Την τελευταία πενταετία με το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, τα λαϊκά στρώματα δέχτηκαν και συνεχίζουν να δέχονται μια πρωτοφανή και εξοντωτική επίθεση με μοναδικό σκοπό τη διάσωση του υπερεθνικού κεφαλαίου και τη εξασφάλιση της συνέχισης της ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Μια επίθεση που ανέλαβαν να υλοποιήσουν η τρόικα και οι ντόπιοι υπηρέτες τους και βρήκε εφαρμογή μέσα από την υπογραφή των μνημονίων, που επέβαλαν μια σειρά σκληρών και απάνθρωπων μέτρων. Μέτρα τα οποία έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα χιλιάδες στην αυτοκτονία και έχουν βυθίσει εκατομμύρια στη φτώχεια και την ανεργία.
Η επίθεση του κεφαλαίου συνοδεύεται με την αύξηση της κρατικής καταστολής τόσο για την εξασφάλιση της επιβολής των μνημονίων όσο και για την καταπολέμηση κάθε μορφής αντίστασης και αγώνα που θέτει ως στόχο την ανατροπή αυτής της πολιτικής. Η κρατική καταστολή ανάγεται (από τη μεριά του κράτους) ως μείζον ζήτημα της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, ιδιαίτερα μια περίοδο όπως αυτή που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, που τίθεται περισσότερο από ποτέ το ζήτημα της ανατροπής και της επανάστασης.
Η αύξηση της έντασης της καταστολής έχει στοχεύσει τόσο στην αποκλιμάκωση και καταστολή των πιο μαζικών μορφών αντίστασης και αγώνα όπως για παράδειγμα η διάλυση των συγκρουσιακών απεργιακών κινητοποιήσεων τα προηγούμενα χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο στον πόλεμο εναντίων των πολιτικών του αντιπάλων, εκείνων δηλαδή που αμφισβητούν έμπρακτα το μονοπώλιο της βίας του κράτους και κατά συνέπεια την ίδια την κυριαρχία του, και δεν είναι άλλοι από τους ένοπλους αντάρτες, τους προωθημένους μαχητές του κινήματος.
Το κράτος φρόντισε τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια να εξοπλίσει το νομικό του οπλοστάσιο. Πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό του είναι η μη αναγνώριση τους όπως προαναφέραμε ως πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά ως εγκληματικά στοιχεία. Παρόλα αυτά μέσα από μια κυλιόμενη διαδικασία θεσμοθέτησης ειδικών αντιτρομοκρατικών νόμων από το 2000 μέχρι και σήμερα (που έφεραν και το ιδιώνυμο της κουκούλας), οι πολιτικοί κρατούμενοι στην ελλάδα δικάζονται σε ειδικά δικαστήρια, βρίσκονται κάτω από ειδικές συνθήκες κράτησης και τους επισύρονται ειδικές ποινές (αυξάνοντας τα χρόνια κράτησης), φτάνοντας στο αποκορύφωμα- σήμερα- με τη θέσπιση και τη λειτουργία των φυλακών τύπου Γ΄ που αποσκοπούν ξεκάθαρα σε αυτούς που επέλεξαν την ένοπλη επαναστατική δράση ως μορφή αντίστασης.
Δεν απορρίπτουμε καμία μορφή ή μέσο αγώνα. Αποδεχόμαστε όλες τις επιλογές του αγώνα για τις οποίες βρίσκονται σήμερα στις ελληνικές φυλακές δεκάδες συντρόφισσες και σύντροφοι ως κομμάτι του κοινού αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση. Αντιλαμβανόμαστε τους ίδιους ως κομμάτι της ιστορίας του αναρχικού επαναστατικού κινήματος και με βάση αυτό η αλληλεγγύη χτίζει τη γέφυρα για τη σύνδεση μας και τη συνέχιση του κοινού αγώνα. Με δεδομένο επίσης ότι η πλειοψηφία των πολιτικών κρατουμένων έχει μιλήσει δημόσια και έχει τοποθετηθεί πάνω στο ζήτημα της ανατροπής και της επανάστασης, είτε με την ανάληψη ευθύνης είτε ευρύτερα, ο καθένας κάτω από το δικό του ιδεολογικό πρίσμα και τις δικές του αντιλήψεις, η αλληλεγγύη από μεριάς μας οφείλει να είναι προωθητική προς μια τέτοια κατεύθυνση τόσο με την προώθηση του λόγου των φυλακισμένων συντρόφων/ισσών, όσο και μέσα από τη δράση μας η οποία θα θέτει σε συνεχή αμφισβήτηση την κρατική κυριαρχία. Να περάσουμε δηλαδή από τη στρατηγική της άμυνας στη στρατηγική της επίθεσης. Προφανώς θα συνεχίσουμε να κινούμαστε στο πλαίσιο της υπεράσπισης των συντρόφων/ισσών σε επίπεδο κρατικής καταστολής, αλλά αν θέλουμε να θέσουμε το ζήτημα της αλληλεγγύης σε μια επαναστατική τροχιά οφείλουμε να υπερβούμε αυτά τα στενά όρια.
Οφείλουμε όπως υποστηρίζεται στο κείμενο της συνέλευσης της Αθήνας να συμφωνήσουμε πάνω στο πρόταγμα της κοινωνικής ανατροπής χωρίς αυτό να σημαίνει κοινές αντιλήψεις πάνω στα επιμέρους ζητήματα της. Εδώ λοιπόν παραθέτουμε αυτούσια τα πολιτικά κριτήρια που έχει θέσει η συνέλευση της Αθήνας όχι μονάχα προκειμένου να μην επαναληφθούμε αλλά και ως μια απόλυτη συμφωνία πάνω στο ζήτημα.
Με αυτήν την έννοια είμαστε αλληλέγγυοι στους πολιτικούς κρατούμενους ανεξάρτητα από το φάσμα του αγωνιστικού-ανατρεπτικού κινήματος από όπου προέρχονται. Η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους δεν μπορεί να είναι ούτε επιλεκτική, ούτε μερική, αλλά αφορά το σύνολο των πολιτικών κρατούμενων. Κριτήριο για την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου αποτελεί και η αγωνιστική τοποθέτηση και στάση του στο δικαστήριο και στη φυλακή και η συνέπεια μεταξύ της διαδρομής και της δράσης του πριν τη σύλληψη και της στάσης του μετά από αυτήν. Αποδεχόμαστε ότι όλες οι παράνομες από το καθεστώς μορφές δράσης είναι μέρος του επαναστατικού κινήματος έτσι όπως έχει αποδείξει η ιστορική εμπειρία και η παράδοση του επαναστατικού κινήματος. Απορρίπτουμε λοιπόν οποιονδήποτε διαχωρισμό μεταξύ μορφών πάλης, απορρίπτουμε τα δίπολα που έχουν κατά καιρούς τεθεί όπως «νομιμότητα ή παρανομία», «μαζικός ή ένοπλος αγώνας», γιατί τέτοιοι διαχωρισμοί και διλήμματα δεν προάγουν αλλά σαμποτάρουν τον αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση και υπονομεύουν την ενότητα των συντρόφων και συντροφισσών μέσα και έξω από τις φυλακές, ενώ αντιθέτως ευνοούν την τακτική του διαίρει και βασίλευε του καθεστώτος αφήνοντας έκθετους συντρόφους και συντρόφισσες στην καταστολή>>.
Κατά συνέπεια συμφωνούμε με βάση αυτά τα πολιτικά κριτήρια, στο ποιοι συμπεριλαμβάνονται ως πολιτικοί κρατούμενοι και ποιοι εξαιρούνται.
Η αλληλεγγύη στηρίζεται σε μια αμφίδρομη σχέση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η άσκηση συντροφικής κριτικής όποτε αυτή θεωρείται απαραίτητη από οποιαδήποτε πλευρά (είτε από το κίνημα αλληλεγγύης προς τους φυλακισμένους συντρόφους/ισσες, είτε αντίστροφα), είναι υποχρεωμένη να γίνεται πάνω σε μία εποικοδομητική βάση με θετικό πρόσημο τόσο από τους πομπούς όσο και από τους αποδέκτες. Συμφωνούμε στο ότι η συνέλευση δεν είναι υποχρεωμένη να πάρει θέση για τυχόν διαφωνίες ή διαμάχες μεταξύ κρατουμένων διατηρώντας έτσι την πολιτική της αυτονομία αλλά τεκμηριώνοντας συγχρόνως και την άποψη για μη ταύτιση της συνέλευσης με οποιοδήποτε πολιτικό κρατούμενο ή ομάδα κρατουμένων.
Εν κατακλείδι οφείλουμε να επαναλάβουμε την αναγκαιότητα να συμπλεύσουμε πάνω στο ζήτημα της αλληλεγγύης, να το συνδέσουμε και να συνδεθούμε και ‘μείς οι ίδιοι άμεσα, (μέσα και έξω από τα κελιά) μέσα από το πλαίσιο του κοινού αγώνα, του αγώνα για την συνολική ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση. Να προωθήσουμε την ενότητα μεταξύ μας και μεταξύ των φυλακισμένων συντρόφων/ισσών. Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε τη συνυπογραφή του κειμένου όχι μια γραφειοκρατική διαδικασία αλλά μια προωθητική πράξη, μια πολιτική συμφωνία για την εξέλιξη της επαναστατικής αλληλεγγύης, που δεν είναι απλώς μέρος του αγώνα μας αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αγώνα για την ανατροπή και την κοινωνική επανάσταση.
Υ.Γ. Για όλους τους παραπάνω λόγους, κι εν είδει συνυπογραφής, μετά το κείμενο μας παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο της Συνέλευσης Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους, τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές(Αθήνα).
Για τη σύνδεση του αγώνα των φυλακών με το συνολικότερο ανατρεπτικό αγώνα.
Συνέλευση Αλληλεγγύης στους Φυλακισμένους Αγωνιστές (ΣΥΝ.ΑΛ.Φ.Α.)
Ηράκλειο Κρήτης
5/2/15