Το μεγάλο άλμα προς τα κάτω: για την κατάληψη στο «Κόκκινο»

https://athens.indymedia.org/post/1541664/

από @ 24/03/2015 4:55 μμ.,

________________________________________
Είναι πια προφανές ότι την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ακολουθεί μια ιδιότυπη και αντιφατική ανασύνταξη του πολιτικού φάσματος, όπου «Πρώτη Φορά Αριστερά», είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη σχάση: μια μερίδα προσκείμενη στο κυβερνόν κόμμα αναβαθμίζεται υλικά και ιδεολογικά σε πολιτικό προσωπικό, ενώ το «έξω» αυτής της ομάδας, εκβιάζοντας τις διαχωριστικές γραμμές με την κεντρική εξουσία, κατακερματίζεται σε σκληρά ιδεολογικούς, κλειστούς πυρήνες. Πάνω σε κάθε πολιτική συζήτηση επί τέτοιων θεμάτων, έχει κατακάτσει ο «εθνικός» πόλεμος μεταξύ κυβέρνησης–δανειστών, υποβαθμίζοντας, εντός κι εκτός των πολιτικών χώρων, την ορατότητα και τη σημασία των εσωτερικών ανταγωνισμών.
Η συνθήκη είναι πρωτόγνωρη και παράδοξη. Οι κατηγορίες αυτού του πολιτικού προσωπικού προς τους καταληψίες της Αυγής, της Κουμουνδούρου, της Νομικής και του Κόκκινου, απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με αιτήματα σηκωμένα κατευθείαν από τις προγραμματικές θέσεις του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό εξηγεί και την αμηχανία των πρώτων. Οι αφορισμοί τους απέναντι στους «καταληψίες», παρέκαμψαν με χαρακτηριστική ευκολία τις προεκλογικές συζητήσεις για την αναγκαιότητα των κινημάτων να πιέζουν την κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της υλοποίησης των προγραμματικών της δεσμεύσεων. Στην πραγματικότητα, οι αντιεξουσιαστές που προχώρησαν στις παραπάνω καταλήψεις, κατέληξαν να είναι πιο «ορθόδοξοι» συριζαίοι από την πλειονότητα των μελών του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν με τον εμπρησμό του περιπολικού στα Εξάρχεια, ανανεώθηκε μια παλαιομοδίτικη τάση δαιμονοποίησης του αντιεξουσιαστικού χώρου, η κλιμάκωσή της μέχρι και την κατάληψη του «Κόκκινου» έχει οδηγήσει σε παροξυσμό. Δεν είναι τυχαίο που οι κριτικές απέναντι στους καταληψίες ήταν αναιμικές, συχνά ανυπόστατες και κάθε άλλο, παρά πολιτικές. Άλλοι πρακτορολόγησαν («σε μέρα που πήγε ο Τσίπρας στη Μέρκελ», «επί Σαμαρά δεν έκαναν τίποτα» κλπ.), άλλοι δοξολόγησαν το «Κόκκινο» σαν να μιλούν για παράνομο σταθμό σε δικτατορία και άλλοι καυτηρίασαν τις μουσικές επιλογές και την ορθοφωνία των εκφωνητών. Η στάση αυτή ανέδειξε ένα σημαντικό πρόβλημα: την ανετοιμότητα σε πολιτικό, οργανωτικό και πολιτισμικό επίπεδο του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ να εκπληρώσει τον ρόλο που το ίδιο ανέθεσε στον εαυτό του, αυτόν του διαμεσολαβητή ανάμεσα στις κοινωνικές αντιστάσεις και την κυβέρνηση. Είναι ανησυχητικό να επιδεικνύει μεγαλύτερη ψυχραιμία και διαύγεια ο Υπουργός Δημοσίας Τάξης (που δεν φημίζεται για τις ριζοσπαστικές του ιδέες), από το σύνολο των ανθρώπων που έχουν διασταυρωθεί κατ’ επανάληψιν με αντιεξουσιαστές σε πανεπιστήμια, γειτονιές, πλατείες και αλλού.
Αν είναι να ασκηθεί κάποια ουσιώδης κριτική στους καταληψίες, δεν μπορεί ούτε να τους βαφτίζει βολικά πράκτορες, λούμπεν ή κάφρους, ούτε να παραβλέπει ότι κάτω από ένα πλέγμα –ομολογουμένως, αδιέξοδων– επιλογών, κρύβονται κάποια στοιχεία πολιτικής που θα ήταν καταστροφικό να απαξιωθούν. Αντίθετα, είναι η αναγνώριση αυτών των προωθητικών στοιχείων στις κινήσεις των αντιεξουσιαστών, το μόνο που μπορεί, όχι μόνο να στρέψει τις πολιτικές αντιδικίες σε πιο γόνιμη κατεύθυνση, αλλά αυτό που τελικά θα διασφάλιζε –έμμεσα και άμεσα– την ίδια τη δυνατότητα ύπαρξης οργανωμένων κοινωνικών αντιστάσεων στο μέλλον.
Συνεπώς, μια κριτική προς τους καταληψίες οφείλει να αναγνωρίζει ότι επιτυχώς έχουν γεφυρώσει τον αγώνα που λαμβάνει χώρα εντός των φυλακών με την πολιτική επικαιρότητα. Ότι η πίεση για την υλοποίηση εξαγγελιών της κυβέρνησης, δεν λειτουργεί αντιθετικά, αλλά επικουρικά ως προς αυτές. Ότι ως πολιτικός χώρος, με κυβέρνηση της Αριστεράς ή όχι, δεν έχει πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό και δεν ωφελείται κατ’ ανάγκη απ’ την εύρυθμη λειτουργία του. Ότι υπάρχουν σημεία ασυνέπειας της κυβέρνησης, που λειτουργούν πιο ερεθιστικά στους πολιτικοποιημένους, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένες διεκδικήσεις, παρά στο ευρύ κοινό. Ότι υπάρχει μια αναγκαία βιασύνη, καθώς οι κινήσεις των αλληλέγγυων γίνονται με φόντο μια ομάδα κρατουμένων που βρίσκεται σε απεργία πείνας, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό. Και τέλος, ότι απ’ τη συχνότητα του «Κόκκινου», οι αντιεξουσιαστές εξέθεσαν πολύ περισσότερα ενεργά και τρέχοντα ζητήματα, έξω απ’ τη στενή ατζέντα του συγκεκριμένου σκοπού της κατάληψης.
Υπάρχει απ’ την άλλη ένα προφανές πολιτικό αδιέξοδο που διαπερνά απ’ την κορυφή ως τον πάτο τη στρατηγική των αλληλέγγυων: η συστηματική σύγκρουση με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, έναν θεσμό χωρίς κανέναν απολύτως ρυθμιστικό ρόλο στα αιτήματά τους. Απ’ τις εκλογές του Ιανουαρίου και μετά, φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί μια διαδικασία εκλεκτικής απόσχισης κόμματος και κυβέρνησης που διαρρηγνύει τους πολιτικούς δεσμούς μεταξύ των δύο (όπως φάνηκε στην περίπτωση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας), ενώ συγχρόνως συσχετίζει την πολιτική σταδιοδρομία της κυβέρνησης με τους όρους αναπαραγωγής μιας σημαντικής μερίδας μελών. Οι καταλήψεις της Κουμουνδούρου, της Αυγής και του «Κόκκινου» είναι σαν να παραβλέπουν αυτή τη συντελεσμένη ρήξη, σαν να εντοπίζουν σ’ αυτούς τους χώρους ένα φυτίλι που οδηγεί, απευθείας και χωρίς ασυνέχειες, ως τον Υπουργό Δικαιοσύνης, θέση που καταλαμβάνει κάποιος ο οποίος δεν είχε καν προεκλογικούς δεσμούς με το κόμμα. Δεν είναι ανεξήγητη αυτή η παρανόηση: τέτοιες συγκρούσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι αναμενόμενο να περνούν απαρατήρητες όταν τα εννοιολογικά εργαλεία προϋποθέτουν ότι απέναντι υπάρχει ένα τεράστιο, άκαμπτο και αδιαφοροποίητο κράτος, χωρίς δικές του εσωτερικές διεργασίες.
Σ’ αυτό προστίθενται και κάποιες πολιτικές μανιέρες που σχετίζονται με κάποιες τάσεις του αντιεξουσιαστικού χώρου –ας μην ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για κάτι ενιαίο, αλλά για σύνολο κοινωνικών ομάδων με συχνά ριζικά διαφορετικές και αγεφύρωτες πρακτικές, αντιλήψεις και κουλτούρες– οι οποίες αναπαράγονται σχεδόν αυτόματα. Η κλειστότητα των δράσεων (με την απομόνωση των εργαζόμενων στο «Κόκκινο», τον αποκλεισμό των φοιτητικών σχημάτων στη Νομική κ.ο.κ.) είναι σαν ν’ αποτελεί άγραφο κανόνα, παρότι αντιστρατεύεται φανερά τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα της καμπάνιας. Ο αλγόριθμος του οσιομάρτυρα είναι πάντα σε λειτουργία, καθώς οι μέχρι τώρα κινήσεις των αλληλέγγυων, φαίνεται να προσβλέπουν σε μια κλιμάκωση μέσω της καταστολής –το γνωστό δόγμα «να μας μαζέψουν να γίνει τζέρτζελο». Τέλος, είναι σχεδόν κωμική η προσπάθεια να χτιστεί ένα προφίλ «βίαιων, βρώμικων και κακών» («Τσίπρα θα φας μακεριές» κλπ.), πράγμα που συντελεί στο να παραγκωνίζεται το πολιτικό στοιχείο για χάρη ενός αυτοαναφορικού performance.
Οι τελευταίες ημέρες κρύβουν έναν κακό οιωνό που δεν υποδηλώνει καμία «κουλτούρα ανομίας» ή «οργανωμένη συκοφάντηση της κυβέρνησης». Είναι ενοχλητικά εμφανές πως η υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ έχει οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής Αριστεράς στην άκριτη και παθητική υπεράσπιση της κυβέρνησης και την αδιάκοπη επινόηση φανατικών εχθρών της, οδηγώντας σε μια αδράνεια, εντός της οποίας φουντώνουν τα συντηρητικότερα των ιδεολογημάτων –η δαιμονοποίηση του αντιεξουσιαστικού χώρου, ιδιαίτερα προσφιλής στους εν λόγω κοινωνικούς κύκλους αυτή την περίοδο, είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα. Απ’ την άλλη πλευρά, η στρατηγική των αλληλέγγυων δείχνει κάτι ακόμα πιο τρομακτικό: ότι ο χώρος που την τελευταία δεκαετία απελευθέρωσε τεράστιες κοινωνικές δυναμικές, έχει πλέον ως εμπροσθοφυλακή ένα πολιτικά ασύντακτο και εσωστρεφές δυναμικό. Στο σύνολο, η ευρύτερη Αριστερά έχει πραγματοποιήσει το μεγάλο άλμα προς τα κάτω, προς τον βούρκο που περιέχει τον φαύλο κύκλο απ’ την αδράνεια στη σπασμωδικότητα και πάλι πίσω, μια κατάσταση που μπορεί να γίνει αντικείμενο πρόληψης μόνο μέσα απ’ την αναζήτηση των πολιτικών αιχμών ακόμα και στις πιο συγκρουσιακές καταστάσεις.
Υ.Γ.: Οι συμπεριφορές που εκδηλώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, θα έδιναν πολλή τροφή για σχόλια σχετικά με το ήθος. Επέλεξα να αντισταθώ, αλλά ο πειρασμός είναι τεράστιος.

http://rednotebook.gr/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *