Δημήτρης Κουφοντίνας: “13 Απαντήσεις”. Ιταλική Έκδοση με Εισαγωγή του Πασκουάλε Αμπατάντζελο.
εμπρός Προλετάριοι, εμπρός Αγωνιστές, εμπρός Σύντροφοι… … … … … … … …. …. … …για τον Κομμουνισμό & την Αναρχία!
Posted on July 22, 2021
Κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ιταλικά από τις εκδόσεις PGreco στο Μιλάνο, το βιβλίο – συνέντευξη του πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα “13 Απαντήσεις. Μια συζήτηση με τον Τάσο Παππα” (Εκδόσεις Μονοπάτι. Αθήνα, 2016).
Η ιταλική έκδοση τιτλοφορείται “Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη. 13 Απαντήσεις από τη φυλακή”, μεταφράστηκε στα ιταλικά από τον Λέων Βλάσση και εκτός από τον Πρόλογο του Γιώργου Σταματόπουλου και την Εισαγωγή του Τάσου Παππά περιλαμβάνει επίσης το ακόλουθο υλικό.
– “Βάστα καλά, βάστα γερά παντοτινέ Αντάρτη!” από “έναν ανώνυμο και ανένταχτο αριστερό ψαρά της γενιάς των “Λαμπράκηδων” και του 114”.
– Εισαγωγή του Πασκουάλε Αμπατάντζελο, πρώην πολιτικού κρατούμενου στις ιταλικές ειδικές φυλακές, μέλους των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων – Nuclei Armati Proletari (NAP) και έπειτα των Κόκκινων Ταξιαρχιών – Brigate Rosse (Β.R), ο οποίος εξέτισε 20 χρόνια εγκλεισμού, 6 χρόνια ημιελευθερίας και 4 χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας χωρίς ποτέ να μετανοήσει, ούτε να διαχωριστεί. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία του “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70” (Εκδόσεις Διάδοση. Αθήνα, 2020).
-Σημειώσεις του Μεταφραστή.
-Σημείωμα των εκδόσεων PGreco στο οπισθόφυλλο της ιταλικής έκδοσης.
Βάστα καλά, βάστα γερά παντοτινέ Αντάρτη!
Πάλι την πέτρα τη βαριά,
του Σίσυφου την πέτρα
πήρες στους ώμους και σηκώνεις.
Πονάς μα δε λυγίζεις.
Αδιάκοπος ανήφορος
η στράτα που διαβαίνεις
και για ταμπούρι αψηλό
όρθωσες το ίδιο το κορμί σου.
Ώρα την ώρα
μερόνυχτα, βδομάδες ολάκερες
καίγεσαι και λιώνεις
μα δεν σβήνεις και φωτίζεις
σηκώνεσαι ψηλά
νικάς τους δήμιους σου.
Βάστα καλά
Βάστα γερά παντοτινέ Αντάρτη!
Το όνομα σου και πάλι σημαία και σύνθημα
στα χείλη και τις καρδιές
του απροσκύνητου Ανθού αυτού του τόπου
μπροστά στις αύρες και τα δακρυγόνα
τις ασπίδες και τα ρόπαλα
στην Πανεπιστημίου και τη Σταδίου
το Σύνταγμα και την Ομόνοια
στη χώρα και τον κόσμο.
Αδελφικά σου γνέφουν
τα αετόπουλα από τα κορφοβούνια
και οι σαλταδόροι των πόλεων
οι γερόντοι από το Μακρονήσι
και οι εκτελεσμένοι της Καισαριανής
οι βασανισμένοι και οι σακατεμένοι
στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας
και το δωδέκατο όροφο της ΓΑΔΑ
ο Μπελογιάννης, ο Πέτρουλας, ο Παναγούλης
ο Κασίμης, ο Τσουτσουβής, ο Φούντας
ο Μπόμπυ Σαντς, ο Χόλγκερ Μάινς
και οι Τούρκοι σύντροφοι.
Από όπου και όπου ο Αγώνας αναπνέει
Αδελφικά σου γνέφουν.
Βάστα καλά
Βάστα γερά παντοτινέ Αντάρτη!
Το γαλάζιο του Σαρωνικού στέκει εκεί
και στη Χαλικιάδα σα να περιμένει
άσβηστα τα μάτια σου πάλι να το αρμέξουν.
Βάστα καλά
Βάστα γερά Δημήτρη Κουφοντίνα!
Έτσι ή αλλιώς, τους έχεις ήδη νικήσει…
Αίγινα, ξημερώματα 23/2/2021
Ένα ποίημα “ενός ανώνυμου και ανένταχτου αριστερού ψαρά της γενιάς των “Λαμπράκηδων” και του 114” που δημοσιεύθηκε διαδικτυακά κατά τη διάρκεια της τελευταίας απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα στις ελληνικές φυλακές που ξεκίνησε στις 8 Γενάρη και έληξε στις 14 Μάρτη 2021.
Μετά το τέλος αυτού του σκληρού αγώνα του, εξαιτίας της στέρησης των απαραίτητων φυσιοθεραπειών και των υπόλοιπων ιατρικών φροντίδων, η κατάσταση της υγείας του Δημήτρη βρίσκεται ακόμα σε δύσκολη φάση, κάτι που δεν τού επέτρεψε να γράψει, όπως και ο ίδιος ήθελε, το εισαγωγικό σημείωμα γι’ αυτήν την ιταλική έκδοση των “13 Απαντήσεων” του.
Εισαγωγή του Πασκουάλε Αμπατάντζελο
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο οποίος σήμερα είναι μεγαλύτερος από 60 χρονών, υπήρξε σημαντικό μέλος της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη που γεννήθηκε το 1975 και παρέμεινε ενεργή μέχρι το 2002. Μια Επαναστατική Οργάνωση που πήρε το όνομα της αναφερόμενη στη σφαγή των φοιτητών που διαπράχθηκε από το καθεστώς των συνταγματαρχών στις 17 Νοέμβρη 1973, κατά τη διάρκεια της φοιτητικής εξέγερσης.
Ο Δημήτρης έχει εκτίσει σχεδόν 19 χρόνια φυλάκισης, τα περισσότερα από τα οποία σε ένα υπόγειο κελί μιας φυλακής, για τις ισόβιες καταδίκες που τού επιβλήθηκαν εξαιτίας της επαναστατικής στράτευσης του. Το όνομα του επέστρεψε στην επιφάνεια της δημοσιότητας όταν στις 8 του περασμένου Γενάρη ξεκίνησε μια απεργία πείνας, έτσι ώστε να διαμαρτυρηθεί ενάντια στη μεταγωγή του, από αγροτική φυλακή στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Δομοκού, μακριά από τους συγγενείς του, και με παραβίαση ακόμα και της ίδιας της άτιμης σωφρονιστικής μεταρρύθμισης με αναδρομική ισχύ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ψηφίστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο τον περασμένο Δεκέμβρη από τη συντηρητική πλειοψηφία. Σύμφωνα με όσα προβλέπει αυτός ο νόμος, ο Δημήτρης θα έπρεπε να μεταχθεί στην αθηναϊκή φυλακή του Κορυδαλλού, όπου και πέρασε στα υπόγεια κελιά της όλη τη φυλάκιση του μέχρι τη μεταγωγή του σε αγροτική φυλακή.
Η απεργία πείνας διήρκησε περισσότερο από δυο μήνες πυροδοτώντας μυριάδες πρωτοβουλιών αλληλεγγύης και μαζικών κινητοποιήσεων στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Δημήτρης έληξε την απεργία πείνας στις 14 του περασμένου Μάρτη, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκκλήσεις που τού απευθύνανε πάρα πολλοί αλληλέγγυοι σύντροφοι. Το έκανε με μια δήλωση του, με την οποία κατέληγε: “Αυτό που γίνεται εκεί έξω είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτό για το οποίο ξεκίνησε. Μπροστά στη δύναμη αυτών των αγώνων, δηλώνω απ’ τη μεριά μου ότι με την καρδιά και το μυαλό είμαι κι εγώ εκεί, ανάμεσά σας”.
Η κυκλοφορία αυτού του βιβλίου από τις εκδόσεις PGreco έχει την αξία της αφού γνωρίζει στους Ιταλούς συντρόφους την πολιτική σκέψη του Δημήτρη, ενώ δίνει τη δυνατότητα -σε όποιον ενδιαφέρεται- για μια σύγκριση ανάμεσα σε δυο σημαντικές εμπειρίες: εκείνη του επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα με την αντίστοιχη ιταλική των δεκαετιών 1970-80. Από αυτή τη σύγκριση φαίνονται εξαρχής ξεκάθαρες οι πολλές αναλογίες που χαρακτήρισαν αυτές τις δυο εμπειρίες επαναστατικού αγώνα. Άλλωστε, αυτές τις αναλογίες τις συναντάμε συχνά μέσα στην ιστορία της πάλης των τάξεων αυτών των δυο χωρών. Επομένως, περισσότερο από μια πρωτοτυπία αποτελούν μια επιβεβαίωση του γεγονότος ότι οι προβληματικές που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν τα επαναστατικά κινήματα στη δυτική Ευρώπη είναι πολύ παρόμοιες, ενώ συχνά είναι πανομοιότυπες.
Η συνέντευξη του Τάσου Παππά με τον Δημήτρη Κουφοντίνα αποτελεί μια μαρτυρία, πλούσια σε ενδιαφέροντα στοιχεία, αφού τίθεται ένα ευρύ φάσμα προβληματισμών που παραμένουν επίκαιροι για όποιον προτίθεται ν’ αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και θέλει ν’ αγωνιστεί ενάντια στο αρπακτικό καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα, για όποιον νιώθει και έχει συνείδηση της αναγκαιότητας για μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση της ζωής και σκοπεύει να ζήσει σε μια κοινωνία που θα κοιτάει με πρόνοια προς τις μελλοντικές γενιές, σε μια κοινωνία απελευθερωμένη από τις αλυσίδες της ατομικής ιδιοκτησίας, του κέρδους και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για όποιον δεν έπαψε να ονειρεύεται ότι μπορεί να ζήσει σε μια κοινωνία βασισμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ελευθερία, με σεβασμό στις άλλες μορφές ζωής και τη φύση.
Για όλους αυτούς του λόγους, πρόκειται για ένα βιβλίο που μας αφορά εκ του σύνεγγυς, ένα βιβλίο το οποίο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, αφού είναι πλούσιο σε θεωρητικούς στοχασμούς γύρω από μια σημαντική και μακρόχρονη επαναστατική εμπειρία, όπως αυτή της 17 Νοέμβρη, γραμμένο από ένα σημαντικό στρατευμένο επαναστάτη που συμμετείχε σε αυτήν χωρίς ποτέ να μετανοήσει, να διαχωριστεί ή να παραιτηθεί.
Στο σύνολο τους, οι 13 απαντήσεις του Δημήτρη Κουφοντίνα στις ερωτήσεις του Τάσου Παππά συνθέτουν ένα αξιοσημείωτο γραπτό ως προς τα πολιτικά, ηθικά και ιστορικά περιεχόμενα του, τα οποία συνοδεύονται σταθερά από συγκεκριμένες φιλοσοφικές, ποιητικές και λογοτεχνικές αναφορές που πλουτίζουν το κείμενο και αποκαλύπτουν το πολιτισμικό εύρος του Δημήτρη.
Τα ζητήματα που τίθενται σε αυτό το βιβλίο – συνέντευξη σχετίζονται συνολικά με την επαναστατική στράτευση. Κινούνται από το ζήτημα των νόμων του πολέμου και της εφαρμογής τους μέσα από την επαναστατική πρακτική μέχρι τους προβληματισμούς που σχετίζονται με τη ζωή στην παρανομία. Παίρνει θέση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους μέσα σ’ ένα επαναστατικό κίνημα δεν είναι όλοι διατεθειμένοι “να διαβούν το Ρουβίκωνα”, για το πρόβλημα της προδοσίας, του διαχωρισμού και της παραίτησης. Στοχάζεται γύρω από το συνδυασμό των διάφορων μορφών πάλης, του πολιτικού αγώνα με τον ένοπλο αγώνα, γύρω από τη σχέση ανάμεσα στη θεσμική αριστερά και την επαναστατική αριστερά, ανάμεσα στον ρεφορμισμό και την επανάσταση, ανάμεσα στο ρεβιζιονισμό και το μαρξισμό. Τίθενται ζητήματα όπως οι σχέσεις ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική, ανάμεσα στον προγραμματισμό και την εφαρμογή των σχεδίων, ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς του αγώνα. Στοχάζεται γύρω από τη σημασία που έχουν τα μαθήματα που παραδίδονται από τις ιστορικές επαναστατικές εμπειρίες προς τις νεότερες γενιές, γύρω από τη σχέση ανάμεσα στη συνέχεια και την ασυνέχεια των επαναστατικών διαδικασιών και των κύκλων αγώνα, γύρω από τους λόγους για τους οποίους οι έννοιες της Δημοκρατίας και του Καπιταλισμού είναι ασύμβατες, γύρω από την ταυτότητα και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στη φυλακή, ανάμεσα στους πολιτικούς και τους κοινούς κρατούμενους.
Όλα αυτά αντιμετωπίζονται και αναλύονται από τον Δημήτρη με ειλικρίνεια και γνώση του ζητήματος, χωρίς υποκρισίες και αποσιωπήσεις. Στα διάφορα θέματα που τού τίθενται, ο Δημήτρης εκθέτει το δικό του πολιτικό σκεπτικό, μέσα από μια εκπληκτική διήγηση που φανερώνει τη βαθιά ανθρώπινη ευαισθησία και την πολιτική συνέπεια που τον συνοδεύουν σε όλη την πορεία της ύπαρξης του, τόσο ως “ελεύθερο” άνθρωπο όσο και ως πολιτικό κρατούμενο. Όχι τυχαία, όταν ο Τάσος τον ρωτάει πως συνέβη και “την εποχή εκείνη πάρα πολλοί πίστευαν τα ίδια πράγματα, συνεγείρονταν από τις ίδιες ιδέες, μισούσαν τα ίδια σύμβολα, είχαν τις ίδιες προσδοκίες”, έπειτα όμως δεν έκαναν τις ίδιες επιλογές και μονάχα λίγοι διάβηκαν το Ρουβίκωνα, ο Δημήτρης απαντάει: “Την κρίσιμη στιγμή ο καθένας επιλέγει την όχθη του ποταμού όπου θα σταθεί, την όχθη της ιστορίας όπου θα σταθεί. Και αυτό δεν αφορά μόνο την επιλογή της ένοπλης πάλης, αφορά την επιλογή της πολιτικής δέσμευσης που έχει πάντα προσωπικό κόστος”.
