9/7/2021
Πόλα Ρούπα: Η πολύωρη αγόρευση/πρόταση του κου εισαγγελέα, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της, αφορούσε μια πολιτική τοποθέτηση. Στην ουσία ήταν μια πολιτική τοποθέτηση σε μία δίκη που κατά τον ίδιο δεν είναι πολιτική, για πράξεις που υποτίθεται δεν είναι πολιτικές. Και μάλιστα με αρκετά ειρωνικό τρόπο θα έλεγα, πράγμα που εγώ δεν έχω ξαναζήσει. Έχω ζήσει αρκετά δικαστήρια, αρκετές αγορεύσεις εισαγγελέων έχω ακούσει, αλλά ειρωνείες δεν έχω ακούσει. Ειρωνείες σ’ ένα βαθμό μάλιστα, πάρα πολύ προσβλητικές, τουλάχιστον σε κάποια σημεία, απέναντί μου. Και γι’ αυτό άλλωστε αντέδρασα κατ’ αυτόν τον τρόπο την προηγούμενη φορά όταν προσπάθησε να κάνει ένα συσχετισμό, έναν παραλληλισμό –δεν ξέρω τι ήθελε να πει, αλλά ούτε και με ενδιαφέρει– για μένα και τις επιλογές μου, με βιαστές. Γιατί πέρα από το τι είμαι και απ’ ό, τι έχω κάνει και το έχω αποδεχθεί, πέρα από τη πολιτική μου τοποθέτηση όλα αυτά τα χρόνια και τη συνέπειά μου τη πολιτική, είμαι και γυναίκα και φεμινίστρια. Και είμαι σφόδρα αντίθετη σε πρακτικές όπως αυτό το παράδειγμα το οποίο χρησιμοποίησε περί βιαστών, γιατί αυτά θεωρώ ότι είναι πραγματικά ειδεχθή εγκλήματα, και επ’ ουδενί δεν θεωρώ το πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ (σε εισαγωγικά), ως ειδεχθές. Γιατί έχουμε μάθει σήμερα –επηρεασμένοι πάρα πολύ όλοι– και η δικαστική εξουσία και η νομοθετική εξουσία, είναι επηρεασμένοι όλοι από την πολιτική εξουσία, τις δικές της βλέψεις και τις δικές της πολιτικές. Έχουν δηλαδή επηρεαστεί όλοι από αυτήν την προπαγάνδα που θέλει να παρουσιάζει την ‘‘τρομοκρατία’’ (πάντα σε εισαγωγικά, έτσι;) ως το ειδεχθέστερο όλων των εγκλημάτων, γιατί; Γιατί στρέφεται κατά της πολιτικής τάξης και κατά της δημόσιας τάξης, Και στην ουσία όταν μιλάμε για δημόσια τάξη –αυτά δεν τα λέω εγώ, τα λένε άλλοι όπως ο Μανωλεδάκης που σεβόσαστε, ο Λοβέρδος που δεν σεβόσαστε– ότι η δημόσια τάξη είναι μέρος της ίδιας της κρατικής υπόστασης και έτσι το ίδιο πράγμα απορρέει και από την τοποθέτηση που έκανε και ο κος εισαγγελέας. Έχω ακούσει από νομοθέτη, από νομικό πρόσωπο και έχω ακούσει και από την πολιτική εξουσία κυρίως, ότι για παράδειγμα ακόμα και οι βιαστές δεν διαπράττουν τόσο ειδεχθή εγκλήματα όσο ένας ‘‘τρομοκράτης’’. Έτσι; Αυτά είναι απαράδεκτα! Αν μιλάμε για απολυταρχισμό, γιατί είπε ο κος εισαγγελέας, ειρωνευόμενος πάλι, ότι στρέφονται οι ‘‘δήθεν’’ πολιτικοί κρατούμενοι ενάντια σε ένα ‘‘δήθεν’’ απολυταρχικό καθεστώς, με τις ‘‘δήθεν’’ πολιτικές πράξεις τους, κλπ. Ωραία; Αφού λοιπόν μιλάμε για απολυταρχισμό, μιλάμε και γι’ αυτό. Να μην δέχεται δηλαδή ένα καθεστώς εξουσίας ότι μπορεί να υπάρχει κάποιος που να διαφωνεί μαζί του, να μην δέχεται ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αντιτίθενται στις πολιτικές τους οι οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι απολυταρχικές. Και αυτό δεν είναι επειδή το λέω εγώ, ωραία; Θα σας διαβάσω τι λένε άνθρωποι που εσείς τους σεβόσαστε γιατί είναι νομικοί.
Μίλησε πολύ ώρα ο κος εισαγγελέας για το ζήτημα της έννομης τάξης. Εντάξει, έκανε κάποια ιστορικά και νοητικά άλματα και θα ήθελα να πω ότι το παράδειγμα των κοινωνιών που μόλις βγήκανε από τα σπήλαια και αποφάσισαν να συστήσουν μια κρατική εξουσία προκειμένου να μπορούν να συμβιώνουν για να μην σκοτωθούν, δεν είναι απλώς αναχρονιστικό, είναι μια τοποθέτηση η οποία δεν αντιστοιχεί ούτε καν στον 19ο αιώνα. Από τότε οι επιστήμες έχουν προχωρήσει, η κοινωνιολογία έχει προχωρήσει, η ανθρωπολογία επίσης. Ανθρωπολόγοι του 19ου αιώνα έχουν ανατρέψει αυτούς τους ισχυρισμούς και έχουν μιλήσει για προκρατικές κοινωνίες οι οποίες βίωναν μια μορφή οργάνωσης οριζόντια με βάση την αλληλεγγύη. Δεν τα λέω εγώ αυτά, τα λένε οι επιστήμονες, έτσι; Και μάλιστα χωρίς την ανδροκρατική εξουσία γιατί το κράτος και η πατριαρχία είναι άμεσα συνδεδεμένες και δεν υπάρχει το ένα φαινόμενο χωρίς το άλλο. Το κράτος και η πατριαρχία εμφανίστηκαν μαζί στην ιστορική εξέλιξη του ανθρώπου και μάλιστα ως έξωθεν επιβολή πάνω σε ήδη οργανωμένες κοινωνίες οι οποίες είχαν μητρογραμμικό χαρακτήρα, αλλά όχι μητριαρχικό. Η αρχή, δηλαδή το να ανάγεις την μητρογραμμική κοινωνία σε μητριαρχική είναι πάλι ένας αντικατοπτρισμός της λογικής του σύγχρονου ανθρώπου ο οποίος λέει ότι δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς αρχή, χωρίς εξουσία, χωρίς συγκεντρωτική εξουσία. Όμως αυτό είναι λάθος. Δεν το λέω εγώ, το λένε πάρα πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες –αλλά το έλεγαν και πιο παλιά– ότι ο άνθρωπος δεν ζούσε πάντα υπό καθεστώς κρατικού ελέγχου, υπό καθεστώς κρατικής εξουσίας και καταπίεσης. Έτσι; Αυτά είναι σύγχρονα φαινόμενα. Το φαινόμενο του κράτους, της κρατικής εξουσίας είναι τόσο περιορισμένο ιστορικά που είναι τελείως αναντίστοιχο σε διάρκεια από την διάρκεια της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης που υπήρχε, τελούσε, υπήρχε πάρα πολλές χιλιάδες χρόνια. Πολλές χιλιάδες χρόνια πριν και αυτές δεν ήταν πρωτόγονες, όπως τις παρουσιάζουν, έτσι; Με τα ρόπαλα και τις πέτρες που λαξεύανε για να πηγαίνουν να σκοτώνουν. Ή το φαινόμενο του σύγχρονου άντρα εξουσιαστή που παρουσιάζει την γυναίκα τότε να την τραβάει από τα μαλλιά και να τη σέρνει. Καμία σχέση! Αυτά είναι φαινόμενα τα οποία είναι ιστορικά παραδείγματα και είναι καταγεγραμμένα. Υπάρχουν πάρα πολύ επιστήμονες, να μην αρχίσουμε τώρα να μιλάμε για ποιοι έχουν γράψει σχετικά με αυτό. Και υπάρχει μάλιστα ένα σύγχρονο επιστημονικό πεδίο που έχει στο επίκεντρο την γυναίκα και αναλύουν την ανθρωπολογία, την εξέλιξη δηλαδή του ανθρώπου, με βάση τη γυναικεία οπτική και παρουσιάζουν εν ολίγοις επιγραμματικά και λίγο λαϊκά αυτά που λέω εγώ, αλλά με τεκμηριωμένες απόψεις. Ωραία; Οπότε η λογική που λέει ότι ο άνθρωπος βγήκε από τα σπήλαια και ξαφνικά αποφάσισε να φτιάξει ένα κράτος για να μην σκοτωθούνε μεταξύ τους οι άνθρωποι, είναι παντελώς αναχρονιστική και ανεδαφική και ξεπερασμένη. Η κρατική εξουσία σήμερα έχει εξοβελίσει τελείως τους πολιτικούς αντιπάλους, με αυτό που έλεγε κάποτε ο Λοβέρδος ‘‘αποπολιτικοποίηση εξ’ εφόδου’’ προκειμένου να τους καταστείλει ποινικά, εντάξει; Πριν από πολλά-πολλά χρόνια πάλι, το δίκαιο υπήρχε στις κοινωνίες, όπως είπε ο κος εισαγγελέας. Εξάλλου πάντα υπήρχε ένα δίκαιο στις κοινωνίες, πάντα υπήρχαν κανόνες. Ούτε κανένας μίλησε ότι ο σκοπός ενός δυναμικού πολιτικού αντιπάλου του καθεστώτος, όπως εγώ που έχω αυτή την ιστορία οραματίζεται μια κοινωνία χάους, χωρίς κανόνες και ο καθένας κάνει ό, τι θέλει. Αλλά οι κανόνες αυτοί και το δίκαιο αυτό που οραματιζόμαστε εμείς, είναι δομημένο σε άλλες βάσεις, έτσι; Όπου δεν θα υπάρχουν ταξικοί και κοινωνικοί διαχωρισμοί, όπου δεν θα υπάρχουν εθνοτικοί, φυλετικοί και οποιοιδήποτε άλλοι διαχωρισμοί και που οι άνθρωποι θα μπορούν –μπορούν, έχουν την δυνατότητα– να οργανώνονται και να αποφασίζουν για τη ζωή τους στη βάση οριζόντιων μορφών οργάνωσης. Αυτό είναι που πρεσβεύουμε, γι’ αυτό αγωνιζόμαστε και αυτό είναι που προπαγανδίζουμε με την ίδια μας την δράση και τον λόγο μας! Αυτό δεν είναι μια μηχανιστική σύλληψη δικιά μας, έτσι; Αντλείται από την ίδια την ανθρώπινη ιστορία που σας είπα πριν, ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να ζήσουν ωραία χρόνια, ειρηνικά χρόνια, χωρίς το κράτος. Το κράτος ήταν αυτό που εισέβαλε μέσα σε αυτές τις κοινωνίες και μετατράπηκαν σε φιλοπόλεμες, άρχισαν τα σύνορα να χωρίζονται, άρχισαν οι διαχωρισμοί κλπ, κλπ. Και επίσης, είναι αναχρονιστική και η τοποθέτηση η οποία λέει ότι ο καταμερισμός της εργασίας και η δημιουργία ταξικών συμφερόντων είναι αυτές που έφεραν τον ανταγωνισμό μέσα στις κοινωνίες, ο οποίος ανταγωνισμός, κάπως πρέπει να διευθετηθεί. Και πως πρέπει να διευθετηθεί και να οριοθετηθεί; Απ’ το κράτος. Ε, γι’ αυτό είναι αναχρονιστικό. Καταμερισμός της εργασίας πάντα υπήρχε στις κοινωνίες, που σας έλεγα. Οι οποίες κοινωνίες μητρογραμμικές που σας έλεγα, προωθούσαν κυρίως την γεωργία, ας πούμε. Γιατί υπάρχει και η άλλη αντίληψη γεωργία-κυνήγι, χαρακτηριστικά τα οποία βοήθησαν στην ανάπτυξη μιας πατριαρχικής κοινωνίας και της κρατικής εξουσίας, δεν ισχύει! Δεν το λέω εγώ. Θα σας πω μερικούς ανθρώπους, ορίστε: Ριάν Αϊσλερ, κοινωνιολόγος-ανθρωπολόγος και νομικός είναι. Βιολόγοι, παλαιοοντολόγοι ο Καμσύ, ο Elltris, o Στέφεν Τζέι Γκουλντ – ένα σωρό άνθρωποι είναι – έχουν μιλήσει και έχουν γράψει γι’ αυτά και τα έχουν προωθήσει. Βασισμένη πάντα αυτή η αντίληψη και σε ένα κίνημα κυρίως φεμινιστικό το οποίο ξεκινάει κυρίως τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Τελοσπάντων δεν θα μακρηγορήσω. Αλλά σε σχέση με τους κανόνες και μέχρι ακόμα και τον μεσαίωνα – γιατί το σύγχρονο κράτος κατάφερε να συγκροτηθεί με τα χαρακτηριστικά που έχει σήμερα και να γίνει συγκεντρωτική εξουσία μόλις τον 15ο αιώνα– ενώ πιο πριν γίνονταν εξεγέρσεις και επαναστάσεις παντού ανά την υφήλιο ενάντια σε αυτό το φαινόμενο της συγκεντρωτικής, κρατικής εξουσίας, ενάντια σε αυτό το φαινόμενο του ελέγχου σε όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής ζωής και ενάντια στην προοπτική να ασκείται το θετικό δίκαιο, όπως λέει και ένας σύγχρονος νομικός. Γιατί υπήρχε και ένα άλλο δίκαιο που βασιζόταν πιο πολύ στην ισορροπία, στην ισότητα, στην κοινωνική αλληλεγγύη, που απέκλειε τους κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς και που δεν έβαζε την γυναίκα ως υποδεέστερο όν. Μέσα σε όλους αυτούς τους αγώνες, υπήρχαν και γυναικείοι αγώνες. Στον δε μεσαίωνα τον 10ο και 11ο αιώνα, υπήρχαν οι λεγόμενες Χάρτες. Δεν ξέρω αν τις έχετε ακουστά αλλά οι Χάρτες ήταν εν είδει συνταγμάτων και μέσα σε αυτές κατατίθονταν οι νόμοι και οι κανόνες που επέβαλαν οι κοινωνίες στους άρχοντες προκειμένου να τους δεχτούν στις κοινότητές τους. Στους επίδοξους κρατιστές να το πούμε αλλιώς, ωραία; Και αυτοί οριοθέτησαν, επέβαλαν την εξουσία τους με εγκλήματα και όχι γιατί έγινε κάποια κοινή συμφωνία –που υπήρχε κάποιος καταναγκασμός αρχικά και που οι κοινωνίες, όπως έλεγε ο κος εισαγγελέας, άρχισαν σιγά-σιγά να αποδέχονται αυτή την υποταγή, να το πω έτσι, για να ρυθμίζεται η κοινωνική τους ζωή…. Ε, και αυτό δεν ισχύει! Αυτά όλα είναι καταγεγραμμένα από τον 19ο αιώνα, ωραία; Οι Χάρτες του μεσαίωνα λοιπόν, όπως… –μία μόνο να διαβάσω, μία– που το είχα γράψει σε αυτό το βιβλιαράκι που σας έδωσα. Οι πόλεις κατά το μεσαίωνα συνιστούσαν ομοσπονδίες μικρών κοινοτήτων, συντεχνιών και όριζαν το δικό τους δίκαιο. Και οι Χάρτες αυτές του 1118 μ. Χ. της Αμιέν, της Αμεβίλ, της Σουασόν, της Κομπιέν, της Σανλίς αναφέρονται στην αλληλοβοήθεια των μελών της κοινότητας και γράφουν ‘‘Όλοι οι εντός των ορίων της κοινότητας θα αλληλοβοηθούνται ανάλογα με τις δυνάμεις τους και κανείς δεν θα μπορεί να απειλεί πως θα αρπάξει τίποτα από κανέναν ή να υποχρεώσει τον οποιονδήποτε σε καταβολή εισφορών κλπ’’. Της Αμιέν και της Αμεβίλ έγραφαν ‘‘Καθένα από τα μέλη της κοινότητας θα είναι πιστό στα άλλα μέλη και θα τους παρέχει βοήθεια και συμβουλές σύμφωνα με τις επιταγές της δικαιοσύνης’’. Ο Γιλβέρτος του Νοζέν τώρα, έγραφε για την Κομμούνα –η Κομμούνα είναι το πρόταγμά μας και πρέπει να είναι ο πυρήνας της κοινωνικής οργάνωσης οριζόντια και αμεσοδημοκρατικά– έλεγε λοιπόν αυτός: ‘‘Η κοινότητα (Commune) είναι ένας όρκος αλληλοβοήθειας. Μια καινούργια και απεχθής λέξη’’. Εντάξει λάθος έκανε αυτός γιατί δεν ήταν καινούργια, ήταν πολύ αρχαία λέξη. Ήταν ο πιο αρχαίος τρόπος οργάνωσης των ανθρώπων για πάρα πολλές χιλιάδες χρόνια. ‘‘Χάρη σ’ αυτήν οι δουλοπάροικοι ελευθερώνονται από τη δουλοπαροικία, χάρη σ’ αυτήν η μόνη καταδίκη που έχουν να αντιμετωπίσουν, είναι η επιβολή ενός μόνιμα καθορισμένου προστίμου όταν παραβαίνουν το νόμο, αλλά έτσι θα σταματήσουν να καταβάλλουν τα ποσά που πάντα πλήρωναν’’. Κάπου αλλού, σε μια άλλη Χάρτα γράφανε για έναν βασιλιά τον Ροβέρτο που τον υποχρέωσαν να δεσμευτεί ότι δεν θα κλέβει τους ανθρώπους: ‘‘Δεν θα ληστεύω βόδια ούτε άλλα ζώα. Δεν θα απαγάγω εμπόρους, δεν θα παίρνω τα χρήματά τους και δεν θα ζητάω λύτρα. Από την ημέρα της Παναγίας έως την γιορτή των Αγίων Πάντων δεν θα αρπάζω άλογα, φοράδες ή πουλάρια από τα λιβάδια. Δεν θα καίω τους μύλους και δεν θα κλέβω το αλεύρι…Δεν θα προσφέρω άσυλο σε κλέφτες.’’ Με αυτούς τους όρους οι άνθρωποι που ήταν ειρηνικοί άνθρωποι και δεν χρειάζονταν κράτος για να συγκροτηθούν και να συμβιώσουνε, δεχόντουσαν αυτούς τους ‘‘τύπους’’ στις κοινότητές τους. Τους έλεγαν: Δέχεσαι αυτούς τους όρους; Αν τους δέχεσαι, μπορείς να ζήσεις μαζί μας. Αν δεν τους δέχεσαι –το δικό μας δίκαιο δηλαδή– και δεν κάνεις εγκλήματα εναντίον των κοινοτήτων μας, καλώς. Αλλιώς να σηκωθείς να φύγεις. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν κάπως έτσι η κατάσταση. Γιατί δεν είναι γραμμική η ανθρώπινη εξέλιξη. Έχει εξάρσεις, έχει διακοπές, έχει πισωγυρίσματα, έχει πάρα πολλές κατευθύνσεις, παρουσιάζεται μια πρόοδος εξελικτική, είτε τεχνολογική είτε οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση σε κάποιες περιόδους ενώ σε κάποιες άλλες περιόδους παρουσιάζει μια στασιμότητα. Είναι πολυσύνθετο το φαινόμενο και κάποιος που θέλει να ασχοληθεί και να μιλάει γι’ αυτό, πρέπει αν μη τι άλλο, να κάτσει σοβαρά να διαβάσει!
Όταν έλεγα ότι αυτά τα δικαστήρια έπρεπε να γίνονται υπό άλλους όρους, και το έλεγε και ο Λοβέρδος, ότι το πολιτικό ‘‘έγκλημα’’– και την ‘‘τρομοκρατία’’ την αναγνωρίζει εν πολλοίς ως μέρος του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’– ότι θα έπρεπε να ασχολούνται πολύ συγκεκριμένα πολλές επιστήμες ταυτόχρονα για να μπορούν να εξετάζουν αυτά τα φαινόμενα των δυναμικών πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος και όχι μέσα σε ένα στενό νομικό πλαίσιο. Όμως τα δικαστήρια μέχρι τώρα που έχω ζήσει εγώ, μπαίνουν μέσα σε αυτό το στενό πλαίσιο γιατί έτσι είναι τα πράγματα. Εντάξει, το έχω δεχτεί αλλά δεν μπορώ να μην απαντάω σε ιστορίες, αναλύσεις κλπ, οι οποίες δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, με την πραγματική ανθρώπινη ιστορία, αλλά κυρίως με προσβάλλουν. Με προσβάλλουν, με θίγουν και ως πολιτικό υποκείμενο και ως γυναίκα, εντάξει; Τώρα, επειδή υπήρχε στην τοποθέτηση του κου εισαγγελέα, υπήρχε ένας συνεχής αφορισμός σε σχέση με το ζήτημα ‘‘τρομοκρατία’’, θέλω να θίξω κάποια πράγματα. Για την ‘‘τρομοκρατία’’ έχουν γραφτεί πολλά αν και τα περισσότερα, έχουν ξεχαστεί. Δυστυχώς είμαι από τους ελάχιστους, μην πω και η μόνη, που εξακολουθώ και μιλάω. Και μάλιστα εγώ έχω μπει στον κόπο να διαβάσω νομικούς. Δηλαδή να δω τι λένε αυτοί οι άνθρωποι και για το άλφα ζήτημα και για το βήτα ζήτημα. Τους καταλαβαίνω παρόλο που δεν είναι νομικός και έχω πάρει κάποια βιβλία, έχω κάτσει να διαβάσω να δω τι λένε για το ζήτημα και έχω γράψει κιόλας πολλά πράγματα. Και επιμένω μέσα στα δικαστήρια να το υπερασπίζομαι αυτό το ζήτημα γιατί ναι, είναι πολιτικές αυτές οι δίκες. Ναι, αυτή η δίκη είναι πολιτική, αυτή η οργάνωση είναι πολιτική και εγώ είμαι ένα πολιτικό υποκείμενο! Δεν θα ήμουν αλλιώς ούτε στην φυλακή ούτε θα τα έκανα όλα αυτά –το έχω πει από την πρώτη στιγμή– αν δεν είχα ένα πολιτικό κίνητρο. Αν δεν είχα έναν πολιτικό στόχο, ένα όραμα –δεν μ’ αρέσει βέβαια αυτή η λέξη– τελοσπάντων, κάποιες βλέψεις, κάποιες κοινές επιθυμίες μέσα στην ομάδα –όχι ατομικές, έτσι;– κάποιους στρατηγικούς –να το πούμε– στόχους όπως είναι αυτό που σας έλεγα σε σχέση με το τι προωθούμε για την κοινωνική αλλαγή. Αυτά τα χαρακτηριστικά, υπάρχουν νομικοί που τα έχουν δεχτεί, ότι ναι, πρόκειται για πολιτικό ‘‘έγκλημα’’. Εγώ το έγκλημα το βάζω σε εισαγωγικά, αλλά αυτοί επειδή το αναφέρουν ως έχει, θα το χρησιμοποιήσω και εγώ ως έχει. Παρόλο που ένας συνήγορος μου έλεγε να μην το χρησιμοποιώ γιατί είναι πάρα πολύ αντιδραστικός ο Lobrozo, ότι δεν υφίσταται αυτή η έννοια για αυτές τις κατηγορίες των κρατουμένων, έτσι; Θα σας διαβάσω τι ακριβώς έλεγε αυτός. Αυτός λοιπόν έλεγε ότι ‘‘η ονομασία του εγκληματία που χαρακτηρίζει τους δράστες πολιτικών εγκλημάτων μοιάζει ακατάλληλη αλλά πρέπει εδώ να υποχωρήσουμε μπρος σε μια ανάγκη τεχνικής έκφρασης όντας ωστόσο πεισμένοι ότι ο πολιτικός εγκληματίας παρόλο που νομικά είναι τέτοιος, δεν είναι ποτέ εγκληματίας από δική του κοινωνική άποψη’’. Έτσι; Ο Ζαχαρόπουλος τώρα στο βιβλίο του Τσουκαλά έλεγε για τον πολιτικό ‘‘εγκληματία’’, σε εισαγωγικά πάντα, ότι ‘‘ούτε εχθρός της κοινωνίας είναι ούτε άγεται εις τας πράξεις του εξ ελατηρίων υλικών’’. Πού είναι τα ελατήρια; Το γεγονός ότι πήγα σε 2 τράπεζες νομίζετε ότι ήταν για να ‘‘αποκατασταθώ’’ οικονομικά; Δηλαδή ότι είχα την ανάγκη να επιβιώσω εκεί που ήμουνα και είχα και ένα παιδί που έπρεπε να επιβιώσει και να ζήσει μια κανονική ζωή, αυτό δεν είναι το κίνητρό μου, έτσι; Το κίνητρό μου για το τι έφτασα σε αυτό το σημείο να είμαι στη ‘‘παρανομία’’(σε εισαγωγικά), να είμαι καταζητούμενη, να είμαι επικηρυγμένη, να πρέπει να συνεχίσω να είμαι εκεί – γιατί πέρα όλων των άλλων που έχω πει= δεν ήθελα οικειοθελώς να μπω στη φυλακή και να αποχωριστώ και το παιδί μου, να το πάρουμε και έτσι. Οικειοθελώς να πω στο παιδί μου φεύγω τώρα να μπω σε μια φυλακή, έ, δεν θα το έκανα! Θα το έκανε με τη βία το κράτος. Αυτή ήταν η απόφασή μου! Όπως επίσης απόφασή μου ήταν να μπορέσω να σταθώ εκεί έξω και να συνεχίσω και έναν αγώνα! Ωραία; Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ναι, έπρεπε να κάνω και αυτά. Τι να κάνουμε; Αλλά δεν πήγαμε να τα πάρουμε από κανενός φουκαρά το σπίτι ούτε να βάλουμε το χέρι στη τσέπη κάποιου άλλου φουκαρά! Από τράπεζες τα πήραμε; Ναι από τράπεζες! Και ποιές είναι οι τράπεζες; Θα σας πω μετά. Και είναι απαλλοτρίωση και ας ειρωνεύεται ο κος εισαγγελέας γιατί η απαλλοτρίωση έχει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που λέγεται. Οι τράπεζες τώρα ληστεύουν το λαό και συσσωρεύουν πλούτο και απαλλοτρίωση σημαίνει ότι πας και παίρνεις πίσω –εντάξει;– και να τα βάλεις σε έναν αγώνα. Εν μέρει τα βάζεις αλλά πρέπει και να επιβιώσεις. Και όταν είσαι σε αυτόν τον χώρο της ‘‘παρανομίας’’ έχει άμεση σύνδεση με το γεγονός ότι είσαι μέρος ενός αγώνα και ότι πρέπει να τον συνεχίσεις. Αλλιώς δεν θα το έκανες. Σιγά μην πήγαινα εγώ από μόνη μου να μπαίνω σε τράπεζες, έτσι γενικώς γιατί βαριόμουνα να δουλέψω! Στη ‘‘παρανομία’’ ούτε στη Πρόνοια δεν μπορείς να πας να τους πεις ‘‘δώσε μου ένα πακέτο μακαρόνια’’, Είναι μονόδρομος, εντάξει; Είναι μονόδρομος! Και εφόσον πας σε τράπεζες, πας με ένα συγκεκριμένο σκεπτικό στο τέλος-τέλος, έχω μια άποψη για τις τράπεζες και πάω εκεί. Δεν πάω έτσι, γενικώς και αορίστως.
Έλεγε ο Ζασχαρόπουλος στον Τσουκαλά: ‘‘Σημαιοφόρος νέων ιδεών και εξ ευγενεστάτων αφορμώμενος συνήθως αρχών ας απολαμβάνει ως υπηρετικάς των αληθών συμφερόντων της πατρίδας του, είναι κατά τούτο μόνον ατυχής, καθόσον προχωρεί εις τας ατραπούς της προόδου ταχύτερον από τους συγχρόνους του, προς πραγμάτωσιν δε των σκοπών του επί ταχείαν των οποίων πλήρωσιν φιλοδοξών σπεύδει, μεταχειρίζεται μέσα και βίαια και αντικανονικά και αθέμιτα επί εξουδετερώσει της αντιδράσεως, καθόσον αγνοεί φραγμούς εν τη πολλάκις παραφόρω ιδεολογία του. Κατ’ ουδένα συνεπώς τρόπον δύναται να παραβληθεί προς τον κακοποιόν, κλέπτην ή φονέα, εις ους πρυτανεύει το ατομικόν ευτελές συμφέρον ή η ψυχική μοχθηρία’’. Αυτά τα γράφει το ’29 αυτός.
Το ζήτημα της ‘‘τρομοκρατίας’’ τώρα –γιατί δεν θέλω να μιλάω και 10 ώρες– είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, έτσι; Ο κος εισαγγελέας αναφέρθηκε στη σύμβαση του 2002. Η σύμβαση του 2002 όμως είναι εξέλιξη της σύμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 1977. Για τη σύμβαση του ’77 και με αφορμή τη σύμβαση αυτή του ’77 και με όλο το ρεύμα του αντάρτικου πόλεως που έλεγε ο κος εισαγγελέας ότι έχουμε αντάρτικο πόλης εδώ, αυτοί είναι εγκληματίες, δεν είναι πολιτικοί κρατούμενοι, δεν είναι αντίπαλοι του καθεστώτος, έτσι; Το αντάρτικο πόλης που ήταν σε εξέλιξη τη δεκαετία του ’70 που έγινε αυτή η σύμβαση του ’77 κατά της ‘‘τρομοκρατίας’’, η πρώτη, ήταν διάφορες οργανώσεις τότε μαρξιστολενισνιστικές· Στη Γερμανία η RAF, στην Ιταλία οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, οι Επαναστατικοί Πυρήνες στο Βέλγιο στα τέλη του 80, κλπ. Πολλές ήταν εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα όπως του IRA στην Ιρλανδία ή η ΕΤΑ στην Ισπανία που έκαναν βομβιστικές επιθέσεις, ανθρωποκτονίες, όλοι αυτοί διάφορα τέτοια ο καθένας για τους δικούς του πολιτικούς σκοπούς. Η συζήτηση ήταν πάρα πολύ μεγάλη και τότε δεν υπήρχε ομοιογένεια ούτε στην εκτελεστική εξουσία για το πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο και πώς θα το χαρακτηρίσει αλλά ούτε στη νομοθετική εξουσία ούτε στη δικαστική εξουσία. Τότε δεν υπήρχε αυτή η ομοιογένεια, αυτό το ‘‘μπετόν αρμέ’’ άποψη ότι αυτές εδώ οι πράξεις είναι τρομοκρατία, πάει και τέλος δεν είναι πολιτικές πράξεις αυτές! Υπήρχε διαφωνία. Ακόμα και εκείνη η σύμβαση του ’77, παρόλο που οι υπουργοί της Ε.Ε την είχαν υπογράψει, δεν την είχαν εφαρμόσει, ούτε καν στην Ελλάδα δεν την είχαν δεχτεί. Και σε πολλές άλλες χώρες δεν την είχαν δεχτεί αυτή τη σύμβαση, δεν την είχαν υπογράψει! Περάσανε κάποια χρόνια για να το κάνουν. Και με αφορμή αυτή την ιστορία ο Λοβέρδος έκατσε και έκανε τότε τη διατριβή του «για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα», ωραία; Βέβαια αυτός τώρα τα έχει ‘‘κάνει γαργάρα’’. Εντάξει δεν ξέρω, μάλλον αυτά θα τα έχει πάρει πίσω γιατί είναι και πολλά καιρό στη πολιτική εξουσία και άλλα κάνει, αλλά άλλα έλεγε τότε. Άλλα τότε ήταν άλλο το πολιτικό κλίμα, άλλη πολιτική συνθήκη οπότε άλλα έλεγαν και αυτοί όλοι, άλλα έλεγε και ο νομοθέτης ή μάλλον η πολιτική εξουσία. Για το ζήτημα τώρα της σύμβασης αυτής έγραφε τότε ο Λοβέρδος ‘‘ότι η σύμβαση του ’77 έχει ανάγκη μιας προηγούμενης διευκρίνησης. Η εδώ προσέγγισή της θα έχει ως αντικείμενο της επίδρασης το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος. Από 10-16 άρθρα της ενδιαφέρον έχουν…’’, αναφέρει εδώ κάποια άρθρα. ‘‘Αντικείμενο της σύμβασης σύμφωνα με το τίτλο της είναι «καταστολή της τρομοκρατίας» ή σύμφωνα με το προοίμιό της οι τρομοκρατικές πράξεις. Με βάση πάλι το προοίμιο στόχος της είναι να μην διαφεύγουν τη δίωξη και τιμωρία οι δράστες τέτοιων πράξεων, πράγμα που υλοποιείται κατά κύριο λόγο με την έκδοση.. ’’ Ήταν τότε το ζήτημα της έκδοσης και πώς το κράτος θα στέκεται απέναντι σε όλα αυτά. Και γράφει ο Λοβέρδος στη σημείωσή του από κάτω στην ίδια σελίδα, σελ. 55 σημ. 49: ‘‘Τον πολιτικό χαρακτήρα των τρομοκρατικών πράξεων δέχτηκαν οι υπουργοί δικαιοσύνης των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης στη συγκέντρωσή τους –τότε στη Γαλλία, και λένε– επέστησαν την προσοχή στο γεγονός ότι οι τρομοκρατικές πράξεις είναι τώρα ‘‘αυτόχθονες’’ (σε εισαγωγικά αυτό) –δηλαδή διαπράττονται σε σχέση με πολιτικούς σκοπούς στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και μπορούν να απειλήσουν την ίδια την ύπαρξη του κράτους παραλύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς’’. Δηλαδή κάτσανε και φτιάξανε μια σύμβαση στην οποία εξ αρχής είχαν αποδεχτεί ότι πρόκειται για πολιτικά ζητήματα, έτσι; Νομίζω γνωρίζουν όλοι τι ήταν η RAF ή οι Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Παρόλα αυτά αναγνωρίζανε ότι πρέπει να φτιάξουν μια σύμβαση καταπολέμησης, καταστολής αυτού του φαινομένου, πώς; Αποπολιτικοποιώντας το! Αυτός ήταν ο στόχος και έτσι πορευτήκανε από το 1977 μέχρι και σήμερα. Γράφει λοιπόν τότεο Λοβέρδος: ‘‘Η δικαιική άρνηση του πολιτικού χαρακτήρα ενός τρομοκρατικού φορέα μόνο ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης κάθε φορά έρευνας μπορεί να γίνει δεκτή και όχι με βάση κάποιο γενικής ισχύος σταθερό και συγκεκριμένο αποπολιτικοποιητικό κριτήριο. Και από κανένα άλλο νομοθετικό κείμενο δεν προκύπτει σαφώς το σταθερό και αποπολιτικοποιητικό κριτήριο της τρομοκρατίας. Η διατύπωση των νομοθετικών κειμένων που αναφέρονται στη τρομοκρατία μπορεί έμμεσα να διαφανεί πως η αποπολιτικοποίησή της συνδέεται άμεσα με τις παραβιάσεις των ποινικών κανόνων που η άσκησή της συνεπάγεται. Βασικό λοιπόν αν όχι μοναδικό επιχείρημα γι’ αυτή τη καταδίκη σε πολιτική ‘‘ανυπαρξία’’ είναι αυτές οι παραβιάσεις. Συγκρίνονται δηλαδή οι έννοιες της πολιτικής και της εγκληματικότητας και αλληλοαναιρούνται. Η μία δεν επιδέχεται την άλλη, μπορεί όμως μια πράξη προσβάλλοντας κάποιο έννομοι αγαθό να είναι εγκληματική και ως τέτοια να τιμωρείται ανάλογα και με τις σχετικές διατάξεις του ποινικού νόμου αλλά γιατί αυτή η τιμώρηση να επιδέχεται αυτοδίκαια συμπεράσματα λοιπόν περί του μη πολιτικού χαρακτήρα της πράξης αυτής;’’ Ρωτάει αυτός και συνεχίζει: ‘‘Μια πράξη λοιπόν ή γενικότερα μια τακτική μπορεί να ‘‘υπάρχει’’ (σε εισαγωγικά το υπάρχει), να τιμωρείται αν και εφόσον παραβιάζει κάποια διάταξη του ποινικού νόμου. Ποινικός νόμος δηλαδή και έννομη τάξη είναι δύο έννοιες που δεν είναι εξ ορισμού αδιάσπαστες εκτός αν απολυτοποιηθούν στη συγκεκριμένη εμπειρική τους διάσταση, όπως συμβαίνει σήμερα’’. Ένα στοιχείο δηλαδή του απολυταρχισμού –λέει αυτός, όχι εγώ– υπάρχει μέσα σ’ αυτό το δικαστήριο και μέσα στον 187Α με τον οποίο εγώ δικάζομαι. Αυτά τα λέει ο Λοβέρδος, δεν τα λέω εγώ. Γιατί αυτή η απολυτοποίηση που είναι στοιχείο ενός απολυταρχικού καθεστώτος, συμβαίνει σήμερα και έχει γίνει κοινώς αποδεκτό. Κανένας δεν κάθεται να εξετάσει στην ουσία αν πρόκειται ή δεν πρόκειται – και δεν λέω εγώ να το πάρετε εξ αρχής ότι είναι– αλλά κανένας δεν κάθεται να το εξετάσει. Γιατί το να το εξετάζει από μόνο του αυτό, σημαίνει ότι δημιουργεί μια ρωγμή σε αυτό που υπηρετεί αυτή τη στιγμή στο συγκεκριμένο, περιορισμένο ιστορικό χώρο. Και λέει τώρα: ‘‘Η παραβίαση συγκεκριμένου ποινικού νόμου μπορεί να αποσκοπεί στη δημιουργία νέας έννομης τάξης γιατί η βούληση αλλά και οι σχετικές πρακτικές που την υλοποιούν μπορεί να συγκαταλέγονται στο χώρο της πολιτικής.
Αν αντίθετα με βάση αυτή την παραβίαση του ποινικού νόμου κρίνεται η πολιτική ανυπαρξία μιας πράξης, τότε το μέτρο που καθορίζει το πολιτικό ή μη χαρακτήρα της τελευταίας είναι ο ίδιος ο κανόνας του ποινικού δικαίου, πράγμα που σημαίνει ότι αποπολιτικοποιούνται μια σειρά διαδικασιών, πράξεων και αντιλήψεων μέσω της ποινικοποίησής τους’’. Αυτό ζω εγώ εδώ και πολλά χρόνια, αλλά το ζω γιατί ήδη το έχουν ζήσει και άλλοι. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που υπήρχαν διχογνωμίες απέναντι στο ζήτημα του αν ο ‘‘τρομοκράτης’’ είναι πολιτικό υποκείμενο ή δεν είναι. Και τελευταία τέτοια διχογνωμία –πιθανότατα τη γνωρίζετε– είναι αυτή του Pohle (Πόλε) του Γερμανού μέλους της RAF που εκδικαζόταν στην Ελλάδα το αίτημα περί μη έκδοσής του στη Γερμανία. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να εκδοθεί γιατί είναι πολιτικός κρατούμενος. Τελικά όμως ο Άρειος Πάγος έκανε μια παρέμβαση και είπε ότι δεν είναι πολιτικός κρατούμενος αυτός, είναι τρομοκράτης, άκυρη η απόφαση για τη μη έκδοση, οπότε πρέπει να εκδοθεί, ωραία; Η τελευταία διχογνωμία στην ελληνική νομοθεσία ήταν αυτή. Έκτοτε, όλοι συμφωνούν ότι η εξ εφόδου αποπολιτικοποίηση των σε εισαγωγικά ‘‘τρομοκρατικών’’ πράξεων, είναι καθεστώς. Και ως τέτοια πρέπει να δικάζεται γιατί κάνουν την άλφα πράξη, τη βήτα πράξη, τη γάμα πράξη· χωρίς να κοιτάμε –γιατί δεν μας ενδιαφέρει κιόλας– γιατί όπως λέει και η εκτελεστική εξουσία το να κάθεσαι μόνο και μόνο και να προσπαθείς να εξηγήσεις με κοινωνικούς και πολιτικούς όρους αυτό το φαινόμενο έχεις μπει στη συζήτηση του ‘‘τρομοκράτη’’, άρα δεν πρέπει καν να το κάνεις αυτό. Αυτό είναι απολυταρχισμός! Ένα καθεστώς το οποίο δεν φοβάται, αναγνωρίζει ότι απέναντί του υπάρχουν πολιτικοί αντίπαλοι οι οποίοι όμως πολιτικοί αντίπαλοι δεν γίνεται να μην παραβιάζουν κάποιο νόμο, Αλλιώς τι πολιτικοί αντίπαλοι είναι στο τέλος-τέλος; Για εκείνη τη σύμβαση του ’77 γράφει πάλι ο Λοβέρδος σε μια σημείωση: ‘‘Είναι σαφές –λέει– ότι κινήθηκε στα όρια της πολιτικής επιταγής να κατασταλεί με κάθε τρόπο η τρομοκρατία, μιας επιταγής που απαιτούσε τα μέσα να παρακαμφτούν όλα τα ειδικότερα ζητήματα που έθετε η επιστήμη του ποινικού δικαίου. Πρόκειται δηλαδή για περίσταση αυταρχικής απολιτικοποίησης’’. Το λέει και το ξαναλέει, δεν είναι μια φορά! Άλλος. Αναφέρει εδώ πέρα σε μια υποσημείωση, πάλι ο Λοβέρδος, ένα Γάλλο Μαλέ, σε ένα βιβλίο που είναι κάποιου Ροσέρ –εγώ δεν τους ξέρω αυτούς– «για το μοντέλο και την ανάλυση του φαινομένου της τρομοκρατίας». Και λέει αυτός τώρα: ‘‘επιβάλλουν τον χαρακτήρα του αντάρτικου των πόλεων και το χαρακτηρίζουν εγκληματικό σαν να υπάρχει μια ασυμφιλίωτη αντίφαση ανάμεσα στη πολιτική και την εγκληματικότητα. Εν τούτοις η επαναστατική πολιτική είναι αναγκαστικά εγκληματική’’. Και συμπληρώνει τώρα ο Λοβέρδος ότι μπορεί και να μην είναι. Αλλά είναι κοινώς αποδεκτό, τότε ήταν αποδεκτό αυτό το πράγμα.
Επίσης, ο κος εισαγγελέας μιλώντας για το ζήτημα του 187Α αναγνώρισε κάτι το οποίο… επειδή εγώ δεν είναι νομικός αλλά καταλαβαίνω ότι αναγνώρισε ρητώς όχι έμμεσα, την αντισυνταγματικότητά του, λέγοντας ότι είναι ασαφής. Όταν λέει για παράδειγμα ο 187Α ‘‘σε τρόπο και έκταση μπορεί να βλάψει, κλπ…’’ είπε κατά λέξη ‘‘ότι έχει ασάφεια’’. Χρόνια τώρα οι δικηγόροι μας καταθέτουν ενστάσεις μαζί με το ζήτημα της αναρμοδιότητας του δικαστηρίου για το πολιτικό ‘‘έγκλημα’’, για την αοριστία του 187Α και συνεπώς την αντισυνταγματικότητά του. Ο κος εισαγγελέας το είπε από μόνος του. Δεν ξέρω δεν έκανε κάποια αίσθηση αυτό, εγώ πραγματικά αναρωτιέμαι. Όμως το τι προσβάλλει τελικά ο 187Α, εντάξει δεν είναι ο κος εισαγγελέας ο πρώτος που το έχει κάνει –το έχουν κάνει και άλλα δικαστήρια και δικά μας –το έννομο αγαθό που προσβάλλεται καταλήγετε ότι είναι η δημόσια τάξη. Για το ζήτημα της δημόσιας τάξης λοιπόν, εφόσον είναι η δημόσια τάξη, δεν στρέφεται η δράση, οι πράξεις, ευθέως –λέει– ενάντια στο κράτος, δεν προσβάλλεις άμεσα τη πολιτική εξουσία, τον κρατικό μηχανισμό δηλαδή, άρα δεν είναι πολιτικό. Πολιτικό είναι μόνο το πραξικόπημα! Δηλαδή μόνο οι πραξικοπηματίες οι οποίοι βγαίνουν και ανατρέπουν και το καταφέρνουν κιόλας ένα καθεστώς, αυτοί έχουν το δικαίωμα να αποκαλούνται πολιτικοί εγκληματίες, εσείς όχι γιατί στρέφεστε ενάντια στη δημόσια τάξη γιατί αυτό δεν είναι πολιτικό. Η δημόσια τάξη δεν είναι δηλαδή πολιτικό, είναι κάτι άλλο, εντάξει; Ο Μανωλεδάκης ο οποίος –σεβόσαστε πάρα πολύ, το ξέρω– έγραφε στο «Ποινικό Δίκαιο» για αυτό το ζήτημα για το αν είναι δηλαδή οι πραξικοπηματίες πολιτικοί εγκληματίες ενώ οι άλλοι δεν είναι. Έλεγε κατ’ αρχήν αυτός: ‘‘Αν ξεκινήσουμε από τη λογική αφετηρία ότι ο ‘‘πολιτικός εγκληματίας –αυτός το βάζει όλο σε εισαγωγικά, έτσι;– είναι εχθρός της κατεστημένης πολιτικής εξουσίας θα πρέπει από την αρχή (εξ ορισμού) να αποκλειστεί ο ορισμός αυτός για όλα τα πρόσωπα που είναι ενταγμένα στον υπαλληλοστρατιωτικό μηχανισμό του κράτους. Με την ένταξή τους σ’ αυτόν οι υπάλληλοι –πολιτικοί και στρατιωτικοί– απαλλοτριώνουν κάθε δικαίωμα για δυναμική αντίσταση στο καθεστώς’’. Συνεχίζει, να το διαβάσω όλο, έχει ενδιαφέρον: ‘‘Θα ισχυριστεί ίσως κανείς πως αυτή είναι μια κάπως πλασματική αντιμετώπιση του θέματος, μια νομικίστικη αντίληψη. Δεν είναι ωστόσο σωστή αυτή η ενδεχόμενη επίκριση γιατί και με εξωνομικά κριτήρια δεν μπορεί να αξιώσει προστασία ο άνθρωπος που εμφανίζεται να υπηρετεί το πολιτικό καθεστώς της χώρας του ενώ βρίσκεται σε τέτοια αντίθεση με αυτό που του επιβάλλει συνειδησιακά και αποφασίζει τελικά μια δυναμική ενέργεια εις βάρος του. Στο σημείο αυτό δεν έχει επιλογή, ή μένει και δεν ‘‘εγκληματεί’’ –το εγκληματεί το βάζει πάλι σε εισαγωγικά αυτός– κατά του πολιτικού καθεστώτος ή παραιτείται’’. Άρα, ο Μανωλεδάκης έχει εκ των προτέρων αποκλείσει αυτό που η σύγχρονη νομολογία έχει κάνει κανόνα να αναγνωρίζει ως πολιτικό έγκλημα, μόνο τα πραξικοπήματα. Γιατί; Γιατί τα πραξικοπήματα γίνονται από μέλη του κρατικού μηχανισμού, στρατιωτικούς. Αυτός τη δεκαετία που το έγραφε, έλεγε ότι αυτοί πρέπει να αποκλειστούν. Άλλοι είναι οι πολιτικοί ‘‘εγκληματίες’’. Σε εισαγωγικά μάλιστα ο Μανωλεδάκης το βάζει πάντα, ωραία; Τι ορίζει αυτός ως πολιτικό ‘‘έγκλημα’’; ‘‘Η ανατροπή –λέει– μιας πολιτικής εξουσίας και μάλιστα σήμερα –αυτό είναι για τη δημόσια τάξη, έτσι;– που το κράτος διαθέτει τελειοποιημένο τεράστιο μηχανισμό εξουδετέρωσης των αντιπάλων του, δεν γίνεται στα χαρτιά ούτε με ευχολόγια. Για να φθάσει ο πολιτικός ‘‘εγκληματίας’’ στο στόχο του πρέπει να προσβάλλει θέλοντας και μη –θέλοντας και μη λέει, έτσι;– ένα πλήθος από έννομα αγαθά έτσι ώστε πάντοτε το έγκλημά του να εμφανίζεται σύνθετο. Το κράτος είναι ένα έννομο αγαθό περιχαρακωμένο με άλλα έννομα αγαθά ανθρώπινες ζωές, προσωπικές ελευθερίες, εγκαταστάσεις, υπηρεσίες κλπ. Για να φθάσεις σ’ αυτό πρέπει να περάσεις από τα αγαθά τούτα που η προσβολή τους δεν αποτελεί με το κριτήριο της αντικειμενικής θεωρίας πολιτικό αλλά κοινό έγκλημα. Έτσι ενώ η προσβολή που αποβλέπει στην ανατροπή της πολιτικής εξουσίας καταλήγει αντικειμενικά σε σύνθετο πάντα πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ ή και σε μόνο κοινό, αν ο δράστης είχε την… ατυχία να συλληφθεί στην αρχή πραγμάτωσης του σχεδίου του’’. Τι πιο απλό; Ο Μανωλεδάκης το λέει! Ο Μανωλεδάκης συμφωνεί με αυτά που λέμε εμείς, ωραία; Για τη τρομοκρατία απαντήθηκε. Θα σας διαβάσω και τι έλεγε και ο Μανωλεδάκης για τη τρομοκρατία. Καταλήγει τι είναι πολιτικό: ‘‘Οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονται ανάμεσα σε πολιτικές ομάδες και όχι σε άτομα’’ Εντάξει, ο Επαναστατικός Αγώνας δεν είναι πολιτική ομάδα; Και συνεχίζει: ‘‘Τα μέλη αυτών των ομάδων, όταν δρουν μέσα στα πλαίσια των σκοπών τους και παραβαίνουν με τη δράση τους τον ποινικό νόμο, έχουν το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται πολιτικοί αντίπαλοι και ‘‘πολιτικοί εγκληματίες’’. Ώστε ‘‘πολιτικός εγκληματίας’’ μπορεί να χαρακτηριστεί ο ενταγμένος σε οργάνωση με πολιτικό σκεπτικό που επιδιώκει, δηλαδή την ανατροπή, μεταβολή, κλονισμό –δεν το λέω εγώ ο Μανωλεδάκης το λέει, όχι μόνο να το ανατρέψεις και όχι μόνο να το έχεις κάνει, έτσι;– πίεση – λέει και πίεση, δηλαδή και μια ομάδα πίεσης κατ’ αυτόν που παραβιάζει το νόμο μπορεί ως τέτοια να χαρακτηριστεί ως πολιτικό υποκείμενο, ωραία; και συνεχίζει– πίεση του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος και τελεί αξιόποινες πράξεις, ανταποκρινόμενες στο σκεπτικό αυτό και πρόσφορες για ίδιος σκοπούς ίδιος, εφόσον ο ίδιος δεν έχει οποιαδήποτε υπαλληλοστρατιωτική ιδιότητα’’. Αυτά έλεγε ο Μανωλεδάκης. Στο άλλο βιβλίο τώρα στο «Ασφάλεια και Ελευθερία» που το έβγαλε το 2001 για τον 187 –για το 2001 που αναφέρθηκε και ο κος εισαγγελέας για τον 187 και τις συμβάσεις τότε για τη καταπολέμηση της τρομοκρατίας, κλπ– ‘‘Ο πραγματικός όμως στόχος αυτής της νομολογίας ήταν η θέσπιση και στην Ελλάδα ενός σκληρού νομοθετικού πλαισίου για την άσκηση της ποινικής καταστολής και μέσω αυτού για τον έλεγχο του πληθυσμού. Είναι γνωστή και ομολογείται από τους ίδιους τους Αμερικανούς θεωρητικούς –μα ξέρουμε όλοι ότι ο 187Α είναι εισαγόμενος, από την Αμερική έχει έρθει κατευθείαν. Ο Μανωλεδάκης απ’ ότι έχω διαβάσει έχει μια έντονη αντίθεση με τα ιμπεριαλιστικά, να το πω έτσι, χαρακτηριστικά του αμερικανικού κράτους και κυρίως για την επιρροή σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, και της νομικής, και της νομολογίας και της δικαστικής εξουσίας έξωθεν. Δηλαδή από κέντρα εξουσίας άλλα, υπερατλαντικά. Λέει λοιπόν: ‘‘Είναι γνωστή και ομολογείται από τους ίδιους τους Αμερικανούς θεωρητικούς η σημασία που δίνει η υπερδύναμη στη ποινική καταστολή. Ο συνδυασμός της με την άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής, η χρησιμοποίηση του ποινικού συστήματος για τον αποτελεσματικό έλεγχο των ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού και η προσπάθεια αμερικανοποίησης του ποινικού δικαίου των άλλων κρατών που καταβάλλεται από τις ΗΠΑ. Σε εκτέλεση των προαποφασισμένων κινήσεων της κυβέρνησης ο υπουργός Δικαιοσύνης τότε το 2001 –και λέει για τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, και λέει τι έγινε, γιατί έφυγε τότε. Κανένας δεν έμεινε, έφυγαν όλοι όσους καλέσανε. Από την Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, για τις εκδηλώσεις που έγιναν εναντίον του σχεδίου τότε, με ομιλητές τον Αργυρόπουλο, τον Παρασκευόπουλο, Αναγνωστόπουλο, τον Παπαχαραλάμπους, από την Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδας υπήρξαν αντιδράσεις, ο Πανούσης είχε φύγει, ο ίδιος είχε φύγει, ο Καρράς είχε φύγει, ο Κασομάτης επίσης. Δεν είχε μείνει κανείς στην επιτροπή. Έκατσε μόνος του τότε ο Μιχάλης Σταθόπουλος του ΠΑΣΟΚ, έβγαλε ένα νόμο και πήγε σε μια βουλή να το ψηφίσουνε και η βουλή ήταν άδεια και γράφει τώρα ο Μανωλεδάκης: ‘‘Τελικά πέρασε από τη Βουλή με τη συνδρομή βουλευτών της ΝΔ και ψηφίστηκε στην ολομέλεια. Και εκεί συνέβη το πρωτοφανές για τέτοιας σημασίας νομοσχέδιο γεγονός να ψηφιστεί τούτο από 20 (!) βουλευτές επί συνόλου 300 απ’ τους οποίους 8 ήταν του ΠΑΣΟΚ και 12 της Ν.Δ, να καταψηφιστεί από 2 του ΠΑΣΟΚ ενώ οι βουλευτές του ΚΚΕ και του Συνασπισμού είχαν φύγει τελικά. Έτσι τελείωσε άδοξα η προϊστορία του νόμου 2928/2001 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας με αυτόν τον εξωφρενικό τρόπο’’. Αυτά έλεγε ο Μανωλεδάκης. Πώς εξηγεί τώρα όλο αυτό; ‘‘Η σκλήρυνση της ποινικής καταστολής που εκφράζεται σήμερα στο τόπο μας με το σχέδιο νόμου του υπουργείου δικαιοσύνης αυτό για τον 187 και 187Α για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος –που λέει σε κάποιο άλλο σημείο ότι είναι για τη τρομοκρατία αλλά δεν την κατονόμαζε τότε, απλά ήρθε μετά να την κατονομάσει μετά με τον δεύτερο νόμο τον 187Α– δεν είναι ελληνικό μόνο φαινόμενο αλλά ευρωπαϊκό φαινόμενο που εμφανίζεται σε όλη την Ευρώπη με τις ευλογίες και τη καθοδήγηση των ΗΠΑ’’. Πάλι η Αμερική! ‘‘Η ευρωπαϊκή ποινική νομοθεσία ιδίως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη θέσπιση του Χάρτη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στη Ρώμη το 1950 διακρινόταν για το ανθρωπιστικό και φιλελεύθερο με την κοινωνικοπολιτική έννοια του όρου προσανατολισμό της. Σήμερα –λέει– την εποχή της παγκοσμιοποίησης επιβλήθηκε ήδη στον ευρωπαϊκό χώρο οικονομικίστικη αντί για την ανθρωπιστική ιδεολογία και παράλληλα στο παγκόσμιο χώρο οι ΗΠΑ επικράτησαν ως η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η περίφημη Διακήρυξη της Ευρώπης των Λαών αποδείχτηκε χίμαιρα και αντικαταστάθηκε από την Ευρώπη του χρήματος και των οικονομικών συμφερόντων ενώ και σε παγκόσμιο επίπεδο η διεθνής νομιμότητα προσδιορίζεται από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ΗΠΑ και το δίκαιο του ισχυρότερου. Σε μια τέτοια πραγματικότητα σήμερα –αυτό τώρα μου θυμίζει αυτά που έγραφε ο Τσουκαλάς που έλεγε για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ότι είναι χίμαιρα· τα γράφει ο Λοβέρδος σε μια σημείωση– το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς διευρύνεται. Ολόκληροι λαοί ή ομάδες πληθυσμών περιθωριοπούνται και οδηγούνται σε απελπισία και εξαθλίωση. Για την αντιμετώπιση της κοινωνικής έκρηξης που έρχεται οι ισχυροί της γης χρειάζονται μια αυστηρή και σκληρή ποινική νομοθεσία και δικαιοσύνη προκειμένου όχι βέβαια να αντιμετωπίσει και να εξουδετερώσει το οργανωμένο έγκλημα που και οι ίδιοι πολλές φορές υποθάλπουν αλλά να τιθασέψουν τις κοινωνικές αντιδράσεις για να εξουδετερώσουν τους αντιπάλους της νέας τάξης πραγμάτων. Αυτό έχει ως στόχο η σχεδιαζόμενη και επιχειρούμενη σε ευρωπαϊκό επίπεδο ένταση της ποινικής καταστολής και σε αυτούς θα εφαρμοστούν οι νόμοι για την αντιμετώπιση δήθεν του οργανωμένου εγκλήματος. Το σχέδιο νόμου για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος μέσα σε αυτό το κλίμα για το σχεδιασμό εντάσσεται και δεν πρέπει να το βλέπουμε σαν μια δική μας ελληνική αποκλειστικά μεμονωμένη περίπτωση άστοχης νομοθετικής πρωτοβουλίας’’. Άστοχης λέει, ωραία; Συνεχίζει: ‘‘Μέτρα αντικοινωνικά όπως αυτά που επιχειρήθηκαν με τις προτάσεις για το ασφαλιστικό και μέτρα ποινικής καταστολής όπως αυτά που υιοθετούνται στο σχέδιο νόμου για τον 187 για το οργανωμένο έγκλημα πάνε χέρι-χέρι και υπηρετούν την ίδια παγκόσμια και ευρωπαϊκή λογική’’. Συμφωνώ και υπογράφω. Αυτά που συμβαίνουν σήμερα, ασφαλιστικό, ‘‘μνημόνια’’, επιτήρηση, ιδιωτικοποιήσεις, ξεπούλημα της δημόσιας γης, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, κατασχέσεις, άνθρωποι που πετιούνται στον δρόμο, δικαστήρια γι’ αυτό το λόγο, άνθρωποι που θα μπουν στη φυλακή για χρέη, κλπ. Η σκλήρυνση της ταξικής επίθεσης απέναντι στους αδύναμους πάνε χέρι – χέρι με αυτό που λέει και αυτός, τη σκλήρυνση του ποινικού πλαισίου, του κατασταλτικού πλαισίου, της ποινικής καταστολής, ωραία; Όχι μόνο απέναντί μας, απέναντι σε όλη τη κοινωνία. Γιατί βλέπουμε η τωρινή κυβέρνηση ειδικά, έχει μια τάση ωμά, καθαρά και ξάστερα να σκληρύνει και να κάνει όλο και πιο αυστηρό το ποινικό πλαίσιο και να φθάσουμε σε ένα σημείο αυτή τη στιγμή είμαστε 12.000 κρατούμενοι στην Ελλάδα και δεν χωράμε είναι υπερπλήρεις οι φυλακές, να πάμε στις 20.000, στις 30.000 και να μην αποφυλακίζεται ποτέ όποιος μπαίνει μέσα. Ε, αυτό θέλουν! Άρα ο Μανωλεδάκης τα έλεγε τώρα και για το ζήτημα ‘‘τρομοκρατία’’ γενικότερα. Πάλι έλεγε και για τις ανισότητες, στο ίδιο βιβλίο. ‘‘Σε μια εποχή ‘‘Σε μια εποχή όπου η διακίνηση ανθρώπων και αγαθών έχει υπερπολλαπλασιαστεί, η τεχνολογία και τα έξυπνα μηχανήματα έχουν υποκαταστήσει την ανθρώπινη εργασία αλλά και το ‘‘άνοιγμα της ψαλίδας’’ ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, –το ταξικό κριτήριο το έχει συλλάβει ο άνθρωπος και το έλεγε μάλιστα στην αρχή του βιβλίου για την ανάλυση του ποινικού δικαίου ότι είναι ζήτημα συσχετισμών και των κοινωνικών και ταξικών διαχωρισμών το πώς κινείται το ποινικό δίκαιο– αναπτυγμένους, αναπτυσσόμενους ή υπανάπτυκτους δραματικά μεγαλώνει, η ασφάλεια του κοινωνικού χώρου δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται στα προηγούμενα επίπεδα, όσα μέτρα καταστολής και αν ληφθούν. Βιώνουμε μια κοινωνία κινδύνου, ιδίως οι προηγμένες χώρες της Δύσης, και αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση πως οφείλεται στο ίδιο το κοινωνικό μας σύστημα και, συνεπώς, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μέτρα ποινικής καταστολής, σε αποφασιστικό τουλάχιστον βαθμό. Αν τα μέτρα αυτά αυξηθούν υπερβολικά, θα οδηγήσουν σε αλλοίωση του συστήματος και μακροπρόθεσμα στην ανατροπή του. Καμία σιδερένια εξουσία δεν άντεξε ιστορικά. Αν πάλι επιδιώξουμε την ασφάλεια (σε απόλυτο πάντα βαθμό) χωρίς δραματική σκλήρυνση της εξουσίας, τότε είναι βέβαιο πως θα κινηθούμε προς τη λύση της ανατροπής του συστήματος πάλι, κάτι βέβαια που με ειρηνικά, ‘‘φυσιολογικά’’ μέσα δεν μπορεί να επιτευχθεί, αφού ιστορική παλινδρόμηση με φυσιολογική εξέλιξη δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στη λογική της ιστορίας’’. Συνεχίζει παρακάτω: ‘‘Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε πως ιστορικά, στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας, η ποινική καταστολή –πέρα από την πραγματική αντιμετώπιση του εγκλήματος– έχει και έναν άλλο (μη ομολογούμενο επίσημα) προορισμό: Την ιδεολογική χειραγώγηση και τον αποφασιστικό έλεγχο των μαζών, τη δημιουργία ‘‘αποδιοπομπαίων τράγων’’ του κοινωνικού χώρου για την περιθωριοποίηση και τελική εξόντωση των στοιχείων που την απειλούν ‘‘εκ των έσω’’ (του εσωτερικού δηλαδή, εχθρού) και τον εκφοβισμό των δυσαρεστημένων ή των μη φρόνιμων πολιτών. Όλα αυτά στοχεύουν στην εδραίωση της εξουσία’’. Και κάνει λόγο, μιλάει για κατάχρηση της ποινικής καταστολής με τον 187Α με τον οποίο έχουμε δικαστεί εμείς, ουκ ολίγες φορές.
Ο κος εισαγγελέας επίσης έλεγε για το ζήτημα της τρομοκράτησης ενός μέρους του πληθυσμού. Ποιό είναι τώρα αυτό το μέρος του πληθυσμού; Εντάξει, μπορεί κάποιοι να φοβούνται κάποιοι πολύ ισχυροί. Ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων) μπορεί να φοβάται λίγο ή μπορεί να φοβάται και το ίδιο το κράτος γιατί εδώ όντως υπάρχει ένα θέμα ότι ‘‘αν εγώ –το κράτος δηλαδή– δεν είμαι πανίσχυρο και να μην μπορώ να έχω το μονοπώλιο της βίας της εξουσίας, κλπ, έ, τότε, αμφισβητείται η παντοδυναμία μου!’’ Αυτό είναι ένα ζήτημα, σίγουρα. Έτσι; Όμως ο Μανωλεδάκης σε σχέση με το τι φοβάται ο απλός πολίτης, η συντριπτική δηλαδή πλειοψηφία των ανθρώπων, λέει… Αλλά πριν σας διαβάσω τι λέει, συγνώμη λίγο γιατί ο ο κος εισαγγελέας εδώ χρησιμοποίησε και το ζήτημα των ανθρωποκτονιών, μιλώντας για τις τρομοκρατικές πράξεις. Εδώ δεν έχουμε ανθρωποκτονία σε καμία φάση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα δεν υπάρχει αυτή η πρακτική, έτσι; Δεν ξέρω για ποιο λόγο το χρησιμοποιούσε με τόση έμφαση. Μάλλον, για να δημιουργήσει μια ιδιαίτερη φορτικότητα… στην ομιλία του. Ο Μανωλεδάκης λέει και : ‘‘Για να μιλήσουμε ειλικρινά, οι άνθρωποι που ανήκουν στο χώρο των ‘‘κυβερνωμένων’’ και όχι των ‘‘κυβερνώντων’’, πιο πολύ πανικοβάλλονται από την παράλογη τέλεση εγκλημάτων, ανώμαλων ή περιθωριακών ατόμων, τα οποία δεν συλλαμβάνονται και κυκλοφορούν μεταξύ μας, χαρακτηριζόμενα ως ‘‘δράκοι’’ ή ως ‘‘αόρατοι βιαστές’’ ή ‘‘ληστές της νύχτας’’, παρά από τις μεμονωμένες ανθρωποκτονίες ή αρπαγές ανθρώπων της εξουσίας, που εντάσσονται σ’ ένα σκεπτικό πολιτικής ανατροπής, δηλωμένο ρητά από τους δράστες’’. Και για τις ανθρωποκτονίες που κάνουν κάποιοι για πολιτικούς λόγους, όπως κάποιες οργανώσεις έχουν κάνει κατά το παρελθόν, έλεγε, σιγά τώρα μην φοβάται ο απλός πολίτης μην τον σκοτώσουν, γιατί αυτοί στοχεύουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Το ζήτημα του να τρομοκρατήσει κάποιος έναν πληθυσμό πάλι παραμένει αόριστο. Ποιος είναι αυτός ο πληθυσμός; Κατ’ εμέ, δεν στέκει ο όρος πληθυσμός όταν μιλάς για μια αισχρά μειοψηφία εξουσιαστών. Δεν είναι γενικά πληθυσμός αυτός, πληθυσμός είναι οι πολίτες που ζουν σε μια χώρα. Αυτός είναι πληθυσμός, έτσι; Αλλά ο ορισμός του 187Α βάζει αυτό τον όρο για να προσδώσει χαρακτηριστικά γενικευμένης τρομοκράτησης που δεν υπάρχουν! Και πάρα πολλοί νομικοί όπως βλέπετε δεν τον αναγνωρίζουν καν. Αυτά τα λέει ο Μανωλεδάκης απαντώντας στο σκεπτικό της νομολογίας του 187 και του 187Α. Ρωτάει τώρα αυτός για να απαντήσει στο ερώτημα ‘‘τα εγκλήματα τρομοκρατίας αποτελούν πολιτικά εγκλήματα; Από τον ίδιο τον ορισμό που προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έκδοση απόφασης πλαισίου σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας πως ο σκοπός του δράστη τρομοκρατικών πράξεων ορίζεται διαζευτικά για αποσταθεροποίηση, καταστροφή πολιτικών, συνταγματικών, οικονομικών δομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού αλλά και ο αδικαιολόγητος εξαναγκασμός δημόσιων αρχών ή διεθνούς οργανισμού να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν απ’ την εκτέλεση αυτή, συνάγεται ότι τόσο κατά την αντικειμενική εκτίμηση, καταστροφή, αλλοίωση, αποσταθεροποίηση των πολιτικών συνταγματικών δομών όσο και κατά την υποκειμενική θεώρηση του πολιτικού εγκλήματος επιδίωξη-στόχοι του δράστη ο χαρακτήρας των τρομοκρατικών πράξεων ως πολιτικών εγκλημάτων δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αποκλειστεί. Ο διαφορισμός μεταξύ «πολιτεύματος» και «δημόσιας τάξης» –είναι αυτό που είπα πριν και που ανέλυσε και ο κος εισαγγελέας– και το επιχείρημα ότι η προσβολή του πρώτου μόνο συνιστά αντικειμενικά πολιτικό έγκλημα, ενώ η προσβολή κατά της δεύτερης (όπου εντάσσονται και οι τρομοκρατικές πράξεις) όχι, είναι εντελώς αβάσιμος, εννοιοκρατικά τυπολατρικός και εκτός πραγματικότητας. Όπως και άλλοτε είχα τονίσει, προσβολή του πολιτεύματος, με σκοπό τη βίαιη μεταβολή, αλλοίωση ή ανατροπή του, χωρίς προηγούμενη ή παράλληλη προσβολή της ‘‘δημόσιας τάξης’’ –τη δημόσια τάξη, την έχει σε εισαγωγικά– και της ‘‘πολιτειακής εξουσίας’’ –επίσης την έχει σε εισαγωγικά– ως αυτοτελώς προσβαλλομένων μεγεθών στο ποινικό δίκαιο δεν νοείται στην ιστορική πραγματικότητα’’, λέει. ‘‘Τα δυο αυτά μεγέθη αποτελούν τον ‘‘προθάλαμο’’ του έννομου αγαθού «πολίτευμα» και τον προστατευτικό περίγυρό του. Για να προσβάλλει κανείς το «πολίτευμα» πρέπει να περάσει αναγκαία μέσα ή πάνω από αυτούς που το προστατεύουν και από το ειρηνικό status μέσα στο οποίο διασφαλίζεται τούτο. Στις μέρες μας ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος της τρομοκρατίας συνιστά αναμφίβολα ανορθόδοξη (εγκληματική με το ισχύον δίκαιο) πολιτική έκφραση, δηλαδή πολιτικό έγκλημα. Οι αποσχιστικές βλέψεις των Ε.