https://athens.indymedia.org/post/1580757/
29/11/2017 3:53 μμ.
26 Νοέμβρη 2017
Ανέκαθεν στην ιστορία των κοινωνιών η πολιτική ανυπακοή στους εκάστοτε δυνάστες ήταν όχι μόνο αποδεκτή, αλλά και σεβαστή, σε βαθμό μάλιστα, που κατοχυρωνόταν και νομικά το δικαίωμα σε αυτή. Αυτή η συνθήκη είχε ως στόχο να διασφαλίσει πως σε τάσεις αυταρχοποίησης και ολοκληρωτισμού των καθεστώτων και προσβολής των ελευθεριών των ανθρώπων προς όφελος της κρατικής εξουσίας και των οικονομικά ισχυρών θα υπήρχε η δυνατότητα δημιουργίας πολιτικού αντίβαρου ώστε να διασφαλίζονται δικαιώματα και ελευθερίες.
Από την περίοδο των επαναστάσεων που ποδηγετήθηκαν από την αστική τάξη – η οποία τάξη μόνο επαναστατική δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία, αλλά αντιθέτως υπήρξε ιδιαιτέρως αντιδραστική, ρατσιστική και οπισθοδρομική πολιτικά και κοινωνικά – , που το μόνο που επεδίωκε είναι το κέρδος και ο πλούτος της και γ’ αυτό το σκοπό χρησιμοποίησε επαναστάσεις και εξεγέρσεις προς το δικό της ταξικό όφελος – η πολιτική ένοπλη δράση ενώ καθαγιαζόταν και ενώ την εξυμνούσαν οι λαοί – ιδιαιτέρως τις επιθέσεις και τις εκτελέσεις των αρχόντων και των βασιλιάδων – στην πορεία της ιστορίας και ενώ εδραιωνόταν το αστικό καθεστώς εις βάρος των επαναστάσεων αυτή η ριζοσπαστική πολιτική ανυπακοή καθίσταται όλο και πιο πολύ στο περιθώριο.
Όλες οι ένοπλες οργανώσεις και τα κινήματα στην καπιταλιστική ιστορία χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικά από την κυρίαρχη προπαγάνδα. Οι δε ‘‘αντιτρομοκρατικές’’ νομοθεσίες έχουν δημιουργήσει ένα νομικό πλέγμα ασφυξίας και εξόντωσης όσων επιχειρούν να εκφράσουν την πολιτική αντίθεσή τους στο καθεστώς. Και πολιτική ανυπακοή δεν νοείται χωρίς παραβίαση του εκάστοτε κυρίαρχου νομικού πλαισίου, γεγονός που αποδέχονται ακόμα και καθεστωτικοί νομικοί.
Γι’ αυτό και στο σύγχρονο καθεστώς του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν αναγνωρίζεται η ύπαρξη πολιτικού αντιπάλου, δεν αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα στην πολιτική ανυπακοή. Η υποκρισία της σύγχρονης ‘‘δημοκρατίας’’ φαίνεται από τις δηλώσεις όλων των πολιτικών που την πλαισιώνουν, των φορέων της κυρίαρχης τάξης δικαίου και των ακολουθητών τους στα ΜΜΕ με βάση τις οποίες ‘‘στην δημοκρατία ο καθένας μπορεί να εκφράζεται και να διαφωνεί, αρκεί να μην παραβιάζει τους νόμους’’. Και είναι υποκρισία αυτό, γιατί η παραπάνω θέση δεν αφορά πολιτική ανυπακοή, αφού αυτή δεν υφίσταται χωρίς παραβίαση του κυρίαρχου θεσμικού – νομικού πλαισίου. Και ο ‘‘καθένας μπορεί να λέει ό, τι θέλει’’ – με κάποιο όριο πάντα, γιατί αν αυτές οι εκφράσεις φανούν ως ακραίες, οι ποινικές επιπτώσεις δεν αποκλείονται – αφού οι καθεστωτικοί πολιτικοί το αγνοούν παντελώς. Στην αντιπροσωπευτική ή καλύτερα ολιγαρχική δημοκρατία της εποχής μας ‘‘ο καθένας είναι ελεύθερος να εκφράζει τις απόψεις του κι εμείς οι πολιτικοί είμαστε κατοχυρωμένοι από την εξουσία μας να κάνουμε ό, τι θέλουμε’’.
Στο σύγχρονο σύστημα του καπιταλισμού, και της ολιγαρχικής δημοκρατίας έχει κυριαρχήσει η δικτατορία των αγορών. Τα εθνικά καθεστώτα έχοντας εν πολύ απολέσει την παλαιότερη συνθήκη της εθνικής κυριαρχίας λόγω της πρωτοκαθεδρίας των κεφαλαιαγορών στο καπιταλιστικό σύστημα, συνιστούν τα ίδια – ιδίως αυτά που έχουν χαμηλότερη οικονομική και πολιτική ισχύ – την εκτελεστική εξουσία των αγορών στο εσωτερικό των χωρών τους.
Στην Ελλάδα η εκχώρηση κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας κατοχυρώθηκε με το πρώτο μνημόνιο καθιστώντας την χώρα με τις ευχές των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων προτεκτοράτο των υπερεθνικών μηχανισμών (τρόικα) και της υπερεθνικής οικονομικής ολιγαρχίας που αυτοί υπηρετούν.
Ο ‘‘αντιτρομοκρατικός’’ ψηφίστηκε το 2004 εν μέσω της έντασης του ‘‘παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας’’ και ενώ ο καπιταλισμός διένυε την πιο ‘‘ανθηρή’’ κατά πολλούς οικονομικούς αναλυτές περίοδο με την πρωτοφανή συνεχή ανάπτυξη παγκόσμια. Μια ανάπτυξη επίπλαστη που τροφοδοτούσε η οικονομία του χρέους και της χρηματιστικοποίησής του, τα αποτελέσματα της οποίας βιώσαμε σε πρώτη φάση με την κρίση του 2008. Ήταν μια εποχή που ο μόνος ‘‘εχθρός’’ του καπιταλιστικού μοντέλου καταδεικνυόταν η ‘‘τρομοκρατία’’ και τα ‘‘κράτη τρομοκράτες’’ όπως το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Στο εσωτερικό του ανεπτυγμένου καπιταλιστικά κόσμου καμία σημαντική πολιτική απειλή δεν υπήρχε στο καθεστώς. Ακόμα όμως και τότε η ψήφιση του 187Α είχε βρει σοβαρά προσκόμματα στην διαμόρφωσή του και από καθεστωτικούς νομικούς ενώ υπήρχε μια στοιχειώδης πολιτική διακριτικότητα και μια σχετική αποστασιοποίηση από τον νόμο στην εκδίκαση υποθέσεων εκείνη την περίοδο ενώ στην αρχική προσπάθεια να επιβληθούν ακραία μέτρα σε δίκες και σε συνθήκες κράτησης, πάρθηκαν άμεσα πίσω.
Με την έναρξη της κρίσης η ανάγκη του καθεστώτος να βαδίσει σε ακόμα πιο απολυταρχικά μονοπάτια προκειμένου να διασφαλίσει την επιτυχή επιβολή των πολιτικών κοινωνικής ευθανασίας στη κοινωνική βάση πολιτικών που συνιστούν προϋπόθεση για την έξοδο του συστήματος από την κρίση και ενώ οι εξουσίες των εθνικών κυβερνήσεων μειώνονται, η δικαστική εξουσία αποκτά όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στην επικύρωση της κυρίαρχης πολιτικής. Στην Ελλάδα που για την επιβολή των μνημονίων ξέσκισε η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την ανοχή ακόμα και τη σύμφωνη γνώμη των λοιπών καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων το ίδιο το Σύνταγμα, η μεταφορά πολιτικής ισχύος στην δικαστική εξουσία πάνω σε σημαντικά ζητήματα κοινωνικά και πολιτικά είναι εδώ και καιρό γεγονός, η οποία νομιμοποίησε ως απολύτως αναγκαίες όλες τις συνταγματικές – και όχι μόνο – παραβιάσεις.
Η κοινή στάση της οργανωμένης εξουσίας απέναντι στην αναγκαιότητα επιβολής των μνημονίων και των μέτρων εξόντωσης της κοινωνικής βάσης με τα καθεστωτικά κόμματα, και τα ΜΜΕ στο σύνολό τους, καταλήγει πως είναι αποδεκτή κάθε εκχώρηση δικαιωμάτων, ελευθεριών, κατακτήσεων στο όνομα του ‘‘ξεπεράσματος της κρίσης’’, δηλαδή στην ‘‘αναγκαιότητα’’ επιβολής κάθε μέτρου όσο δολοφονικό και αν είναι αυτό για χιλιάδες ανθρώπους προκειμένου να σωθεί το καθεστώς και τα προνόμια αυτών που το απαρτίζουν.
Η απουσία ισχυρής κοινωνικής αντίστασης στις πολιτικές των μνημονίων και της επιτήρησης από τους υπερεθνικούς οργανισμούς και τις αγορές και η αποδοχή της αναγκαιότητας των πολιτικών αυτών από τους καθεστωτικούς πολιτικούς για να σωθεί το σύστημα και τα προνόμιά τους που είναι ταυτισμένα μαζί του, δίνει έδαφος στην πολιτική εξουσία να αποθρασύνονται όλο και περισσότερο. Και ενώ είναι υπεύθυνες όλες οι κυβερνήσεις για την φτωχοποίηση, την περιθωριοποίηση, την εξόντωση και τους θανάτους από πείνα, αρρώστιες, αυτοκτονίες που συμβαίνουν στην χώρα την τελευταία επταετία, βγάζουν ένα όλο και πιο χυδαίο πρόσωπο απέναντι στην πολιτική ανυπακοή και την αντίσταση ενάντια στις πολιτικές που επιβάλλουν και στο καθεστώς: Διαδηλώσεις έχουν χτυπηθεί επανειλημμένως από τα ΜΑΤ με δολοφονικές επιθέσεις, απεργίες κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές, η αντίσταση στους πλειστηριασμούς δυσφημείται, καταγγέλλεται ενώ άμεσα θα καταστέλλεται σφόδρα και θα ποινικοποιηθεί προκειμένου να μπορούν οι πλειστηριασμοί να διεξάγονται ανεμπόδιστα με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να βρεθούν άστεγοι, άνθρωποι ήδη φτωχοί, θα οδηγηθούν στην εξόντωση.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο ενός ολοκληρωτισμού με δημοκρατικό προσωπείο, και με την πολιτική ανυπακοή να εδραιώνεται πλέον ως καταδικαστέα και αντικοινωνική να διώκεται, να αφορίζεται και να περιθωριοποιείται, η επιλογή ριζοσπαστικών μορφών αντίστασης όπως είναι η ένοπλη δράση, σύσσωμο το καθεστωτικό πολιτικό φάσμα και τα ΜΜΕ που το στηρίζουν τις παρουσιάζουν ως κολάσιμες και εγκληματικές.
Σε αυτό το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται πανευρωπαϊκά και παγκόσμια, αξιοποιούνται και οι επιθέσεις των ισλαμιστών, φαινόμενο όμως που δεν έχει απασχολήσει την Ελλάδα και δεν έχει επηρεάσει τις κοινωνικές απόψεις πάνω στο ζήτημα της ένοπλης δράσης. Η διαφορά είναι σαφής και ο καθένας το αντιλαμβάνεται.
Κάθε καθεστώς που δεν αναγνωρίζει πολιτικό αντίπαλο, που θέλει να πατάξει την πολιτική ανυπακοή, που ανάγει εαυτόν ως απόλυτο, μοναδικό, αναμφισβήτητο, είναι καθεστώς ολοκληρωτικό. Και γίνεται όλο και πιο απροκάλυπτα τέτοιο όσο πιο άδικο, πιο συγκεντρωτικό γίνεται. Όσο περισσότερο βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που κατέχουν τον πλούτο και αυτούς που δεν κατέχουν απολύτως τίποτα. Μια τέτοια εποχή είναι η δική μας.
Η ένοπλη δράση σε αυτές τις συνθήκες ανάγεται από πολιτικούς και δημοσιογράφους ως αυτή η δράση που έχει ‘‘την μεγαλύτερη απαξία από οποιοδήποτε άλλο έγκλημα’’. Άποψη που προωθούν πολύ οι καθεστωτικοί κύκλοι ειδικά τα τελευταία χρόνια και επιμένουν, γνωρίζοντας πως η κοινωνική βάση έχει εντελώς διαφορετική θέση και άποψη.
Έτσι λοιπόν ακούμε το τελευταίο διάστημα την πολιτική θέση των καθεστωτικών πολιτικών και των φερεφώνων τους στα ΜΜΕ να ασχημονούν δηλώνοντας πως η ‘‘τρομοκρατία ενέχει την μεγαλύτερη απαξία γιατί στρέφεται ενάντια στο πολίτευμα’’. Και με παραδείγματα εξηγούν:
‘‘Αν κάποιος διαπράξει 10 δολοφονίες για προσωπικούς λόγους, η πράξη του έχει μικρότερη απαξία απ’ ό,τι αν ο δράστης να είναι τρομοκράτης’’.
Η ίδια θέση αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου που επέβαλε την εσχάτη των ποινών στον Νίκο Μαζιώτη, τα ισόβια, για την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας και του γραφείου του ΔΝΤ στην χώρα. Και συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι πράξεις που εντάσσονται στον 187Α έχουν μεγαλύτερη απαξία από αυτές που εντάσσονται στον 187’’, το σχετικό άρθρο για εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες αφορούν στην απόσπαση προσωπικού κέρδους.
Η ιδιοτέλεια στο έγκλημα προφανώς για το καθεστώς δεν έχει την ίδια απαξία με το πολιτικό κίνητρο. Και αφού η έκρηξη της καθεστωτικής χυδαιότητας ενάντια στον πολιτικό αντίπαλο έχει φθάσει σε σημείο να αφορίζεται η ένοπλη δράση ως αυτή ‘‘με την μεγαλύτερη απαξία όλων των εγκλημάτων’’, να συμπεράνουμε πως ένας βιαστής δεκάδων γυναικών επίσης έχει μικρότερη απαξία για τους εξουσιαστές και τα φερέφωνά τους από έναν ένοπλο πολιτικό αγωνιστή.
Γιατί όσες ζωές κι αν αφαιρεί κάποιος , όσους βιασμούς και αν κάνει, δεν προσβάλει το ‘’ύψιστο αγαθό’’ για το καθεστώς: Δεν αμφισβητεί την παντοδυναμία του. Δεν το απειλεί. Δεν συνιστά πολιτικό αντίπαλο. Δεν απειλεί τα προνόμια των πλουσίων. Δεν απειλεί την δικτατορία των αγορών και του καπιταλισμού. Δεν απειλεί την ολιγαρχική «δημοκρατία». Δεν απειλεί την εξουσία των λίγων εις βάρος των πολλών.
Μέσα σε αυτό τον απολυταρχισμό, την διάθεση εξαφάνισης του πολιτικού αντιπάλου και την πάταξη της πολιτικής ανυπακοής, η οποία επαναλαμβάνουμε, δεν νοείται όταν δεν παραβιάζει το κυρίαρχο θεσμικό πλαίσιο και την καθεστωτική νομιμότητα, η εκδίκηση του καθεστώτος στους πολιτικούς αντιπάλους του που έχει αιχμαλώτους στα χέρια του τείνει να γίνεται όλο και πιο σφοδρή. Και αυτή η εξέλιξη έρχεται σε αναλογία με την απουσία συνολικά κοινωνικής αντίστασης στα σχέδια και τις πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας που επιβάλλουν. Έτσι οι δίκες καταλήγουν σε εξοντωτικές ποινές, διώξεις και ξανά νέες διώξεις ανοίγουν, ενώ δρομολογείται η ασφυκτική πίεση πάνω στους πολιτικούς αιχμαλώτους του καθεστώτος μέσω απομονώσεων, αθροιστικών ποινών που δεν θα συγχωνεύονται. Όσο για τις άδειες, πιστεύουμε πως αυτές που δίνονται αυτή την περίοδο είναι και οι τελευταίες για πολιτικούς κρατουμένους, ειδικά γι’ αυτούς που έχει ή θα ανάγει το καθεστώς ως «ιδιαίτερης επικινδυνότητας». Αυτή η προοπτική προαναγγέλλεται και με τον νέο σωφρονιστικό κώδικα. Το επίμαχο άρθρο που μιλά για τις ειδικές συνθήκες κράτησης και επαναφέρει στην ουσία τις φυλακές τύπου Γ΄, έχει ως αναγκαιότητα κατ’ αρχήν την παγίδευση των πολιτικών αιχμαλώτων του καθεστώτος σε ένα πλέγμα απομονώσεων και διώξεων εντός των φυλακών των οποίων οι ποινές δεν θα συγχωνεύονται, αλλά θα εκτελούνται αθροιστικά.
Ο 187Α είναι γνωστό πως είναι νόμος πολέμου ενάντια στην ένοπλη αντικαθεστωτική δράση, ακόμα και τις δυναμικές κοινωνικές μορφές αντίστασης. Αυτό που προσφέρει ως νόμος στο καθεστώς είναι οι συνεχείς διώξεις με κάθε αφορμή και ευκαιρία, όχι για κάποιες συγκεκριμένες πράξεις, αλλά για όλο το φάσμα της ‘‘αντιτρομοκρατικής’’ δίωξης.
Συνιστά ένα νόμο-δίχτυ που μπορεί να απλώνεται και να πιάνει ευρύτατα δραστηριότητες και ανθρώπους ενώ θα διώκει ξανά και ξανά ένοπλους αγωνιστές με τα ίδια αδικήματα, ακόμα και όταν αυτοί βρίσκονται εντός των φυλακών.
Οι προσπάθειες της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας με την αρωγή των ΜΜΕ που επιχειρούν να διαμορφώσουν την ανάλογη πολιτική και κοινωνική συναίνεση, επιχειρούν ξανά και ξανά να επιβάλλουν τις ειδικές συνθήκες κράτησης και απομόνωσης πολιτικών κρατουμένων. Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ απέσυρε το νόμο Αθανασίου για τις φυλακές τύπου Γ΄, τις επαναφέρει στο νέο σωφρονιστικό κώδικα που έχει εισαχθεί προς διαβούλευση στη βουλή με το άρθρο 11 παρ. 6 σημ. ε΄ και παρ. 4 με κεντρική πολιτική αναγκαιότητα αυτού του άρθρου την εξαίρεση των σκληρών πολιτικών κρατουμένων τόσο από τον υπόλοιπο πληθυσμό των φυλακών όσο και από σειρά δικαιωμάτων.
Και δεν είναι τυχαίο ότι πρώτο στη σειρά, στη σημείωση του ε΄ του εν λόγω άρθρου αναφέρεται σε όσους καταδικάζονται για οργάνωση απόδρασης. Μια φωτογραφική διάταξη που ως τέτοια την έχουν αντιληφθεί ουκ ολίγοι νομικοί και δημοσιογράφοι και που ‘‘βλέπουν’’ την απόπειρα απόδρασης πολιτικών κρατουμένων με ελικόπτερο που επιχείρησε η Πόλα Ρούπα το 2016. Εξ’ άλλου είναι δεδομένο και κατοχυρωμένο σε πολλούς ανθρώπους πως υπάρχει «ιδιαίτερη» μεταχείριση του κράτους και της κυβέρνησης απέναντί μας, κάτι που τουλάχιστον η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν το κρύβει.
Το εν λόγω άρθρο στη σημείωση ε΄ της παραγράφου 6 αναφέρει πως οι ειδικές αυτές συνθήκες κράτησης και εξαίρεσης θα αφορούν και όσους διαπράττουν παραβιάσεις των άρθρων 187Α και 187 εντός των φυλακών.
Πιστεύουμε πως προεξέχοντας στόχος της νομοθέτησης μιας τέτοιας διάταξης είναι οι πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος και το ζητούμενο είναι η εξεύρεση τρόπων για μια ισχυρή, εξοντωτική εκδίκηση.
Ο 187 είναι ο νόμος που ‘‘ξέμεινε’’ με την ψήφιση του 187Α καθώς η νομοθέτησή του πρώτου προηγήθηκε του δεύτερου, αφού το 2001 που εισήχθη προς διαμόρφωση ο πρώτος ‘‘αντιτρομοκρατικός’’(187) είχε βρει σφοδρές αντιδράσεις από νομικούς κύκλους και είχε κριθεί τότε ως αντισυνταγματικός. Όμως αυτές οι αντιδράσεις δεν εμπόδισαν την τότε κυβέρνηση Σημίτη με τον τότε υπηρεσιακό υπουργό Σταθόπουλο, να περάσουν «τροχάδην» τον 187 σε πρώτη φάση, καθώς ένας νόμος όπως ο 187Α (νομοθετήθηκε το 2004) ήταν πολύ πιο δύσκολο σε πρώτη φάση να σταθεί.
Στο άρθρο 11 παρ. 6 σημ. ε΄ του νέου σωφρονιστικού κώδικα – όπως συμβαίνει συνήθως – τον 187Α ‘‘συνοδεύει’’ και ο 187 που αφορά στις ‘‘εγκληματικές οργανώσεις’’ με κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Έτσι για πράξεις που εμπίπτουν σε αυτούς τους δύο νόμους και γίνονται εντός των φυλακών, και αφού υπάρξει καταδικαστική απόφαση γι’ αυτές, θα αντιμετωπίζονται οι φορείς ή οι φερόμενοι ως φορείς τους με τις εξαιρετικές συνθήκες που προβλέπει το εν λόγω άρθρο. Εννοείται πως μια επικοινωνία μέσα από την φυλακή μπορεί να είναι αρκετή για την δίωξη ακόμα και την καταδίκη κάποιου κρατουμένου με βάση τον 187, εφόσον αυτός που επικοινωνήσει διωχθεί για ‘‘εγκληματική οργάνωση και δράση’’.
Είναι γνωστό πως αυτός ο νόμος έχει επίσης γίνει λάστιχο και πιάνει τεράστιο φάσμα ανθρώπων με βάση υποψίες ή ενδείξεις και είναι μια σημαντική αιτία που ο πληθυσμός στις φυλακές αυξάνεται συνεχώς.
Με το άρθρο αυτό δίνεται η ευκαιρία να τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί ανθρώπους εντός των φυλακών που θέλουν να θέσουν σε ειδικό καθεστώς αντιμετώπισης και ακόμα και με προσχηματικά στοιχεία να πετούν ανθρώπους σε απομονώσεις και ‘‘ειδικές πτέρυγες’’.
Όσον αφορά την οργάνωση αποδράσεων, η έμπνευση γι’ αυτή την αναφορά όπως είπαμε και πριν δόθηκε από την απόπειρα απόδρασης με ελικόπτερο που επιχείρησε η Ρούπα και γι’ αυτό την χαρακτηρίζουμε ως φωτογραφική. Φυσικά, και καμία φωτογραφική διάταξη δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο μια υπόθεση. Η δε συγκεκριμένη αφορά κατ’ αρχήν και άλλους κρατούμενους που θα δικαστούν μαζί μας για την απόπειρα απόδρασης, αλλά και άλλη υπόθεση οργάνωσης απόδρασης από τις φυλακές που εμπίπτει στον 187Α παρ’ όλο που η συγκεκριμένη υπόθεση είναι παλαιότερη, έχει εκδικαστεί σε πρώτο βαθμό όμως όπως και η απόπειρα απόδρασης με ελικόπτερο ακριβώς επειδή εμπίπτουν στον 187Α αντιμετωπίζονται στο κατηγορητήριο ως διαρκές και όχι ως στιγμιαίο «έγκλημα».
Αυτό το επισημαίνουμε γιατί αν μια πράξη γίνεται πριν την ψήφιση ενός νόμου, εκδικάζεται και αντιμετωπίζεται με βάση τον υπάρχοντα νόμο όταν η πράξη έγινε, εκτός και αν ο νέος νόμος αναφέρει ρητά ότι έχει αναδρομική ισχύ. Στην προκειμένη περίπτωση δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο, συνεπώς μόνο αποδράσεις ή απόπειρες ή οργάνωση αποδράσεων που έχουν γίνει πριν την ψήφιση του σωφρονιστικού κώδικα και εμπίπτουν στον 187Α και 187, θα αντιμετωπίζονται με το άρθρο 11 παρ. 6 σημ. ε΄. Όμως εμείς τουλάχιστον δεν γνωρίζουμε ποιές αποδράσεις εμπίπτουν στην κατηγορία του 187 και αν υπάρχουν τέτοιες.
Και όσον αφορά την άλλη οργάνωση απόδρασης που δικάστηκε με τον 187Α δεν έχουμε αναφερθεί ονομαστικά γιατί θα πρέπει οι ίδιοι που τους αφορά να το κάνουν πρώτα και επειδή δεν γνωρίζουμε πώς χειρίζονται τις δικές τους υποθέσεις.
Το βέβαιο είναι πως πρώτιστη ανάγκη του κράτους και της κυβέρνησης είναι η αντιμετώπιση της ένοπλης δράσης και των φορέων της.
Όσον αφορά τον Επαναστατικό Αγώνα, πλείστα παραδείγματα ειδικής μεταχείρισης είχαμε έως σήμερα και ποτέ το καθεστώς δεν έκρυψε την ιδιαίτερη «σχέση» του μαζί μας και τα ιδιαίτερα μέτρα που λάμβανε προκειμένου να μας χτυπήσει και να μας πλήξει πολιτικά, να μας εκδικηθεί. Και κορυφαίο δείγμα γραφής για το μέχρι που μπορεί να φθάσει ήταν η αντιμετώπιση που είχε το παιδί μας κατά την σύλληψη της Πόλας Ρούπα. Συνεπώς, δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως ειδικά μέτρα και συνθήκες στις φυλακές για τους πολιτικούς κρατούμενους θα αποφασίζονται από την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία έχοντας συγκεκριμένους ανθρώπους στην ιεράρχησή της ως στόχους, στην οποία ιεράρχηση θα μας κρατούν μια «τιμητική» θέση. Αυτό και μόνο αρκεί για να καθίσταται ‘‘φωτογραφική’’ μια διάταξη, ακόμα κι αν σε αυτή την ιεράρχηση συμπεριλαμβάνονται και άλλα πρόσωπα, δεν ακυρώνει το γεγονός ότι είναι φωτογραφικό. Όμως κάνουμε απεργία πείνας για την απόσυρση αυτού του άρθρου και θα ήταν αναντίστοιχο να αναφερόμαστε εμείς – και ως απεργοί πείνας – σε άλλα πρόσωπα και γεγονότα, πράγμα που θα σήμαινε ότι κάνουμε και γι’ αυτούς ειδικά απεργία πείνας. Η απεργία πείνας αφορά όμως και αυτούς όπως και κάθε μελλοντική δίωξη για οργάνωση αποδράσης.
Όπως είπαμε και στο κείμενο έναρξης της απεργίας πείνας, η απόδραση έως σήμερα αντιμετωπιζόταν με ήπιους όρους λόγω της αναγνωρισμένης ακόμα και από την καθεστωτική δικαιοσύνη ως πράξη που απορρέει από την φυσική αλλά και δίκαιη τάση του ανθρώπου προς την ελευθερία. Όμως αυτή η τάση σε ένα καθεστώς που εκφασίζεται όλο και πιο πολύ, καθίσταται «αποτρόπαιη» και «κολάσιμη» τάση και πρέπει να κατασταλεί, να ξεριζωθεί από την ρίζα της. Εξ’ ου και οι απομονώσεις για όσους εξακολουθούν να έχουν τέτοιες «κολάσιμες» τάσεις.
Ενώ μέχρι σήμερα η απόδραση αντιμετωπιζόταν με επιείκεια, το συγκεκριμένο άρθρο εκτός όλων των παραπάνω που αναφέραμε ενέχει μια ακόμα μεγάλη επικινδυνότητα. Ποιός εγγυάται ότι π.χ. η ‘’ανακάλυψη’’ ενός σκοινιού σ’ ένα κελί ή κάποιοι άλλου «στοιχείου» δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως οργάνωση απόδρασης; Ποιός εγγυάται ότι ανεπιθύμητοι στην εκάστοτε υπηρεσία κρατούμενοι δεν θα βρεθούν κατηγορούμενοι με διάφορα προσχήματα ανάλογου τύπου για ‘‘οργάνωση απόδρασης’’ ώστε να πεταχτούν σε κάποια απομόνωση και να μην μπορούν να βγουν από εκεί; Ή ότι μια συλλογική διαμαρτυρία ή μια κινητοποίηση δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως ‘‘οργάνωση απόδρασης’’; Κάτι ανάλογο μπορεί να ισχύει και για τις διώξεις και καταδίκες με βάση τον 187Α και 187 για ‘‘πράξεις που γίνονται εντός των φυλακών’’, καθώς είναι δεδομένο πως εύκολα μπορούν με αυτούς τους νόμους να τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί οποιονδήποτε, να τον καταδικάσουν και να τον απομονώσουν με ελλειπή ή και με ανύπαρκτα στοιχεία. Αυτή την ευχέρεια, ως γνωστό, την δίνουν απλόχερα και οι δύο νόμοι.
Προφανώς και οι ειδικές συνθήκες κράτησης και οι φυλακές τύπου Γ΄ δεν αφορούν μόνο τους πολιτικούς κρατούμενους. Όμως η καθεστωτική πολιτική τάση που προωθείται μετά μανίας είναι η ειδική αντιμετώπιση για ‘‘τρομοκράτες’’.
Η εντεινόμενη απαίτηση των καθεστωτικών πολιτικών και των δημοσιογράφων για την ειδική αντιμετώπιση των πολιτικών κρατουμένων φαίνεται από τις δηλώσεις τους που ζητούν φυλακές υψίστης ασφαλείας και φυλακές τύπου Γ΄ για ‘‘τρομοκράτες’’. Δηλώσεις που επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι μας γνωρίζουμε ότι κύρια προτεραιότητα είναι η αντιμετώπιση του πολιτικού εχθρού και δευτερευόντως των λοιπών ‘‘σκληρών κρατουμένων’’. Εξ’ άλλου δεν είναι λίγες οι φυλακές που υπάρχουν ήδη και που προορίζονται ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις ‘‘σκληρών ποινικών κρατουμένων’’.
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ στις πρώτες ημέρες της θητείας του στην εξουσία απέσυρε το νομοσχέδιο Αθανασίου για τις φυλακές τύπου Γ΄, 2,5 χρόνια μετά τις επαναφέρει και εν μέσω μιας περιόδου που πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι είτε έχουν αποφυλακιστεί είτε βρίσκονται υπό καθεστώς αδειών. Αυτοί που μένουν στις φυλακές είναι σαφώς λιγότεροι από τότε και μια μικρή μειοψηφία από αυτούς θα μας αφορά άμεσα η επαναφορά των ειδικών μέτρων κράτησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ως γνωστό πως οι ‘‘βαλβίδες αποσυμπίεσης‘’ πάντα λειτουργούν αποτελεσματικότερα και η αποδυναμωμένη κατηγορία των πολιτικών κρατουμένων που τους αφορά αυτή η νομοθεσία με το άρθρο 11 του νέου σωφρονιστικού κώδικα είναι σαφώς μικρή κάτι που έλαβε υπ’ όψιν του το ίδιο το υπουργείο αλλά και η κυβέρνηση πριν το διαμορφώσει. Κατ’ ανάλογο τρόπο κρίνεται και η πολιτική αντίδραση εκτός των φυλακών γι’ αυτό το ζήτημα. Ενώ η πολιτική κινητικότητα για τον νόμο Αθανασίου ήταν έντονη και μαζική, ως αναμενόμενο δεν ισχύει το ίδιο και σήμερα.
Αυτό επίσης, είναι κάτι που προσμέτρησε το υπουργείο πριν λάβει την απόφασή του.
Και το σημαντικότατο στοιχείο που παίζει ρόλο είναι η έμφυτη τάση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ να συμβάλλει δραστικά στην διαμόρφωση όλο και πιο ασφυκτικού περιβάλλοντος για τις ανατρεπτικές πολιτικές επιλογές αγώνα για την πολιτική δράση που βρίσκεται εντελώς εκτός του πεδίου ελέγχου του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά σε αυτές που έχουν σαφή ανατρεπτικά και επαναστατικά χαρακτηριστικά.
Η απόφασή μας να κάνουμε απεργία πείνας για την απόσυρση του άρθρου 11 παρ. 6 σημ. ε’ και παρ. 4 αναφορικά με την παραμονή στα αστυνομικά τμήματα κρίθηκε επιβεβλημένη από την ίδια μας την ιστορία. Μια αναβαθμισμένη μορφή αγώνα όπως μια απεργία πείνας για τη μη επαναφορά των φυλακών τύπου Γ΄ σήμερα ήταν πιο επιβεβλημένη από ποτέ, μιας και καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πετάξει κάθε φτιασίδωμα αριστεροσύνης αποκαλύπτεται ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα κόμμα που είναι αποφασισμένο να προωθήσει πολιτικές εκφασισμού προς στήριξη του καθεστώτος σε όλη την κοινωνία. Και η πραγματική αντίσταση στο καθεστώς η ειλικρινής ανατρεπτική δράση και ο ένοπλος αγώνας για την Κοινωνική Επανάσταση, είναι στις προτεραιότητές του να παταχθεί από την ρίζα του. Και το ειδικό του μένος απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του συστήματος το δείχνει με το συγκεκριμένο άρθρο.
Ξεκινώντας από το ζήτημα με το οποίο ξεκινήσαμε, αυτό της πολιτικής ανυπακοής και της δράσης για την προσβολή του οικονομικού – πολιτικού συστήματος, αυτή δεν μπορεί να έχει νόημα και ουσία αν δεν κατατείνει στην ανατροπή του καθεστώτος. Και ως τέτοια την πολιτική αυτή τάση, το καθεστώς πρέπει να την εξαφανίσει, να την πλήξει, να την απονομιμοποιήσει στις κοινωνικές συνειδήσεις. Αυτό κάνει κάθε ολοκληρωτικό, φασιστικό καθεστώς που δεν επιδέχεται ούτε την αμφισβήτηση στην αξία της ύπαρξής του.
Η απονομιμοποίηση όμως της δράσης ενάντια στο καθεστώς, η απονομιμοποίηση της ένοπλης δράσης στις κοινωνικές συνειδήσεις δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αυταπατάται η κάθε κυβέρνηση και η σημερινή, αυταπατάται η οικονομική και πολιτική εξουσία αν νομίζει ότι θα καταφέρει να πείσει την κοινωνική βάση με τις φασιστικές κραυγές της στα ΜΜΕ ότι η ένοπλη επαναστατική δράση είναι αυτή με την ‘‘μεγαλύτερη απαξία’’.
Η κοινωνική βάση βλέπει την ένοπλη επαναστατική δράση ως ένα φάρο αντίστασης και ελπίδας ενάντια στην χούντα του σύγχρονου καθεστώτος. Και αυτό το γνωρίζουν οι πάντες που κατέχουν πολιτικά αξιώματα ή βρίσκονται στην εκδούλευση του συστήματος και εκφράζουν τη ‘‘φωνή’’ του συστήματος στις τηλεοράσεις.
Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν στην εποχή μας βιώνουμε τέτοιες ανισότητες και κοινωνικές αδικίες, όταν το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που κατέχουν τον πλούτο και την ισχύ και σε αυτούς που δεν κατέχουν τίποτα είναι τόσο μεγάλο που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την περίοδο της πρωτογενούς συσσώρευσης του κεφαλαίου, την έναρξη της ιστορικής επικυριαρχίας της αστικής τάξης; Και επειδή η εξέλιξη που έχει ο καπιταλισμός δεν είναι αποτέλεσμα ούτε κακών πολιτικών ούτε ‘‘παραστρατημάτων’’ ούτε ελλειμμάτων στον έλεγχο και την επιτήρησή του αλλά όλες του οι εκφάνσεις και οι ακρότητες συνιστούν το αποτέλεσμα της δυναμικής του ίδιου του συστήματος που με βάση αυτή την δυναμική θα διαρρηγνύει κάθε πλέγμα ελέγχου που θα επιχειρηθεί να του επιβληθεί για να μπορεί να εξαπλώνεται, να ισχυροποιείται και να αναπαράγεται το ίδιο και τα κέρδη μιας αισχράς μειοψηφικής υπερεθνικής ελίτ ισοπεδώνοντας ολόκληρες κοινωνίες εξοντώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους, καμμία βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών δεν μπορεί να επιχειρηθεί χωρίς να ανατραπεί το ίδιο το σύστημα. Γιατί αιτία αυτού που ζούμε σήμερα, με το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στην σύγχρονη ιστορία, με τους εκατομμυριούχους του πλανήτη που δεν ξεπερνούν τις λίγες χιλιάδες άτομα να απολαμβάνουν πλούτο ίσο ή και περισσότερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ ενώ εκατομμύρια πεθαίνουν καθημερινά λόγω φτώχειας, είναι ο ελεύθερος οικονομικός ανταγωνισμός, η βασική αξία του καπιταλισμού και των πολιτικών καθεστώτων. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι να λειτουργούν με βάση το ατομικό τους συμφέρον!!
Αυτή η αρχή του εξατομικευμένου εγωιστή κερδοσκόπου είναι η αξία του καπιταλισμού και νομιμοποιεί ό, τι συμβαίνει σήμερα. Και αυτή η σύγχρονη συνθήκη δουλείας και εξόντωσης των κοινωνιών για το ‘‘ατομικό συμφέρον’’ των λίγων και ισχυρών, θα αλλάξει μόνο αν ανατραπεί το ίδιο το σύστημα, οι πλούσιοι αποκαθηλωθούν και ανατραπεί μαζί με αυτούς όλο το πλέγμα αξιών που σέρνει πίσω του και σαπίζει τις συνειδήσεις, σαπίζει τις κοινωνίες.
Και όσες φυλακές τύπου Γ΄ και υψίστης ασφαλείας και αν φτιάξει το καθεστώς για να εξοντώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, αυτό δεν θα αλλάξει.
Η κοινωνική βάση στην χώρα έχει την συνείδηση ότι πληρώνει την κρίση του συστήματος με το αίμα της. Ότι πληρώνει να μην μειωθεί ο πλούτος των ισχυρών με το αίμα της. Ότι πληρώνει τους λογαριασμούς στο εξωτερικό των πολιτικών και τους φορολογικούς παραδείσους με το αίμα της. Ότι πληρώνει την καταστροφή του περιβάλλοντος από τον καπιταλισμό και την «αδιαφορία» του κράτους, των πλουσίων και των κυβερνήσεων για την ζωή της με το αίμα της. Γνωρίζει ότι αυτή η ‘‘αδιαφορία’’ είναι η δολοφονία και ότι έχει κερδοσκοπικό κίνητρο. Γνωρίζει ότι η ζωή των φτωχών είναι αναλώσιμη για τους πάσης φύσεως οικονομικούς και πολιτικούς άρχοντες. Αυτό έζησε η Μάνδρα με τους 21 νεκρούς. Και που για όλα αυτά, κανένας δεν φέρει καμία ευθύνη. Είναι η ‘‘κακιά τύχη’’ των φτωχών, αυτών που ζουν στις υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας!
Η κοινωνική βάση γνωρίζει ότι τρέφει την οικονομική και πολιτική εξουσία με το αίμα της. Και την μεγαλύτερη απαξία στις κοινωνικές συνειδήσεις έχουν τα παραπάνω εγκλήματα. Για τα οποία εγκλήματα υπάρχει ένας μεγάλος ένοχος: Το ίδιο το σύστημα του καπιταλισμού, της ολιγαρχικής «δημοκρατίας» και της δικτατορίας των αγορών. Και όσο υπάρχει όρθιο αυτό το εγκληματικό, δολοφονικό, τρομοκρατικό καθεστώς, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα πεθαίνουν από πλημμύρες, φτώχεια, πείνα, αρρώστιες.
Καμία κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης δεν μπορεί να δομηθεί με οργανωμένες εξουσίες, με την οικονομική ισχύ και τον πλούτο να τον κατέχουν λίγοι, με ταξικές και κοινωνικές διακρίσεις κάθε είδους. Μια τέτοια κοινωνία προϋποθέτει την κατάργηση κάθε μορφής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, προϋποθέτει την Κοινωνική Επανάσταση. Και η Κοινωνική Επανάσταση προϋποθέτει την ανατροπή του υπάρχοντος ολοκληρωτικού συστήματος, η οποία δεν μπορεί να γίνει παρά με ένα διευρυμένο επαναστατικό κίνημα.
Αυτή την υπόθεση, της Κοινωνικής Επανάστασης, υπηρετούσε και υπηρετεί ο Επαναστατικός Αγώνας κι εμείς ως πρόσωπα. Αυτή η προοπτική είναι ο πραγματικός εφιάλτης του συστήματος και όσων το υπηρετούν. Αυτή την προοπτική θέλουν να εξαφανίσουν.
Πόλα Ρούπα – Νίκος Μαζιώτης,
μέλη του Επαναστατικού Αγώνα