Ξήλωμα στα παγκάκια της πλ. Βικτωρίας και κλειστά κέντρα Μηταράκη στα νησιά

 

13.07.2020

 

Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου*

Το ξήλωμα στα παγκάκια της πλ. Βικτωρίας από το δίδυμο Χρυσοχοϊδη-Μπακογιάννη, ως μέσου αποθάρρυνσης εκατοντάδων άστεγων προσφύγων (πολλών εξ αυτών, μανάδων με μωρά) να παραμένουν, αναζητώντας λύσεις ζωής, στην πλατεία, μπορεί, ως εκδήλωση του δομικού απανθρωπισμού των πολιτικών που ασκούν, να φαίνεται σαν κάτι «μικρότερο» από τις βίαιες, συχνά θανατηφόρες, απωθήσεις και τους πνιγμούς που η κυρίαρχη εξουσία και τα όργανά της προκαλούν στον Εβρο και στο Αιγαίο, ή από το καθημερινό βασανιστήριο των υπερσυνωστισμένων προσφύγων στα hotspot και στα καμπ, όπως και πλήθους άλλων κακοποιητικών πρακτικών.

Δεν παύει, ωστόσο, να είναι άκρως αντιπροσωπευτικό της πολιτικής και της ηθικής των κυβερνώντων, μιας «κουλτούρας και πρακτικής» ωσάν φτιαγμένης από το τσιμέντο που είναι κάτω από τα παγκάκια που ξήλωσαν, ταγμένης στη λογική ενός εξανδραποδισμού χωρίς τέλος – μέχρι και της τελικής εξόντωσης.

Σίγουρα, ο «μεγάλος περίπατος», όχι των κατοίκων της πόλης, αλλά του κεφαλαίου, που ήλθε να επιβάλλει στην Αθήνα ο Μπακογιάννης, σε αγαστή συνέργεια με την, πέραν του όποιου ορίου, επιβολή του «νόμου και της τάξης» του Χρυσοχοϊδη (προσφάτως με πιο ταιριαστό γι΄ αυτόν, μετά και το νόμο για τις διαδηλώσεις που πέρασε, το προσωνύμιο Χουντο-χοϊδης), όχι μόνο είναι ασύμβατος με την όποια παροχή βοήθειας (ασύλου, στέγης, τροφής, δουλειάς κλπ) στους πρόσφυγες, αλλά ούτε καν με την ίδια την παρουσία τους στην πόλη (το ίδιο όπως με το πλήθος των αστέγων, ορατών και αόρατων, των τοξικοεξαρτημένων και όλων, γενικά, των εξαθλιωμένων της πόλης).

Το ξήλωμα στα παγκάκια της πλ. Βικτωρίας είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας νέας, πιο βίαιης και άκαμπτης φάσης της αντιπροσφυγικής πολιτικής, που ασκείται από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η λεγόμενη «προσφυγική κρίση» σ΄ αυτή τη χώρα/ανατολικού συνόρου της ΕΕ, με εκτελεστικά όργανα, πλέον, το τρίο Κουμουτσάκου/Μηταράκη/Χρυσοχοϊδη.

Μια πολιτική που αδυνατεί πια να κρύβεται, όπως παλιότερα, πίσω από την όποια προσχηματική υπεκφυγή για τις βίαιες απωθήσεις, τους θανάτους και τους πνιγμούς στον Εβρο και στο Αιγαίο. Που επέβαλε έναν περαιτέρω ασφυκτικό περιορισμό των δυνατοτήτων πρόσβασης στις διαδικασίες του ασύλου (σε πρώτο και δεύτερο βαθμό), πολλαπλασιάζοντας τις απορριπτικές αποφάσεις. Που προχωρεί στις εξώσεις, με ταυτόχρονο τον στρατωνισμό όλο και περισσότερων προσφύγων σε κλειστά στρατόπεδα (Αμυγδαλέζα κλπ) και, προπαντός, στην προώθηση της άμεσης κατασκευής και λειτουργίας των κλειστών κέντρων/στρατοπέδων, κατ΄ αρχήν, στη Σάμο, στη Λέρο και στην Κω, όπου είχε χώρους άμεσα ελεγχόμενους από το κράτος – με τη Λέσβο και τη Χίο εν αναμονή προς ανεύρεση και εκεί κάποιου διαθέσιμου χώρου, χωρίς να προκληθούν οι προ μηνών, ποικίλης προέλευσης, τοπικές αντιδράσεις, οι συγκρούσεις με τα ΜΑΤ κλπ.

Ηδη από την αρχή του ξεσπάσματος της «προσφυγικής κρίσης», το καλοκαίρι του 2015, η πολιτική των διαδοχικών κυβερνήσεων ήταν, σε κάθε της βήμα, σε συνάρτηση με την γενικότερη πολιτική της ΕΕ και μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής πάντα κινείται.

Κι΄ αυτά τα πλαίσια έχουν καταλήξει να κυμαίνονται ανάμεσα την πλήρη απόρριψη οποιασδήποτε χορήγησης ασύλου, ή μετεγκατάστασης πρόσφυγα, από μια σειρά ακροδεξιών κυβερνήσεων, μέχρι την απλώς διαχειριστικού χαρακτήρα αποδοχή, από ορισμένες άλλες χώρες, ενός όλο και μικρότερου αριθμού – αλλά με βασική τη συμφωνία όλων για απόρριψη των λεγόμενων «οικονομικών μεταναστών» και την αυστηροποίηση των κριτηρίων βάσει των οποίων κάποιος/α αναγνωρίζεται ως δικαιούχος, όχι ασύλου αλλά, όπως το έχουν ονομάσει, «διεθνούς προστασίας».

Για παράδειγμα, η Γερμανία, που ήταν αρχικά πιο «ανοιχτή» (επιλέγοντας τους πρόσφυγες με τα όποια εργασιακά προσόντα είχε, τότε, ανάγκη), έγινε, με την πάροδο του χρόνου, όλο και πιο απορριπτική και μάλιστα, εδώ και χρόνια, δεν δέχεται πρόσφυγες, πχ, από το Αφγανιστάν, γιατί το θεωρεί «ασφαλή χώρα» για να ζει κάποιος

Γι΄ αυτό και ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ο εγκλεισμός και ο υπερσυνωστισμός των προσφύγων στα hotspot των νησιών, η διαμονή τους, στην ηπειρωτική χώρα, σε καμπ, απόμακρα, συνήθως, από τον όποιο κοινωνικό ιστό, με παράλληλη την διαμονή κάποιων απ΄ αυτούς σε σπίτια, στα πλαίσια στεγαστικών προγραμμάτων (ESTIA κλπ) με κοινοτική χρηματοδότηση, αλλά, όπως πάντα, περιορισμένης διάρκειας, εξ΄ ου και οι εξώσεις τις οποίες ήδη υφίστανται, ή με τις οποίες απειλούνται χιλιάδες πρόσφυγες τώρα.

Είναι στα πλαίσια αυτής ακριβώς της θωράκισης της «Ευρώπης-Φρούριο» που, για τις Βρυξέλλες, η πολύπαθη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, του Μαρτίου 2016, είναι ένα από τα πρώτιστα σημεία του ενδιαφέροντος για την διατήρηση των ποικιλοτρόπως εύθραυστων σχέσεων της ΕΕ με τον Ερντογάν.

Αλλωστε, για να πάμε λίγο πιο μακριά, η ίδια η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη δεν έγινε, όπως πολλοί έχουν υπογείως αναγνωρίσει, γιατί πληρούσε τα όποια «κριτήρια», αλλά πιο πολύ για τη γεωγραφική της θέση και το ρόλο της ως ανατολικού συνόρου τη Ευρώπης εν όψει των γεωπολιτικών ανακατατάξεων και των συνεπειών τους, που τα διάφορα think tank των κυρίαρχων εξουσιών της Γηραιάς Ηπείρου πρόβλεπαν εδώ και πολλές δεκαετίες.

Τώρα, η νέα γερμανική προεδρία στην ΕΕ έχει θέσει στις προτεραιότητές της, προς υλοποίηση, αυτόν τον από μακρού επιδιωκόμενο στόχο, που, όμως, έπρεπε να βρει το αναγκαίο, πολιτικό και κοινωνικό, έδαφος για την κατά το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εφαρμογή του : μιλούν για «νέα κέντρα ασύλου κατά μήκος του “εξωτερικού δακτυλίου” της Ευρώπης», όπου «θα γίνεται, με συνοπτικές διαδικασίες, προ-έλεγχος των αιτούντων άσυλο, πριν μπουν σε έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Αυτός ο «προ-έλεγχος» θα έχει στόχο την ταχύτατη, εν ριπή οφθαλμού εξέταση/απόρριψη/επαναπροώθηση αυτών που εκ των προτέρων θα ορίζονται ως «οικονομικοί» ή «παράτυποι» μετανάστες, για «να μη βαραίνει» η προς διερεύνηση λίστα όσων κριθεί ότι δικαιούνται να υποβάλουν αίτημα ασύλου.

Αυτοί οι σχεδιασμοί για χωριστά κέντρα κράτησης των «οικονομικών μεταναστών», αφενός και των οριζόμενων ως «προσφύγων», αφετέρου (για άμεση επαναπροώθηση των πρώτων και απλώς εξέταση, κατ’ αρχήν, του αιτήματος των δεύτερων), όπως και τα πλάνα για κράτηση και εξέταση του αιτήματος εκτός συνόρων ΕΕ, είχαν τεθεί στο «τραπέζι» από 2016, αλλά δεν είχαν διαμορφωθεί και παγιωθεί οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που θα έκαναν επιτρεπτή την αδιαπραγμάτευτη υλοποίησή τους.

Το γερμανικό σχέδιο προβλέπει, λοιπόν, ότι, κατ΄ αρχήν, θα γίνεται μια πρώτη αξιολόγηση των όποιων αιτήσεων ασύλου στα προαναφερθέντα εξωτερικά σύνορα (βλέπε Εβρο, νησιά Αιγαίου και, ίσως Μάλτα; Λαμπεντούζα; κοκ). Θα ακολουθεί η ταχεία απόρριψη των οριζόμενων ως «καταχρηστικών ή αβάσιμων αιτημάτων».

Θα γίνεται μετεγκατάσταση όσων κριθεί ότι χρειάζονται «διεθνή προστασία» σε κράτη-μέλη της ΕΕ (αρκεί, φυσικά, να συμφωνήσουν τα περισσότερα κράτη-μέλη, που κάθετα αρνούνται να δεχτούν έστω και ένα πρόσφυγα). Και οι υπόλοιποι θα εγκλείονται σε κάποιο «κέντρο», στρατόπεδο, εκεί στα «εξωτερικά σύνορα», για απροσδιόριστη περίοδο χρόνου, μέχρι, προφανώς, να βρεθεί τρόπος «επιστροφής»… Κάπου, δηλαδή, στη Σάμο, στη Λέρο, στην Κω, στην Μυτιλήνη, στη Χίο.

Είναι σαφές πως, όπως πάντα στο παρελθόν, πολύ περισσότερο σήμερα, με εκτελεστικά όργανα έναν Μηταράκη και έναν Χρυσοχοίδη, υπάρχει μια σχεδόν απόλυτη σύμπλευση των εγχώριων πολιτικών και των σχεδιασμών των Βρυξελλών, μια σχέση αυστηρής υπαγόρευσης εντολών και τυφλής υπακοής ως προς την εφαρμογή τους.

Γιατί, τι άλλο θα εξυπηρετούν τα κλειστά στρατόπεδα στα τρία (κατ΄ αρχήν) νησιά, με κόστος, από τον εθνικό προϋπολογισμό, περίπου 133 εκ. ευρώ, αν όχι ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς για ένα απροσδιόριστης διάρκειας μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας; Το ίδιο το κόστος αυτών των τριών κλειστών στρατοπέδων δείχνει ότι δεν πρόκειται για έργα πρόσκαιρης χρήσης, αλλά μακράς πνοής.

Εχει, εν προκειμένω, σημασία να επισημανθεί, εκτός από την δολοφονική βαρβαρότητα που θα συνεχίσει να ασκείται και στο διηνεκές να κλιμακώνεται κατά των προσφύγων και των μεταναστών (μια βαρβαρότητα την οποία ιστορικά κουβαλάει, ως συστατικό του στοιχείο, ο Ευρωπαϊκός «Διαφωτισμός», με τα αποικιοκρατικά του εγκλήματα, τις γενοκτονίες, το ολοκαύτωμα κλπ), το ζοφερό μέλλον που ανοίγεται για τους τόπους που έχουν επιλεγεί να χρησιμοποιηθούν γι΄ αυτή τη λειτουργία.

Στη Λέρο, για παράδειγμα, όπου το hotspot χωράει το πολύ 700 άτομα, στοιβάζονται συνολικά περί τους 2500 πρόσφυγες, 70 από τους οποίους φιλοξενούνται σε μια (υποδειγματική για τα ελληνικά δεδομένα) δομή για ευάλωτες ομάδες, σε κτίριο του ΠΙΚΠΑ, περίπου 100 άτομα (οικογένειες) σε 18 διαμερίσματα μέσα στον κοινωνικό ιστό και οι υπόλοιποι, που δεν χωράνε στο hotspot, σε σκηνές στο χώρο του πρώην ψυχιατρείου γύρω από το hotspot – οι περισσότεροι μέσα στα άδεια και ετοιμόρροπα κτίρια του πρώην ψυχιατρείου, υπό πρωτοφανώς άθλιες συνθήκες.

Πρόκειται για άτομα που έχουν, κάποια από αυτά, πάρει την «διεθνή προστασία» και έτσι δεν φιλοξενούνται πουθενά, αλλά που, μη έχοντας παραλάβει τα σχετικά χαρτιά, διαβατήριο κλπ, δεν μπορούν να αφήσουν τη Λέρο και να επιστρέψουν μετά από ένα-δυο μήνες να τα παραλάβουν. Και είναι, επίσης, πολλά άτομα που έχουν απλώς υποβάλει αίτημα για άσυλο, αλλά δεν χωράνε στο hotspot.

Στη Λέρο, λοιπόν, ήταν πολύ εύκολο για τον Μηταράκη (όπως, αντίστοιχα, και στα άλλα δυο νησιά) να επιβάλει τα πλάνα του για το κλειστό στρατόπεδο δεδομένου ότι ο χώρος που θα γίνει, περί τα 65 στρέμματα, ανήκει στο Υπουργείο Εθνικής Αμυνας, και θα στεγάσει, κανείς δεν ξέρει πόσες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες πρόσφυγες.

Το στρατόπεδο αυτό, που θα λειτουργεί παράλληλα και επιπρόσθετα στο ήδη υπάρχον hotspot, προμοτάρεται, στον ντόπιο πληθυσμό, ως μέσο «ανάπτυξης», ως πηγή θέσεων εργασίας, σ΄ έναν κόσμο (και όχι μόνο στη Λέρο) χτυπημένο οικονομικά λόγω της κρίσης (και των συνεπειών της πανδημίας).

Πρόσφυγες κλειδωμένοι, «αίσθημα ασφάλειας» στον τοπικό πληθυσμό, που, από παλιά, έχει χρησιμοποιηθεί, από την εκάστοτε κεντρική εξουσία, για τη «φύλαξη» των κάθε λογής ανεπιθύμητων ομάδων, των κάθε λογής κοινωνικών «μιασμάτων», από τα παιδιά της Φρ(ειδερ)ίκης, στους ψυχασθενείς και τους πολιτικούς εξόριστους της χούντας, μέχρι, τώρα, στους πρόσφυγες : τη «φύλαξή» τους ως μόνο μέσο για μια θέση εργασίας. (χώρια οι προμήθειες για το στρατόπεδο κλπ).

Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτός που, σχετικά πιο πρόσφατα (το 2012), χρησιμοποίησε την επιχειρηματολογία της «ανάπτυξης» σε μια προσπάθεια να πείσει τις τοπικές κοινωνίες να δεχτούν στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, δεν ήταν άλλος από τον Χρυσοχοϊδη, όταν ξεκινούσε τη νέα φάση της «καριέρας» του με το στήσιμο της Αμυγδαλέζας : «Στόχος είναι η ενδυνάμωση της τοπικής κοινωνίας, με την δημιουργία θέσεων εργασίας…. σε λίγο καιρό οι δήμαρχοι που τώρα είναι αρνητικοί στα κέντρα κράτησης θα μας παρακαλούν να τα φτιάξουμε στην περιοχή τους» (ΤΑ ΝΕΑ, 21/3/2012). «Πρέπει να εξουδετερώσουμε την βόμβα, η οποία βρίσκεται στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, τη βόμβα του μεταναστευτικού, αντιμετωπίζοντας άμεσα το πρόβλημα», δήλωνε, λίγο πριν δώσει την εντολή να μεταφερθούν οι πρώτοι μετανάστες στην Αμυγδαλέζα.

Βέβαια, πολύς κόσμος της Λέρου έχει, αφενός, την δική του (πικρή) εμπειρία από το ρόλο που διαχρονικά του ανάθεταν οι κεντρικές εξουσίες, ιδιαίτερα στην μακρόχρονη περίοδο της λειτουργίας του ψυχιατρείου. Εχει, όμως, αφετέρου, και την πολύ πλούσια εμπειρία του ως συμμέτοχου, με πρωταγωνιστικό ρόλο, στους ριζικούς μετασχηματισμούς, που άνοιξαν διαδρομές αμοιβαίας χειραφέτησης εργαζομένων και προσωπικού. Μια εμπειρία που, στην έκταση και στο βάθος της στο χώρο της ψυχικής υγείας, δεν υπήρξε πουθενά αλλού σ΄ αυτή τη χώρα.

Είναι ζητούμενο, λοιπόν, αν αυτή η εμπειρία και η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του τι θα σημαίνει, για μιαν απροσδιόριστα μεγάλη περίοδο, για την ίδια τη Λέρο αυτό το κλειστό στρατόπεδο, θα κινητοποιήσουν αντιστάσεις. Καθώς, μάλιστα, θα πρόκειται για ένα στρατόπεδο πάντα διαθέσιμο από τους κρατούντες να γίνεται όλο και πιο μεγάλο, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, πάντα με την υπόσχεση των θέσεων εργασίας (έστω κι΄ αν πρόκειται τετράμηνες ή οκτάμηνες συμβάσεις – αλλά και μόνιμες να ήταν, δεν θα αλλάζει κάτι στην ουσία.

Μόνιμες ήταν οι θέσεις και στο ψυχιατρείο). Με πιθανή την επαναφορά μιας παλιάς και έξωθεν επιβληθείσας ταυτότητας στο νησί ως «τόπου εξορίας». Αυτό προορίζουν σαν «μοίρα» και της Λέρου, ως συνοριακού νησιού, μιας χώρας/ανατολικού συνόρου της Ευρώπης.

Αυτοί οι άνωθεν επιδιωκόμενοι στόχοι έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται και από «διαρροές» διαφόρων σχεδίων του Μηταράκη, πχ, για κλείσιμο του χώρου για τις ευάλωτες ομάδες στο ΠΠΚΑ, μιας δομής που επισκευάστηκε, ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε με οικονομικές συνεισφορές αλληλέγγυων από διάφορες χώρες και αποτελεί μοναδική εστία ανθρώπινης αντιμετώπισης και στήριξης των προσφύγων.

Η Λέρος, όπως και όλα τα νησιά, μπορεί, ενάντια σε κάθε είδους ξενοφοβικά στερεότυπα, να διεκδικήσει και να επιβάλει να μη γίνει το κλειστό στρατόπεδο, να κλείσει το hotspot, να φιλοξενηθούν όσο γίνεται περισσότεροι σε διαμερίσματα, να επιταχυνθεί η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης των αιτημάτων ασύλου (που πρέπει να χορηγείται σε όλες και όλους), να εξασφαλίζεται πλήρης και ανεμπόδιστη πρόσβαση όλων των προσφύγων στις δομές και υπηρεσίες υγείας, παιδείας κλπ, κατάλληλα και επαρκώς στελεχωμένων, να παρέχεται η δυνατότητα και η σχετική στήριξη γιατί την κατά τα δυνατόν άμεση μετάβασή τους στην ηπειρωτική χώρα, για στέγη, δουλειά κλπ. Και, φυσικά, καμιά απέλαση, επαναπροώθηση, απώθηση μέσα στη θάλασσα, με συνέπεια πνιγμούς κλπ.

Ολες αυτές οι υπηρεσίες στήριξης της κοινωνικής ένταξης των προσφύγων απαιτούν, και ανοίγουν το δρόμους, για προσλήψεις προσωπικού από τον ντόπιο πληθυσμό, με στόχο, όμως, όχι την φύλαξη και την καταστολή, αλλά στη στήριξη στην κοινωνική ένταξη.

Και η δουλειά στο ΠΙΚΠΑ, αντί για «αποδιοπομπαίος τράγος» του κάθε Μηταράκη και των κάθε είδους ξενοφόβων και ρατσιστών, να γίνει υπόδειγμα προσέγγισης και αντιμετώπισης για όλους τους πρόσφυγες.

Όλα αυτά, όπως το καθετί στην εποχή μας, όπως η ίδια η ζωή μας, είναι ζήτημα αντίστασης, διεκδίκησης και αγώνα και όχι προσαρμογής και συνθηκολόγησης σε λύσεις επιζήμιες για όλους, πρόσφυγες και ντόπιους.

*Ψυχίατρος

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *