http://mpalothia.net/anadromi-stous-tromonomous-19161990-ke-28292001/
Της Αλέκας Ζορμπαλά δικηγόρου
Μέρος πρώτο: Ο 1916/1990
Μετά και την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε σε αλλαγή της νομοθεσίας σχετικά με την “τρομοκρατία” ψηφίζοντας τον νόμο 1916/1990. Στη βάση του νόμου αυτού ασκήθηκε ποινική δίωξη, στις 7/6/1991, κατά επτά εκδοτών και διευθυντών εφημερίδων, που δημοσίευσαν προκήρυξη της Ε.Ο. 17 Νοέμβρη, για παράβαση του νόμου 1916/1990 «περί προστασίας της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα».
Ο νόμος αυτός είναι ο 2ος στη σειρά «αντιτρομοκρατικός» τρομονόμος, που ψηφίσθηκε στην Ελλάδα (είχε προηγηθεί ο 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος).
Ο 2ος «αντιτρομοκρατικός» νόμος ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ υπό την πρωθυπουργία του Κ.Μητσοτάκη.
Δύο ήταν οι κυρίαρχες καινοτομίες αυτού του τρομονόμου:
1ον: Με το νόμο αυτό η τότε κυβέρνηση επιχείρησε να ταυτίσει την πολιτική βία με την δράση των συμμοριών του κοινού οργανωμένου εγκλήματος, υπό τον γενικό όρο
«οργανωμένο έγκλημα».
Η εγκληματική οργάνωση θα μπορούσε πλέον να είναι είτε «πολιτικά τρομοκρατική», είτε μια οργάνωση του κοινού ποινικού δικαίου, π.χ. μαφία, ταύτιση, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θεσμικό νομικό πλαίσιο.
2ον: Για πρώτη φορά επιχειρήθηκε η «απαγόρευση δημοσίευσης προκηρύξεων τρομοκρατών και τρομοκρατικών οργανώσεων».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεώρησε, ότι με αυτή την απαγόρευση θα διέκοπτε κάθε επικοινωνία των «τρομοκρατικών» οργανώσεων και ειδικότερα της 17 Ν με την κοινωνία, επικοινωνία που γινόταν μέσω της δημοσίευσης των προκηρύξεών τους.
Αλλά και ότι κατ΄αυτό τον τρόπο θα κατάφερνε ένα καίριο πλήγμα στη διάδοση των ιδεών των ένοπλων οργανώσεων και συνακόλουθα και της παρέμβασής τους στο δημόσιο πολιτικό λόγο, άρα θα δρούσε περιοριστικά και για τη δράση τους.
Και αυτό διότι, η «τρομοκρατική» ενέργεια θα ήταν πλέον είτε άγνωστης προέλευσης, είτε θα φαινόταν ανεξήγητη και αποκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι και από κάθε πολιτικό κίνητρο.
Η ιστορία όμως απέδειξε, ότι τόσο οι οργανώσεις ένοπλης βίας, όσο και οι ένοπλες πολιτικές δράσεις είναι κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα, στα πλαίσια του συγκεκριμένου πολιτικοοικονομικού συστήματος, του καπιταλιστικού, και δεν αντιμετωπίζονται με αυθαίρετες νομικοτεχνικές κατασκευές και ανιστόρητες επινοήσεις.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι οι συλληφθέντες εκδότες καταδικάσθηκαν σε φυλακίσεις 5-10 μηνών, και οδηγήθηκαν στη φυλακή, μια που αρνήθηκαν να ασκήσουν έφεση, προκειμένου το μήνυμα να είναι πιο ισχυρό.
Από τότε μέχρι τώρα έχει ανατραπεί άρδην το νομικό πλαίσιο για το πολιτικό έγκλημα, σε καθεστώς μηδενικών κοινωνικών αντιστάσεων και εκκωφαντικών πολιτικών σιωπών..
Μέρος Δεύτερο: Ο περίφημος ν.2829/2001
Με αφορμή την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε, σαν σήμερα το 1991, κατά επτά εκδοτών και διευθυντών εφημερίδων, που δημοσίευσαν προκήρυξη της Ε.Ο. 17 Νοέμβρη, για παράβαση του νόμου 1916/1990 «περί προστασίας της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα», αναφέρθηκα πέρσι, τέτοια μέρα στο πρώιμο «αντιτρομοκρατικό» πλαίσιο, που θέσπισε το Κράτος, και συγκεκριμένα στους ν.774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος» & 1916/1990 «περί προστασίας της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα». (https://www.facebook.com/aleka.zorbala/posts/823940741031317)
Σήμερα και επ΄ ευκαιρία της λαμπρής αυτής επετείου, αναφορά θα γίνει στον περίφημο ν.2829/2001, «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», αυτόν, που για πρώτη φορά χαρακτηρίσθηκε ως «Τρομονόμος», από τον νομικό κόσμο, αλλά και από μεγάλη μερίδα της κοινωνίας.
Οι διατάξεις του νόμου αυτού αποτελούν τον κορμό και επιβιώνουν μέχρι και σήμερα, με τροποποιήσεις, στα άρθρα 187, 187Β του Π.Κ.
Βρίθει αοριστιών, νομικών και πραγματικών, ώστε ο προσδιορισμός τους να επαφίεται στην ερμηνεία των διωκτικών και δικαστικών αρχών…
Ο νόμος αυτός εισάγει
α) στην ουσία την δίωξη του φρονήματος και αυτό διότι ποινικοποιήθηκε η συγκρότηση ή η συμμετοχή σε «εγκληματική οργάνωση», ακόμα και αν δεν τελέστηκε ΠΟΤΕ καμία από τις πράξεις-εγκλήματα, που περιγράφονται στο νόμο, δηλ. τιμωρείται κάποιος για κάτι, που δεν έκανε ποτέ και
β)την έννοια του υπόπτου, στη θέση του κατηγορουμένου.
Έτσι η προανάκριση στην ουσία αντικαθίσταται από την προκαταρκτική εξέταση και η ιδιότητα του κατηγορούμενου από αυτήν του υπόπτου, κάτι εξαιρετικά βολικό και επιθυμητό για το Κράτος και τους διωκτικούς μηχανισμούς του, μια που ο ύποπτος έχει ελαχιστοποιημένα δικαιώματα σε σχέση με τον κατηγορούμενο.
Με τον νόμο αυτό έγινε Κακούργημα τιμωρούμενο με κάθειρξη έως 10 έτη, η συγκρότηση ή η ένταξη ως μέλους «σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση). Που επιδιώκει την διάπραξη περισσοτέρων αδικημάτων (τα οποία και απαριθμήθηκαν).
Τέλος με το νόμο αυτό θεσμοποιήθηκε η ρουφιανιά και επιβραβεύονται οι καταδότες, καθώς θεσπίσθηκαν το περίφημα «Μέτρα Επιείκειας», που παραμένουν σε ισχύ μέχρι και σήμερα.
Έτσι «αν κάποιος από τους υπαίτιους των πράξεων συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης συμβάλλει στην εξάρθρωσή τους ή κάνει αναγγελία στις αρχές για κάποια αξιόποινη πράξη που πρόκειται να τελεσθεί, μένει ατιμώρητος ή αν έχει τελέσει και ό ίδιος κάποιο έγκλημα, συντρέχει λόγος μείωσης της ποινής του»..
Οι κατηγορούμενοι στις δίκες της 17Ν και του ΕΛΑ κάτι ξέρουν..
Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι στη δίκη του ΕΛΑ έχουν πικρή εμπειρία από τα μυθεύματα και τα ρουφιανιλίκια, μια, που μια ολόκληρη δίωξη και δίκη στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο σε αυτά, την ώρα, που οι καταδότες, βρέθηκαν στο απυρόβλητο, χωρίς καν να τους ασκηθεί τυπική δίωξη, ενώ άλλοι κατέθεταν ως μάρτυρες κατηγορίας, λοιδορώντας τους κατηγορούμενους, νεκρά μέλη του ΕΛΑ, αλλά και τον ίδιο τον ΕΛΑ.
Επικερδής η ρουφιανιά για κάποιους/ες, είτε για να σώσουν το τομάρι τους, είτε για να εκδικηθούν φίλους, συζύγους, συντρόφους.
Στην Ιστορία όμως αυτοί μένουν ως Ρουφιάνοι, ενώ οι άλλοι ως Αγωνιστές!