ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΖΙΩΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

https://athens.indymedia.org/post/1543906/

από Ν. Μαζιώτης 07/05/2015 6:16 μμ.,

Αφορά εκείνους ανεξάρτητα από το αν ανήκουν σε συλλογικότητες ή είναι άτομα, που θα αναζητήσουν εκείνα τα μονοπάτια που θα ενώσουν την θεωρία με την πράξη, την ανάλυση και την κατανόηση του κόσμου και του καθεστώτος που ζούμε με την άμεση δράση, που θα ανοίξουν τον δρόμο για την επαναστατική προοπτική.
________________________________________
ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΖΙΩΤΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

Η άποψή μου για την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων ως απολογισμός είναι κατ’ αρχάς θετική κι αυτό όχι μόνο όσο αφορά το διεκδικητικό πλαίσιο, αλλά κυρίως για την πολιτική παρακαταθήκη που μπορεί να αφήσει. Βέβαια το αν ο αναρχικός – αντιεξουσιαστικός χώρος ή τμήματά του μπορούν να διαγνώσουν ή να κεφαλοποιήσουν την πολιτική παρακαταθήκη αυτού του αγώνα είναι ένα ακανθώδες ζήτημα και δεν επαρκεί μια μόνο συζήτηση απολογισμός, αλλά μια συνολικότερη εκτίμηση ανάλυση και προοπτική δράσης που αφορούν συνολικά τον αγώνα για ανατροπή και επανάσταση και την σύνδεσή του με την αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους και με τον συγκεκριμένο αγώνα που διεξήχθει πρόσφατα. Γιατί η σύνδεση του αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση με τον αγώνα των πολιτικών κρατουμένων είναι η μόνη προϋπόθεση για να εξαχθεί και να κεφαλοποιηθεί μια πολιτική παρακαταθήκη σε βάθος χρόνου από το να γίνει ένας απλός απολογισμός για το αν και τι κερδίσαμε ή τι χάσαμε, πράγμα που θα μας περιόριζε σε άλλη μια εσωστρεφή διαδικασία – συζήτηση, αφού θα περιόριζε εκ των πραγμάτων τον συγκεκριμένο αγώνα, την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων σε μια εσωστρεφή διαδικασία χωρίς πιθανότητα να μπορεί να κοινωνικοποιηθεί.
Όσον αφορά τα αιτήματα: Ο «αντιτρομοκρατικός» νόμος, το άρθρο 187Α, και ο νόμος για την «εγκληματική οργάνωση», το άρθρο 187, δεν θίχτηκαν καν από το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, που κατά την άποψή μου ήταν αναμενόμενο. Η κατάργηση των φυλακών τύπου Γ δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι που είναι καταδικασμένοι για υποθέσεις ένοπλης επαναστατικής δράσης θα κρατούνται σε ειδικές πτέρυγες υψίστης ασφαλείας και απομόνωσης από άλλους κρατούμενους. Πέρα όμως από την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ, διατάξεις για την αποφυλάκιση των ασθενών και των αναπήρων κρατουμένων, όπως του Σάββα Ξηρού και των συγγενών των κρατουμένων της ΣΠΦ, γίνονται με τους πλέον αυστηρούς όρους, όπως κατ’ οίκον περιορισμός συν ηλεκτρονική επιτήρηση το λεγόμενο «βραχιολάκι», του οποίου η χρήση γενικεύεται πλέον στις περιπτώσεις αποφυλακίσεων υπό όρους, σε εκπαιδευτικές άδειες και πιθανόν στις τακτικές άδειες.
Πριν βιαστούμε να κρίνουμε δυσμενώς την έκβαση σε σχέση με το αίτημα που αφορά την περίπτωση του Σάββα Ξηρού, θα πρέπει να γίνει μια σύγκριση με το τι ισχύει στην Ευρώπη – για τις ΗΠΑ ούτε λόγος- σε ανάλογες περιπτώσεις. Σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως την Γερμανία την Ιταλία την Γαλλία την Ισπανία, στις περιπτώσεις ισοβιτών κρατουμένων, μελών οργανώσεων αντάρτικου δεν υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να αποφυλακιστεί κάποιος πριν συμπληρώσει σχεδόν τα 20 χρόνια παραμονής στη φυλακή, και ακόμα κι αν είναι άρρωστος ή ανάπηρος δεν τον βγάζουν αμέσως και αυτό σκόπιμα έτσι ώστε να φθαρεί όσο γίνεται η υγεία του. Υπήρξαν περιπτώσεις συντρόφων – συντροφισσών μελών οργανώσεων αντάρτικου που στην φυλακή κατέληξαν ανάπηροι, με καρκίνους, έχοντας μείνει πολλά χρόνια κρατούμενοι και σε συνθήκες απομόνωσης. Κάποιοι πέθαναν στην φυλακή και κάποιοι βγήκαν και πέθαναν λίγο μετά. Ένα παράδειγμα είναι η Joëlle Aubron της Action Directe η οποία έμεινε στην φυλακή για 17 χρόνια από το 1987 ως το 2004, αποφυλακίστηκε με καρκίνο και πέθανε το 2006. Ήταν καταδικασμένη σε ισόβια. Η Nathalie Ménigon επίσης της Action Directe, υπέστει αλλεπάλληλα εγκεφαλικά μέσα στην φυλακή χωρίς επαρκή υγειονομική περίθαλψη, κατέληξε ανάπηρη σε καροτσάκι και αποφυλακίστηκε σχεδόν μετά από 20 χρόνια. Ήταν κι αυτή καταδικασμένη σε ισόβια. Ο Jean-Marc Rouillan έμεινε αρχικά 23 χρόνια, είχε διαγνωστεί ότι έπασχε από μια σπάνια ασθένεια, αποφυλακίστηκε, ξαναμπήκε φυλακή γιατί παραβίασε τον περιοριστικό όρο να μην μιλήσει δημόσια για την υπόθεση της Action Directe και αποφυλακίστηκε πάλι μετά από έναν χρόνο.
Ο Prospero Gallinary των Ερυθρών Ταξιαρχιών, καταδικασμένος σε ισόβια για την υπόθεση Moro, έμεινε φυλακή σχεδόν για 18 χρόνια από το 1979 ως το 1996, αποφυλακίστηκε με καρδιολογικά προβλήματα και αφού υπέστη και εγκεφαλικό επεισόδιο, σε καθεστώς ημιελεύθερης διαβίωσης. Αυτά είναι κάποια παραδείγματα που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη για να κρίνουμε την περίπτωση Σάββα Ξηρού. Το γεγονός ότι ο Σάββας Ξηρός αρνείται την ηλεκτρονική επιτήρηση και συνεπώς θα συνεχίσει να βρίσκεται στην φυλακή, δεν αναιρεί το θετικό της προοπτικής σε ανάλογες περιπτώσεις να αποφυλακίζονται κρατούμενοι αγωνιστές έστω και με αυτούς τους όρους αν λάβουμε υπόψη το τι ισχύει στην Ευρώπη.
Όσον αφορά τις διατάξεις για τον κουκουλονόμο και το DNA, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν κατήργησε στο σύνολό του τον κουκουλονόμο αλλά τον τροποποίησε ως πλημμέλημα μονάχα για τις διαδηλώσεις και τον άφησε άθικτο όσο αφορά τις περιπτώσεις απαλλοτριώσεων τραπεζών και ενεργειών αντάρτικου, ενώ για το DNA το οποίο ήταν αίτημα μιας μερίδας πολιτικών κρατουμένων δεν κατήργησε καν το βασανιστήριο της βίαιης απόσπασής του. Η ψήφιση του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης απέδειξε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση από την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων και τις κινήσεις αλληλεγγύης που έγιναν, διαδηλώσεις, καταλήψεις, επεισόδια, ενέδωσε στις πιέσεις εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που έχουν συστρατευτεί εδώ και χρόνια στον διεθνή πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας». Όπως έχω τοποθετηθεί ο αγώνας των πολιτικών κρατουμένων ξεπερνούσε ως τέτοιος το ίδιο το διεκδικητικό πλαίσιο το οποίο έβαζε αφού στην ουσία τα αιτήματα που ήταν αμιγώς πολιτικά, με εξαίρεση το DNA έθιγαν τον «αντιτρομοκρατικό» και κατασταλτικό πυρήνα του κράτους και κατ’ επέκταση βασικά θεμέλια του καθεστώτος.
Ουσιαστικά ο αγώνας των πολιτικών κρατουμένων, η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων είχε τον χαρακτήρα μιας πολιτικής αντιπαράθεσης και καμπάνιας ενάντια στο ίδιο το καθεστώς, για το οποίο η καταστολή και η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία έχουν μείζονα σημασία για την υπεράσπισή του και την αναπαραγωγή του σε περιόδους μάλιστα που αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή κρίση στην ιστορία του. Για αυτό και ήμουν υπέρ της άποψης ότι ο αγώνας αυτός πρέπει να συνδεθεί με τα γενικότερα κοινωνικά προβλήματα και τα δεινά που προκαλεί η καπιταλιστική κρίση και οι πολιτικές διάσωσης που έχουν υιοθετηθεί τα τελευταία χρόνια με τα μνημόνια στην Ελλάδα.
Ο αγώνας των πολιτικών κρατουμένων ήταν αυτονόητο ότι θα στρεφόταν ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία εδώ και τρεις μήνες περίπου έχει αναλάβει τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης. Όπως έχω ξαναπεί ήταν η μόνη πολιτική και αγωνιστική κινητοποίηση που αντιμετώπισε η κυβέρνηση μέσα σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης και απάθειας, συνθήκη που οφείλεται στα αδιέξοδα των μεγάλων κοινωνικών και λαϊκών κινητοποιήσεων της περιόδου 2010-2012, που είχαν ως αποτέλεσμα από τη δυναμική των αγώνων στο δρόμο να περάσουμε σε μια περίοδο που η ανάθεση στον κοινοβουλευτισμό έχει επανακάμψει έστω και λαβωμένη με τον ΣΥΡΙΖΑ και την Χ.Α. να είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της απόσυρσης του λαού από τον δρόμο. Για αυτό ακριβώς σε μια τέτοια περίοδο αγωνιστικής ερήμου θα έλεγα, η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία από τη αρχή που ανέλαβε την εξουσία επιδιώκει τον πολιτικό αφοπλισμό των αναρχικού -αντιεξουσιαστικού χώρου με μια τακτική κατευνασμού βρίσκοντας δυστυχώς ευήκοα ώτα σε κομμάτια του χώρου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε μια καλή επικοινωνιακή τακτική, μια στρατηγική εκτόνωσης σε σχέση με τον αγώνα μας προσπαθώντας επίμονα, παρά τις πολιτικές πιέσεις τις οποίες δεχόταν από την αντιπολίτευση και παρά τις αντιπαραθέσεις και τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του να αποφύγει πάση θυσία οποιαδήποτε βίαιη αντιπαράθεση με τους αλληλέγγυους σε καταλήψεις ή επεισόδια που θα όξυναν περισσότερο την κατάσταση και θα τους έκθετε και θα τους στιγμάτιζε ότι είναι μια κυβέρνηση που αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος στο ζήτημα της καταστολής. Επικοινωνιακά ακολούθησε μια πληθώρα τακτικών. Στελέχη του προβάλουν τον γενικό ισχυρισμό ότι, άλλο το κόμμα άλλο η κυβέρνηση, προβάλλοντας το κόμμα ως μέρος ενός ευρύτερου «κινήματος» που αγωνίζεται για τα κοινωνικά, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Επίσης συκοφαντούσαν τις κινήσεις αλληλεγγύης τις καταλήψεις ή τα επεισόδια με απαξιωτικούς χαρακτηρισμού όπως, «όργανα της Μέρκελ», «προβοκάτορες», «μισθωμένοι μπαχαλάκηδες», αποκαλύπτοντας τις σταλινικές μεθόδους και καταβολές τους, ενώ δεν παρέλειπαν να προβάλουν τη ματαιότητα της απεργίας πείνας αφού το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης «κάλυπτε» εν μέρει κάποια αιτήματα των πολιτικών κρατουμένων. Δεν έλειψαν και οι παρακρατικές μέθοδοι τραμπουκισμού και εκφοβισμού, οι προσαγωγές και τελικά οι συλλήψεις την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης με την εκκένωση της κατάληψης της Πρυτανείας, καθώς και συλλήψεις από τα επεισόδια της 7ης Απριλίου στο Πολυτεχνείο.
Ο αγώνας των πολιτικών κρατουμένων ήταν ένας πολιτικός αγώνας που θίγοντας τον «αντιτρομοκρατικό» και κατασταλτικό πυρήνα του κράτους και κατ’ επέκταση βασικούς πυλώνες του καθεστώτος σε περίοδο μάλιστα κρίσης διέλυσε και τις αυταπάτες για τον ΣΥΡΙΖΑ και τι πραγματικά πρεσβεύει. Η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση στο ζήτημα του χρέους και των μνημονίων, όπου έχει αποδεχθεί με τη συμφωνία του Eurogroup την 20η Φεβρουαρίου και την πληρωμή του χρέους, και τις υποχρεώσεις προς του δανειστές, και τα μνημόνια, και τις δανειακές συμβάσεις, και την αξιολόγηση, και την επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας εκ μέρους της τρόικα ή των θεσμών όπως έχουν μετονομαστεί, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όλα αυτά έχουν άμεση σχέση με το ότι δεν θα έθιγαν την «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και θα διατηρούσαν άθικτο σε μεγάλο βαθμό το κατασταλτικό οπλοστάσιο του κράτους. Έτσι μπορούν να ερμηνευθούν και οι υπαναχωρήσεις, ότι δεν κατήργησαν στο σύνολό του τον κουκουλονόμο παρά μόνο για τις διαδηλώσεις και δεν κατήργησαν το βασανιστήριο της βίαιης απόσπασης του DNA, πράγματα για τα οποία είχαν τοποθετηθεί αρνητικά όταν ήταν στην αντιπολίτευση, όπως είχαν τοποθετηθεί παλιότερα αρνητικά και για τον «αντιτρομοκρατικό» νόμο. Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν τοποθετηθεί αρνητικά για τον «αντιτρομοκρατικό» νόμο είναι και οι νυν υπουργοί Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης.
Η πολιτική παρακαταθήκη που μπορεί να αφήσει αυτός ο αγώνας συνίσταται, αφενός στη σύνδεση της αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους με τον αγώνα για ανατροπή και επανάσταση – κάτι για το οποίο οφείλουμε να δουλέψουμε πολιτικά προς αυτή την κατεύθυνση μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα γιατί είναι πολιτικά λάθος το ένα να είναι αποσυνδεδεμένο από το άλλο – και αφετέρου, ότι ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου στάθηκε αλληλέγγυο στο σύνολο των πολιτικών κρατουμένων που έκαναν απεργία πείνας χωρίς διαχωρισμούς παρά τα προβλήματα που έχουν μεταξύ τους κάποιες ομάδες πολιτικών κρατουμένων και παρά τα διαφορετικά, ως ένα βαθμό, διεκδικητικά πλαίσια. Το να μην αφεθεί κανένας μόνος του στην κρατική καταστολή ήταν ένα στοίχημα που κερδήθηκε από ένα μεγάλο μέρος του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου.
Όσον αφορά το κίνημα αλληλεγγύης: Παρά τη μεγάλη σημασία που είχε αυτός ο αγώνας, το γεγονός ότι ήταν η πρώτη αμιγώς απεργία πείνας πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, για τον οποίο ο αναρχικός – αντιεξουσιαστικός χώρος ήταν ενήμερος τουλάχιστον ένα μήνα πριν, εκτιμώ πως δεν έτυχε της ανάλογης ανταπόκρισης που θα άρμοζε σε αυτή την περίπτωση. Γιατί, όπως έχει αποδειχτεί και στο παρελθόν, είναι πιο «εύκολο» για ένα μεγάλο κομμάτι αναρχικών να κινητοποιείται σε ζητήματα παραβίασης «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» παρά να κινητοποιείται σε υποθέσεις που θέτουν το ζήτημα της ένοπλης επαναστατικής δράσης όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η απεργία πείνας των πολιτικών κρατούμενων έθιγε την κατασταλτική και «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία του κράτους που σκοπό έχει την αντιμετώπιση της ένοπλης επαναστατικής δράσης. Το κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου που παγίως διαφωνεί ή καταδικάζει τον ένοπλο αγώνα, χωρίς βέβαια να μπορεί να στηρίξει δημόσια με πολιτικά επιχειρήματα αυτή τη στάση, ήταν αυτονόητο ότι διαφωνούσε με το πολιτικό πλαίσιο αυτής της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων και άρα δεν μπορούσε, ούτε ήθελε να τη στηρίξει με αυτά τα χαρακτηριστικά. Για το ίδιο κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου φαντάζουν πιο «αφομοιώσιμα», πιο «κοινωνικοποιήσιμα», πιο «νομιμοποιημένα» αιτήματα στα οποία μπορούν να είναι «αλληλέγγυοι», όπως αυτά που αφορούν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως πχ εκπαιδευτικές άδειες κρατουμένων ή παραβίαση του ορίου προφυλάκισης, κατά τον ίδιο τρόπο που σε άλλες περιπτώσεις είναι «αλληλέγγυοι» σε «φρονηματικές διώξεις», σε «σκευωρίες», σε «κατασκευή ενόχων». Στην πρόσφατη απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων η συντριπτική πλειοψηφία των απεργών πείνας, με το διεκδικητικό πλαίσιο που έβαζε, αυτό της κατάργησης του «αντιτρομοκρατικού» νόμου, του νόμου για «εγκληματική» οργάνωση, της κατάργησης του κουκουλονόμου και των φυλακών τύπου Γ και της αποφυλάκισης του ισοβίτη Σάββα Ξηρού, έθετε το επίδικο της αντιμετώπισης της ένοπλης επαναστατικής δράσης από το καθεστώς.
Στον αντίποδα ένα επίσης μεγάλο κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Στήριξε από θέση αρχής το πολιτικό πλαίσιο της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων, στήριξε όλους τους απεργούς ανεξαιρέτως χωρίς διαχωρισμούς, διοργάνωσε πορείες, έκανε καταλήψεις, έγιναν επεισόδια, γεγονότα που έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπου αφενός δεχόταν επιθέσεις από την αντιπολίτευση για διάλογο και διαπραγματεύσεις με «τρομοκράτες», και αφετέρου δημιούργησαν τριβές και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της για τον τρόπο αντιμετώπισης του αγώνα και των κινήσεων αλληλεγγύης. Το γεγονός ότι ο αγώνας των πολιτικών κρατουμένων δεν είχε την ανταπόκριση που θα έπρεπε από το σύνολο του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου αποδεικνύεται και από τη συμμετοχή στις τρεις διαδηλώσεις που έγιναν. Η πρώτη στις 17 Μαρτίου είχε σχεδόν 1500 άτομα, η δεύτερη στις 28 Μαρτίου που έγινε στα πλαίσια του τριημέρου Αντίστασης και Αλληλεγγύης που συμμετείχαν σύντροφοι και συντρόφισσες από την Ευρώπη είχε 800 άτομα, ενώ η τρίτη στις 7 Απριλίου είχε 600 άτομα. Τα παραδείγματα αυτά ήταν ενδεικτικά της σταδιακής φθίνουσας πορείας του κινήματος αλληλεγγύης, της σταδιακής απομαζικοποίησής του και της εξάντλησης της δυναμικής του.
Και εδώ θέλω να αναφερθώ ακριβώς στο θέμα της εξάντλησης της δυναμικής του αγώνα, όπως είχα διατυπώσει στην ανακοίνωση που είχα βγάλει όταν τερμάτισα την απεργία πείνας και αποτέλεσε την αφορμή για να με κατηγορήσει το ΔΑΚ για «υπονόμευση» του αγώνα και για «παραίτηση». Ο τερματισμός από μεριάς μου της απεργίας πείνας έγινε μετά την ημέρα κατάθεσης του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης και ειδικότερα όταν προτάθηκαν οι τροποποιήσεις για τον κουκουλονόμο και το DNA. Να επισημάνω εδώ ότι το θέμα του DNA, δηλαδή της μη υποχρεωτικής λήψης του δεν ήταν αίτημα δικό μου αλλά του ΔΑΚ. Η κατάθεση του νομοσχεδίου έδειχνε κατά τη γνώμη μου και τα όρια που υπάρχουν στο τι μπορούσε να παραχωρήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης όσον αφορά τα αιτήματα των απεργών. Η εξάντληση της δυναμικής του αγώνα ήταν ήδη γεγονός όταν είχε κατατεθεί το νομοσχέδιο και αυτό αφορούσε το κίνημα αλληλεγγύης το οποίο είχε ήδη φθίνουσα πορεία και αυτό αποδείχτηκε όταν έγινε η πορεία της 7ης Απριλίου η οποία είχε μόνο 600 άτομα. Μετά την πορεία αυτή το κίνημα αλληλεγγύης απομαζικοποιήθηκε εντελώς και δεν έγινε τίποτα που θα μπορούσε να δώσει νέα ώθηση και νέα πνοή. Το γεγονός ότι εγώ έκρινα υποκειμενικά ότι η κατάθεση του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του κοινού διεκδικητικού πλαισίου, τα τρία από τα πέντε αιτήματα, δεν σημαίνει ότι υποχρεούταν οποιοσδήποτε άλλος απεργός πείνας που είχε διαφορετική άποψη να συνεχίσει για τα υπόλοιπα αιτήματα, αν αυτό θεωρούσε ότι έπρεπε να κάνει ή να μην συνεχίσουν να γίνονται κινήσεις αλληλεγγύης για όσους συνέχιζαν την απεργία πείνας. Το ΔΑΚ κάνοντας παραπάνω μέρες απεργία πείνας δεν κέρδισε τίποτε παραπάνω από ότι κέρδισα εγώ με λιγότερες μέρες απεργίας πείνας, αλλά κάνοντας πιο σκληρή και πιο «στεγνή» απεργία πείνας και με σπασμένο χέρι. Και μάλιστα, όσον αφορά το θέμα του DNA, που ήταν δικό του αίτημα και «κόκκινη γραμμή», όταν συζητούσαμε πριν την έναρξη της απεργίας πείνας, έχασε. Γιατί αν μη τι άλλο, είναι γελοία η ανακοίνωση ότι «έγινε ένα πρώτο βήμα όσον αφορά την οριοθέτηση της βίαιης λήψης του DNA», αφού ρητά και κατηγορηματικά δεν καταργείται η υποχρεωτική λήψη του, αλλά παραμένει. Αν το ΔΑΚ είχε δίκιο ότι «υπονόμευσα» τον αγώνα και «παραιτήθηκα», εφόσον αυτοί είναι οι «συνεπείς αγωνιστές», γιατί σταμάτησαν την απεργία πείνας και δε συνέχισαν και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου; Η οπτική του για το πώς έπρεπε να γίνει ο αγώνας των πολιτικών κρατουμένων, ήταν πολύ διαφορετική από το πώς έγινε. Και αυτό εξηγεί γιατί δε συμμετείχαν όλοι από το ΔΑΚ στην απεργία πείνας. Το πλάνο που είχε, όπως το παρουσίασε ανοιχτά σε συζητήσεις που κάναμε πριν την έναρξη της απεργίας πείνας ήταν να αρχίσουμε «χαλαρά» με μια αποχή συσσιτίου δύο εβδομάδων έτσι ώστε να δώσουμε χρόνο στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να «σκεφτεί» για τα αιτήματα και μετά να κλιμακώσουμε, πράγμα το οποίο με έβρισκε αντίθετο. Έτσι εξηγείται γιατί αρκετές μέρες πριν την έναρξη της απεργίας πείνας, όπως είχα πει στο προηγούμενο κείμενό μου, είχαν πάει στο υπουργείο Δικαιοσύνης γονείς και δικηγόροι εκ μέρους τους να βολιδοσκοπήσουν τον υπουργό για τα αιτήματα χωρίς να ενημερώσουν κανένα άλλο κρατούμενο. Η αποχή συσσιτίου κατά την άποψη μου δεν είναι καν μορφή αγώνα και πίεσης ούτε προς την διεύθυνση της φυλακής ούτε προς το υπουργείο Δικαιοσύνης και εξαρχής διαφωνούσα με ένα τέτοιο πλάνο. Ήμουν υπέρ της άποψης να ξεκινήσουμε κατευθείαν απεργία πείνας. Ούτως η άλλως ως ένα βαθμό πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι δεν παίρνουν από το συσσίτιο της φυλακής γιατί φέρνουν φαΐαπό τα επισκεπτήρια, έτσι μια τέτοια μορφή «αγώνα» γίνεται χωρίς ρίσκο και δεν κοστίζει τίποτα. Το πλάνο λοιπόν του ΔΑΚ ήταν να ξεκινήσει κινητοποίηση τέλος Μαρτίου, με αποχή συσσιτίου, να δώσουν οι πολιτικοί κρατούμενοι χρόνο στον υπουργό να «σκεφτεί» τα αιτήματα και μετά να κλιμακώσουν με απεργία πείνας. Όμως η έναρξη απεργίας πείνας από ποινικό κρατούμενο των φυλακών Δομοκού της Ε1 πτέρυγας τύπου Γ΄, ο οποίος ζητούσε να φύγει από την πτέρυγα τύπου Γ’ επέσπευσε τα γεγονότα και χάλασε αυτό το πλάνο. Έτσι ξεκίνησε η κινητοποίηση με απεργία πείνας στις 2 Μαρτίου παράλληλά με την έναρξη απεργίας πείνας των κρατουμένων της ΣΠΦ που ζητούσαν την αποφυλάκιση των συγγενών τους. Πιστεύω πως κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει μια συζήτηση για το πώς χρησιμοποιείται η απεργία πείνας ως μέσο πίεσης από τους πολιτικούς κρατούμενους για να μην υπάρχει μια επιπολαιότητα πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Ξαναγυρνώντας στο θέμα της στάσης ορισμένων «αλληλέγγυων» που ήταν αισχρή μειοψηφία θα αναφερθώ στην κατάληψη της Πρυτανείας τις τελευταίες 10 μέρες. Ενώ είχαν σταματήσει την απεργία πείνας οι περισσότεροι από τους πολιτικούς κρατούμενους, ενώ έχει κατατεθεί το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τις όποιες τροποποιήσεις είχαν προταθεί και ενώ «εντελώς συμπτωματικά» συνέχιζαν την απεργία πείνας οι του ΔΑΚ κάποιοι «αλληλέγγυοι» οι οποίοι είχαν «συρθεί» στον αγώνα διαφωνώντας όμως ως προς το πλαίσιο του κινήματος αλληλεγγύης, μπήκαν μπροστά από ένα σημείο και μετά στην κατάληψη της Πρυτανείας την ίδια στιγμή που και στην Αθήνα και πανελλαδικά είχε εξαντληθεί η δυναμική των κινήσεων αλληλεγγύης ιδιαίτερα μετά την διαδήλωση της 7ης Απριλίου. Η συνέχιση της κατάληψης της Πρυτανείας δεν προσέφερε απολύτως τίποτα στον αγώνα των κρατουμένων που συνέχιζαν την απεργία πείνας. Καμιά κίνηση εξωστρεφής δεν έγινε, καμιά πορεία, καμιά καμπάνια αντιπληροφόρησης για αυτούς που συνέχιζαν την απεργία πείνας. Και μία μοτοπορεία που είχε αναγγελθεί ακυρώθηκε. Το μόνο που έκανε η κατάληψη της Πρυτανείας από ένα σημείο και μετά ήταν να κάνει εκδηλώσεις και προβολές ταινιών για εσωτερική κατανάλωση. Ούτε καν το ζήτημα της σύλληψης των 9 συντρόφων που πιάστηκαν στα επεισόδια της 7ης Απριλίου μετά την τελευταία διαδήλωση και κατηγορήθηκαν με την διάταξη για τον κουκουλονόμο -ένα από τα αιτήματα της απεργίας πείνας – δεν απασχολούσαν τους «αλληλέγγυους» ίσως γιατί οι 9 ήταν «μπάχαλοι» και όχι «σοβαροί» αναρχικοί. Οι «αλληλέγγυοι» αυτοί αποτελούνταν από ένα συνονθύλευμα ατόμων οι οποίοι παρότι είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους (ενναλακτικοί καταληψίες, αντιένοπλοι, «σοβαροί» αναρχικοί ή νεοκομμουνιστές – πρώην χαοτικοί μηδενιστές) ενώθηκαν στη βάση της διαχωρισμένης αλληλεγγύης εναντίον μερίδας πολιτικών κρατουμένων. Γι’ αυτούς το ΔΑΚ αφού συνέχιζε την απεργία πείνας ήταν το βολικό όχημα για να βγουν μπροστά και να εκφράσουν αυτού του είδους την «αλληλεγγύη». Άλλωστε όπως ήδη έχω πει, κάποιοι είχαν ομολογήσει ότι διαφωνούσαν με το πολιτικό πλαίσιο των κινήσεων αλληλεγγύης που είχαν γίνει το προηγούμενο διάστημα αφού περιλάμβαναν αυτούς τους πολιτικούς κρατούμενους τους οποίους διαχώριζαν. Γι’ αυτούς λοιπόν τους «αλληλέγγυους» όπως και ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου αποδεικνύεταιότι η αλληλεγγύη δεν είναι το όπλο μας αλλά το κόλπο μας και εδώ να ξεκαθαρίσω για άλλη μια φορά ότι δεν αναφέρομαι στους αλληλέγγυους αυτούς που ήταν στην Πρυτανεία μέχρι το τέλος, αλλά σε αυτούς που εμφανίστηκαν τις τελευταίες 10 μέρες.
Πιστεύω ότι δύο υπήρξαν οι λόγοι που ο συγκεκριμένος αγώνας των πολιτικών κρατουμένων δεν είχε την ανάλογη αντιμετώπιση που του άρμοζε. Ο πρώτος ήταν ίσως ότι δεν κατανοήθηκε η σημασία του σε συνδυασμό με ότι αρκετοί έχοντας την αυταπάτη ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα ικανοποιήσει τουλάχιστον κάποια αιτήματα τα οποία είχαν ήδη εξαγγελθεί, διέκριναν μια ματαιότητα της κινητοποίησης αυτής. Ο δεύτερος ήταν όπως ήδη έχω αναφερθεί, ότι ένα κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου διαφωνούσε και με το πολιτικό πλαίσιο της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων και ως αποτέλεσμα και με το πολιτικό πλαίσιο των κινήσεων αλληλεγγύης αφού το πολιτικό πλαίσιο των απεργών θίγοντας τους βασικούς πυλώνες του καθεστώτος την καταστολή και την «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία έθετε το ζήτημα της αντιμετώπισης της ένοπλης επαναστατικής δράσης από το κράτος και άρα το κομμάτι αυτό του χώρου το οποίο παγίως διαφωνεί και καταδικάζει τον ένοπλο αγώνα δεν θα μπορούσε να βρει σημεία σύνθεσης για να εκφράσει την «αλληλεγγύη» του. Συμπερασματικά λοιπόν η πολιτική παρακαταθήκη που μπορεί να αφήσει αυτός ο αγώνας και είναι αφενός όπως είπα, η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους χωρίς διαχωρισμούς, με εξαίρεση συνεργάτες και μεταμεληθέντες, και η σύνδεση της αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους με τον αγώνα για ανατροπή και επανάσταση δεν αφορά αυτό το κομμάτι, δεν αφορά τον βούρκο του εναλλακτισμού τα κάθε λογής πολιτικά μικρομάγαζα που βολεύονται αυτάρεσκα στο ήδη υπάρχον και στην εσωστρέφεια, δεν αφορά τους κομματικούς πατριώτες, τους μεγαλοπαράγοντες, τους «συνδικαλιστές» και τους «δημοσιοσχεσίτες» του χώρου, τις «αναρχικές» και «αντιεξουσιαστικές» συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά εκείνους ανεξάρτητα από το αν ανήκουν σε συλλογικότητες ή είναι άτομα, που θα αναζητήσουν εκείνα τα μονοπάτια που θα ενώσουν την θεωρία με την πράξη, την ανάλυση και την κατανόηση του κόσμου και του καθεστώτος που ζούμε με την άμεση δράση, που θα ανοίξουν τον δρόμο για την επαναστατική προοπτική.

Νίκος Μαζιώτης μέλος του Επαναστατικού Αγώνα
φυλακές Δομοκού

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *