1)ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ 5Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Ε.Α. 2)Π.ΡΟΥΠΑ & Ν.ΜΑΖΙΩΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ & ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

 

 

1/11/2018 – 5η Δίκη του Ε.Α για την απόπειρα απόδρασης του Νίκου Μαζιώτη και άλλων κρατουμένων από τις φυλακές Κορυδαλλού που επιχείρησε η Πόλα Ρούπα με ελικόπτερο: Τοποθετήσεις της Πόλας Ρούπα και του Νίκου Μαζιώτη για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου να δικάσει το πολιτικό ”έγκλημα”.

 

https://athens.indymedia.org/post/1592705/

από Νίκος Μαζιώτης-Πόλα Ρούπα

02/11/2018 4:17 μμ.

 

1.Ενημέρωση για την 5η δίκη του Επαναστατικού Αγώνα 2.Ένσταση για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου να δικάσει πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος με τον 187Α & το “πολιτικό έγκλημα”.

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΌ ΤΗΝ 5η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ στις 1/11/2018 ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΜΕ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ ΠΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕ Η ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ ΣΤΙΣ 21/2/16, ΤΙΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΜΑΛΕΣΙΝΑΣ

* Η δίκη ξεκίνησε με τις τοποθετήσεις και την ένσταση των μελών του Επαναστατικός Αγώνας Πόλας Ρούπα και Ν. Μαζιώτη για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου όσον αφορά το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ και την πολιτική δράση της οργάνωσης. Στη συνέχεια τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα έκαναν αίτηση για την αποβολή της πολιτικής αγωγής των τραπεζών Πειραιώς και Εθνικής για τις απαλλοτριώσεις των οποίων κατηγορείται η Πόλα Ρούπα. Υπενθυμίζεται ότι η Πόλα Ρούπα έχει αναλάβει προσωπικά την ευθύνη για την απαλλοτρίωση της τράπεζας Πειραιώς στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου μέρος των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για την οργάνωση της απόπειρας απόδρασης με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού ενώ με δηλώσεις τους την άνοιξη του 2017 τα 2 μέλη του Επαναστατικού Αγώνα έχουν τοποθετηθεί στο ότι και η απαλλοτρίωση της Εθνικής τράπεζας της Μαλεσίνας έγινε στα πλαίσια χρηματοδότησης του Επαναστατικού Αγώνα. Ακολουθεί το κείμενο που κατατέθηκε στο δικαστήριο και για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου και για το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’.

 

ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

  1/11/2018

Σύμφωνα με το άρθρο 97 του Συντάγματος, ‘‘τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους’’. Πλην όμως καταληκτικός προσδιορισμός της έννοιας του ‘‘πολιτικού εγκλήματος’’ δεν υπάρχει, ο οποίος είναι και προϋπόθεση για να προσδιορίζονται ποια ‘‘εγκλήματα’’ θα δικάζονται από μεικτά ορκωτά και ποια όχι. Όλες οι ‘‘συζητήσεις’’ που έχουν γίνει ‘‘σκοντάφτουν’’ στον προσδιορισμό της έννοιας της πολιτικής πράξης. Ένας τέτοιος προσδιορισμός όμως δεν είναι νομικό, αλλά πολιτικό ζήτημα. ‘‘ …Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται κάθε φορά για τον προσδιορισμό ενός εγκλήματος ως πολιτικού δεν είναι μόνο, ίσως καθόλου, νομικά αλλά κυρίως πολιτικά. Έτσι ώστε εξαρτώνται πρωταρχικά από το συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει και από τα συμφέροντα που πρόκειται να εξυπηρετηθούν. Πολιτικά είναι όλα τα εγκλήματα που συνετέλεσαν στην κατάρρευση ενός πολιτικού καθεστώτος, όχι όμως και αυτά που τείνουν στην ανατροπή εκείνου που υπάρχει’’. (Συμεωνίδου-Καστανίδου:‘‘Η ποινική προστασία των πολιτικών σωμάτων στο ελληνικό Δίκαιο’’). Ότι ο προσδιορισμός της πολιτικής πράξης άρα και του πολιτικού εγκλήματος είναι απόρροια των εκάστοτε συσχετισμών δυνάμεων, είναι διαπίστωση της υπαγωγής της δικαστικής εξουσίας στην εκάστοτε εκτελεστική. ‘‘Οι ταλαντεύσεις λοιπόν, της ελληνικής νομολογίας δεν είναι τυχαίες, αλλά εξαρτώνται και από αιτίες νομικές (δυσχέρειες προσδιορισμού πολιτικού εγκλήματος) και πολιτικές (υποταγή της δικαστικής στην εκτελεστική εξουσία) (Α. Λοβέρδος :‘‘Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα’’).

Κατ’ επέκταση συχνά στηλιτεύεται και η θέση περί της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. ‘‘Οσάκις συνέβη ο δικαστής να ορθωθεί έναντι της εκτελεστικής εξουσίας επί ποινικών διώξεων εν πολιτικοίς αδικήμασι εις στιγμάς θυελλώδους πολιτικής περιόδου συνετρίβη διότι ως ήδη εξετέθη…., η δικαστική ανεξαρτησία είναι χίμαιρα· o κίνδυνος άρα έγκειται εις την αδυναμίαν των δικαστικών όπως αντιταχθώσι κατά της πολιτικής εξουσίας, όταν αυτή επιχειρή τον στραγγαλισμόν των πολιτικών δικαίων του λαού· τότε η συνταγματική προστασία του πολιτικού αδικήματος είναι πομφόλυξ και υπάρχει ο κίνδυνος ουδέποτε ο δικαστής να αποδεχθή την ιδιότυπον ιδεολογία του πολιτικού εγκληματία’’ (Κ. Τσουκαλάς 1929).

Το γεγονός ότι η δικαστική εξουσία παγίως υπάγεται στην εκάστοτε εκτελεστική είναι απόρροια του πρωτεύοντος στόχου που η πρώτη έχει στην κρατική λειτουργία, δηλαδή την διατήρηση της σταθερότητας ενός πολιτικού συστήματος ακόμα και αν αυτό έχει ή τείνει να αποκτήσει ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά. Η καθεστωτική σταθερότητα ‘‘πρώτιστο έννομο αγαθό’’ που οφείλει να διαφυλάξει την καθιστά ουραγό της κάθε πολιτικής εκτροπής και συρρίκνωσης των όποιων πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Η θεωρητική διαπάλη που εκτυλίσσεται δια μέσω των δεκαετιών στον χώρο του ποινικού δικαίου με αιχμές δύο θεωρίες, την υποκειμενική και αντικειμενική αντανακλά την όποια διάθεση ή αντίσταση των εκάστοτε αναλυτών της νομικής θεωρίας και πρακτικής να υπαχθούν και οι ίδιοι, μαζί με την δικαστική εξουσία στην υπηρεσία των συμφερόντων της εκτελεστικής. Μέσα σε αυτή την διαπάλη και χωρίς να υπάρχει επίλυση του ερωτήματος τι είναι πολιτική πράξη, αναπτύχθηκαν δυο θεωρίες για το πολιτικό έγκλημα, η αντικειμενική και η υποκειμενική. Ενώ η νομική επιστήμη καμώνεται την ουδέτερη και αντικειμενική φύση της έναντι των εκάστοτε κοινωνικών – ταξικών – πολιτικών συμφερόντων, οι δύο αυτές ‘‘σχολές’’ έγιναν η αιχμή μιας διαμάχης μακροχρόνιας και η κάθε μια χωριστά ή και οι δυο μαζί υπέπεφταν στις φιλοδοξίες που αντανακλούσαν οι θέσεις του αναλυτή και ερευνητή και γίνονταν εργαλείο υποστήριξης των θέσεών του είτε αυτές προήγαγαν την ολοκληρωτική υποταγή της δικαστικής στην εκτελεστική εξουσία είτε αντιστέκονταν σε μια τέτοια εξέλιξη. Η υποκειμενική θεωρία προσδιορίζει το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ με κριτήριο το υποκείμενο που το διαπράττει, δηλαδή τα κίνητρα και τους σκοπούς του. Αρκεί το πολιτικό κίνητρο για να οριστεί και να αντιμετωπιστεί ως πολιτικό έγκλημα μια πράξη, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός συγκεκριμένων πολιτικών ‘‘έννομων αγαθών’’ που ενώ πλήττονται προσδίδουν και τον χαρακτήρα του πολιτικού στην πράξη και διώκεται ποινικά. Πρόκειται για την πλησιέστερη με τις ιστορικές καταβολές της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος θεωρία σε σχέση με τις αντικειμενικές, αφού θέλει να εισχωρήσει στον εσωτερικό κόσμο του δράστη για να διαπιστώσει αν η πράξη του είχε πολιτικό σκοπό ή πολιτικά κίνητρα έτσι ώστε να τον χαρακτηρίσει ως πολιτικό εγκληματία, ως ‘‘ευγενή – ανιδιοτελή’’ εγκληματία, όπως δηλαδή τον 19ον αιώνα όταν θεσπίζονταν τα πρώτα ευνοϊκά μέτρα για τον πολιτικό εγκληματία….’’ ( Α. Λοβέρδος ‘‘Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα’’)

Η υποκειμενική θεωρία υιοθετήθηκε ορισμένες φορές από την ελληνική νομολογία και μάλιστα με την ‘‘στενή’’ εκδοχή της σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί ο οποιοσδήποτε πολιτικός σκοπός, αλλά απαιτείται για τον προσδιορισμό του πολιτικού εγκλήματος να αποσκοπεί αυτό στην ανατροπή ή μεταβολή του πολιτεύματος η προσβολή της κρατικής υπόστασης δια μέσω των οποιονδήποτε έκνομων πράξεων. Τέτοια περίπτωση είναι η απόφαση 8/1921 του Α. Π. που έκρινε ότι ‘‘…πολιτικόν αδίκημα είναι το σκοπόν άμεσον και κύριον έχον την του καθεστώτος ανατροπήν ή μεταβολή θεμελιώδους τινος βάσεως αυτού, ή το τείνον προς υποστήριξιν του νόμιμου καθεστώτος, απειλουμένου δια ανατροπής’’.

Με βάση την αντικειμενική από την άλλη θεωρία, ο προσδιορισμός του πολιτικού εγκλήματος γίνεται με βάση την πολιτική φύση του προσβαλλόμενου αγαθού και όχι τα κίνητρα του δράστη, Ο προσδιορισμός όμως των πολιτικών έννομων αγαθών συναντά τις δυσκολίες του προσδιορισμού της ίδιας της πολιτικής πράξης. Ποιο είναι το έννομο αγαθό που πλήττεται; Η αντικειμενική θεωρία αναγνωρίζεται ως προσπάθεια αποπολιτικοποίησης του πολιτικού αντιπάλου σε αρκετές αναλύσεις καθώς εξαιρείται το πολιτικό κίνητρο και ο πολιτικός σκοπός του δράστη, κοινώς επιδιώκει την αποπολιτικοποίηση του υποκειμένου και των πράξεών του. Και αυτό σε συνδυασμό με τον στενό προσδιορισμό του ‘‘πολιτικού σύννομου αγαθού που πλήττεται’’ το οποίο δεν ξεφεύγει της στενά προσδιορισμένης κρατικής σφαίρας, εξορίζονται και αποπολιτικοποιούνται πρόσωπα, αγαθά, πράξεις και δραστηριότητες από την πολιτική. ‘‘Η παραδοχή της αντικειμενικής θεωρίας για το πολιτικό έγκλημα αποτελεί θαυμάσιο δείγμα της προσπάθειας των νομικών να συμβιβάσουν την ιδεολογία των ‘‘αιώνιων αξιών’’ με το συμφέρον των εκάστοτε (και προσωρινά πάντα) ισχυρών (Ι. Μανωλεδάκης – Ποινικό Δίκαιο, Γενική Θεωρία). Κατά τον Μανωλεδάκη η στροφή από την υποκειμενική στην αντικειμενική θεωρία συνιστά και την κατάρρευση στην ουσία της ίδιας της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος’’.

Όταν το επαναστατικό πνεύμα πέρασε από τα χέρια των αστών στα χέρια των αναρχικών, άρχισε η στροφή από την υποκειμενική στην αντικειμενική θεωρία που σήμανε και την ‘‘κατάρρευση’’ της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος. Η αναγωγή του κράτους ως μόνου φορέα και δέκτη των πολιτικών διαδικασιών πέρα από την δεδομένη και καταφανή πλάνη που εμπεριέχει, έχει και ένα σαφή προσανατολισμό: Να εγκλωβίσει, να περιχαρακώσει την πολιτική στα στενά πλαίσια της κρατικής λειτουργίας και να ακυρώσει κατ’ επέκταση την πολιτική ουσία κάθε δράσης που δεν υπάγεται στον κρατικό μηχανισμό. Είναι εμφανές πως με βάση αυτό το θεώρημα, το οποίο επιβάλλεται ως ορθή και μόνη αλήθεια μέσω αυτών που ασκούν την δικαστική εξουσία, εξορίζονται από την πολιτική σφαίρα κάθε είδους πολιτικές δραστηριότητες, άσχετα αν αυτές παραβιάζουν ή όχι το κυρίαρχο πλέγμα της νομιμότητας. Και αυτό γιατί ο ιδεολογικοπολιτικός κρατικός καταναγκασμός επιβάλλει την απόλυτη κατοχή της όποιας πολιτικής δράσης αποπολιτικοποιώντας όποια εκκινείται εκτός του κρατικού πλαισίου είτε αυτή στρέφεται ενάντια στην καθεστηκυία τάξη είτε όχι. Η περιχαράκωση του ‘‘πολιτικού’’ και η ταύτισή του με το ‘‘κρατικό’’ υποδηλώνει την άρνηση της αναγνώρισης πολιτικού αντιπάλου έξω από την σφαίρα της κρατικής λειτουργίας, στην ουσία στην άρνηση αναγνώρισης πολιτικού αντιπάλου γενικώς. Η δε αντιμετώπισή του δεν σταματά φυσικά στο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο της αποπολιτικοποίησης της αντικαθεστωτικής δράσης, αλλά λαμβάνει τον βίαιο και τιμωρητικό χαρακτήρα της εντός των δικαστηρίων και με τις επιβολές των ποινών και των φυλακίσεων, οι οποίες καταλήγουν να είναι ιδιαιτέρως αυστηρές έως και εξοντωτικές για τους πολιτικούς αντιπάλους του κράτους, τους οποίους όμως παρ’ όλα αυτά δεν αναγνωρίζει ως τέτοιους.

‘‘Στους ποινικούς κανόνες που προστατεύουν το κράτος το οποίο θεωρείται ως αποκλειστικός δέκτης αλλά και αφετηρία της πολιτικής, επικεντρώθηκαν και επικεντρώνονται οι προσπάθειες καθορισμού των ‘‘πολιτικών έννομων αγαθών’’. ‘‘…Είναι σήμερα αδύνατον να υποστηριχτεί πως στην κρατική εξουσία εξαντλείται η έννοια της πολιτικής’’ ‘‘….Η πολιτική παρέμβαση δεν αναζητάται μόνο στην διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας…’’ ‘‘με την διεύρυνση του εννοιολογικού περιεχομένου της πολιτικής, είναι αδύνατον να συγκεκριμενοποιηθούν ορισμένα έννομα αγαθά, μέσα στα οποία θα εξαντλείται η έννοια αυτή. Επομένως, μια τέτοια αντίληψη της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος παρουσιάζει μια εγγενή αδυναμία που την καθιστά εκ των προτέρων ακατάλληλη’’. (Α. Λοβέρδος: ‘‘Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα’’)

Την περαιτέρω περιχαράκωση της έννοιας της πολιτικής πράξης, του πολιτικού αγαθού και του πολιτικού εγκλήματος καταφέρνει η συνέχεια του προβληματισμού που έχει ως αφετηρία την αντικειμενική θεωρία που αναζητά τα αμιγή ή καθαρά πολιτικά εγκλήματα. Όμως όπως πολλές φορές έχει διατυπωθεί η περίπτωση τέλεσης αμιγούς πολιτικού εγκλήματος είναι αδύνατη ή σχεδόν αδύνατη, γι’ αυτό και ασκείται σε αυτή την θεωρία κριτική από πολλούς συγγραφείς. ‘‘Εξωγήινο’’ χαρακτηρίζει ο Λοβέρδος αυτόν που μπορεί με ένα αμιγώς πολιτικό έγκλημα να ανατρέψει την κρατική εξουσία ενώ ο Ι. Μανωλεδάκης αναφέρει: ‘‘Η ανατροπή μιας πολιτικής εξουσίας και μάλιστα σήμερα που το κράτος διαθέτει τελειοποιημένο μηχανισμό εξουδετέρωσης των αντιπάλων του, δεν γίνεται στα χαρτιά ούτε με ευχολόγια. Για να φθάσει ‘‘ο πολιτικός εγκληματίας’’ τον στόχο του, πρέπει να προσβάλει θέλοντας και μη ένα πλήθος από έννομα αγαθά (ανθρώπινες ζωές, προσωπικές ελευθερίες, εγκαταστάσεις, υπηρεσίες κλπ). Για να φθάσεις σε αυτό, πρέπει να περάσεις από τα αγαθά τούτα, που η προσβολή τους δεν αποτελεί με το κριτήριο της αντικειμενικής θεωρίας πολιτικό, αλλά κοινό έγκλημα. Έτσι, ενώ η προσβολή αποβλέπει στην ανατροπή της πολιτικής εξουσίας, καταλήγει αντικειμενικά σε σύνθετο πάντα πολιτικό έγκλημα ή και σε μόνο κοινό, αν ο δράστης είχε την…ατυχία να συλληφθεί στην αρχή πραγμάτωσης του σχεδίου του’’. (Ι. Μανωλεδάκης: Ποινικό Δίκαιο – Γενική Θεωρία σελ.248)

Η ‘‘στενή’’ αντικειμενική θεωρία περί του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’ έχει σχεδόν αποκλειστεί από την διαδικασία της επεξεργασίας στα πλαίσια του Ποινικού Δικαίου και συνιστά κυρίως, επιλογή της δικαστικής εξουσίας όπως διατυπώνεται π.χ. στην απόφαση 238/1939 του Α.Π., όπου ως πολιτικά εγκλήματα αναφέρονται οι ‘‘αμέσως προσβάλλουσαι πράξεις, και εις την ανατροπήν του καθεστώτος πολιτεύματος ή εις μεταβολήν θεμελιώδους αυτού βάσεως αμέσως τείνουσαι…’’ Η εφαρμογή της στενής αντικειμενικής θεωρίας με την αναγωγή ως πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ μόνο αυτήν την ιδιαίτερη απειλή, χωρίς διαμεσολαβητικούς παράγοντες, καταφέρνει τον περιορισμό του πεδίου τόσο ώστε να αναγνωρίζει ως τέτοιο μόνο αυτό του άρθρου 134 Π.Κ., αφού οτιδήποτε άλλο, δεν είναι δυνατόν να έχει τον χαρακτήρα της ‘‘αμέσως’’ μεταβολής της κρατικής υπόστασης, ή της κατάλυσης, αλλά μόνο εμμέσως. Η μικτή περί του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’ θεωρία είναι αυτή που θέλει να καλύψει το κενό της απουσίας των πολιτικών κινήτρων στον δράστη όπως παρουσιάζεται στην αντικειμενική θεωρία πλην όμως δεν πρόκειται παρά για παραλλαγές στην ανάλυση του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’. Παράλληλα δεν λύνει το ‘‘μυστήριο’’ του πολιτικού εγκληματία με τις εξωγήινες ικανότητες ο οποίος και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να προσβάλει ‘‘μόνο πολιτικό έννομο αγαθό’’, αλλά επιπλέον θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί από το δικαστήριο και ο πολιτικός σκοπός του δράστη. Παράδειγμα χρήσης της μικτής θεωρίας ήταν η 144/1907 απόφαση του Α.Π. Η ‘‘συζήτηση’’ για το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ συνεχίζει να παραδέρνει μέσα στην ιστορία και οι δικαστικές αποφάσεις να αντανακλούν τους εκάστοτε πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων υιοθετώντας η δικαστική εξουσία άλλοτε τη μια άλλοτε την άλλη θεωρία.

Η υποκειμενική θεωρία έτυχε μικρότερης αποδοχής πλην όμως υιοθετήθηκε στην απόφαση 120/1871 Α.Π., και στην ταραγμένη περίοδο 1920, όπου υπό την ισχύ του διατάγματος περί αμνηστίας της 8ης/11/1920 σε πολλές αποφάσεις ο Άρειος Πάγος χαρακτήριζε πλήθος πράξεων ως πολιτικές με βάση την υποκειμενική θεωρία. Πρόκειται για μια περίοδο όπου είχε ληφθεί κεντρική πολιτική απόφαση, στην οποία προσαρμόστηκε και η δικαστική εξουσία, να δοθεί τέλος στην περίοδο του λεγόμενου ‘‘εθνικού διχασμού’’, που είχε ως αποτέλεσμα ακόμα και σωρεία ποινικών αδικημάτων να δικάζονται ως ‘‘πολιτικά’’ και να αμνηστεύονται. Σε ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις (π.χ.241/1921 και 64/1921 Α.Π) ορίζεται το σύνθετο πολιτικό αδίκημα: ‘‘…. Διότι σύνθετον πολιτικόν αδίκημα υπάρχει όταν το κοινόν αδίκημα έχει σκοπόν την διάπραξιν ή την τάσιν προς διάπραξιν πολιτικού αδικήματος εν τη κυρία αυτού έννοια (241/1921). Στις δε φρονηματικού χαρακτήρα διώξεις που υπάρχουν στο ιδιώνυμο του Ε. Βενιζέλου με τον Ν. 4229/1929, στη νομολογία του Ι. Μεταξά, αυτήν που διαμορφώθηκε μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και κατά την διάρκεια του εμφυλίου, όπως και αυτήν που εφαρμόστηκε κατά την στρατιωτική δικτατορία το 1967 – 1974, η ‘‘μικτή θεωρία’’ και το κίνητρο υπάγονται στην υπηρεσία του ολοκληρωτισμού και των μαζικών διώξεων των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Είναι γνωστό πως η εκάστοτε εξουσία στην ιστορία πάντα επιχειρούσε την αποπολιτικοποίηση των πολιτικών της αντιπάλων και οι νομολογίες συνιστούσαν ανέκαθεν ένα όπλο στα χέρια της. Αυτό λάμβανε την άλφα ή την βήτα βαρύτητα αναλόγως των ευρύτερων κοινωνικών και ταξικών συσχετισμών αλλά και τον βαθμό ολοκληρωτισμού που λάμβανε σε κάθε εποχή η κρατική εξουσία. Σε περιόδους όπως αυτή της γερμανικής κατοχής αλλά και εν μέσω του εμφυλίου, οι αντάρτες που μάχονταν τους κατακτητές αποκαλούνταν ‘‘ληστοσυμμορίτες’’.

Ο όρος ‘‘τρομοκράτης’’ χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για κάθε πολιτική αντικαθεστωτική δράση στην σύγχρονη ιστορία. Η ευρύτατη χρήση του όρου ‘‘τρομοκρατία’’ είναι τέτοιας έκτασης που ‘‘καταλαμβάνει’’ σήμερα κάθε αντικαθεστωτική δραστηριότητα ενώ οι αντίστοιχες νομολογίες συνιστούν την σκληρότερη δυνατή μορφή εκδίκησης, η οποία έρχεται παράλληλα με την αδιαμφισβήτητη στροφή του σύγχρονου κράτους προς τον ολοκληρωτισμό. Ολοκληρωτισμό ο οποίος δεν αφορά μεν σε παλαιού τύπου πραξικοπήματα, αλλά σε μια σταδιακή μεταβίβαση εξουσιών από την εκτελεστική εξουσία σε υπερεθνικούς θεσμούς και μηχανισμούς οι οποίοι με την σειρά τους υπάγονται στην εξουσία των διεθνών αγορών κεφαλαίου. Αποτέλεσμα αυτής της πορείας που βαδίζει χέρι – χέρι με την διαμόρφωση ενός παγκόσμιου πλαισίου καταστολής με αιχμή την αντιμετώπιση της ‘‘τρομοκρατίας’’, είναι η αντιμετώπιση με εξοντωτικούς όρους των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος από τα δικαστήρια.

Πώς όμως γεννήθηκε ο όρος ‘‘τρομοκρατία’’; Με την ιστορική – πολιτική του έννοια την τρομοκρατία ως όρο την συναντάμε για πρώτη φορά ως κρατική τρομοκρατία την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Πιο συγκεκριμένα αφορούσε στις μεθόδους λαϊκής τρομοκράτησης όλων των διαφωνούντων με την παράταξη των Ιακωβίνων που ασκούσαν για την περίοδο 1793 – 1794 την εξουσία, στην οποία συμμετείχε συγκεκριμένος κρατικός μηχανισμός καταναγκασμού συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής εξουσίας και που στόχευε μέσω της βίας στην δημιουργία των όρων απόλυτης παρέμβασης και ελέγχου του κράτους σε όλες τις κοινωνικές διεργασίες. Συνεπώς, ιστορικά τον όρο τρομοκρατία, τον συναντάμε υπό τον όρο της κρατικής τρομοκρατίας, η οποία και εκδηλωνόταν σε όλη την κοινωνική σφαίρα, εμπεριείχε μια στρατηγική στόχευση, είχε χρονική συνέπεια και διάρκεια ενώ απαιτούσε τη συμμετοχή όλων των φορέων της κρατικής μηχανής. Με την βασική αρχή ότι το κράτος είναι ο μόνος φορέας και δέκτης της πολιτικής ενώ κάθε άλλη διεργασία ανάγεται στην ‘‘κοινωνική σφαίρα’’, επιχειρήθηκε η αποπολιτικοποίηση αντιφρονούντων, αρχικά των αναρχικών στην Γαλλία το 1894, όπου διώκονταν ως μη πολιτικές πράξεις αυτές όπως οι ένοπλες και βομβιστικές επιθέσεις κατά πολιτικών στόχων (π.χ. η εκτέλεση του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Σαντί Κανρό στα πλαίσια της ‘‘προπαγάνδας με την πράξη’’. Αντίστοιχοι νόμοι ήταν επίσης στην Γαλλία το 1939 ενάντια σε όσους προπαγάνδιζαν τις θέσεις της 3ης Διεθνούς και στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του εμφυλίου με τον νόμο 509/1947. Όσο για την Ελλάδα στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, αλλά και κατά την διάρκεια του εμφυλίου, ο συνήθης προσδιορισμός για τους κομμουνιστές ήταν ‘‘ληστοσυμμορίτες’’. Ο όρος ‘‘τρομοκρατία’’ χρησιμοποιείται ευρέως στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’70 – ’80 για να χαρακτηριστεί η πολιτική δράση των ένοπλων οργανώσεων. Παρ’ όλο που η αντίληψη περί της αποκλειστικότητας της πολιτικής από το κράτος που συνιστά τον μόνο φορέα, δημιουργό και δέκτη της πολιτικής ήταν παρωχημένη σύμφωνα και με πολλούς πολιτικούς αναλυτές, όταν πρόκειται για την συντονισμένη καταστολή και αποπολιτικοποίηση από τα κράτη των πολιτικών αντιπάλων τους, ο όρος του ‘‘τρομοκράτη’’ και της ‘‘τρομοκρατίας’’ λαμβάνει κεντρικό ρόλο και ενσωματώνεται στο καθεστωτικό ποινικό δίκαιο.

Για την αποτελεσματική καταστολή και την αυταρχική αποπολιτικοποίηση του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’ από την δικαστική εξουσία που εφαρμόζει τις επιταγές της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, έχουν μιλήσει και αντικρούσει πολλοί αναλυτές του καθεστωτικού Ποινικού Δικαίου. Tην δε αντικειμενική θεωρία την απορρίπτει κατά κανόνα η πλειοψηφία ερευνητών πάνω στο ζήτημα (Μανωλόπουλος, Βαρβιτσιώτης, Λοβέρδος, Μανωλεδάκης, Πανούσης, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κουράκης κ.α ). Ο δε Λοβέρδος προσεγγίζοντας το είδος της αποπολιτικοποίησης που επιχειρείται από εκτελεστική και δικαστική εξουσία, την ανάγει σε ειδική ως αυτή που στρέφεται ενάντια σε ειδικές περιπτώσεις προσώπων και πράξεων και την γενική που αφορά στην ‘‘εξ εφόδου αποπολιτικοποίηση ενός ολόκληρου φαινομένου’’. Στην γενική αποπολιτικοποίηση έχει καταλήξει σήμερα η εκτελεστική εξουσία, αλλά και προχωρώντας πάρα πέρα, αρνείται ακόμα και την αναγνώριση κοινωνικών και πολιτικών αιτιών στην εκδήλωσή του, με τον απολυταρχικό παραλογισμό ότι η ‘‘αναγνώριση αιτιών τέτοιων κατατείνει στην δικαιολόγηση και νομιμοποίηση του φαινομένου’’.

Σαφώς και η αναγωγή του κράτους ως μόνου φορέα και δέκτη της πολιτικής σήμερα αναγνωρίζεται ως ξεπερασμένη και αναχρονιστική από πλείστους αναλυτές, πλην όμως η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία ως εκτελεστής των εκάστοτε επιταγών της πρώτης, στις αποφάσεις της και τις θέσεις που αυτές εκφέρουν για το ζήτημα των διώξεων ‘‘τρομοκρατών’’, αναφέρεται πως οι πράξεις τους στρέφονται ενάντια στην ‘‘δημόσια τάξη’’. Αντιθέτως το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ στρέφεται άμεσα εναντίον του κράτους και της πολιτικής τάξης. Αυτή η θέση διατυπώθηκε π.χ. στην απόφαση του δικαστηρίου που εκδίκασε σε πρώτο βαθμό την υπόθεση της επίθεσης του Επαναστατικού Αγώνα εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας και του ΔΝΤ στις 10/4/2014. Σε αυτή την απολυταρχική επίθεση αποπολιτικοποίησης πολιτικών πράξεων με την αναχρονιστική θέση για την αποκλειστικότητα της πολιτικής από το κράτος, ο Α. Λοβέρδος απάντησε το 1987: ‘‘Το τρομοκρατικό έγκλημα’’ στρέφεται εναντίον της δημόσιας τάξης, ενώ το πολιτικό έγκλημα εναντίον του κράτους και της πολιτικής τάξης. Πρόκειται για την ξεπερασμένη θεώρηση του κράτους ως αποκλειστικού δέκτη και αφετηρίας της πολιτικής και για την αποδοχή των αντικειμενικών θεωριών περί πολιτικού εγκλήματος, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν ορισμένα ‘‘πολιτικά’’ έννομα αγαθά στις προσβολές των οποίων εξαντλείται η πολιτική εγκληματικότητα’’. ‘‘….η αποδεκτή σήμερα άποψη της αποπολιτικοποίησης ξεφεύγει από την ποινική επιστήμη και περνά στον χώρο των προσπαθειών χρησιμοποίησης του Ποινικού Δικαίου για την εξυπηρέτηση του τακτικού πολιτικού στόχου της καταστολής της τρομοκρατίας’’. (Α. Λοβέρδος: ‘‘Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα’’)

Το αδιέξοδο των κυριαρχουσών θεωριών (αντικειμενικής και υποκειμενικής) για τον προσδιορισμό του φαινομένου στη νομολογία και την αντίθεσή τους στην αποπολιτικοποίηση του πολιτικού υποκειμένου ανέδειξαν πολλοί, ενώ είναι καταφανής ότι μέσω αυτής της αποπολιτικοποίησης η δικαστική εξουσία και η νομολογία γίνονται αιχμή της καταστολής. Αποκτούν δηλαδή πολιτικό – στρατιωτικό χαρακτήρα και ρόλο. Καταληκτικά ορισμένοι αναλυτές που καταπιάστηκαν με το ζήτημα κατέληξαν πως έξω από τα αδιέξοδα των υπαρχουσών θεωριών, η διέξοδος βρίσκεται στον προσδιορισμό του υποκειμένου και όχι της πράξης: ‘‘…. «πολιτικός εγκληματίας» μπορεί να χαρακτηριστεί ο ενταγμένος σε οργάνωση με πολιτικό σκεπτικό που επιδιώκει δηλαδή, την ανατροπή, μεταβολή, κλονισμό, πίεση του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος και τελεί αξιόποινες πράξεις ανταποκρινόμενος στο σκεπτικό αυτό και πρόσφορες για τους σκοπούς, εφ’ όσον ο ίδιος δεν έχει οποιαδήποτε υπαλληλοστρατιωτική ιδιότητα’’ (Μανωλεδάκης: Ποινικό ΔίκαιοΓενική Θεωρία). Στο ίδιο συμπέρασμα περίπου, καταλήγει και ο Α. Λοβέρδος.

Το γεγονός ότι η δικαστική εξουσία προσαρμόζεται στο εκάστοτε πολιτικό περιβάλλον όπως αυτό διαμορφώνεται από την εκτελεστική εξουσία, φαίνεται και στην υπόθεση R. Pohle (Πόλε). Σε αυτή την περίπτωση οι διαφορετικές προσεγγίσεις που έγιναν από το Συμβούλιο Εφετών και τον Άρειο Πάγο ως προς το αίτημα της μη έκδοσής του στην Δ. Γερμανία, αναδεικνύουν εκτός από το κενό που υπήρχε στον προσδιορισμό του πολιτικού εγκλήματος από την νομολογία στην Ελλάδα, και την επιρροή που ασκεί το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον όταν αυτό δεν έχει παγιωθεί και παρουσιάζει μια ρευστότητα, όπως είναι η περίοδος της μεταδικτατορικής περιόδου. Ο Πόλε καταδικασμένος για συμμετοχή στην οργάνωση αντάρτικου RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός ) είχε απελευθερωθεί μαζί με άλλους κρατούμενους αντάρτες πόλης κατόπιν απαγωγής του υποψήφιου για την δημαρχία του Βερολίνου του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Ο Ρ. Πόλε συλλαμβάνεται αργότερα στην Ελλάδα το 1976 και ζητά να μην γίνει η απέλασή του στην Δ. Γερμανία. Στο Εφετείο Αθηνών που εκδικάζεται η υπόθεση, ορίζεται ως πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ εκείνο το οποίο εν όψει του κινήσαντος τον δράστην ελατηρίου, του υπ’ αυτού επιδιωχθέντος σκοπού και της φύσεως των προσβληθέντων δικαιωμάτων, στρέφεται έστω και μόνον εμμέσως κατά της πολιτικής οργάνωσης του κράτους και τείνει εις ανατροποήν ή αλλοίωσιν της κατά το ισχύον εν αυτώ πολίτευμα καθεστηκυίας τάξεως.

‘‘Είναι εμφανές ότι το δικαστήριο αποδέχεται την ‘‘μικτή θεωρία’’. Η απόφαση του συμβουλίου που αρνήθηκε την έκδοσή του έλεγε πως ο Πόλε ‘‘ήτο κατά το 1971 μέλος μιας επαναστατικής εξτρεμιστικής οργάνωσης, ήτις είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπεν εις ενεργόν δράσιν προς ανατροπήν του κρατούντος εις την Δυτικήν Γερμανίαν πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα από κοινού μετά των καταπιεζομένων εις όλον τον κόσμο κατά του Ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού και εστρέφετο εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Κοινωνίας’’. Τότε το δικαστήριο έκρινε πως ο Πόλε ήταν πολιτικός κρατούμενος και πως δεν έπρεπε να εκδοθεί στην Δ. Γερμανία. Στελέχη του ΠΑΣΟΚ όπως ο Χαραλαμπόπουλος, Παπανδρέου, και ο Μαγκάκης που τότε ήταν βουλευτής της ΕΔΗΚ είχαν επικροτήσει δημόσια την ‘‘γενναία απόφαση των εφετών’’ που σήκωσε ανάστημα απέναντι στις απαιτήσεις της Δ. Γερμανίας η οποία ‘‘ως ισχυρή πολιτική δύναμη ήθελε να επιβάλει την άποψή της στο ελληνικό κράτος’’. Έγραφε τότε ο Μαγκάκης: ‘‘Το ζήτημα είναι καθαρά νομικό. Οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε στην Γερμανία, έγκυρα έχουν αποδοθεί από την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή διαπίστωσε πολιτικό κίνητρο στον Πόλε. Αυτό σημαίνει ότι οι πράξεις του συνιστούν μικτό πολιτικό αδίκημα. Τα μικτά πολιτικά αδικήματα, υπάγονται στην απαγόρευση εκδόσεως’’. Την μικτή θεωρία περί πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’ απορρίπτει άμεσα ο Άρειος Πάγος με τον τότε πρόεδρό του Ευστάθιο Μπλέτσα που ‘‘εξαφάνισε ‘’ την απόφαση για την μη έκδοση του Πόλε και αποφάσισε ότι έπρεπε να εκδοθεί, επικαλούμενος την ‘‘στενή αντικειμενική θεωρία’’: Ως ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ ορίζει ‘‘….. το κατά της πολιτείας αμέσως απευθυνόμενον και εις ανατροπήν ή άλλοίωσιν της εν αυτή κατά το ισχύον πολίτευμα καθεστηκυίας τάξεως τείνον έγκλημα’’, αντιπαρέρχεται την αποδοχή της υποκειμενικής θεωρίας από το Εφετείο Αθηνών και διατάσσει την έκδοση του Πόλε.

Είναι σαφές πως η απόφαση του Εφετείου αφενός αναφερόταν στην απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου που υιοθέτησε την ‘‘μικτή θεωρία’’ αφετέρου είναι εμφανής η επιρροή της δικαστικής εξουσίας από το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον το οποίο εκείνη την περίοδο χαρακτηριζόταν από έντονο πολιτικό αναβρασμό σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Δεν είχαν εξάλλου ακόμα εδραιωθεί οι κυρίαρχες αντιλήψεις από την εκτελεστική εξουσία στο ζήτημα της ‘‘τρομοκρατίας’’ σε όλο το φάσμα της καθεστωτικής πολιτικής. Η ‘‘στενή αντικειμενική θεωρία’’ με την αναχρονιστική όπως έχουν επανειλημμένως διατυπώσει θέση που θέλει το κράτος ως το μόνο φορέα και δέκτη της πολιτικής αντανακλούσε πάντα την αυταρχοποίηση και την πορεία προς τον ολοκληρωτισμό της εκτελεστικής εξουσίας που ακολουθούσε κατά πόδας και η δικαστική.

Έτσι φθάνουμε στις μέρες μας όπου οι κυρίαρχες πολιτικές σχέσεις έχουν αποκρυσταλλωθεί – και αφού προηγήθηκε και η πτώση του ανατολικού μπλοκ εξουσίας – και η εκτελεστική εξουσία έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει όλες τις προσταγές ολοκληρωτισμού που προστάζει το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό μοντέλο και η δικτατορία των υπερεθνικών μηχανισμών εξουσίας, αλλά και η έμμεση πλην όμως καθοριστική και απόλυτη δικτατορία των κεφαλαιαγορών στον πλανήτη, να έχει πλέον σταματήσει ακόμα και η συζήτηση περί του ‘‘πολιτικού εγκλήματος’’, να έχει ολοκληρωθεί η πιο απόλυτη κατασταλτική επίθεση αποπολιτικοποίησης και εκδίκησης και να έχουν φθάσει σε πρωτοφανή ένταση οι αποφάσεις καταστολής του πολιτικού αντιπάλου του καθεστώτος από τα δικαστήρια. Σύμφωνα με το άρθρο 109 του Κ.Π.Δ ορίζεται ότι: ‘‘Το μικτό ορκωτό δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό α) τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των μονομελών και τριμελών εφετείων και β) τα πολιτικά πλημμελήματα’’. Φρόντισαν ωστόσο στις εξαιρέσεις από τα μικτά ορκωτά να συμπεριλάβουν με το άρθρο 42 παρ. 4 του Ν. 3251/2004 ‘‘τα κακουργήματα που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 187 και 187Α του Π.Κ., καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα’’.

Το 2004 ήταν η χρονιά που θεσπίστηκε ο 187Α με τον οποίο εκδικάζονται πολιτικές δράσεις, στις οποίες το άρθρο αυτό όπως και η συνολική νομολογία ασκεί την πλέον αυταρχική επίθεση αποπολιτικοποίησης και τιμωρίας. Αυτά συμβαίνουν μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ‘‘αντιτρομοκρατικού πολέμου’’ που στρέφεται εντός και εκτός εθνικών συνόρων. Παράλληλα γίνεται όλο και πιο ευρέως αποδεκτή η πλέον ολοκληρωτική θέση ότι ‘‘στη δημοκρατία δεν υπάρχουν πολιτικιά εγκλήματα’’ που εκφράζεται από την εκτελεστική εξουσία και συνυπογράφει και η δικαστική. Και αυτό ενώ το αντιπροσωπευτικό σύστημα εξουσίας όδευε προς την απόκτηση των πλέον ολοκληρωτικών χαρακτηριστικών. Πλάι στην στενή αντικειμενική θεωρία δομείται και η τελευταία, ιστορικά απόφαση του Α.Π. που συμπεριλαμβάνει στην αναγνώριση του πολιτικού εγκλήματος και την προσφορότητα της δράσης ως προς το τελικό ζητούμενο, την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Αυτή εκφράστηκε στην απόφαση 1413/2010 για την υπόθεση της 17Ν που αναφέρει ότι η επιδίωξη αυτή ( της καταστροφής θεμελιωδών συνταγματικών, πολιτικών και οικονομικών δομών μιας χώρας…) ‘‘δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς ο στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται, πέραν τούτου, να αναδύεται αντικειμενικώς…’’. Και συνεχίζει: ‘‘…. Ερμηνευτικώς συνάγεται ότι πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο στρέφεται άμεσα εναντίον της συνταγματικής τάξης της χώρας και επιδιώκει την ανατροπή ή την αλλοίωσή της. Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς ως στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται πέραν τούτου να αναδύεται αντικειμενικώς από την πραγματική συμβολή, την οποία η κρινόμενη συμπεριφορά είχε ή θα μπορούσε να έχει στην προσβολή της καθεστηκυίας εξουσίας’’. ‘‘Περαιτέρω, ως συναφές προς το πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο με την προσβολή που επιφέρει σε κάποιο έννομο αγαθό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού προβλήματος με την ως άνω έννοια. Για την κατάφαση της συνάφειας αυτής, το πολιτικό έγκλημα πρέπει να έχει συντελεστεί. Υπό την έννοια αυτή ως πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής ( άρθρο 134 Π.Κ ). Αντιθέτως η συγκρότηση δομημένης ομάδας με διαρκή δράση ή η συμμετοχή σε αυτήν με σκοπό τη διάπραξη πράξεων, μη δυνάμενων να επηρεάσουν τη συνταγματική τάξη της χώρας, δεν συνιστά πολιτικό έγκλημα, ασχέτως προς τον τρόπο με τον οποίο οι φερόμενοι ως δράστες προσδιορίζουν ιδεολογικά τις ενέργειες αυτές (….). Εν προκειμένω, η συμμετοχή στην οργάνωση 17Ν και οι επιμέρους οργανώσεις, εκφεύγουν του χώρου της πολιτικής παρέμβασης που υπερβαίνει τον ποινικό νόμο, διότι άσχετα από τον εκ μέρους των κατηγορουμένων πολιτικό προσδιορισμό της αποδιδόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς ως ΄΄αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία’’.

Η δικαστική εξουσία στην εποχή μας, δεν αρκείται εντέλει μόνο στην ευρέως αποδεδειγμένη και εκδικητική ‘‘αντικειμενική θεωρία’’, αλλά ενσωματώνει στον πόλεμο εναντίον του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’ που ανάγεται ως ‘‘τρομοκρατία’’ και την προσφορότητα αυτής στο ζητούμενο της πολιτικής ανατροπής. Και μάλιστα απαιτεί το ‘‘πολιτικό έγκλημα να έχει συντελεστεί’’. Με αυτή την έννοια μόνο οι νικητές σε μια πολιτική σύγκρουση και δη οι νικητές πραξικοπηματίες μπορούν να απολαμβάνουν το προνόμιο του πολιτικού υποκειμένου, άτομα δηλαδή προερχόμενα του ίδιου κρατικού μηχανισμού. Με αυτήν την ετυμηγορία στην σύγχρονη ιστορία το μόνο πολιτικό έγκλημα που έγινε, ήταν το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Η απόφαση 1413/2010 του Αρείου Πάγου, και ενώ ποτέ δεν επιλύθηκε το ζήτημα του ‘‘πολιτικού εγκλήματος’’ ή του ‘‘πολιτικού εγκληματία’’, έχει παγιώσει την θέση της για την βίαιη αποπολιτικοποίηση της αντικαθεστωτικής δράσης και την αναπαράγουν όλα τα δικαστήρια που δικάζουν ‘‘τρομοκρατικές’’ οργανώσεις και πράξεις.

Η ειδική κατασταλτική επιχείρηση που επιδίδεται η δικαστική εξουσία απέναντι στην πολιτική αντικαθεστωτική δράση, ολοκληρώνεται με την σύσταση ειδικών δικαστηρίων, με την διεξαγωγή δικών εντός των φυλακών και με την πάγια επιβολή αυστηρότερων ποινών. Τα δικαστήρια αυτά γίνονται ως αναμενόμενο πεδίο αντιπαράθεσης και ως προς το ζήτημα του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’. Αυτό το δικαστήριο είναι το πέμπτο κατά σειρά που συγκροτείται για να εκδικάσει την δράση του Επαναστατικού Αγώνα. Ως προς το αν η δράση της οργάνωσης αυτής είναι η δεν είναι τρομοκρατική και αν πρόκειται για πολιτική δράση ή όχι, αυτό καταρχήν έχει καταγραφεί στην ίδια την ιστορία και κοινωνικά: Ο Επαναστατικός Αγώνας είναι μια ευρέως αναγνωρισμένη πολιτική οργάνωση που επέλεξε ένοπλες μορφές δράσης για την προώθηση του επαναστατικού προτάγματος στην κοινωνία. Η δράση του, αλλά και εμείς ως πολιτικά υποκείμενα που έχουμε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή σε αυτόν, πληροί κάθε απαίτηση που έχει τεθεί – είτε αφορά την υποκειμενική θεωρία είτε την μικτή είτε ακόμα και την αναχρονιστική αντικειμενική θεωρία και μάλιστα την ‘‘στενή’’ εκδοχή της – για να χαρακτηριστεί ως πολιτική. Ως προς την υποκειμενική και την περί του μικτού πολιτικού εγκλήματος θεωρία, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε καθώς είναι πασιφανές ότι ο Επαναστατικός Αγώνας και εμείς προσωπικά αποτελούμε το κατ’ εξοχήν κατάλληλο παράδειγμα που αφορά τον όρο ‘‘πολιτική δράση’’. Κατ’ άρθρο 187Α Π.Κ. ‘‘όποιος τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό…ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές οικονομικές δομές μιας χώρας….’’

Η πεποίθησή μας είναι ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα δεν είναι αυτή που είναι δυνατόν να αποσταθεροποιήσει την χώρα, αλλά το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Την χώρα, την αποσταθεροποιεί το ίδιο το καθεστώς του καπιταλισμού και του κράτους, μέσα από τις οικονομικές πολιτικές που έχουν επιβάλει συνθήκες κοινωνικής γενοκτονίας για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Που διαχέουν την κοινωνική βία στη κοινωνική βάση και στην οποία έχει κυριαρχήσει ο νόμος του καπιταλισμού ‘‘όλοι εναντίον όλων’’. Που στις υπάρχουσες συνθήκες κοινωνικής σήψης και θανάτου της αλληλεγγύης όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον συνάνθρωπό τους μέσα από το πρίσμα ‘‘ο θάνατός σου, η ζωή μου’’. Αυτό που αποσταθεροποιεί τη χώρα, είναι το καθεστώς που καταστρέφει την κοινωνία κρατώντας στη κοινωνική βάση τη κοινωνική σύγκρουση και τη βία, συνθήκη που διασφαλίζει ότι οι υπαίτιοι αυτής της κοινωνικής κατάστασης μένουν στο απυρόβλητο. Επειδή με την φράση ‘‘να βλάψουν σοβαρά μια χώρα’’ εννοούμε οτιδήποτε απειλεί την συστημική λειτουργία, δηλαδή το οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας, αφού το ίδιο το σύστημα είναι αυτό που προσδιορίζει και το εκάστοτε εξουσιαστικό μοντέλο διάρθρωσης της ταξικής και κοινωνικής ιεραρχίας στη κοινωνία, τότε ο 187Α δηλώνει την αποδοχή της δυνατότητας της ένοπλης δράσης να βλάψει και μάλιστα σοβαρά, το σύστημα. Αυτό γίνεται πιο ρητό και συγκεκριμένο στη συνέχεια του 187Α όπου στη αντικειμενική δυνατότητα προστίθεται και ο υποκειμενικός παράγοντας: ‘‘…και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό… ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας…’’.

Ο 187Α συμπεριλαμβάνει τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο ως προαπαιτούμενο για να χαρακτηριστούν οι πράξεις ‘τρομοκρατικές’’. Πρόκειται για προσέγγιση που δεν ακολουθεί την ‘‘στενή αντικειμενική θεωρία’’ αλλά προσεγγίζει την μικτή περί του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’ θεωρία. Επιζητεί δηλαδή δράσεις που και πρόσφορες είναι και επιφέρουν καθεστωτική αλλαγή και ενέχουν το κίνητρο για να επιχειρηθεί αυτό. Ενώ λοιπόν, ο 187Α είναι ένα λαμπρό δείγμα της μικτής θεωρίας συμπεριλαμβάνοντας και την προσφορότητα της δράσης ως προϋπόθεση για την δίωξη με αυτό, ενώ αναγνωρίζονται όλα τα στοιχεία στις ασκηθείσες διώξεις για να αντιμετωπιστούν ως πολιτικές οι πράξεις που διώκονται, καταλήγουν οι δικαστές να αρνούνται την ύπαρξη πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’. Πλην όμως χρησιμοποιούν την μικτή θεωρία για να προσδώσουν αυστηρότερες ποινές. Διαφοροποίηση δηλαδή ως προς το ποινικό αποτέλεσμα και όχι στην πολιτική ουσία των πράξεων. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Αρείου Πάγου στην απόφαση 1413/2010 για την υπόθεση της 17 Νοέμβρη που αναφέρει ότι η επιδίωξη αυτή ‘‘δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται, πέραν τούτου, να αναδύεται αντικειμενικώς…’’. Πλην όμως ο 187Α αναφέρει αυτόν τον στόχο αντικειμενικώς.

Ο 187Α αναφέρει ρητώς την αντικειμενική προσφορότητα της ένοπλης ανατρεπτικής δράσης να προκαλέσει ακόμα και την καταστροφή του πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος (δομές) και δεν μένει καθόλου στον υποκειμενικό απλώς παράγοντα της βούλησης. Συνεπώς ή θα πρέπει με βάση τον 187Α και εφόσον θέλουμε να ακριβολογούμε, να δεχτούμε ότι μ’ αυτόν το νόμο δικάζονται αυτές οι οργανώσεις οι οποίες αντικειμενικώς έχουν δυνατότητα να ανατρέψουν το καθεστώς, ή θα πρέπει να γίνει αλλαγή του 187Α ή να μην δικάζονται με αυτόν. Επειδή όμως και με βάση την αντικειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα η προσφορότητα της ένοπλης δράσης να ανατρέψει ένα καθεστώς, συνιστά αποδοχή της ίδιας της πολιτικής φύσης αυτής της δράσης, τότε συμπεραίνουμε αυτό που όλοι γνωρίζουν, πλην όμως δεν έχουν το πολιτικό ανάστημα να το ομολογήσουν, ότι ο 187Α έχει ως αποστολή να δικάζει πολιτικά ‘‘εγκλήματα’’. Και αυτό αυτόματα έρχεται σε σύγκρουση με το ίδιο το Σύνταγμα που λέει πως τα πολιτικά ‘‘εγκλήματα’’ εκδικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια. Και αφού ο 187Α εκδικάζει αυτές τις ‘‘τρομοκρατικές’’ οργανώσεις που η δράση τους είναι πρόσφορη αντικειμενικώς – εννοείται πως προϋπόθεση για τη σύσταση μιας τέτοιας οργάνωσης είναι ο υποκειμενικός παράγοντας που πολλάκις έχει αναγνωριστεί στα δικαστήρια ως πολιτικός, ότι τα κίνητρα των συμμετεχόντων είναι πολιτικά, αλλά και ότι ο στόχος τους είναι μια πολιτική κοινωνική αλλαγή με οριζόντια μορφή κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης – τότε δεν θα πρέπει να εκδικάζονται με τον 187Α οι πράξεις αυτές που είναι αντικειμενικώς απρόσφορες.

Όσον αφορά τον Επαναστατικό Αγώνα, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι η δράση του είναι απρόσφορη στο να επιφέρει τις αλλαγές που καταγράφονται στον 187Α, δηλαδή την καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών, την καταστροφή του καθεστώτος ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το τελικό ζητούμενο της δράσης του που είναι η κοινωνική επανάσταση και η επαναστατική οργάνωση της κοινωνίας σε βάσεις που ορίζονται από την αρχή της οικονομικής ισότητας και της πολιτικής ελευθερίας όλων των ανθρώπων. Για τη προσφορότητα της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα ως προς τον στόχο της καταστροφής των οικονομικών και πολιτικών δομών, συνεπώς της ανατροπής του συστήματος, έχουν μιλήσει και πολλοί καθεστωτικοί παράγοντες μεταξύ των οποίων κυβερνητικοί παράγοντες, υπουργοί κλπ. Επανερχόμενοι στην απόφαση 1413/2010 του Αρείου Πάγου για την υπόθεση της 17Ν αναφέρουμε το συμπέρασμα αυτής: ‘‘Ερμηνευτικώς συνάγεται ότι πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο, το οποίο στρέφεται άμεσα εναντίον της συνταγματικής τάξης της χώρας και επιδιώκει την ανατροπή ή την αλλοίωσή της. Η επιδίωξη αυτή όμως δεν αρκεί να αναφέρεται υποκειμενικώς ως στόχος της πολιτικής ιδεολογίας του δράστη, αλλά απαιτείται πέραν τούτου να αναδύεται αντικειμενικώς από την πραγματική συμβολή, την οποία η κρινόμενη συμπεριφορά είχε ή θα μπορούσε να έχει στη προσβολή της κατεστημένης εξουσίας’’. Να τονίσουμε πως αυτό το συμπέρασμα που αμφισβητεί την αντικειμενική δυνατότητα προσβολής της κατεστημένης εξουσίας, έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο τον 187Α που την θεωρεί ως προϋπόθεση για να δικαστεί κάποιος με αυτόν. Το άρθρο 187Α Π.Κ. που είναι μια αντιγραφή της αντίστοιχης αμερικανικής νομολογίας για την ‘‘αντιμετώπιση της τρομοκρατίας’’, στα ελληνικά δεδομένα έχει εφαρμοστεί σε πλήθος ανθρώπων που είτε έχουν εμπλακεί σε ένοπλη δράση είτε έχουν κατηγορηθεί ότι συμμετείχαν. Ο 187Α εξασφαλίζει στο κράτος αφενός την αυστηρή αντιμετώπιση όσων αμφισβητούν ενόπλως την παντοδυναμία του καθεστώτος και αφετέρου καλείται να δώσει χαρακτηριστικά αποπολιτικοποίησης στην ένοπλη ανατρεπτική δράση. Πλην όμως, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δικάζει αμιγώς πολιτικές πράξεις, τις οποίες ματαίως επιχειρεί να απομακρύνει από το πολιτικό τους πλαίσιο ανάγοντάς τες σε ‘‘τρομοκρατικές’’. Και λέμε ματαίως, γιατί ενώ ο ίδιος ο 187Α αναφέρεται σε αυτή την προϋπόθεση της προσφορότητας μιας οργάνωσης και των ενεργειών της, οι δικαστές αντιφάσκουν με τον ίδιο τους τον εαυτό. Επανερχόμενοι στην απόφαση του Αρείου Πάγου για την 17Ν, είδαμε πως η επίκληση της αντικειμενικής θεωρίας, με βάση την οποία απαιτείται να είναι αποτελεσματική ως προς τον στόχο της μια ένοπλη οργάνωση και δεν αρκούν τα πολιτικά κίνητρα αυτού ή αυτών που συμμετέχουν σε αυτήν ( υποκειμενική θεωρία ), σκοντάφτει και αυτοακυρώνεται στον ίδιο τον 187Α, αφού αυτός διώκει ως ‘‘τρομοκρατικές’’ μόνο τις οργανώσεις των οποίων η δράση είναι πρόσφορη για να προκαλέσει καταστροφή των οικονομικών και πολιτικών δομών.

Συνεπώς – και για να επανέλθουμε στο συμπέρασμα του Αρείου Πάγου – ‘‘έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη προπαρασκευή των μέσων για την τέλεση πολιτικού εγκλήματος’’, τα οποία δύναται να οδηγήσουν στην ανατροπή ή την αλλοίωση της συνταγματικής τάξης της χώρας, δηλαδή στην ανατροπή ή αλλοίωση του κυριάρχου καθεστώτος. Επειδή όμως, ως πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ εννοούμε την δράση αυτή που λαμβάνει χώρα υπερβαίνοντας (ή παραβιάζοντας) το κυρίαρχο νομικά πλαίσιο και πραγματώνεται από έναν πολιτικό αντίπαλο ή εχθρό του καθεστώτος με στόχο την ‘‘την αλλοίωση, προσβολή, ή την ανατροπή του’’, το να αναγνωρίζεται ως πολιτικός αντίπαλος ή εχθρός του υφιστάμενου καθεστώτος κάποιος που είναι υπάλληλός του (πολιτικός ή στρατιωτικός), συνιστά μείζονα αντίφαση. Αυτό ισχύει με τους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς και κάθε παράγοντα οποιαδήποτε ιδιότητα και αν κατέχει εντός του συστήματος. Επειδή με την υπάρχουσα νομολογία που έχει κυριαρχήσει ως πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές πράξεις, επειδή σε πολιτικό ‘‘έγκλημα’’ δεν δύναται να προβαίνει κάποιος που δεν είναι πολιτικός εχθρός του υπάρχοντος καθεστώτος και επειδή πολιτικός εχθρός του δεν νοείται κάποιος που υπηρετεί σε αυτό, συνεπώς είναι αντιφατική και άτοπη η θέση ότι το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ που στρέφεται ενάντια στο καθεστώς είναι ένα στρατιωτικό – πολιτικό πραξικόπημα. Και μάλιστα, ότι είναι η μόνη πολιτική πράξη που μπορεί να πραγματοποιηθεί ενάντια στο καθεστώς. Μέσα σε αυτό το αυτοαναιρετικό σκεπτικό που κατέληξε ο Άρειος Πάγος για να διαμορφώσει το ‘‘πλαίσιο’’ σκέψης, επιχειρηματολογίας και απόφασης του εκάστοτε δικαστηρίου, η κατάληξη είναι η εξής: Αναγνωρίζεται ως ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ μόνο μια πράξη που επί της ουσίας δεν είναι πράξη ενός πολιτικού εχθρού του καθεστώτος (αλλά ενός αποφασιστικού προασπιστή του), αφορίζεται κάθε πραγματική πολιτική δράση ενάντια στο υπάρχον καθεστώς ως ‘‘τρομοκρατία’’ και ‘‘έγκλημα’’ και έτσι θεωρείται ότι ‘‘ατσαλώνεται’’ το ίδιο το καθεστώς θεωρητική, ιδεολογικά, νομικά, και πολιτικά από τους αντιπάλους του. Συνεπώς ως μόνο ‘‘πολιτικό έγκλημα’’ νοείται μόνο η πράξη αυτή που πραγματώνει κάποιος ο οποίος δεν είναι εχθρός του καθεστώτος, αλλά μέρος αυτού. Και η ουσιαστική κατάληξη είναι ότι δεν υπάρχουν πολιτικοί εχθροί ή αντίπαλοι του υπάρχοντος καθεστώτος ενώ πολιτική δράση που στρέφεται ενάντιά του, το απειλεί, το υπονομεύει, δηλαδή πολιτική πράξη που ‘‘υπερβαίνει τον ποινικό νόμο’’ νοείται μόνο αυτή που πραγματώνεται από άτομα που δεν υπάγονται στους πολιτικούς εχθρούς του. Η θέση ότι ‘‘πολιτικό έγκλημα νοείται μόνο η εσχάτη προδοσία’’ που προβάλλεται καταληκτικά τα τελευταία χρόνια, δεν την ασπάζονταν παλαιότερα πολλοί εκ των καθεστωτικών νομικών. Αντιθέτως, είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι μπορεί η δράση ατόμων με πολιτικό-στρατιωτική ιδιότητα να συνιστά ‘‘πολιτικό έγκλημα’’.

Ειδικά ως προς το πρόσωπο του ‘‘πολιτικού εγκληματία’’, η αδυναμία της συνύπαρξης στο ίδιο πρόσωπο της πολιτικό-στρατιωτικής υπαλληλικής σχέσης με το καθεστώς και του πολιτικού εχθρού του ίδιου του καθεστώτος, είχε εντοπιστεί και αναδειχθεί. Επαναλαμβάνουμε την θέση του Μανωλεδάκη ο οποίος έγραφε: ‘‘Αν ξεκινήσουμε από την λογική αφετηρία ότι ο πολιτικός εγκληματίας είναι εχθρός της κατεστημένης εξουσίας, θα πρέπει απ’ την αρχή (εξ’ ορισμού) να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός αυτός για όλα τα πρόσωπα που είναι ενταγμένα στον υπαλληλοστρατιωτικό μηχανισμό του κράτους. Με την ένταξή τους σ’ αυτόν οι υπάλληλοι – πολιτικοί και στρατιωτικοί – απαλλοτριώνουν κάθε δικαίωμα για δυναμική αντίθεση με το καθεστώς’’. Όσον αφορά την πρότασή του για την επίλυση του προβλήματος αναφορικά με το πολιτικό ‘‘έγκλημα’’, καθώς ορισμός γι’ αυτό δεν υπάρχει στην καθεστωτική νομολογία, ο ίδιος καταλήγει: ‘‘ Οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονται ανάμεσα σε πολιτικές ομάδες και όχι σε άτομα. Τα μέλη αυτών των ομάδων, όταν δρουν μέσα στα πλαίσια των σκοπών τους και παραβαίνουν με την δράση τους τον ποινικό νόμο, έχουν το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται πολιτικοί αντίπαλοι και ‘‘πολιτικοί εγκληματίες’’. Ώστε: ‘‘πολιτικός εγκληματίας’’ μπορεί να χαρακτηριστεί ο ενταγμένος σε οργάνωση με πολιτικό σκεπτικό που επιδιώκει, δηλαδή την ανατροπή, μεταβολή, κλονισμό, πίεση του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος και τελεί αξιόποινες πράξεις, ανταποκρινόμενες στο σκεπτικό αυτό και πρόσφορες για τους σκοπούς αυτούς, εφόσον ο ίδιος δεν έχει οποιαδήποτε υπαλληλοστρατιωτική ιδιότητα’’. (Μανωλεδάκης: Ποινικό Δίκαιο – Γενική Θεωρία) Όμως, η κυρίαρχη αντίληψη και ο νομικός ‘‘οδηγός’’ για την άρνηση αναγνώρισης του πολιτικού αντιπάλου από το καθεστώς καθορίζεται έως τώρα από την απόφαση του Αρείου Πάγου που προαναφέρουμε. Και η κατίσχυση αυτού του σκεπτικού έναντι κάθε άλλου έγινε παρ’ όλο που είναι πασιφανές ότι πρόκειται για θέση ανεδαφική και αυτοαναιρούμενη. Υπαγορεύεται όμως από μια σημαντική για το ίδιο το υπάρχον καθεστώς πολιτική σκοπιμότητα. Αυτή καταγράφεται ρητώς στο ίδιο σκεπτικό του Αρείου Πάγου με λίγες λέξεις: ‘‘…..τα επιλεγέντα μέσα επιδίωξης του συγκεκριμένου σκοπού (εν προκειμένω ‘‘του αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας’’) ήταν καταφανώς απρόσφορα προς χρήση σε μια συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία’’. Με μια απόφαση του ανωτάτου δικαστικού οργάνου του καθεστώτος, αφορίζεται ‘‘οριστικά’’ η αντικαθεστωτική δράση και τα πρόσωπα που την διεξάγουν, αφορίζεται ο πολιτικός αντίπαλος του καθεστώτος, αφορίζεται η ίδια η πολιτική ανυπακοή. Η αντιπροσωπευτική ‘‘δημοκρατία’’ – κατά εμάς αντιπροσωπευτική ολιγαρχία – ανάγεται στο μοναδικό και αναμφισβήτητο πολιτικό σύστημα. Πολιτικός αντίπαλος σε αυτό το καθεστώς ‘‘δεν υπάρχει’’, ενώ ‘‘τίποτα δεν μπορεί να το απειλήσει’’ ουσιαστικά. Η υποτιθέμενη ‘‘απροσφορότητα’’ της αντικαθεστωτικής δράσης, η οποία δεν νοείται αν δεν υπερβαίνει το ποινικό πλαίσιο, προβάλλεται και επιβάλλεται για την εμπέδωση της υπεροπλίας ενός καθεστώτος απέναντι σε όποιον το αμφισβητεί. Έχουμε δηλώσει ήδη πως την προσφορότητα της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα την έχουμε υπερασπιστεί και εντός των δικαστηρίων. Ακόμα και στα ασφυκτικά πλαίσια που ορίζει η δικαστική εξουσία στον ‘‘προσδιορισμό’’ του πολιτικού ‘‘εγκλήματος’’ εξακολουθούμε να διεκδικούμε την διατήρηση της πολιτικής μας ταυτότητας και εντός δικαστηρίων. Ενώ λοιπόν, από την μια η νομολογία της δικαστικής εξουσίας απαιτεί η δράση να είναι πρόσφορη, ικανή να επιφέρει τις αλλαγές που προσδοκά, αρνούμενη ότι η δράση των ένοπλων οργανώσεων – των ως τώρα εξεταζόμενων – είναι όντως πρόσφορες με την κατάληξη ότι ‘‘δεν υπάρχει τίποτα που να απειλεί την «δημοκρατία»’’, σε δικαστήριο που εκδίκαζε την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας και του ΔΝΤ, ο εισαγγελέας της έδρας αποφάνθηκε ότι τόσο η δράση αυτής της οργάνωσης συνολικά όσο και ειδικά η ενέργεια αυτή θα μπορούσε επιφέροντας κατάρρευση του κτιρίου όπου είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο, να προκαλέσει κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στην χώρα και συνεπώς και της οικονομίας γενικότερα. Αυτή η πρόταση που εμφανώς είχε ως στόχο να αναδείξει την ‘‘επικινδυνότητα’’ του Επαναστατικού Αγώνα και της Ρούπα που δικαζόταν ώστε να στοιχειοθετηθεί η ποινή που ήθελε να προτείνει και που τελικά επέβαλε το δικαστήριο – αυτήν των ισοβίων – κατέληξε στην ουσία στην αποδοχή ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα γενικά, αλλά και ειδικά η επίθεση ενάντια στην Τράπεζα της Ελλάδας και το ΔΝΤ με βάση ακόμα και την στενή αντικειμενική θεωρία όπως αυτή που εκφράστηκε από την απόφαση 1413/2010 του Α.Π. είναι πολιτικό ‘‘έγκλημα’’. Έχουμε λοιπόν το παράδοξο, αφενός να επιχειρείται η αποπολιτικοποίηση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα – και γενικώς της ένοπλης δράσης – εντός των δικαστηρίων, από την άλλη και ενώ πρόκειται να ‘‘στοιχειοθετηθούν’’ οι υψηλότερες δυνατές ποινές, γίνεται επίκληση χαρακτηριστικών στις πράξεις που εμπίπτουν στις πλέον ‘‘ αυστηρές’’ προδιαγραφές που θέτει η δικαστική εξουσία για το ‘‘πολιτικό έγκλημα’’. Η ‘‘δημοκρατία’’ καμώνεται το ιδανικότερο και απόλυτο πολιτικό σύστημα που δεν χωρά στο εσωτερικό του έμπρακτη πολιτική αμφισβήτηση! Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η ‘‘δημοκρατία’’; Μήπως εννοώντας ότι η πολιτική βία υφίσταται ως τέτοια, είναι δικαιολογημένη και αναγνωρίζεται μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και τυραννίες – άποψη που ασπάζεται η αριστερά – εννοούμε ότι στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχουμε ελευθερία; Αυτό το καθεστώς μόνο ως δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η κάθε 4 χρόνια εκλογή εκπροσώπων που σε μόνιμη βάση σφετερίζονται την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, αφού μόνο με την εξαπάτηση και το ψέμα αποσπούν ψήφους και αναρριχώνται στην πολιτική εξουσία, όχι μόνο δεν είναι δημοκρατία αλλά παραβιάζει συνταγματικά και το νομικό πλαίσιο στου Συντάγματος στο οποίο βασίζεται. Η παραβίαση αυτής της ‘‘λαϊκής εντολής και βούλησης’’ την οποία υποτίθεται, ότι υπηρετεί το καθεστώς αυτό, γίνεται όλο και πιο έντονη τα τελευταία χρόνια και κορυφαία παραδείγματα έχουμε μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η επιβολή των μνημονίων που έγινε υπό την ασφυκτική πίεση των κεφαλαιαγορών και των υπερεθνικών θεσμών και οργανισμών (Ε.Ε, ΕΚΤ, ΔΝΤ), προϋπέθετε την παραβίαση του Συντάγματος που υπήρξε το πρώτο ‘‘θύμα’’ του. Το μνημόνιο ‘‘πέρασε’’ με την εξουσιοδότηση του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος θα είχε από τότε και στο εξής την εξουσία να υπογράφει νέα μνημόνια, συμφωνίες και δανειακές συμβάσεις, οι οποίες θα εισάγονται στην Βουλή ‘‘για συζήτηση και ενημέρωση’’ και όχι για κύρωση. Όπως προβλέπει ο νόμος 3847/ 2010 οι ‘‘συμβάσεις αυτές θα ισχύουν και θα εκτελούνται από της υπογραφής τους’’. Η εξουσιοδότηση αυτή προσκρούει: α) στο άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος που ορίζει ότι Συνθήκες ‘‘που επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες’’ δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που να τις κυρώνει. β) παραιτείται με την δανειακή Σύμβαση το ελληνικό κράτος από ασυλίες ‘‘λόγω κυριαρχίας’’. Την παραίτηση αυτή προβλέπει η δανειακή Σύμβαση της 8/5/2010 όπου σε περίπτωση στάσης πληρωμών, μπορούν οι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος στοιχείων όχι μόνον της ιδιωτικής, αλλά και της δημόσιας περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου. Αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τον ‘‘πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας’’. Το παραπάνω κατά πολλούς συνταγματολόγους και νομικούς δεν προβλέπεται ούτε με βάση το άρθρο 28 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Επίσης, είναι αντισυνταγματικές πολλές ρυθμίσεις που επεβλήθησαν με επί μέρους ‘‘εκτελεστικούς νόμους’’ του μνημονίου όπως η περικοπή των συντάξεων και επιδομάτων, η αύξηση ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, η επιβολή έκτακτων φορολογικών εισφορών, η πρόσφατη πρακτική των κατασχέσεων κ.α. Οι περισσότερες από αυτές προσκρούουν στο ‘‘κεκτημένου του κοινωνικού κράτους δικαίου’’ όπως αυτό παρουσιάζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, ακυρώνουν τα άλλα κοινωνικά δικαιώματα του ‘‘κατοχυρώνει το ισχύον Σύνταγμα’’ στα άρθρα 21, 22, 23, προσκρούουν στο άρθρο 4 παρ.1, 2, 5 καθώς η επιβολή των μέτρων γίνεται προς το συμφέρον μειοψηφιών και εις βάρος του γενικού συμφέροντος και οξύνουν τις ανισότητες στην κοινωνία, όπως και στο άρθρο 17 παρ. 1 για την ιδιοκτησία. Με το δημοψήφισμα και την παραβίαση της ρητής λαϊκής εντολής με το πλειοψηφικό ΟΧΙ στην δανειακή Σύμβαση του 2015, παραβιάστηκαν τα άρθρα 52, 1παρ. 2 και 3 και 25 παρ. 3. Συστηματικά παραβιάζεται το άρθρο 2 παρ.1, το άρθρο 4 παρ. 2 και το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, τα οποία συνιστούν κενό γράμμα για την πλειοψηφία της κοινωνίας. Οι σύγχρονες κυβερνήσεις στην Ελλάδα στηρίζονται σε ψήφους που προέρχονται από μειοψηφικά τμήματα του πληθυσμού. Η πλειοψηφία της κοινωνίας (60%) απέχει από τις εκλογικές διαδικασίες. Συνεπώς και το ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σήμερα δε στηρίζεται ούτε καν από την προσέλευση στις κάλπες από την κοινωνική πλειοψηφία. Οι δε κυβερνήσεις στηρίζονται σε ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 12% του εκλογικού σώματος, ενώ με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις η τωρινή κυβέρνηση στηρίζεται από το 6% του εκλογικού σώματος! Με βάση αυτό το ποσοστό είναι κατοχυρωμένη να περνάει τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας; Επειδή μας έχουν κατηγορήσει σε δικαστική αίθουσα, ως αυτόκλητους υπερασπιστές της κοινωνίας, απαντάω πως δεν είμαστε εμείς αυτόκλητοι, αλλά αυτοί που κατέχουν την εξουσία με την ψήφο μιας αισχράς μειοψηφίας και επιβάλλουν τα μέτρα κοινωνικής ευθανασίας που τους υπαγορεύει η οικονομική ελίτ και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, της ΕΕ, και του ESM. Αυτούς τους μηχανισμούς κανένας δεν τους εκλέγει και μια αισχρά πλειοψηφία πλουσίων είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι σε κάθε χώρα, της οποίας οι κυβερνήσεις επικυρώνουν και επιβάλλουν δια πυρός και σιδήρου τα μέτρα εξόντωσης της κοινωνίας που συνιστούν προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του χτυπημένου από την κρίση συστήματος. Εμείς δεν είμαστε αυτόκλητοι υπερασπιστές της κοινωνίας είμαστε η ψυχή αυτής της κοινωνίας. Προερχόμαστε από τα σπλάχνα της, ζούσαμε και ζούμε μέσα στην καρδιά της κοινωνικής αδικίας. Προερχόμαστε από χαμηλά και προλεταριακά κοινωνικά στρώματα και έχουμε πλήρη συνείδηση της ταξικότητας αυτού του πολέμου που διεξάγεται τη τελευταία περίοδο με θύματα εκατομμύρια ανθρώπους στην χώρα. Η χούντα της οικονομικής ελίτ και της πολιτικής εξουσίας δεν είναι δημοκρατία. Εμείς είμαστε οι προασπιστές της πραγματικής δημοκρατίας, της άμεσης δημοκρατίας. Και αν μπορούσε να γίνει ένα δημοψήφισμα χωρίς ο κόσμος να φοβάται – γιατί ο κοινωνικός φόβος είναι ο μόνος παράγοντας που κρατάει το σύστημα όρθιο αυτή την περίοδο, αφού συναίνεση στο καθεστώς πλέον δεν υπάρχει – το ποσοστό του 35% που είχε βγει από δημοσκόπηση ηλεκτρονικής εφημερίδας με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων το 2009 και που δήλωνε ότι είναι δικαιολογημένη η ένοπλη δράση, θα είναι στις μέρες μας πολύ υψηλότερο. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την πλέον χαώδη απόσταση ανάμεσα στα συμφέροντα των λίγων οικονομικά ισχυρών και της κοινωνικής πλειοψηφίας, η οποία πεθαίνει για να επιβιώσουν οι οικονομικές ελίτ. Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων είναι από τις μεγαλύτερες – αν όχι η μεγαλύτερη – στην ιστορία. Το κράτος καταπατώντας τους νόμους που το ίδιο θεσπίζει, είναι στο πλευρό των ισχυρών και ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτός είναι ο ιστορικός του ρόλος. Και σε αυτόν τον ρόλο υπάγεται και η δικαστική εξουσία αναλαμβάνοντας ρόλο εκτελεστή του πολιτικού αντιπάλου του καθεστώτος.

Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα όπως και η ένοπλη δράση γενικότερα θα έπρεπε να δικάζεται από μικτά ορκωτά και όχι από ειδικά δικαστήρια. Όσον αφορά τον Επαναστατικό Αγώνα, αυτός πληροί τόσο τις προϋποθέσεις της θεωρίας περί μικτού πολιτικού εγκλήματος, όσο και αυτής της ‘‘αντικειμενικής’’ ακόμα και της επικαλούμενης ‘‘στενής αντικειμενικής θεωρίας’’. Όσον αφορά την εκδίκαση των συγκεκριμένων υποθέσεων που αφορούν αυτή την διαδικασία, αυτές άπτονται σε προπαρασκευαστικές πράξεις μιας ευρύτερης πολιτικής προοπτικής του Επαναστατικού Αγώνα έτσι όπως αυτή έχει εκφραστεί κατ’ επανάληψη από την οργάνωση, αλλά και από εμάς ατομικά. Για όλα τα παραπάνω πιστεύουμε πως το δικαστήριο είναι αναρμόδιο να μας δικάσει και ζητάμε να δικαστούμε από μικτό ορκωτό, κατ’ άρθρο 97 Σ.

Πόλα Ρούπα – Νίκος Μαζιώτης μέλη του Επαναστατικού Αγώνα

** Η δίκη θα συνεχιστεί στις 23 Νοεμβρίου 2018 με τις ενστάσεις του Επαναστατικού Αγώνα για την εκκρεμοδικία-δεδικασμένο που αφορά την κατηγορία της συγκρότησης – διεύθυνσης για την οποία κατηγορείται για 3η φορά η συντρόφισσα Ρούπα και για την αοριστία του κατηγορητηρίου. Όσον αφορά τον σύντροφο Μαζιώτη σε σχέση με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας καθώς επίσης και με τις τοποθετήσεις των συντρόφων του Επαναστατικού Αγώνα για το κατηγορητήριο, οι προφορικές τοποθετήσεις των συντρόφων τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου για την ένσταση όσο και για την αποβολή της πολιτικής αγωγής των τραπεζών, θα απομαγνητοφωνηθούν και θα δημοσιοποιηθούν αργότερα.

Αλληλέγγυοι/ες στον Επαναστατικό Αγώνα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *