηθες πλαίσιό του.

 

Στο μεγαλύτερο μέρος των ΨΚΓΝ (8 στα 10) είναι συχνή, αν όχι υπόθεση ρουτίνας, η φυσική καθήλωση (μερικές φορές με τη δικαιολογία ότι γίνεται «μόνο για λίγο χρόνο για να γίνει η φαρμακολογική θεραπεία»), θεωρούμενη, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέχρι και ως «θεραπευτικό» εργαλείο και όχι παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, γεγονός για το οποίο πρέπει να αναρωτηθούμε και να  εξοπλιστούμε έτσι ώστε να καταργηθεί οριστικά. Στις ΨΚΓΝ μπορεί να συναντήσει κανείς τα παράδοξο ότι, ενώ κάνουν πρόωρα εξιτήρια ατόμων που έχουν ακόμα ανάγκη περίθαλψης, επιβεβαιώνοντας την πρόβλεψη του νόμου που δεν επιτρέπει την αναγκαστική νοσηλεία περισσότερο από 7 μέρες (περίοδος που, ωστόσο, μπορεί διαρκώς να ανανεώνεται ανάλογα με την ανάγκη που παρουσιάζεται), κρατούνται καταχρηστικά και παράνομα, δεν ξέρει κανείς κάτω από ποιο καθεστώς, για πολλά χρόνια, άτομα (πόσες παρόμοιες καταστάσεις υπάρχουν;) χωρίς πλέον καμιά αναφορά σ΄ ένα κοινοτικό τομέα, χωρίς κανένα πρόγραμμα.

Τέτοιες ΨΚΓΝ, ψυχιατρεία χωρίς χώρο, είναι το άμεσο και αναπόφευκτο προϊόν μιας οργάνωσης που δεν προβλέπει μιαν απάντηση στην κρίση έξω από το νοσοκομείο, που δεν προβλέπει την φιλοξενία, ακόμα και των ατόμων που είναι σε οξεία κρίση, σε ΚΨΥ 24ωρης λειτουργίας. Η σύγχρονη παρουσία 16 ατόμων σε κατάσταση οξείας κρίσης, σε τέτοιους χώρους, όπως αυτοί που ήδη περιγράφηκαν, δεν μπορεί να μη γεννήσει βία, παρανομία.

 

Το Φόρουμ υποστηρίζει ότι η ΨΚΓΝ, στο βαθμό που ξεπερνάει την απλή λειτουργία του περιορισμού και της απομόνωσης, συνιστά «έναν» από τους χώρους του DSM που είναι εντεταλμένοι για νοσηλεία, σε συμφωνία με το ΚΨΥ που διατηρεί το θεραπευτικό πρόγραμμα, χώρος που χρησιμοποιείται, κυρίως, για άτομα που έχουν ανάγκη, επίσης, νοσοκομειακής περίθαλψης.

 

Εγκατεστημένη (η ΨΚΓΝ), ως απλή δομή, πάντα στο εσωτερικό του Τομέα Ψυχικής Υγείας, πρέπει να μοιράζεται και ν΄ ακολουθεί τα προγράμματα που είναι επεξεργασμένα από την συνολική δομή του ΚΨΥ, που είναι αρμόδια στην δοσμένη γεωγραφική περιοχή, για την εξασφάλιση της θεραπευτικής συνέχειας και για την εκπλήρωση του ολοκληρωμένου ατομικού θεραπευτικού προγράμματος.

 

Οι ΨΚΓΝ μπορούν (το έχουμε δοκιμάσει) να οργανωθούν σαν χώροι φιλικοί, ανοιχτοί, διαπερατοί, έτσι ώστε ν΄ αναπτυχθούν οι συνθήκες που επιτρέπουν την σύνδεση της θεραπείας με το σεβασμό στα δικαιώματα και στις ατομικές ελευθερίες. Αυτό είναι δυνατό. Αλλά γίνεται ασφαλώς αδύνατο αν οι κοινοτικές υπηρεσίες δεν λειτουργούν επαρκώς. Όταν απουσιάζει το ΚΨΥ 24ωρης λειτουργίας.

 

Τα Κέντρα Ημέρας συχνά περιορίζονται να δέχονται τα άτομα που έχουν απορριφθεί ή εκδιωχθεί από τα ΚΨΥ, μετατρεπόμενα, έτσι, σε χώρους στάθμευσης και συγκράτησης, που παράγουν αντικείμενα άχρηστα και χωρίς ποιότητα.

 

Αντίθετα, θα μπορούσαν και θα έπρεπε  ν΄ απαντούν σε μια σημαντική εκπαιδευτική και αποκαταστασιακή λειτουργία, να είναι χώρος οικοδόμησης ενός σχεδίου, μιας κοινής δραστηριότητας μέσα από μιαν ανταλλαγή πρακτική, διανοητική, συναισθηματική.

 

Πρέπει πάντα ν΄ αποφεύγεται να μετατρέπονται σε διαχωρισμένους χώρους, αντί σε χώρους που θα είναι σημεία εκκίνησης για την ενσωμάτωση των ατόμων σε αληθινές δραστηριότητες, ακόμα για περιορισμένο χρόνο.

 

Οι Στεγαστικές Δομές είχαν, σ΄ αυτά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα ύστερα από το 98, μετά το οριστικό κλείσιμο των ψυχιατρικών νοσοκομείων, μιαν αξιοσημείωτη αριθμητική αύξηση : από την έρευνα Progress, οι θέσεις στέγασης των DSM προκύπτει ότι είναι γύρω στις 17.000. Εξ΄ άλλου, μερικές δομές εμφανίζονται με υπερβολικά μεγάλους αριθμούς φιλοξενουμένων, με 40 και πάνω  χρήστες, μακριά από την καθημερινότητα των χωριών και των συνοικιών των πόλεων, ανώνυμες, στερημένες από αντικείμενα, με κανονισμούς λειτουργίας που διέπονται ακόμα από λογικές ασύλου. Συχνά διαχωρισμένες λειτουργικά από τα ΚΨΥ, μερικές φορές  με θεραπευτικές ομάδες τελείως διακριτές και με επαγγελματικά προφίλ ανεπαρκή, παρουσιάζονται ως τελείως αυτοαναφορικές. Είναι, ως επί το πλείστον, χώροι από τους οποίους  δεν βγαίνει κανείς προς πιο αυτόνομες μορφές κατοικίας / συμβίωσης και πιο ενσωματωμένες στην κοινότητα. Μας ανησυχεί η υπερβολική έμφαση που δίνεται, τα τελευταία χρόνια, στις στεγαστικές δομές, σχεδόν ως εάν οι ψυχίατροι, οι διοικητικοί και οι πολιτικοί να είχαν πάντα ανάγκη από χώρους, συγκεκριμένες τοποθεσίες όπου ν΄ ασκήσουν την θεραπεία, τον έλεγχο, την εξουσία να εγκλείσουν, εν τέλει.

 

Το Φόρουμ θεωρεί, και αυτή φαίνεται ότι είναι μια εμπειρία ήδη παρούσα και δυνατή, ότι πρέπει, όλο και περισσότερο, να οργανώνονται  ομάδες με λίγους χρήστες (5-6) σε κανονικές κατοικίες, μέσα στα χωριά ή τις συνοικίες των πόλεων, όπου μπορεί να ζήσει κανείς μια ζωντανή καθημερινότητα, απ΄ όπου μπορεί να εξέλθει, όπου, μέσα στην κανονικότητα της καθημερινής ζωής, θα μπορεί ν΄ αποκτήσει ιστορία, εμπιστοσύνη, ικανότητα επιλογής, κατοχή αντικειμένων, επανιδιοποίηση ενός χρόνου και ενός χώρου, πολλαπλασιασμό των ευκαιριών.

 

Τέλος, πρέπει να επανεξεταστούν εκ θεμελίων οι μορφές συνεργασίας, με παλινδρομικού τύπου συμβάσεις, ανάμεσα στον δημόσιο, τον ιδιωτικό κερδοσκοπικό και τον ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό τομέα, που συνιστούν, πλέον, το πλαίσιο διαχείρισης πληθώρας στεγαστικών καταστάσεων. Αυτές οι παλινδρομικού τύπου συμβάσεις δεν είναι αποδεκτές, θεμελιώνονται πάνω σε μια συνέργια που χαρακτηρίζεται από αποϋπευθυνοποίηση, συνδέονται με συμφέροντα που δεν είναι αξιόπιστα, πηγάζουν από συμπλεύσεις εξουσιών που δεν έχουν στόχο την χειραφέτηση των υποκειμένων. Είναι η αποδοχή ενός status quo, ο κανόνας που τους εγγυάται την επιβίωση και όχι την υπέρβαση.  Αλλά έχουν καταλάβει, πλέον, όλο το θεσμικό/ιδρυματικό πεδίο, κάνοντάς το αδιαπέραστο στην κριτική και στις μετασχηματιστικές πρακτικές, ακριβώς επειδή νομιμοποιούνται από συγκλίνοντα συμφέροντα, που είναι ξένα στη  αλλαγή.

 

Είναι ανάγκη να ανατρέξουμε στη ρίζα, στο πνεύμα και στο γράμμα, του νόμου 328, σχετικά με την κοινωνικοϋγειονομική ενσωμάτωση και να επαναδιατυπώσουμε ριζοσπαστικά τις συμβάσεις ανάμεσα στις υγειονομικές υπηρεσίες, δημόσιες, ιδιωτικές κερδοσκοπικές, ιδιωτικές μη κερδοσκοπικές, σύμφωνα με ρυθμιστικούς κανόνες ανανεωτικούς, που στοχεύουν άμεσα όχι στις δομές, αλλά στα δικαιούχα υποκείμενα, έτσι ώστε, εν τέλει, να επανεξατομικευθούν, όπως το θέλει ο νόμος και όπως και εμείς το θέλουμε να είναι.

 

Σαν συμπέρασμα και για να συνοψίσουμε, μπορούμε να πούμε ότι το Φόρουμ θέλει πιο πολλά Κέντρα Ψυχικής Υγείας, που είναι άξια αυτού του ονόματος, 24ωρης λειτουργίας, περισσότερα εργαστήρια συνδεδεμένα, ακόμη και διάχυτα μέσα στους χώρους της παραγωγής, χώρους εκπαίδευσης και ένταξης στην εργασία, περισσότερα σπίτια και, ταυτόχρονα, λιγότερα κρεβάτια στις ΨΚΓΝ, στις θεραπευτικές κοινότητες και στις κλινικές, ως εκ τούτου, καμιά εγκατάλειψη, αλλά μια ανάληψη της ευθύνης για το άτομο που πάσχει, στην κατεύθυνση της όλο και μεγαλύτερης αποκατάστασης των ικανοτήτων για ζωή.

 

Στην ουσία θα έπρεπε, λοιπόν, να περάσουμε από μια ψυχιατρική που είναι ακόμα περιοριστική και όλο και πιο στοιχειώδης, επικεντρωμένη στους άξονες, εξωτερικά ιατρεία-ΨΚΓΝ –κλινικές-στεγαστικές δομές, προς μια ψυχική υγεία ενσωματωμένη στον κοινωνικό ιστό και βασισμένη στους άξονες ΚΨΥ-υποστηριζόμενη κατοικία-ισχυρή κοινωνικοϋγειονομική στήριξη-υλική στήριξη-διαδρομές κοινωνικής ενσωμάτωσης και χειραφέτησης-τοπική κοινότητα.

 

Οι ανθρώπινοι πόροι

 

Δεν μπορούμε να κλείσουμε το κεφάλαιο των υπηρεσιών χωρίς να θίξουμε το ζήτημα των λειτουργών, γιατρών, ψυχολόγων, εμψυχωτών, τεχνικών της αποκατάστασης, εκπαιδευτών, κοινωνικών λειτουργών, μελών των συνεταιρισμών…

 

Ένα ζήτημα που δεν είναι καθόλου περιθωριακό, είναι αυτό των πανεπιστημιακών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ξεριζωμένων από την πραγματικότητα των υπηρεσιών, από εθνικές και περιφερειακές νομοθετικές κατευθύνσεις, με κουλτούρα που τα απομακρύνει από την συγκεκριμένη ζωή των ατόμων, τελείως ανεύθυνα σε σχέση με τη λειτουργία της δημόσιας υγείας, στο όνομα  της οποία αποτελούν μέρος του SSN.

 

Ένα ζήτημα που είναι άλυτο, όσον αφορά στην εκπαίδευση, είναι η δυσκολία, από τη μια μεριά να γίνουν εφαρμόσιμες σημαντικές γνώσεις και από την άλλη, να δημιουργηθούν καινούργιες σε σχέση με τα άλυτα προβλήματα. Το έργο, η ανάληψη του οποίου στηρίζει τις γραμμές της εκπαιδευτικής παρέμβασης, πρέπει να είναι το ατομικό πρόγραμμα, που καταφάσκει λειτουργικά την κεντρικότητα των ατόμων και την αξία των δεσμών μέσα στις κοινότητες και, ως εκ τούτου, αποτελεί το πρωτεύων γι΄ αυτές για την εκτύλιξη της δυνατότητας για νέες γνώσεις για παλιές και νέες ανάγκες. Η επανεπιβεβαίωση της αξίας των ατόμων, ακόμα και όταν είναι ανίκανα, ακόμα και όταν είναι ανοϊκά, ακόμα και όταν είναι τελείως μη παραγωγικά. Η επαναβεβαίωση της αξίας τους σημαίνει να εκπαιδευτούμε ώστε να κάνουμε όλα όσα είναι αναγκαία για να μην τα εναποθέσουμε στα προνοιακά ιδρύματα. Η επανεπιβεβαίωση της αξίας τους σημαίνει να εκπαιδευτούμε για την επανοικοδόμηση εργαλείων βοήθειας, που επιτρέπουν να ξανανακαλύψουμε ότι τα αδύναμα άτομα είναι ένας πόρος και όχι ένα βάρος.

 

Θεωρούμε ότι μπροστά σε μια επιστήμη «αδύναμη», όπως είναι αυτής της ψυχιατρικής, μπροστά στη απουσία βεβαιοτήτων, αιτιολογικών και άλλων, η εκπαίδευση πρέπει να γίνεται (όπως ήταν στην περίπτωση της υπέρβασης του ψυχιατρείου) «πάνω στο πεδίο», ως συνάντηση, στοχασμός, ανταλλαγή ανάμεσα σε περισσότερες φωνές, ξεκινώντας από την ιδιαιτερότητα αυτού του υποκειμένου, την ιστορία του, το πλαίσιό του, τα βασικά ζητήματα που διακυβεύονται, τους πόρους, αυτούς που υπάρχουν και αυτούς που πρέπει να ενεργοποιήσουμε, τις ευκαιρίες…Ως επερώτηση, έρευνα, πειραματισμός πάνω σε οργανωτικά μοντέλα, απαντήσεις εν τω γίγνεσθαι, αναζήτηση άλλων φορέων, είσοδος στο παιχνίδι και άλλων γνώσεων, ενίσχυση της συμμετοχής και της φαντασίας.

 

Ακόμα, δεν είναι παραδεκτό να εξακολουθούμε να ανεχόμαστε στους Τομείς Ψυχικής Υγείας να είναι κενές οι θέσεις 8.000 λειτουργών σε σχέση με τα Βασικά Επίπεδα της Πρόνοιας (Livelli Essenziali di Assistenza) και με το πρόγραμμα των Στόχων (progetto Obiettivo) και να λείπουν 5.000 επαγγελματίες λειτουργοί μη γιατροί, των οποίων η παρουσία αποτελεί όρο για μια κοινοτική ψυχιατρική.

 

Πέρα από την έλλειψη νοσηλευτικών για την κοινότητα, λείπουν σχεδόν τελείως οι εμψυχωτές, οι εκπαιδευτές, οι τεχνικοί της αποκατάστασης… που είναι αναγκαίοι για να πολλαπλασιαστούν οι πολύπλοκες και διαφοροποιημένες απαντήσεις. Θεωρούμε ότι η επαγγελματικότητα του νοσηλευτή της κοινότητας πρέπει να επανεξετασθεί και να της δοθεί περισσότερη σημασία, επίσης και από την άποψη της σύμβασης εργασίας. Εάν εκπαιδευτούν κατάλληλα – έξω από κάθε ταύτιση με το γιατρό, ως εκ τούτου, με το ιατρικό /κλινικό μοντέλο-θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις αυτές για να διευρύνουν την ικανότητα κατανόησης των αναγκών των ατόμων και των πλαισίων.

 

Η παρουσία στις υπηρεσίες μελών των κοινωνικών συνεταιρισμών, όταν γίνεται για την υποκατάσταση και όχι την ενσωμάτωση με τους λειτουργούς του Δημοσίου, μπορεί ν΄ αντιπροσωπεύει μια περαιτέρω  προβληματική κατάσταση, μεταξύ άλλων και γιατί πρόκειται συχνά για λειτουργούς που  είναι κακοπληρωμένοι, που συχνά τους χρησιμοποιούν για υλικές λειτουργίες, χωρίς να έχουν ενταχθεί σε ένα προγραμματισμό χειραφέτησης, στη βάση της συνδιαχείρισης με το Δημόσιο.

 

Τελευταίο, αλλά όχι έσχατης σημασίας, πρέπει να ενισχυθεί η εξαιρετική ποιότητα των πόρων που μπορεί να προκύψει στις υπηρεσίες από τον πρωταγωνιστικό ρόλο των χρηστών, των οικογενειών και της κοινότητας. Στην πραγματικότητα, παρά τις διακηρύξεις, δύσκολα γίνεται ανεκτή η παρουσία των οικογενειών στην υπηρεσία, ενεργοποιούνται όλοι οι εμφανείς και αφανείς μηχανισμοί για να καταστραφεί η όποια αξία της άποψης, του λόγου των χρηστών, ενώ δεν υπάρχει προσοχή στους εν δυνάμει πόρους της κοινότητας και της τοπικής αυτοδιοίκησης για την ανάπτυξη χειραφετητικών διαδρομών.

 

Η ανάλυση των προβληματικών καταστάσεων, που έχει γίνει μέχρις εδώ, δεν θέλει να  μειώσει αυτό που, τα τελευταία 40 χρόνια, έχει παράγει στην Ιταλία και στον κόσμο η διαδικασία της αποϊδρυματοποίησης  και το κλείσιμο των ψυχιατρείων.

 

Ούτε, η ανάλυση αυτή, θέλει να αρνηθεί τις καλές πρακτικές πολλών λειτουργών και υπηρεσιών, που, ήδη, είναι διάσπαρτες σε όλες τις περιοχές της χώρας μας. Δεν είναι ότι δεν αναγνωρίζει την δέσμευση εκείνων των (λίγων) νομαρχιών που έχουν επιμερίσει το 5% των νομαρχιακών κονδυλίων για την υγεία, στην ψυχική υγεία και δεν περιορίζονται σ΄ αυτό, ούτε ότι δεν αναγνωρίζει την δέσμευση εκείνων των (λίγων) Γενικών Διευθυντών που χρησιμοποιούν τους πόρους, που αποκτήθηκαν από την πώληση των αγαθών των ψυχιατρικών νοσοκομείων, για την υλοποίηση των Τομέων της Ψυχικής Υγείας, τις διαδρομές της ανάρρωσης που έκαναν άτομα με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, την δέσμευση των συνεταιρισμών παραγωγικής εργασίας, των ενώσεων πολιτών, οικογενειών, επαγγελματιών, συγγραφέων, ποιητών, επιχειρηματιών, που συνοδεύουν κομμάτια της διαδρομής των υπηρεσιών και των προσώπων.

 

  1. Τα ζητήματα που πρέπει να ξαναπιάσουμε

 

Θα μείνουμε σε τρία σημεία, που είναι ιδιαιτέρως κρίσιμα : το ψυχιατρείο των φυλακών (OPG), τα ψυχοφάρμακα και την καθήλωση.

 

Τα Δικαστικά Ψυχιατρεία  και η ψυχική υγεία στην φυλακή

 

Θεωρούμε άχρηστο να επαναλάβουμε, εδώ, τον παραλογισμό και την βία του OPG. Δεν είναι δυνατό να υπάρξει ένα «καλλίτερο» OPG. Το OPG πρέπει οριστικά να ξεπεραστεί.

 

Παραμένει, εδώ και αρκετά χρόνια, σχεδόν σταθερός ο αριθμός των εγκλείστων στα

6 OPG,περίπου 200 σε κάθε ίδρυμα, με μια ελαφρά τάση προς τα πάνω, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Εδώ και χρόνια οι προβλέψεις του νόμου για την υπέρβαση των υπαρχόντων OPG παραμένουν χωρίς καμιά νομοθετική εφαρμογή. Παραμένει, επίσης παρά τα μικρά και σταθερά νούμερα, μια κουλτούρα έτοιμη να εισβάλλει στην κοινωνική συμβίωση, η οποία επιμένει να συνεχίζει να εξομοιώνει την επικινδυνότητα με την διαφορετικότητα.

 

Απέναντι σε συζητήσεις, έρευνες και τις θέσεις που διατυπώνονται στα άρθρα 88 και 89 του ΠΚ (ικανότητα πρόθεσης και θέλησης), φαίνεται ότι απουσιάζει μια δέσμευση που να λειτουργεί προς την κατεύθυνση της υπέρβασης των OPG και είναι αυτό που σήμερα θέλουμε να υπογραμμίσουμε.

 

Υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο δράσης από τη μεριά των λειτουργών των Τομέων Ψυχικής Υγείας, τόσο για την ανάληψη της φροντίδας των χρηστών που έχουν διαπράξει ένα αδίκημα, ώστε ν΄ αποφευχθεί η μεταφορά  τους στο OPG, όσο και για την έξοδο των εγκλείστων που υπάρχουν τώρα στα OPG, διαμέσου ειδικών ατομικών προγραμμάτων αποιδρυματοποίησης.

 

Μ΄ αυτή την ευκαιρία πρέπει να υπενθυμίσουμε την δέσμευση περιφερειακών ομάδων στην  Καμπάνια και στην Σικελία, εδώ και δύο χρόνια, οι οποίες δουλεύουν για την έξοδο των νοσηλευομένων από OPG της Αβέρσας, της Νάπολι και της Μπαρτσελόνα.

 

Θεωρούμε ότι σήμερα μπορούμε να πούμε τα OPG να παραμείνουν στην υπευθυνότητα των DSM. Το ζήτημα του OPG απαιτεί να τύχει σοβαρής αντιμετώπισης από τα DSM διαμέσου της ανάληψης της φροντίδας των εγκλείστων ενοίκων τους, αντιμετωπίζοντας, πρωτ΄ απ΄ όλα, τις καταστάσεις που είναι πιο άμεσες και δυνατές (¨ήδη το Υπουργείο Δικαιοσύνης επιβεβαιώνει το 20% των νοσηλευομένων είναι έγκλειστοι για ελάσσονα αδικήματα και με δείκτη επικινδυνότητας που «έχει εκλείψει») και ταυτόχρονα, εμποδίζοντας νέες εισαγωγές και μπλοκάροντας την εισροή μεταφορών από τις φυλακές.

 

Μια σημαντική ενέργεια διάβρωσης του OPG, σημαντικής μείωσης του αριθμού των εγκλείστων, θα μπορεί ίσως να στρέψει την προσοχή στην αναγκαιότητα του κλεισίματος του OPG (όπως ήδη έχει γίνει με το ψυχιατρικό νοσοκομείο) διαμέσου «ειδικών»  μέτρων, που πρέπει να είναι εξαιρετικά εξατομικευμένα, για αυτούς που θα παραμείνουν.

 

Μια ιδιαίτερη δέσμευση αφορά εκείνες τις ASL, στων οποίων την περιοχή υπάρχουν τα OPG, καθώς πέφτει πάνω σ΄ αυτές η αναγραφή στα δημοτολόγιά τους των χρόνιων. Επιπλέον, πρέπει να σκεφτούμε περιφερειακά προγράμματα, στα οποία πρέπει να δεσμευτούν επιπλέον κονδύλια για την αντιμετώπιση αυτών των προγραμμάτων αποιδρυματοποίησης.

 

Το ζήτημα της ψυχικής υγείας στις φυλακές, με την εξαίρεση λίγων περιπτώσεων στην Ιταλία, απηχεί την μη εφαρμογή του διατάγματος ν.230 του 1999 για την αναδιευθέτηση της σωφρονιστικής ιατρικής, ακόμα και στις 6 περιοχές που επιλέχτηκαν για πειραματική εφαρμογή.

 

Το Φόρουμ θέλει να τονίσει την διαφωνία του ενάντια σε κάθε μορφή διπλής

κατεύθυνσης και να επιβεβαιώσει την αναγκαιότητα για μια ταχεία μεταφορά των αρμοδιοτήτων της σωφρονιστικής ιατρικής στην κανονική ιατρική, ενάντια σε όλες τις αντιστάσεις που είναι, κυρίως, οικονομικο/συντεχνιακής τάξης.

 

Οι κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας πρέπει να εξασφαλίσουν τη συνέχεια της φροντίδας γα τους χρήστες που καταλήγουν στην φυλακή, μεταξύ άλλων και για να αντιπαλέψουν την παραπομπή από την φυλακή στο OPG, για ν΄ αντιμετωπίσουν και ν΄ απαντήσουν στην επιπρόσθετη οδύνη, που έχει παραχθεί από τον εγκλεισμό και για να εξασφαλίσουν εργαλεία κοινωνικής επανένταξης μέσα και έξω από τη φυλακή.

 

Αλλά πώς μπορεί κανείς να φανταστεί ότι μπορούν να το κάνουν αυτό τα DSM, που στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας υπάρχουν σε μια λειτουργική και όχι σε μια δομική διάσταση και, ως εκ τούτου, με καμιά ικανότητα διαχείρισης των πόρων και ανίκανα να συντονίσου οτιδήποτε, γατί στερούνται μιας αποτελεσματικής υπευθυνότητας ;

 

 

Τα ψυχοφάρμακα

 

Θεωρούμε ότι το «ζήτημα των ψυχοφαρμάκων», υποτιμημένο στην πολυπλοκότητά του ακόμα και στις πιο προηγμένες πρακτικές, πρέπει να ξαναέλθει στο κέντρο της προσοχής, ακριβώς επειδή, γύρω από τα ψυχοφάρμακα, οι πολυεθνικές του φαρμάκου, σε μια κακοήθη διαπλοκή με το πανεπιστήμιο, έχουν επανοικοδομήσει, μετά τη μεταρρύθμιση, το τεχνητό κατασκεύασμα της διαίρεσης ανάμεσα σε μια ιδρυματική βιολογική ψυχιατρική και σε μια κοινωνική ψυχιατρική. Αναθέτοντας στην πρώτη την αρμοδιότητα να παρέχει και να νομιμοποιεί την ιδέα ότι έχει τα κλειδιά για την γνώση του οργάνου και τον τρόπο με τον οποίο θα το επιδιορθώσει και στην δεύτερη την αρμοδιότητα να υποστηρίζει την αδιαφοροποίητη και εκτεταμένη χρήση των ψυχοφαρμάκων στον πληθυσμό, με την ενσωμάτωσή της  με τους γιατρούς της γενικής ιατρικής. Στην παραγωγή συμμετέχει η πανεπιστημιακή βιολογική ψυχιατρική. Οι πωλήσεις προωθούνται από την ψυχιατρική των υπηρεσιών και από τους γενικούς γιατρούς. Η αλήθεια είναι ότι, εδώ και 50 χρόνια, δεν υπήρξαν σημαντικές πρόοδοι στη έρευνα των νέων προϊόντων και παριστάμεθα μάρτυρες μιας συνεχούς ανακύκλωσης, με τιμές όλο και μεγαλύτερες και μερικές φορές υπερβολικές, γνωστών μορίων, που έχουν τελειοποιηθεί και γίνει πιο επαρκώς γνωστά.

 

Στην πρακτική των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, η χρήση των φαρμάκων, από βοήθεια την θεραπεία, μετατρέπεται σε πρωταρχική παρέμβαση, που υποβαθμίζει όλα τα υπόλοιπα σε μια καθαρά δορυφορική παρέμβαση, σε μια πρακτική στήριξης των ίδιων των φαρμακολογικών θεραπειών. Η επίπτωση στις υπηρεσίες είναι αξιοσημείωτη. Δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, όπου η αναγκαιότητα (αληθινή ή υποτιθέμενη) της χορήγησης φαρμάκων δικαιολογεί ακόμα και καταπιεστικές πρακτικές όπως η καθήλωση. Μπροστά στη «αποτελεσματικότητα» του φαρμάκου, δηλαδή, στην ικανότητά του να δίνει ταχείες απαντήσεις, οι ψυχιατρικοί λειτουργοί, μη γιατροί, έχουν, συχνά, αποδεχτεί ένα ρόλο «γαρνιτούρας» (συμπληρωματικό). Μερικοί γιατροί, από τη μεριά τους, έχουν αρνηθεί να εφαρμόζουν συνθετικά αρθρωμένες διαδικασίες θεραπείας, με αντάλλαγμα μια πέραν αμφισβήτησης πρωτοκαθεδρία μέσα στις υπηρεσίες και μια νέα «επαγγελματική» εικόνας «λευκής μπλούζας» και «ειδικού του εγκεφάλου». Επιπρόσθετα, πέραν αυτών, οι πολυεθνικές του φαρμάκου, χρηματοδοτώντας πανεπιστημιακές έρευνες, παρεμβαίνουν έντονα

ακόμα και στα στατιστικο-διαγνωστικά εγχειρίδια.

 

Η μυωπία, αν όχι μια αληθινή και ιδιαίτερη τυφλότητα, μπροστά στην απαιτητική πρωτοκαθεδρία της φαρμακολογικής θεραπείας, είναι σοβαρή και υπερπηδά τα στενά όρια της ψυχιατρικής, συναντώντας άλλους θεσμούς (ιδρύματα). Τη φυλακή, όπου τα ψυχοφάρμακα χρησιμοποιούνται δυσανάλογα για χίλιους λόγους, μεταξύ των οποίων ορισμένοι που είναι στενά συνδεμένοι με τις περιοριστικές και τιμωρητικές πρακτικές. Το σχολικό σύστημα, τα κέντρα προσωρινής διαμονής (για τους/τις μετανάστες/τριες, εκτός ΕΕ) και τέλος, την κοινωνία γενικά.

 

Η καθήλωση

 

Η καλή πρακτική δεν ξεκινά από μια γενναιόδωρη κίνηση του γιατρού προς το άτομο που πάσχει, κίνηση που μπορεί να προδοθεί χίλιες φορές τη μέρα από ένα πόνο λίγο ως πολύ κρυφό, από μια επιθετικότητα με ή χωρίς δικαιολογία, από μια βία που πληγώνει. Η καλή πρακτική είναι το αποτέλεσμα μιας συλλογικής θέλησης να ξεκινήσουμε οπωσδήποτε από το σεβασμό και την ελευθερία του προσώπου, το οποίο συχνά προέρχεται από μια ιστορία, όπου αυτός ο σεβασμός και αυτή η ελευθερία είχαν ακυρωθεί ή δεν υπήρξαν ποτέ. Η καλή πρακτική πηγάζει και αναπτύσσεται γύρω από αυτό τον κεντρικό πυρήνα, απ΄ όπου ξετυλίγεται κάθε άλλη παρέμβαση.

 

Η καθήλωση μπλοκάρει αυτή την ανάπτυξη μέσα σ΄ αυτή την ίδια την πράξη που ξεκινά από τον ανώτερο βαθμό ταπείνωσης και εξευτελισμού του προσώπου και επαναθέτει την κάλυψη της δικής μας ανικανότητας ν΄ αντιμετωπίσουμε διαφορετικά την οδύνη και την βία, με μιαν ανεύθυνη απάντηση βίας και υπεράσπισης του εαυτού, βίας από τη μεριά του πιο δυνατού, αυτού που είναι σε κατάσταση να θέσει μιαν απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και τον άλλο: ο ρόλος, οι κανόνες, το ίδρυμα, η εξουσία.

 

Είναι ενάντια σ΄ όλα αυτά που έγιναν πολύχρονοι αγώνες, στη διάρκεια των οποίων δείχθηκε ότι είναι δυνατό ν΄ ακολουθήσουμε άλλους δρόμους, με την υποστήριξη λειτουργών που είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και με κίνητρο, οι οποίοι/ες αντέχουν την πίεση χωρίς να πληγώνουν, χωρίς να ταπεινώνουν, με τη οικοδόμηση ενός περιβάλλοντος και ενός κλίματος μη βίαιου, ελεύθερου στην πολυπλοκότητά του, που κάνει δυνατό να καταλάβουμε πώς άλλα βήματα, της ίδιας φύσης, είναι δυνατά.

 

Η καθήλωση μπλοκάρει κάθε διαδοχικό βήμα. Επιμολύνει και ενισχύει την επιβίωση των παλιών παραδόσεων στα γηροκομεία, στις υπηρεσίες για ηλικιωμένους, στα ιδρύματα για αναπήρους, στα γηριατρικά τμήματα, στα ιατρικά…. για να διευκολυνθεί η ακινησία, για την προστασία από βλάβη… εν τέλει, για τη απλοποίηση της δουλειάς των γιατρών και των νοσηλευτικών.

 

 

 

(Συνεχίζεται)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *