https://athens.indymedia.org/post/1603104/
17/02/2020 4:42 μμ.
Η ημερομηνία 10 Μαρτίου 2020, 10 χρόνια από τον θάνατο του συντρόφου μας Λάμπρου Φούντα δεν μπορεί παρά να είναι ημέρα Αγώνα και Μνήμης. Δεν μπορεί παρά να είναι ημέρα τιμής προς τον σύντροφο και τον αγώνα του. Η κεντρική πορεία είναι ένα κεντρικό πολιτικό γεγονός όχι για χωροταξικούς λόγους, αλλά γιατί από μόνη της αναδεικνύει την κεντρική πολιτική σημασία που έχει για μας τους αγωνιστές ο θάνατος του συντρόφου. Αυτή τη σημασία την έχει πέρα και πάνω από το είδος των σχέσεων πολιτικών ή προσωπικών καθ’ όλη την πορεία του συντρόφου στον α/α χώρο. Την έχει λόγω της κεντρικής πολιτικής σημασίας που είχε και θέλουμε να εξακολουθήσει να έχει ο πολιτικός λόγος για τον οποίον ο σύντροφος βρέθηκε σε εκείνο τον χρόνο και εκείνο τον χώρο που κατέληξε να φύγει από κοντά μας. Αυτός ο πολιτικός λόγος για τον οποίον βρέθηκε στη Δάφνη στις 10/3/2010 και ήρθε σε συμπλοκή με τους μπάτσους, είναι τόσο κεντρικής σημασίας που αφορά όλη τη χώρα και την κοινωνία. Αφορά όλους τους καταπιεσμένους, αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, τους φτωχούς, τους περιθωριοποιημένους. Αφορά όλους αυτούς που τσάκισαν κάτω από το βάρος των “μνημονίων” ενάντια στα οποία στράφηκε ο σύντροφος και μέσα στα πλαίσια της δράσης του, της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, που ήταν η κατεξοχήν κεντρική ένοπλη δράση ενάντια στο καθεστώς των συμβάσεων δανεισμού, ενάντια στους υπαίτιους της κρίσης, ενάντια στις πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας. Για αυτόν τον λόγο, για τους λόγους που έχουμε επανειλημμένως αναπτύξει από το 2010, και που αναλύουμε και στο τελευταίο κείμενό μας, οφείλουμε να καταδείξουμε ως αγωνιστές την κεντρική πολιτική σημασία που έχει το πρόσωπό του στον συνολικό απελευθερωτικό αγώνα. Αυτήν την πολιτική κεντρικότητά του μπορούμε να την καταδείξουμε μόνο με μια μεγάλη πορεία στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί όπου κάποτε γίνονταν οι αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις, όπου εκδηλώθηκαν οι κοινωνικές εξεγέρσεις, όπου χιλιάδες άνθρωποι συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής, που έσπαγαν τις τράπεζες, που τραυματίζονταν από τα αστυνομικά γκλοπ και κατέληγαν στα νοσοκομεία από την αδυσώπητη αστυνομική βία. Μια πορεία που θα περνούσε μπροστά από τη βουλή, τον χώρο που υπογράφησαν και απ’ όπου επιβλήθηκαν οι εγκληματικές συμφωνίες και οι αντικοινωνικές πολιτικές για την σωτηρία του συστήματος. Στο κέντρο της Αθήνας χτυπούσε η καρδιά των μαζικών κοινωνικών αντιδράσεων και είναι αυτός ο χώρος που αρμόζει για μια πορεία για τον σύντροφo. Γιατί εν τέλει πέθανε για έναν ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό αγώνα που υπερβαίνει τις όποιες επιμέρους διαστάσεις των σχέσεών του στον α/α χώρο. Μένει και θα μείνει για πάντα ζωντανός μέσα από την συνέχιση της δράσης του. Γιατί από το 2010 τίποτα δεν τελείωσε.
