https://diapyros.net/oulrike-mari-mainchof/
«Διαμαρτυρία είναι όταν λέω πως αυτό κι αυτό δεν μου αρέσει. Αντίσταση είναι όταν φροντίζω αυτό που δε μου αρέσει, να μη συνεχίζεται.»
Στις 7 Οκτωβρίου του 1934 γεννιέται στο Όλντενμπουργκ της Κάτω Σαξονίας η Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ (Ulrike Marie Meinhof), αντάρτισσα πόλης και ιδρυτικό μέλος της R.A.F., δημοσιογράφος, συγγραφέας και κοινωνιολόγος.
Χάνει τον πατέρα της σε ηλικία μόλις πέντε ετών, ενώ το 1948 πεθαίνει και η μητέρα της και κηδεμόνας της ίδιας και της αδερφής της ορίζεται η οικογενειακή φίλη, ιστορικός, καθηγήτρια και συνιδρύτρια της “Γερμανικής Ένωσης Ειρήνης” Ρενάτε Ρίμεκ (Renate Riemeck). Η πασιφίστρια Ρίμεκ είναι η πρώτη που εμφυσεί στην Μάινχοφ σοσιαλιστικές και ειρηνιστικές ιδέες και αποτελεί ένα από τα πρώτα ερείσματα που καθορίζουν την μετέπειτα πολιτικοποίηση και στάση της.
Από το 1955 σπουδάζει φιλοσοφία, παιδαγωγικά, κοινωνιολογία και γερμανικές σπουδές στο Μάρμπουργκ και το 1957 μετεγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Μούνστερ. Εκεί συμμετέχει ενεργά στο αντιπυρηνικό κίνημα (Anti-Atomtod-Ausschuss), προσκείμενο στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα SPD, που εναντιώνεται στα σχέδια του Κόνραντ Άντεναουερ (Konrad Adenauer) και της γερμανικής κυβέρνησης για πυρηνική εξόπλιση του γερμανικού στρατού.
Το 1958 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, το οποίο είχε κριθεί παράνομο από το 1956. Παράλληλα διατελεί μέλος της Γενικής Φοιτητικής Επιτροπής AStA του πανεπιστημίου, συμμετέχει και συνδιοργανώνει πορείες, συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες και δράσεις ενώ δημοσιεύει άρθρα σε διάφορες φοιτητικές εφημερίδες (όπως στην david), τις οποίες εξέδιδε η νεολαία του SPD (SDS: Sozialistischer Deutsche Studentenbund , Σοσιαλιστική Φοιτητική Ένωση) του Μούνστερ.
Το 1959, Στο φοιτητικό συνέδριο κατά των πυρηνικών εξοπλισμών στο Δυτικό Βερολίνο, η ομάδα γύρω από το περιοδικό “konkret” εντός του SDS, στην οποία συμμετέχει και η Μάινχοφ, επικρατεί έναντι της παράταξης του SPD στο SDS. Το τελικό ψήφισμα ζητά διαπραγματεύσεις με τη ΛΔΓ και αντιτάσσεται ευθέως και δημοσίως τον αντικομμουνισμό της εποχής Άντεναουερ. Το SPD αντιδρά διαγράφοντας όλα τα μέλη του “konkret” από το SDS.
Η Μάινχοφ γράφει την πρώτη της στήλη στο “konkret”, «Η ειρήνη γράφει ιστορία».
Στο διάστημα 1960-64 η Μάινχοφ μπαίνει στην συντακτική ομάδα του περιοδικού, ενώ παράλληλα παντρεύεται τον αρχισυντάκτη Κλάους Ράινερ Ρολ (Klaus Rainer Röhl) και γεννά τις δύο κόρες τους. Το 1964 αποχωρεί από την συντακτική ομάδα αλλά συνεχίζει να αρθρογραφεί εντατικά στο “konkret”. Τα επόμενα πέντε χρόνια γράφει μερικά από τα πιο σημαντικά και πολιτικά της άρθρα, όπως το σχόλιο για την απόπειρα δολοφονίας του φοιτητή Ρούντι Ντούτσκε (Rudi Dutschke), το άρθρο με τίτλο «Γυναίκες στο SDS/για λογαριασμό μας» (“Frauen im SDS oder: In eigener Sache”) που θεωρείται θεμελιώδες για το «Νέο Γυναικείο Κίνημα» («Neue Frauenbewegung», δεκ. 60’-70’) ή το «Καλημέρα σας, Κυρία Παχλαβί», ανοιχτή επιστολή στη Φαράχ Ντιμπά, σύζυγο του Ρεζά Παχλαβί, σάχη της Περσίας, με αφορμή την επίσκεψη του αυτοκρατορικού ζεύγους του Ιράν στο Βερολίνο, στο οποίο αναδεικνύει πρώτη την αισχρή ιμπεριαλιστική πολιτική της Γερμανίας στο Ιράν και τις συνέπειές της στον ιρανικό λαό. Σχολιάζει τα τεκταινόμενα ασκώντας κριτική στη γερμανική κυβέρνηση αλλά και στον ρεφορμισμό και αδράνεια της γερμανικής Αριστεράς.
Μετά από όλο και πιο έντονες πολιτικές διαφορές σχετικά με το περιεχόμενο του περιοδικού “konkret”, χωρίζει τόσο ιδιωτικά όσο και επαγγελματικά με τον σύζυγό της και μετακομίζει από το Αμβούργο στο Δυτικό Βερολίνο. Εκεί εργάζεται ως δημοσιογράφος για το τηλεοπτικό περιοδικό “Panorama”. Γράφει το ανατρεπτικό τηλεοπτικό έργο “Bambule”, το οποίο εν τέλη δεν προβλήθηκε λόγω της μετέπειτα ένοπλης επαναστστικής της δράσης. Στα τέλη του 1969 ξεκινάει να διδάσκει στο Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου (Freie Universität Berlin).
ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Στις 14 Μαΐου του 1970 η Μάινχοφ συμμετέχει στην απελευθέρωση του Αντρέας Μπάαντερ από τη φυλακή, γεγονός που για πολλούς αποτελεί και την πρώτη ενέργεια της ένοπλης επαναστατικής ομάδας «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (Rote Armee Fraktion).
Τον Ιούνιο ταξιδεύει στην Ιορδανία και εκπαιδεύεται στις τεχνικές μάχης από Παλαιστίνιους αντάρτες της «Αλ Φατάχ».
Μαζί της βρίσκονται οι Αντρέας Μπάαντερ (Andreas Baader), Γκούντρουν Έσλιν (Gudrun Ensslin), Χορστ Μάλερ (Horst Mahler) και Ίρμγκαρντ Μόλλερ (Irmgard Möller), οι οποίοι θα αποτελέσουν και τον πρώτο πυρήνα της R.A.F. , μία ένοπλη οργάνωση που έδρασε μέσα σε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες όπου οι επαναστάσεις ξεσπούσαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, όπου οι αντι-ιμπεριαλιστικοί και αντι-αποικιοκρατικοί αγώνες νικούσαν, όπου ο πολύμορφος επαναστατικός ταξικός αγώνας στα μετόπισθεν των δυτικών μητροπόλεων γεννούσε ελπίδες για επαναστατική αλλαγή.
Τα επόμενα δύο χρόνια χαρακτηρίζονται από μια έντονη παράνομη πολιτική δράση, με πολιτικές εκτελέσεις, απαλλοτριώσεις τραπεζών και βομβιστικές επιθέσεις σε διάφορα μέρη της γερμανικής επικράτειας, όπως για παράδειγμα στα κεντρικά γραφεία των ΗΠΑ στη Χαϊδελβέργη.
Τον Ιούνιο του 1972 συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές Κολωνίας-Οσέντορφ υπό ιδιαίτερα απάνθρωπες συνθήκες. Η Μάινχοφ, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της R.A.F., συνεχίζει την πολιτική της δράση μέσα στη φυλακή, κάνοντας δύο φορές απεργία πείνας διεκδικώντας ανθρώπινες συνθήκες κράτησης.
Μετά την καταδίκη της το 1974 σε οκτώ χρόνια φυλάκισης για την συμμετοχή στην απελευθέρωση του Μπάαντερ, η Μάινχοφ μεταφέρεται στα διαβόητα «Λευκά Κελιά» των φυλακών υψίστης ασφαλείας του Στάμχαιμ.
Το κείμενο με τίτλο «Επιστολή από την Νεκρή Πτέρυγα» (Brief aus dem Toten Trakt) που έγραψε κατά την παραμονή της εκεί αποτελεί ίσως τη χαρακτηριστικότερη μαρτυρία για το καθεστώς κράτησης στα λευκά κελιά:
«Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονο μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους. Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.
Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων.»
Στις 9 Μαΐου του 1976 και λίγο πριν διεξαχθεί η πολιτική δίκη κατά της R.A.F., η Μάινχοφ βρίσκεται απαγχονισμένη στο κελί της. Αφού γίνεται γνωστός ο θάνατος, σημειώνονται συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, ένοπλες ενέργειες και συγκρούσεις στη Γερμανία και στο εξωτερικό.
Τα κυρίαρχα Μέσα μιλούν για αυτοκτονία, γεγονός που αμφισβητείται όχι μόνο από τα κινήματα της εποχής, αλλά και από μετέπειτα έρευνα ιατροδικαστών και ψυχολόγων. Η πληθώρα κρατουμένων που «αυτοκτόνησαν» σε αντίστοιχες γερμανικές φυλακές στα χρόνια που ακολούθησαν ενισχύουν ακόμα περισσότερο το ενδεχόμενο ο θάνατος της Μάινχοφ να αποτελεί κρατική δολοφονία.
Εν κατακλείδι, για να αποτυπώσει κανείς το αντίκτυπο που είχε η Μάινχοφ στη γερμανική -και παγκόσμια- πολιτική ιστορία χρειάζεται εκατοντάδες -ίσως και χιλιάδες- σελίδες, και δεν περιορίζεται στη δράση της ως αντάρτισσα πόλης και μέλος της R.A.F., ούτε φυσικά από τον μοναδικής συγγραφικής αξίας και πολιτικής σημασίας καινοτόμο δημοσιευμένο λόγο της.
Η Ουλρίκε Μάινχοφ τάραξε συθέμελα τη γερμανική κοινωνία και τη γερμανική Αριστερά της εποχής διότι υπηρέτησε έμπρακτα και μέχρι τελευταίας ρανίδας την ιδεολογία της, θυσιάζοντας κάτι που στη γερμανική συλλογική συνείδηση της εποχής ήταν μεγαλύτερης σημασίας ακόμα και από την ίδια τη ζωή: την κοινωνική της θέση και την τάξη της.
Η δήθεν «προοδευτική», «δημοκρατική» και «αποναζιστικοποιημένη»(entnazifiziert) Δυτική Γερμανία των δεκαετιών ’60-’70 μπορούσε να ανεχτεί την ύπαρξη μιας δημοσιογράφου που ασκούσε οξεία κριτική και πολιτική πίεση με τον λόγο της, διότι την ενέτασσε στην -πάντα προερχόμενη από αστικό περιβάλλον- ακαδημαϊκή ιντελιγκέντσια.
Η ένταξή όμως στην ένοπλη πάλη μιας αστής, εργαζόμενης γυναίκας με μεγάλη επιρροή, και φυσικά μητέρας και η ανοιχτή και έμπρακτη αντίστασή της ήταν κάτι ανεπίτρεπτο και πρωτόγνωρο για τη γερμανική αστική τάξη, σε τέτοιο βαθμό, που η κυρίαρχη αφήγηση ήταν ότι η ένταξή της στην ένοπλη πάλη οφειλόταν στον διαλυμένο γάμο της, σε ψυχολογικά προβλήματα κλπ.
Η Ουλρίκε Μάινχοφ υπήρξε βαθιά πολιτικό ον και η ίδια η ιστορία το επιβεβαιώνει αυτό. Συμμετείχε στην ένοπλη πάλη, θυσιάζοντας την προνομιακή ζωή της, διότι αντιλήφθηκε το άδικο, εκμεταλλευτικό και παράλογο σύστημα στο οποίο ζούσε και δεν υπήρχε περίπτωση να μην επιχειρήσει, από το δικό της μετερίζι, να του αντισταθεί όχι μόνο πίσω από την ασφάλεια του “konkret”, αλλά έμπρακτα, δεχόμενη εν τέλει και τις συνέπειες της εν λόγω δράσης της. Ανήκει δικαίως στις αξιοσημείωτες επαναστατικές πολιτικές μορφές του 20ου αιώνα , επίκαιρη όσο ποτέ και χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που δόθηκε ανιδιοτελώς στην υπόθεση της ανατροπής του καπιταλιστικού/ ιμπεριαλιστικού συστήματος και στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας…
“Der Spaß hat aufgehört.”