https://athens.indymedia.org/post/1625002/
01/05/2023 11:47 μμ.
Στις 3 Μάη 1937, κορυφώθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ των επαναστατών αναρχικών και των κυβερνητικών στην Καταλωνία. Οι αστικές δυνάμεις υπό την ηγείσα του ΚΚ Καταλωνίας/Ισπανίας, εξαπόλυσαν μια ολομέτωπη στρατιωτική επίθεση στις ελευθεριακές εστίες της Βαρκελώνης. Στις 3 Μάη 1937 επιβλήθηκε οριστικά η αστική κρατιστική αντεπανάσταση πάνω στην κοινωνική επανάσταση που είχε ξεκινήσει το καλοκαίρι του 1936, με τη λαϊκή καταστολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Μην προσποιούμαστε ότι χρειάζεται να ξεκινήσει ένας διάλογος για τον επαναστατικό προσανατολισμό των αναρχικών, σαν να μην διεξαγόταν με μένος, με πραγματική σύγκρουση στον δρόμο, από το 1937 μέχρι σήμερα. Κάθε μέρα κουβαλάμε μια 3η Μάη στο σύνολο των ζητημάτων που ανακύπτουν και αφορούν στον προλεταριακό-κοινωνικό αντικρατισμό.
3 Μάη 1937, η 2η Μάχη της Βαρκελώνης
Στις 3 Μάη 1937, κορυφώθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ των επαναστατών αναρχικών και των κυβερνητικών στην Καταλωνία. Οι αστικές δυνάμεις υπό την ηγείσα του ΚΚ Καταλωνίας/Ισπανίας, εξαπόλυσαν μια ολομέτωπη στρατιωτική επίθεση στις ελευθεριακές εστίες της Βαρκελώνης. Στις 3 Μάη 1937 επιβλήθηκε οριστικά η αστική κρατιστική αντεπανάσταση πάνω στην κοινωνική επανάσταση που είχε ξεκινήσει το καλοκαίρι του 1936, με τη λαϊκή καταστολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Από τις πρώτες μέρες το επαναστατικό εγχείρημα εργατικής-κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης που κινητήρια δύναμή της ήταν η βάση της CNT, παλινδρομούσε μπρος-πίσω μέσα στη μέγκενη της φασιστικής και της αστικοδημοκρατικής αντίδρασης. Μεγάλο μέρος της FAI που κατείχε ηγετικές θέσεις στη CNT, είχε υποταχθεί στην πολιτική της αριστεράς, αναλαμβάνοντας κρατικές θέσεις. Το ‘36-’37 έγινε ξεκάθαρο από τον διάλογο των φαϊκών ομάδων συγγένειας, ότι η FAI δεν ήταν αποφασισμένη να παλέψει για την πολιτικο-στρατιωτική αυτονομία του προλεταριακού κινήματος. Η FAI δεν ήταν μια ενιαία οργάνωση, με σαφείς πολιτικούς στόχους και οργανικές δομές. Η CNT είχε ένα πρόγραμμα επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά δεν είχε στρατηγική για τον ταξικό-πολιτικό πόλεμο στη διάρκεια της επανάστασης, δεν είχε τις οργανικές διαδικασίες για να διαμορφώσει μια πολιτική στρατηγική σε άμεσο χρόνο, στον κρίσιμο χρόνο. Χάρη στην πρωτοβουλία και τη συσσωρευμένη εμπειρία μαζικού και ένοπλου αγώνα (κι αυτά όχι σε αμοιβαίο αποκλεισμό) των αναρχικών και των εξεγερμένων εργατών, συνετρίβη το στρατιωτικό πραξικόπημα σε ελάχιστο χρόνο. Η 1η Μάχη της Βαρκελώνης αποτέλεσε παντοτινό παράδειγμα της επαναστατικής αποφασιστικότητας και του λαϊκού αυθορμητισμού. Κατόπιν όμως, η πρωτοβουλία πέρασε μέρα με τη μέρα στα χέρια των αστών κρατιστών και των φασιστών. Έκτοτε, το αναρχικό κίνημα παγκοσμίως δεν κατάφερε να οργανωθεί επαρκώς ώστε να εφαρμόσει μια επαναστατική στρατηγική στις αμέτρητες εξεγέρσεις που έχουν ακολουθήσει, όπως και στην πληθώρα των σημείων οριακής κρίσης της εξουσίας.
Μην προσποιούμαστε ότι χρειάζεται να ξεκινήσει ένας διάλογος για τον επαναστατικό προσανατολισμό των αναρχικών, σαν να μην διεξαγόταν με μένος, με πραγματική σύγκρουση στον δρόμο, από το 1937 μέχρι σήμερα. Οι επέτειοί μας αποτελούν σταθερούς στροφείς σύγκλισης των δυνάμεών μας. Το πώς μεταχειριζόμαστε τη συλλογική μνήμη δείχνει σε ποια θέση τοποθετούμε τα ταξικά υποκείμενα στην τρέχουσα διαπάλη και τι μέλλον προετοιμάζουμε. Η 3 Μάη είναι η τελευταία μέρα μνήμης της υπεράσπισης της πραγματωμένης κοινωνικής επανάστασης απέναντι στη σοσιαλδημοκρατική αντεπανάσταση, μετά τη στρατοκρατική διάλυση της ελευθεριακής επανάστασης στον ουκρανικό χώρο και τη σφαγή της Κροστάνδης, από τους μπολσεβίκους του Λένιν και του Τρότσκι. Η απελευθερωτική σκοπιά επιστρέφει στους τόπους που μαρτυρούν τους αγώνες που δεν λυτρώθηκαν ακόμα. Κάθε 3 Μάη μας βρίσκει μπροστά στο κτήριο της Τηλεφωνίας στη Βαρκελώνη. Κάθε μέρα κουβαλάμε μια 3η Μάη στο σύνολο των ζητημάτων που ανακύπτουν και αφορούν στον προλεταριακό-κοινωνικό αντικρατισμό.
Από την καλοκαιρινή μέθη, στον μακρύ χειμώνα
Χρειάζεται να ξαναμιλήσουμε σήμερα για τα διδάγματα της ελευθεριακής επαναστατικής πάλης στην Ιβηρική. Γιατί να γίνει μια δημόσια τοποθέτηση αφύπνισης στην επέτειο της οριστικής ήττας της επανάστασης και όχι στην επέτειο της έναρξής της; Κάθε καλοκαίρι, έχουμε συνηθίσει οι αναρχικοί να θυμόμαστε τις ομορφιές του επαναστατικού εγχειρήματος. Αλλά πόσο έχουμε αλλάξει την πρακτική μας, διδασκόμενοι από τις πολιτικές αδυναμίες και τα ευρύτερα ιστορικά όριά του; Η εξέλιξη αποδεικνύει ότι έχουμε συρθεί προς τα πίσω κι ότι δεν έχουμε χαράξει σταθερό δρόμο για τη διαφυγή του λαϊκού κινήματος από την ιστορική αιχμαλωσία. Η εστίαση στη μεγαλειώδη στιγμή του καλοκαιριού του 1936 και στα επιτεύγματά της, είναι μια συντηρητική επιλογή βολικών εξιδανικεύσεων αποσπασμένων από την ιστορική συνέχεια και ως τέτοια, διεκδικεί μια μελαγχολική θεσούλα ανάμεσα στα εξωτικά φρούτα της εποχής της αποδόμησης, που πόνταρε όλον τον ριζοσπαστισμό στο εφήμερο. Η καλοκαιρινή προσέγγιση κυνηγάει το παρελθόν προκειμένου να αποφύγει διαλεκτικές ρήξεις επί του παρόντος κι έτσι της διαφεύγει η διαλεκτική της ταξικής-κοινωνικής πολιτικής αυτονομίας και της γνώσης. Η επαναστατική σκοπιά εγκαθίσταται στον χειμώνα και, με την αγωνία της ιστορίας, ορμάει για νέους Μάηδες.
Το σημείο που χαθήκαμε
1η ή 3η Μάη; Ένα κάλεσμα ενάντια στην ενότητα όποιων έχουν σαν σήμαντρο την Πρωτομαγιά; Είναι αδιάφορο το δεδομένο ότι αναφερόμαστε σε δύο διαφορετικές μέρες. Άλλωστε, η μάχη στο Χέιμαρκετ του Σικάγο δεν έγινε στη 1, αλλά στις 3 Μάη 1886. Αδιάφορη η σύμπτωση κι όμως, η Πρωτομαγιά και η 2η Μάχη της Βαρκελώνης είναι ιστορικά αδιαχώριστες. Από την Παρισινή Κομμούνα του 1871 μέχρι την ελευθεριακή επανάσταση στην ισπανική επικράτεια, σχηματίζεται μια ιστορική καμπύλη ανάδυσης και κορύφωσης της πολιτικής χειραφέτησης των λαϊκών μαζών. Η Κομμούνα και το Σικάγο αποτέλεσαν τα σημεία εκκίνησης της πολιτικής ισχύος του εργατικού κινήματος. Η 3η Μάη 1937 αποτέλεσε το σημείο καμπής, μετά το οποίο η μητροπολική εργατική τάξη επανέκαμψε προς την πολιτική αυτονομία της, μόνο με την αντάρτικη πάλη, χωρίς τη μαζικότητα των προηγούμενων επαναστατικών εγχειρημάτων. Οι αναρχικοί πρωτοστάτησαν στην Κομμούνα, πυροδότησαν το Σικάγο, διαμόρφωσαν τους όρους για την επανάσταση στην Ισπανία και την καθοδήγησαν. Χρειάζεται να επιστρέψουμε στο σημείο που χαθήκαμε, στους υποκείμενους πολιτικούς όρους που έφεραν τον ηττημένο Μάη της Βαρκελώνης.
Πόσο μακρυά πέφτει το Γιβραλτάρ, πόσο κοντά η σοσιαλδημοκρατία (για τις ομάδες συγγένειας);
Το πραξικόπημα απέτυχε αυθημερόν λόγω της λαϊκής κινητοποίησης. Τις πρώτες μέρες οι πραξικοπηματίες κατάφεραν να κατέχουν δύο απομονωμένους θήλακες νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά. Ο ίδιος ο Φράνκο, στρατηγός στον οποίο είχε ανατεθεί η ηγεσία του πραξικοπήματος επειδή συγκέντρωνε την εμπιστοσύνη των ετερόκλητων συντηρητικών δυνάμεων, ανέμενε στην ισπανική αποικεία του Μαρόκο, με τους Μαυριτανούς μισθοφόρους. Το ισπανικό ναυτικό τάχθηκε με τις φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις. Για ένα κρίσιμο διάστημα η κατάσταση των πραξικοπηματιών ήταν τραγική. Πάραυτα, δεν υπήρξε προσπάθεια συγκεντρωτικής αντεπίθεσης από τις αντιφασιστικές δυνάμεις, στους δύο φασιστικούς θήλακες, ούτε σοβαρή προσπάθεια αποκλεισμού τους. Ο Φράνκο με τους μισθοφόρους διέσχισε ανενόχλητος τη Μεσόγειο κοντά στον πορθμό του Γιβραλτάρ, με βάρκες, βδομάδες μετά την έναρξη του πραξικοπήματος. Ο Φράνκο κινήθηκε πρώτα στα δυτικά, ενώνοντας τους δύο θήλακες χωρίς να βρει ισχυρή αντίσταση στην πορεία του.