Ένα άλλο παράδειγμα το έχουμε όταν ο συνεντευξιαστής, αναφερόμενος στο συμβάν της πρόωρης έκρηξης της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού που στη συνέχεια οδήγησε στην εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, μέσω των πληροφοριών που τού αποσπάστηκαν έπειτα από βασανιστήρια, ρωτάει τον Δημήτρη “γιατί εκείνη την κρίσιμη στιγμή στον Πειραιά δεν λειτούργησες όπως ορίζει η επαναστατική πρακτική. Γιατί, δηλαδή, όταν διαπίστωσες ότι ο Σάββας δεν μπορεί να μετακινηθεί, δεν τον εξουδετέρωσες για να μην πέσει στα χέρια της αστυνομίας;”. Η απάντηση του Δημήτρη σε αυτήν την ερώτηση, “πάλι τα ίδια θα ‘κανα”, αποδεικνύει ταυτόχρονα τόσο τη συνέπεια του μαχόμενου επαναστάτη, που δεν αφήνεται να επηρεαστεί από το “εκ των υστέρων” όταν καλείται να λογαριαστεί με την ιστορία του και τις δράσεις του, όσο και την ευαισθησία και την ανθρωπιά των επαναστατικών ιδανικών που τόν ώθησαν ώστε να βάλει πιο μπροστά τις κοινωνικές, ηθικές και ανθρώπινες αξίες από την προσωπική ασφάλεια του καθώς και από εκείνη της ίδιας της οργάνωσης του, η οποία -εκτός των άλλων- προέβλεπε και συμφωνούσε ότι σε περιστατικά αυτού του είδους θα έπρεπε να κινηθεί με αυτόν τον τρόπο. Σε τελική ανάλυση, ο Δημήτρης και οι άλλοι στρατευμένοι επαναστάτες της 17 Νοέμβρη είχαν ήδη θέσει ως ενδεχόμενο την απώλεια της ίδιας της ζωής τους από όταν επέλεξαν να αγωνιστούν με τα όπλα ενάντια στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Είχαν απόλυτη συνείδηση αυτού του γεγονότος. Προς επιβεβαίωση, λίγο πιο κάτω ο Δημήτρης διευκρινίζει: “Φυσικά παίρνουμε μέρος στον κοινωνικό πόλεμο και, όπως σε κάθε πόλεμο, υπάρχουν κανόνες, νόμοι και αναγκαιότητες που δεν μπορείς να αγνοήσεις δίχως συνέπειες. Όμως δεν ήμαστε απλά μαχητές, αλλά επαναστάτες μαχητές, και ο σκοπός της ανθρώπινης κοινωνίας που ονειρευόμαστε πρέπει, όσο το πιο πολύ, να προεικονίζεται στην τωρινή δράση”. Οι επαναστάτες δεν είναι άνθρωποι – μηχανές και “η αφοσίωση στην επανάσταση δεν συνεπάγεται την άρνηση των ανθρωπίνων σχέσεων”. Όποιος αγωνίζεται καθοδηγείται από βαθιά αισθήματα ανθρωπιάς, “αν και τελικά αυτές οι ρίζες είναι πραγματικά το αδύνατο σημείο του αγωνιστή, ο βασανιστής το ξέρει και εκεί ακριβώς, είναι που μπήγει το μαχαίρι”.
Προσωπικά, κατά τη διάρκεια της εμπειρίας μου ως στρατευμένος επαναστάτης των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) και των Κόκκινων Ταξιαρχιών (BR), βρέθηκα να βιώνω πάνω από μια φορά καταστάσεις αυτού του είδους. Αρκεί από μόνο του, το συμβάν στην πλατεία Αλμπέρτι στη Φλωρεντία, όταν κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους Καραμπινιέρους, μετά από μια προλεταριακή απαλλοτρίωση μιας Τράπεζας για τη χρηματοδότηση των NAP, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο έχασαν τη ζωή τους, στην προσπάθεια τους να μαζέψουν και να διασώσουν ένα τραυματισμένο σύντροφο.
Στην επαναστατική πρακτική μπορεί να προκύψει να πρέπει να αποφασίσεις μέσα σε λίγες στιγμές αν θα τηρήσεις τους κανόνες και τους νόμους του πολέμου, ή αν θα βάλεις μπροστά τις ηθικές, κοινωνικές και ανθρώπινες αξίες, για τις οποίες και μάχεσαι. Για έναν στρατευμένο επαναστάτη δεν πρόκειται ποτέ για μια εύκολη επιλογή. Πρόκειται για μια επιλογή, η οποία -σε κάθε περίπτωση- δεν μπορεί ποτέ να κριθεί ξέχωρα από το συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της. Πράγματι, δεν είναι το ίδιο να μάχεσαι σε μια χώρα που τελεί υπό στρατιωτική δικτατορία, όπου το καθεστώς περηφανεύεται χωρίς μισόλογα για τα βασανιστήρια των επαναστατών, τα οποία συστηματικά ολοκληρώνονται με το θάνατο του κρατούμενου, με το να μάχεσαι σε μια “δημοκρατική” χώρα, η οποία περιορίζεται στα βασανιστήρια των πολιτικών κρατουμένων μέσω τεχνικών λιγότερο στυγνών, πιο εκλεπτυσμένων, έτσι ώστε να μην αφήνουν σημάδια και να αποφεύγεται η πρόκληση θανάτου του κρατούμενου. Στην πρώτη περίπτωση, σε αντίθεση με τη δεύτερη, δεν έχει κανένα νόημα να αφήσεις ζωντανό στα χέρια του εχθρού έναν βαριά τραυματισμένο σύντροφο, αφού δεν έτσι δεν θα τού σώσεις ούτε καν τη ζωή.
Ο Δημήτρης από αυτό το συμβάν ανακαλεί το μάθημα σύμφωνα με το οποίο “οι βόμβες μπορούσαν να γίνουν αμερόληπτες: Να χτυπήσουν και τον ίδιο τον κατασκευαστή τους”. Αυτή είναι μια πικρή αλήθεια με την οποία αναμετρήθηκαν και άλλες μαχόμενες επαναστατικές οργανώσεις. Μια αλήθεια που προκάλεσε το θάνατο πάρα πολλών επαναστατών. Για όλους αυτούς, αρκεί να θυμηθούμε τους συντρόφους Γιώργο Τσικουρή, Έλενα Αντζελόνι, Τζιαντζάκομο Φελτρινέλλι, Βιταλιάνο Πρίντσιπε και Τζιοβάννι Τάρας.
Μέσα από αυτό το βιβλίο, ο Δημήτρης μας παραδίδει αυτή που ο ίδιος περιγράφει ως την παρακαταθήκη της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Μια παρακαταθήκη που απευθύνεται κυρίως στις νέες γενιές, ώστε η δική του επαναστατική εμπειρία να μη θεωρείται μια χαμένη υπόθεση, μια ήττα χωρίς αντίκρισμα. Τουναντίον, την θεωρεί ως ένα σημαντικό σταθμό μέσα στην ιστορία της επαναστατικής διαδικασίας. Γι’ αυτό άλλωστε, στοιχηματίζοντας γύρω από τους μακρούς χρόνους της ιστορίας, την διεκδικεί με υπερηφάνεια και σε πρώτο πρόσωπο, αναλαμβάνοντας ολόκληρη την πολιτική ευθύνη, από την αρχή ως το τέλος. Και αυτό συνεχίζει να κάνει μέχρι και σήμερα, έπειτα από σχεδόν 19 χρόνια φυλάκισης, με πίστη και συνέπεια, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί.
Είναι και αυτός ο λόγος που συμβάλει ώστε η 17 Νοέμβρη να συνεχίζει να ζει μέχρι και σήμερα μέσα στην ταξική μνήμη και να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ως ένας εφιάλτης για το καθεστώς. Ένας εφιάλτης που αιωρείται πάνω από όλη την Ευρώπη και τον περασμένο Μάρτη, σε αλληλεγγύη με τον αγώνα του Δημήτρη Κουφοντίνα, τρεις πορείες δέκα χιλιάδων ανθρώπων, για τρεις συνεχόμενες ημέρες διέσχισαν το κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας, έχοντας στην κεφαλή τους ένα πανό με το σύνθημα “ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ!”.
