ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΥΠΟ ΠΟΙΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΩΝ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΩΝ

Γνωρίζουμε ότι η αναφορά στο «κλείσιμο των ψυχιατρείων» από την δεκαετία του 60, αρχικά σε ορισμένες και βαθμιαία σε όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ήταν συχνά η κατευθυντήρια προοπτική, η πυξίδα, των περισσότερων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών και σχεδιασμών στο χώρο της ψυχικής υγείας. Ένα σημείο αναφοράς σε σχέση με τον εν τέλει επιδιωκόμενο στόχο, που, στην Ελλάδα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ήταν μια, λίγο ως πολύ, ασαφής και αόριστη, ή και απλώς φραστική, αναφορά, περισσότερο ως έκφραση ενός ευσεβούς πόθου, παρά ως ενός συγκεκριμένου μετασχηματισμού της επικρατούσας ψυχιατρικής κουλτούρας και πρακτικής και σχεδιασμού των συγκεκριμένων βημάτων μια βαθμιαίας μετάβασης που οδηγεί από το ψυχιατρικό ίδρυμα σε ένα εναλλακτικό, ολοκληρωμένο και κοινοτικά εδραιωμένο, σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ως η επικεφαλίδα ενός άσχετου ή και αντίθετου προς αυτήν κειμένου.

 

Υπήρχαν πάντα οι απόψεις, πλειοψηφούσες στην Ελλάδα (και γερά ριζωμένες στις πανεπιστημιακές σχολές), που έβλεπαν με μεγάλο σκεπτικισμό ακόμα και την απλή αναφορά στο «κλείσιμο των ψυχιατρείων» και προτιμούσαν την εξανθρωπισμένη διατήρησή τους, συμπληρωματικά προς έναν, άλλοτε άλλο, αστερισμό κοινοτικών υπηρεσιών. Το ψυχιατρικό νοσοκομείο εξακολούθησε όλα τα αυτά χρόνια ν΄ αντιπροσωπεύει (όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες, σχεδόν, τις ευρωπαϊκές χώρες) την πιο ανάγλυφη έκφραση της κουλτούρας και της πρακτικής της κατεστημένης ψυχιατρικής, την πιο δραματική της αντίφαση, στο βαθμό που οι θεραπευτικές της αξιώσεις και φιλοδοξίες συνδέονται, ή και συγχέονται (μέχρι της πλήρους, συχνά, ακύρωσής τους), με τις πρακτικές του κοινωνικού ελέγχου που ασκείται διαμέσου του ψυχιατρείου. Ενός θεσμού που λειτουργεί, από καταβολής του και ως εκ της φύσεώς του, ως το απαραίτητο εργαλείο σε μια θεωρητική, κλινική, διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση που, στο ίδιο το εκάστοτε σκεπτικό της, διαπλέκεται με τις λογικές (και ριζώνει πάνω στο έδαφος) της επικινδυνότητας – κατευθύνοντας και τροφοδοτώντας τη σχετική νομοθεσία, αλληλεπιδρώντας και εν τέλει λειτουργώντας από κοινού με αυτήν.

 

Παρόλη τη συζήτηση και τη φιλολογία για τα «κλείσιμο των ψυχιατρείων», πάνω από το 60% των ψυχιατρικών κλινών στην Ευρώπη βρίσκονται ακόμη σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, παρά την 50χρονη περίπου παρουσία και τις προσπάθειες κινημάτων για την Αποιδρυματοποίηση και παρά την ύπαρξη επίσημα διακηρυγμένων πολιτικών, σχετικών νομοθεσιών και διαφόρων προγραμμάτων σε πολλές χώρες. Ο δρόμος προς ένα ριζικά και ολοκληρωμένα μετασχηματισμένο σύστημα ψυχικής υγείας, πέρα, δηλαδή, από τις λογικές, τις πρακτικές και τις δομές του εγκλεισμού, της απλής διαχείρισης και της θεραπευτικής εγκατάλειψης, φαίνεται ότι, στην πραγματικότητα είναι, όχι απλώς πολύ μακρύς, αλλά μάλλον ασύμβατος με τις ανάγκες του συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, ιδιαίτερα σ΄ αυτή την περίοδο της πιο βαθιάς και καταστροφικής κρίσης στην ιστορία του.*

 

*Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι το πρόβλημα των ψυχιατρικών νοσοκομείων θα πρέπει να συμπεριληφθεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του ιδρυματισμού στην Ευρώπη και των αποκλεισμένων πληθυσμιακών ομάδων που εισάγονται σε διάφορα

Γνωρίζουμε ότι το «κλείσιμο του ψυχιατρείου», με αφετηρία τις ΗΠΑ, εδώ και 50 περίπου χρόνια, αντιμετωπίστηκε συχνά και εφαρμόστηκε στη βάση μιας λογικής κατάργησης, εις βάρος των «ασθενών» (που γενικά έμεναν ακάλυπτοι από την όποια φροντίδα και, σε πολλές περιπτώσεις, απλώς πετάχτηκαν στο δρόμο), αλλά και του προσωπικού (που σε πολλές περιπτώσεις απολύθηκε). Η ίδια η έννοια της Αποιδρυματοποίησης ταυτίστηκε (και δυσφημίστηκε), ήδη από εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ (και συγκεκριμένα όταν ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ Ρ. Ρήγκαν ήταν, στη δεκαετία του 60, κυβερνήτης της Καλιφόρνια, αλλά και πολλές φορές έκτοτε σε διάφορες χώρες, μέχρι και σήμερα), με αυτή την αντίληψη και εφαρμογή του «κλεισίματος» ως κατάργησης. Ηταν γι΄ αυτό, πρωτίστως, το λόγο που η έννοια της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης (Rehabilitation) ήρθε, στις ΗΠΑ και σ΄ άλλες χώρες, να «διορθώσει» (αντικαθιστώντας την και ως όρο) την δυσφημισμένη «Αποιδρυματοποίηση».

 

Αντίθετα, Αποιδρυματοποίηση σήμαινε (όπου πραγματικά εφαρμόστηκε) την μετατροπή του «ψυχιατρικού παραδείγματος», σε σύνδεση με τον μετασχηματισμό του θεσμού, στην κατεύθυνση της υπέρβασης (και όχι της απλής κατάργησης) του ψυχιατρείου, μέσω της οικοδόμησης, αφενός, μιας εναλλακτικής κουλτούρας για την προσέγγιση στον ψυχικό πόνο και στον πάσχοντα «άλλο» και, αφετέρου, ταυτόχρονα, ενός ολοκληρωμένου δικτύου κοινοτικών υπηρεσιών για την θεραπευτική και ψυχοκοινωνική στήριξη του προσώπου στον τόπο κατοικίας και, γενικά, εντός του κοινωνικού ιστού.

 

Ως Αποιδρυματοποίηση εννοούμε, επομένως, την διαδικασία που έχει ως στόχο τον σταδιακό μετασχηματισμό των συνθηκών ζωής, θεραπείας και φροντίδας, καθώς και των σχέσεων εξουσίας, έτσι ώστε να γίνει δυνατή, αφενός, η επανάκτηση και αφετέρου, η επέκταση των δικαιωμάτων του προσώπου, ταυτόχρονα με την

 

 

 

ιδρύματα, όπως, π.χ, τα ιδρύματα για παιδιά, για άτομα με σωματικές και διανοητικές αναπηρίες, για ηλικιωμένους με χρόνια νοσήματα, αλλά και κοινωνικά ιδρύματα που προσφέρουν καταφύγιο αλλά υπό συνθήκες στέρησης της ελευθερίας και με πολύ χαμηλό επίπεδο ποιότητας φροντίδας. ΄Ολα αυτά τα ιδρύματα (με χαρακτηριστικά ταυτόσημα των ολοπαγών ιδρυμάτων, όπως τα ψυχιατρεία) καταναλώνουν πόρους για μια οργάνωση φροντίδας και περίθαλψης, εντός της οποίας και μέσω της οποίας, οι ομάδες και τα άτομα που είναι έγκλειστα, πτωχεύουν προοδευτικά, στερούμενα δυνατοτήτων και στηριγμάτων για την κοινωνικής επανένταξή τους. Η αναφορά  αυτή στις λεγόμενες προνοιακές δομές  κοκ, έχει τη σημασία της σε μια συζήτηση για το μέλλον του ψυχιατρείου καθώς, αυτή τη στιγμή, ολόκληρος αυτός ο τομέας είναι υπό κατάρρευση λόγω δραστικής μείωσης της χρηματοδότησης και απειλείται με κλείσιμο των δομών του – η απάντηση του μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού στις δυσλειτουργίες  των ιδρυμάτων. Είναι η ύπαρξή τους ως τέτοια και το όποιο κόστος που προκαλούν στον προϋπολογισμό (σε σχέση και με την απαξίωση των ομάδων αυτών από τις κρατούσες πολιτικές), το ελάχιστο αυτό κόστος, που πρέπει να περικοπεί και ουδόλως πρόκειται για μια πολιτική που ενδιαφέρεται (σχεδιάζει, αναδιοργανώνει, προγραμματίζει) για την διασφάλιση της εύρυθμης και ποιοτικής φροντίδα που θα έπρεπε να παρέχουν, τον δημόσιο χαρακτήρα τους (που δεν υπάρχει) και που θα αντιμετώπιζε τις δυσλειτουργίες και τις όποιες ιδρυματικές πρακτικές που προκύπτουν από την άλλοτε άλλου βαθμού ολοπαγή λειτουργία τους.

προοδευτική αντικατάσταση των κανόνων του εγκλεισμού από διαδικασίες που βασίζονται στην διαπραγμάτευση μεταξύ «ασθενών» και επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Προφανώς, οι στρατηγικές για την Αποιδρυματοποίηση συνεπάγονται διαδικασίες, εργαλεία και μεθόδους που, κατά τόπους, μπορεί να διαφέρουν σε άλλοτε άλλο βαθμό  μεταξύ τους – διαφορές που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στις γενικές πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες μέσα σε μια δεδομένη χώρα. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο και ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, υπάρχουν μερικές παράμετροι που, διαμέσου αυτών των ιδιαιτεροτήτων, συναρθρώνουν την ειδοποιό διάκριση, αυτήν ακριβώς που συνιστά και χαρακτηρίζει μια διαδικασία μετασχηματισμού ως Αποιδρυματοποίηση και όχι ως  διοικητικό άδειασμα ή απλή μεταστέγαση (transinstitutionalization).

 

Αυτές οι παράμετροι συνίστανται : στην εξάλειψη της διάστασης του ολοκληρωτικού ελέγχου από το ίδρυμα, στην εγκατάλειψη της κουλτούρας του ψυχιατρικού εγκλεισμού, στην λήψη μέτρων για κοινωνική επανένταξη, στην καθολική στήριξη στο πρόσωπο, στην σταδιακή αποκατάσταση όλων των δικαιωμάτων, σε πρωτοβουλίες για ανεξαρτητοποίηση, στην συμμετοχή της ευρύτερης κοινωνίας, στον αγώνα ενάντια στο στίγμα και στην εγκατάλειψη/ξεπέρασμα των μονοδιάστατων προσεγγίσεων π.χ. βιολογικών, ψυχολογικών κ.α.

 

Συστατικό στοιχείο της διαδικασίας της Αποιδρυματοποίησης των ψυχιατρείων είναι η συμμετοχή της ευρύτερης κοινωνίας και ο ενεργός, πρωταγωνιστικός ρόλος των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, καθώς και των άμεσα ενδιαφερομένων «ασθενών». Η μη συμμετοχή, ή ο περιθωριακός ρόλος, των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, όπως και των «ασθενών», συμβαδίζει με διαδικασίες που συνίστανται σ΄ ένα καθαρά διοικητικό κλείσιμο και άδειασμα των νοσοκομείων – διαδικασίες οι οποίες χαράζονται, αποφασίζονται και τίθενται σε εφαρμογή από αυτούς που χαράζουν την εκάστοτε πολιτική.

 

Σήμερα, όχι μόνο φαίνεται ως αδιανόητο το να προσδοκά κανείς πολιτικές «από τα πάνω» και πρακτικές για το «κλείσιμο του ψυχιατρείου» με την ως άνω έννοια της υπέρβασής του, αλλά και η ίδια η αναφορά της λέξης «κλείσιμο», αφενός, σηματοδοτεί εκείνη την παράδοση του «κλεισίματος» που είναι γνωστή ως Απονοσοκομειοποίηση και αφετέρου, συνδέεται με τις πολιτικές των περικοπών και της αποδόμησης του δημόσιου συστήματος της Υγείας, αποκτώντας ακόμα πιο απειλητικά και επικίνδυνα χαρακτηριστικά. Η όποια συζήτηση με αναφορά στο «κλείσιμο του ψυχιατρείου», όταν της δίνεται χρόνος και ‘χώρος’ να υπάρξει μέσα στην δίνη του κοινωνικού κλονισμού που προκαλεί η διαδοχική εφαρμογή των ολοένα και πιο αυστηρών μνημονίων, μπορεί να γίνεται από εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη, καθιστώντας ύποπτο, ως προς τις προθέσεις του, όποιον και από όποια σκοπιά την προβάλλει.

 

Και πώς να υπάρξει η όποια εμπιστοσύνη για τις «άνωθεν» προθέσεις στην όποια συζήτηση τυχόν γινόταν για το «κλείσιμο του ψυχιατρείου», τους σχεδιασμούς και τις υποσχέσεις για την αντικατάστασή του από «κάτι άλλο», όταν όχι μόνο υπάρχει πλήρης απουσία της όποιας πολιτικής για την ψυχική υγεία (πέραν των περικοπών και κάποιων κατακερματισμένων ενεργειών μέσω ΕΣΠΑ, για λόγους καθαρά απορρόφησης κονδυλίων), αλλά και δεν έχει καν γίνει δυνατό ν΄ αλλάξει ο οργανισμός των ψυχιατρείων που έχουν κλείσει, εδώ και χρόνια, τελείως, όπως στα Χανιά, ή διατηρώντας απλώς μια μονάδα «οξέων», όπως στην Κατερίνη και στην Κέρκυρα – ν΄ αλλάξει, δηλαδή, στην κατεύθυνση της οργάνωσης ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας, διασυνδεδεμένου με μονάδα νοσηλείας στο γενικό νοσοκομείο, διασφαλίζοντας τις θέσεις και τα κεκτημένα του προσωπικού.

 

Γιατί «κλείσιμο» του ψυχιατρείου σημαίνει μετασχηματισμό των δημόσιων υπηρεσιών και όχι ιδιωτικοποίησή τους. Σημαίνει εξάλειψη της οποιουδήποτε είδους ιδιωτικής επιχειρηματικότητας από την ψυχική υγεία, ξεκαθαρίζοντας ότι η ψυχική υγεία (όπως και η υγεία γενικότερα) είναι δημόσιο αγαθό και, ως τέτοιο, αφορά τόσο την δωρεάν λήψη της υπηρεσίας από τον χρήστη, όσο και την δημόσια και μόνιμη θέση εργασίας του παρέχοντος την υπηρεσία.

 

Μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν οι γνωστές ως «ιδρυματικές αντιστάσεις» και «ακαμψίες» (η ιδρυματική κουλτούρα και πρακτική), που, σε όλα τα επίπεδα, αντιστρατεύονταν τις όποιες διαδικασίες Αποιδρυματοποίησης – αντιστάσεις των οποίων η υπέρβαση (και όχι η απλή εξάλειψη) ήταν τρόπος ύπαρξης και νοήματος των πρακτικών μιας πραγματικής διαδικασίας Αποιδρυματοποίησης. Σήμερα, σ΄ αυτές τις παραδοσιακές, δομικές αντιστάσεις έρχεται να προστεθεί, αφενός, η εργασιακή ασφάλεια των λειτουργών, με το δημόσιο ίδρυμα (τον οργανισμό του) να φαντασιώνεται ως οχυρό (όσο σαθρό κι΄ αν είναι στην πραγματικότητα) για την διασφάλιση των θέσεων εργασίας και αφετέρου, η άκρως αναξιόπιστη, νεοφιλελεύθερη πολιτική των εντολοδόχων της τρόικας, οι οποίοι, χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, καμιά πολιτική για την ψυχική υγεία (όπως και για οτιδήποτε άλλο αφορά υγεία, κοινωνική πολιτική κλπ), έχουν ανάγει την όποια πολιτική, στον όποιο τομέα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για παραδοσιακά συντηρητικής, ή ψευδεπίγραφα «καινοτόμου» και «εκσυγχρονιστικής» κατεύθυνσης (παίρνοντας και τα σχετικά εύσημα από τους όποιους αφελείς), σε μια στυγνή λογιστική των περικοπών. Είναι αυτό που πρέπει να περικοπεί – και σε ποιά έκταση – που συγκροτεί την τρέχουσα πολιτική – και, αντιστοίχως, του τίθεται ένα όνομα.

 

Καθώς η Ψυχιατρική λειτουργεί εντός του δοσμένου κοινωνικού συστήματος, η κοινωνική τάξη (οι κανόνες) για την διατήρηση της δομής του οποίου (το πόσο είναι ανοικτή και ανεκτική ή, αντίθετα, σφιχτή, ασφυκτική και κατασταλτική) εξαρτάται από το εκάστοτε εύρος των αναγκών στις οποίες είναι σε θέση ν΄ απαντήσει (ή, αντίστροφα, να διαχειριστεί ή να καταστείλει). Αυτοί οι κανόνες (και η αντίστοιχη κουλτούρα και το σύστημα αξιών που τους συνοδεύει), οι οποίοι προσδιορίζουν το εκάστοτε «κανονικό» και «μη κανονικό» (και περαιτέρω, το εύρος αυτού που γίνεται δεκτό ως φυσιολογικό, ή, αντίθετα, ταξινομείται ως παθολογικό), διαπερνούν και τους ορισμούς της ψυχιατρικής για το «κανονικό» και το «μη κανονικό», όπως και τις αντίστοιχες πρακτικές και τους τρόπους θεραπείας και ελέγχου των «μη κανονικών» συμπεριφορών. Είναι, επομένως, αναμενόμενο ότι, μια ψυχιατρική που δεν έχει αμφισβητήσει το παραδοσιακό της «παράδειγμα», στη βάση του οποίου λειτουργεί και η οποία βρίσκεται, πλέον, ανάμεσα, από τη μια, σε μια ραγδαία κλιμάκωση της έκτασης (στον πληθυσμό) και της έντασης των εκδηλώσεων του ψυχικού πόνου (πόνου που κλιμακώνουν το εύρος και το βάθος των αναπάντητων και κατασταλμένων αναγκών εν μέσω της κρίσης) και, από την άλλη, σε μια προϊούσα αποδυνάμωση των υπηρεσιών και των, πέραν της καταστολής και του εγκλεισμού, θεραπευτικών δυνατοτήτων – μια ψυχιατρική σ΄ αυτή τη θέση, αδυνατώντας ν΄ «απαντήσει», δυσκολευόμενη ακόμα και να διαχειριστεί, καταφεύγει (και πρόκειται να καταφεύγει όλο και περισσότερο) σ΄ αυτό που εγγενώς την συνοδεύει και που σ΄

αυτούς τους καιρούς είναι δυνατό να παρουσιαστεί ως η μόνη δυνατότητα, δηλαδή, στην κατασταλτική πρακτική.

 

Είναι πιθανόν, μάλιστα, μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες και καθώς καταρρέει το όλο σαθρό και στρεβλό οικοδόμημα του πάλαι ποτέ «Ψυχαργώς», τόσο στον ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα, όσο και στον δημόσιο (οι στεγαστικές δομές του οποίου, από πολλές πλευρές, εκτιμώνται ως «πολλές», «ακριβές», «αναποτελεσματικές» και «έχουσες ανάγκη αξιολόγησης» – με την έννοια που εννοούν την «αξιολόγηση» οι εντεταλμένοι των δραστικών οικονομικών περικοπών), ότι αυτοί που μετά χαράς θα έκλειναν τα ψυχιατρεία, με τη ρηγκανική λογική, πετώντας τους ασθενείς στο δρόμο, ίσως τώρα τα χρειαστούν για να ξαναβάλουν μέσα αυτούς που τα προηγούμενα χρόνια είχαν μεταστεγάσει σε στεγαστικές δομές και όχι μόνο (αν συνυπολογίσουμε και κάποιες από τις δομές της Πρόνοιας). Ο τρόπος, όμως, που τα διατηρούν ακόμα, μοιάζει σαν να τα κλείνουν. Τα αποδυναμώνουν, τα αναδιαρθρώνουν, τα συρρικνώνουν, δημιουργούν συνωστισμένα τμήματα που θυμίζουν το προ δεκαετίας παρελθόν (60-80 νοσηλευόμενοι σε τμήμα χρόνιας παραμονής ή σε γηροψυχιατρικό, με 16 άτομα προσωπικό), τα μετατρέπουν σε σκιά του προ ολίγων ετών εαυτού τους, σε κατάσταση αναμονής για την «μεγάλη επιστροφή»…. Μια επιστροφή που ορισμένοι πιθανόν και να εύχονται γιατί «μας κάνει απαραίτητους και μας διασφαλίζει την θέση εργασίας»!!! «Κλείσιμο» και «διατήρηση» (σε μια φυλακτικού τύπου παλινδρόμηση) σε ισοδυναμία, ως μια και η αυτή διαδικασία.

 

Το να βγει, επομένως, εκτός συζήτησης το ζήτημα του «κλεισίματος του ψυχιατρείου» (με την έννοια της υπέρβασης), σημαίνει, ειδικά σ΄ αυτή την εποχή, σύμπλευση με τις λογικές της καταστολής και εγκλωβισμό στις συνθήκες και τους όρους που την καθιστούν αναπόφευκτη και «φυσιολογική». Γιατί, το πάμε «πέρα από το ψυχιατρείο» δεν είναι το να βγούμε έξω από ένα κτίριο, από ένα νοσοκομείο, αλλά ένας μετασχηματισμός των σχέσεων, στη βάση και μόνο του οποίου μπορούμε να είμαστε πραγματικά θεραπευτικοί με τους ασθενείς μας. Η στιγμή που είναι πραγματικά θεραπευτική μέσα στο ψυχιατρείο είναι αυτή η στιγμή που αμφισβητεί την λογική της λειτουργίας του, τις εξουσίες και τις ιεραρχίες που το διέπουν, την επικινδυνότητα και ό,τι αυτή συνεπάγεται από οργανωτικής πλευράς και από πλευράς δήθεν «πρόληψής» της, την μαζική διαχείριση, την απροσωποποίηση, την παθολογικοποίηση κοκ.

 

«Κλείσιμο του ψυχιατρείου» σημαίνει την κατάργηση της χρήσης βίας, των καθηλώσεων και των απομονώσεων ως μορφής θεσμικής επιβολής της Ψυχιατρικής. Σημαίνει αλλαγή της κουλτούρας και της ιδρυματικής συμπεριφοράς, εξατομικευμένη απάντηση στις ανάγκες του ασθενή. Σημαίνει, περαιτέρω, δημιουργία συμμετοχικής ατμόσφαιρας, συνθηκών ελευθερίας και διατήρηση της ανεξαρτησίας.

 

Η δουλειά, ωστόσο, μέσα στο ολοπαγές ίδρυμα δεν σημαίνει ούτε ότι θα κλείσει από μόνο του (σαν από «φυσικό θάνατο»), ούτε ότι θα πρέπει να αναμένεται μια έξωθεν και άνωθεν απόφαση. Το «κλείσιμο» πρέπει να οργανωθεί από το σύνολο των υποκειμένων που έχουν εμπλακεί στην διαδικασία μετασχηματισμού του, λειτουργών και ασθενών.

 

Το «κλείσιμο» σημαίνει, μ’ άλλα λόγια, τον σχεδιασμό και την πρακτική οργάνωσή του. Δηλαδή, την Τομεοποίηση (πραγματική και όχι επί χάρτου), βαθμιαία μεταφορά υπηρεσιών από «μέσα έξω», μέσω της αντίστοιχης μεταφοράς οικονομικών πόρων και προσωπικού, με διασφάλιση των κεκτημένων και της ασφάλειας της θέσης εργασίας, αλλά και με περαιτέρω προσλήψεις γιατί, μια υποτιθέμενη επιχείρηση «κλεισίματος» στο σύνολο του ψυχιατρείου, θα απαιτήσει προσλήψεις προσωπικού όλων των ειδικοτήτων. Αλλωστε, οι τομείς (ΤΟΨΥ), για να είναι ουσιαστική η παρέμβαση, εντός αυτών, των θεραπευτικών ομάδων, δεν πρέπει να ξεπερνούν τις 100.000 κατοίκους, διαθέτοντας ο καθένας ένα πλήρες φάσμα διασυνδεδεμένων υπηρεσιών, με το ΚΨΥ (με κλίνες νοσηλείας) ως επίκεντρο, μονάδα νοσηλείας σε γενικό νοσοκομείο, στεγαστικές δομές, εργασιακές δομές κοκ, ικανών να παράσχουν περίθαλψη στον πληθυσμό, δίνοντας έμφαση στην ανάρρωση (recovery) και στην επανένταξη.

 

Η μεταφορά των πόρων από «μέσα έξω» πρέπει, εκτός από τις κοινοτικές υπηρεσίες, να έχει, επίσης, προορισμό όχι μόνο τις νέες υπηρεσίες, αλλά και απευθείας τον χρήστη των υπηρεσιών, στον οποίο πρέπει να παρέχεται η εγγύηση της ασφαλούς και αξιοπρεπούς διαβίωσης στην κοινότητα μέσω οικονομικών πόρων διατεθειμένων για επιχορηγήσεις που αφορούν στην εκπαίδευση, στην κατοικία, στην υποστήριξη της δημιουργίας κοινωνικών επιχειρήσεων/συνεργατικών κλπ).

 

«Κλείσιμο του ψυχιατρείου» σημαίνει, ακόμα, συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, καταπολέμηση του στίγματος, ενσωμάτωση της Ψυχικής Υγείας μέσα στο σύστημα της Υγείας γενικά (το οποίο, επίσης, είναι, σ΄ αυτή  τη χώρα, ανεπαρκές, κατακερματισμένο και υπό κατάρρευση).

 

«Κλείσιμο του ψυχιατρείου» σημαίνει, επίσης, την ενδυνάμωση και την αναδιάρθρωση των συστημάτων Πρόνοιας και την δομική και λειτουργική διασύνδεσή τους με την Ψυχική Υγεία, με τρόπο ώστε να υπάρχει έμπρακτη αναγνώριση των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσω και της αποτελεσματικής και οργανωμένης στήριξης του προσώπου στον τομέα της κατοικίας, της εργασίας, του ελεύθερου χρόνου, της εκπαίδευσης και της πολιτιστικής επιμόρφωσης. Χωρίς αυτή την παράμετρο, όταν η προνοιακή παρέμβαση ανάγεται (μέσω του γνωστού επιδόματος, η χορήγηση του οποίου γίνεται όλο και πιο δύσκολη λόγω μνημονίου) στην επιδότηση της στέρησης και της εξαθλίωσης, υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας νέων διαδρομών περιθωριοποίησης και αποκλεισμού, όπως, άλλωστε, βλέπουμε να συμβαίνει σ΄ αυτή τη  χώρα, με το ανέκαθεν ουσιαστικά ανύπαρκτο προνοιακό σύστημα, ήδη προ του ξεσπάσματος της τωρινής κρίσης,

 

«Το κλείσιμο», εν τέλει, του ψυχιατρείου πρέπει να συμβεί ταυτόχρονα (ούτε πριν, ούτε, προπαντός σ΄ ένα αόριστο «μετά», αλλά ταυτόχρονα), σε μια πλήρη συγχρονικότητα κατάργησης του παλιού και οικοδόμησης του καινούργιου, με την δημιουργία δικτύου (δημόσιων και δωρεάν) υπηρεσιών, τομεοποιημένων, ολοκληρωμένων και πλήρως εναλλακτικών προς το ψυχιατρείο. Καμιά παλιά υπηρεσία δεν παύει την λειτουργία της αν ταυτόχρονα με την παύση αυτή, δεν έχει ήδη ετοιμαστεί και τεθεί σε λειτουργία η καινούργια, που θα την αντικαταστήσει.

 

Ένα τελευταίο σχόλιο είναι το εξής. Ένα από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς σε διάφορες χώρες, και στην Ελλάδα, για την υποστήριξη και αποδοχή, από τους εκάστοτε κυβερνώντες, των μεταρρυθμιστικών δραστηριοτήτων, ήταν ότι η κοινοτική ψυχική υγεία κοστίζει λιγότερο από το ιδρυματικό νοσοκομειακό σύστημα. Πράγματι, τα δεδομένα από έναν αριθμό εμπειριών στην Ιταλία (των πιο πρωτοποριακών και ολοκληρωμένων), αλλά και αλλού, δείχνουν ότι είναι δυνατόν να επιτευχθούν μειώσεις του κόστους μέχρι και 50% μετά από την ολοκλήρωση του πλήρους μετασχηματισμού του ιδρύματος σε δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών και φορέων σχετικών προς την κοινωνική ενσωμάτωση. Τα διεθνή δεδομένα δείχνουν, επίσης, ότι, αντίθετα, η διατήρηση του ψυχιατρικού νοσοκομείου, ακόμα και συρρικνωμένου, παράλληλα με τις κοινοτικές υπηρεσίες, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει πρόθεση και πολιτική για το σταδιακό κλείσιμό του, έχει ως αποτέλεσμα, συνήθως, την αύξηση των δαπανών.