Έχουμε συνηθίσει να θριαμβολογούμε για την εργατική καταστολή του πραξικοπήματος στα βιομηχανικά κέντρα κι επίσης έχουμε συνηθίσει να κάνουμε αφηγηματικά άλματα στο στάδιο της μετωπικής αντιφασιστικής αντίστασης αφότου οι φρανκικοί κατέλαβαν τη μισή χώρα, για να αναδεικνύουμε την αφοσίωση των αναρχικών μαχητών. Αληθή γλυκόλογα, αλλά ο διάλογος για τη συνολική εξέλιξη της αντεπανάστασης και της επαναστατικής αντίστασης από αναρχική σκοπιά σπανίζει. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μειώσουμε τη σημασία της λαϊκής εξέγερσης και την αναγκαιότητα των αντιφασιστικών πολιτοφυλακών, προκειμένου να αναγνωρίσουμε την παντελή δυσκινησία των επαναστατικών δυνάμεων. Αντιθέτως, η ιστορική αλήθεια της λαϊκής εξέγερσης, αυτοάμυνας και αυτοδιαχείρισης, απαιτεί από εμάς, τους κληρονόμους της, να ξεπεράσουμε τα εκδηλωμένα όριά της. Οι αδυναμίες του φιλελεύθερου αστικού στρατοπέδου δεν αφορούν σε τούτο το πολιτικό κείμενο. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι επαναστάτες αναρχικοί έχουν σημασία, και στην εξέλιξη του πρακτικού διαλόγου οι γενικολογίες δεν δικαιολογούν την αποφυγή του συγκεκριμένου. Ωστόσο, εδώ θα σημειώσω συμπυκνωμένα τις ριζικότερες πολιτικές αδυναμίες των Ισπανών αναρχικών ή μπορούμε να πούμε, τη ριζικότερη, αφού συναποτελούν μια ενότητα με την πολιτική, την οργανωτική και την ανθρωπολογική έκφρασή της.
Η δυσκινησία των επαναστατικών δυνάμεων του ταξικού-πολιτικού πολέμου στην Ισπανία, είναι ιστορικά πρωτόγνωρη. Δεν είναι ένα ειδικό θέμα στρατιωτικής τεχνικής ή ειδικότερα της αστικής στρατο-τεχνοκρατίας· ήταν πρόβλημα βαθυά πολιτικό. Τι ήταν αυτό που καθήλωσε τη λαϊκή αντιφασιστική αυτοάμυνα στη διάσπαρτη τοπική αντίσταση και απέκλεισε την ανάληψη στρατηγικών επιθετικών πρωτοβουλιών, πολύ προτού σχηματιστεί ένα ενιαίο αμυντικό στρατιωτικό μέτωπο υπό την ηγεσία της αστικής κυβέρνησης; Η εσωτερική υπεράσπιση των επαναστατικών κατακτήσεων συνέβαλε στην ακινητοποίηση και τον κατακερματισμό. Αυτή η παρατήρηση μας υποδεικνύει ότι σε κάθε αγωνιστικό εγχείρημα πρέπει να καθαρίζουμε το συντομότερο το κοινωνικό έδαφος από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η CNT και η FAI ήταν μια μεγάλη δεξαμενή σκέψης, μια εμπειρία δεκαετιών επαναστατικής πάλης. Θα ήταν άστοχο να υποθέσουμε ότι κανείς δεν αντιλήφθηκε τις υπό διαμόρφωση συνθήκες και τις ευκαιρίες. Οι δυσκολίες ήταν τεράστιες και οι επαναστατικές κατακτήσεις διόλου εξασφαλισμένες. Ναι, αλλά καμία συνθήκη δεν είναι αρκετή για να εκμηδενίσει τη σημασία του συνολικού πολιτικο-στρατιωτικού συσχετισμού, που είναι ο πρωταρχικός καταλυτικός και ο καταληκτικός παράγοντας, όπως απέδειξαν απ’τη μία πλευρά η ισχύς της λαϊκής εξέγερσης ενάντια στο πραξικόπημα και απ’την άλλη πλευρά η τελική επικράτηση των φασιστών. Άρα, ήδη το καλοκαίρι του ‘36 οι επαναστάτες ήταν δεμένοι χειροπόδαρα, μπουρδουκλωμένοι στους προδιαμορφωμένους όρους της πολιτικής υπόστασής τους.
Ορισμένες ομάδες της FAI απέρριπταν την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας αποδεχόμενοι ως δίκαιη μόνο την ένοπλη δράση με άμεσο σκοπό την υπεράσπιση του επαναστατικού εδάφους. Οι περισσότερες ομάδες δεν ασπάζονταν αυτή την παράλογη ηθικοφανή αρχή. Η κεκτημένη εμπειρία επαναστατικής ταξικής πάλης δεν είχε αφήσει τόσο χώρο στην αδιαφορία επί των πραγματικών συνθηκών, υπό την κυριαρχία ιδεαλιστικών αφαιρέσεων, παρότι τους επέτρεψε επί πολλά χρόνια να χαραμίσουν κρίσιμο χρόνο. Αδιαμφισβήτητα, την κρίσιμη ώρα η FAI δεν ήταν προετοιμασμένη πολιτικά, θεωρησιακά και πρακτικά, ώστε να δώσει στη CNT έναν ενιαίο επαναστατικό πολιτικό προσανατολισμό και να πράξει εγκαίρως τις κατάλληλες πολιτικο-στρατιωτικές πρωτοβουλίες για την οριστική καταστροφή της φασιστικής εκστρατείας και τη θωράκιση των επαναστατικών κατακτήσεων. Η FAI δεν είχε συντεταγμένη ενότητα στη δράση, ούτε ριζικότερα, συνολική συλλογική υπευθυνότητα κι οπότε, δεν μπορούσε να έχει συνέπεια σκοπών και μέσων. Η FAI ήταν μια συνέλευση ομάδων συγγένειας με περιστασιακές δεσμεύσεις, δίχως αυτοτελή εκτελεστική δομή. Δεν θα μπορούσε ξαφνικά ένα σύμπαν ιδεολογικά και οργανωτικά περιχαρακωμένων ομάδων (δηλαδή σεχταριστικό), να γίνει ένας οργανισμός ικανός να συγκροτήσει και να κατευθύνει την πολιτικο-στρατιωτική πρωτοβουλία του επαναστατημένου σώματος. Εφόσον δεν μπορούσε η οργάνωση πολιτικής δέσμευσης (FAI), που υποτίθεται ότι είναι η πιο συμπαγής μορφή οργάνωσης, δεν μπορούσε ούτε η συμπεριληπτική οργάνωση της ταξικής βάσης (CNT). Μάλιστα, πλείστα τα μέλη της FAI που αναλάμβαναν ηγετικές θέσεις στη CNT, αποδείχτηκαν συντηρητικότερα από τα μέλη της CNT που ανέλαβαν θέσεις ευθύνης μέσα στην επανάσταση. Δεν ήταν ο αναρχοσυνδικαλισμός μια ιστορική οπισθοδρόμηση που φρέναρε την επαναστατική δυναμική των εργατών, όπως διατείνονται οι πολιτικές σχολές που ταυτίστηκαν με την εποχή της αποδόμησης, υιοθετώντας τις επικρατούσες ιδεοληψίες, αλλά ήταν το σεχταριστικό καθεστώς, η συνθήκη που παρέδωσε τη λαϊκή ισχύ στους δήμιούς της.
Τα μέλη της πλειάδας των ομάδων της FAI που με ιδεαλιστικούς δογματισμούς αρνούνταν την πρόταση της Nosotros για ανάληψη επαναστατικής πρωτοβουλίας κι εγκαθίδρυση ελευθεριακής επαναστατικής πολιτειακής διεύθυνσης, ήταν εκείνα που κατόπιν στελέχωσαν τις κυβερνήσεις συνεργασίας και φρέναραν την αντίσταση στους σταλινικούς. Η Φρεντερίκα Μοντσενί ήταν από εκείνους που μετά βδελυγμίας αφόριζαν ως εξουσιαστική κάθε προβολή πολιτικής ισχύος ή και την ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών στον ένοπλο αγώνα, πέρα από την τοπική άμυνα. Η υπερταξική υπεροπτική ηθική της «μη επιβολής», που ενδύει την ιδιοτελή ατομικιστική αντιφυσική ανθρωπολογία, όχι μόνο έστρωσε τον δρόμο στη φασιστική επέλαση και στην αντεπαναστατική εκκαθάριση της 3 Μάη, μα και στρογγυλοκάθισε στην οφίτσια της αστικής τάξης.
Με μια πρώτη ματιά, το σεχταριστικό υπόβαθρο της εγγενώς αναποτελεσματικής τοπικής αμυντικής καθήλωσης των επαναστατικών δυνάμεων κατά τον πόλεμο της Ισπανίας, δεν συμπίπτει ιδεολογικά και, ιστορικά, προηγείται της δογματικής αναγωγής του μαρξιστικού εργοστασιοκεντρισμού σε (αντι-)πολιτική και (αντι-)στρατιωτική αρχή, που έγινε από τους καταστασιακούς και τους μετακαταστασιακούς («κομμουνιστικοποίηση»). Μέχρι το 1936 η κριτική στη διακριτή πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση είχε εκφραστεί μόνο λίγα χρόνια πριν, από μια θνησιγενή διάσπαση της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας του KADP (το εργατίστικο ΚΚ Γερμανίας). Αποκλείεται να είχε ασχοληθεί η FAI με αυτή την αποτυχημένη ιδεολογική αφαίρεση, αφού άλλωστε η ίδια η FAI είχε δημιουργηθεί μέσα από τα σπλάχνα μιας ισχυρής μαζικής συνδικαλιστικής οργάνωσης (CNT). Το εμπόδιο που απέτρεψε τη FAI από το να συγκροτηθεί σ’ένα σώμα ικανό να δώσει πολιτικο-στρατιωτικό προσανατολισμό στην επανάσταση, ήταν το κληροδότημα της Σαιντ-Ιμέρ, μετά τη διάσπαση της Α’Διεθνούς: η ρευστοποίηση του αναρχικού δυναμικού σε ομάδες συγγένειας. Στην Ισπανία έγινε ελευθεριακή επανάσταση επειδή είχαν μπει οι ρίζες της μαζικής ελευθεριακής εργατικής οργάνωσης πριν η νέα νοοτροπία διαδοθεί και εκεί. Αυτή η καθυστέρηση του σεχταρισμού κι όχι ένα σαφές δόγμα ενάντια στην πολιτική και στρατιωτική οργάνωση, έδωσε το προβάδισμα στη δυναμική της ταξικής οργάνωσης, που τράβηξε μπροστά τη μαχητικότητα των αναρχικών. Την κρίσιμη στιγμή ο πολιτικός σεχταρισμός είχε φτάσει ήδη στο όριό του κι έτσι εγκατέλειψε τη μαζική αντίσταση στην εγγενή τοπικότητα της βάσης και την εξέλιξή της, στις κραταιές πολιτικές δυνάμεις. Οι καταστασιακοί, συγκριτικά, είναι υπεράνω πολιτικών τακτικισμών: διαφεύγουν απ’όλα τα ερωτήματα, με αφηρημένες ολιστικές μεταθέσεις και στην ελάχιστα κρίσιμη στιγμή γίνονται άθλιοι πασιφιστές και εθελόδουλοι προσκηνυτές της στρατοκρατίας των αφεντικών. Από τον 19ο αιώνα οι σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης προβοκατορολογούσαν ενάντια στους επαναστάτες αναρχικούς, έναν αιώνα πριν λαλήλουν οι γλύφτες του αντι-αντάρτικου, συνωμοσιολόγοι αντεπαναστάτες Ντεμπόρ και Σαγκουινέτι. Τους αναρχοκομουνιστές της CNT δεν τους άγγιζε αυτή η λάσπη. Όμως, η ιδεαλιστική ενοχή για την προλεταριακή βία και ο αφορισμός της πολιτικο-στρατιωτικής σύγκρουσης δύο ασυμβίβαστων κόσμων, ως προϋπόθεση για την πολιτισμική μετάβαση από τον παλιό στον νέο, είχαν εγκατασταθεί σε ένα μεγάλο μέρος της FAI. Δεν χρειαζόταν ένα εργοστασιοκεντρικό δόγμα ενάντια στην πολιτική και ενάντια στη στρατιωτική πάλη, για να χαθεί η πολιτική και η πολεμική πρωτοβουλία: αρκούσε η ανεπάρκεια της πολιτικής οργάνωσης.
Η Παρισινή Κομμούνα είχε δείξει ότι η περιχαράκωση της επανάστασης στα αστικά κέντρα είναι καταστροφική.1 Ούτε οι μπολσεβίκοι, ούτε οι αναρχικοί στην Ουκρανία έκαναν αυτό το λάθος, αλλά στη Γερμανία η απουσία ριζωμένων κι έμπειρων επαναστατικών πολιτικών οργανώσεων κατά την έναρξη της επαναστατικής δεκαετίας κι η παντελής απουσία της υπαίθρου από τα επαναστατικά κινήματα, συνετέλεσαν στην ασυντόνιστη εκδήλωση των ένοπλων μαζικών αγώνων και στην τοπική καθήλωσή τους. Η συμβολική δύναμη του οδοφράγματος εξακολουθεί να παράγει αδιέξοδες πλάνες.
Από το ιδεολογικό πλαίσιο των διαλόγων του ‘36 και ‘37, εξάγω την εντύπωση ότι η FAI δεν είχε ασχοληθεί διόλου με τα ζητήματα στρατηγικής και οργάνωσης του επαναστατικού πολέμου.
Στην εξωτική Αφρική; Ναι, στον παγκόσμιο Νότο, στο Κουρδιστάν, την Παλαιστίνη…
Για την αντιφασιστική αντίσταση στην Ισπανία οι αναρχικοί ζητούσαν και περίμεναν βοήθεια από τις αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης και κυρίως τη γαλλική. Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν είχε συμφέρον να εμπλακεί στον εμφύλιο της Ισπανίας κι ακόμη περισσότερο, να στηρίξει μια ελευθεριακή επανάσταση. Άλλωστε, κανένας δεν ήθελε να συγκρουστεί πάλι με τη γερμανική στρατοκρατία κι επιπλέον, μέχρι και την επίθεση στα γαλλικά σύνορα η ευρωπαϊκή αστική τάξη ήθελε και πίστευε ότι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός θα στραφεί αποκλειστικά προς τ’ανατολικά, με κύριο στόχο την επικράτεια των μπολσεβίκων, που αποτελούσαν τον κοινό εχθρό τους. Οι Ευρωπαίοι «δημοκράτες» κρατούσαν σε αναμονή τους Ισπανούς, ενώ η εγκατάλειψη ήταν δεδομένη. Αυτή η αυταπάτη των αναρχικών στοίχισε σε πρόνοια αυτάρκειας και πρωτοβουλίας· συνέβαλε στην καθήλωση μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Οι αποτελεσματικότερες στρατιωτικές δυνάμεις των πραξικοπηματιών κι επιπλέον η ηγεσία τους, βρίσκονταν στις αφρικανικές αποικείες. Οι αναρχικοί κατάλαβαν με καθοριστική καθυστέρηση τη σημασία της συνεργασίας με το Μαροκινό αντιαποικειακό κίνημα.2 Ας μην κάνουμε υποθέσεις για τους λόγους που κράτησαν το βλέμμα των Ισπανών αναρχικών μακρυά από τον αγώνα στις ισπανικές αποικείες, να θυμόμαστε όμως, ότι είναι μια στάση καταστροφική.
Υμνούμε τη διεθνιστική συστράτευση στην αντιφασιστική πάλη στην Ισπανία. Πολλοί Ισπανοί αναρχικοί μαχητές είχαν αγωνιστεί σε διάφορα μέρη της Γης, ως πολιτικοί φυγάδες. Ωστόσο, η CNT ήταν μια εθνική οργάνωση κι ο πανιβηρισμός της FAI δεν έφερε κάποια πρακτική διαφορά. Αν η πόλη είναι μια πολιτική, επιβιωτική και στρατιωτική φυλακή, το έθνος είναι μια πιο βαθειά φυλακή, πολιτισμική και πολιτική σε στρατηγικό βάθος. Η περιχαράκωση της επαναστατικής πάλης μέσα σε εθνικά σύνορα είναι αδιέξοδη. Η Α’ Διεθνής ήταν πραγματικά διεθνής και γι’αυτό ήταν ισχυρή. Το Κουρδικό Κίνημα Ελευθερίας, για να βγει από αυτό το αδιέξοδο έκανε το άλμα στον διεθνοτικό και διασυνοριακό συνομοσπονδισμό, ενώ από τα γεννητούρια του είχε μάθει να διασχίζει σύνορα. Οι πολιτιστικές συγγένειες αποτελούν μια δυναμική που δεν μπορεί να αφαιρεθεί με μια ιδεολογική μονοκονδυλιά. Ούτε η πραγματικότητα των κρατικών συνόρων. Το επαναστατικό κίνημα πρέπει να εξοικειωθεί με τις πρώτες και να τις διαχειριστεί στην κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού προς την ελευθερία και την ισότητα, με συνεργασία ή με πόλεμο, κατά περίπτωση. Τα σύνορα πρέπει να τα αντιμετωπίσει χτίζοντας την οργάνωσή του εκατέρωθεν των συνόρων, έχοντας μια ταξική ανάλυση της θέσης του κάθε συγκεκριμένου κινήματος στον παγκόσμιο χάρτη. Γι’αυτό το αντάρτικο στη Δ. Γερμανία ξεκίνησε από την Παλαιστίνη, επίσης το PKK, από το Λίβανο και η συνομοσπονδιακή επανάσταση πήρε έδαφος πρώτα στη Συρία, ενώ ο EZLN ρίζωσε στην πιο φτωχή επαρχία του Μεξικό.
Ο διεθνισμός ή είναι οργανικός ή είναι μόνο ένα νεύμα όπως λένε οι σεχταριστές του συντηρητικού συνωμοτισμού, ένα νεύμα ανεδαφικής συντροφικότητας, ένα νεύμα απελπισίας. Ούτε οι παρεμβάσεις στις πρεσβείες (κι εδώ συμπεριλαμβάνω τις ένοπλες επιθέσεις της Οργάνωσης Επαναστατικής Αυτοάμυνας), ούτε οι διαδικτυακές καμπάνιες σαμποτάζ, ούτε οι διακυρήξεις που υπογράφονται από δέκα οργανώσεις που δεν θα συμμετάσχουν ποτέ από κοινού, αν κάποια από αυτές βρεθεί κάποτε σε μια πραγματική μάχη, δεν συγκροτούν διεθνιστική οργάνωση. Να βαφτίσουμε αυτό που έχουμε (και καλώς το έχουμε) με το όνομα αυτού που λείπει, δηλώνει ότι αναγνωρίζουμε αυτό που λείπει και συγχρόνως ότι είμαστε αποφασισμένοι να μην κάνουμε τίποτα γι’αυτό. Ο επαναστατικός νομαδισμός των δύο τελευταίων δεκαετιών, που μετά το κύμα περιφοράς στις συνόδους των παγκόσμιων διευθυντηρίων, βρήκε εδάφη να σταθεί, ενέχει ένα βαθύτερο πνεύμα αφοσίωσης στην επαναστατική πάλη, από κάθε ιδεολογική περιχαρακωμένη ομάδα και αποτελεί συστατικό μιας εξελεκτικής βαθμίδας οργάνωσης που ακόμα διαμορφώνεται, ποιοτικά ανώτερης από κάθε εθνική οργάνωση. Η εποχή την οποία το κεφάλαιο προσπάθησε να προλάβει με τον ανθυγειο-νομικό κλασματοποιημένο καθολικό εγκλεισμό και την επιβολή του ιμπεριαλιστικού πολέμου στις μητροπόλεις του, είναι η εποχή της προλεταριακής και επαναστατικής διάρρηξης των συνόρων. Η επαναστατική οργάνωση των αναρχικών δεν γίνεται να υπολείπεται της εποχής της. Ας αναρωτηθούν οι σύντροφοι που αυτές τις μέρες διαδήλωναν για τα Τέμπη, με ποιον τρόπο μεταφέρονταν μέσα από την πρακτική τους, η μεταναστευτική Μεσόγειος, το Μεξικό, το Κουρδιστάν, η Παλαιστίνη, η Μιανμάρ, η γη των Μαπούτσε κι οι χίλιες δυο εξεγέρσεις που ξεσπούν κάθε μέρα;Αναφέρομαι σε γνωστά κινήματα, για να γίνω κατανοητός. Με ουσιαστικούς όρους, ποιες καθημερινές πρακτικές μας και με ποιους τρόπους οι εξεγερσιακές πρωτοβουλίες μας πορεύονται προς τους αόρατους τόπους της Γης; Πώς δομείται ο διεθνισμός μας ή μήπως παραμένουμε εγκλοβισμένοι στην εθνική διαχείριση του παγκοσμίου ταξικού πολέμου;
Να σημειώσω ότι στη σύντομη συνάντησή τους, ο Μάχνο, αφότου είχε γραφτεί η Πλατφόρμα, προειδοποίησε τον Ντουρούτι για τα κρίσιμα ζητήματα της ανερχόμενης επαναστατικής πάλης στην Ισπανία. Ο Μάχνο είχε ζήσει μια 3 Μάη ως συνέπεια της ανοργανωσιάς των αναρχικών και των εθνικών αποστάσεων.
Τι σας είπε ο Βλάντιμιρ να κάνετε;
Προφανώς η ερώτηση δεν απευθύνεται σε αναρχικούς, αλλά στους θιασώτες των πραξικοπηματιών του Μάη του ‘37 στη Βαρκελώνη. Η CNT είχε διαπραγματευτεί με το αστικοδημοκρατικό μέτωπο τη συμμετοχή της στις εκλογές, με αντάλλαγμα τη μαζική απελευθέρωση αιχμάλωτων αγωνιστών. Ήταν ένας πραγματιστικός τακτικισμός που στις ταξικές και πολιτικές συνθήκες του τότε Ισπανικού κράτους αποδείχτηκε συνετός, με το στρατιωτικό πραξικόπημα και τον πόλεμο που ακολούθησαν την άνοδο των δημοκρατικών στην κυβέρνηση. Όχι ότι η εργατική τάξη της Ισπανίας ήταν απελευθερωμένη από κάθε αναθετική αυταπάτη, αλλά η CNT είχε δική της πολιτική, έστω συνδικαλιστική και κοινοτιστική, κολλεκτιβίστικη κ.λπ. και με δεκαετίες πραγματικών μαχών είχε συγκροτήσει την ισχύ να διαπραγματεύεται πολιτικές διεκδικήσεις. Αυτόνομη πολιτική (μέχρι το ξέσπασμα της επανάστασης, αναφορικά στη CNT), πλατειά οργανωμένη κοινωνική βάση και πολιτικο-στρατιωτική ισχύ: αυτά που λείπουν σήμερα εξολοκλήρου από εκείνους τους ανοργάνωτους και ομαδοποιημένους του α/α χώρου που προπαγανδίζουν την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ, «για να πέσει ο Μητσοτάκης». Το σύρσιμο στις κάλπες αποτελεί καταδήλωση ήττας των πολιτικών εγχειρημάτων που σπρώχνουν τα μέλη τους και το κίνημα στην ανάθεση στους κεφαλαιοκρατικούς θεσμούς.
Καθώς την τελευταία δεκαετία ο λενινισμός έγινε το προπέτασμα της συνθηκολόγησης και της αποστράτευσης του ατομικιστικού-μηδενιστικού ελιτισμού και καιροσκοπισμού της προηγούμενης περιόδου, έρχεται ως δάνειο από τον αριστερισμό το επιχείρημα ότι οι εκλογές αποτελούν ζήτημα τακτικής. Έτσι είπε ο Μεσσίας Βλαντιμίρ, αλλά να λέμε όλη την αλήθεια. Σύμφωνα με το μπολσεβίκικο δόγμα, οι εκλογές μπορούν να γίνουν τόπος καταγραφής και ανάδειξης της κομματικής δύναμης. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους σοσιαλδημοκράτες του Λένιν, οι εκλογές έπαιξαν έναν τέτοιο ρόλο για τα ΚΚ παγκοσμίως. Ισχύει μέχρι και σήμερα για το ΚΚΕ. Όμως, για το ΚΚΕ το αστικό κοινοβούλιο αποτελεί το κυρίαρχο πεδίο πολιτικής δράσης κι όχι μια επιλογή τακτικής. Το στρατωνισμένο εργατικό κίνημα του ΚΚΕ υπηρετεί τον κοινοβουλευτισμό κι όχι το ανάποδο, όπως ισχύει στην τυπική σοσιαλδημοκρατία, αριστερή ή δεξιά. Από τη χούντα το ΚΚΕ προετοιμαζόταν για την ένταξή του στο αστικό καθεστώς και έγινε με την πολιτική ισχύ της μαζικότητάς του, το κόμμα της τάξης (ησυχία, τάξη και ασφάλεια). Όποιοι πέρασαν από τον α/α χώρο, αλλά τώρα μέσα στην αδυναμία του και την απομαζικοποίηση των κινητοποιήσεών του θαυμάζουν την οργάνωση και την αντοχή του ΚΚΕ, δεν πίστεψαν ποτέ και δεν θυσίασαν τίποτα για τη λαϊκή ισχύ και την κοινωνική αυτοδιεύθυνση κι έτσι υποκλείνονται σε εκείνους που ακόμα κεφαλαιοποιούν τις θυσίες του παρελθόντος. Ο τυχοδιωκτισμός επιστρέφει στον αστικό κοινοβουλευτισμό. Παρενθετικά, η εξωκοινοβουλευτική λενινιστική αριστερά, απ’την οποία έγινε το δάνειο του επιχειρήματος υπέρ της συμμετοχής στις εκλογές, δεν απέκτησε ποτέ κοινωνική δύναμη, για να τη μετρήσει. Όλη η υπόθεση ήταν ένα παιχνίδι ανταγωνισμού των ιδεολογικών φραξιών, για το κράτημα των μελών τους και των ισχνών επιρροών τους.
Από ιδεαλιστική σκοπιά, η αποχή από τις εκλογές είναι θέση συνέπειας επί των αρχών. Από την επαναστατική αναρχική σκοπιά, που ιστορικά έχει εξελίξει την υλιστική διαλεκτική θεώρηση, δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αρχές, αλλά εξελισσόμενες ανάγκες, δυνατότητες, συλλογικές αποφάνσεις και αντικρουόμενες πεποιθήσεις μέσα στην ταξικο-πολιτική πάλη. Η ενεργητική εκλογική απεργία αποτελεί συνοχή θέσεων και δυνάμεων στον αγώνα για το ρίζωμα και την ανάπτυξη της λαϊκής ισχύος και της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης και βεβαίως, ζήτημα αυτοπειθαρχίας σε αυτήν τη συνοχή. Οπότε, αφήνοντας στο πλάι τις αφηρημένες αρχές, θα εστιάσω σε ένα και μόνο ταξικο-πολιτικό επίδικο που για τους λενινιστές και τους νεολενινιστές, πρώην αντιεξουσιαστές, αποτελεί ταυτοτικό σημείο αναφοράς3: Η αντι-ιμπεριαλιστική πάλη. Όλα αυτά τα πολιτικά σχήματα, από το ΚΚΕ μέχρι τους ανανήψαντες του α/α χώρου, που στηρίζουν τον αστικοκοινοβουλευτισμό, δεν έχουν συμβάλει ούτε στο ελάχιστο στην τοπική συγκρότηση αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος. Αντιθέτως, με την υποκρισία τους και τον χαφιεδισμό τους, έχουν οδηγήσει στη γελοιοποίηση του αντι-ιμπεριαλιστικού προτάγματος και στον αφορισμό της αντι-ιμπεριαλιστικής αντίληψης και πάλης. Είναι δυνατόν σε ένα νατοϊκό κράτος να γίνει αντι-ιμπεριαλιστική πάλη με κύριο πεδίο τις εκλογές; Σε ένα κοινωνικό έδαφος που αποτελεί βάση εξόρμησης του ισχυρότερου ιμπεριαλιστικού κράτους, είναι αθλιότητα να μιλάμε για αντι-ιμπεριαλισμό που δεν γειώνεται στο αντάρτικο. Οι ένοπλες αντιδικτατορικές και μεταδικτατορικές οργανώσεις ενίσχυσαν διεθνιστικά και ανέδειξαν τον αντι-ιμπεριαλισμό. Πριν τρεις δεκαετίες οι αναρχικοί πρωτοστάτησαν στη μαζική αντιαμερικάνικη κινητοποίηση όπου κάηκε η Νομαρχία Ηρακλείου (να θυμόμαστε τον σύντροφο Βαρδή Τσουρή). Οι ΗΠΑ δεν θα επέτρεπαν ποτέ σε μία πολιτική οργάνωση που διεξάγει αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα, να έχει θεσμικό πρόσωπο σε νατοϊκό κράτος, σαν της ελληνικής αριστεράς. Το ΚΚΕ έχει εγκαταλείψει την αντι-ιμπεριαλιστική πάλη, από το τέλος του πολιτικού εμφυλίου. Ψήφος σημαίνει υποτέλεια στον ιμπεριαλισμό. Πολιτική ψήφος σημαίνει συνενοχή στον νατοϊκό πόλεμο. Ο καιροσκοπισμός πάντα οδηγεί σε έναν επικυρίαρχο ή ραγιάδικο εθνικισμό. Να παραδοθούμε, μπας και ελαφρύνουμε λίγο τη δίκη μας πλάτη και άσε τους διπλανούς να σφάζονται. Η συμμετοχή στις εκλογές επενδύει σε ένα νεκρό μέλλον, με μοναδικό κίνητρο την απίθανη ατομική αυτοσυντήρηση απόντων υποκειμένων.
Να προσθέσω μία παρατήρηση σχετικά με τον αντι-ιμπεριαλισμό. Μέσα στην ιστορική εξέλιξη της διεθνιστικής προλεταριακής πάλης, το διεθνές επαναστατικό κίνημα έχει πλέον απαλευθερωθεί από την πλάνη της ανάθεσης του αντι-ιμπεριαλισμού σε αντεπαναστατικές δυνάμεις. Σήμερα, μόνο οι ρεφορμιστές υπερασπίζονται καθεστώτα δικτατορικά (Συρίας, Ιράν…), λαϊκίστικα αστικά (Κούβας, Βενεζουέλας…) και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα…), ως αντιπάλους του ευρω-ατλαντικού ιμπεριαλισμού. Μετα-«σοβιετικά» δεν μπορεί να υπάρξει αντι-ιμπεριαλιστική αυτοδιάθεση λαών και απελευθέρωση εδαφών, δίχως κοινωνική επανάσταση. Το ΡΚΚ, αντιλαμβανόμενο αυτή την εξέλιξη στην παγκόσμια ταξική πάλη, μετατοπίστηκε από τον κρατισμό προς την ελευθεριακή παράδοση. Στην ελληνική ημιπεριφέρεια της ιμπεριαλιστικής μητρόπολης και οπλοστάσιο του ΝΑΤΟ, αντι-ιμπεριαλισμός σημαίνει δυναμικός κοινωνικός μετασχηματισμός αυτοαπαλλοτρίωσης και αποδέσμευσης από τον ευρω-ατλαντικό αστισμό (και τον αριστοκρατικό εργατισμό του) και μετατροπή των συνόρων σε κοινωνικο-πολεμική μεθόριο, ανοίγοντας περάσματα για τον παγκόσμιο Νότο και διασχίζοντας αρματωμένοι προς τον καπιταλιστικό Βορρά. Για παράδειγμα, το κάλεσμα στη μεγαλεπίβολη πορεία στη γερμανική πρεσβεία το 2015, βρήκε μηδενική ανταπόκριση, όχι επειδή πολλοί συμπαθούν το γερμανικό κράτος ή υποτιμούν τον ιμπεριαλισμό του, αλλά διότι ήταν ένα πολιτικό σχέδιο αποεδαφικοποίησηςτου ντόπιου κινήματος και προσανατολισμού του προς την εθνική συμπολίτευση – φιλική αντιπολίτευση στην αριστερή κυβέρνηση. Τώρα έχουν χαθεί και τα αντι-ιμπεριαλιστικά προσχήματα της υποτέλειας στις αστικές δυνάμεις.
«Ενότητα» ή «καθαρότητα»;
Στην ανάλυση του κινηματικού σοσιαλφασισμού εξήγησα πως το άδειο πουκάμισο της «ενότητας» και το καταχεσμένο βρακί της «σύνθεσης» γίνονται εργαλεία μανιπουλάτσιας και καταστολής από την εσωτερική σοσιαλδημοκρατική αντιεξέγερση. Στην αναλυτική τοποθέτησή μου σχετικά με τον ανοιχτό αγώνα (και οι δύο αναλύσεις συμπεριλαμβάνονται στο έντυπο Τα Πολυτεχνεία) επέμεινα στην εμπειρία και τη θεωρία του ανοιχτού αγώνα, απορρίπτοντας με μια ριζική πολεμική, τον αδιέξοδο σεχταρισμό των αποκλεισμών. Ορισμένοι σύντροφοι εμμένουν σ’έναν δρόμο άνευ όρων ενότητας με υποκείμενα που μέχρι και σήμερα εκφράζουν θέσεις αντιεξεγερτικές ή και εχθρότητας προς την αναρχία (πιο συγκεκριμένες αναφορές, σ’εκείνη την ανάλυση), θέσεις πλήρους συμπαράταξης με τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό και αισχρής επίθεσης στην κοινωνική αυτοδιάθεση (όπως της ακαδημαϊκής μικρολέσχης Αντίθεση, που ως μετα-situ καταλήγει κάθε τοποθέτησή της επί της ιστορίας ή της παρουσίας της εξέγερσης, σ’ένα αντιένοπλο ξερατό) και με υποκείμενα που έχουν υπονομεύσει την αντίσταση των αιχμάλωτων ανταρτών ή αναπαράγουν την κρατική αντεπαναστατική πολιτική των διαχωρισμών (αθώοι και ένοχοι, «δικοί μας» και «άλλοι» με κριτήριο κάθε είδους συγγένεια κ.λπ.). Ορισμένοι άλλοι σύντροφοι εμμένουν στον απόλυτο διαχωρισμό των αναρχικών από τους λενινιστές και τα κεκέκτυπά τους στον α/α χώρο. Αυτή η στάση εισαγάγει τον ιδεολογικό σεχταρισμό μέσα στην πάλη της ταξικής βάσης και στο πεδίο της πραγματικής μάχης. Έτσι πχ. διαχωρίστηκε από την αλληλεγγύη με τον αιχμάλωτο αριστερό επαναστάτη Δημήτρη Κουφοντίνα, όταν εκείνος έδινε τη ζωή του ως πολιτικός κρατούμενος. Ακόμα κι αν επρόκειτο για τον σφαγέα Τρότσκι (τον πιο ωμό υπερασπιστή της αυταρχικής εξουσίας, ανάμεσα σ’όλους τους μπολσεβίκους), για τους αναρχικούς η ιδεολογία υπηρετεί τον ηθικο-κοινωνικό σκοπό, την ισότητα, την ελευθερία και την αλληλεγγύη, υπηρετεί την πραγματική πάλη και όχι το ανάποδο (είμαστε υλιστές). Έχω εξηγήσει στη μπροσούρα Αντιμιλιταρισμός και επαναστατικός αναρχισμός και στην παρέμβαση Για την εργατική αντίσταση σήμερα4 ότι οι ταξικές και κοινωνικές οργανώσεις έχουν πάντα ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα. Όσο πιο ευκρινής και ζυμωμένη μέσα στην πάλη είναι η ταυτότητα ενός σώματος, τόσο ευκολότερα μπορεί να συνάψει συμμαχίες στην ταξική βάση και συνεργασίες με γενικότερα ανταγωνιστικές δυνάμεις, στο πεδίο της μάχης, προς το συμφέρον της κοινωνικής απελευθέρωσης. Όπως είχε γραφτεί από την Αναρχο Κομμουνιστική Ομοσπονδία Βουλγαρίας (BACF), «έμαθε να απορρίπτει κάθε συνεργασία με πολιτικά κόμματα, εκτός από το επίπεδο της επαναστατικής δράσης».5
Και για τις δύο ασύμπτωτες στάσεις λέω εμμένουν, διότι ενώ οι φορείς τους γνωρίζουν τα καταγεγραμμένα αντεπιχειρήματα, συνεχίζουν να καλούν στις ίδιες κατευθύνσεις χωρίς να τα απαντούν. Σίγουρα αυτή η απαξίωση του δημόσιου και του εσωτερικού διαλόγου δεν προάγει καμία ενότητα, ούτε την απολίτικη ενότητα της καιροσκοπικής σύμπραξης με κάθε καρυδιάς καρύδι, την οποία υπερασπίζονται οι πρώτοι σύντροφοι, ούτε την πλατφορμιστική ενότητα των αναρχικών, την οποία υπερασπίζονται οι δεύτεροι. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της τυφλής νοοτροπίας, που προέρχεται από τον σολιψισμό του ατομικισμού και των ομάδων συγγένειας, ήταν η ψευτοκατάληψη του Γκίνη τον τελευταίο Νοέμβρη, από συντρόφους που γνώριζαν την κριτική για το πρώτο εγχείρημα συνεργασίας με τους φορείς της αντιεξέγερσης στον τόπο του εγκλήματος (κατά σύμβαση κατάληψη Γκίνη 2021), απέφυγαν τον διάλογο επί του ζητήματος και προχώρησαν ένα βήμα παραπίσω, υιοθετώντας τους αντιεξεγερτικούς όρους περί «σύνθεσης» επί της άμεσης δράσης και συνάπτοντας σχετικές συμφωνίες «κυρίων». Το δεδομένο ότι η αιχμαλωσία μου, του υποκειμένου που άσκησε την εσωτερική κριτική, διευκόλυνε την υπεκφυγή από τον διάλογο, καθιστά τη σεχταριστική παράδοση της ιστορίας μας στη σοσιαλδημοκρατία, σα να ήταν τσιφλίκι κάποιου ιερατείου, ακόμα χειρότερη πολιτικά.
Οι δεύτεροι σύντροφοι ορθώς σημειώνουν ότι: «Όσοι επιχείρησαν στο παρελθόν να ασκήσουν απ’ τα πάνω ηγεμονία, συμμορίτικου και σεχταριστικού χαρακτήρα απέτυχαν παταγωδώς και πλέον χωρίς την δυνατότητα ανάπτυξης αυτόνομης και αυτοτελούς δράσης και στρατηγικής απλά φυτοζωούν στο εσωτερικό του χώρου, χάρη και σε όσους τους ξεπλένουν σε οπορτουνιστικά μέτωπα, ανοιχτές συνελεύσεις και συντονισμούς. Χωρίς τα πλυντήρια θα είχαν διαλυθεί προ πολλού.» Οι πρώτοι καταγγέλουν6 επί τροχάδην τον ηγεμονισμό και κατόπιν κινδυνολογούν επί μακρόν για να στηρίξουν την άνευ όρων ενότητα, δηλαδή την υποταγή στη σοσιαλδημοκρατική αντιεξέγερση/αντεπανάσταση, αφού ταυτόχρονα οι ίδιοι σύντροφοι αφορίζουν κι υπονομεύουν την ενότητα των αναρχικών κι οπότε και την αυτοάμυνα του ελευθεριακού κινήματος. Στο κάλεσμά τους για το πρωτομαγιάτικο μπλοκ της Συνέλευσης «Τεμπών», προτάσσεται η συμπερίληψη και η ισότιμη ένωση των διαφοροτήτων, ενώ έχουν προβληθεί αντιδράσεις στη λήψη μέτρων αυτοάμυνας ενάντια στον ηγεμονισμό (με στοιχειωδέστερο τη δημοσιότητα). Αυτός ο κατ’επίφαση πλουραλισμός7 είναι ένα δόλωμα, που θέλει να σπρώξει τη νεολαία, τις θηλυκότητες και τους ξένους διεθνιστές, στην αγκαλιά του ανδροκρατικού τραπουκισμού, του αριστερόδουλου μιλιταρισμού, του τυχοδιωκτικού αφορμαλισμού, της μηδενιστικής και νεο-λενινιστικής θεωρητικής φτώχειας και της πατριαρχικής αλαζονείας που έχει ξεφτυλίσει την έννοια του πρώην φυλακισμένου αγωνιστή.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν ανακύπτει από τη συνάντηση σε κινηματικές διεργασίες (σε συνελεύσεις ή στον δρόμο), αλλά από το γεγονός ότι εκεί που γίνονται οι συνεργασίες δεν υπάρχουνβασικοί πολιτικοί όροι άμεσης δράσης και επαναστατικής προαγωγής της λαϊκής αυθορμησίας ή γίνονται και συμφωνίες ελέγχου της άμεσης πάλης και της λαϊκής αυθορμησίας (Πολυτεχνείο). Στην επικαιρότητα, ποιος είναι ο κοινός πολιτικός σκοπός της ανοιχτής συνέλευσης για τα Τέμπη; Να μαζευτούμε όλοι μαζί για να μη μας σκορπίσουν στον δρόμο; Το ΚΚΕ υπηρετεί καλύτερα αυτόν το σκοπό και είναι και πιο έντιμο απέναντι στην αναρχία: προβοκατορολογεί – δεν διεκδικεί τους τίτλους της, την ιστορία της, ούτε καν προσπαθεί να αρπάξει τον κόσμο με δόλιες μεθόδους, όπως κάνουν οι υπο-αριστεροί του α/α χώρου. Το πρόβλημα με αυτές τις τυπικά ανοιχτές συνελεύσεις που ξεκινούν από τους ίδιους τους κινηματικούς σοσιαλδημοκράτες, είναι ότι ελλείψει άμεσης και διατυπωμένης εξεγερσιακής πρωτοβουλίας, καλούνται μόνο και μόνο για να αποτελέσουν πεδίο μανιπουλάτσιας8 και στρατολόγησης για τους σοσιαλδημοκράτες· παγίδα για άγρια ζώα.
Στην ανάλυση του κινηματικού σοσιαλφασισμού ανέπτυξα το ζήτημα των ανοιχτών συνελεύσεων. Εδώ θα επισημάνω επιγραμματικά. Σε μία συνέλευση κοινωνικο-πολιτικών περιστάσεων ποια είναι η κοινή ταξικο-πολιτική αντίληψη της στιγμής; Πχ. σε όλα τα εξεγερμένα Πολυτεχνεία και τις συνελεύσεις τους, ο αντικαθεστωτισμός που συγκεκριμενοποιείται στην αντικρατική/αντικαπιταλιστική κοινωνική βία και στο επαναστατικό πρόταγμα που την εμπλουτίζει, ήταν η πραγματική κίνηση και η σύνθεση των δυνάμεων ήταν παράγωγό της (το αναποδογύρισμα αυτής της αιτιότητας αποτελεί ιδεολογικό σκιάχτρο των ιερατείων της εσωτερικής καταστολής.9 Ποιος είναι ο συγκεκριμένος ενοποιητικός πρακτικός σκοπός; Στα Πολυτεχνεία του Γενάρη ‘91 και των Νοέμβρηδων ‘94 και ‘17, έγιναν διασπάσεις, αποχωρήσεις, απόπειρες εσωτερικής καταστολής ή εξωτερική επέμβαση, λόγω ριζικά ανταγωνιστικών πρακτικών σκοπών, πάντα πάνω στο δίπολο σύγκρουση ή συμβιβασμός με το κράτος. Πώς εκφράζεται στον δρόμο, πχ., στις πορείες διαμαρτυρίας για τα Τέμπη, η πολιτική αυτονομία των κοινωνικών δυνάμεων;10 Έχουμε ένα σώμα στον δρόμο που έχει τη δική του στοχοθεσία και ορίζει τη δική του διαδρομή; Έχουμε ένα σώμα αποφασισμένο να συγκρουστεί χωρίς να εξαρτάται από την κάλυψη των κομματικών μπλοκ, ένα σώμα που όταν βρίσκεται σε επαφή με τα μπλοκ των οργανώσεων που έχουν πολιτική δέσμευση προς το κράτος να κρατάνε τους συμμετέχοντες ελεγχόμενους, έχει αποφασίσει αυτή την επαφή έτσι ώστε να εκτρέψει τη διαμαρτυρία σε μαζική σύγκρουση; Αυτή την εμπειρία ριζοσπαστικής κινητοποίησης καλλιεργήσαμε ως αναρχικοί στη διάρκεια της καθεστωτικής μεταπολίτευσης. Δεν θα την πουλήσουμε, θα την αναβαθμίσουμε.
Κι έχουμε επιπλέον την εμπειρία της καθόδου στον δρόμο οργανωτικών σχημάτων που επιχειρούν να εγκολπώσουν τη διάθεση εξέγερσης για να την μανιπουλάρουν και να την πολιτογραφήσουν κομματικά, με τυράκια τη γερή περιφρούρηση11 που επιβάλλει μία αυστηρά αμυντική στάση ή και τις προσχεδιασμένες επιθετικές κινήσεις που εκτελούνται αυστηρά κατ’αποκλειστικότητα από τους οργανωτές. Διόλου τυχαία, τα πρωτοπαλίκαρα αυτών των επιχειρήσεων αφομοίωσης του εξεγερτικού δυναμικού στη σοσιαλδημοκρατία είναι εκείνοι που κάποτε ανήγαγαν το hit n run σε βασική τακτική συσχέτισης με τις μάζες, δηλαδή απαξίωναν12 τη μαχητική διάθεσή τους και την εκμεταλλεύονταν ως παθητικό κάλυμμα. Ό,τι ακριβώς έλεγαν ευθαρσώς εκείνοι που τον Νοέμβρη του ‘17 πρότειναν να καταλάβουμε μόνο το Γκίνη. Η πολιτική νοοτροπία δεν έχει αλλάξει ριζικά. Σύρσιμο πίσω από τα μπλοκ της αριστεράς ελλείψη πολιτικού στόχου13 και οργανωτικής αυτοτέλειας και κλειδαμπάρωμα14 της νεολαίας στα κουμάντα των γκρουπούσκουλων.
Υπάρχει μια κοινή προβληματική ρίζα στις δύο ασύμπτωτες στάσεις που προανέφερα («ενότητα», «καθαρότητας»): είναι αποσυνδεδεμένες από τη θεμελιακή ενότητα της επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης με την αντάρτικη πρακτική. Η πρώτη στάση, της ενότητας άνευ πολιτικών όρων, είναι απόρροια λικβινταριστικών πολιτικών επιλογών, δηλαδή της διάλυση και διάχυσης της πολιτικής οργάνωσης μέσα στο κοινωνικό κίνημα (που στην πράξη συνεπάγεται υποταγή στους σοσιαλδημοκράτες, αφού αυτοί δεν διαλύουν τις οργανώσεις τους, ούτε οι συγγένειες τους κύκλους τους) και της απάρνησης της αναγκαιότητας της παράνομης οργάνωσης. Η δεύτερη στάση, της στεγανοποίησης (φαινομενικά αντίθετη στη ρευστοποίηση), είναι ιδεαλιστικά αναχωρητική, αποστασιοποιούμενη από την κοινωνική μεθόριο μεταξύ κομματικής/θεσμικής πειθαρχίας και εξέγερσης, ρεφορμισμού και αντικρατισμού. Αλλά δεν γίνεται να αναπτυχθεί μαχητική πάλη έξω από την κοινωνική και την επαναστατική μεθόριο, όπου συναντιούνται και συνεργούν όχι μόνο οι καθολικά ταυτόσημες πολιτικές θέσεις αλλά και οι ανταγωνιστικές όταν συμπνέουν πολιτικά στον άμεσο πρακτικό σκοπό. Όπου η ιδεολογικο-πολιτική στεγανοποίηση διασταυρώθηκε με την αντάρτικη δράση και την παράνομη οργάνωση, έβγαλε μιλιταριστικό ηγεμονισμό και τελικά αυτομόλησε στον αστικό κόσμο. Όπου η αντάρτικη δράση και η παράνομη οργάνωση μετατίθενται σε ένα αόριστο μέλλον, καθώς λείπει η ροήεξεγερσιακών δυνάμεων, υποβιβάζονται σε ζητήματα τακτικής. Όμως, δεν υπάρχει απροσδιόριστα ελεύθερη επιλογή των μέσων. Αντιθέτως, η επιλογή υπάρχει μόνο μέσα στο φάσμα της άγνοιάς μας και λόγω αυτής. Οπότε, ελευθερία σημαίνει υπερίσχυση της βούλησης, της συνέπειας στον σκοπό μέσα στη σχετική άγνοια και τον κίνδυνο. Η ελευθερία ενέχει τη μέγιστη ευθύνη για την εύρεση/διαμόρφωση των κατάλληλων μέσων. Η απεργία είναι μια επιλογή τακτικής για τον εργατικό αγώνα ή θεμελιωδέστατη πρακτική υπόστασή του; Αντίστοιχα, η ένοπλη πρακτική είναι θεμελιώδης πρακτική της επαναστατικής πολιτικής παρουσίας μέσα στην ταξική πάλη.
Ο αναρχισμός ρίζωσε στο ελλαδικό κοινωνικό κίνημα τον τελευταίο μισό αιώνα λόγω της συλλειτουργίας και ακούσιας ηγεσίας τριών χαρακτηριστικών της εντόπιας έκφρασής του: ανοιχτή κοινωνική παρουσία, εξεγερτισμός, ανταρτισμός. Όταν συλλειτουργούν δεν διακρίνονται – όταν αποσυνδέονται ή και χάνονται, αρχίζουν τα προβλήματα. Η μολότωφ και το οδόφραγμα, ως τα κατεξοχήν διαδεδομένα μέσα του ελλαδικού αντικρατισμού, αποτέλεσαν επί δεκαετίες το πρακτικό σημείο διάχυσης του ανταρτισμού μέσα στο κοινωνικό κίνημα, οδηγώντας την ανάπτυξη της λαϊκής πολιτικής αυτοδιάθεσης – αυτενέργειας μέσα στην εξεγερσιακή κίνηση μέχρι τον Δεκέμβρη του ‘08, τις αντιμνημονιακές μάχες και την αντι-ανθυγειο-νομική Νέα Σμύρνη το ‘21. Από τις στάσεις ρευστοποίησης και στεγανοποίησης λείπει αμφότερα η πολιτική απόφαση που συγκροτεί στο πεδίο της πάλης λαϊκή ισχύ. Η πρώτη στάση έχει κάνει σημαία της έναν συνομοσπονδισμό που απευθύνεται αποκλειστικά στις πολιτικές σέχτες της κινηματικής σοσιαλδημοκρατίας, αφού δεν πατάει σε δεσμούς αγώνα ταξικών και κοινωνικών οργανώσεων, ούτε επαναστατικών πολιτικών οργανώσεων (που στο ελλαδικό κίνημα δεν υπάρχουν). Η δεύτερη στάση έχει κάνει σημαία της τη μαζική πάλη. Στην ανάλυση της σοσιαλδημοκρατικής αντιεξέγερσης εξήγησα ότι η πρόταξη της μαζικότητας, αν δεν είναι ευχολόγιο διαφυγής, είναι ένα φάντασμα-πρόσχημα καταστολής. Δεν λέω κάτι καινούργιο. «Αν δεν έχεις αρκετό καρότο, θα φας μαστίγιο», και τα καρότα δε βγαίνουν ποτέ αρκετά. Δίχως αντάρτικη πρωτοβουλία, δίχως οργάνωση βάσης με επαναστατικό πρόγραμμα, η οποία καλλιεργείται στην πολιτική μεθόριο της εξεγερσιακής κίνησης και δίχως διεθνή πολιτική ενότητα, αμφότερα η μαζικότητα και ο συνομοσπονδισμός αργά ή γρήγορα χαρίζονται στη σοσιαλδημοκρατία. Επειδή όμως η ιστορία δεν είναι σκουπίδι και κάθε μέρα είναι 3 Μάη, χρειάζεται να υπενθυμίσω δημόσια ότι η επαναστατική αναρχική πρόταση, που συνοψίστηκε στην Πλατφόρμα για τη Γενική Ένωση των Αναρχικών, δεν χαρίζεται σε καμία έκπτωση. Όσο πορευόμαστε με τα σήμαντρα και τα όπλα του επαναστατικού αναρχισμού όρθια, οι μνήμες μας, οι συναντήσεις μας, η κοινή μας προοπτική δεν γίνεται να καταρρεύσουν.
Το επαναστατικό εγχείρημα στην Καταλωνία το καλοκαίρι του ‘36 και στοιχειωδέστερα η προλεταριακή καταστολή του φασιστικού πραξικοπήματος, ήταν απόρροια δύο δεκαετιών αντάρτικης πάλης και οργάνωσης, πρώτα με το pistolerismo, την αντεπιθετική εργατική αυτοάμυνα, την επόμενη δεκαετία με τις ένοπλες εξεγερσιακές απόπειρες κι ακολούθως, με τις Επιτροπές Άμυνας της CNT, που αποτέλεσαν όχι μόνο τον σκελετό της αντιφασιστικής αντίστασης, αλλά και τις εστίες της εργατικής και τοπικής αυτοδιεύθυνσης. Οι Επιτροπές Άμυνας οργάνωσαν και καθοδήγησαν την εξέγερση και τις επαναστατικές πρωτοβουλίες. Ούτε τα διοικητικά όργανα της CNT, που λόγω δομικών αντιφάσεων ήταν αποσυνδεδεμένα από την άμεση κίνηση κι εξέλιξη της βάσης, ούτε οι ιντελεκτουαλιστικές ομάδες της FAI.
«Δεν υπάρχει τίποτα προλεταριακό ή επαναστατικό σε έναν ανήθικο κυνισμό» 15
Georges Fontenis, Μανιφέστο του Ελευθεριακού Κομμουνισμού (1953)
Δημήτρης Χατζηβασιλειάδης
Φυλακή Δομοκού
Μάης 2023
___________________________________________________________________________________
1Το ζήτημα της πόλης και του εργοστασίου ως πολιτικές και στρατιωτικές φυλακές, το έχω θίξει στη μπροσούρα Αντιμιλιταρισμός και επαναστατικός αναρχισμός, https://athens.indymedia.org/post/1606583/
2Οι Αναρχικοί, ο Ισπανικός Εμφύλιος και η αποτυχία επέκτασης του στο Μαρόκο, https://www.alerta.gr/archives/10778 & https://www.alerta.gr/archives/10849
3Η «κύρια αντίθεση», που όπως εξήγησα στην ενότητα ενάντια στον σοσιαλφασισμό, από το κείμενο για Τα Πολυτεχνεία, είναι ένα εργαλείο ιδεολογικής πειθάρχισης ή και εσωτερικής καταστολής. (https://athens.indymedia.org/post/1621702/)
4https://athens.indymedia.org/post/1613473/
5Βουλγαρία η νέα Ισπανία, osaeipamepalia.wordpress.com
6Και οι δύο αναφορές, από κείμενα για την επίθεση στο Athens Indymedia. Κατα τ’άλλα και τα δύο κείμενα έχουν σημαντικές θέσεις.
7Η Συνέλευση για τα Τέμπη (στην οποία συμμετέχουν οι πρώτοι σύντροφοι), εξηγώντας τους λόγους της συγκρότησης ενός μπλοκ στη διαδήλωση της 16 Μάρτη, έγραψε, «μετωπική συμπόρευση, αφήνοντας στην άκρη τις διαφορετικές πολιτικές αναφορές και ταυτότητες που φέρουμε». Ο πλουραλισμός επιστρατεύεται ως μεταμοντέρνα βιτρίνα, ως συμπερίληψη ιδιωτικών ταυτοτήτων, αφού τους αφαιρείται προγραμματικά η πολιτική σημασία τους. Οι πολιτικές ταυτότητες, στρατεύσεις, προγραμματικές δεσμεύσεις, στοχοθεσίες, εμπειρίες και ιστορίες, αφορίζονται σαν να μην είναι οι αιχμές της αυτοσυγκρότησης της προλεταριακής πάλης, αλλά ιδεολογικές αυταπάτες που καλούμαστε να εγκαταλείψουμε κατά πως ορίζει ένα ιερατείο που προσδιορίζει μηχανιστικά «τις ανάγκες της ίδιας της πραγματικότητας». Οι ίδιοι οι πρωτοστατούντες υπο-αριστεροί αυτής της συνέλευσης, τον Νοέμβρη του ‘17 μας αποκάλεσαν «εκοφίτες» επειδή είχαμε αποφασίσει ως καταληψίες ότι στο Πολυτεχνείο δεν χωράνε κομματικοί τίτλοι και φέουδα, παρότι είχαμε προσκαλέσει όλη τη βάση της αριστεράς να συμμετάσχει ισότιμα, με τις πολιτικές ταυτότητές της. Η «κουλτούρα των ανοιχτών συνελεύσεων» που θέλουν να «ξαναχτίσουν», είναι μία νέα πολιτική μεθοδολογία αποδόμησης του αναρχικού κινήματος, του μόνου πολιτικού κινήματος που δίνει άμεση πρακτική μορφή και προσανατολισμό στην πολιτική αυτονομία του λαϊκού κινήματος.
8Το πρωτομαγιάτικο κείμενο της Συνέλευσης για τα Τέμπη είναι αποκαλυπτικό. Στην εκτενή (4/σέλιδη) ιστορική και συκγαιρινή αφήγησή της, εκφράζεται ένα πλήθος παθολογιών του ελλαδικού αντικαπιταλιστικού κινήματος. Αφεαυτού της η θεωρητική έκταση του κειμένου υποδηλώνει την απατηλή πολυσυλλεκτικότητα της συνέλευσης. Όλα τα πολιτικά σχήματα, και τα πιο συγκεντρωτικά, συγγένειας ή συνωμοτικά, επιζητούν νέες συμμετοχές. Ο χαρακτηρισμός μίας συνέλευσης ως ανοιχτής δεν σημαίνει ότι προσκαλεί και άλλα υποκείμενα στο πρόγραμμά της και στην αφήγησή της, αλλά ότι εστιάζει σε έναν άμεσο πολιτικό σκοπό στον οποίον συγκλίνουν διαφορετικά προγράμματα και αφηγήσεις, όπως επίσης υποκείμενα που δεν έχουν δεσμευτεί και δεν θέλουν επί του παρόντος να δεσμευτούν σε ένα συνολικό πρόγραμμα. Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποπνέει τον χαρακτήρα μιας συμπεριληπτικής διαδικασίας, αλλά ενός ιδεολογικού καλέσματος πολιτικής ομάδας.
Παρεπιτπόντως, συμφωνούν όλοι οι συμμετέχοντες της Συνέλευσης «Τεμπών» ότι ο τρίτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος έχει επίκεντρο τον πόλεμο στην Ουκρανία κι όχι τη Μέση Ανατολή (όπως πχ. θεωρεί η KCK); Είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε ως προς το επίκεντρο του τρίτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, ώστε να συγκροτήσουμε ένα ανοιχτό σώμα με αφορμή τα Τέμπη;
Ευκρινέστατο στοιχείο μανιπουλάτσιας, αποτελεί η αντι-ιστορική προβολή μιας κύριας ιδεολογικής γραμμής της ομάδας που είχε ενορχηστρώσει την παράδοση του Πολυτεχνείου στους θεσμικούς το ‘17, πάνω στην ιστορία της πρωτομαγιάς. Λέει ότι «η σύνθεση των επαναστατικών παραδόσεων του αναρχικού και κομμουνιστικού κινήματος, γονιμοποιεί δημιουργικά τους συνδικαλιστικούς και εργατικούς αγώνες. Από εκεί ακριβώς απορρέει το αίτημα για σύγκρουση με τις στρατηγικές του κεφαλαίου, η γείωση της ταξικής πάλης στις πραγματικές προλεταριακές ανάγκες· από εκεί προκύπτει το σύνθημα για μείωση των ωρών εργασίας, για άνοδο των μισθών, για συνδικαλιστικά δικαιώματα, για σύνταξη και για ασφάλιση, ως κόμβων μίας επαναστατικής στρατηγικής με ορίζοντα τη συνολική απελευθέρωση του προλεταριάτου». Το ένα ψέμα πάνω στο άλλο. Οι αναρχικοί δεν περίμεναν τον Μάρξ για να γίνουν σοσιαλιστές, ούτε ήταν πριν το 1886 απογειωμένοι από τις προλεταριακές ανάγκες. Οι σοσιαλδημοκράτες και μεταξύ αυτών ο Μαρξ, ήταν αυτοί που υπέτασσαν την ταξική πάλη στον τρέχοντα, πραγματικότατο κρατισμό τους. Το 1886 ο Μαρξ είχε ήδη εξωθήσει τους αναρχικούς σε αποχώρηση από την Α’Διεθνή, αποβάλλοντας με μηχανοραφίες τον Μπακούνιν. Συνέπεια του μαρξικού πραξικοπήματος ενάντια στην προλεταριακή ενότητα προκειμένου να κατασταλλεί η προλεταριακή οριζοντιότητα, ήταν η κατάληξη της Διεθνούς στη δεξιά σοσιαλδημοκρατία (Β’Διεθνής). Για αυτές τις παραδόσεις δεν μας λέει τίποτα η Συνέλευση «Τεμπών».
Με αυτή την άθλια παραμόρφωση της ιστορίας εισχωρεί και το σχήμα των «αναρχικών και κομμουνιστών» που επινοήθηκε για να ντύσει με τον τίτλο του κομμουνιστή όλους τους κινηματικούς σοσιαλδημοκράτες και να σύρει τους αναρχικούς από πίσω τους. Καταρχάς, η αναρχική και η κομμουνιστική ταυτότητα αποτελούν κοινή τομή για μεγάλο μέρος των αναρχικών, όχι επειδή όπως υποτίθεται έκαναν σύνθεση με τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση (να λέμε τα πράματα με τα ιστορικά ονόματά τους), αλλά αντιθέτως, επειδή ήταν γειωμένοι στην άμεση προλεταριακή πάλη και την ιστορία της. Κατόπιν, το 1886 ο μαρξισμός δεν είχε ακόμα ανακηρύξει τον κομμουνισμό ως πολιτική ταυτότητά του. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους τα όμορα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετωνομάστηκαν σε κομμουνιστικά. Ύστερα, πολλοί μαρξιστές αμφισβητούν τον κομμουνιστικό χαρακτήρα του μπολσεβικισμού. Δεν θα χαρίσουμε την έννοια του κομμουνιστικού υποκειμένου στους υπό-αριστερούς, που δεν υπερασπίζονται ευθέως ούτε τον μαρξισμό, κρατιστικό ή ελευθεριακό, εφόσον αρνούνται να ονομάσουν αυτολεξεί το ιστορικό δίπολο: αναρχικοί και μαρξιστές. Τα ιστορικά ακροβατικά έχουν σκοπό να κρύψουν στη σιωπή την αυταρχική ιστορία του μπολσεβικισμού, για την οποία οι ίδιοι οι μπολσεβίκοι δεν ντρέπονται.
Στο ίδιο χωρίο, εμφανίζεται και η έννοια «σύνθεση», ως σημείο της πολιτικής αφομοίωσης του ελευθεριακού κινήματος στη σοσιαλδημοκρατία (αναλύθηκε κι αυτό στο περί του σοσιαλφασισμού).
9Στο κείμενο για τις 16 Μάρτη η Συνέλευση «Τεμπών» σκιαγράφησε το πρόγραμμά της για την υφαρπαγή και καθυπόταξη της άμεσης λαϊκής δράσης. Αφού οι προσκαλούμενοι απαιτούνται να ξεβρακωθούν από πολιτικές ταυτότητες, ακολούθως οι ανοιχτές συνελεύσεις αναγορεύονται σε «κέντρο λήψης αποφάσεων». Για ποιους; Κάθε συνέλευση συνήθως λαμβάνει αποφάσεις και στο οριζόντιο κίνημα οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσω συνελεύσεων. Προφανώς, αυτή η αναγόρευση λέει κάτι άλλο από το αυτονόητο. Το νόημά της συμπυκνώνεται στη λέξη «κέντρο». Σαν να γράφτηκε προς επιβεβαίωση των παρατηρήσεών μου περί του «ενιαίου κέντρου αγώνα», από την ανάλυση του εσωτερικού σοσιαλφασισμού.
Η αντιστροφή της πραγματικής σχέσης σύγκρουσης και συνέλευσης, όπως έχει διαμορφωθεί στην ιστορία των αγώνων, έρχεται στην επόμενη φράση, προκειμένου να καθυποτάξει την εξεγερτική διαδιασία σε ένα κεντρικό παραπολιτικό κέντρο. Χωρίς αυτό το κεντρικό φιλτράρισμα, η σύγκρουση χαρακτηρίζεται ανώριμη.
Ο ηγεμονικός αποδομισμός φτάνει την αντιστροφή της πραγματικής εξελικτικής σπείρας στο σημείο να αποφαίνεται ότι «η πολιτική/ταξική θέση και οι στρατηγικές επιλογές ενός ολόκληρου κινήματος ωριμάζουν μέσα στις συνελεύσεις αυτές». Ένα είναι το κόμμα κι έξω από την καθοδήγησή του τίποτα! Όχι το ΚΚΕ; Ε, σήμερα φτιάχνεται και το κόμμα του καιροσκοπικού αφορμαλισμού. Αυτός και μόνο αυτός επιτρέπει στους συντρόφους που προωθούν την άνευ όρων ενότητα να προτάσσουν μια τέτοια χυδαία υποτίμηση της λαϊκής αυτενέργειας και άρνηση της λαϊκής αυτονομίας ως συνομοσπονδιακή πρακτική.
Από ιστορική σκοπιά, πολλές συνελεύσεις πάνω στον εξεγερσιακό αναβρασμό έχουν λάβει σημαντικές αποφάσεις για τη στρατηγική στιγμή τους, όμως δεν έχω κατά νου ούτε μία περιστασιακή συνέλευση που να ωρίμασε την ταξικο/πολιτική θέση ολόκληρου του κινήματος ή έστω ενός μέρους του ή τις μεσο/μακροπρόθεσμες στρατηγικές επιλογές του. Πόσο μάλλον για μία συνέλευση που δεν είναι ο τόπος συσπείρωσης, διαβούλευσης και συναπόφασης ενός πραγματικά πλατυού σώματος που γεννιέται στη φωτιά, αλλά ένας καιροσκοπικός συντονισμός παραπολιτικών σχημάτων που σκοπεύουν στον στρατωνισμό του λαϊκού ανταρτισμού.
Η εξέγερση ως συνολική εμπειρία αποφέρει τη ρηξιακή επίγνωση της τρέχουσας ταξικο-πολιτικής θέσης του κινήματος και πάλι μέσα από τα παραμορφωτικά όρια έκαστου υποκειμένου. Οπότε και οι αναδιαμορφώσεις των στρατηγικών προσανατολισμών είναι πάντα υποκειμενικά αποσπασματικές και βλέπουν σε αντίρροπες κατευθύνσεις.
10Η Συνέλευση «Τεμπών», κάτω από τον υπότιτλο «Για τους εργατικούς αγώνες στην Ελλάδα» κάνει μία δημοσιογραφική καταγραφή των πρόσφατων απεργιών και δίνει μια συνήθη ελιτίστικη απόφανση αναγνώρισής τους («δεν βρίσκονται σίγουρα στο επίπεδο που θα θέλαμε»). Στις δύο παραγράφους κοινωνιολογικού σχολιασμού εύλωγα απουσιάζει το ίδιο το υποκείμενο που θεωρητικολογεί, ως πολιτική δύναμη συγκρότησης ή έστω σύμπραξης με το αυτόνομο εργατικό κίνημα, αφού δεν υπάρχουν μέσα στη συνέλευση πολιτικά υποκείμενα με τέτοια προγραμματική πρακτική, σε τέτοιο εύρος ώστε να δώσουν το στίγμα της αυτόνομης προλεταριακής πάλης στη σύνθεση της συνέλευσης. Και αφού εκεί μέσα δεν μετέχουν ούτε αυτόνομα σωματεία (βάσης, ελευθεριακά κ.λπ..), ούτε συλλογικότητες δεσμευμένες σε κάποιο εγχείρημα ταξικού συνομοσπονδισμού με κινητήρα τις ελευθεριακές οργανώσεις βάσης (δεν υπάρχει τέτοιο εγχείρημα στην ελληνική επικράτεια) κι ούτε κάποια επαναστατική αναρχική ένωση με δέσμευση στην προλεταριακή οργάνωση, το πολιτικό κάλεσμα αρκείται στη γενικόλογη πρόταξη των εμπειριών αυτοοργάνωσης των προηγούμενων 30 χρόνων. Έτσι όμως οι κοινωνικές δυνάμεις δεν θα γίνουν ποτέ αυτόνομες στις κρίσιμες μάχες.
Αυτές οι υποκειμενικές συνθήκες δίνουν νόημα στο χάιδεμα των καθεστωτικών συνδικάτων, με το οποίο κλείνει το κείμενο της συνέλευσης την αναφορά στους εργατικούς αγώνες. Τα συνδικάτα σύρθηκαν σε απεργίες για τα Τέμπη, λέει, λόγω της λαϊκής οργής και της δυναμικής των προηγηθέντων εργατικών αγώνων. Έτσι, οι διαδηλώσεις ενισχύθηκαν σε μαζικότητα. Μισές αλήθειες, μισές αντιστροφές, όπως βολεύει για να αποδώσουμε στα καθεστωτικά συνδικάτα έναν προωθητικό ρόλο κι έτσι να είμαστε όλοι αγαπημένοι, με την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.
Είναι αλήθεια ότι στις απεργίες των μεγάλων (θεσμικών) οργανώσεων, η μαζικότητα στον δρόμο εκτοξεύεται και ενίοτε και η σύγκρουση μαζί (πχ. αντιμνημονιακές 2011). Αυτή η συνθήκη όμως ισχύει επειδή η αυτόνομη προλεταριακή οργάνωση είναι ισχνή. Αλήθεια, οι καθεστωτικοί εξαναγκάζονται από την πραγματική δυναμική, αλλά το κάνουν για να διατηρήσουν τον έλεγχο στις μάζες κι η ευθύνη τους στον δρόμο αυτή είναι. Αποτελεί παπατζιλίκι της σοσιαλδημοκρατίας η αφήγηση ότι το κίνημα χρειάζεται τη συμβολή των γραφειοκρατών. Η ριζοσπαστική προλεταριακή ανάγκη είναι η αυτόνομη συνοργάνωση.
Δύο βδομάδες πριν, η Συνέλευση έγραψε ότι «οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι σαφές ότι επιχειρούν να αποκλιμακώσουν/απονευρώσουν τον αγώνα ως εγγυητές της νομιμότητας». Στην εξέλιξη των κινητοποίησεων η επίγνωση έδωσε τη θέση της στη ρεαλιστική συνθηκολόγηση. Έτσι και η εφόρμηση της καταστολής στο ΣΒΕΟΔ, στο πιο μαζικό σωματείο βάσης, ενώ περιγράφεται στο ίδιο κείμενο με το όνομα του σωματείου, ερμηνεύεται πολιτικά μέσα στο αφηρημένο και ατεκμηρίωτο ερμηνευτικό πλαίσιο μιας επίθεσης «στα πρωτοβάθμια σωματεία», κλείνοντας το μάτι στον αριστερίστικο κομματικό συνδικαλισμό ή και στο ΚΚΕ.
Η ίδια αφήγηση συμφιλίωσης με τον ρεφορμισμό προβάλλεται και στις αναφορές για τη Γαλλία και μάλιστα, κάτω από τα ιδεολογικά πέπλα της «πολυμορφίας» και της «σύνθεσης».
11Μισές αλήθειες. Το βίωμα της συλλογικής ενότητας και κουλτούρας κατά τη σύγκρουση μέσα από ένα περιφρουρημένο μπλοκ σπανίζει. Ενώ το βίωμα του τραμπουκισμού από την περιφρούρηση, ενάντια στη σύγκρουση, έχει διαμορφώσει γενιές και γενιές. Αλλά στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί.
12Το πρωτομαγιάτικο κείμενο της Συνέλευσης «Τεμπών» κάνει διάκριση ειρηνικών και μαχητικών κινητοποίησεων, κάτω από την ομπρέλα μίας φιλελεύθερης εκδοχής της έννοιας πολυμορφία. Επιπλέον, κατατάσσει την απεργία στις ειρηνικές μορφές. Άθλια κατάλοιπα του μηδενισμού. Είναι δυνατόν το σταμάτημα της παραγωγής να αποτελεί ειρηνική πρακτική; Γενικότερα, είναι δυνατόν να αρμόζει σε κάποιες πρακτικές της ταξικής πάλης ο χαρακτηρισμός «ειρηνικές»; Ειρηνική πάλη; Κάτι ξέρουν οι σοσιαλδημοκράτες. Και πώς αλλιώς να διακριθούν οι ουραγοί τους στον α/α χώρο; Θέλει ο μιλιταριστικός ηγεμονισμός να κρυφτεί, αλλά η έπαρση δεν τον αφήνει.
Ακολούθως, αποτελεί αντιμετάθεση αποποίησης πολιτικών ευθυνών να περιμένεις από τις εξεγέρσεις για να πάρεις κουράγιο και δύναμη. Αποτελεί απαξίωση των αλλεπάληλων εξεγέρσεων παγκοσμίως, 30 χρόνια αφότου πρωτοακούστηκε το τυφλό, «μία μέρα η εξέγερση δεν θα είναι ουτοπία», να χρειαζόμαστε ακόμα να μας αποδείξει η εξέγερση ότι δεν είναι ουτοπία. Αποτελεί κακόπιστη άρνηση της επαναστατικής ιστορίας, να θεωρούμε ότι το δυστοπικό παρόν της φτώχειας και του πολέμου καθιστά απίθανη και όχι πιθανότατη την ενεργητική σύγκρουση του προλεταριάτου. Αποτελεί χυδαίο αστισμό η αμφισβήτηση της ικανότητας των κολασμένων να αμφισβητούν έμπρακτα. Αποτελεί συντηρητική υπεκφυγή που καταλήγει στον πασιφισμό, η πεποίθηση ότι υπάρχουν αγώνες που ξεκινούν χωρίς να έχει την υπεροπλία το κράτους.
Έτσι καταλήγουμε στον απειρισμό των μεταθέσεων: Ένα άνοιγμα, για έναν δρόμο, για μια προοπτική, … για την επανάσταση. Για άμεση επαναστατική δράση, οργάνωση και πρόγραμμα, υπάρχει κανείς; Αν όχι, μην κανιβαλίζετε την αναρχική ιστορία.
13Η προσφορά αμυντικού εδάφους για τον κόσμο που θέλει να επιτεθεί αποτελεί βασικό στοιχείο του ανοιχτού μαχητικού αγώνα. Ένα ζωντανό κινητό οδόφραγμα αναμφίβολα αποτελεί εκδήλωση πολιτικής ισχύος. Αν οι σοσιαλδημοκράτες καταφέρνουν με μία τέτοια αγωνιστική στάση να συσπειρώσουν τη λαϊκή και νεανική μαχητικότητα, δικαίως καρπώνονται πολιτικά κοινωνικές δυνάμεις. Το πρόβλημα είναι δικό μας, των αναρχικών, για όσο παραμένουμε αιχμάλωτοι του σεχταρισμού μας και του λικβινταρισμού μας. Δεν υπάρχει πολιτικό λάθος στην υφιστάμενη συνεργασία αναρχικών με φορείς της αριστερής μανιπουλάτσιας, προκειμένου να είναι ισχυρότερες οι κοινωνικές δυνάμεις στον δρόμο. Υπάρχει πολιτική αδυναμία στην απουσία επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης και ειδικότερα αναρχικής και στην απουσία ζωντανών συνομοσπονδιακών ταξικων-κοινωνικών προγραμμάτων· αδυναμία στον προσανατολισμό της σύγκρουσης, στην οργάνωσή της και στην οργανωτική απόσταξη του κοινού βιώματός της, με αναρχικούς όρους.
14Οι σύντροφοι που υπερασπίζονται τη ρευστοποίηση καταφεύγουν στην κινδυνολογία προκειμένου να καταλήξουν σε μία μιλιταριστική έκπτωση των πολιτικών σκοπών, που θέτει τις κοινωνικές δυνάμεις υπό την ηγεσία της κινηματικής σοσιαλδημοκρατίας. Η οργάνωση της αυτοάμυνας στον δρόμο έχει αναχθεί σε κύριο πολιτικό σκοπό σε πραγματικό χρόνο. Εκείνοι που δεν οργανώνονται πολιτικά (εννοώντας και την πολιτική συνομοσπονδιοποίηση των ταξικών-κοινωνικών οργανώσεων), αφομοιώνονται από υπέρτερες δυνάμεις.
Πάντα η πολιτική κυριαρχεί στον πόλεμο και η στρατιωτική οργάνωση την υπηρετεί. Ακριβώς έτσι οι αντιπλατφορμιστές της FAI ενσωματώθηκαν στην αστική κυβέρνηση.
Από τη θέση ενός αιχμάλωτου που έχει ξεριζώσει το σκιάχτρο της αντεπαναστατικής τρομοκρατίας βεβαιώνω ότι κανένας κίνδυνος δεν δικαιολογεί την άνευ πολιτικών όρων τακτικίστικη ενότητα με φορείς που παραμένουν αμετανόητα ταγμένοι στην πολιτική υποτέλεια προς την καθεστωτική αριστερά.
Όποιοι συμμετέχοντες στον συγκεκριμένο παραπολιτικό συντονισμό επιβεβαιώνουν με ειλικρίνια την υπογραφή που έβαλαν κάτω από τις ακόλουθες φράσεις, έχουν ευθύνη να καταθέσουν δημόσια κριτική και αυτοκριτική για το σύνολο του καταγεγραμμένου ιστορικού της κινηματικής αντιεξέγερσης/αντεπανάστασης και να πάψουν να επικαλούνται την αυτοκριτική σαν τίτλο τιμής, ενώ συγχρόνως παριστάνουν τους ταπεινούς, αοριστολογόντας και αποφεύγοντας να μιλήσουν για το διαταύτα. «Και σε αυτό το σημείο θεωρούμε ότι έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε σαν κίνημα αφού συλλογικά αποτελούμε φορείς παθογενειών και αντιφάσεων που δεν μας αφήνουν – ακόμα – να κάνουμε τα βήματα εκείνα που αντιστοιχούν στην εποχή προκειμένου να καλυφτούν οι αποστάσεις της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, της διαλεκτικής πραγμάτωσης και συνύπαρξης μέσων και σκοπών. Θεωρούμε ζήτημα συλλογικής πολιτικής ευθύνης την αναγνώριση και την άρση των προβληματικών αυτών, αλλά και το συλλογικό ξεπέρασμά τους στην πράξη μέσα από τον δρόμο, τις ανοιχτές συνελεύσεις και διαδικασίες αγώνα».
15Θεωρώ απλουστευτική την άποψη του Fontenis ότι «ήταν ίσως ένα από το πιο μοιραία λάθη της Ισπανικής Επανάστασης ότι υπονόμευσε τα επιτεύγματά της ώστε να αφιερωθεί προπάντων στους στρατιωτικούς στόχους της υπεράσπισής της». Δεν θα γινόταν να μην αφιερωθεί στους στρατιωτικούς στόχους της υπεράσπισης της επανάστασης. Το έκανε με τρόπους που υπονόμευσαν τα επιτεύγματα και την πρόοδο της επανάστασης και απέτυχαν στον στρατιωτικό σκοπό, επειδή οι αναρχικοί ήταν πολιτικά ανέτοιμοι να επιλύσουν αυτή την αντίφαση αποφασιστικά, καθαρίζοντας το πολιτικό τοπίο στα μετόπισθεν υπέρ των κοινωνικών δυνάμεων, αντί ν’αφήσουν τους μπολσεβίκους να το ξανακάνουν εναντίον των κοινωνικών δυνάμεων, όπως στη Ρωσία
Αρχεία:
3_Μάη_1937_η_2η_Μάχη_της_Βαρκελώνης.pdf