Αυτό που χρειάζεται ως κορυφαίο πρόσωπο της ιστορίας του αγώνα, είναι να αναδειχθεί ως τέτοιο: Ως ένα σημαντικό πολιτικό πρόσωπο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ως κεντρικό πρόσωπο ενός ευρύτερου κοινωνικού αγώνα που ποτέ δεν τελείωσε και ποτέ δεν θα τελειώσει. Το γεγονός ότι έφυγε με το όπλο στο χέρι, προετοιμάζοντας ένα κεντρικό ένοπλο χτύπημα ενόψει των “μνημονίων”, ότι έπεσε στον αγώνα για να μην περάσουν οι εγκληματικές πολιτικές του κράτους και του κεφαλαίου, όχι μόνο δεν τον αφαιρεί, αλλά είναι η εγγύηση της πολιτικής σημασίας της δράσης του: Είναι που κάποιοι πεθαίνουν για τον σκοπό τους, πεθαίνουν για τον αγώνα τους, πεθαίνουν για την κοινωνική απελευθέρωση. Ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα είναι και θα μείνει ο φάρος μας: Να πεθαίνεις, να δίνεις τη ζωή σου στον αγώνα που πιστεύεις, στον επαναστατικό αγώνα. Ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας είναι στην ουσία ο πρώτος και ο τελευταίος αγωνιστής που πέθανε στον αγώνα ενάντια στη χούντα των “μνημονίων” και πριν ακόμα αυτά επιβληθούν στη χώρα. Αυτή η διάσταση, η κεντρική διάσταση του αγώνα του είναι που τον συνδέει πραγματικά με ολόκληρη την κοινωνία και τα κορυφαία γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας του τόπου. Η ίδια η πρόταση του αγώνα του ήταν η Κοινωνική Επανάσταση ως η μόνη διέξοδος, όχι μόνο από το καθεστώς των “μνημονίων” και της αδυσώπητης για τους κοινωνικά αδύναμους οικονομικής κρίσης, αλλά ως η μόνη διέξοδος από την τυραννία του κεφαλαίου και του κράτους. Και αυτή η κεντρική διάσταση του αγώνα του που ήταν και η κεντρική διάσταση του ίδιου του Επαναστατικού Αγώνα είναι που τον ανάγει σε ένα ζωντανό σύμβολο της επαναστατικής ιστορίας. Αυτή είναι η πολιτική, η αγωνιστική κληρονομιά που αφήνει ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας, αυτή είναι η πορεία του δρόμου που έχουμε να πατήσουμε μέχρι η επανάσταση να γίνει πράξη.
Ο Λάμπρος Φούντας ως εργαλείο πολεμικής ενάντια στην οργάνωσή του
Από το 2010, μετά τις συλλήψεις μας όπου ξεκίνησε η “κατασταλτική δοκιμασία”, άρχισε να μπαίνει σε δοκιμασία και η αρχική επιλογή και η πεποίθηση για την σημασία τόσο της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα όσο και της ένοπλης δράσης ως αναγκαία και ικανή επιλογή αγώνα για την καθεστωτική ανατροπή και την κοινωνική Επανάσταση. Εκτός όμως από τη δοκιμασία της καταστολής, σε μια ανάλογη δοκιμασία κατέτεινε και η αντίδραση μέρους του α/α χώρου: Από την οργανωμένη πολιτική επίθεση στην ανάληψη πολιτικής ευθύνης που κάναμε, το γεγονός ότι έπρεπε να παλέψουμε για να “αναγνωριστεί” από τον α/α χώρο ότι ο Λάμπρος Φούντας ήταν μέλος του Επαναστατικού Αγώνα και να αναφέρεται δημόσια ως τέτοιος, από τον αποκλεισμό μας από συνέλευση που αφορούσε σε συγκέντρωση για τον 1 χρόνο από τον θάνατο του συντρόφου, μέχρι την υπεράσπιση του ένοπλου αγώνα ως αδιαχώριστο μέρος του ευρύτερου αντικαθεστωτικού αγώνα, έπρεπε να δίνουμε συνεχώς έναν άλλο αγώνα, διεκδικώντας τα αυτονόητα. Όμως αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα για τον αγώνα, δεν ήταν για όλους. Αυτά τα “αυτονόητα” που αναιρούνται από το “βαρίδι” της καταστολής της κρατικής βίας, της κυρίαρχης ιδεολογίας και της μικροπολιτικής του α/α χώρου, όχι μόνο αυξήθηκαν, αλλά έγιναν και πιο επιθετικός ο τρόπος αμφισβήτησης ή ακόμα και ανατροπής τους με την πάροδο του χρόνου. Σε αυτό συνέβαλε και το “πέρασμα” του α/α χώρου στο καθεστώς της “αυτοσυντήρησης” που είτε αφορούσε προσωπικές είτε μικροπολιτικές επιλογές και που εισήλθε ο χώρος μέσα από ευρύτερες πολιτικές δοκιμασίες από τις οποίες αναδείχθηκε και η αδυναμία δημιουργίας επαναστατικού κινήματος. Στην κορύφωση της κατάρρευσης του αυτονόητου στον αγώνα, ζήσαμε το φαινόμενο της μετανοίας, ένα φαινόμενο που γνωρίζουμε ότι αρκετοί στον α/α χώρο ευελπιστούσαν ότι θα μας ρουφήξει και εμάς όπως εκφράστηκε εξάλλου ανοιχτά στην εκδήλωση στο ΕΜΠ τον Μάρτη του 2012 για τον Επαναστατικό Αγώνα. Ο μετανοημένος όμως που πέρασε από την οργάνωση, δεν αρκέστηκε σε μια προσωπική αποδοχή της δικής του ήττας, να αποσυρθεί και να σιωπήσει αλλά επέλεξε να επιχειρήσει να την κατοχυρώσει ως συλλογική ήττα του Επαναστατικού Αγώνα. Και το έπραξε πρωταγωνιστώντας σε επίθεση εναντίον μας εντός δικαστηρίου, εναντίον αυτών που παρέμειναν έξω από τη σήψη της ηττοπάθειας, δηλαδή εμάς. Ανακοινώθηκε από αυτόν στο δικαστήριο ότι η οργάνωση είχε ηττηθεί το 2010 ενώ εμείς συνεχίσαμε τη δράση με την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας και το ΔΝΤ το 2014 και ανέλυσε στους δικαστές την “αποτυχία” της οργάνωσης μέσα από την πλέον απαξιωτική για την ένοπλη δράση οπτική, αυτή της ανάθεσης (το “αδιέξοδο” να “ανατεθεί” σε ένοπλη οργάνωση ο αγώνας ενάντια στο καθεστώς με την κοινωνία θεατή), η οποία οπτική μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί και σε κάθε ανατρεπτική πολιτική δράση από τη στιγμή που μειοψηφίες είναι αυτές που αγωνίζονται. Όμως, διόλου τυχαία κάθε φορά στην ιστορία που εκφράζεται αυτή η θέση (συνήθως από την αριστερά) στοχεύει σε επιλογές ένοπλης δράσης και όχι σε άλλες επίσης μειοψηφίες δράσεις, μη ένοπλες αλλά “πολύμορφες” οι οποίες όμως δεν έχουν το κόστος της καταστολής, τουλάχιστον στο βαθμό που έχει η ένοπλη δράση.
Ανέλυσε επίσης, την θέση της “επανάστασης” στην καθημερινή ζωή ως την “ειλικρινή” στάση του “αγνού αγωνιστή”, μακριά από τα ρίσκα της ένοπλης δράσης και του υψηλού κόστους που αυτός επιφέρει. Η γνωστή κατάληξη της επίθεσης αυτής σε εμάς και τον Επαναστατικό Αγώνα και η δημόσια προσπάθεια αποδόμησης της δράσης της οργάνωσης και της δικής μας στάσης, ήταν να μπει ο Νίκος Μαζιώτης σε απομόνωση για πέντε μήνες, με την συνεργασία των λοιπών κρατουμένων του υπόγειου στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού. Από την απομόνωση βγήκε ύστερα από απεργία πείνας 34 ημερών που κάναμε στην οποία είχαμε και άλλα αιτήματα και η οποία απεργία πείνας δέχτηκε σφοδρή πολεμική που έθεσε σε κίνδυνο την ίδια μας την ζωή. Με το τέλος της απεργίας πείνας ο Νίκος Μαζιώτης δέχτηκε επίθεση από ποινικούς στην “ανοιχτή” φυλακή που βρέθηκε για πρώτη φορά αφού κρατούνταν πάντα σε ειδικές πτέρυγες. Η επίθεση αυτή ήταν η εκπλήρωση της υπόσχεσης που ο μετανοημένος είπε δημόσια στη δίκη, ότι ο Μαζιώτης “είναι ανεπιθύμητος σε όλες τις πτέρυγες του Κορυδαλλού” και εκτελέστηκε από ποινικούς σε εντεταλμένη υπηρεσία και παρακινημένοι από την τότε “Επιτροπή Αγώνα”. Ακολούθησε η απόπειρα ενάντια στην Πόλα Ρούπα επίσης από την λεγόμενη τότε “Επιτροπή Αγώνα”, η οποία όμως απέτυχε και τους γύρισε μπούμερανγκ. Οι αδιανόητες για έναν υγιή πολιτικό χώρο επιθέσεις αυτές, βρήκαν το έδαφος να εκδηλωθούν στην αποφασιστική προσπάθεια απαξίωσης της οργάνωσης και την δική μας, από την σφοδρή πολεμική που εξαπολύθηκε εναντίον μας από κομμάτια και άτομα του χώρου με “σύμβολο” συσπείρωσης των επιτιθεμένων, τον μετανοημένο πρώην μέλος της οργάνωσης. Και ως σύμβολο αυτής της πολεμικής δεν θα είχε ο συγκεκριμένος καμία αξία, αν δεν είχε την φιλοδοξία να προβάλλεται και ως “θεματοφύλακας” του Επαναστατικού Αγώνα και του Λάμπρου Φούντα.
Ο Λάμπρος Φούντας πλάι στον μετανοημένο και παράλληλα με έναν “συλλογικό” πόλεμο εναντίον μας, εναντίον αυτών που συνέχιζαν την δράση του Επαναστατικού Αγώνα και παρέμειναν αμετανόητοι στις επιλογές της οργάνωσης, διασύρθηκε τόσο που αποπειράται να γίνει σημαία της ήττας όσο της μετανοίας. Καταλήγοντας να αναφέρεται και να “τιμά” τον Λάμπρο Φούντα κάποιος μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο θάνατός του απειλείται να γίνει η “ατυχής κατάληξη μιας δράσης χωρίς νόημα”. Και αυτό που μένει από αυτόν είναι η διαπροσωπική εμπειρία μαζί του και η επίκληση του “πολύμορφου αγώνα” ως ο μόνος λόγος συσπείρωσης για να “τιμήσει” κάνεις τα 10 χρόνια από τον θάνατο του συντρόφου. Και ακόμα πιο πέρα, η “τιμή” στον σύντροφό από αυτούς που πολεμούν για να πεθάνει η οργάνωσή του και να περάσει στη λήθη, είναι ταυτόσημη με κάθε στιγμή της πολεμικής εναντίον μας, τόσο αυτών που πρωταγωνίστησαν σε αυτές και αυτών που συμμετείχαν και υποστήριζαν όσο όσων πρόσφεραν νομιμοποίηση στις μελανές και με βαθιές προεκτάσεις στον αγώνα στιγμές της πολεμικής εναντίον της συνέχισης του Επαναστατικού Αγώνα κρατώντας τη συνειδητή στάση της “ουδετερότητας” και απολαμβάνοντας τα χτυπήματα που δεχόμασταν. Επειδή μιλάμε για έναν νεκρό επαναστάτη που έπεσε σε μια συμπλοκή με μπάτσους στα πλαίσια μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης που σε ιστορίες ανάλογες σε άλλες χώρες ένας τέτοιος αγωνιστής συνηθιζόταν (και συνηθίζεται) να είναι ιερό πρόσωπο και κεντρικό αναφοράς του αγώνα, θα πούμε πως η πιο αποτελεσματική υποδαύλιση της πολιτικής απαξίωσής του είναι να “τιμάται” από αυτούς που θέλουν ηττημένο και νεκρό τον αγώνα του. Στις 10 Απρίλη του 2014 η μεγάλη βομβιστική επίθεση ενάντια σε 2 εκ των 3 θεσμών της τρόικας, Τράπεζα της Ελλάδας – παράρτημα της ΕΚΤ και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είχε την υπογραφή “Κομάντο Λάμπρος Φούντας” και έγινε από τους συνεχιστές του αγώνα για τον οποίον πέθανε ο σύντροφος, από τους συνεχιστές του Επαναστατικού Αγώνα. Μια πορεία στο κέντρο της Αθήνας εκτός της άλλης μεγάλης πολιτικής σημασίας που έχει και που προαναφέραμε, περνάει και από το σημείο που έγινε η επίθεση, η επίθεση του ζωντανού αγωνιστικά Λάμπρου Φούντα.
Ας αφήσουμε λοιπόν τα μνημόσυνα στη Δάφνη που προωθούν συγκεκριμένοι κύκλοι πέριξ του “ηττημένου” Επαναστατικού Αγώνα, της μετάνοιας, της πολεμικής εναντίον της σημασίας της ένοπλης επαναστατικής δράσης στον αγώνα. Ας αφήσουμε πίσω μας την ηττοπάθεια και την παραίτηση και ας κρατήσουμε ζωντανό στον επαναστατικό αγώνα τον σύντροφο Λάμπρο Φούντα. Ας γίνει ο σύντροφος ο φάρος όλων μας για την αναγέννηση του αγώνα για την κοινωνική Επανάσταση.
Τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα Πόλα Ρούπα – Νίκος Μαζιώτης