Με βάση την κοινή διαπίστωση ότι αυτό που πλασάρεται σήμερα ως «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» έχει αναχθεί σε απλή αλλαγή του τρόπου διαχείρισης των ψυχικά πασχόντων, σε εμπορευματοποίηση, απορύθμιση, κατακερματισμό και υποβάθμιση, εν τέλει, του συστήματος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, επαγγελματίες σε υπηρεσίες από διάφορες περιοχές της χώρας αποφασίσαμε ότι είναι επείγουσα η ανάγκη για μια «πανελλαδική συσπείρωση για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση».
Στόχος της «πανελλαδικής συσπείρωσης» δεν είναι απλά μια «φωνή διαμαρτυρίας», αλλά :
– πρώτον, η δημιουργία ενός πόλου / καταλύτη για την δραστηριοποίηση δυνάμεων στο χώρο στης ψυχικής υγείας, που ενεργούν στη βάση αρχών και μεθόδων που στοχεύουν στην αμοιβαία χειραφέτηση ψυχικά πασχόντων και λειτουργών – μέσα από τη ριζική και έμπρακτη απόρριψη όλων των καταπιεστικών μορφών και θεσμών φροντίδας/κοινωνικού ελέγχου και αποκλεισμού/εγκλεισμού όσων αδυνατούν ή αρνούνται να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης «ελεύθερης αγοράς των κεφαλαίων» και της «κανονικότητας» που επιβάλλεται από αυτήν.
– δεύτερον, η σφυρηλάτηση συμμαχιών με κοινωνικά κινήματα που μπορούν ν΄ αναγνωρίσουν (και να θέσουν ως στόχο των διεκδικήσεών τους), το πρόβλημα της ψυχικής υγείας / ψυχικής οδύνης ως κατ΄ εξοχήν κοινωνικό πρόβλημα, που εγγράφεται, μορφοποιείται, αναδύεται μέσα στη δεδομένη (μικρο και μακρο) κοινωνική οργάνωση.
Οσο περισσότερο προχωρούν οι αλλαγές στο σύστημα ψυχικής υγείας, που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια στη βάση των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, στα πλαίσια του Β΄ και Γ΄ ΚΠΣ, τόσο περισσότερο γίνεται έκδηλη η κρίση του συστήματος ψυχικής υγείας – τόσο περισσότερο αυτές οι αλλαγές εκδηλώνονται ως έκφραση αυτής της κρίσης.
Η «κρίση του ψυχιατρείου» δεν ξεπέρασε στην Ελλάδα, έστω και προσωρινά, έστω και περιορισμένα, την μορφή του «κλειστού ιδρύματος» ως της κύριας απάντησης στον ψυχικά πάσχοντα – δεν οδήγησε σε κάποιαν αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχομένων απαντήσεων και της αποτελεσματικότητας του όλου συστήματος παροχής φροντίδας ψυχικής υγείας.
Όπως, άλλωστε, συνέβη σ΄ όλες τις δυτικές χώρες, η «κρίση του ψυχιατρείου» σπάνια ειδώθηκε ως κρίση της ίδιας της Ψυχιατρικής – πράγμα που είχε τις αναπόφευκτες συνέπειές του στην αναπαραγωγή των ίδιων μεθόδων, των ίδιων προσεγγίσεων, των ίδιων μοντέλων ανάγνωσης και απάντησης στο πρόβλημα του ψυχικού πόνου.
Η «κρίση του ψυχιατρείου» στην Ελλάδα συνέπεσε με μιαν ευρείας έκτασης διεθνή κρίση των ίδιων των μορφών ψυχιατρικής φροντίδας, που παρουσιάστηκαν ως εναλλακτικές στο ψυχιατρείο – μια κρίση που, στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού, αποτελεί έκφραση αφενός, της «ανεπάρκειας» και του «κατακερματισμένου» χαρακτήρα των μοντέλων που επελέγησαν για την αντικατάσταση του ψυχιατρείου (διατηρώντας το, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σε μια πιο περιφερειακή, αλλά όχι λιγότερο αποφασιστική, λειτουργία στο ψυχιατρικό σύστημα, ως σημαντικό κόμβο στη διαχείριση του διευρυνόμενου κοινωνικού περιθωρίου, μέσω της εναλλαγής του εγκλεισμού με την εγκατάλειψη) και αφετέρου, της δραστικής συρρίκνωσης του «κράτους πρόνοιας» και των κοινωνικών δικαιωμάτων, στα πλαίσια των παγκοσμιοποιημένων πολιτικών μείωσης του κόστους εργασίας και περιορισμού των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Μια πρωτοφανής κοινωνική δυστυχία και μορφές ψυχικού πόνου χωρίς προηγούμενο σε έκταση, ένταση, πολυπλοκότητα και θανάσιμες συνέπειες κάνουν την εμφάνισή τους ως αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης των παραπάνω διαδικασιών.
Αυτή η βαθιά κοινωνική κρίση δεν θα μπορούσε να είναι χωρίς συνέπειες στο πεδίο των επιστημών και της κουλτούρας – δεν θα μπορούσε να μην ευοδώνει αυτές τις γραμμές σκέψης και πρακτικής, που ανάγουν το κοινωνικό στο ατομικό και το ατομικό στο βιολογικό (εγκεφαλικό/γονιδιακό). Η γραμμική ανάγνωση οδηγεί σε μιαν εξίσου γραμμική απάντηση : στην πρωτοκαθεδρία του ψυχοφάρμακου και στην εν γένει άνθηση των βιολογικών θεραπειών, όπως το ηλεκτροσόκ κλπ. Μέσα σε συνθήκες που το πεδίο της βιοπολιτικής διευρύνεται επικίνδυνα, η λεγόμενη «Βιοψυχιατρική» λειτουργεί ως αναπόσπαστο μέρος του βιοτεχνο-φαρμακο-βιομηχανικού συμπλέγματος και του συστήματος της βιοεξουσίας γενικότερα.
Για μιαν ακόμη φορά, η Ψυχιατρική ωθείται στην απεμπόληση των θεραπευτικών της ικανοτήτων, δυνατοτήτων και φιλοδοξιών, διαιωνίζοντας τον εγκλωβισμό της σε μια λειτουργία κοινωνικού ελέγχου. Μεταφέροντας τις παραδοσιακές της μεθόδους των ταξινομικών συστημάτων και διαχωρισμών από την κλινική σφαίρα στον τομέα της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης, εξακολουθεί να προσφέρεται ως εργαλείο κοινωνικού διαχωρισμού, αντί ενσωμάτωσης. Κρίνει και επιλέγει ποιος μπορεί να (επαν)ενταχθεί και ποιος όχι, ποιος θα τοποθετηθεί σε ποια μορφή μικρού ιδρύματος (ξενώνα, οικοτροφείο) στο χώρο του αποκλεισμού (κοινωνικό περιθώριο) και ποιος θα παραμείνει στους χώρους εγκλεισμού (τμήμα χρόνιας παραμονής ψυχιατρείου, ιδιωτική κλινική) – με τα κανάλια πάντα ανοιχτά για το πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλο και στη λογική, πλέον, της μείωσης του κόστους της φροντίδας, για την όσο πιο φτηνή, δηλαδή, διαχείριση του ψυχικού πόνου και της αναπηρίας.
Η συρρίκνωση ή και το κλείσιμο ορισμένων μικρότερων ψυχιατρείων στην Ελλάδα, με την δημιουργία εκατοντάδων εξωνοσοκομειακών στεγαστικών δομών (ξενώνων και οικοτροφείων κλπ) δεν σημαδεύει μιαν αλλαγή στη επίσημη πολιτική, ως προς την ποσότητα και την ποιότητα των απαντήσεων που προσφέρονται στον ψυχικά πάσχοντα :
α. Δεν υπάρχει καμιά κίνηση προς την δημιουργία ενός κοινοτικού δικτύου υπηρεσιών ψυχικής υγείας, εναλλακτικού προς τον εγκλεισμό.
β. Οι στεγαστικές δομές του δημόσιου τομέα ασφυκτιούν κάτω από την έλλειψη μέσων (χρηματικών, εκπαιδευτικών ευκαιριών, επαρκούς προσωπικού κλπ) και αυτές του ιδιωτικού τομέα αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή κρίση λόγω δραστικών περικοπών της κρατικής χρηματοδότησης και της αβεβαιότητας, πλέον, ως προς το μέλλον (πόσα λεφτά, για πόσο προσωπικό και για πόσο χρονικό διάστημα).
γ. Υπάρχει παντελής, σχεδόν, έλλειψη ευκαιριών (θέσεων) εργασίας και κατάρτισης
των ψυχικά πασχόντων, τόσο στην λεγόμενη «ελεύθερη αγορά εργασίας» και στα σχετικά προγράμματα του ΟΑΕΔ, όσο και τις λεγόμενες κοινωνικές επιχειρήσεις (ΚΟΙΣΠΕ), που παραμένουν κενό γράμμα χωρίς καμιά προοπτική.
Από τη μια, η «κοινωνική επανένταξη» έχει αναχθεί σε απλή «μεταστέγαση» από το άσυλο σε μικρότερες μονάδες μέσα στην κοινότητα (αλλά, ταυτόχρονα, έξω απ΄ αυτήν), με τη διαμονή στις δομές να μοιάζει, όλο και περισσότερο, με «αναγκαστική στέγαση» σε «χώρους ενός αέναου ιδρυματισμού». Από την άλλη, ο εγκλεισμός εξακολουθεί ν΄ αποτελεί την κατάληξη της κύριας διαδρομής μέσω της οποίας ένας ψυχικά πάσχων με σοβαρή ψυχική διαταραχή «συναντά» το σύστημα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας – ο εγκλεισμός σε χώρους όπου εξακολουθούν να βασιλεύουν οι κλειδωμένες πόρτες, οι μηχανικές καθηλώσεις, η κλασσική ιδρυματική βία. Ένα σύστημα υπηρεσιών που, καθαυτό, διαιωνίζει τα φαινόμενα προκατάληψης (του λεγόμενου «στίγματος») κατά των ψυχικά πασχόντων.
Η εμπειρία, για πάνω από είκοσι χρόνια, αγώνων για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση και η συσσώρευση αδιέξοδων στο χώρο της ψυχικής υγείας, έχει κάνει να εννοείται η «μεταρρύθμιση» ως αναπαλαίωση του ιδρυματικού συστήματος μέσω της διασποράς του ασύλου, υπό μορφήν εκατοντάδων στεγαστικών δομών, στην κοινότητα.
Αντίθετα, ο αγώνας για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση μπορεί, σήμερα, να έχει ουσιαστικό νόημα και να οργανωθεί κάτω από τους εξής άξονες :
- Υπέρβαση του ψυχιατρείου. Δηλαδή, την πλήρη αντικατάστασή του από ένα εναλλακτικό σύστημα υπηρεσιών, που στηρίζουν (χωρίς ν΄ ασκούν κοινωνικό έλεγχο) τον ψυχικά πάσχοντα στον τόπο κατοικίας και στο ευρύτερο πεδίο των κοινωνικών του συναλλαγών.
- Η υπέρβαση του ψυχιατρείου δεν είναι ένα απλό σύνθημα, αλλά συνεπάγεται την άρνηση και το ξεπέρασμα στην πράξη των ιδρυματικών πρακτικών του «κλειστού ιδρύματος» και του εγκλεισμού, αρχίζοντας μέσα από το ψυχιατρείο υπό την παρούσα μορφή του, έτσι ώστε οι αλλαγές να μη διέπονται από την λογική της απλής κατάργησης, αλλά από διαδικασίες ουσιαστικού μετασχηματισμού της ψυχιατρικής πρακτικής. Μιλάμε για υπέρβαση και όχι για απλό κλείσιμο ή συρρίκνωση των ψυχιατρείων, που στοχεύει στην απλή μείωση το κόστους εις βάρος της ποιότητας (αλλά και των ποσοτικών μεγεθών) της φροντίδας – και με την ψυχιατρική πρακτική να παραμένει στα πλαίσια της παρούσας ιδρυματικής διαχείρισης του ψυχικού πόνου.
- Το ξεπέρασμα στην πράξη των ιδρυματικών πρακτικών σημαίνει «ανοιχτή πόρτα», κατάργηση των μηχανικών καθηλώσεων και των απομονώσεων και όλων εν γένει των πρακτικών που ακυρώνουν την διαπραγματευτική εξουσία του ψυχικά πάσχοντα, μετατρέποντάς τον σε «αντικείμενο ίασης» και ελέγχου, αντί σε «υποκείμενο της αλλαγής του».
- Η κατάργηση των ψυχιατρείων δεν θα μπορέσει να γίνει ποτέ πραγματικότητα αν δεν πάψουν να θεωρούνται ως αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας του συστήματος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, ως ο τόπος της «έσχατης κύρωσης» – ο τόπος, δηλαδή, με την «κλειδωμένη πόρτα» ως όρος για να διατηρούν άλλες δομές δήθεν «ανοιχτή» την δική τους πόρτα (κάνοντας, προς τούτο, επιλογή του αιτήματος στο οποίο απαντούν). Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση, επομένως, δεν είναι νοητή χωρίς οι Ψυχιατρικοί Τομείς των γενικών νοσοκομείων, σε πανελλαδική κλίμακα, ν΄ αναλάβουν την ευθύνη αντιμετώπισης του πλήρους φάσματος των αναγκών για ψυχιατρική νοσηλεία, εντάσσοντας, παράλληλα, την λειτουργία τους στο πλαίσιο ενός δικτύου διασυνδεδεμένων υπηρεσιών με στόχο την απάντηση στις ανάγκες του πληθυσμού μιας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής (τομέα ευθύνης).
- Η στροφή στην κοινότητα και στην οργάνωση δικτύου κοινοτικών υπηρεσιών δεν σημαίνει υπηρεσίες δορυφορικές και συμπληρωματικές στο άσυλο, αλλά ριζικά εναλλακτικές στον εγκλεισμό και στην νοσοκομειοκεντρική φροντίδα. Σημαίνει ολοκληρωμένο φάσμα παροχών, θεραπευτική συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο, σφαιρική φροντίδα, ευθύνη για τις ανάγκες ψυχικής υγείας του πληθυσμού μιας ορισμένης περιοχής (και επομένως, την άμεση εφαρμογή της τομεοποίησης), απόρριψη των πρακτικών της επιλογής, των παραπομπών και του αποκλεισμού, προσανατολισμός σε πρακτικές αναζήτησης και συνάντησης του αιτήματος στην κοινότητα (αντί της παθητικής αναμονής για την υποδοχή του σε κατ΄ όνομα κοινοτικές υπηρεσίες και σε εξωτερικά ιατρεία, γενική εφημερία νοσοκομείου κλπ), διαπραγμάτευση και ισότιμες σχέσεις με το ασθενή, θεραπευτική ομάδα που διέπεται από οριζόντιες και δημοκρατικές σχέσεις, επαναπροσδιορισμό των ρόλων στη βάση των αναγκών της σφαιρικής προσέγγισης στην ολότητα της ύπαρξης του ψυχικά πάσχοντα, στη σύνδεσή του με το κοινωνικό σώμα
- Η Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση νοείται (και πρέπει να ασκείται) όχι ως διαχωρισμένη και σε δεύτερο χρόνο θεραπευτική πρακτική («όταν ξεπεραστεί η κρίση»), αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης (σφαιρικής) θεραπευτικής πρακτικής από την πρώτη στιγμή της αντιμετώπισης της κρίσης. Και παράλληλα, η Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση νοείται (και πρέπει να ασκείται) ως κατ΄ εξοχήν κοινοτική πρακτική, που στηρίζει τους ψυχικά πάσχοντες στον τόπο κατοικίας και σ΄ όλα τα πεδία άσκησης των κοινωνικών του ρόλων και όχι ως μια πρακτική ταυτισμένη με τη λειτουργία στεγαστικών δομών, ξενώνων και οικοτροφείων.
- Αντίσταση την εμπορευματοποίηση της ψυχικής υγείας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών «μεταστέγασης» («απονοσοκομειοποίησης») σε ξενώνες και οικοτροφεία παραδόθηκε, με τις ευλογίες των διαδοχικών κυβερνήσεων και των Βρυξελλών, στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο, παράλληλα, εκχωρείται και η κοινοτική φροντίδα (πλήθος «κινητών μονάδων» στην επαρχία έχει ανατεθεί στις λεγόμενες «μη κερδοσκοπικές» εταιρείες), την ίδια στιγμή που απορρίπτονται ή ναρκοθετούνται προσπάθειες για ίδρυση κοινοτικών υπηρεσιών (ΚΨΥ, «κινητών μονάδων» κλπ) στον δημόσιο τομέα.
- Ψυχική Υγεία και Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση δεν νοούνται χωρίς διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και τέτοια είναι η κατοικία, η αμειβόμενη εργασία, το αξιοπρεπές εισόδημα, η εκπαίδευση, η ελευθερία της έκφρασης, η αναγνώριση (και ο σεβασμός) της διαφορετικότητας και της διαπραγματευτικής εξουσίας : δεν μπορεί να υπάρξει ψυχική υγεία, θεραπεία / αποκατάσταση και κοινωνική ένταξη χωρίς την ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση όλων σ΄ αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ειδικότερα, η απουσία θέσεων εργασίας και η έλλειψη ευκαιριών (δομών κλπ) για δημιουργική απασχόληση καταδικάζει τα άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας στην παθητικότητα, στην περιθωριοποίηση και στον νεο-ιδρυματισμό.
- Η Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση είναι συνυφασμένη με την υιοθέτηση μιας κριτικής
στάσης απέναντι στο κυρίαρχο βιολογικό / φαρμακολογικό μοντέλο και απέναντι στο
ρόλο των φαρμακευτικών πολυεθνικών, που χειραγωγούν την συνταγογραφία, εμπλέκοντας και διαπλέκοντας τα ιατρικό σώμα σε πρακτικές διαμεσολαβητή για την διάχυση των ψυχοφαρμάκων όχι απλά στους ψυχικά πάσχοντες, αλλά σ΄ όλο τον πληθυσμό.
- Με το ένα δέκατο του πληθυσμού, που ζει στην Ελλάδα, ν΄ αποτελείται από μετανάστες από διάφορες χώρες, είναι φανερό ότι οι επαγγελματίες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας πρέπει να εκπαιδευτούν και ν΄ αποχτήσουν τα μέσα για να κατανοούν και ν΄ απαντούν στην ιδιαιτερότητα των αναγκών που εκφράζουν αυτές οι ομάδες του πληθυσμού, έτσι ώστε να μην καταφεύγουν στην εύκολη ιατρικοποίηση αυτών των αναγκών (που μπορεί να έχουν την πηγή τους σε μια διαφορετική κουλτούρα και σύστημα αξιών, στην υλική και συναισθηματική στέρηση, στην κοινωνική απομόνωση). Ενάντια σε κάθε είδους ρατσισμό και διακρίσεις κατά των μεταναστών και των μελών, εν γένει, άλλων φυλών, εθνοτήτων και θρησκευμάτων, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας πρέπει ν΄ απορρίψουν άνωθεν οδηγίες που θέτουν εμπόδια και καταστρατηγούν το δικαίωμα στην ίση και δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας στους μετανάστες, «νόμιμους» ή «παράνομους», βάζοντας ως πρώτη προτεραιότητα την αντιμετώπιση του όποιου ρατσισμού εκδηλώνεται στο σύστημα των υπηρεσιών, σε όποιο επίπεδο και αν εκφράζεται –γνωρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο ρατσισμός είναι μια αποδεδειγμένη πηγή ψυχικού πόνου και ψυχικών διαταραχών για τα μέλη διαφορετικών φυλών, εθνοτήτων και θρησκευμάτων, μειονοτήτων και μειοψηφιών κάθε είδους.
- Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση χωρίς δραστηριοποίηση των οικογενειών και των ίδιων των ψυχικά πασχόντων (των λεγόμενων «χρηστών των υπηρεσιών ψυχικής υγείας») δεν είναι δυνατή. Η δραστηριοποίησή τους είναι αναπόσπαστο μέρος του κινήματος για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση και την Ψυχική Υγεία γενικότερα. Η έλλειψη οργανώσεων και πρωτοβουλιών των ίδιων των ψυχικά πασχόντων για διεκδίκηση δικαιωμάτων, παρεμβάσεων στον τρόπο που ασκείται η ψυχιατρική φροντίδα (που υφίστανται) και λειτουργούν οι θεσμοί και οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας (με τις οποίες συναλλάσσονται) σχετίζεται με την παραδοσιακή αδυναμία ισχυρών κινηματικών διαδικασιών για ζητήματα έξω από τα θεωρούμενα ως αμιγώς «πολιτικά» και αποτελεί, παράλληλα, μέτρο του πατερναλιστικού χαρακτήρα, που διατηρεί ακόμα το τοπίο της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα.
Η υπέρβαση του ψυχιατρείου είναι συνδεδεμένη με την εμφάνιση στο προσκήνιο νέων υποκειμένων : των προσώπων με την ψυχική διαταραχή και των οικογενειών. Η ιδρυματική ψυχιατρική επικαθορίζει την συγκρότηση της οικογένειας του ψυχικά πάσχοντα ως του πεδίου της κληρονομικότητας, του στίγματος, της προκατάληψης, της ντροπής, της απόσυρσης, της απόκρυψης, της σιωπής, της εγκατάλειψης. Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση, υπέρβαση του ψυχιατρείου και στροφή στην κοινότητα σημαίνει την αναγνώριση της οικογένειας ως φορέα αναγκών, που αλληλεπιδρά με τον ασθενή και την υπηρεσία. Σημαίνει την εγκαθίδρυση και στήριξη ενός «διαλόγου με τρεις φωνές». Η αναγνώριση των αναγκών της οικογένειας και η απάντηση σ΄ αυτές (αντί για τις πρακτικές της αγνόησής της ή του ξεφορτώματος του προβλήματος σ΄ αυτήν χωρίς καμιά βοήθεια) προάγει την συνειδητοποίηση και την υπευθυνοποίηση όλων των παραγόντων που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση/στήριξη του ψυχικά πάσχοντα. Μόνο στη βάση αυτή είναι δυνατή η ουσιαστική συμμαχία με τις οικογένειες και η ενίσχυσή τους στην αυτόνομη (και όχι χειραγωγούμενη)
οργάνωση για την διεκδίκηση της βελτίωσης της ποιότητας και της ποσότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, οικονομικής στήριξης κλπ.
- Ψυχιατρική μεταρρύθμιση, τέλος, δεν είναι νοητή με τις τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό όλων των κλάδων, που παρατηρούνται στο χώρο της ψυχικής υγείας και με την έλλειψη αυτή να επιδεινώνεται όσο οι ανάγκες αυξάνουν και οι προσλήψεις γίνονται με το σταγονόμετρο. Εκτός από τη δραματική έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού απουσιάζουν παντελώς φιγούρες επαγγελματιών (πέρα από τις παραδοσιακές), όπως δραματοθεραπευτές, εικαστικοί, χοροθεραπευτές, εμψυχωτές κλπ. Στροφή στην κοινότητα δεν θα είναι δυνατή χωρίς την επαναξιολόγηση του ρόλου ιδιαίτερα των νοσηλευτών, με την παροχή μιας εκπαίδευσης (και, ταυτόχρονα, ένταξης σ΄ ένα πλαίσιο λειτουργίας) πέρα από το φυλακτικό/βοηθητικό μοντέλο, από την μια και το ιατρο/κλινικό, από την άλλη – επιφέροντας μιαν αναγνώριση που θα πρέπει να επεκταθεί και στις απολαβές (όπως και για όλους τους επαγγελματίες).
Η εκπαίδευση όλων των κλάδων, των ψυχιάτρων συμπεριλαμβανομένων, πρέπει να έχει ως άξονα το ατομικό θεραπευτικό πρόγραμμα, που εγκαθιδρύει, στο επίπεδο της λειτουργίας, την κεντρικότητα του προσώπου που πάσχει και την αξία της διατήρησης του δεσμού του μέσα την κοινωνία και, ως εκ τούτου, τον πρωτεύοντα ρόλο αυτών των αρχών στην ανάπτυξη νέων γνώσεων και απαντήσεων για παλιές και νέες ανάγκες. Εγκαθίδρυση της αξίας του προσώπου, ακόμα κι΄ όταν είναι ανάπηρος, ανοϊκός, ή ολοκληρωτικά μη παραγωγικός. Εγκαθίδρυση της αξίας του προσώπου σημαίνει να εκπαιδευτούμε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό ώστε να μη τους εναποθέτουμε σε ιδρύματα και χώρους εγκλεισμού εν γένει. Σημαίνει, επίσης, να εκπαιδευτούμε στην επινόηση εργαλείων που μας επιτρέπουν να δούμε ξανά ότι τα «αδύναμα» άτομα μπορεί να είναι ένας «πόρος αντί για βάρος».
Καθώς οι συγχρηματοδοτήσεις του Γ΄ΚΠΣ φτάνουν στο τέλος τους, πλησιάζει και η ώρα της αλήθειας. Τα προβλήματα χρηματοδότησης των «μη κερδοσκοπικών» εταιρειών προοιωνίζουν ανάγλυφα το ζοφερό μέλλον. Η συνέχιση μιας δήθεν κοινωνικής πολιτικής (και στο πλαίσιο αυτής, μιας δήθεν «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης») πάνω στη βάση των κοινοτικών συγχρηματοδοτήσεων (όπως ομολογείται σε επίσημα κυβερνητικά έγγραφα προς τις Βρυξέλλες, με τα οποία διεκδικείται αύξηση των κονδυλίων από το Δ΄ ΚΠΣ, για να μην καταρρεύσουν τελείως οι κοινωνικές παροχές), φτάνει στο τέλος της. Είναι σαφές ότι για τον εθνικό προϋπολογισμό η ψυχική υγεία είναι, περίπου, ανύπαρκτη. Γι΄ αυτό, η ψυχιατρική μεταρρύθμιση είναι υπόθεση κοινωνικού κινήματος – ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα.
Η εγκαθίδρυση πραγματικά θεραπευτικών και χειραφετητικών μεθόδων, προσεγγίσεων και υπηρεσιών ψυχικής υγείας μπορεί να νοηθεί μόνο στο βαθμό που αυτές εσωτερικά διατρέχονται και συνολικά συνδέονται με το αίτημα και την πάλη για την καθολική κοινωνική χειραφέτηση: δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική «ανάκτηση του εαυτού» χωρίς την ριζική αμφισβήτηση και την ανατροπή, εν τέλει, των κοινωνικών σχέσεων που είναι θεμελιωμένες ακριβώς στην αλλοτρίωση από τον «εαυτό» και τους «άλλους».
«Μόνο μέσα από την πάλη μπορούμε να σκεφτούμε την αλλαγή της πραγματικότητας, μέσα απ΄ αυτήν μπορούμε να δούμε το μέλλον και μέσα απ΄ αυτήν το μέλλον αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα».
11/9/2005