https://athens.indymedia.org/post/1547861/
από Πρωτοβουλία αναρχικών-αντιεξουσιαστών από τους πρόποδες του Υμηττού 08/08/2015 10:10 μμ.,
Ιούνιος 2015
________________________________________
δημοσιευμένο εδώ https://paapty.squat.gr/?p=2686
1.Ιστορική σημασία της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων
Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων είναι η πρώτη μετά την μεταπολίτευση με αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά και εκκινούμενη από αμιγώς πολιτικά υποκείμενα, όπου στόχευε τον κατασταλτικό πυρήνα του κράτους, τις ειδικές κατασταλτικές και αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες. Οι πολιτικοί κρατούμενοι υπερασπιζόμενοι την πολιτική τους θέση και τις επιλογές τους, συμπύκνωσαν το λόγο και τη δράση των αναρχικών τα τελευταία χρόνια, παρενέβησαν στο κοινωνικό πεδίο, ανέδειξαν την κατασταλτική διαχείριση και την πολιτική της σημασία για τους αγώνες και αμφισβήτησαν έμπρακτα τους θεσμούς του καθεστώτος. Παράλληλα, είναι ο πρώτος αγώνας που δόθηκε από τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο ενάντια στον νέο αριστερό διαχειριστή της εξουσίας. Ο αγώνας αυτός μέσα από την πρόκληση των πρώτων κατασταλτικών κινήσεων της νέας κυβέρνησης, κατάφερε να σπάσει τις αυταπάτες γύρω από το πραγματικό ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ και να δώσει πολύτιμο χρόνο στο κίνημα ν’ ανασυνταχθεί για τους αγώνες του μέλλοντος. Είναι, επίσης, η πρώτη απεργία πείνας που μετά τη λήξη της δεν μιλήσαμε ξεκάθαρα για Νίκη ή Ήττα, καθώς τα πολιτικά διακυβεύματα ξεπέρασαν το δίπολο αυτό, εγείροντας προβληματισμούς σε σχέση με τη συγκυρία και τον ρόλο του αναρχικού κινήματος μέσα σε αυτήν.
2. για τα ερωτήματα που δεν απαντάμε
Η πρόσφατη απεργία πείνας ήταν αναμενόμενο να συναντήσει με αμείλικτο τρόπο τα ερωτήματα που έμειναν αναπάντητα από τις προηγούμενες παρόμοιες αγωνιστικές εμπειρίες. Μόλις πρόσφατα, η κίνηση του ευρύτερου αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος σημαδεύτηκε από τις κινήσεις αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Ν. Ρωμανό όπου συμπυκνώθηκε η πολιτική του δραστηριότητα με αντίστοιχα αποτελέσματα (κεντρική ανάδειξη των αιτημάτων του απεργού, πανελλαδικές πολύμορφες κινητοποιήσεις αλληλεγγύης, αμφισβήτηση της κρατικής πυγμής και της κατασταλτικής επιθετικότητας, πρόκληση κοινωνικών αναταραχών και έντασης, δημιουργία πολιτικής πόλωσης, μερική ικανοποίηση του αιτήματος του απεργού κ.α). Παρόλα αυτά, κατά την διάρκεια της απεργίας πείνας του Ν. Ρωμανού και μετά από αυτήν, γεννήθηκαν μια σειρά πολιτικών ερωτημάτων και οι απαντήσεις που δόθηκαν – άλλες πειστικές άλλες όχι – δεν κατάφεραν να γειωθούν και να αποτελέσουν κτήμα όλων εκείνων των κομματιών που κινητοποιήθηκαν και ενεπλάκησαν στο κίνημα αλληλεγγύης τον Δεκέμβρη του 2014. Για παράδειγμα, η ίδια η χρήση του αγωνιστικού μέσου της απεργίας πείνας, ο ρόλος και τα όρια του «κινήματος αλληλεγγύης», η στρατηγική και η πολιτική διαχείριση του αγώνα από τους ίδιους τους αγωνιζόμενους, η ένταση του κοινωνικού/ταξικού ανταγωνισμού ως πυξίδα της κίνησής μας, η πολιτική αφομοίωση των κοινωνικό-πολιτικών συσχετισμών από την ανθρωπιστική πτέρυγα του καθεστώτος προς εξασφάλιση της δημοκρατικής ομαλότητας και η προοπτική των αγώνων μας μέσα σε περιβάλλον κοινωνικής αναμονής και ανάθεσης των κοινωνικών υποθέσεων στα χέρια του επανα-νομιμοποιημένου κοινοβουλευτισμού, αποτελούν αιχμιακά πολιτικά ζητήματα που ακόμα και τώρα (μετά και την πρόσφατη απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων) αδυνατούμε να απαντήσουμε στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος. Και τα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να απαντηθούν από τα «εφήμερα» κινήματα αλληλεγγύης αλλά από το σύνολο των οργανωμένων συλλογικοτήτων του α/α κινήματος. Εκτιμούμε ότι η απουσία συγκροτημένης πολιτικής συζήτησης και ζύμωσης γύρω από τους αγώνες που δίνουμε ή που πρέπει να δώσουμε, αναπόφευκτα μας σπρώχνει να παραμένουμε αδύναμοι ή ακόμα και να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.
3. για τις πολιτικές αιχμές και τα αιτήματα των απεργών
Τα πολιτικά αιτήματα των απεργών πείνας επιλέχθηκαν και συνδιαμορφώθηκαν από τον πυρήνα των κρατουμένων (Γουρνάς, Κουφοντίνας, Μαζιώτης) που κινητοποιήθηκαν μετά από πρωτοβουλία του ΔΑΚ. Από τον πόλεμο ενάντια στους τρομονόμους και την ανεξέλεγκτη χρήση του DNA μέχρι την έμπρακτη αμφισβήτηση των ειδικών επιβαρυντικών διατάξεων (βλ.κουκουλονόμος), από τις κινητοποιήσεις ενάντια στο ειδικό καθεστώς κράτησης και τις φυλακές τύπου Γ΄ μέχρι την αντίσταση στην ποινικοποίηση των συγγενικών-συντροφικών σχέσεων, οι πολιτικές αιχμές που έβαζαν οι απεργοί πείνας έχουν αποτελέσει πολιτικά πεδία πάνω στα οποία έχει σταθεί πολλές φορές η σκέψη και η δράση των αναρχικών στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια. Και είναι σαφές ότι η επιλογή της απεργίας πείνας με αυτά τα περιεχόμενα αποτελεί μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία που στοχεύει τον κατασταλτικό πυρήνα του ελληνικού κράτους, και ειδικότερα στο κατασταλτικό-νομοθετικό του οπλοστάσιο που υιοθετήθηκε και επιβλήθηκε την τελευταία 5ετία (με εξαίρεση τους τρομονόμους) μέσα σε συνθήκες καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Ως τέτοια, θεωρούμε ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι και συνέχεια του ευρύτερου αντικρατικού/αντικαπιταλιστικού αγώνα που διεξάγουμε.
Η πολιτική απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, δεν θα μπορούσε να τύχει καμιάς ανθρωπιστικής ή μεταρρυθμιστικής προσέγγισης από κανέναν καλοθελητή. Το πολιτικό της πλαίσιο, όπως αυτό εμπλουτιζόταν και από τα πολιτικά κείμενα των απεργών πείνας, είχε σαφή επιθετικά χαρακτηριστικά όχι μόνο στις επιμέρους νομοθετικές-ποινικές διατάξεις της ειδικής κατασταλτικής νομοθεσίας αλλά και συνολικότερα απέναντι στην ευρύτερη κατασταλτική στρατηγική του σύγχρονου ολοκληρωτισμού όπως συγκροτείται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, θεωρούμε ότι η κίνηση των πολιτικών κρατουμένων αφορούσε το σύνολο των αγωνιζομένων ανθρώπων, το σύνολο της αγωνιζόμενης κοινωνίας. Ακριβώς διότι οι ειδικές κατασταλτικές νομοθεσίες και τα καθεστώτα εξαίρεσης, αφενός εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα στις πιο προωθημένες, ως προς τα μέσα, επιλογές του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος, αφετέρου, όμως, εντάσσονται σε μια ευρύτερη κατασταλτική στρατηγική που φιλοδοξεί να πειθαρχήσει και να καθυποτάξει το σύνολο της κοινωνίας στις κυρίαρχες επιλογές κράτους και κεφαλαίου. Μια αντίληψη που θέλει την κατασταλτική στρατηγική των σύγχρονων κρατών να χτίζεται μονόπλευρα πάνω στις ένοπλες/συγκρουσιακές επιλογές ορισμένων στιγμών των κοινωνικών-ταξικών αγώνων, αφενός περιορίζει την ανάγνωση της στρατηγικής των «από πάνω» στα μέσα αγώνα που μετέρχονται οι «από κάτω», και αφετέρου, αδυνατίζει την διαμόρφωση ανοικτών πολιτικών στρατηγικών αγώνα ενάντια στο σύνολο του κατασταλτικού πλαισίου, σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής. Όσο κι αν εμείς οι αναρχικοί, οι αντιεξουσιαστές, οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι, βλέπουμε πίσω από τις επιβαρυντικές διατάξεις και τα καθεστώτα εξαίρεσης τους ίδιους τους εαυτούς μας, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε την κοινωνική-ταξική ρίζα και των δικών μας πολιτικών επιλογών. Ως εκ τούτου, εξαρχής θεωρήσαμε ότι το πολιτικό πλαίσιο της απεργίας πείνας έπρεπε να παλευτεί στη βάση της κοινωνίας, επιχειρώντας να επηρεάσουμε και να μετασχηματίσουμε τους κοινωνικούς-πολιτικούς συσχετισμούς της εποχής μας.
*2 σημαντικές σημειώσεις πάνω στα αιτήματα των απεργών.
*Πρώτον, θεωρούμε ότι το αίτημα για το DNA, όπως εκφράστηκε από το ΔΑΚ, ήταν πολιτικά άστοχο. Οι κατατεθειμένες εμπειρίες και πρακτικές του ευρύτερου α/α κινήματος, που πολεμά την επιστημονικοποίηση της καταστολής μέσα από την άρνηση της συνεργασίας με τις Αρχές αποτελεί την πραγματική απάντηση απέναντι στην κατασταλτική μεθόδευση με βάση το DNA. Δεκάδες είναι οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες που κατήγγειλαν πολιτικά τη μεθόδευση των αρχών γύρω από τη νομιμοποίηση του DNA αρνούμενοι την αναγκαστική λήψη δείγματος, παρά τη βιαιότητα των μπάτσων. Γεγονός που επαναλήφθηκε και από συλληφθέντες κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας. Ολόκληρες πολιτικές διώξεις εναντίον συντρόφων (Σειρινίδης, Τσιλιανίδης κ.α.) έχουν στηθεί πάνω στο αλάθητο του DNA και αποτέλεσαν πεδία μάχης για τους αναρχικούς. Σε μια σειρά πολιτικών δικών έχει αποδειχθεί και επιστημονικά ότι το DNA μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μέσο αποκλεισμού και όχι ταυτοποίησης, παρά τις επίμονες προσπάθειες της αντιτρομοκρατικής. Οι σύντροφοι του ΔΑΚ αστόχησαν όταν μπήκαν στην κουβέντα για την οριοθέτηση της κατασταλτικής μεθόδου που αφορά το DNA, γιατί εμμέσως την αποδέχθηκαν ως μέθοδο μπαίνοντας σε μια λογική ορθολογικοποίησης της καταστολής. Τη στιγμή που το DNA, με το επιστημονικό αλάθητο ως ισχυρό ιδεολογικό όπλο, βρίσκεται και θα βρεθεί πολύ περισσότερο στο μέλλον, στον πυρήνα της αποδεικτικής-διωκτικής διαδικασίας, το αναρχικό κίνημα δεν πρέπει επ’ ουδενί να αναγνωρίζει την επιστημονικοποίηση της καταστολής και τον αποκλεισμό της γνώσης στα χέρια της εξουσίας και των επαϊόντων.
*Δεύτερον, θεωρούμε σημαντικό έλλειμμα του πολιτικού πλαισίου που εκπονήθηκε από τους απεργούς πείνας, την απουσία οποιασδήποτε πολιτικής αιχμής- αιτήματος που να αγκαλιάζει ευρύτερα σύνολα κρατουμένων όπως πχ. καθεστώς προφυλάκισης, χρονικό όριο έκτισης ποινής κ.α. Στην χάραξη της στρατηγικής αγώνα από πλευράς απεργών πείνας, εντασσόταν ξεκάθαρα και η δέσμευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για νομοθετική πρωτοβουλία περί κατάργησης φυλακών τύπου Γ’ και «αποσυμφόρησης των φυλακών». Με βάση την στρατηγική αυτή αλλά και την διαχρονική παρακαταθήκη αγώνα εντός των τειχών (με όλα τα προβλήματα και τις αντιφάσεις τους, με πρόσφατο παράδειγμα την μαζική απεργία πείνας του περασμένου καλοκαιριού ενάντια στις φυλακές τύπου Γ’), εκτιμούμε ότι η απουσία αιτημάτων που να αφορούν την συντριπτική πλειοψηφία των εγκλείστων στα ελληνικά κολαστήρια, αφενός αδυνάτισε εξαρχής το μέτωπο αγώνα εντός των τειχών και αφετέρου περιόρισε το πολιτικό της εύρος σε επίπεδο περιεχομένων/νοημάτων. Η αξιοπρεπής στάση των Τούρκων πολιτικών κρατουμένων, αν και εξαίρεση, εκτιμούμε ότι βοήθησε την εξέλιξη του αγώνα και καταγράφεται στις θετικές παρακαταθήκες του.
4. για την στρατηγική του αγώνα
Στον πυρήνα της πολιτικής στρατηγικής του αγώνα, όπως εμπνεύστηκε και εκπονήθηκε από τους φυλακισμένους αγωνιστές, βρισκόταν η πολιτική αντιπαράθεση σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο με τη νέα αριστερή διαχείριση του καθεστώτος. Ουσιαστικά, η ύπαρξη πολιτικών αιτημάτων, από τους απεργούς πείνας αλλά και το κίνημα αλληλεγγύης εκτός των τειχών, πλάι στην ιδιαιτερότητα της πολιτικής συγκυρίας συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό ώστε ο αγώνας να πάρει την μορφή μιας κεντρικής πολιτικής μάχης ενάντια στην κρατική κατασταλτική πολιτική και, ιδιαίτερα, στη νέα διαχείρισή του. Επιπλέον, η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης γύρω από τις φυλακές τύπου Γ’ και ο κεντρικός της ρόλος στα πολιτικά χρονοδιαγράμματα του αγώνα (έναρξη απεργίας πείνας, κρισιμότητα υγείας ως μοχλός πίεσης κ.α), συνέτειναν στην αίσθηση ετεροκαθορισμού που υπήρξε διάχυτη σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, θέτοντας σ’ αυτόν ένα σαφές όριο.
Θεωρούμε ότι παραγνωρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους απεργούς πείνας η αντίληψη των πραγματικών δυνατοτήτων του α/α κινήματος σε μια περίοδο μακράς πολιτικής αφωνίας πλάι σε μια διάχυτη συνθήκη κοινωνικής άπνοιας που αποτέλεσαν κρίσιμα χαρακτηριστικά της προεκλογικής και της μετεκλογικής περιόδου. Και τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι απλά «σημεία των καιρών» αλλά αποτελούν θεμελιακά και συγκροτησιακά όπλα πάνω στα οποία βασίζεται η νέα αριστερή διαχείριση του καθεστώτος. Η πολιτική αφομοίωση και ενσωμάτωση των κοινωνικών-ταξικών αγώνων και εντάσεων στην προοπτική της εξασφάλισης της ταξικής ειρήνευσης αποτελεί, ίσως, τον κομβικότερο πυλώνα πάνω στο οποίο χτίστηκε η φυσιογνωμία και ο ρόλος της κυβερνώσας Αριστεράς τα τελευταία χρόνια. Και μέσα στη συνθήκη αυτή, έχει γίνει φανερό εδώ και καιρό, η αδυναμία του α/α κινήματος να απαντήσει πολιτικά, τουλάχιστον με όρους αυτοκαθορισμού. Παρόλα αυτά αναγνωρίζουμε το αναπόσπαστο πολιτικό δικαίωμα των πολιτικών κρατουμένων μέσα από την συλλογική τους κίνηση να επιχειρήσουν να σπάσουν την αφωνία αυτή, ακόμα και με ελλείμματα ή αντιφάσεις. Ούτως ή άλλως, οι φυλακισμένοι αγωνιστές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος και, ειδικότερα την τελευταία περίοδο, παρεμβαίνουν συστηματικά με το λόγο τους στην δημόσια σφαίρα και στην κίνηση του κινήματος. Παράλληλα, όμως, εκτιμούμε ότι τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να εξαντλούν τα χρονικά και πολιτικά όρια γύρω από τη δυνατότητα ανταλλαγής πολιτικών σκεπτικών και στρατηγικών, συντονισμού και συνδιαμόρφωσης κοινών βηματισμών, κινηματικής προετοιμασίας πάνω στον άξονα της αυξημένης κοινωνικής απεύθυνσης και εμπλοκής.
Η πρωτοβουλία των κρατουμένων, όμως, δεν στάθηκε ικανή από μόνη της να απαντήσει στην πραγματική, για εμάς, πρόκληση των καιρών που είναι οι αγώνες που δίνονται από τους αναρχικούς στο κοινωνικό προσκήνιο και ριζώνουν στη βάση των κοινωνικών-πολιτικών συσχετισμών. Ειδικότερα, όταν μεγάλο κομμάτι των αλληλέγγυων νοηματοδότησαν την πρωτοβουλία των φυλακισμένων ως μια αντικυβερνητική ή αντιπολιτευτική μάχη και, παράλληλα, έριξαν όλες τις δυνάμεις τους στο να «ξεσκεπάσουν» ή πιέσουν τους κομματικούς μηχανισμούς του κυβερνώντος κόμματος. Για εμάς, η ίδια η επαναστατική κίνηση των αγωνιζόμενων ανθρώπων στοχεύει πρωταρχικά τον πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων και των συσχετισμών εντός τους. Αυτή ήταν η πραγματική πολιτική αναμέτρηση που ο αγώνας αυτός δεν στάθηκε όσο θα έπρεπε και, ως εκ τούτου, δεν κατάφερε να συνδεθεί νοηματικά και υλικά με τις πολιτικές υποθέσεις που πρωταγωνιστούν στην ημερήσια διάταξη της νέας πολιτικής πραγματικότητας που βιώνουμε στον ελλαδικό χώρο (νέα διαπραγμάτευση, υπογραφή νέων μνημονίων, συνέχιση και επίταση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης κ.α.).
5. για το μέτωπο των απεργών πείνας
Ο αγώνας εντός των τειχών δόθηκε από ένα μέτωπο αγώνα που συγκρότησαν πολιτικοί κρατούμενοι με διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, τακτικές αγώνα, αναφορές στο κίνημα. Το μέτωπο αυτό, παρά την σχεδιαζόμενη προοπτική του ΔΑΚ, χτίστηκε, εντέλει, πάνω στη συμφωνία γύρω από το μέσο αγώνα και τον πυρήνα των πολιτικών αιτημάτων. Η διαφορετικότητα των αιτημάτων, των τακτικών, των πολιτικών κειμένων που συνόδευαν τις επιλογές κάθε απεργού καθώς και η ποιότητα των σχέσεων μέσα στο μέτωπο αυτό, έκαναν σαφές ότι δεν πρόκειται για μια κοινότητα αγώνα με κοινό εφαλτήριο, στρατηγική και προοπτική. Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα κατά την διάρκεια της απεργίας πείνας μέσα από τις επιλογές του καθενός και πως στηρίχτηκαν πολιτικά καθώς και από τις πολεμικές/ανταγωνισμούς που ενυπήρχαν κατά την διάρκεια και συνεχίστηκαν εκ των υστέρων. Η συνθήκη αυτή συνέβαλλε στην αποκωδικοποίηση των επιλογών των κρατουμένων με τρόπο σωρευτικό (2, 3, 4 απεργίες πείνας;) κάτι που σίγουρα δεν βοήθησε ούτε κατ’ ελάχιστον την πορεία του αγώνα. Αντίθετα, αποδυνάμωσε τη δυναμική του εν τη γενέσει του αφού δημιούργησε εξαρχής διαλυτικά ερωτήματα στους κόλπους του κινήματος αλληλεγγύης. Παράλληλα, η αίσθηση της απλής πολιτικής συμμαχίας των κρατουμένων που δεν διαθέτει πολιτικό βάθος αντιλήψεων αλλά και σχέσεων, αναπόφευκτα δημιουργεί το αίσθημα της επισφάλειας και της απογοήτευσης για τη συνεκτικότητα του υποκειμένου που βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, των απεργών πείνας.
Θεωρούμε ότι σ’ αυτό ακριβώς το αίσθημα συνετέλεσε και η απόφαση των φυλακισμένων μελών της ΣΠΦ να προχωρήσουν σε απεργία πείνας με αφορμή τη σύλληψη και τη προφυλάκιση συγγενών τους. Η απόφαση αυτή, αν και το πολιτικό της περιεχόμενο (δηλαδή η αντίσταση στην ποινικοποίηση των συντροφικών-συγγενικών σχέσεων) εμπεριέχεται στις πολιτικές αιχμές που αφορούν τις ειδικές αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, εκτιμούμε ότι επεξέτεινε τους προβληματισμούς και τις εντάσεις γύρω από την ποιότητα και την προοπτική του αγώνα. Κι αυτό διότι εδώ και χρόνια, θεωρούνται δεδομένα σε μεγάλα κομμάτια του α/α κινήματος το πολιτικό χάσμα με τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές των φυλακισμένων μελών της οργάνωσης της ΣΠΦ, γεγονός που επηρεάζει και την παράμετρο της πολιτικής εμπιστοσύνης. Ο βαθμός στον οποίο επηρέασε η συμμετοχή της ΣΠΦ στην απεργία πείνας το κομμάτι της αλληλεγγύης δεν θα πρέπει να μετρηθεί με όρους απλά ποσοτικούς (ποιοι ήρθαν, ποιοι έφυγαν κ.α) αλλά με ποιοτικούς όρους που αφορούν το εύρος και τη συνοχή και των 2 εμπλεκόμενων κομματιών του αγώνα, και των απεργών αλλά και των αλληλέγγυων.
Και εδώ αναπόφευκτα προκύπτει το ερώτημα: πώς αντιλαμβανόμαστε την αλληλεγγύη στο πεδίο των μεταξύ μας σχέσεων; Η αλληλεγγύη αποτελεί την θεμελιακή σχέση που μοιράζεται ο κόσμος του αγώνα και δεν θεωρούμε ότι προϋποθέτει ταύτιση απόψεων ή πρακτικών μεταξύ των υποκειμένων. Είναι όμως για μας δεδομένο ότι η πολιτική ιδιαιτερότητα και φυσιογνωμία του καθενός (ανάλυση, στόχευση, στρατηγική, μέσα αγώνα κ.α) αναπόφευκτα επηρεάζει και καθορίζει πλευρές της αλληλέγγυας σχέσης. Πιο συγκεκριμένα, πιστεύουμε ότι μπορούμε να σταθούμε αλληλέγγυοι σε κάθε αγώνα, τα προτάγματα και τα μέσα του οποίου συνάδουν με τις έννοιες της κοινωνικής επανάστασης και απελευθέρωσης. Γενικότερα για τους αγώνες που ανοίγονται, η στάση μας καθορίζεται από την προοπτική τους, τα χαρακτηριστικά και τις πρακτικές του στον βαθμό που βρίσκουμε τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτά.
Δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε σωστή και δεδομένη την πολιτική επιλογή αλληλοστήριξης των πολιτικών κρατουμένων. Ενδεχόμενη μη στήριξη θα ακύρωνε αυτομάτως όλες τις ομαδοποιήσεις των κρατουμένων με βάση και τα πολιτικά περιεχόμενα του αγώνα που επέλεξαν να δώσουν. Όμως, θεωρούμε ότι η πραγματική και ειλικρινής αλληλέγγυα και συντροφική στάση μέσα στους αγώνες δεν κατακτιέται μέσα από πρόσκαιρες συμμαχίες που εξυπηρετούν επιμέρους στόχους μας αλλά γεννιέται και κατακτιέται μέσα από την ίδια την στάση και την εμπλοκή μας σ’ αυτούς. Και στο πεδίο αυτό έχουν πολλά σημεία να διαλευκανθούν και να κερδηθούν, παρόλο που και εμείς, μιλώντας αυτοκριτικά, αδυνατούμε να προτείνουμε το πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί. Εντέλει, το χάσμα, η πολιτική απόσταση με τις επιλογές και τον χαρακτήρα συγκεκριμένων επιλογών και συμπεριφορών μέσα στο κίνημα δεν μπορεί να γεφυρωθεί ή να αποσιωπηθεί από τέτοιες εφήμερες χειρονομίες.
6. Οργάνωση και επικοινωνία
Αναγνωρίζουμε στο αρχικό σκεπτικό του ΔΑΚ, όσον αφορά την οργανωτική προετοιμασία της απεργίας πείνας, την πρόθεση του να δημιουργήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για ουσιαστική επικοινωνία και συνδιαμόρφωση των μέσα με τους έξω χωρίς διαμεσολαβητές, δίνοντας παράλληλα τον απαραίτητο χρόνο στο κίνημα να προετοιμαστεί βάζοντας τα δικά του χαρακτηριστικά, μη μπορώντας να παραβλέψουμε την απουσία διαλόγου που υπήρχε γύρω από την ίδια την πολιτική επιλογή της απεργίας πείνας. Εν μέρει, το σκεπτικό τους απαντούσε και στον απολογισμό της απεργίας πείνας του Ν. Ρωμανού, αλλά και στην ιστορική ανεπάρκεια του χώρου γύρω από τις απεργίες πείνας. Όμως, η χαλαρότητα γύρω από τον χαρακτήρα του πολιτικού μετώπου των κρατουμένων πλάι σε ανταγωνιστικές λογικές εντός του κινήματος, επέτρεψαν έναν διπλό αιφνιδιασμό: προς το ΔΑΚ και προς την μειοψηφία των αλληλέγγυων που συντόνιζαν τις κινήσεις τους. Ως αποτέλεσμα είχαμε τη διεξαγωγή μιας απεργίας πείνας, όπου δεν επετράπη ο παραμικρός πολιτικός διάλογος, δεν υπήρξε συνδιαμόρφωση της τακτικής και των επιμέρους στόχων, υπήρξε αδυναμία να γεφυρωθεί κοινωνικά και να προετοιμαστεί οποιαδήποτε κίνηση από κοινού. Βασίλευσε η λογική του μπροστάρη απεργού πείνας και οι ακολουθητές της αλληλεγγύης που τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις. Για άλλη μια φορά, η επιλογή της απεργίας πείνας παίρνει τη μορφή εκβιαστικού διλήμματος- στηρίζεις ή όχι- με δεδομένη και την ελλιπή επικοινωνία με τους μέσα που καθιστά το κίνημα αλληλεγγύης σε μοχλό πίεσης γύρω από τα αιτήματα των απεργών και μόνο.
7. Το κίνημα αλληλεγγύης
Οποιοσδήποτε απολογισμός θα ήταν ελλιπής και αποσπασματικός αν δεν συνυπολογίζαμε τη χρονική συγκυρία κατά την οποία εκκινεί ο συγκεκριμένος αγώνας. Κι αυτή είναι σίγουρα μία ανάλυση που πρέπει να κάνουμε για να δούμε γιατί ενώ κρίναμε αυτόν τον αγώνα ως ιδιαίτερα σημαντικό άλλο τόσο αναντίστοιχη ήταν η πλαισίωση του από το κίνημα αλληλεγγύης, από συντρόφους/ες και συλλογικότητες του ευρύτερου ανατρεπτικού κινήματος αλλά και η κινηματική συσπείρωση στα πλαίσια του κόσμου του αγώνα, η γείωση του στην κοινωνική πραγματικότητα και η σύνδεσή του με άλλους κοινωνικούς αγώνες της τρέχουσας περιόδου. Ιδιαίτερο βάρος στην απομαζικοποίηση του αγώνα έπαιξε αφενός η απουσία συνεννόησης και συνδιαμόρφωσης μεταξύ των απεργών και του κινήματος και αφετέρου η επανάπαυση στην πολιτική διαχείριση που θα επιφύλασσε μια αριστερή κυβέρνηση απέναντι στον ίδιο τον αγώνα.
Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγκυρίας αφού μόλις λίγους μήνες πριν είχε νομιμοποιηθεί μέσω του εκλογικού αποτελέσματος η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας εναπόθεσε τις ελπίδες του στην αριστερή διαχείριση. Τα εξεγερτικά ένστικτα και η επαναστατική διάθεση της κοινωνίας βρισκόταν σε πλήρη ύφεση αφού πλέον η ελληνική κοινωνία, βάσει εκλογικού αποτελέσματος, βάδιζε σε αριστερά μονοπάτια(με εθνικο-πατριωτικά δεκανίκια), η κακιά και αδυσώπητη ΕΕ θα έπαιρνε μαθήματα «ελληνικής λεβεντιάς» και ο λαός θα έβρισκε επιτέλους το δίκιο του. Με δεδομένη και την περίοδο χάριτος απέναντι στην κυβέρνηση από μεγάλα κοινωνικά κομμάτια πραγματοποιούνται και οι πρώτες συγκεντρώσεις σε πόλεις της Ελλάδας «ενάντια στους εκβιασμούς των δανειστών» αποτυπώνοντας έστω και μερικά, τη μετατόπιση των κοινωνικών συσχετισμών στο μέτωπο της «ελπίδας που έρχεται» και της ανάθεσης.
Ακόμη, είναι γεγονός ότιτα αιτήματα των απεργών, αν και αφορούσαν το σύνολο του αγωνιζόμενου κόσμου, ήταν αμιγώς πολιτικά και έλλειπαν τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν στον αγώνα ανθρωπιστικές προεκτάσεις (όπως συνέβη με την πρόσφατη απεργία πείνας του Ρωμανού), κάτι που αναπόφευκτα παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας ευρύτερης κοινωνικής δυναμικής που θα στηρίξει τις όποιες κινήσεις αλληλεγγύης. Το κίνημα αλληλεγγύης θα μπορούσε να καλύψει αυτό το χάσμα, μέσω της αντιπληροφόρησης σε τοπικό και σε κεντρικό επίπεδο και της ανάδειξης των πραγματικών πολιτικών επίδικων που έβαζε αυτή η απεργία πείνας, κάτι που δεν έγινε αποτελεσματικά, τουλάχιστον όχι πριν περάσει αρκετός καιρός από την έναρξή της. Εκτός από την κοινωνικοποίηση του αγώνα δεν καταφέρθηκε να γίνει σύνδεση του με άλλους αγώνες και υποκείμενα εκτός από λίγα παραδείγματα, όπως την πρωτοβουλία για τον κουκουλονόμο, τη στήριξη των διοικητικών του ΕΚΠΑ στην κατάληψη της Πρυτανείας, την παρουσία αλληλέγγυων στις κινητοποιήσεις για την Κυριακάτικη αργία, τη στήριξη της διαδήλωσης για τις Σκουριές.
Το κίνημα αλληλεγγύης συγκροτήθηκε στη βάση της κεντρικής συνέλευσης στου Γκίνη, που στην αρχή εμπεριείχε όσους ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των 2 συλλογικοτήτων (της συνέλευσης για τους πολιτικούς κρατούμενους και της πρωτοβουλίας για την αντίσταση και την ανατροπή). Στην 1η συνέλευση λόγω της επιτακτικότητας της συνθήκης, οι αλληλέγγυοι ακολούθησαν την πεπατημένη. Δηλαδή, προσπάθησαν να συντείνουν σ’ εκείνο το πολιτικό πλαίσιο που θα γεφύρωνε τις λογικές αγώνα που εκφράζονταν και να συντάξουν τον πολιτικό λόγο ώστε να πλαισιώσουν τις κινητοποιήσεις. Οι κινήσεις που βγήκαν από τη συνέλευση δεν είχαν κάτι το καινοτόμο, αφού παρέμειναν σε ένα μαζικό μοίρασμα και σε μια πρώτη πορεία, πολύ κοντά στην έναρξη της απεργίας πείνας.
Οι κινητοποιήσεις που έγιναν το πρώτο διάστημα της απεργίας δεν κατάφεραν να μαζικοποιηθούν και η συμμετοχή στη συνέλευση είχε φθίνουσα πορεία. Παράλληλα οι αλληλέγγυοι, μετά από τη πρώτη άμαζη σχετικά πορεία, για τα έως τότε δεδομένα του κινήματος, έψαχναν το κεντρικό γεγονός όπου θα κατάφερνε τη μαζικοποίηση του κινήματος, αλλά και την προβολή του αφού η απεργία είχε αποσιωπηθεί από τα ΜΜΕ. Οι δράσεις των αλληλέγγυων, αν και απλώθηκαν σε μεγάλο εύρος της πόλης και σίγουρα πάρθηκαν πρωτοβουλίες και από άλλους πέραν της συνέλευσης, δε κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα κινηματικό συνεχές και παρέμειναν σπασμωδικές. Η κεντρική συνέλευση του κινήματος αλληλεγγύης δεν κατάφερε να δημιουργήσει στρατηγικές αγώνα και οι λογικές που ακολουθούσαμε ως κίνημα στόχευαν κατά κόρον το νεοσύστατο κυβερνητικό σχηματισμό, αντί να στοχεύουν τη βάση της κοινωνίας και την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών. Σε παράλληλο φόντο, οι κινήσεις σαμποτάζ που έγιναν παρέμειναν σε χαμηλή ένταση ακολουθώντας τη δυναμική που εκδηλωνόταν σε αυτό τον αγώνα.
Οι κινήσεις που απέδωσαν στο κίνημα αλληλεγγύης τη λογική της ευθείας αντιπαράθεσης με το ΣΥΡΙΖΑ, είναι οι καταλήψεις των κομματικών του γραφείων στην Αθήνα και σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Η κεντρική κίνηση που προσπάθησε να ανοίξει πάλι το ζήτημα κοινωνικά, είναι η κατάληψη στο «Κόκκινο» τουλάχιστον μέχρι το σημείο όπου το σήμα μεταδιδόταν κανονικά. Στη συνέχεια, η λογική του οχυρού απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ επανήλθε, έως ότου οι ίδιοι οι καταληψίες αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το σταθμό, καθώς η κατάληψη πια είχε αποδυναμωθεί και δεν εξυπηρετούσε τους σκοπούς της αντιπληροφόρησης.
Πέρα από τις κεντρικές δράσεις, η δουλειά μυρμηγκιού με αφισοκολλήσεις, μικροφωνικές, μαζικές παρεμβάσεις και μοιράσματα, συνεχιζόταν σε πολλές γειτονιές, ενημερώνοντας και κάνοντας τη δύσκολη δουλειά που είναι απαραίτητη σε κάθε αγώνα. Την παρέμβαση, δηλαδή, στην καθημερινότητα των ανθρώπων, την προσπάθεια για αλλαγή της κοινωνίας από τη βάση της.
Οι κινήσεις σε περιοχές εκτός Αθήνας αλλά και στο εξωτερικό, αν και δεν έχουμε σαφή εικόνα του αποτυπώματος που άφησαν στις τοπικές κοινωνίες, εδραιώνουν με σαφήνεια την πεποίθηση ότι αποτελούν αναγκαία συνθήκη για το πραγματικό άνοιγμα και την αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε κοινωνικού αγώνα.
Αναγκαία παρένθεση στον αγώνα αυτό εισάγεται από την πρωτοβουλία κάποιων αλληλέγγυων να προβούν σε κατάληψη της Νομικής. Μια κατάληψη που, σύμφωνα και με τον απολογισμό του κυρίως σώματός της, δε μπόρεσε να διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά ενός κέντρου αγώνα, παρά διατήρησε μόνον τη συγκρουσιακότητα της. Μια κατάληψη, που κατέληξε σε μία από τις αισχρότερες κινήσεις των τελευταίων χρόνων: την παράδοση ενός κατειλημμένου χώρου, ενός όπλου μας, με τη «συμφωνία της Νομικής». Όπου οι καταληψίες αποχώρησαν συντεταγμένα με την υπόσχεση του ακαδημαϊκού και κυβερνητικού συνασπισμού, ότι δε θα προσαχθούν. Μια συμφωνία που ο ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα θα ευχόταν να είναι εικόνα από το κυβερνητικό του μέλλον. Και μια αποτυχία συνολικά του κινήματος, αφού τα γεγονότα της Νομικής θεωρήθηκαν αποκομμένα και όσοι βλέπαμε την πορεία της Νομικής, ουσιαστικά δεν εμπλακήκαμε σ’ αυτήν και δεν πήραμε καμία πρωτοβουλία ώστε να αποφευχθούν επιλογές και συμπεριφορές που, αναπόφευκτα, πήγαν πίσω τον ίδιο τον αγώνα ενώ υπήρξαν καθοριστικές και για την ίδια την ύπαρξη της κατάληψης.
Στην κεντρική συνέλευση είχε τεθεί η πρόταση για κατάληψη της πρυτανείας και ουσιαστικά αυτή ήταν και η μόνη πρόταση που θα καθόριζε την κίνηση του κινήματος αλληλεγγύης. Ως Πρωτοβουλία αναρχικών-αντιεξουσιαστών από τους πρόποδες του Υμηττού, εκθέσαμε ένα στρατηγικό πλάνο, που περιείχε και την κατάληψη της Πρυτανείας. Προτείναμε 1) τη κατάληψη ως σημείο αγώνα, με την δραστηριότητα του κινήματος σε επίπεδο αντιπληροφόρησης και παρέμβασης να εκπορεύεται από εκεί 2) την συσπείρωση της όποιας δυναμικής είχε αναπτυχθεί με κατεύθυνση την προπαγάνδιση και τη σύνδεση της κατάληψης με μια κεντρική πορεία ως κορύφωση της προηγούμενης δραστηριότητας και μέτρησης της δυναμικής μας 3) την κατάληξη αυτής της πορείας σε μια κίνηση με επιθετικό περιεχόμενο, απέναντι στους κρατικούς θεσμούς και όχι στους κυβερνητικούς, που θα προσπαθούσε να κάνει την αναγκαία σύνδεση του κινήματος αλληλεγγύης με την κοινωνική πραγματικότητα και το ευρύτερο κίνημα.
Όμως αποτύχαμε να βάλλουμε στην συνέλευση τη λογική του στρατηγικού σχεδιασμού, και προσχωρήσαμε και εμείς στην αναγκαιότητα της κίνησης που θα έδινε νέα περιεχόμενα και μέσα στον αγώνα. Στη συνέλευση αποφασίστηκε ότι πρωτεύει η κίνηση της κατάληψης που θα μας έβαζε πάλι στο προσκήνιο, που θα ερχόταν σε αντιδιαστολή με την κατάληψη της Νομικής, που θα προσπαθούσε να απαντήσει στις ελλείψεις του κινήματος αλληλεγγύης. Και αφέθηκε σε δεύτερο χρόνο η στρατηγική που θα εντασσόταν αυτή η κατάληψη, όπως και το ποιές θα ήταν οι κινήσεις μας μέσα από εκεί.
Η κατάληψη της Πρυτανείας «καλωσορίστηκε» από τα ΜΜΕ, τους πανεπιστημιακούς και την κυβέρνηση με χλεύη, προσπαθώντας να τελειώσουν γρήγορα με αυτή και ταυτίζοντάς την με την κατάληψη της Νομικής. Όμως αρχικά καταφέραμε να αντιστρέψουμε το κλίμα, παρότι η κατάληψη της Πρυτανείας δεν εναπόκειτο σε ένα σαφή σχεδιασμό. Η λογική όλων των συντρόφων που ήμασταν εκεί, συνέτεινε στο ότι η κατάληψη της Πρυτανείας ήταν ένα πολύ καλό εργαλείο, και ίσως το μόνο που διαθέταμε, για την συνέχιση και την ανάδειξη της απεργίας πείνας. Με μεγάλο εύρος απεύθυνσης, τόσο στην κεντρική πολιτική σκηνή, όσο και για γεωγραφική θέση που κατέχει στη καρδιά της πόλης. Το κράτος με ιθύνων νου τον Πανούση, που φορτώθηκε την πολιτική ευθύνη λειτουργώντας ως μαξιλάρι για όλη την «αριστερή» κυβέρνηση, παρουσίασε το κατασταλτικό του πλάνο, αποκλείοντας περιμετρικά το χώρο της Πρυτανείας. Εκεί για πρώτη φορά δόθηκε μια μάχη του κινήματος αλληλεγγύης και ανεπιφύλακτα κερδήθηκε. Όταν οι σύντροφοι βγήκαμε έξω από την πρυτανεία μοιράζοντας ανακοινώσεις, ουσιαστικά με τη δημόσια παρουσία μας και την δυναμική υπεράσπιση της κατάληψης, διαλύσαμε τον κατασταλτικό σχεδιασμό. Η δημόσια δράση των συντρόφων διατήρησε το δρόμο του αγώνα ανοικτό και ταυτόχρονα με την συσπείρωση που επετεύχθη, με πλήθος καλεσμάτων αλληλεγγύης προς την κατάληψη, απομακρύναμε τις μωροφιλοδοξίες των αριστερών διαχειριστών και των ακολουθητών τους. Το γεγονός αυτό δε στάθηκε ικανό να αντιστρέψει το κλίμα γύρω από την απεργία ούτε να επηρεάσει τη δυναμική συμμετοχής και η απουσία εξωστρεφούς δράσης κατά την διάρκεια των ημερών της κατάληψης έμελε να τη χαρακτηρίσει Και αυτό δυστυχώς αποδείχτηκε από τις απομαζικοποιημένες μοτοπορείες στα νοσοκομεία όπου οι απεργοί νοσηλεύονταν, από την πορεία που δεν κατάφερε να ξεπεράσει σε συμμετοχή τις προηγούμενες, όπως και από τη συμμετοχή στην συνέλευση της κατάληψης που αποτύπωνε ότι αυτός ο αγώνας δεν είχε επηρεάσει ούτε την κινηματική πραγματικότητα. Ένα ακόμη δείγμα που αποδεικνύει το βάρος των εξωστρεφών δράσεων, είναι η μαζική έξοδος από την Πρυτανεία την ημέρα που ακυρώθηκε, κυρίως λόγω συμμετοχής, η μοτοπορεία. Σε μια πρυτανεία υπό αστυνομικό κλοιό όπου η μαζική δραστηριοποίηση κατάφερε και αμφισβήτησε προσωρινά την «κόκκινη ζώνη».
Στη συνέχεια βρεθήκαμε στο μεγαλύτερο δίλημμα που βρέθηκε το κίνημα αλληλεγγύης στην Αθήνα. Το κατά πόσο πια ο χώρος της κατάληψης εξυπηρετεί. Αφού η απομαζικοποίηση πια ήταν κάτι δεδομένο, πολλώ δε μάλλον που μπροστά μας είχαμε τις μέρες του Πάσχα και που η κινηματική δραστηριότητα ατόνιζε. Ως συλλογικότητα εκτιμήσαμε ότι εφόσον η κατάληψη της πρυτανείας αντιμετωπίζει αυτές τις συνθήκες και πραγματικά δεν εντάσσεται σε κανένα πολιτικό σχεδιασμό από το κίνημα αλληλεγγύης, αυτό το μέσο δεν ανταποκρίνεται πια στις ανάγκες μας και έπρεπε να αφεθεί. Η εκτίμησή μας επικοινωνήθηκε και στους απεργούς πείνας καθότι υπήρχε η δυνατότητα αυτή μέσα στην ίδια τη συνέλευση της Πρυτανείας. Παράλληλα, επειδή ζητήθηκε και η γνώμη των «απ’έξω» για το μέλλον του αγώνα, δηλώσαμε προς τα μέσα ότι πλέον οι πρωτοβουλίες για τη συνέχεια του αγώνα αναπόφευκτα βαραίνει τις πλάτες των απεργών. Τότε εκτιμήσαμε ότι αν θέλαμε να υπάρχει ακόμη κίνημα αλληλεγγύης με αξιώσεις, έπρεπε να βρεθούν άλλα εργαλεία αγώνα, αφου η κατάληψη της Πρυτανείας θα αποκτούσε ακόμη περισσότερο εσωστρεφή χαρακτήρα, μη διαχειρίσιμο. Ακόμα και αν αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει τη διεξαγωγή της απεργίας πείνας. Και εκτιμήσαμε σωστά.
Στην συνέλευση αποφασίστηκε η αποχώρηση από την Πρυτανεία. Όμως την επόμενη μέρα, μετά από συζήτηση των συντρόφων που παραβρέθηκαν για τη λήξη της κατάληψης, το ζήτημα της συνέχισης επανήλθε και ελλείψει οποιασδήποτε άλλης πρότασης που θα έδινε διέξοδο στην αδράνεια των ημερών που έρχονταν, αποφασίστηκε η κατάληψη να κρατηθεί. Στην συνέλευση επαναφέραμε το σκεπτικό μας, όμως η δράση στο ζύγι της κινηματικής δραστηριότητας έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος από την αδράνεια, ακόμη και χωρίς κανένα σχεδιασμό. Παρά την απόφαση μας, δεν εγκαταλείψαμε το εγχείρημα, όμως η δράση μας σε αυτό σίγουρα ατόνισε.
Στις μέρες του Πάσχα, η Πρυτανεία ήταν ένα κτίριο που σίγουρα δεν αντιστοιχούσε να λέγεται κέντρο αγώνα, πόσο μάλλον στην τελική ευθεία της απεργίας πείνας. Παρά τον βολονταρισμό και τις φιλόδοξες προσπάθειες των συντρόφων να πραγματοποιούν καθημερινές εκδηλώσεις, η κατάληψη της Πρυτανείας απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τον στόχο να κρατά τον αγώνα της απεργίας κοινωνικά ανοικτό. Στο τέλος αυτού του κύκλου αγώνα, το σημαίνον θα μπορούσαμε να πούμε ότι μετατοπίστηκε στην υπεράσπιση της κατάληψης, ως μέσο αγώνα του αλληλέγγυου κινήματος, παρά στην εκδήλωση της αλληλεγγύης σε ένα αγώνα που συνεχίζεται. Στο σημείο αυτό, σημασία είχε σίγουρα και η διάσπαση του μετώπου των απεργών αλλά και ότι η κυβέρνηση σε ρόλο βασανιστή, επέτεινε το μαρτύριο της απεργίας πείνας καθώς οι τροπολογίες για το DNA και τον κουκουλονόμο δεν εισήχθησαν στην προς ψήφιση τροπολογία.
Τις μέρες αυτές, ο αστυνομικός κλοιός γύρω από την Πρυτανεία είχε στενέψει και αμέσως μετά η πρόσβαση στην Πρυτανεία είχε σχεδόν απαγορευτεί. Όποιος σύντροφος εξερχόταν από την κατάληψη συλλαμβανόταν και του αποδιδόταν κατηγορίες ή στην καλύτερη περίπτωση προσαγόταν. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο που πρέπει να σταθούμε, καθώς είναι πρώτη φορά που αποδίδονται κατηγορίες σε ανθρώπους που εξέρχονται από μια κατάληψη. Απαγορεύοντας στην ουσία την κοινωνική απεύθυνση, απομονώνοντας τους ανθρώπους που αγωνίζονται, δημιουργώντας ένα χώρο που χρίζει ποινικής διαχείρισης. Μια εστία που αποκόβεται από το χώρο και το χρόνο της πόλης και εντός της εφαρμόζεται η καταστολή και η επιτήρηση. Και όλα αυτά υπό μια νέα αριστερή διαχείριση, που σίγουρα έκανε τον Δένδια να σκάει από τη ζήλεια του.
Τις τελευταίες μέρες τις κατάληψης, είχαμε την ύστατη προσπάθεια σύνδεσης της Πρυτανείας, με τον αγώνα ενάντια στην μεταλλευτική δραστηριότητα στην Χαλκιδική. Όμως το κίνημα στην Αθήνα δε μπόρεσε να συσπειρωθεί ούτε γι’ αυτό, παρά την προκλητική παρουσία χιλιάδων πληρωμένων υποστηρικτών της εταιρίας την ίδια μέρα. Και τότε, παρά την αντιξοότητα των τελευταίων συνελεύσεων που γίνονταν στο λόφο του Στρέφη, είχε παρθεί μια πολύ σωστή απόφαση. Η σύγκρουση με τον αστυνομικό κλοιό, παράλληλα με την προσπάθεια όσων συντρόφων μπορούσαν, να μπουν μέσα στο χώρο της πρυτανείας. Όμως είτε η έλλειψη κόσμου στη διαδήλωση, είτε γιατί το οργανωτικό κομμάτι της σύγκρουσης δεν προέβλεψε και τις υπόλοιπες συγκρουσιακές διαθέσεις που υπήρχαν στους συγκεντρωμένους, δεν καταφέραμε να ανοίξουμε το κλοιό και οι σύντροφοι παρέμειναν αποκλεισμένοι.
Την επομένη, εφαρμόστηκε το κατασταλτικό σχέδιο εκκένωση της πρυτανείας και οι σύντροφοι της τελευταίας περιφρούρησης συνελήφθησαν. Αφού, όμως, πρώτα είχαν αναγκάσει το κράτος, παρά τα παρακάλια και τις διαβεβαιώσεις για ακίνδυνη έξοδο των συντρόφων, σε κατάλυση του ασύλου και αστυνομική εισβολή στο χώρο της Πρυτανείας. Οι σύντροφοι πέταξαν την πέτρα στη βιτρίνα της αφομοίωσης και στον καθρέπτη της αυταπάτης αφού με τη στάση τους δεν υποχώρησαν και απέδειξαν ότι οι αγώνες δεν έχουν τίποτα να ελπίζουν από την αριστερή διαχείριση. Και αυτή είναι από τις σημαντικότερες παρακαταθήκες που άφησε η συνέχιση της κατάληψης. Μια εμπειρία που έδειξε ότι εμπρός στην νομιμότητα και την κοινωνική ειρήνη που πρέπει να επιβληθεί, το κράτος και η κυβέρνησή του δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει την καταστολή ακόμη και εάν στα νιάτα του φορούσε αμπέχονο.
Η αδυναμία του κινήματος να υπερασπιστεί με μαζικούς όρους τους συλληφθέντες και τους προσαχθέντες γύρω από την Πρυτανεία, πλάι στην αδυναμία να απαντήσει πολιτικά στην εκκένωση της Πρυτανείας αποδεικνύει τα σαφή όρια του κινήματος να υπερασπιστεί τον εαυτό και τις επιλογές του απέναντι στην κρατική καταστολή.
8. Η διαχείριση της απεργίας πείνας από το κράτος
Η διαχείριση του αγώνα από το κράτος έγινε κυρίως με όρους απονομιμοποίησης, περιθωριοποίησης και κυρίως συκοφάντησης αυτού. Ταυτόχρονα, συνεχίστηκε η διαχείριση των κοινωνικών-ταξικών αγώνων με ποινικούς όρους, κατεξοχήν χαρακτηριστικό του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, που ακόμα και με αριστερή διαχείριση αναγνωρίζουμε ότι υφίσταται, εμπλουτίζεται και διευρύνεται με νέες στρατηγικές ελέγχου των κοινωνικών-ταξικών εντάσεων. Στη προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, στη προσπάθεια πάταξης αυτού του αγώνα, είχαμε να κάνουμε με την αναβίωση της ακροδεξιάς ρητορικής περί «τάξης και ασφάλειας» τόσο σε υλικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Το πλέον κατάφωρο παράδειγμα ήταν η ίδια η επιλογή της καταπάτησης του πανεπιστημιακού ασύλου με την εισβολή στην κατειλημμένη Πρυτανεία. Παράλληλα η κυβέρνηση, προχώρησε σε μια γενικευμένη στρατηγική εξόντωσης τόσο των ίδιων των απεργών, παρατείνοντας διαρκώς την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου και φτάνοντας τους στις 45 ημέρες απεργίας πείνας, όσο και του κινήματος αλληλεγγύης. Από τις συνεχείς προκλητικές δηλώσεις και απειλές του υπουργού Πανούση απέναντι σε όσους στάθηκαν αλληλέγγυοι, έως τον ασφυκτικό κλοιό των μπάτσων γύρω από τον χώρο του ασύλου των Προπυλαίων όλο το χρονικό διάστημα που διήρκησε η κατάληψη, τον πολυήμερο αποκλεισμό πανεπιστημιακών σχολών της Αθήνας, την παρεμπόδιση ανεφοδιασμού των καταληψιών με τρόφιμα και τις δεκάδες εκδικητικές προσαγωγές και συλλήψεις συντρόφων και μη, περιμετρικά της Πρυτανείας.
Ωστόσο ενώ η καταστολή διαρκώς εντεινόταν κατά την διάρκεια της απεργίας πείνας, η κυβέρνηση επικοινωνιακά επιβεβαίωνε την διάθεσή της να μην συγκρουστεί κατά μέτωπο με τον αλληλέγγυο κόσμο, δηλαδή να μην προχωρήσει σε «ακραίες» αστυνομικές επιχειρήσεις και επεμβάσεις που, αναπόφευκτα, θα την έφερναν και σε συμβολικό επίπεδο στη θέση των φασιστών προκατόχων της. Αυτή η επικοινωνιακή παρελκυστική τακτική στόχευε στην προφύλαξη του αριστερού προσωπείου του κυβερνητικού σχηματισμού. Κομμάτι της τακτικής αυτής ήταν και οι επιλογές του υπ.ΠΡΟΠΟ Πανούση, (ενός όχι εκλεγμένου υπουργού και ταυτόχρονα προερχόμενου από τον χώρο του βαθύ ΠΑΣΟΚ) ο οποίος με τις εμετικές δηλώσεις του περί συνταγματικής νομιμότητας δημιουργούσε μια τεχνητή απόσταση μεταξύ κυβέρνησης και κόμματος λειτουργώντας ως μαξιλαράκι απέναντι ακόμα και στις ενδο-ΣΥΡΙΖΑ φωνές που ήγειραν ερωτήματα για την εκκένωση της Πρυτανείας. Η τακτική αυτή πλάι στην πρωτοβουλία βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για τον κουκουλονόμο, σκιαγραφούν μια ιδιαίτερα επικίνδυνη πολιτική στρατηγική της νέας αριστερής διαχείρισης απέναντι σ’ όσους αγωνίζονται: ενώ το κατασταλτικό πλέγμα παραμένει ορθάνοιχτο για όσους σηκώνουν κεφάλι, συνάμα συγκροτείται μια εκ του πονηρού στρατηγική καναλιζαρίσματος και εν τέλει αφομοίωσης των κοινωνικών-ταξικών εντάσεων. Πιο συγκεκριμένα, οι τωρινοί εξουσιαστές γνωρίζουν πολύ καλά την επιστήμη της κινηματικής και πολιτικής ποδηγέτησης και αφομοίωσης, κάτι που ως στρατηγική τους έφερε και στην θέση αυτή. Ως εκ τούτου, γνωρίζοντας και τις αδυναμίες του ευρύτερου αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος επιχείρησε να επαναφέρει το προσωπείο της «κινηματικής συνιστώσας» που έχει παρουσία και ιστορία μέσα στους αγώνες, τους αφουγκράζεται, και, εντέλει, τους «δικαιώνει». Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν και η δήθεν σχάση μεταξύ κυβέρνησης και κόμματος που δημιουργήθηκε ως επικοινωνιακό τέχνασμα την περίοδο εκείνη, και θα επανέλθει σε περίπτωση επόμενων κοινωνικών εντάσεων (πχ. υπογραφή συμφωνίας-μνημονίου κ.α.). Όλα τα παραπάνω, βέβαια, παρά την δήθεν αντίφαση τους, έρχονται σε άμεση συνάφεια με την κατασταλτική επιλογή της εκκένωσης της Πρυτανείας που ήρθε να ικανοποιήσει όλα τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας καθώς και τους πολιτικούς εκφραστές της.
Έπειτα φρόντισε να υποκρύψει την απεργία πείνας μέχρι μία εύλογη χρονική στιγμή της πορείας της και να την συκοφαντήσει. Όταν οι λακέδες των ΜΜΕ αναφέρονταν σ’ αυτή φρόντιζαν να παρουσιάζουν το κίνημα αλληλεγγύης ως κάτι γραφικούς τύπους που απλά αναλώνονται σε κάθε είδους προβοκάτσια, εγκολπώνοντας στους κύκλους τους «χρήστες ουσιών», «βαλτούς», «μπάχαλους» και λοιπά «παραβατικά στοιχεία» και οι οποίοι σαμποτάρουν τον «δίκαιο αγώνα που δίνει η ελληνική κυβέρνηση κατά της λιτότητας στην Ευρώπη». Επίσης, όπως έγινε εμφανές την τελευταία περίοδο της απεργίας, όταν πλέον το νομοσχέδιο συζητιόταν στη Βουλή, διάφοροι μηχανισμοί του καθεστώτος- πολλοί και πολυδαίδαλοι- έπαιξαν κομβικό ρόλο στην πολιτική διαχείριση του ζητήματος και κατάφεραν να στήσουν και αυτοί με τη σειρά τους τα δικά τους αναχώματα απέναντι στην όποια μεθόδευση του ΣΥΡΙΖΑ. Η νεκρανάσταση των «συγγενών θυμάτων της τρομοκρατίας» και του Μομφεράτου, οι επεμβάσεις του αμερικανικού παράγοντα εντός και εκτός συνόρων και οι πρωτοβουλίες του ευρύτερου Μητσοτακικού περιβάλλοντος συγκροτούν τον ιδεολογικό πυρήνα της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας των προηγούμενων δεκαετιών στον ελλαδικό χώρο και, αναπόφευκτα, θα λειτουργούσαν δυναμικά και φιλέκδικά απέναντι σε μέλη ένοπλων οργανώσεων που χτύπησαν τα συμφέροντα τους. Η αδυναμία του κινήματος αλληλεγγύης να απαντήσει δυναμικά στις προκλήσεις αυτού του εσμού αποτελεί άλλη μια σημαντική πολιτική αδυναμία του κινήματος αλληλεγγύης, του αγώνα αυτού.
Τέλος, οφείλουμε να αναφερθούμε και επί του πρακτέου στα αποτελέσματα αυτού του αγώνα. Σε νομοθετικό επίπεδο, υπήρξε η κατάργηση των φυλακών τύπου Γ’, ο περιορισμός του κουκουλονόμου μόνο σε περιπτώσεις ληστείας, η συμμετοχή εμπειρογνώμονα βιολόγου της επιλογής του κρατούμενου για τη λήψη DNA. Παράλληλα, υπήρξαν νομοθετικά «παράθυρα» για την αποφυλάκιση των συγγενών της ΣΠΦ και του Σ. Ξηρού με κατ’ οίκον περιορισμό για όλους και με ηλεκτρονικό βραχιολάκι για τον Ξηρό. «Παραθυράκια» που ανέκαθεν λειτουργούν ως μοχλοί αποσυμπίεσης απέναντι σε διεκδικήσεις και η εφαρμογή τους έγκειται στους εκάστοτε συσχετισμούς δυνάμεων την περίοδο που θα κληθούν τα παραθυράκια να «ανοίξουν» ή να «κλείσουν». Έτσι, βλέπουμε ήδη την απόρριψη των αιτήσεων αποφυλάκισης των συγγενών της ΣΠΦ καθώς και την άρνηση στο αίτημα του Ν. Ρωμανού για εκπαιδευτική άδεια. Κάτι που αποτυπώνει και την αδυναμία του κινήματος αλληλεγγύης, των αναρχικών-αντιεξουσιαστών να «κατοχυρώσουν» μερικές από τις παρακαταθήκες της απεργίας πείνας.
Πλάι σ’ αυτά είναι σαφές ότι δεν αγγίχτηκε κατ’ ελάχιστον τα ζητήματα των τρομονόμων που έθιγαν σε βάθος το κατασταλτικό και «αντιτρομοκρατικό» κράτος που με τόσο μίσος έχουν θεσπιστεί και η εκάστοτε εξουσία είτε προέρχεται από δεξιά είτε από αριστερά θα κάνει τα πάντα για να τα υπερασπιστεί αλλά και να τα διευρύνει, με σκοπό να καταπνίξει την όποια προσπάθεια αντίστασης προέρχεται από τους «από κάτω».
Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων αποτελεί σταθμό στους ευρύτερους αντικρατικούς-αντικαπιταλιστικούς αγώνες της εποχής μας και αφήνει πίσω σημαντικές πολιτικές παρακαταθήκες και διδάγματα για τους αγώνες και τις διεκδικήσεις που έρχονται. Τα λάθη και οι αδυναμίες μας, οι στρατηγικές και τα μέσα αγώνα που επιλέγουμε, η ανάλυση των ευρύτερων κοινωνικο-πολιτικών συνθηκών και συσχετισμών είναι ερωτήματα που θα ξαναβρούμε συνεχώς μπροστά μας όσο παραμένουμε δραστήριοι και ζωντανοί στις προκλήσεις του κοινωνικού-ταξικού πολέμου. Είναι στα χέρια μας να καλλιεργήσουμε τους όρους ώστε τα ερωτήματα αυτά να απαντιούνται πολιτικά, συνολικά και συλλογικά βοηθώντας να προχωρούμε προς τα εμπρός, προς τις επόμενες εφόδους στον ουρανό, προς την κοινωνική επανάσταση και απελευθέρωση.