Τ.Α και IRA, οι επαναστατικές της ‘‘Φράξιας Κόκκινος Στρατός’’ (της RAF –εδώ το επαναστατικές το έχει χωρίς εισαγωγικά ο Μανωλεδάκης για τη Φράξια Κόκκινος Στρατός και τις Ερυθρές Ταξιαρχίες– και των ‘‘Ερυθρών Ταξιαρχιών –αλλά και ο θρησκευτικός ‘‘Ισλαμικός Ιερός Πόλεμος’’ (Djihad)’’ Ακόμα και τους τζιχαντιστές που πάει ο άλλος και παίρνει ένα φορτηγό και πάει σε μια αγορά και σκοτώνει δεν ξέρω και εγώ πόσους δεν τους αποκλείει εξ’ αρχής· Εντάξει, σαφώς θα υπάρχει μια διαφοροποίηση γιατί κάπου γράφει για την αναλογία μέσων και σκοπού και για το πώς τελοσπάντων πρέπει να υπάρχει μια συγκεκριμενοποίηση κάπως των πολιτικών στόχων σου, αλλά εξ’ αρχής δεν τους αποκλείει. Δεν γράφει ποιού εννοεί μεμονωμένους ή οργανώσεις αλλά δεν τους αποκλείει. Και συνεχίζει για τους Djihad: ‘‘δεν είναι λογικό να κριθούν, καταρχήν τουλάχιστον, ως εγκληματικές οργανώσεις χωρίς πολιτικές επιδιώξεις και πολιτικό σκεπτικό και (αντικειμενικά) με δραστηριότητες που, αν πετύχαιναν το στόχο τους, δεν θα συνεπάγονταν πολιτικές και συνταγματικές μεταβολές! Και όμως, εκ προοιμίου, η θέση του διεθνούς νομοθέτη είναι να αποκλείσει γενικά, εκ των προτέρων και χωρίς εξαίρεση το χαρακτηρισμό του πολιτικού εγκλήματος από οποιαδήποτε πράξη τρομοκρατικής δραστηριότητας. Έτσι ορίζεται ότι (ως τρομοκρατικά) αναφερόμενα εγκλήματα ‘‘δεν θα θεωρούνται πολιτικά ή εγκλήματα που εμπνέονται από πολιτικά κίνητρα’’ (άρθρο 1 του ν.1789 του 1978 απ’ τη κύρωση της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη καταπολέμηση και καταστολή της τρομοκρατίας) –είναι αυτό – έστω και για τις ανάγκες απλώς του θεσμού της έκδοσης μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών–, ρήτρα που επαναλαμβάνεται στο προοίμιο της Απόφασης-πλαίσιο, όπως προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή’’, είναι αυτό που σας διάβασα πριν. Παρακάτω λέει: ‘‘Προσωπικά πιστεύω πως το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ εξακολουθεί να αποτελεί ζωντανή και χρήσιμη έννοια του ποινικού δικαίου. Όσο υπάρχουν πολιτικοί αγώνες, θα υπάρχουν και πολιτικές πράξεις που θα υπερβαίνουν τα υφιστάμενα όρια νομιμότητας, χαρακτηριζόμενες ως εγκλήματα με τους όρους του θετικού δικαίου. Στους δράστες αυτών των πράξεων αρμόζει η ιδιότητα του ‘‘πολιτικού εγκληματία –πάλι εδώ βάζει εισαγωγικά ο Μανωλεδάκης– και η αντίστοιχη ευμενέστερη γι’ αυτόν μεταχείριση που προβλέπει η συνταγματική και ποινική νομοθεσία των φιλελεύθερων έννομων τάξεων’’. Με τη μόνη διαφορά ότι όχι μόνο δεν μας αναγνωρίζετε ως τέτοιους αλλά συνέχεια αντιμετωπίζουμε ένα ολοένα και πιο αυστηρότερο πλαίσιο ποινικής αντιμετώπισης. Δηλαδή τα κάνεις μέσα στα πλαίσια του 187Α δεν θα φας 5, θα φας 15 χρόνια. Η άλλη πράξη είναι 10, έ, τότε θα φας 15 και να μην αποφυλακίζεσαι ποτέ Αυτό θέλουν τελικά!. Επιβαρυντική συνέχεια και συνιστά επιβάρυνση ακριβώς για το γεγονός ότι πρόκειται για πολιτικές πράξεις όμως, μη ομολογούμενες. Γιατί έτσι ξεκίνησε και όλη η φιλοσοφία των συμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ’77, όπως έλεγε και ο Λοβέρδος αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται να αντιμετωπίσουν ένα πολιτικό φαινόμενο. Αλλά πώς θα το αντιμετωπίσεις το πολιτικό φαινόμενο; Αποπολιτικοποιώντας το, ‘‘εξ εφόδου’’, με αυταρχικό τρόπο, όλα αυτά δηλαδή που γράφουν αυτοί εδώ και με τα οποία κανένας από αυτούς δεν συμφωνεί, ωραία;
Και για το ζήτημα της δημόσιας τάξης, το ίδιο λέει και ο Μανωλεδάκης, τα ίδια λέει και ο Λοβέρδος. Για τη δημόσια τάξη ο Λοβέρδος έγραφε το εξής: ‘‘Το τρομοκρατικό ‘‘έγκλημα’’ στρέφεται ενάντια της δημόσιας τάξης ενώ το πολιτικό έγκλημα εναντίον του κράτους και της πολιτικής τάξης. Πρόκειται για τη ξεπερασμένη θεώρηση του κράτους ως αποκλειστικού δέκτη και αφετηρίας της πολιτικής και για την αποδοχή τετελεσμένων αντικειμενικών θεωριών περί του πολιτικού εγκλήματος σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν ορισμένα πολιτικά έννομα αγαθά στις προσβολές των οποίων εξαντλείται η πολιτική εγκληματικότητα.’’ Αυτά. Έχουν και άλλα μέσα γράψει, θα διαβάσω μόνο τα βιβλία, δεν μπορούμε να το εξαντλήσουμε. Δεν είναι άλλωστε και πολύ λειτουργικό αλλά δεν είναι τα μόνα που αναφέρονται και που σχετίζονται με αυτή τη δίκη και που αποδομούν –δεν το κάνω εγώ, εντάξει, γιατί εγώ είμαι κατηγορούμενη και μπορώ να λέω ό, τι λέω σύμφωνα με εσάς– αυτά τα λένε αυτοί. Διάβασα βιβλία ανθρώπων που εσείς τους σέβεστε και δεν είναι οι μόνοι, είναι πάρα πολλοί άλλοι, ωραία;
Όσον αφορά το ζήτημα της επανάστασης τώρα. Αναφέρθηκε ο κος εισαγγελέας ότι ‘‘η επανάσταση είναι άλλο πράγμα, δεν ξέρω πώς θα γίνει, αν θα γίνει μηχανιστικά ή ίσως γιατί κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα βγουν όλοι μαζί έξω και θα ανατρέψουν ένα καθεστώς;’’ Αυτό δεν υπάρχει πουθενά ιστορικά. Των επαναστάσεων προηγούνται μειοψηφίες, μη σας πω ότι τις επαναστάσεις κυρίως μειοψηφίες τις κάνουν. Αυτό δεν το λέω πάλι εγώ, το λένε και νομικοί. Αλλά τώρα να ψάχνω να τους βρω όλους για τέτοια ζητήματα θα κάτσουμε μέχρι το βράδυ, ωραία; Νομίζω και ο Σπυρόπουλος το γράφει στο «Δικαίωμα αντίστασης» ότι η επανάσταση γίνεται από δυναμικές μειοψηφίες και ότι η επανάσταση βασίζεται και στη συναίνεση μιας σιωπώσας πλειοψηφίας. Αν και δεν το δέχομαι αυτό, να σας πω την αλήθεια. Εγώ δεν είπα ότι θα κάνω καμιά επανάσταση μόνη μου ή με μια μειοψηφία συντρόφων μου. Εγώ λέω ότι προωθώ μια δράση και μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που έχει να κάνει με τα ‘‘μνημόνια’’, που έχει να κάνει με την αντισυνταγματικότητα των ‘‘μνημονίων’’, ότι όλα αυτά τα έχω πει και θα τα ξαναπώ περιληπτικά, και αυτό που ξέρω είναι ότι η ανθρωπότητα είναι ότι των επαναστάσεων όλων προηγούνται κάποιες δυναμικές ή αισχρές μειοψηφίες –πάρτε το όπως θέλετε– οι οποίες κρατούνε ζωντανό ταυτό που λέμε επαναστατικό πνεύμα μέσα στις κοινωνίες. Γιατί όπως έλεγε και ένας ιστορικός σύντροφός μας που έχει πεθάνει, αλλά είναι παγκοσμίου φήμης, ο Μάρεϋ Μπούκτσιν, Αμερικανός καθηγητής πανεπιστημίου ‘‘οι κοινωνίες στις οποίες το επαναστατικό πνεύμα δεν υπάρχει, είναι νεκρές κοινωνίες’’. Αυτός έχει γράψει 4 τόμους για την ιστορία των επαναστάσεων, που κατ’ εμέ θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία και το έχω πει και σε άλλο δικαστήριο αυτό. Γιατί πραγματικά ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει πώς φθάνουμε ως σήμερα και τι επαναστάσεις, πόσο αίμα έχει χυθεί από την κρατική εξουσία για να τις καταστείλει. Στο βιβλίο που σας έδωσα έχω πολλά παραδείγματα επαναστάσεων που έχουν γίνει σχεδόν αναίμακτα και το αίμα έρρεε ποτάμι όταν κατεστάλησαν από το κράτος. Οι επαναστάτες λοιπόν μπορούν υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν για να κρατάνε ζωντανό, αυτό που λέμε επαναστατικό πνεύμα. Το επαναστατικό πνεύμα μέσα στις κοινωνίες είναι πνεύμα ανανέωσης αυτών των κοινωνιών. Ακόμα και αν δεν καταφέρεις να κάνεις μια επανάσταση στη βιολογική σου πορεία και δεν προλάβεις να την πραγματώσεις και πεθάνεις, οι επαναστάσεις θα γίνονται. Κάποια στιγμή θα γίνει και αυτή. Όμως το θέμα είναι ότι πρέπει να κρατάς ζωντανά τα μηνύματα και πρέπει να προσπαθείς να απαντάς και να αντιμετωπίσεις αυτό που έλεγε ο κος εισαγγελέας ότι εθελούσια υποτάσσονται οι άνθρωποι, όχι εγώ δεν το πιστεύω, παραιτούνται. Όταν έχεις έναν άνθρωπο και τον έχεις δεμένο για πολύ καιρό, κάποια στιγμή δεν θα μπορεί να κουνήσει τα χέρια του και τα πόδια του. Πόσο μάλλον όταν είναι οι άνθρωποι είναι δεμένοι για αιώνες υπό την κρατική εξουσία και λογικά η βούληση ατονεί, έτσι; Η ατομική βούληση ατονεί. Η δυνατότητα του ανθρώπου να διαχειρίζεται τα πράγματά του μόνος του, ατονεί. Αυτό είναι μια πορεία η οποία είναι μακροχρόνια.
Μια ευκαιρία μας δόθηκε το 2010 –όχι εμάς αλλά ως κοινωνία– που είχαμε ομολογουμένως κατάλυση του Συντάγματος, και εφόσον ο κος εισαγγελέας είναι τόσο ένθερμος υποστηρικτής του Συντάγματος, γιατί δεν αντέδρασε τότε; Τότε είχαμε κατάλυση συντάγματος που πάλι δεν το λέω εγώ, το λένε συνταγματολόγοι. Τα έγραψε ο Κασιμάτης, τα έγραψε ο Χρυσόγονος, είχαν καταγγείλει τα ‘‘μνημόνια’’, τις συμβάσεις δανεισμού, είχαν πει ποιες διατάξεις είναι σφόδρα αντίθετες με το Σύνταγμα. Και μάλιστα ο Κασιμάτης σε βιβλία του και σε διαλέξεις του, αφού είχε απογοητευτεί ο άνθρωπος γιατί κανένας δεν τον άκουγε, είχε γράψει ότι ενεργοποιείται το 120, να τα πάρει ο λαός τα πράγματα στα χέρια του. Όμως ο λαός δεν τα πήρε στα χέρια του αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή δεν τα πήρε στα χέρια του και δεν έγινε καμιά ανατροπή της συγκεκριμένης παράνομης εξουσίας, σημαίνει ότι αυτοί είναι νόμιμοι. Δεν είναι νόμιμοι! Δηλαδή ή θα δεχτούμε ότι είναι ένα καθεστώς αντισυνταγματικό, η πολιτική του είναι αντισυνταγματική άρα το ίδιο είναι παράνομο, οπότε πρέπει να ανατραπεί, αλλά αφού όμως δεν ανατραπεί, τότε τι είναι; Νόμιμο; Το δίκαιό τους είναι σε ισχύ ή δεν είναι; Αφού ήταν αντισυνταγματικά και τα ‘‘μνημόνια’’ δεν έχουν λήξει και υπάρχει κατάλυση του Συντάγματος απ’ το 2010 και αυτή η συνθήκη δεν έχει ανατραπεί μέχρι σήμερα, παραμένουμε σε ένα καθεστώς το οποίο είναι παράνομο. Δηλαδή κυβερνόμαστε από ένα καθεστώς που εξακολουθεί να είναι παράνομο. Τα ‘‘μνημόνιο’’ δεν έχει πάψει και μέχρι το 2070 θα είμαστε υπό καθεστώς ελέγχου για να πληρούμε τις προϋποθέσεις των ‘‘μνημονίων’’ που έγιναν το ’10, για τα λεφτά που πήραμε απ’ το ’10-’11-’15. Με τη μόνη διαφορά ότι σήμερα δεν θα έχουμε λεφτά να παίρνουμε, απλώς θα πρέπει να κάνουμε αυτά που μας έχουν πει να κάνουμε από τότε Το ασφαλιστικό, τα εργασιακά, όλα αυτά είναι όροι των ‘‘μνημονίων’’ του ’10 -’11.
Και να σας πω και κάτι; Επειδή τα ανέλαβα και όλα, σας έβγαλα και από τη βάσανο να ψάχνετε να βρείτε και στοιχεία, ωραία; Άμα δεν είχα αναλάβει όλα αυτά τα πράγματα, και μάλιστα για τη τράπεζα Πειραιώς στο νοσοκομείο Σωτηρία δεν υπήρχε καν δίωξη! Το έκανα από μόνη μου, οικειοθελώς. Και αντί να σου λένε και ευχαριστώ, σε ειρωνεύονται και από πάνω, έτσι; Γιατί; Γιατί επειδή τα υπερασπίζομαι; Άμα δεν το είχα κάνει, θα έπρεπε ο κος εισαγγελέας να ψάχνει να βρει στοιχεία ότι είναι ή δεν είναι ένοχη εδώ ή ότι εκεί λέει είναι αθώα, κλπ, κλπ, δεν θα έμπαινε σε αυτή τη διαδικασία. Το γεγονός βέβαια ότι εισπράττω εγώ ειρωνεία, είναι γιατί αντιστέκομαι! Ή μήπως επειδή είμαι και γυναίκα; Ρωτώ. Μπορεί! Γιατί προφανώς δεν είναι και συνηθισμένο το φαινόμενο αυτό, έτσι; Μια γυναίκα να υπερασπίζεται τις επιλογές της μπροστά στα δικαστήρια για τόσα χρόνια, μέσα απ’ τη φυλακή, να είναι στη ‘‘παρανομία’’ με το παιδί της, να κάνει ό, τι κάνει και πολιτικά να συνεχίζει, ωραία; Προφανώς ξενίζει αυτή η στάση. Εντάξει, παραβιάζω τα πρότυπα τα γυναικεία, (βρε παιδί μου), το έχω κάνει και το κάνω, ωραία; Εντάξει και συνεχίζω να το κάνω, έ, τιμή μου και καμάρι μου! Αλλά προφανώς αυτό, κάποιους ενοχλεί, άνδρες! Για να πω την αλήθεια, από γυναίκα τέτοια αντιμετώπιση δεν έχω δει. Εντάξει; Προφανώς, υπάρχει θέμα. Αλλά είπα ότι όλη η επιλογή, ακόμα και το να παραμείνω στη ‘‘παρανομία’’, πέρα απ’ αυτά που είπα, και στο τέλος-τέλος δεν ήθελα οικειοθελώς να αφήσω το παιδί μου και να το αποχωριστώ, πολιτικά η επιλογή μου να παραμείνω εκεί που ήμουνα είχε να κάνει με όλα αυτά που λέμε από το ’10 και μετά. Είχα πλήρη συνείδηση ότι βιώναμε μια συνθήκη κοινωνική στην οποία έχουν παραβιαστεί όλα, όλα πραγματικά. Δεν έχει μείνει και τίποτα άλλο που να έχει μείνει όρθιο, ακόμα και από το δικό σας νομικό και συνταγματικό πλαίσιο. Και τα διάβαζα, τα ήξερα, ωραία; Αυτό ήταν υποχρέωσή μου στο τέλος-τέλος. Μπορεί να μην υπήρχαν πλέον αντιδράσεις, εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω, πώς το λένε; Και δεν ήταν ζήτημα κεκτημένης ταχύτητας, ήταν ζήτημα πολιτικής επιλογής, πολιτικής συνείδησης. Δεν είναι ότι έφθασα σε αυτό το σημείο και εγκλωβίστηκα στις επιλογές μου, δεν ήμουν θύμα των επιλογών μου, ήταν ζήτημα πολιτικής συνείδησης. Λέω, άντε έστω και μόνη μου, δεν βαριέσαι. Παραιτήθηκε όλος ο κόσμος τότε, άντε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Κάτι να ‘‘κινήσουμε’’ γιατί όλα αυτά είναι εξωφρενικά που ζούμε σήμερα. Και τα ‘‘μνημόνια’’, όλες αυτές οι κατοχικές συμβάσεις, όλα αυτά είναι εξωφρενικά. Είπα, δεν είμαι εγώ κανένας υπερασπιστής, υπέρμαχος του Συντάγματος, η δικαστική εξουσία είναι ο υπερασπιστής και εσείς, το λέει και ο Σπυρόπουλος αυτό, δεν το λέω εγώ, δύο φορές υποχρέωση να αντιδράσετε γιατί οι δημόσιοι υποτίθεται … λειτουργοί έχουν δώσει και όρκο σε αυτά. Ωραία; Αλλά δεν ανέχομαι όταν γίνεται κατάλυση, απόλυτη κατάλυση του Συντάγματος με ένα σωρό άρθρα το ’10 -’11 να μη μιλάει κανένας αλλά όταν ερχόμαστε εδώ πέρα, όλοι να είναι υπέρμαχοι του Συντάγματος και να ερχόμαστε να μιλήσουμε για το πόσο εγκληματίας είναι η Ρούπα. Δεν έχω να πω κάτι άλλο. Αυτά.
Μισό λεπτό! Δεν τελείωσα, έχω να πω και για τις κατηγορίες, συγνώμη.
Ειρωνεύτηκε πάλι ο κος εισαγγελέας, το ζήτημα με τις ληστείες-απαλλοτριώσεις και για το τι γινόταν μέσα. Βέβαια θα τα πει και η συνήγορός μου για να μη μακρηγορώ, ότι δεν είναι φαιδρότητα αυτό που ζήσαμε εδώ με τους μάρτυρες. Γιατί δεν είναι το μόνο δικαστήριο, κατ’ αρχήν, γιατί πρώτα απ’ όλα δεν μπορείς να μιλάς έτσι για τους μάρτυρες, αλλιώς γιατί τους φέρνεις να τους εξετάσεις; Ας τους εκεί που είναι, μην τους καλείς, ας μιλήσουμε γι’ άλλα θέματα! Ωραία; Το ζήτημα της φαιδρότητας σε σχέση με το τι λέγανε και το γεγονός ότι φοβηθήκανε μην έρθει η αστυνομία δεν είναι η αντιστροφή της πραγματικότητας, όπως έλεγε ο κος εισαγγελέας. Είναι η ίδια η πραγματικότητα. Αυτό το ζήσαμε σε όλες τις πράξεις αυτές –δεν είναι και πολλές– είναι πολύ λίγες, αλλά όπου εξετάσαμε σε δικαστήριο μάρτυρα από τράπεζα που γινόταν απαλλοτρίωση που ειρωνευόταν ο κος εισαγγελέας, τα ίδια έλεγαν. Στα δε Μέθανα που δικαζόταν ο σύντροφός μου ο Νίκος ο Μαζιώτης που είχαν πάει δύο, αυτός και άλλος ένας να πάρουν από εκεί τα λεφτά, ήρθε η καθαρίστρια εδώ πέρα στο δικαστήριο και τη ρωτάνε –εγώ την εξέταζα και της λέω– σας απείλησε κανένας; Λέει αυτή, όχι. Σας πήρε κανείς τα λεφτά σας, τα πορτοφόλια σας; Όχι, κανένας. Σας έβρισε κανένας; Όχι. Σας τρομοκράτησε; Όχι! Φοβηθήκατε; Όταν χτύπησε ο συναγερμός, λέει, φοβήθηκα. Τη ρωτάω: Γιατί φοβηθήκατε όταν χτύπησε ο συναγερμός;. Μα λέει το τμήμα ήταν απέναντι και αν ερχόταν η αστυνομία τι θα γινόταν; Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος οι μάρτυρες που μιλήσανε έτσι. Στη Κλειτορία δε της Αχαΐας, σας έλεγα ότι οι καταγγελίες των μαρτύρων κατηγορίας, όχι για τον Μαζιώτη που ήταν εκεί, αυτοί κατηγορούσαν την αστυνομία για το πώς αντέδρασε απέναντι σε αυτό το γεγονός που είχαν βγει έξω και πυροβολούσαν αδιακρίτως, και οι άλλοι έπεφταν κάτω από τα αυτοκίνητα και στα πεζοδρόμια για να μην τραυματιστούν και τρέχανε οι άνθρωποι να πάρουν τα παιδιά τους από τους δρόμους γιατί ήταν ένας αστυνομικός που την ‘‘είχε δει Ράμπο’’ και πυροβολούσε δεξιά και αριστερά. Πραγματικά γεγονότα είναι αυτά. Η αντιστροφή της πραγματικότητας δεν είναι αυτή που είπε ο κος εισαγγελέας, εντάξει; Και σε άλλο δικαστήριο, εξεγέρθη ο κος εισαγγελέας τότε όταν έγινε αυτή η κατάθεση από την μάρτυρα, την καθαρίστρια στην τράπεζα των Μεθάνων, γιατί λέει: Τι γίνεται εδώ πέρα; Θα πέσει η κατηγορία της ληστείας γιατί η ληστεία προϋποθέτει ότι πρέπει να απειλήσεις, να ασκήσεις βία. Έτσι δεν λέει; Με την απειλή βίας, δεν λέει ο νόμος; Ε, και τρελάθηκε και φώναζε. Εντάξει είναι αστείο, αλλά έτσι ήταν! Άμα είσαι ευγενικός και δεν μπαίνει μέσα κάποιος τρελαμένος, να το πω έτσι, να κάνει διάφορα, έτσι γίνεται. Όταν πάνε κάτι ευγενικοί τύποι και τους λένε ‘‘μην ανησυχείτε, τα λεφτά της τράπεζας θέλουμε να πάρουμε και θα φύγουμε, μην πατάτε το συναγερμό γιατί αν έρθει η αστυνομία, δεν μπορώ να σε προστατεύσω’’, αυτά τους έλεγα εγώ. Ωραία; Κοίταζα να προστατεύσω τον εαυτό μου μην κοιτάω και σένα –ας πούμε– γιατί μπορεί να γίνει χαμός εδώ πέρα αν έρθει η αστυνομία. Όταν λες έτσι, ο άλλος σου λέει αυτό δεν το θέλω. Πάρτα και φύγε, αυτό σου λένε όλοι, ωραία; Και τι λέω όταν μπαίνω εγώ μέσα στις τράπεζες, που έλεγα ο κος εισαγγελέας, ότι αυτή είναι τρελή, ότι βγήκε από τρελοκομείο ο άλλος, έ, είναι μεγάλη προσβολή αυτή αν έλεγα για απαλλοτρίωση. Ποιος είπε εγώ τι έλεγα; Είναι μεγάλη προσβολή αυτή. Καταλαβαίνανε όλοι, δεν χρειαζόταν να πω κάτι άλλο. Απλώς έμπαινα μέσα και τους έλεγα ‘‘παιδιά γρήγορα-γρήγορα, ήρεμα-ήρεμα, μην πατήσετε το συναγερμό γιατί αν έρθει η αστυνομία δεν μπορώ να σε προστατεύσω’’. Αυτό με ένοιαζε και να ηρεμήσουν. Αυτές ήταν οι λέξεις. Το ό, τι έχει μπει στην καθομιλουμένη να λέμε ‘‘ληστεία – ληστεία’’, εντάξει, εμένα δεν με πειράζει που ήρθε ο άλλος και είπε ή μπορεί και να μην είπε ‘‘ληστεία’’, δεν έχει και τόσο σημασία στην ουσία για να μπεις μέσα. Εγώ δεν είχα πει αυτή τη λέξη. Όχι γιατί είχα ιδεολογικό πρόβλημα τότε, αλλά είναι ρε παιδί μου στην καθομιλουμένη. Αλλά άλλο στην καθομιλουμένη σε ένα χώρο κοινωνικό και άλλο πως το ορίζεις σαν έννοια μέσα σε ένα δικαστήριο. Μέσα σε ένα δικαστήριο, εγώ δεν το αποδέχομαι, γιατί; Γιατί μπορεί να ορίζεις ληστεία αυτό που έκανα εγώ, μπορεί να ορίζεις ληστεία και αυτό που κάνει και ο άλλος που πάει και τα παίρνει από τη γιαγιά και τη σιδερώνει, εντάξει; Ε, δεν μπορούμε να λέμε αυτό είναι ληστεία αλλά και το άλλο είναι ληστεία και στο τέλος-τέλος, δεν είμαστε τα ίδια και όμοια. Καμία σχέση! Εντάξει, αλλά αυτή την έννοια θα την πω εδώ μέσα στο δικαστήριο, θα την γράψω στα κείμενά μου αλλά δεν το συζητάω αν πρέπει να την αναφέρει ο υπάλληλος της τράπεζας ή όχι ότι ειπώθηκε. Έχουν γίνει επανειλημμένα από το κ. εισαγγελέα αυτές οι χρήσεις των λέξεων και πώς τις χρησιμοποίησε στη πρότασή του καθαρά είναι για να με ειρωνευτεί. Αλλά εγώ αυτό που έχω να πω είναι, πρώτα σταματούν τα επιχειρήματα και μετά αρχίζει η ειρωνεία. Εγώ δεν έχω ειρωνευτεί κανένα. Ειρωνεύτηκα κανέναν εδώ μέσα; Απαντώ με επιχειρήματα, αυτά είναι τα επιχειρήματά μου, αυτά είχα να πω. Αν είχα και άλλο χρόνο θα έλεγα και άλλα, αλλά δεν θέλω να καθόμαστε εδώ κιόλας μέχρι το απόγευμα. Τελοσπάντων, αυτά έγιναν με τις τράπεζες που λέμε. Θα σας διαβάσει τα συγκεκριμένα αποσπάσματα η συνήγορός μου, πιο μετά. Ωραία;
Για τη κατηγορία της διεύθυνσης επίσης, έχω ξανακούσει χίλιες φορές: ‘‘Να! Πώς στέκεται η Ρούπα μέσα στα δικαστήρια, πως μιλάει, πώς επιχειρηματολογεί, είναι διευθύντρια’’. Είναι επιχείρημα αυτό; Δηλαδή με βάση το γεγονός ότι ενδιαφέρομαι να διαβάζω και να είμαι συγκροτημένη σαν άνθρωπος, γιατί να σας πω και κάτι; Αν δεν ήμουν συγκροτημένη πολιτικά, δεν θα έκανα αυτές τις επιλογές και πολύ περισσότερο, δεν θα στεκόμουν όρθια τόσα χρόνια να επιμένω να λέω τα ίδια… – όχι τα ίδια και τα ίδια – να επιμένω σε αυτά και να προσπαθώ κιόλας να τα εμπλουτίσω, ακόμα και να διαβάζω και τους νομικούς σας, τους δικούς σας ανθρώπους. Ωραία; Ναι, με ενδιαφέρει. Έχω κάνει μια επιλογή, έχω βρεθεί στη φυλακή, έχω ένα παιδί έξω, έχω βλάβη των δικών μου συμφερόντων και οικονομικά δεν έχω κάνει κανένα κομπόδεμα, ενώ θα μπορούσα, εντάξει; Γιατί; Για μια ιδέα λέει ο άλλος! Εντάξει είναι πολύ σκληρό για άλλους, εγώ αντέχω. Δεν έχω κανένα προσωπικό συμφέρον από όλα αυτά, γιατί τα κάνω; Αν δεν έχεις πολιτικό κίνητρο, δεν τα κάνεις και κυρίως, μετά από τόσα χρόνια δεν στέκεσαι. ‘‘Πέφτει’’ η φυλακή και σε πλακώνει, πολύ απλά, ωραία; Οπότε για το ζήτημα της διεύθυνσης, θα πρέπει να βρεθεί μια απόδειξη. Μια απόδειξη η οποία να λέει… Δεν υπάρχει και νομολογία για τη διεύθυνση. Ψάχνανε οι συνήγοροι να βρουν νομολογία και δεν βρίσκανε! Η νομολογία της διεύθυνσης είναι μια υπόθεση στην οποία το διευθυντή τον δηλώσανε άλλοι. Ε, τουλάχιστον αυτό είναι ένα στοιχείο, δηλώσανε οι άλλοι ότι αυτός είναι διευθυντής. Άντε, να καταδικαστεί για τη διεύθυνση. Η νομολογία η δικιά μας όμως όλα αυτά τα χρόνια οι αποφάσεις της είναι, ότι δεν υφίσταται! Το έχουν αποδεχτεί όλοι οι δικαστές και οι εισαγγελείς που μας έχουν δικάσει, το έχουν χωνέψει οι άνθρωποι ότι είμαστε αναρχικοί, ότι δεν έχουμε ιεραρχίες στις οργανώσεις μας, ότι δεν δεχόμαστε στον αγώνα μας ιεραρχίες και ότι ούτε στο κοινωνικό μας πρόταγμα αυτό που προτάσσουμε είναι νέες ιεραρχίες και νέα κράτη και νέες εξουσίες. Είναι άλλο πράγμα! Σου λέει, αυτοί είναι, δεν μπορεί να έχουν αυτό. Δηλαδή αυτά που λέω θα τα πει και η συνήγορός μου: ‘‘Τα έχουνε πει, τα έχουνε γράψει, απεχθάνονται τις ιεραρχίες, δεν μπορεί να έχουν αρχηγούς και διευθυντές και διευθυνόμενους’’. Όλη η απόπειρα μέχρι τώρα να διωκόμαστε και να καταδικαζόμαστε για διευθύνσεις –που για το Μαζιώτη δεν έχει μείνει καμία, έχει απαλλαγεί από όλες, δεν είναι πλέον διευθυντής– να δούμε αν θα μείνω εγώ διευθύντρια μόνη και έρημη του Επαναστατικού Αγώνα– ήταν γι’ αυτό που είμαστε και γιατί μιλάγαμε και γιατί είμαστε συγκροτημένοι άνθρωποι. Ακούγαμε διάφορα για το δυναμικό του χαρακτήρα μας, για το ένα, για το άλλο, αυτά όμως δεν είναι στοιχεία. Το να περιγράφεις το χαρακτήρα του αλλουνού ή το πώς στέκεται μέσα σε ένα δικαστήριο και πως στηρίζει πολιτικά τις επιλογές του, ότι είναι λόγος να τον καταδικάσεις παρά μόνο αν θέλεις να τον εκδικηθείς ακόμα περισσότερο άμα θέλεις να του βάλεις αντί για 5, του βάζεις 15! Αυτό είναι. Και γι’ αυτό είχαν γίνει πρωτόδικα καταδικαστικές αποφάσεις για τη διεύθυνση, και αυτό έγινε και σε αυτό το δικαστήριο. Γιατί σ’ όλες τις ποινές, εγώ άκουγα ήμουν εδώ πέρα, 15 για το ένα, 15 για το άλλο έτσι φθάσαμε στα 120, κατά συγχώνευση 60. Γέλαγα, ό, τι πάρεις 15, όπως στη λαϊκή! Το τελειώσαμε, το τερματίσαμε, αλλά η διεύθυνση όσον αφορά τις υποθέσεις μας, αυτό το σκεπτικό έχει. Αναλαμβάνεις; Το υπερασπίζεσαι; Διευθυντής. Αυτό.
Η άλλη κατηγορία που ήθελα να αναφερθώ είναι το ζήτημα της ηθικής αυτουργίας του συντρόφου. Επίσης αυτό δεν στέκει. Ο κος εισαγγελέας ανέφερε κάποια παραδείγματα. Ένα παράδειγμα –βασικά ένα– ότι επειδή ο Μαζιώτης αποδέχτηκε ότι έκοψε το κάγκελο σημαίνει αυτό ότι εγώ τι; Ότι έρχομαι προ τετελεσμένου γεγονότος, άρα ότι οργανώσω ολόκληρη ιστορία για να πάω να πάρω ελικόπτερα, να πάω να σκοτωθώ για να πάρω το Μαζιώτη επειδή έκοψε ένα κάγκελο; Δεν είναι λογικό αυτό. Τα κάγκελα τα κόβει ο άλλος τελευταία στιγμή, δεν μπορεί να είναι κομμένα μήνες, Εγώ όταν ανέλαβα την ευθύνη για την ‘‘ελικοπειρατεία’’ που λέει και ο κος εισαγγελέας, είπα ότι ανέλαβα και την τράπεζα Πειραιώς που είχε γίνει τόσους μήνες πριν, χωρίς να μου έχει ασκηθεί καν δίωξη και είπα για ποιους λόγους το είχα κάνει βέβαια, όχι γιατί θέλω να ‘‘μαζεύω’’ χρόνια, είχα πολιτικούς λόγους που το έκανα, εντάξει; Όμως αυτό βοηθάει στη δικιά σας διερεύνηση γιατί, αν υποτίθεται ότι εγώ έχω στο μυαλό μου τόσους μήνες πριν να προσπαθήσω να βγάλω το σύντροφό μου –έτσι;– δεν γίνεται το κάγκελο να είναι κομμένο ένα εξάμηνο πριν μέσα στη φυλακή. Είναι αδύνατον! Επίσης ένα κάγκελο το κόβει κάποιος, έτσι για πλάκα. Εντάξει όχι για πλάκα, αλλά τελοσπάντων κόβεται εύκολα. Δεν μπορείς να συγκρίνεις δηλαδή τα μεγέθη κόβω ένα κάγκελο σαν επιχείρηση, ‘‘επιχείρηση κάγκελο’’ και ‘‘επιχείρηση ελικόπτερο’’. Καμία σύγκριση, αναντίστοιχα τελείως είναι! Το άλλο θέλει δουλειά. Θέλει μελέτη, θέλει δουλειά, έχει ρίσκα, έχει πολλά. Οπότε δεν αντιστοιχεί αυτό το σκεπτικό στην πραγματικότητα, οπότε πρέπει να απαλλαγεί! Ο Μαζιώτης, κατ’ εμέ, πρέπει να απαλλαγεί. Δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο ποινικό κόστος ως προς αυτό, αλλά για λόγους και ηθικής τάξης για μας αλλά και νομικής τάξης, δεν στηρίζεται πουθενά η ηθική αυτουργία. Το να λες, να ενημερώνεις: ‘‘Φεύγεις; Έρχεσαι;’’ Ε, δεν είναι ηθική αυτουργία, γιατί έτσι έγινε! Δεν ξέρω αν ξέχασα καμιά άλλη κατηγορία.
Το άλλο πάλι που θέλω να πω είναι ότι επειδή έχω αναλάβει αυτά που έχω αναλάβει, και στην ουσία έχω αναλάβει όλα τα σοβαρά ζητήματα, που σας είπα θα μπορούσα να μην το έχω κάνει, από το ’10 θα μπορούσα να μην το είχα κάνει που με είχαν πιάσει έγκυο. Και μπήκα μέσα έγκυος, ωραία; Θα μπορούσα να ‘‘την είχα κάνει με ελαφρά πηδηματάκια’’, που λένε. Δεν είχαν στοιχεία, δεν είχαν τίποτα. Αν το έκανα, έγκυος να αποφασίσω εγώ ότι θα κάτσω φυλακή, να γεννήσω στη φυλακή, να έχω το παιδί μου στη φυλακή και να περάσω ό, τι πέρασα –έτσι;– δεν το κάνει άνθρωπος. Και να σας πω κάτι; Πιστεύω ότι το γεγονός ότι είμαι γυναίκα, έπαιξε ρόλο. Ναι, ως γυναίκα είμαι πιο συγκροτημένη σε σχέση με όλα αυτά. Δεν το κάνεις αν δεν έχεις απόλυτα την πολιτική σου συνείδηση και την πολιτική σου συγκρότηση, δεν το κάνεις! Γιατί μου έλεγαν έξω διάφοροι ότι σοκαρίστηκαν τότε.. Έγκυος πράγμα και πας και αναλαμβάνεις για πρώτη φορά ανάληψη πολιτικής ευθύνης σαν ομάδα, στην Ελλάδα. Από μόνος του Το είχε κάνει ο Μαζιώτης το ’99 από μόνος του, για το υπουργείο Ανάπτυξης. Και πιο πριν ήταν ο Παναγούλης, δεν υπήρχε άλλος, εντάξει; Δεν το κάνεις! Οπότε αυτό που θέλω να πω είναι ότι έχω αναλάβει ό, τι έχω αναλάβει, αλλά δεν σημαίνει αυτό ότι επειδή τα έχω αναλάβει και τα έχω υποστηρίζει όλα αυτά ότι θα πρέπει να με καταδικάσετε στα πάντα, χωρίς στοιχεία, χωρίς αποδείξεις. Δηλαδή, ας υπάρχει ένα μέτρο. Δεν γίνεται! Δηλαδή και τα αυτοκίνητα εγώ τα πήρα, και τα έκανα, και όλα-όλα εγώ! Δεν θα πω τι έκανα ή τι δεν έκανα, αν ισχύουν ή δεν ισχύουν όλα αυτά. Εντάξει, ας αφήσω και κάτι σε εσάς. Όλα τα έχω αποδεχθεί από μόνη μου, δεν σας έχω δυσκολέψει, αν μη τι άλλο, στις κατηγορίες αλλά κάποια πράγματα θα πρέπει να αποδεικνύονται κιόλας. Ή ακόμα και το ζήτημα της ‘‘αρπαγής’’. Τι να αρπάξω; Τον Κουμπαρίτσα; Να τον πάω πού; Να ζητήσω λύτρα; Δεν έχει αντίκρισμα αυτή η κατηγορία! Είπα τι έκανα, ωραία; Είπα, δείτε τι στέκει από αυτές τις κατηγορίες και να τις πάρω και να φύγω τις ποινές. Τέλος! Αλλά όχι τώρα να προσαυξάνονται.με διεύθυνση και αρπαγές, και τα αυτοκίνητα και τα πάντα. Πάρτα Ρούπα τώρα να αυξάνεται η ποινή, μην τυχόν και πέσεις κάτω από τα 30, εντάξει! Τώρα, είναι υπερβολές όλα αυτά. τιμωρητικές. Σας είπα για τη διεύθυνση ότι είναι μέσα σε αυτή τη λογική, είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο γιατί άλλη λογική δεν έχει. Και τέλος, θέλω να πω ότι αυτή η σύλληψη που έγινε –γιατί εκδικάζεται και το ζήτημα της σύλληψης– εξετάστε και λίγο και τις συνθήκες που έγινε. Δηλαδή πώς με πιάσανε, με ένα παιδί, με τον όρο που με πιάσανε και τι έγινε και με το παιδί μου. Εντάξει; Ξέρετε τι πιστεύανε; Ότι εγώ θα ‘‘πέσω στα τέσσερα’’ να παρακαλάω. Όχι! Για το παιδί, γι’ αυτό μου το πήρανε για να εκβιάσουν εμένα, για να με πολεμήσουν! Τόσο ηθικό είναι το κράτος, το οποίο θεωρούσε ότι προκειμένου να πολεμήσουμε αυτήν, θα κάτσουμε να πάρουμε το παιδί και να του ‘‘αλλάξουμε τα φώτα’’. Να το κρατάμε στη ΓΑΔΑ, θα το πηγαίνουμε από όροφο σε όροφο, να το ανακρίνουμε να το πάμε μετά εν κρυπτώ σε ψυχιατρική πτέρυγα κλειστή, με αστυνομία φρουρούμενο, να μην αφήνουν κανέναν να το βλέπει, κρατούμενο το παιδί προκειμένου να σπάσει αυτή. Όχι δεν έσπασα! Έσπαγα τις καρέκλες στην αντιτρομοκρατική, αυτό έκανα. Πέταγα και έσπαγα καρέκλες και πράγματα και ξεκίνησα μια απεργία πείνας και δίψας για να βγει το παιδί από το ψυχιατρείο! Ο πόλεμος που έχω δεχτεί σαν άνθρωπος και οι κατηγορίες, και οι ποινές και όλα και η φυλακή και δεδομένου ότι με τις αναλύσεις που διαβάσαμε, γιατί όταν εγώ υπερασπίζομαι τον όρο πολιτικό υποκείμενο, πολιτικός κρατούμενος και όλο αυτά, είναι γιατί υπάρχουν ένα σωρό άρθρα στον ποινικό κώδικα, στο Κω.Ποιν.Δι και στο Σύνταγμα τα οποία προβλέπουν ευνοϊκότερη μεταχείριση αυτών των ανθρώπων, ωραία; Εγώ που τα λέω όλα, όλα αυτά τα χρόνια έχω δεχτεί, δέχομαι και εξακολουθώ να δέχομαι, και ο σύντροφός μου γιατί θα μας δυσκολέψουν για να αποφυλακιστούμε πάρα πολύ. Και παρόλο που θα φθάσουμε στα όρια να λήξει η ποινή μας, θα δυσκολευτούμε πολύ για να αποφυλακιστούμε και θα κάτσουμε χρόνια και χρόνια φυλακή Αυτό που διεκδικούμε είναι μια καλύτερη ποινική αντιμετώπιση στο πλαίσιο έκτισης των ποινών. Παρόλα αυτά έχουμε μια όλο και πιο αυστηρότερη ποινική αντιμετώπιση στα όρια πλέον που οι καταδίκες φθάνουν στα όρια του παραλόγου. Γιατί μας καταδικάζουν και μας ξανακαταδικάζουν, όπως έγινε με την ΤτΕ που μου έριξαν ισόβια και 26 και πήγα στο εφετείο και πήρα έξι. Και μάλιστα, μου έλεγε ο πρόεδρος ‘‘σας εύχομαι κα Ρούπα, τα καλύτερα, κλπ, κλπ’’. Είπαμε, μια επικοινωνία εκεί την είχαμε. Αυτά, δεν έχω να πω κάτι άλλο. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι επιμένω και θα επιμένω να υπερασπίζομαι τη πολιτική μου ιδιότητα και τον αγώνα μου και μέσα από τη φυλακή, για όσο ζω και αναπνέω. Αυτός είναι ο σκοπός μου. Εντάξει; Να υπερασπίζομαι τις επιλογές μου! Αν τώρα εσείς το θεωρείτε λόγο να επαυξάνετε τις ποινές, τι να σας πω; Αυτά.