 

Είναι βέβαιο ότι η αντικατάσταση του ψυχιατρικού ιδρύματος από ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινοτικών υπηρεσιών εξοικονομεί, εν τέλει, δαπάνες που μπορούν να επενδυθούν στην ενίσχυση ενός ολοκληρωμένου κοινοτικού συστήματος  πρόνοιας. Αυτή η μετατροπή των πόρων (που έχει ένα βαθύ νόημα, ως υλικό όχημα του μετασχηματισμού και της μετάβασης από ένα σύστημα φύλαξης και ελέγχου σ΄ ένα χειραφετητικό πλαίσιο) μπορεί, ωστόσο, να τεθεί σε εφαρμογή μέσα σε συνθήκες που είναι δυνατός ένας αποτελεσματικός έλεγχος από τους άμεσα ενδιαφερόμενους (λειτουργούς, χρήστες των υπηρεσιών, κοινωνικούς φορείς) στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα όποια κονδύλια διατίθενται. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι, εν μέσω μνημονίου, μπορεί ν΄ αναπτύσσονται λογικές «μετατροπής των πόρων» τη στιγμή που, η έννοια της «μετατροπής» (όπως και οι όποιες άλλες διαδρομές των όποιων δαπανών) έχει, πλέον, γίνει, για τους εντολοδόχους του μνημονίου, συνώνυμη της περικοπής (και μάλιστα, της δραστικής περικοπής).

 

Ηταν πάντα προβληματική η επιχειρηματολογία που ξεκινούσε, προκειμένου να πείσει για την ανάγκη προώθησης των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, από το γεγονός ότι το κοινοτικό σύστημα είναι «πιο φτηνό». Ειδικά στην Ελλάδα, με το εξαιρετικά χαμηλό, ήδη από παλιά, ποσοστό χρηματοδότησης της ψυχικής υγείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, την  ίδια στιγμή που (σε διάκριση από άλλες χώρες και περιοχές όπου είδαμε επιτυχημένα συστήματα ολοκληρωμένων κοινοτικών υπηρεσιών) το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» (βασικός μοχλός για τη στήριξη των πιο αδύναμων στρωμάτων εντός του δοσμένου κοινωνικού συστήματος) ήταν πάντα αναιμικό και σκιώδες, η ανάγκη για ουσιαστική αύξηση αυτής της χρηματοδότησης, προκειμένου να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν ολοκληρωμένες κοινοτικές υπηρεσίες, πρέπει να τίθεται στην πρώτη γραμμή. Αλλωστε, οι εκάστοτε πολιτικοί, ενώπιον των οποίων κάποιοι φροντίζουν να ξεκινούν τη  επιχειρηματολογία τους από την εξοικονόμηση των δαπανών που συνεπάγεται τα κλείσιμο του ψυχιατρείου και η ίδρυση και λειτουργία κοινοτικών υπηρεσιών, αυτό που ακούνε είναι απλώς η εξοικονόμηση, στην οποία προχωρούν και χωρίς την όποια μεταρρύθμιση του συστήματος. Αυτή την εξοικονόμηση ποτέ (πολύ περισσότερο σήμερα) δεν ήταν διατεθειμένοι να την διαθέσουν για την ενίσχυση της κοινωνικής ένταξης των χρηστών, αλλά για την ενίσχυση της κερδοφορίας και για τις φοροαπαλλαγές των γνωστών «ολίγων» και εσχάτως, για την πληρωμή των τόκων στους διεθνείς δανειστές. Ιδιαίτερα σε εποχές σαν αυτή, το επιχείρημα του «πιο φτηνού» μπορεί να ακουστεί εξαιρετικά επικίνδυνο και να λειτουργήσει ως «χείρα βοηθείας» στη ραγδαία απεξάρθρωση και εξάλειψη των όποιων δομών υπάρχουν, υγείας, ψυχικής υγείας και πρόνοιας. Αυτό που είναι στην ημερήσια διάταξη, είναι η διεκδίκηση, χωρίς καθόλου περιστροφές, μιας γενναίας αύξησης των δαπανών για τη ψυχική υγεία (όχι από το ΕΣΠΑ, αλλά) από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Δεκέμβριος 2011

Θ. Μεγαλοοικονόμου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *