από Νίκος Μαζιώτης 26/06/2016 2:49 μμ.
Η τοποθέτηση έγινε την 2η μέρα του 3ημέρου στην εκδήλωση-συζήτηση «Ένοπλος αγώνας και επαναστατική προοπτική» – Οι ερωτήσεις καθώς και οι απαντήσεις του συντρόφου είναι μέρος από το σύνολο αυτών που τέθηκαν.
Τοποθέτηση του Νίκου Μαζιώτη μέλους του Επαναστατικού Αγώνα
στο 3ήμερο εκδηλώσεων για τα 3 χρόνια κατάληψης
του Αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού Καρδίτσας, τον Ιούνη του 2016.
( Η τοποθέτηση έγινε την 2η μέρα του 3ημέρου στην εκδήλωση-συζήτηση «Ένοπλος αγώνας και επαναστατική προοπτική» – Οι ερωτήσεις καθώς και οι απαντήσεις του συντρόφου είναι μέρος από το σύνολο αυτών που τέθηκαν)
Η ιστορική εμπειρία έχει αποδείξει ότι η σχέση ένοπλου αγώνα και επανάστασης είναι νομοτελειακή.
Αντικειμενικά δε γίνεται επανάσταση χωρίς την προσφυγή ενός κομματιού της κοινωνίας στα όπλα για την ανατροπή του καθεστώτος. Ουσιαστικά η επανάσταση είναι ένας εμφύλιος πόλεμος όπου ένα κομμάτι της κοινωνίας επιβάλλει τη θέλησή του σε ένα άλλο με τη βία και τα όπλα.
Η ιστορία χαρακτηρίζεται και καθορίζεται από τις κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα που υπάρχουν και η επανάσταση είναι η κορύφωση των κοινωνικών και ταξικών συγκρούσεων.
Είναι σωστό αυτό που έχει λεχθεί, ότι «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».
Μιλώντας για επανάσταση εννοούμε την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους από το λαό που θα προσφύγει απαραίτητα στον ένοπλο αγώνα, μιλάμε για έναν ένοπλο λαό.
Μιλώντας για επανάσταση εννοούμε την αφαίρεση και την κατάληψη των οχυρών του εχθρού, εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, εκεί που βρίσκονται οι κεντρικές λειτουργίες του κράτους, το κοινοβούλιο, τα υπουργεία, η κεντρική τράπεζα, τα γραφεία των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων και των τραπεζών και φυσικά απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο αφοπλισμός της αστυνομίας και των σωμάτων ασφαλείας του καθεστώτος και του στρατού.
Φυσικά, μιλώντας ως αναρχικός, στόχος μιας επανάστασης δεν είναι η αντικατάσταση της υπάρχουσας εξουσίας από μια άλλη που αναπαράγει τις ταξικές διαιρέσεις αλλά στόχος είναι η ακρατική αταξική κοινωνία και η άμεση συντριβή του κράτους.
Πέρα βέβαια από την απαραίτητη προσφυγή στα όπλα, για να γίνει μια επαναστατική απόπειρα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη επαναστατικού κινήματος που θα έχει το ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας και τον ένοπλο αγώνα στις στοχεύσεις του ώστε να πραγματοποιηθεί η επαναστατική απόπειρα.
Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι όλες οι επαναστάσεις ήταν ένοπλες και πάντα υπήρχαν τα κινήματα που καθορίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα τους και είχαν το ρόλο της πρωτοπορίας. Από την Παρισινή Κομμούνα, τη Ρωσική Επανάσταση, τη Μεξικάνικη, τη Γερμανική, την Ισπανική, την Κινεζική Επανάσταση και την Κουβανική ως τα κινήματα Εθνικής Αντίστασης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την απόπειρα του ΚΚΕ για ανατροπή το 1947-49 και τους αντιαποικιακούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, όλες οι επαναστάσεις ήταν ένοπλες και υπήρχαν κινήματα που καθόρισαν το χαρακτήρα τους.
Και οι αναρχικοί ιστορικά έχουν παίξει το ρόλο της πρωτοπορίας σε γεγονότα όπως στην Παρισινή Κομμούνα μαζί με τους μπλανκιστές , στη Ρωσική Επανάσταση, ιδιαίτερα στη ΝΑ Ουκρανία με το αντάρτικο του Μάχνο, την Μαχνοβτσίνα, στην Ισπανική Επανάσταση με τις οργανώσεις CNT-FAI. Η Ισπανική Επανάσταση δεν θα γινόταν αν δεν υπήρχε ένα οργανωμένο αναρχικό κίνημα, οι οργανώσεις CNT-FAI, όπως δεν θα γινόταν η Οκτωβριανή χωρίς τους μπολσεβίκους, η Γερμανική χωρίς τους Σπαρτακιστές, η Κινεζική χωρίς το κομμουνιστικό κόμμα, η Αλγερινή χωρίς το FLN (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), η Κουβανική χωρίς την ανταρτοομάδα του Φιντέλ Κάστρο. Όπως δεν θα υπήρχε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ο Δημοκρατικός Στρατός στη δεκαετία του 1940 χωρίς το ΚΚΕ.
Για να γίνει μια επανάσταση χρειάζονται δύο παράγοντες, οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές συνθήκες.
Ως Επαναστατικός Αγώνας έχουμε μιλήσει γι’ αυτό ήδη από το 2009. Ήδη από τις αρχές της κρίσης, από το 2009 και αμέσως μετά από την Εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 έχουμε μιλήσει μέσα από τις προκηρύξεις των επιθέσεων του 2009 κι έχουμε πει ότι η καπιταλιστική κρίση που άρχισε να χτυπά την Ελλάδα από τότε δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες που είναι κατάλληλες για μια επαναστατική απόπειρα.
Οι αντικειμενικές αυτές συνθήκες που αναφέραμε συνίστανται στο γεγονός ότι λόγω των πολιτικών που θα αναγκάζονταν να πάρουν οι ελληνικές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν την κρίση και να σώσουν τις τράπεζες, θα προκαλούσαν την απονομιμοποίηση του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας και θα οδηγούσαν σε σοβαρές κοινωνικές εκρήξεις. Ουσιαστικά το 2009 ήδη προμηνύαμε το πακέτο μέτρων που έχει μείνει στην ιστορία ως «μνημόνιο» και τις κινητοποιήσεις της περιόδου 2010-12 ενάντια στο Α΄ Μνημόνιο.
Με βάση το ότι δημιουργούνται οι αντικειμενικές συνθήκες για μια επαναστατική απόπειρα στην Ελλάδα, μιλήσαμε για πρώτη φορά τότε για την ανάγκη δημιουργίας ενός επαναστατικού κινήματος με αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση το οποίο θα έχει ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις και προτάσεις και θα έχει απαραίτητα τον ένοπλο αγώνα στις στοχεύσεις του και καλούσαμε τον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο σε μια ζύμωση για τη δημιουργία επαναστατικού κινήματος.
Η δημιουργία επαναστατικού κινήματος, ενός πολιτικοστρατιωτικού φορέα, είναι ο υποκειμενικός παράγοντας, οι υποκειμενικές συνθήκες που χρειάζονται απαραίτητα για να γίνει μια επανάσταση.
Δυστυχώς ο α/α χώρος δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να ξεπεράσει την πολιτική του ανεπάρκεια και να εξελιχθεί από ένα χώρο αντίδρασης, παρέμβασης σε έναν πραγματικά επαναστατικό χώρο, σε ένα πραγματικά επαναστατικό κίνημα που να μπορεί να παίξει έναν καταλυτικό ρόλο ιδιαίτερα την περίοδο των μαζικών κινητοποιήσεων και ταραχών της περιόδου 2010-12 και να αποπειραθεί την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους γεγονός που θα είχε διεθνές αντίκτυπο σε μια μαστιζόμενη από την κρίση Ευρώπη και Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακριβώς η έλλειψη βούλησης να δημιουργηθεί ένα επαναστατικό κίνημα που θα εκμεταλλευτεί την καπιταλιστική κρίση και την απονομιμοποίηση του συστήματος λόγω της κρίσης, είναι η αιτία της γενικευμένης κοινωνικής ήττας σήμερα, της καθίζησης των κοινωνικών αντιστάσεων μετά από 6 χρόνια μνημονίων και της πολιτικής ήττας του ίδιου του α/α χώρου σήμερα.
Φυσικά μιλώντας για επανάσταση και για επαναστατική προοπτική και με βάση αυτά που είπα, τις επαναστάσεις δεν τις διεξάγουν ολιγομελείς ένοπλες οργανώσεις, οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας, πράγμα άλλωστε αδύνατο, αλλά μαζικά κινήματα που απαραίτητα διεξάγουν μεταξύ άλλων ένοπλο αγώνα εναντίον του καθεστώτος.
Μιλώντας για τη σχέση ένοπλου αγώνα και επανάστασης, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι οργανώσεις αντάρτικου είναι εργαλεία αγώνα με σκοπό την προώθηση της επαναστατικής προοπτικής μέσα από την ένοπλη προπαγάνδα, την «προπαγάνδα με την πράξη».
Ο ρόλος των οργανώσεων ένοπλης προπαγάνδας είναι να στέλνουν μέσα από τη δράση, μέσα από στοχευμένες ενέργειες, ισχυρά πολιτικά μηνύματα, όπως ότι το καθεστώς δεν είναι παντοδύναμο ούτε ανίκητο, ο ρόλος τους είναι να αποδομούν την καθεστωτική προπαγάνδα και την προπαγάνδα των καθεστωτικών κομμάτων, να σαμποτάρουν τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις, να καταπολεμούν τη χειραγώγηση της κοινωνικής βάσης από το κράτος, να ερμηνεύουν και να αναλύουν τα δεδομένα σωστά και τις συνθήκες της εποχής τους, να συμβάλλουν στη δημιουργία επαναστατικών κινημάτων.
Όμως όταν μιλάμε για μια επαναστατική απόπειρα εννοούμε τη δημιουργία μιας μαζικής ένοπλης δύναμης από ένα επαναστατικό κίνημα που στοχεύει στην ανατροπή του καθεστώτος.
Άρα μια σοβαρή επαναστατική προοπτική στοχεύει στο ξεπέρασμα των ολιγομελών οργανώσεων ένοπλης προπαγάνδας και στο να δημιουργηθεί μια μαζική ένοπλη δύναμη.
Είναι άλλο πράγμα οι ολιγομελείς οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας και άλλο πράγμα οι μαζικές ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν στη διάρκεια επαναστατικών γεγονότων όπως τα τάγματα των κομμουνάρων στο Παρίσι, ο Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου του Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο Επαναστατικός Εξεγερσιακός Στρατός της Ουκρανίας που ίδρυσε ο Μάχνο, οι αναρχικές φάλαγγες και πολιτοφυλακές στην Ισπανία, ο ΕΛΑΣ και ο Δημοκρατικός Στρατός στην Ελλάδα, οι επαναστατικές ένοπλες δυνάμεις σε αντιαποικιακούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες όπως στο Βιετνάμ, την Αλγερία ή ο ΕΖLΝ στην Τσιάπας, οι δυνάμεις του PKK στο Κουρδιστάν και πιο πρόσφατα οι δυνάμεις των Κούρδων μαχητών στο Κομπάνι και τη Ροζάβα.
Πάνω στη συμβολή του ένοπλου αγώνα στην προώθηση της ανατρεπτικής προοπτικής, όταν ο Επαναστατικός Αγώνας έκανε ένοπλη επίθεση στους αστυνομικούς των ΜΑΤ στα Εξάρχεια μετά την εξέγερση του Δεκεμβρίου 2008 και μιλώντας για μια επαναστατική απόπειρα στην Ελλάδα και για πρώτη φορά για την ανάγκη δημιουργίας επαναστατικού κινήματος, με την ενέργειά του αυτή απέδειξε ότι μια χούφτα αποφασισμένων αγωνιστών μπορούν να εξουδετερώσουν πραιτωριανούς του καθεστώτος και πρόσφερε μια παρακαταθήκη του τί μπορεί να κάνει μια μαζική ένοπλη δύναμη μέσα σε επαναστατικές συνθήκες, εφόσον δημιουργηθούν φυσικά οι επαναστατικές συνθήκες και υπάρχει επαναστατικό κίνημα.
Πολλά από τα οποία ανέφερα, η νομοτελειακή σχέση μεταξύ ένοπλου αγώνα και επανάστασης, η προϋπόθεση ύπαρξης επαναστατικού κινήματος, το γεγονός ότι η επανάσταση δεν είναι το ίδιο με την εξέγερση, δεν είναι στοιχείο αυτοαναφορικότητας κάποιων ατόμων ή ομάδων αλλά αφορά έναν εμφύλιο πόλεμο, έναν κοινωνικό ταξικό πόλεμο, όλα αυτά θα έπρεπε να είναι αυτονόητα αλλά δεν είναι.
Σε μια εποχή σύγχυσης και ασάφειας που οφείλεται σε έναν μεγάλο βαθμό στη διαβρωτική επίδραση του καπιταλισμού και των αξιών του τις τελευταίες δεκαετίες στον δυτικό κόσμο και σε συνδυασμό με την ήττα των παλιών επαναστατικών κινημάτων πριν 3-4 δεκαετίες, ούτε η έννοια της επανάστασης είναι κάτι κατανοητό από τις νέες γενιές που έρχονται σε επαφή με τον α/α χώρο, ούτε γίνεται αποδεκτός από αρκετούς ο όρος «κοινωνική επανάσταση» ούτε η ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, ούτε καν η έννοια της Αναρχίας είναι αυτονόητο τί σημαίνει.
Επίσης, ένα πράγμα που έχει στηρίξει τη σύγχυση και την ασάφεια της εποχής μας είναι οι αναθεωρητικές θέσεις του εναλλακτισμού που αναπτύχθηκαν πριν 3-4 δεκαετίες πάνω στην ήττα των τότε επαναστατικών κινημάτων και του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης γύρω από το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας και του κράτους, το ότι δηλαδή το κράτος δεν έχει κέντρο και κατά συνέπεια είναι άσκοπη και μάταιη οποιαδήποτε επαναστατική απόπειρα, οποιοσδήποτε αγώνας που στοχεύει στην κεντρική εξουσία, στις κεντρικές λειτουργίες του κράτους.
Έτσι σύμφωνα με αυτές τις θέσεις δεν έχει καμμία σημασία ο αγώνας εναντίον της κεντρικής εξουσίας ή του κράτους –άλλωστε το κράτος δεν έχει καρδιά ή κέντρο- γιατί η εξουσία έχει διαχυθεί στην κοινωνία, αλλά σημασία έχει ο αγώνας εναντίον μορφών εξουσίας που έχουν διαχυθεί στο κοινωνικό σώμα, από τον σεξισμό και την πατριαρχία, την εκμετάλλευση της φύσης και την καταστροφή του περιβάλλοντος, στην εκμετάλλευση των ζώων, τις φυλακές και το στρατό.
Σημασία έχουν οι αγώνες τοπικού χαρακτήρα, δράσεις αποσπασματικές και αποκομμένες μεταξύ τους, που αφορούν «περιφερειακές» πτυχές της εξουσίας, το κίνημα εναντίον της πυρηνικής ενέργειας, η οικολογία, ο αντιμιλιταρισμός, οι καταλήψεις στέγης, το κίνημα για την απελευθέρωση των ζώων, η αυτοοργάνωση σε τοπικό επίπεδο, η δημιουργία «νησίδων» ελευθερίας που υποτίθεται ότι θα αποδομήσουν βαθμιαία το κράτος και την οικονομία της αγοράς.
Έτσι, μια επαναστατική απόπειρα εναντίον των κεντρικών δομών του κράτους είναι μάταη αλλά και επικίνδυνη αφού πολλές φορές προβάλλεται το αρνητικό παράδειγμα της Ρωσικής Επανάστασης που κατέληξε όχι φυσικά σε μια κομμουνιστική κοινωνία χωρίς κράτος όπως θα έπρεπε, αλλά στην αντικατάσταση μιας εξουσίας από μια άλλη, πιο συγκεντρωτική και καταπιεστική, κατέληξε σε ένα ολοκληρωτικό κράτος όπως ήταν η Σοβιετική Ένωση που αποτέλεσε το κακό παράδειγμα για το εργατικό κίνημα ως ένα μεγάλο βαθμό και για την εγκαθίδρυση παρόμοιων καθεστώτων γραφειοκρατικής μονοκομματικής δικτατορίας είτε στην Ανατολική Ευρώπη είτε σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου έγιναν αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες, στην Κίνα, το Βιετνάμ, την Κούβα, την Αλγερία, τα καθεστώτα Μπάαθ στον Αραβικό Κόσμο και αλλού. Η ίδια η αστική προπαγάνδα συνεπικουρεί σε ένα τέτοιο επιχείρημα, «να πού καταλήγουν οι επαναστάσεις, δηλαδή στον ολοκληρωτισμό»
Ακριβώς γιατί η Αναρχία και ο Κομμουνισμός είναι μια ακρατική αταξική κοινωνία και επειδή οι προηγούμενες επαναστάσεις απέτυχαν, είτε γιατί καταπνίγηκαν στο αίμα, είτε γιατί κυρίως έκαναν πολιτικά λάθη και αναπαρήγαγαν μορφές κυριαρχίας του εχθρού που καταπολεμούσαν, αναπαρήγαγαν την ιεραρχία, το Κράτος, τις ταξικές διαιρέσεις με διαφορετικό τρόπο, γι αυτό υπάρχει η αναγκαιότητα στην εποχή μας μιας επαναστατικής απόπειρας που θα καταστρέψει το κεφάλαιο, θα καταστρέψει άμεσα το κράτος χωρίς μεταβατικά και ενδιάμεσα στάδια κάποιου «λαϊκού κράτους» ή «εργατικού κράτους» που υποτίθεται ότι θα αυτοδιαλυθεί μόνο του και θα οικοδομήσει τις ελεύθερες ενώσεις των ανθρώπων, μια ομοσπονδία κοινοτήτων, κολλεκτίβων και κομμούνων που θα διαχειρίζονται όλο το φάσμα των κοινωνικών υποθέσεων.
Σήμερα σε μια μεταβατική εποχή όπου ο καπιταλισμός διανύει τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του από το 2008, όπου έχουμε την όξυνση της λεηλασίας και της εκμετάλλευσης με την επιβολή των προγραμμάτων διάσωσης, κάτι που το βλέπουμε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, υπάρχει περισσότερο από ποτέ η αναγκαιότητα για μια επαναστατική απόπειρα και για την προσφυγή των καταπιεσμένων στα όπλα.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ποιος είναι ο ρόλος των ένοπλων οργανώσεων στην κατεύθυνση της συγκρότησης ενός επαναστατικού κινήματος;
Αν υπάρχει νομοτελειακή σχέση μεταξύ ένοπλου αγώνα και επανάστασης, αν στόχος του ένοπλου αγώνα δεν είναι απλώς η χρήση κάποιων μέσων (εκρηκτικών ή όπλων) ως αυτοσκοπός, αλλά είναι μια συνολική πολιτική και στρατηγική επιλογή που προωθεί την επαναστατική προοπτική, τότε η επιλογή του ένοπλου αγώνα, πέρα από την επιδίωξη της όσο γίνεται μεγαλύτερης κοινωνικοποίησης του επαναστατικού προτάγματος, της επικοινωνίας με όσο το δυνατόν πλατύτερα κομμάτια των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, προωθεί επίσης και την προοπτική δημιουργίας ενός επαναστατικού κινήματος που θα παίξει το ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας και θα αποπειραθεί την επανάσταση.
Οι επαναστάσεις δεν γίνονται χωρίς τον ένοπλο αγώνα, χωρίς την προσφυγή λαϊκών κομματιών στα όπλα αλλά επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνουν είναι η ύπαρξη ανατρεπτικών κινημάτων που θα έχουν τον ένοπλο αγώνα στις στοχεύσεις τους. Έχοντας αυτήν την οπτική για τον ένοπλο αγώνα, πιστεύω ότι ως Επαναστατικός Αγώνας, ως μια ένοπλη αναρχική οργάνωση προπαγάνδας με τη δράση και το λόγο μας προσπαθήσαμε και προσπαθούμε να συμβάλλουμε στη συγκρότηση ενός επαναστατικού κινήματος με ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις και προτάσεις που θα στοχεύει στην ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους και στον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό, στην ακρατική αταξική κοινωνία. Πώς έγινε αυτό; Με την ίδια τη δράση και το λόγο μας. Έχοντας ως οργάνωση μια ανάλυση των δεδομένων και των συνθηκών της εποχής μας, είτε μιλάμε για την περίοδο της επιφανειακής «ευημερίας» του συστήματος, την περίοδο δηλαδή προ κρίσης, πριν το 2008 αλλά και την περίοδο μετά το ξέσπασμά της, διαγνώσαμε τις προοπτικές που ανοίγονταν για μια επαναστατική απόπειρα στην Ελλάδα γιατί λόγω της κρίσης το κεφάλαιο και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχασαν την κοινωνική νομιμοποίηση και συναίνεση που είχαν ως ένα βαθμό τα προηγούμενα χρόνια.
Έχοντας επίσης κατανοήσει τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης που θα ακολουθούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και προβλέποντας τις κοινωνικές εκρήξεις που θα ακολουθούσαν ακριβώς λόγω των πολιτικών αυτών, μιλήσαμε ήδη από το 2009 για την ανάγκη δημιουργίας ενός επαναστατικού κινήματος που θα έχει απαραίτητα τον ένοπλο αγώνα στην ατζέντα του και θα προετοιμαστεί για την ένοπλη επίθεση για την κατάλυση της εξουσίας, για την ανατροπή του κεφαλαίου και την άμεση συντριβή του κράτους και την οικοδόμηση της α-κρατικής αταξικής κοινωνίας, μιας συνομοσπονδιακής κοινωνικής οργάνωσης που θα έχει ως κύτταρο τις κολλεκτίβες, τις κοινότητες, τις κομμούνες.
Στην προσπάθεια μάλιστα συμβολής μας στη δημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος με αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση, στην προκήρυξη με την οποία αναλάβαμε την ευθύνη για την επίθεση στο παράρτημα της ΕΚΤ, στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας και στο γραφείο του μόνιμου αντιπροσώπου του ΔΝΤ, το 2014, διατυπώσαμε μια πολιτική πλατφόρμα, μια σειρά από πολιτικές θέσεις που πρέπει κατά τη γνώμη μας να έχει ένα επαναστατικό κίνημα σήμερα και που οφείλει να δώσει απαντήσεις στην κοινωνία για τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας, όπως είναι το χρέος, τα μνημόνια, το ζήτημα του νομίσματος, το ζήτημα της παραμονής ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η απαλλοτρίωση του κεφαλαίου, η καταστροφή του κράτους ως μηχανισμού και μια συνολικότερη κοινωνική αναδιοργάνωση πάνω στις βάσεις της κοινοκτημοσύνης, της αυτοδιεύθυνσης και αυτοδιαχείρισης μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, καλώντας παράλληλα τον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο σε ένα διάλογο όσον αφορά τις θέσεις και τις στοχεύσεις που πρέπει να έχει ένα επαναστατικό κίνημα το οποίο πρέπει να συγκροτηθεί.
Πιστεύω ότι οι ένοπλες οργανώσεις μπορούν να συμβάλλουν στην κατεύθυνση συγκρότησης επαναστατικών κινημάτων έχοντας όμως την αντίληψη ότι ο ένοπλος αγώνας δεν είναι αυτοσκοπός κάποιων ατόμων ή ολιγάριθμων ομάδων, ότι η επανάσταση δεν είναι στοιχείο αυτοαναφορικότητας, δεν ταυτίζεται με την εξέγερση ή την εξεγερσιακότητα, δεν ορίζεται ως ατομική δράση ή επιλογή, ότι ο ένοπλος αγώνας ακριβώς γιατί νομοτελειακά προωθεί την κοινωνική επανάσταση απαιτεί και επιδιώκει την ευρύτερη κοινωνική απεύθυνση και εξωστρέφεια, την αναζήτηση τρόπων επικοινωνίας με μεγάλα τμήματα των καταπιεσμένων, την επιδίωξη της μέγιστης κοινωνικοποίησης του ένοπλου αγώνα και του επαναστατικού προτάγματος.
Σε αυτή την επιδίωξη δεν βοηθά -αν δεν είναι επιζήμια- η επιθετική έως πολεμική κριτική πολλές φορές εναντίον της «ενσωματωμένης» κοινωνικής βάσης, κριτική η οποία αναδεικνύεται ως κυρίαρχο ζήτημα του ριζοσπαστικού λόγου που ισοπεδώνει τους πάντες.
Ως Επαναστατικός Αγώνας πιστεύουμε ότι ο πόλεμος εναντίον της χειραγώγησης της κοινωνίας από το κράτος και το κεφάλαιο μπορεί να γίνει με αποτελεσματικό τρόπο μόνο αν καταφέρνει η επαναστατική δράση και ο λόγος να αποδομεί την κυρίαρχη ιδεολογία, να σαμποτάρει τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνει το καθεστώς και να επιδιώκει να βρίσκει το επαναστατικό πρόταγμα κοινωνικά ερείσματα.
Ο ρόλος των ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων δεν είναι να το παίζουν «τιμωροί» ή «εκδικητές» για λογαριασμό του λαού που δρουν με την ανοχή των καταπιεσμένων οι οποίοι έχουν το ρόλο του θεατή, ούτε να χαϊδεύουν τα αυτιά των καταπιεσμένων αλλά ούτε και να αυτοεπαίρονται αυτάρεσκα ισοπεδώνοντας όλους τους άλλους.
Ο ρόλος τους είναι να προωθήσουν με τη δράση και το λόγο , πέρα από την αποδόμηση της κυρίαρχης προπαγάνδας, το σαμποτάζ της κυρίαρχης πολιτικής και την αμφισβήτηση της κρατικής ισχύος και του μονοπωλίου της βίας , τη δημιουργία ενός μαζικού ανατρεπτικού κινήματος που θα προετοιμάσει τον ένοπλο λαό, την ένοπλη μαζική δύναμη για να αποπειραθεί την επανάσταση.
Πιστεύω ότι οι στοχευμένες και επίκαιρες επιθέσεις σε δομές της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας ή ακόμα και σε πρόσωπα του καθεστώτος, που αποδεικνύουν ότι το σύστημα δεν είναι παντοδύναμο, ούτε άτρωτο, η έμπρακτη αμφισβήτηση της κρατικής και καθεστωτικής ισχύος, η παραγωγή ενός πολιτικού λόγου που έχει κοινωνική απεύθυνση, που αναλύει και ερμηνεύει σωστά τα δεδομένα της εποχής και της συγκυρίας, η αποδόμηση της κυρίαρχης προπαγάνδας, η διατύπωση ξεκάθαρων και σαφών πολιτικών θέσεων και προτάσεων για τους σκοπούς μας, που δεν είναι άλλοι από την κοινωνική επανάσταση, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια οργάνωση ένοπλης προπαγάνδας και βοηθούν στη συγκρότηση ενός πραγματικού επαναστατικού κινήματος.
Με βάση όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, εκτιμώ ότι ο Επαναστατικός Αγώνας ανταποκρίθηκε και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας οργάνωσης ένοπλης προπαγάνδας που προσπαθεί με τη δράση και το λόγο της να βοηθήσει όσο μπορεί στη συγκρότηση ενός επαναστατικού κινήματος με αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση.
Πώς μπορεί ο αναρχικός αντιεξουσιαστικός χώρος να γίνει από χώρος αντίδρασης ένα πραγματικό επαναστατικό κίνημα?
Τι πολιτικά χαρακτηριστικά πρέπει να έχει κατά τη γνώμη σου; Τί είδους οργάνωση και στόχευση;
Είναι ζήτημα πολιτικών θέσεων.
Η Αναρχία ή αλλιώς ο Ελευθεριακός ή Αντιεξουσιαστικός Κομμουνισμός είναι μια κοινωνική πρόταση και οργάνωση.
Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί ένα πραγματικό επαναστατικό αναρχικό κίνημα είναι η ύπαρξη πολιτικών θέσεων και προτάσεων έτσι ώστε να κάνουμε ξεκάθαρο στο λαό, στις μάζες, τους εργαζόμενους το τι πιστεύουμε και τι στόχο έχουμε ως αναρχικοί. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάρουμε θέση για τα φλέγοντα προβλήματα και ζητήματα της εποχής μας που είναι αποτελέσματα της καπιταλιστικής κρίσης, όπως είναι το χρέος, τα μνημόνια, το δίλημμα της παραμονής ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να κάνουμε σαφές ποιος είναι ο στόχος μας ως αναρχικοί, που δεν είναι άλλος από την ανατροπή και καταστροφή του κεφαλαίου και του κράτους και τη δημιουργία της ακρατικής αταξικής κοινωνίας.
Είναι ζητήματα για τα οποία οι μάζες, ο λαός, οι άνθρωποι που πλήττονται από την κρίση και τις πολιτικές διάσωσης του συστήματος ζητούσαν και ζητούν απαντήσεις και ο α/α χώρος δεν είχε κάτι να τους προτείνει διαφορετικό –πέρα από συνθηματολογία ίσως- από τις προτάσεις των καθεστωτικών κομμάτων.
Επίσης πέρα από τη διατύπωση των πολιτικών θέσεων και προτάσεων, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο με ποιον ή με ποιους τρόπους και μέσα αγώνα θα προωθήσουμε και θα υλοποιήσουμε αυτές τις πολιτικές θέσεις και προτάσεις, δηλαδή θα κάνουμε πράξη την Αναρχία.
Αν λοιπόν θέλουμε να κάνουμε επανάσταση και να ανατρέψουμε το κεφάλαιο και το κράτος και να συγκροτηθούμε ως επαναστατικό κίνημα με στόχο την ακρατική αταξική κοινωνία, τότε θα πρέπει απαραίτητα να έχουμε τον ένοπλο αγώνα στην πρακτική μας ως μέσο πάλης.
Γιατί όπως είπα στην αρχική μου τοποθέτηση είναι αυτονόητο και νομοτελειακό ότι δεν υπάρχει επαναστατική προοπτική χωρίς ένοπλο αγώνα.
Φυσικά ένα επαναστατικό κίνημα πρέπει να έχει πολύμορφη δράση, να έχει όλα τα μέσα αγώνα στη φαρέτρα του, προπαγάνδα, αντιπληροφόρηση, διαδηλώσεις, αυτοοργανωμένες δομές, πρέπει να έχει και ανοιχτή δημόσια δράση και παράνομη.
Όμως όλες αυτές οι δράσεις πρέπει να είναι μέρος ενός ενιαίου συνόλου που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, την ανατροπή του καθεστώτος. Γι αυτό απαραίτητη είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμφωνία των συντροφισσών -ων μελών του κινήματος πάνω σε ενιαίες πολιτικές θέσεις και προτάσεις, σε ένα είδος πολιτικού προγράμματος.
Αλλιώς αναπαράγουμε τα χαρακτηριστικά του χώρου που είναι ένα συνονθύλευμα ατόμων και ομάδων, που δεν είναι μια ενοποιητική δύναμη ή μια ενωμένη δύναμη, και που έχουν διαφορετικές προτεραιότητες, και άρα παραμένει ένας χώρος αντίδρασης, διαμαρτυρίας ή εξέγερσης στην καλύτερη περίπτωση, που όμως δεν μπορεί να είναι απειλή για το καθεστώς ούτε να έχει επαναστατική προοπτική.
Όσον αφορά την οργάνωση που έχει ένα επαναστατικό κίνημα, αυτό εξαρτάται ακριβώς από τις πολιτικές θέσεις και τις προτάσεις που έχει.
Ως αναρχικοί, υποτίθεται ότι έχουμε στόχο –σήμερα τίποτα δεν είναι αυτονόητο- την άμεση κατάργηση του κράτους ως μηχανισμού διαχείρισης των κοινωνικών υποθέσεων και την καταστροφή του κεφαλαίου. Αν οι θέσεις μας και οι στόχοι μας είναι η καταστροφή του καπιταλισμού, της οικονομίας της αγοράς και του κράτους και η δημιουργία της α-κρατικής αταξικής κοινωνίας, δηλαδή μια συνομοσπονδιακή οργάνωση όπου το κύτταρο της κοινωνίας είναι οι κοινότητες, οι κομμούνες, οι κολλεκτίβες, όπου τις αποφάσεις τις παίρνουν οι Συνελεύσεις των ανθρώπων που απαρτίζουν αυτούς τους κοινωνικούς οργανισμούς, τότε η οργάνωση του αναρχικού επαναστατικού κινήματος είναι αυτονόητα η ομοσπονδιακή οργάνωση.
Γιατί η οργανωτική μας συγκρότηση είναι η κοινωνική μας πρόταση σε μικρογραφία, είναι η Αναρχία σε μικρογραφία.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ήδη οι αναρχικοί μέσα στις οργανώσεις τους κάνουν πράξη σε μικρογραφία αυτά που πρεσβεύουν και υποστηρίζουν. Μέσα από το παλιό γεννιέται το καινούριο, όχι όμως αναπαράγοντας τις παλιές ιεραρχικές αξίες και δομές του κόσμου και της κοινωνίας που θέλουμε να αλλάξουμε.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί στην πραγματικότητα οι προηγούμενες επαναστάσεις απέτυχαν στους στόχους τους γιατί αναπαρήγαγαν τις ιεραρχικές αξίες και δομές με άλλον τρόπο.
Ο πραγματικός κομμουνισμός είναι μια κοινωνία χωρίς κράτος.
Η διαφορά μαρξιστών και αναρχικών είναι ότι στη διαδικασία οικοδόμησης του κομμουνισμού, οι μαρξιστές πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρχει ένα μεταβατικό στάδιο από τον καπιταλισμό προς τον κομμουνισμό, το λεγόμενο «εργατικό κράτος» η «δικτατορία του προλεταριάτου» και ότι αργότερα, όταν θα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες και θα έχει συντριβεί ο ταξικός εχθρός, θα αυτοδιαλυθεί μόνο του, ενώ, αντίθετα, οι αναρχικοί πιστεύουν ότι το κράτος πρέπει να διαλυθεί και να καταστραφεί άμεσα χωρίς να υπάρξει μεταβατικό στάδιο.
Η ιστορική εμπειρία απέδειξε ότι κανένα κράτος δεν αυτοδιαλύεται με διάφορα προσχήματα, ότι καμμιά προνομιούχα κάστα δεν παραιτείται μόνη της από τα προνόμια και την εξουσία της για να παραχωρήσει τη θέση της στη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων στους ανθρώπους.
Όπως έδειξε το παράδειγμα της Ρωσικής Επανάστασης του 1917-21, αντί να αυτοδιαλυθεί υποτίθεται το κράτος, δημιουργήθηκε το πιο αυταρχικό και ολοκληρωτικό κράτος και αποτέλεσε το κακό παράδειγμα για το εργατικό κίνημα και τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες και επαναστάσεις στον Τρίτο Κόσμο, που αναπαρήγαγαν καθεστώτα που επέβαλλαν την πλήρη κρατικοποίηση της οικονομίας και τη δικτατορία της γραφειοκρατίας αναπαράγοντας και τους ταξικούς διαχωρισμούς.
Στην δε περίπτωση των αναρχικών και στο παράδειγμα της Ισπανίας αποδείχτηκε αυτό που είπε ο Σαιν Ζυστ στη Γαλλική Επανάσταση, ότι «όποιος κάνει μισές επαναστάσεις σκάβει τον τάφο του»
Οι Ισπανοί αναρχικοί, ενώ είχαν επιτύχει σοβαρά επιτεύγματα όσον αφορά την αυτοδιαχείριση στο μεγαλύτερο τμήμα της ισπανικής επικράτειας εκεί όπου είχε κατασταλεί χάρη στην συμβολή τους το φρανκικό πραξικόπημα, δεν ανέτρεψαν τις δύο κυβερνήσεις, της Καταλονίας και την κεντρική κυβέρνηση της Μαδρίτης του Λαϊκού Μετώπου στο όνομα του αντιφασιστικού αγώνα, με αποτέλεσμα τις διαρκείς υποχωρήσεις και την καταστολή των αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων από την ελεγχόμενη από τους κομμουνιστές κυβέρνηση.
Οι επαναστάσεις του μέλλοντος οφείλουν να μην επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος και να διαλύσουν το Κράτος άμεσα ως μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας.
Αυτό οφείλουμε να προωθήσουμε σήμερα ως αναρχικοί και αυτό πρέπει να προβάλλουμε στις πολιτικές θέσεις μας ως κίνημα.
Στη β΄δίκη του Επαναστατικού Αγώνα καταδικάστηκες σε ισόβια κάθειρξη για την επίθεση στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας και στο γραφείο του τότε μόνιμου αντιπροσώπου του ΔΝΤ, μια επίθεση χωρίς τραυματισμούς. Ποιο είναι το πολιτικό διακύβευμα αυτής της καταδικαστικής απόφασης;
Αφενός, αυτή η απόφαση δίνει ένα ισχυρό μήνυμα κατατρομοκράτησης ότι η επιλογή του ένοπλου αγώνα ως μέσου πάλης θα χτυπηθεί με τη μέγιστη δυνατή αυστηρότητα, και αφετέρου δίνει ένα μήνυμα της πάταξης αυτών των αγωνιστών που παραμένουν συνεπείς στην επιλογή του ένοπλου αγώνα παρά την καταστολή, που ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στον ένοπλο αγώνα, υπεράσπισαν τη δράση της οργάνωσής τους και συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα.
Αυτό ακριβώς χτυπιέται στο πρόσωπό μου με την καταδίκη μου σε ισόβια κάθειρξη. Η συνέχιση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα. Γιατί η πορεία μου αποδεικνύει την συνέπεια στις επιλογές και τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα.
Μετά τις συλλήψεις του 2010, αναλάβαμε η συντρόφισσα Ρούπα κι εγώ την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μας στον Επαναστατικό Αγώνα, υπερασπίσαμε στο δικαστήριο στην α΄δίκη όλες τις ενέργειες της οργάνωσης και, επειδή μας δόθηκε η ευκαιρία γιατί αποφυλακιστήκαμε λόγω δεκαοκτάμηνου, περάσαμε στην παρανομία για να συνεχίσουμε τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα.
Γι αυτό υπάρχει η μεγάλη αναντιστοιχία της ισόβιας κάθειρξης της β΄δίκης για την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας -μια επίθεση χωρίς τραυματισμούς- με την καταδίκη της α΄δίκης σε 50 χρόνια κάθειρξη για 16 επιθέσεις της οργάνωσης. Η ισόβια κάθειρξη είναι η απάντηση του κράτους στο ότι δεν παραδοθήκαμε να μπούμε στη φυλακή αλλά βγήκαμε στην παρανομία και συνεχίσαμε με την επίθεση στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας και στο γραφείο του αντιπροσώπου του ΔΝΤ.
Το πολιτικό διακύβευμα λοιπόν της πρωτοφανούς αυτής απόφασης είναι η ανάδειξη της ένοπλης επαναστατικής δράσης σε μείζονα απειλή για τη σταθερότητα του καθεστώτος σε περίοδο μάλιστα κρίσης και η πάταξη των αμετανόητων, αυτών που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στον ένοπλο αγώνα, υπεράσπισαν τη δράση τους και το κυριότερο παραμένουν συνεπείς στις επιλογές τους συνεχίζοντας τον ένοπλο αγώνα.
Τον περασμένο Φλεβάρη η συντρόφισσα Ρούπα επιχείρησε απόπειρα απόδρασής σου με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού. Θέλεις να πεις κάτι γι’ αυτό το γεγονός;
Ήταν μια ενέργεια εντασσόμενη στα πλαίσια της συνέχισης της δράσης που ως Επαναστατικός Αγώνας είχαμε εγκαινιάσει από το 2009 στην αρχή της κρίσης, στοχοποιώντας μηχανισμούς και δομές της οικονομικής εξουσίας που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην κρίση και στις πολιτικές αντιμετώπισής της (Χρηματιστήριο Αθηνών, Eurobank, Citibank) και συνεχίστηκε με την τελευταία επίθεση της οργάνωσης το 2014 στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας και στο γραφείο του μόνιμου αντιπροσώπου του ΔΝΤ για την οποία καταδικάστηκα πρόσφατα σε ισόβια κάθειρξη.
Η απόπειρα αυτή επιχείρησε να ακυρώσει την καταστολή εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα αλλά και εναντίον άλλων ένοπλων αγωνιστών, και στα πλαίσια αυτά θα δραπέτευαν και μέλη της ΣΠΦ.
Παρά την αποτυχία της η απόπειρα αυτή έχει μεγάλη πολιτική σημασία και αξία.
Ως Επαναστατικός Αγώνας έχουμε κάνει επιλογές που μας έχουν φέρει αντιμέτωπους με την κρατική καταστολή, με τη φυλακή και έχουμε ρισκάρει τη ζωή μας στον αγώνα. Για μας η φυλακή είναι ένα πεδίο αγώνα, δεν είναι το τέλος του αγώνα όπως αποδείξαμε ότι δεν ήταν το τέλος οι συλλήψεις του 2010.
Το να υπερασπίσουμε με υπερηφάνεια αυτό που είμαστε και το να συνεχίσουμε τον ένοπλο αγώνα είναι καθήκον και δικαίωμα, είναι επιπλέον καθήκον μας απέναντι στο σύντροφο Λάμπρο Φούντα που σκοτώθηκε σε δράση του Επαναστατικού Αγώνα, είναι κάτι αυτονόητο για μας και ακυρώνει την καταστολή.
Τέτοιες ενέργειες όπως αυτή που επιχείρησε η συντρόφισσα Πόλα Ρούπα είναι παραδειγματικές γιατί δίνουν ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα ότι είμαστε και παραμένουμε συνεπείς παρά τις αλλεπάλληλες κατασταλτικές επιχειρήσεις του κράτους εναντίον μας, παρά τις συλλήψεις, τις βαριές καταδίκες, το φόνο του Λάμπρου Φούντα, ότι είμαστε αμετανόητοι, ότι δεν θα πάψουμε να αγωνιζόμαστε, δεν θα καταθέσουμε ποτέ τα όπλα, δεν θα παραιτηθούμε ποτέ από τον αγώνα.
Επίσης το γεγονός ότι θα δραπέτευαν και μέλη της ΣΠΦ αποδεικνύει επιπλέον ότι δεν έχουν τόση σημασία οι διαφορετικές θέσεις για θέματα που αφορούν τον αγώνα αλλά ο κοινός στόχος, ο αγώνας ενάντια στην εξουσία, ο αγώνας για ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους.
Παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα ένα μεγάλο έλλειμμα αλληλεγγύης στο σύνολο των πολιτικών κρατουμένων. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στην μαζική απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων το 2015. Πού πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό;
Εκτιμώ ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της γενικότερης πολιτικής αποτυχίας ή αν θέλετε της πολιτικής ήττας του αναρχικού αντιεξουσιαστικού χώρου τα τελευταία 6 χρόνια όπου αφενός δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, δεν μπόρεσε να παρέμβει καταλυτικά στην περίοδο μετά την υπαγωγή της χώρας στα προγράμματα των διεθνών οργανισμών, και αφετέρου στο γεγονός ότι «μάσησε» στην τρομοκρατία του κράτους με το κύμα των αλλεπάλληλων συλλήψεων για ένοπλη δράση της περιόδου 2009-2011 που είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθούν στις φυλακές δεκάδες σύντροφοι οι οποίοι έχουν καταδικαστεί σε πολύχρονες καθείρξεις και υπάρχει η προοπτική να μείνουν αρκετά χρόνια στη φυλακή.
Στο θέμα της αλληλεγγύης υπήρχαν διαχρονικά προβλήματα διαχωρισμών με κριτήριο το γιατί κατηγορείται κάποιος, τί στάση κρατάει, αν είναι δηλαδή «ένοχος» ή «αθώος», αν αναλαμβάνει την ευθύνη για συμμετοχή σε ένοπλη οργάνωση ή επικαλείται «σκευωρία». Υπήρχαν κριτήρια «αλληλεγγύης» με βάση προσωπικές ή συγγενικές σχέσεις ή με βάση το κριτήριο «με όποιον διαφωνώ δεν είμαι αλληλέγγυος».
Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες πολλών τέτοιων διαχωρισμών με διάφορα κριτήρια.
Όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί έχουν κατά βάση ένα πολιτικό υπόβαθρο από πίσω, όπως τον διαχωρισμό της ένοπλης δράσης ως κομμάτι του αγώνα ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο.
Έτσι ένα κομμάτι του χώρου έχει αποδειχτεί ότι του είναι πιο εύκολο να κινητοποιείται σε ζητήματα «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» αφού θεωρούνται πιο «κοινωνικοποιήσιμα» τα ζητήματα «σκευωριών», «φρονηματικών διώξεων», «κατασκευής ενόχων» και όχι φυσικά οι υποθέσεις ένοπλης δράσης για την οποία βρίσκεται στη φυλακή η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών κρατουμένων, πολλοί από τους οποίους έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους σε ένοπλες οργανώσεις.
Όμως τώρα πια υπάρχει μια γενικότερη αδιαφορία και ένα γενικότερο έλλειμμα αλληλεγγύης για το σύνολο των πολιτικών κρατουμένων και όχι μόνο για μια μερίδα, ασχέτως διαχωρισμών και ανεξάρτητα από τις όποιες αντιπαραθέσεις, και αυτό οφείλεται στη γενικότερη πολιτική ήττα του αναρχικού αντιεξουσιαστικού χώρου τα τελευταία χρόνια.
Αυτή η ήττα είναι αποτέλεσμα των σοβαρών πολιτικών ελλείψεων και αδυναμιών του, το ότι δεν έχει συνεκτικές πολιτικές θέσεις και προτάσεις απέναντι στα προβλήματα της εποχής μας, στην κρίση και τις πολιτικές αντιμετώπισής της.
Γι αυτό δεν μπόρεσε να παρέμβει την περίοδο των μεγάλων κινητοποιήσεων ενάντια στο Α΄ Μνημόνιο το 2010-12 και δε μπόρεσε να εξελιχτεί σε έναν σοβαρό πολιτικό πόλο, σε ένα επαναστατικό κίνημα που θα ήταν απειλή για το καθεστώς.
Αυτή η γενικότερη πολιτική ήττα έχει επίδραση στη γενικότερη δράση του χώρου, έχει οδηγήσει στην παραίτηση, την απομαζικοποίηση –αυτό γίνεται ορατό ιδιαίτερα στις τελευταίες κινητοποιήσεις του χώρου ενάντια στο Γ΄ Μνημόνιο- και φυσικά έχει επίδραση και στο ζήτημα της αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατουμένους.
Φυσικά ο χώρος επηρεάζεται και από την γενικότερη κοινωνική ήττα αφού έχουν ηττηθεί όλες οι κινητοποιήσεις εναντίον των μνημονίων και των προγραμμάτων διάσωσης που εφαρμόζονται τα τελευταία 6 χρόνια.
Από το 2012 υπάρχει μια υποχώρηση των κοινωνικών αντιστάσεων και μια απομαζικοποίηση των κινητοποιήσεων που έγιναν και επί κυβέρνησης Σαμαρά και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η γενικότερη πολιτική αποτυχία και ήττα του α/α χώρου στο να εξελιχτεί σε ένα επαναστατικό κίνημα που θα έχει την προοπτική της ανατροπής και της επανάστασης είναι η αιτία του ελλείμματος αλληλεγγύης στο σύνολο των πολιτικών κρατουμένων και όχι αυτά που μπορεί να λέγονται, ότι ευθύνονται οι διάφορες αντιπαραθέσεις μεταξύ των κρατουμένων που ως ένα βαθμό έχουν ως αιτία τους διαχωρισμούς μεταξύ «αθώων»-«ενόχων» και το ζήτημα της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης.
Το πρόβλημα συνολικά του α/α χώρου είναι πολιτικά υπαρξιακό. Έχει ξεχάσει τον ίδιο τον πόλεμο ενάντια στην εξουσία και γι’ αυτό έχει ξεχάσει και τους αιχμαλώτους του πολέμου.