Ιούνης 2021
Σημειώσεις του Μεταφραστή
[1] Ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ) σχηματίζεται το 1975, στη φουσκοθαλασσιά της Μεταπολίτευσης, δηλαδή στη μετάβαση από τη στρατιωτική δικτατορία στο κοινοβουλευτικό καθεστώς της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Με την επιθετική αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική δράση του αποτέλεσε -πιθανότατα- την πλέον πολυάριθμη και “κινηματική” συνιστώσα του χώρου της ένοπλης πάλης, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ριζοσπαστικοποίησης των εργατικών, κοινωνικών και φοιτητικών αγώνων. Έχει θεωρηθεί η μητρική οργάνωση πολλών μικρότερων ένοπλων οργανώσεων που έδρασαν στην Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνης του ‘80. Ο ΕΛΑ θα τερματίσει τη δράση του το Γενάρη του 1995, με μια προκήρυξη στην οποία ανακοινώνει τον τερματισμό της διαδρομής του. Μέσα στο αντιτρομοκρατικό κλίμα ασφάλειας που δημιούργηθηκε στην Ελλάδα πριν την Ολυμπιάδα του 2004, και μετά τις συλλήψεις και το τέλος της 17 Νοέμβρη, για την δράση του ΕΛΑ θα πραγματοποιηθούν πέντε συλλήψεις και στην δίκη σε πρώτο βαθμό, η οποία ολοκληρώθηκε στις 11/11/2004, θα επιβληθούν τέσσερις καταδίκες σε είκοσι πέντε χρόνια κάθειρξης. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Χρήστος Τσιγαρίδας, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 80 χρόνων στις 10/6/2019, ανέλαβε την πολιτική ευθύνη της ένταξης και της συμμετοχής του στις δραστηριότητες της οργάνωσης. Στη δίκη σε δεύτερο βαθμό, η οποία ολοκληρώθηκε την 1/6/2005, το Εφετείο της Αθήνας αθώωσε (κατά πλειοψηφία) όλους τους κατηγορούμενους.
[2] Ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) ιδρύθηκε στις 16/2/1942 και αποτέλεσε τον ένοπλο βραχίονα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), της συμμαχίας που είχε ιδρυθεί στις 27/9/1941 στην Αθήνα υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), μέσα στον αγώνα ενάντια στην τριπλή (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική) ναζιστική – φασιστική κατοχή, την κυβέρνηση των ανδρείκελων της και τους συνεργάτες τους. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) ιδρύθηκε από το ΚΚΕ το 1946 και θα πολεμήσει ενάντια στη νέα (ευρωατλαντική) κατοχή μέχρι το καλοκαίρι του 1949, όταν πολλές χιλιάδες μαχητών και μαχητριών του θα περάσουν, μέσω Αλβανίας, στις χώρες του νεοσυσταθέντος σοβιετικού μπλοκ, από όπου πολλοί και πολλές δεν θα επιστρέψουν ποτέ, ενώ πολλοί και πολλές θα επαναπατριστούν έπειτα από περισσότερα από τριάντα χρόνια.
[3] Το επικό έργο για τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα θεωρείται το παλιότερο κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας (γράφτηκε ανάμεσα στον 9ο και το 10ο αιώνα μ.Χ). Το Έπος αναφέρεται σ’ έναν από τους ακρίτες, τους φρουρούς που φυλούσαν τα βυζαντινά σύνορα, ο οποίος πήρε το όνομα Διγενής (δηλαδή από δύο γένη) επειδή η μητέρα του ήταν η κόρη ενός βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του ήταν ένας εμίρης από τη Συρία.
[4] Ο Χρήστος Κασσίμης, στρατευμένος της μαχόμενης οργάνωσης 20η Οκτώβρη στους καιρούς της στρατιωτικής δικτατορίας και ένας από τους ιδρυτές, το 1975, του ΕΛΑ και του περιοδικού Αντιπληροφόρηση, θα δολοφονηθεί από τους αστυνομικούς με πολιτικά Πλέσσα και Στεργίου στις 19/10/1977, κατά τη διάρκεια μιας ενέργειας της οργάνωσης ενάντια στις εγκαταστάσεις της γερμανικής εταιρίας AEG στην αθηναϊκή συνοικία του Ρέντη. Την προηγούμενη νύχτα, το Κράτος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είχε δολοφονήσει στην ειδική φυλακή του Σταμχάιμ τους Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Έλσιν και Γιαν Καρλ Ράσπε, μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός –Rote Armee Fraktion (RAF).
[5] Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια από τις μυστικές εταιρείες που σχηματίστηκαν την εποχή των επαναστάσεων του 19ου αιώνα ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες των Βαλκανίων, κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της οθωμανικής κατοχής. Ιδρύθηκε στη Μαύρη Θάλασσα, στην Οδησσό στις 14/9/1814 από τους Ν.Σκουφά, Α.Τσακάλωφ και Ε.Ξάνθο. Ιστορικά, η Φιλική Εταιρεία θεωρείται ως η ξεκάθαρη έκφραση της ιδεολογίας της εθνικής απελευθέρωσης και διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην προετοιμασία της εξέγερσης του 1821 καθώς στη δυναμική που αναπτύχθηκε μέσα στην επανάσταση της ελληνικής ανεξαρτησίας.
[6] Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) ιδρύθηκε στις 3/9/1974, μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, βασικά ως διάδοχο κόμμα της αντιδικτατορικής μαχόμενης οργάνωσης Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ) από τον Ανδρέα Παπανδρέου, οικονομολόγο και καθηγητή πανεπιστημίου στις ΗΠΑ, πρώην βουλευτή (στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960) και “ηγέτη της αριστερής τάσης” του κόμματος της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), του πατέρα του Γεωργίου Παπανδρέου. Πρόκειται για τον παλιό πολιτικό που είχε αναλάβει την πρωθυπουργία στην πρώτη κυβέρνηση “εθνικής ενότητας”, η οποία επιβλήθηκε μετά την εθνική απελευθέρωση από τον ναζισμό – φασισμό, κατά τη διάρκεια του περάσματος στον εμφύλιο πόλεμο, μέσω της οποίας οι ευρωατλαντικές δυνάμεις και οι Έλληνες αντικομμουνιστές συνεργάτες τους επέβαλαν, στην ελληνική χερσόνησο και τα νησιά της, “την τάξη της Γιάλτας”. Στη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του 1974 το ΠΑΣΟΚ υπογράμμιζε τους σκοπούς του μέσα από τρεις βασικούς στόχους: “Εθνική Ανεξαρτησία. Λαϊκή Κυριαρχία. Κοινωνική Απελευθέρωση”. Μετά τη νίκη του στις εκλογές του Οκτώβρη του 1981 θα κυβερνήσει καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ενώ τη διετία 1989-90 θα συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, μετά την εκλογική νίκη του κόμματος της δεξιάς “Νέα Δημοκρατία” (ΝΔ), θα βρεθεί στην αντιπολίτευση και στη συνέχεια θα αναδειχτεί και πάλι σε κυβέρνηση. Μετά το θάνατο του αδιαμφισβήτητου ηγέτη του το 1996, νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα εκλεγεί -έπειτα από ένα επεισοδιακό κομματικό συνέδριο- ο Κώστας Σημίτης. Υπό την ηγεσία αυτού του “κυνικού υπαλλήλου του κεφαλαίου που παρίστανε τον πρωθυπουργό” (πρώην πολιτικού εξόριστου και καταδικασμένου -στους καιρούς της στρατιωτικής δικτατορίας- για δυναμιτιστικές ενέργειες), στον οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας, θα είναι το κυβερνητικό κόμμα που θα υπογράψει την είσοδο της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και το πέρασμα από τη δραχμή στο ευρώ, πριν να χάσει (από τη ΝΔ) τις εκλογές του 2004. Το ΠΑΣΟΚ θα επιστρέψει στην κυβέρνηση το 2009 και ο νέος πρόεδρός του, γιος του ιδρυτή του, Γιώργος Παπανδρέου θα είναι ο πρωθυπουργός εκείνος που την άνοιξη του 2010 θα υπογράψει το πρώτο μνημόνιο “οικονομικής διάσωσης” με την ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), πριν να αντικατασταθεί από “συμμαχική τεχνοκρατική κυβέρνηση” με πρωθυπουργό τον “άνθρωπο των αγορών” και πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Λουκά Παπαδήμο. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του “αίματος και των δακρύων”, το ΠΑΣΟΚ έχασε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του που μετακινήθηκαν κυρίως στο Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Αφού άλλαξε το όνομά του σε Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ), συνεχίζει να εκλέγεται ως μικρότερο κόμμα. Στις εκλογές του Ιούλη του 2019, απέσπασε 8,1% και εξέλεξε 22 από τους 300 βουλευτές του κοινοβουλίου.
[7] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843): ένας από τους αδιαμφισβήτητους στρατιωτικούς ηγέτες της ελληνικής επανάστασης του 1921, γνωστός ως ο Γέρος του Μορία.
[8] Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ): κόμμα που ιδρύθηκε το 1951, δυο χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, μετά από πρωτοβουλία του ΚΚΕ -που είχε τεθεί εκτός νόμου το 1947- και σε συνεργασία με διάφορα μικρότερα κόμματα της “κεντροαριστεράς”, έχοντας ως βασικά προτάγματα και στόχους: “Δημοκρατία. Ειρήνη. Αμνηστία”. Στις εκλογές του 1958 θα αποσπάσει το 24,4% και θα αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση, όντας το δεύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα. Οι διώξεις, οι εξορίες, οι συλλήψεις και οι βιαιοπραγίες ενάντια στα χιλιάδες μέλη και τους συμπαθούντες του, μέσα σε ένα κλίμα τρόμου από πλευράς της αστυνομίας και των παρακρατικών ομάδων του “Κράτους της δεξιάς” θα χαρακτηρίσουν όλη την περίοδο εκείνων των χρόνων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-74). Η δολοφονία του βουλευτή της Γρηγόρη Λαμπράκη στις 22/5/1963 στη Θεσσαλονίκη, από μια παρακρατική ακροδεξιά συμμορία υπό την κάλυψη της αστυνομίας, εξιστορείται στην ταινία του Κώστα Γαβρά “Ζ. Το όργιο της εξουσίας”.
[9] Στις 26/9/1989 στο κέντρο της Αθήνας η 17 Νοέμβρη πυροβολεί θανάσιμα τον Παύλο Μπακογιάννη, κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του κόμματος της δεξιάς ΝΔ και γαμπρό του αρχηγού της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος μετά τις εκλογές του Απρίλη του 1990 θα εκλεγεί πρωθυπουργός. Η σύζυγος του Μπακογιάννη, Ντόρα, αδελφή του σημερινού αρχηγού της ΝΔ και πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, θα εκλεγεί στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν βουλευτίνα και δήμαρχος της Αθήνας, φτάνοντας ν’ αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών. Ο γιος της Κώστας Μπακογιάννης είναι ο σημερινός δήμαρχος της Αθήνας. Σε μια από τις προκηρύξεις της, η 17Ν ανέφερε -μεταξύ άλλων- ότι ο Μπακογιάννης ήταν ένας από αυτούς που βοήθησαν τον Κοσκωτά στις πρώτες επιχειρηματικές διαπλοκές του: “Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή των χρημάτων του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής. Αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Γραμμής αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης, είτε εισέπραξε σαν αντίτιμο απ’ τα κλεμμένα του Κοσκωτά, για την ανεκτίμητη συνεργασία του κι εκδούλευση, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να μεταμορφωθεί ούτε σε εκδότη ούτε σε τραπεζίτη. Ο Μπακογιάννης υπήρξε ο κύριος και βασικός συνεργάτης του Κοσκωτά και άρα συνένοχος του στην πρώτη φάση της σταδιοδρομίας του που υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα αναρίχησή του στις κορυφές του εκδοτικού και τραπεζικού κατεστημένου”.
Απόσπασμα από Ilio. “Οι Απλοί Λαϊκοί Αγωνιστές. Ιστορία της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη στη μεταδικτατορική Ελλάδα (1975–2002)”. Εκδόσεις Senza Censura. Μπολόνια, 2009.
[10] Χαΐνηδες: ομάδες ατάκτων χριστιανών ορθόδοξων ανταρτών που δημιουργήθηκαν και έδρασαν στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια της περιόδου της οθωμανικής κατοχής του νησιού.
[11] Στις 8/5/1989, η 17Ν χτυπάει με εκρηκτικό μηχανισμό, στο πολυτελές αθηναϊκό προάστιο της Φιλοθέης, τη θωρακισμένη λιμουζίνα του Γιώργου Πέτσου, ο οποίος και θα τραυματιστεί ελαφρά. Ο Πέτσος ήταν βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργός στις διάφορες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Στην προκήρυξη με την οποία η 17Ν αναλάμβανε την ευθύνη της ενέργειας, κατηγορούσε τον Πέτσο πως είχε λάβει μίζες σχετικές με το εμπόριο όπλων όσο ήταν υπουργός Άμυνας καθώς και για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης.
[12] “Ανήκομεν εις τη Δύσιν”: φράση που έμεινε διάσημη στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, ειπωμένη μέσα στη βουλή από τον αρχηγό της ΝΔ, πρωθυπουργό της πρώτης κυβέρνησης της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και πατριάρχη της πολιτικής δυναστείας των Καραμανλήδων, Κωνσταντίνο, στις 12/6/1976, κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης για την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), σε αντιπαράθεση με τη φράση που είχε ειπωθεί από τον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ στην αξιωματική αντιπολίτευση και μετέπειτα πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, σύμφωνα με την οποία “η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”.
[13] Η δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης του κομμουνισμού ήταν ένα κατασταλτικό μέτρο του ελληνικού Κράτους που θεσμοθετήθηκε από τη στρατιωτική δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η οποία επιβλήθηκε μετά το μοναρχοφασιστικό πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου 1936, και έμεινε -ουσιαστικά- σε ισχύ μέχρι και την πτώση τον Ιούλη του 1974 της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που είχε επιβληθεί στις 21/4/1967. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, κυρίως στα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο και καθόλη τη δεκαετία του 1950, χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες, μέλη ή και θεωρούμενα μέλη του παράνομου ΚΚΕ, υπέστησαν βασανιστήρια, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, εκτελέστηκαν γιατί “δεν υπέγραψαν τη δήλωση της ντροπής”.
[14] Το καλοκαίρι του 2003, κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης δίκης της 17Ν, ο Δημήτρης Κουφοντίνας είχε επιλέξει να ολοκληρώσει τη δήλωση του στο ειδικό δικαστήριο, το οποίο συστάθηκε εν μέσω “αντιτρομοκρατικού” κλίματος (μέσα σε μια επί τούτου κατασκευασμένη αίθουσα στις αθηναϊκές φυλακές του Κορυδαλλού), μέσα στα χειροκροτήματα και τα συνθήματα δεκάδων αλληλέγγυων (και με τα δάκρυα στα μάτια…), με τους ακόλουθους στίχους ενός από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, του Κωστή Παλαμά, ποιητή και δημοσιογράφου που γεννήθηκε στις 13/1/1859 στην Πάτρα και πέθανε στις 27/2/1943 στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και της ναζιστικής – φασιστικής κατοχής από τα γερμανικά και τα ιταλικά στρατεύματα.
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του…
Κι αν είναι κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ωργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό!.. Φωτιά ! Τσεκούρι !Τράβα !,
ξεσπέρμεψέ το , χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’όλο την περιμένουμε, κι όλο κινάει για νάρθη…
[15] Ο Γιώργος Σιάντος ήταν ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ που στις 12/2/1945 υπέγραψε στη Βάρκιζα τη συμφωνία για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, ένα μήνα μετά το τέλος της Μάχης του κόκκινου Δεκέμβρη το 1944, με την οποία “η τάξη της Γιάλτας” επιβλήθηκε στους δρόμους της Αθήνας με τα όπλα του “συμμαχικού” βρετανικού ιμπεριαλισμού και των συνεργατών τους, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής ορκίζονταν πίστη στην Ευρώπη της ναζιστικής Γερμανίας.
[16] Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827): πρώην ληστής και ένας από τους αδιαμφισβήτητους στρατιωτικούς ηγέτες της ελληνικής επανάστασης του 1821. Γνωστός ως ο “γιος της καλογριάς”, θα πέσει μαχόμενος σε ηλικία 45 χρόνων, στα περίχωρα της Αθήνας, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Φαλήρου.
[17] Άρης Βελουχιώτης, αγωνιστικό ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα (1905-1945): μέλος του ΚΚΕ, ιδρυτής και διοικητής του ΕΛΑΣ, του ένοπλου βραχίονα του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της ναζιστικής – φασιστικής κατοχής. Υπό τη δική του χαρισματική καθοδήγηση θα δημιουργηθεί ένας από τους μεγαλύτερους παρτιζάνικους στρατούς της Ευρώπης, ο οποίος θ’ απελευθερώσει -ήδη πριν το επίσημο τέλος του πολέμου- μεγάλο τμήμα της χώρας (κυρίως τα ορεινά της Κεντρικής Ελλάδας) από τα στρατεύματα κατοχής. Θ’ αυτοκτονήσει στις 15/6/1945, μετά τη διαγραφή και καταγγελία του από το Κόμμα του, αφού πρώτα θα διαφωνήσει και δεν θα ευθυγραμμιστεί, λίγους μήνες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το κεφάλι του θα κρεμαστεί από τα εχθρικά τάγματα στην κεντρική πλατεία της πόλης των Τρικάλων. “Αγαπήθηκε όσο λίγοι από το λαό, από τον οποίο και αυτός ο ίδιος προερχόταν και για τον οποίο έζησε, αγωνίστηκε και πέθανε”. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών θα μετατραπεί σε σύμβολο για γενιές και γενιές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Ένα πορτραίτο του -μαζί μ’ ένα του Μαρξ κι ένα του Τσε Γκεβάρα- περιέχονταν στη φωτογραφία που δημοσιοποιήθηκε στα ΜΜΕ από τη 17Ν, συνοδευόμενα από το “απαλλοτριωμένο πολεμικό υλικό” από την οργάνωση τα Χριστούγεννα του 1989, από ένα στρατόπεδο του ελληνικού στρατού στο Συκούριο της Λάρισας.
[18] Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας [1910-1990]: βουλευτής και υπουργός στην μεταπολεμική περίοδο, αρχηγός της δεξιάς αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980. Κληρονόμος μιας από τις ισχυρότερες και πλουσιότερες οικογένειες της Ηπείρου, εκείνης του βαρώνου και “μεγάλου ευεργέτη του εθνικού Κράτους” Μιχαήλ Τοσίτσα. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ θεωρείται ένας από τους βασικούς ιστορικούς και ιδεολόγους “της ιδέας του εθνικού Κράτους που θέτει τον αντικομμουνισμό του και τον ευρωατλαντισμό του ως τους βασικούς αρμούς της ίδιας του της ύπαρξης”. Το καλοκαίρι του 1974 (μετά την εισβολή και την κατοχή ενός κομματιού της Κύπρου από πλευράς του τουρκικού στρατού, μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων “Αττίλας 1 και 2”, με το πράσινο φως του “κοινού μεγάλου Αμερικάνου σύμμαχου”, έπειτα από την απόπειρα πραξικοπήματος made in NATO από τους συνταγματάρχες στην Αθήνα εναντίον της Κύπρου, ενάντια στον Μακάριο, πολιτικό – θρησκευτικό Ελληνοκύπριο ηγέτη και εκλεγμένο πρόεδρο της νεογέννητης ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας), ο Ευάγγελος Αβέρωφ θα είναι ο πολιτικός που θ’ αναλάβει το ρόλο κλειδί στις διαπραγματεύσεις και τις εσωτερικές διεργασίες ανάμεσα στα διάφορα κέντρα εξουσίας (δηλαδή, ανάμεσα στο διασπασμένο στρατιωτικό καθεστώς που βρισκόταν σε βαθιά κρίση, την πρεσβεία των ΗΠΑ και το σύνολο της “ευρωατλαντικής συμμαχίας” του ΝΑΤΟ, τις ισχυρές οικογένειες της ελληνικής μπουρζουαζίας και το παλιό “κοινοβουλευτικό πολιτικό προσωπικό” της), οι οποίες τελικά, και παρά το φόβητρο της επιστροφής των τεθωρακισμένων, ανέκαθεν έτοιμων να ξαναβγούν από τους στρατώνες, θα καταλήξουν στη “λύση της άφιξης από το Παρίσι του εξόριστου “εθνάρχη” Κωνσταντίνου Καραμανλή”. Ο Αβέρωφ θα είναι ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη πολιτική κυβέρνηση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν θ’ αναγνωρίσει ποτέ τον εμφύλιο πόλεμο (1944-49) ως τέτοιο, αλλά ως “μια νίκη του ηρωικού εθνικού Στρατού μας και των πολύτιμων συμμάχων και προστατών μας ενάντια στον ιθαγενή και διεθνή κομμουνιστικό συμμοριτισμό”. Μετά από ένα “ανεξιχνίαστο αυτοκινητιστικό δυστύχημα” στην Αθήνα στις 5/1/1976 που προκάλεσε το θάνατο του Αλέξανδρου Παναγούλη (πρώην πολιτικού κρατούμενου που αντιστάθηκε ηρωικά στα βασανιστήρια της στρατιωτικής αστυνομίας αφού πρώτα, στις 13/8/1968 είχε αποπειραθεί την τυραννοκτονία του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου), η τότε συντρόφισσα του Οριάννα Φαλάτσι είχε καταγγείλει τον Αβέρωφ ως τον εντολοδόχο της δολοφονίας του, στα πλαίσια μιας ευρύτερης επιχείρησης που σκόπευε στην αθώωση και τη συγκάλυψη των πολυάριθμων κρατικών και παρακρατικών συνεργατών των συνταγματαρχών, οι οποίοι συνέχισαν να υπηρετούν σε διάφορους τομείς (αστυνομία, στρατός, δικαστικό σώμα, πανεπιστήμια κ.λ.π) του Κράτους της νεοσύστατης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Στις μέρες μας, στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος της ΝΔ, ο Αβέρωφ θεωρείται ως ο ιστορικός ηγέτης της ακροδεξιάς πτέρυγας του, ενώ ως αδιαμφισβήτητος διάδοχος του έχει αυτοανακηρυχθεί ο Αντώνης Σαμαράς, πρώην πρωθυπουργός (2012-15) σε μια από τις κυβερνήσεις συνεργασίας που ψήφισαν και εφάρμοσαν τα αντικοινωνικά και αντεργατικά μνημόνια, καθώς και τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα κοινωνικού σφαγιασμού που ονομάστηκαν “προγράμματα διάσωσης και αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας”, που επιβλήθηκαν με την καταστολή και τη λιτότητα, κατ’ εντολή του Βερολίνου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του ΔΝΤ.
[19] “Λούμπεν μεγαλοαστική τάξη”, γνωστή στην Ελλάδα ως ΛΜΑΤ: Νεολογισμός που εισήγαγε η 17Ν στις προκηρύξεις και τις διακηρύξεις της, από το 1986 κι έπειτα, για να περιγράψει την κυρίαρχη ελληνική τάξη, εκείνες τις οικογένειες εφοπλιστών, τραπεζιτών, βιομηχάνων, επιχειρηματιών, εκδοτών και εργολάβων διαφόρων ειδών, οι οποίες ήδη από τη σύσταση τους έδεσαν τις τύχες τους με τα συμφέροντα των μεγάλων δυτικών δυνάμεων (αρχικά με τη Μεγάλη Βρετανία κι έπειτα με τις ΗΠΑ και τη γερμανική ΕΕ), χρησιμοποιώντας -μέσω του πολιτικού προσωπικού τους- το Κράτος ως βαρέλι δίχως πάτο και πηγή για τον πλουτισμό τους και την μακροημέρευση της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας τους στη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο το γεγονός ότι το 1986 είναι η χρονιά που η δεύτερη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου θα αποπειραθεί (εν μέρει ανεπιτυχώς) να ξεκινήσει ένα μακρύ κύκλο προγραμμάτων λιτότητας, “για την αναδιάρθρωση”, υπό την αιγίδα της τότε ΕΟΚ και με τις “συμβουλές” του ΔΝΤ. Είναι όμως και η χρονιά (όπως έχει ήδη αναφέρει ο συγγραφέας) κατά τη διάρκεια της οποίας η 17Ν αρχίζει να περιγράφει στις αναλύσεις της τον επικείμενο κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας που οδήγησε -από το 2010 ως και σήμερα- στα μνημόνια και τα “μεσοπρόθεσμα προγράμματα” που επιβλήθηκαν από τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό και τον ελληνικό καπιταλισμό για τη “διάσωση της ελληνικής οικονομίας”.
[20] Δημήτρης Γληνός (1882-1943): δάσκαλος και συγγραφέας, ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη μάχη για τη “γλωσσική μεταρρύθμιση”. Το 1936 θα εκλεγεί βουλευτής του Λαϊκού Μετώπου, συνεργαζόμενος με το ΚΚΕ. Η μοναρχοφασιστική δικτατορία, που επιβλήθηκε στις 4 Αυγούστου του ίδιου χρόνου από τον Μεταξά, θα τον στείλει εξορία στο νησάκι της Ανάφης. Με την επιβολή της ναζιστικής – φασιστικής κατοχής της χώρας, ο Γληνός θα παραδοθεί από το δοσιλογικό Κράτος στις ιταλικές αρχές, οι οποίες θα τον απελευθερώσουν εξαιτίας της πολύ άσχημης κατάστασης της υγείας του. Θα είναι ένας από τους ιδεολογικούς ιδρυτές του ΕΑΜ και συγγραφέας της διακήρυξης “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”. Θα πεθάνει τα Χριστούγεννα του 1943, αφού πρώτα είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και ετοιμαζόταν για να μεταβεί από την κατεχόμενη από το ναζισμό – φασισμό Αθήνα στην κεντρική Ελλάδα, η οποία είχε ήδη απελευθερωθεί με τα παρτιζάνικα όπλα, ώστε να συμμετάσχει στην “Κυβέρνηση του βουνού” που συγκρότησε -από το Μάρτη μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944- τη “Λαϊκή Δημοκρατία της Ελεύθερης Ελλάδας”.
[21] Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864): συγγραφέας, πολιτικός και ένας από τους στρατιωτικούς διοικητές της ελληνικής επανάστασης του 1821. Τα Απομνημονεύματα του, ένα είδος προφορικής αυτοβιογραφίας -όπως επίσης και άλλα γραπτά του– αποτελούν κομμάτι των σημαντικότερων πρωτογενών πηγών της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας.
[22] Η παρουσία του βιομηχανικού κολοσσού Siemens στην Ελλάδα χρονολογείται από το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Στους σύγχρονους καιρούς, ήδη από το 1997 αλλά ιδιαίτερα από το 2008 κι έπειτα, ξέσπασε στην Ελλάδα το “σκάνδαλο Siemens”, το οποίο αφορά τα “μαύρα ταμεία” και τις μίζες στα δύο κυβερνητικά κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), σε πολιτικούς και κρατικούς αξιωματούχους, μέσω των οποίων η γερμανική πολυεθνική μπόρεσε να φτιάξει ένα μονοπωλιακό σύστημα σε μια σειρά νευραλγικών τομέων (κυρίως σ’ εκείνο των δημόσιων τηλεπικοινωνιών του ΟΤΕ, αλλά όχι μόνο) της ελληνικής οικονομίας. Καθόλη αυτή την περίοδο το δημόσιο χρέος -πληρωμένο με τη σφαγιαστική πολιτική των μνημονίων- ανέβαινε στα ύψη. Έπειτα από διάφορες προανακριτικές εξετάσεις, μαρτυρίες, δίκες, κοινοβουλευτικές επιτροπές κ.λπ., οι οποίες εξελίχτηκαν κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που το Βερολίνο προωθούσε τη μιντιακή προπαγάνδα για τη “διεφθαρμένη και τεμπέλα Ελλάδα”, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Siemens στην Ελλάδα, Μιχάλης Χριστοφοράκος, βρέθηκε και βρίσκεται ως σήμερα υπό προστασία, υπό καθεστώς ασυλίας στη Γερμανία. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το 1946 ο πατέρας του, ο ιατρός Νικόλαος Χριστοφοράκος, υπήρξε ένας από τους κατηγορούμενους στις ελάχιστες δίκες που διεξήχθησαν στην Αθήνα μετά το τέλος του πολέμου, στην Ελλάδα του εμφυλίου πολέμου, ενάντια στους συνεργάτες των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής. Εκείνος όμως, σε αντίθεση με το γιο του (που καταδικάστηκε το 2017 και έμεινε γνωστός ως ο “καλλιεργητής του ελληνικού πολιτικού τοπίου”), είχε αθωωθεί λόγω “έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων”…
Σημείωμα των εκδόσεων PGreco στο οπισθόφυλλο.
O Δημήτρης Κουφοντίνας ταύτισε τη ζωή του με τον αγώνα ενάντια σ’ ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο φάνταζε πανταχού παρών και ανέγγιχτο. Η επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη, της οποίας υπήρξε μέλος, κινήθηκε ενάντια σ’ όλο αυτό, θέλοντας ν’ αποδείξει αντίθετα ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι -σε κάθε περίπτωση- ανίκητο.
Ο πρώην μαχητής, βρισκόμενος στη φυλακή, διαβάζει συνέχεια, μεταφράζει συγγραφείς επαναστάτες, γράφει όταν αυτό τού επιτρέπεται: πρόκειται για ένα νέο μέσο πάλης. Σε αυτό το βιβλίο – συνέντευξη, απαντώντας στις ερωτήσεις του Τάσου Παππά, ο Κουφοντίνας δεν απευθύνεται μονάχα στον αναγνώστη, αλλά απαντάει ουσιαστικά στον ίδιο του τον εαυτό, στοχάζεται για όσα υποστήριξε και υπερασπίστηκε, στα λάθη που έγιναν, γύρω από όλα όσα είναι ακόμα εφικτά να γίνουν. Με λίγα λόγια, μια συνέντευξη στην οποία μιλάει για την εμπειρία του στη 17 Νοέμβρη, όπου όμως φωτίζεται επίσης και η εμπειρία μιας από τις μαχόμενες οργανώσεις μαρξιστικού – λενινιστικού προσανατολισμού, από τις πιο ενδιαφέρουσες, αλλά και λιγότερο γνωστές, από όσες αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη της δεκαετίας του ‘70.
https://athens.indymedia.org/post/1618654/
Χαιρετισμός του Δ,. Κουφοντίνα στις βιβλιοπαρουσιάσεις της ιταλικής έκδοσης “13 Απαντήσεις” (Φλωρεντία 12 & Μπέργκαμο 15/5/22.
από Προλ.Πρωτ
18/05/2022 12:19 πμ.
από prolprot.espivblogs.net
Χαιρετισμός του συντρόφου & πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα. Διαβάστηκε μεταφρασμένος, στις βιβλιοπαρουσιάσεις που πραγματοποιήθηκαν την Πέμπτη 12 Μάη στη Φλωρεντία από το Collettivo Politico 13 Rosso και την Κυριακή 15 Μάη 2022 στο Μπέργκαμο στο Spazio di documentazione La Piralide, της ιταλικής έκδοσης του βιβλίου – συνέντευξης του “13 Απαντήσεις. Μια συζήτηση με τον Τάσο Παππα” (Εκδόσεις Μονοπάτι. Αθήνα, 2016.) που κυκλοφορεί με τίτλο “Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη. 13 Απαντήσεις από τη φυλακή” (Εκδόσεις PGreco, Μιλάνο, 2021. Μετάφραση Λέων Βλάσσης).
Οι εκδηλώσεις πραγματοποίηθηκαν με τη συμμετοχή του συντρόφου & επιμελητή των εκδόσεων Μανόλο Μορλάκι και του συντρόφου Πασκουάλε Αμπατάντζελο, πρώην πολιτικού κρατούμενου στις ιταλικές ειδικές φυλακές, μέλους των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων – Nuclei Armati Proletari (NAP) και έπειτα των Κόκκινων Ταξιαρχιών – Brigate Rosse (Β.R), ο οποίος εξέτισε 20 χρόνια εγκλεισμού, 6 χρόνια ημιελευθερίας και 4 χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας χωρίς ποτέ να μετανοήσει, ούτε να διαχωριστεί. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία του “Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70” (Εκδόσεις Διάδοση. Αθήνα, 2020).
Σας στέλνω θερμούς αγωνιστικούς χαιρετισμούς μέσα από τη φυλακή του Δομοκού, μια άτυπη φυλακή ειδικού τύπου. Και μέσα από μια φυλακή μέσα στη φυλακή που έχει διαμορφώσει ένα καθεστώς εξαίρεσης με ειδικούς φωτογραφικούς νόμους, με ειδική σωφρονιστική και δικαστική αντιμετώπιση.
Χαίρομαι που βρίσκομαι νοερά μαζί σας απόψε, που σας μιλάω μέσα από αυτό το μικρό βιβλίο με το ολοπόρφυρο εξώφυλλο που μετέφρασε τόσο καλά ο σύντροφος Λέων και μας έκανε την τιμή να προλογίσει με το δυνατό λόγο του ο σύντροφος Αμπατάντζελο
Προέρχομαι και εγώ από το αντάρτικο ρεύμα που διέτρεχε ολόκληρο τον πλανήτη από τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Ένα ρεύμα που διαπνεόταν από την επαναστατική αντιιμπεριαλιστική γεωστρατηγική του Ένα, δύο, πολλά Βιετνάμ, τροφοδοτούσε η αντίσταση του βιετναμικού και του παλαιστινιακού λαού, άνθιζαν τα αντάρτικα στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική, φούντωναν τα μητροπολιτικά αντάρτικα πόλης στην Ευρώπη. Ένα ρεύμα που έθετε ξανά το ζήτημα της ένοπλης πλευράς της επανάστασης, ύστερα από την εξάντληση του τριτοδιεθνιστικού μοντέλου, και άνοιγε όλο το φάσμα των μορφών πάλης, υπερβαίνοντας τον ρεφορμιστικό εγκλωβισμό στα όρια της εκάστοτε καθεστωτικής νομιμότητας.
Ένα ρεύμα οικείο και για εσάς. Νιώθουμε τη βαθιά συγγένεια με τους συντρόφους που πολέμησαν, καταδιώχτηκαν, φυλακίστηκαν γιατί έδωσαν το παρόν στο αντάρτικο κάλεσμα του καιρού τους. Είχαμε παρόμοιες εμπειρίες, κοντινές διαδρομές, υπήρξαμε κομμάτια της ίδιας ιστορίας.
Ωστόσο, εμάς της 17Ν, μας έλαχε να παλεύουμε σε μια εξαρτημένη, ημιπεριφερειακή χώρα, με κοινωνική και πολιτική αστάθεια, με πελώριες ταξικές αντιθέσεις, με μια κυρίαρχη λούμπεν μεγαλοαστική τάξη, με άτυπη αμερικανική κατοχή που δεν δίστασε να επιβάλει τη στρατιωτική δικτατορία του 1967-74, με την πρεσβεία των ΗΠΑ να αποτελεί ακόμα και σήμερα βασικό πόλο της εξουσίας, ενώ αυξάνει διαρκώς το θηριώδες πλέγμα των στρατιωτικών βάσεων που περισφίγγουν ασφυκτικά την ελληνική γεωγραφία.
Όμως, ταυτόχρονα, αυτή τη χώρα διατρέχει διαχρονικά ένα ρεύμα ανυποταξίας και αντίστασης, με κορύφωση τη δεκαετία της φωτιάς 1940-50 που άρχισε με τη μαζική εθνική αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για να κλείσει με την τελευταία ένοπλη επανάσταση στην Ευρώπη, του ΔΣΕ το 1946-49. Αυτή η αντίσταση είναι οι ρίζες μας, η κληρονομιά, αλλά και η ευθύνη μας. Αυτή η αντίσταση διαμόρφωσε τη συλλογική μνήμη που τροφοδότησε και το δικό μας επαναστατικό ρεύμα.
Είναι αδύνατον να ερμηνεύσουμε το παρόν χωρίς αναφορά σε αυτό το παρελθόν. Που βαραίνει και στην αντιμετώπιση της εξουσίας απέναντι στους πολιτικούς κρατούμενους, η οποία γίνεται με καθαρά εμφυλιοπολεμικούς όρους, με τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική ρητορεία και απαίτηση για υπογραφή δήλωσης μετανοίας που ιστορικά ξυπνά τις πιο ζοφερές μνήμες.
Δεν πρόκειται απλώς για το τυφλό μίσος και την εμμονική εκδικητικότητα της σημερινής πολιτικής εξουσίας, ούτε μόνο για τις συνεχείς και έντονες παρεμβάσεις της αμερικάνικης πρεσβείας. Δεν πρόκειται εδώ απλώς για την τύχη ή τη βιολογική εξόντωση ενός ατόμου, δεν πρόκειται για την εξόφληση κάποιων παλιών λογαριασμών. Αυτό που ζητούν είναι, μέσα από την προσωπική ταπείνωση και τη δήλωση υποταγής και μεταμέλειας, να σπιλώσουν και να χτυπήσουν τη συλλογική μνήμη. Αυτό που ζητούν είναι, μέσα από τη βιολογική εξόντωση να κόψουν τις γέφυρες επαναστατικών εμπειριών, την ενότητα συνέχειας και προοπτικής.
Και επειδή αυτή η κεντρική επιδίωξη της κυριαρχίας είναι πολιτική, και η αντιμετώπιση της δεν μπορεί παρά να είναι κατά κύριο λόγο πολιτική. Έτσι, το ατομικό δεν μπορεί παρά να υπαχθεί στο πολιτικό. Είδαμε πως στο περσινό κίνημα αλληλεγγύης και τις μεγάλες πορείες που περιγράφει και ο σύντροφος Αμπατάντζελο. Στον πρόλογο του, το ατομικό αίτημα υπερέβαινε την τύχη ενός ατόμου και έπαιρνε ευρύτερο χαρακτήρα, συνδεόταν με την πολιτική και κοινωνική συγκυρία και μετατρεπόταν σε κεντρικό πολιτικό επίδικο.
Όσον με αφορά, είμαι πολύ μικρός για να διαπράξω τη μεγάλη ατιμία να υπογράψω δήλωση μετανοίας, όταν σ’ αυτόν τον τόπο τόσοι και τόσοι νέοι κομμουνιστές προτίμησαν να μην ξαναδούν τον ήλιο ν’ ανατέλλει για να μην υπογράψουν μια τέτοια δήλωση.