από Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης 13/01/2017 4:48 μμ.
Α. Σχετικά με την υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου
Οι «ενδείξεις» και η σύλληψη
Στις 10/8/2012, στη Νάουσα Πάρου, πραγματοποιείται ένοπλη ληστεία στην ALPHA bank. Κατά τη διάρκεια της ληστείας, στην προσπάθειά του να εμποδίσει τη διαφυγή των ληστών, 53χρονος οδηγός ταξί τραυματίζεται και τελικά πεθαίνει.
Την υπόθεση αναλαμβάνει πολύ γρήγορα η αντιτρομοκρατική. Ο λόγος για την εμπλοκή της αντιτρομοκρατικής σε μία υπόθεση ληστείας υποτίθεται ότι είναι το γεγονός πως ένας από τους ληστές δεν πήρε τα χρήματα κάποιου καταθέτη, λέγοντάς του ότι στόχος είναι τα χρήματα της τράπεζας και όχι των πελατών. Είναι, λοιπόν, αυτό το γεγονός (δηλαδή, κάτι που ισχύει στη συντριπτική πλειοψηφία των ληστειών τραπεζών), ο υποτιθέμενος λόγος που η αντιτρομοκρατική «καλείται» να «διαλευκάνει» την υπόθεση.
Ο πραγματικός λόγος, φυσικά, είναι ότι τα καθίκια της εν λόγω υπηρεσίας έχουν βρει μία άριστη ευκαιρία να οδηγήσουν έναν ακόμα αναρχικό στη φυλακή, και να παρουσιάσουν τους αναρχικούς ως αιμοδιψή τέρατα. Και το κάνουν δεξιοτεχνικά και από κοινού με τα ΜΜΕ, τα οποία παρουσιάζουν από την πρώτη στιγμή ως δράστη τον Τάσο Θεοφίλου.
Πως οδηγήθηκαν όμως τα κυνηγόσκυλα της αντιτρομοκρατικής στο Τάσο Θεοφίλου; Εντελώς «τυχαία», με το που αναλαμβάνει η αντιτρομοκρατική την υπόθεση, δέχεται ένα «ανώνυμο» τηλεφώνημα, σύμφωνα με το οποίο ο ληστής της Πάρου λέγεται Τάσος, έχει σχέση με την «τρομοκρατία» και μένει, σε συγκεκριμένη διεύθυνση (!), στη Θεσσαλονίκη. Πάλι εντελώς «τυχαία» η αντιτρομοκρατική δέχεται μετά από λίγες μέρες και δεύτερο «ανώνυμο» τηλεφώνημα, που την ενημερώνει πού ακριβώς βρίσκεται τότε αυτός ο Τάσος. Εκείνη την ημέρα λοιπόν, στις 18/08/2012, ο (έκπληκτος) Τάσος Θεοφίλου συλλαμβάνεται την ώρα που βγαίνει από το μετρό του Κεραμεικού, ακριβώς εκεί που υπέδειξε το «ανώνυμο» τηλεφώνημα.
Αφού οι μπάτσοι του περνάν χειροπέδες και του φοράν μαύρη κουκούλα, κατά τη γνωστή τους τακτική τον κατηγορούν στη συνέχεια για «αντίσταση κατά της αρχής», κατηγορία που δικαιολογεί τη λήψη δαχτυλικών αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού. Έτσι, τον οδηγούν στη ΓΑΔΑ όπου του παίρνουν γενετικό υλικό δια της βίας (με τη μέθοδο του πνιγμού). Από αυτό το σημείο και μετά, τους είναι πλέον πανεύκολο να του φορτώσουν οποιαδήποτε άλλη κατηγορία που εξυπηρετεί τον σκοπό τους, και τον κατηγορούν για συμμετοχή στην επαναστατική οργάνωση ‘Πυρήνες της Φωτιάς’, με μόνο στοιχείο τη φιλική του σχέση με τον Κ. Σακκά.
Τα «στοιχεία»
Ας δούμε, τώρα, ένα – ένα τα «ενοχοποιητικά στοιχεία» για τη ληστεία:
Το ανώνυμο τηλεφώνημα
Είναι προφανές ότι τα «ανώνυμα» τηλεφωνήματα στην αντιτρομοκρατική δεν είναι τίποτα άλλο από γελοίες στημένες αφορμές για την εντελώς άνευ αιτίας δράση της εν λόγω υπηρεσίας. Κάθε φορά που τα καθίκια της αντιτρομοκρατικής θέλουν να σύρουν ένα σύντροφο στο τμήμα, να κάνουν μια εντελώς παράνομη έφοδο, ή γενικώς να κινηθούν με όλη την ελευθερία που τους παρέχει η «δημοκρατία», εμφανίζουν ένα δήθεν «ανώνυμο» τηλεφώνημα που τους έχει ενημερώσει για φοβερές και τρομερές έκνομες ενέργειες.
Όταν στη δίκη που ακολούθησε τέθηκε από τους συνηγόρους η εν λόγω αστειότητα, οι μπάτσοι πραγματικά έδειξαν πόσο λίγο τους νοιάζει να παρουσιάσουν την υπόθεση ως ρεαλιστική, λέγοντας φαιδρότητες για τα «ανώνυμα τηλεφωνήματα». Μάθαμε, λοιπόν, απ’ αυτούς ότι εν έτει 2012 τα «ανώνυμα τηλεφωνήματα» δεν καταγράφονται (!). Το περιεχόμενό τους σημειώνεται σε κάποιο χαρτί που δίνεται στον επικεφαλής και έπειτα καταστρέφεται (!). Δικαιολογώντας την απίστευτη αυτή γελοιότητα, που δε θα έπειθε ούτε ένα παιδί, διατυπώθηκαν σοβαρά επιχειρήματα όπως ότι και αυτοί «Έλληνες είναι και υπάρχουν μεταξύ τους προσωπικές αντιζηλίες» (!).
Το καπέλο
Υποτίθεται ότι ένας από τους δράστες φορούσε ένα καουμπόικο καπέλο, το οποίο επίσης υποτίθεται ότι του έπεσε. Η αντιτρομοκρατική ισχυρίζεται ότι το γενετικό υλικό που βρέθηκε στο καπέλο ταυτίζεται 100% με αυτό του Τάσου Θεοφίλου.
Χωρίς να επεκταθούμε στην αξιοπιστία της μεθόδου ταυτοποίησης του DNA, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, θα κάνουμε μία στάση σε δύο σημεία:
(1) Αφενός το καπέλο… δεν υπάρχει πουθενά στη ληστεία. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι κάποιος από τους δράστες φορούσε καουμπόικο καπέλο. Στις φωτογραφίες της σήμανσης, όπου είναι φωτογραφημένη και η παραμικρή λεπτομέρεια, το εν λόγω καπέλο δεν υπάρχει πουθενά φωτογραφημένο. Ομοίως, κανένας από τους μάρτυρες δεν είπε ότι κάποιος από τους δράστες φορούσε τέτοιο καπέλο. Αλλά, ως εκ θαύματος, το ανύπαρκτο, αρχικά, καπέλο εμφανίζεται… μαγικά (!) απευθείας στις φωτογραφίες με τα ευρήματα στη ΓΑΔΑ, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι αυτό έχει αποσταλεί από το ΑΤ της Πάρου προς τη ΓΑΔΑ σε διαφορετική ημερομηνία, και ακολουθώντας διαφορετική διαδρομή από τα υπόλοιπα ευρήματα.
Να σημειωθεί τέλος, ότι κατά τη διάρκεια του εφετείου του συντρόφου, στις 10/1/2017, οι μάρτυρες κατηγορίας, βλέποντας σε φωτογραφίες το καπέλο που υποδεικνύει η αντιτρομοκρατική ως καπέλο του δράστη, είπαν πως ούτε το σχήμα, ούτε ο τύπος καπέλου μοιάζει με αυτό που φορούσε ο δράστης κατά τη διάρκεια της ληστείας, τόνισν δε ότι το εν λόγω καπέλο μεταφέρθηκε στη σκηνή του εγκλήματος μέσα σε πλαστική σακούλα, χωρίς αν θυμούνται από ποιον.
(2) Στην έκθεση της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το DNA του Τάσου Θεοφίλου ταυτίζεται 100% με αυτό του ευρήματος, αναφέρεται ότι πραγματοποιήθηκε σάρωση του εσωτερικού του καπέλου με βαμβακοφόρο στυλαιό, χωρίς όμως να γίνεται καμιά αναφορά στο τι είδους ιστός σαρώθηκε (ιδρώτας, αίμα, σπέρμα, κύτταρα δέρματος, σάλιο).
Έτσι, λοιπόν, αυτό που έχουμε συνοπτικά είναι ότι στο καπέλο «φάντασμα» εντοπίζεται άγνωστο γενετικό υλικό, που όμως, με τη χρήση μιας αναξιόπιστης για την ταύτιση του δράστη μέθοδο, αποδεικνύεται «περίτρανα» ότι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Τάσο Θεοφίλου.
Η συμμετοχή στη Σ.Π.Φ.
Η αντιτρομοκρατική στήνει ακόμα πιο πρόχειρα την υποτιθέμενη συμμετοχή του συντρόφου στην ε.ο. ‘Συνομωσία Πυρήνων της Φωτιάς’. Εδώ το «αδιάστιστο» στοιχείο ενοχής είναι … τα σουβλάκια! Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός αναμφίβολα «αξιόπιστου» μπάτσου της αντιτρομοκρατικής, τον Νοέμβρη του 2010 ο Τ. Θεοφίλου έφαγε σουβλάκια παρέα με τον αναρχικό Κώστα Σακκά. Από αυτήν την εγκληματική δραστηριότητα, λοιπόν, εξάγεται με «σαφήνεια» ότι ο Τ. Θεοφίλου είναι μέλος της Σ.Π.Φ. Επιπλέον, και πάλι με «μαρτυρία» αυτής της ίδιας της αντιτρομοκρατικής (!), υποτίθεται ότι αυτός παρείχε και μέτρα αντιπαρακολούθησης στον Καραγιαννίδη, επίσης κατηγορούμενου για την ίδια υπόθεση, στην περιοχή του Αγρινίου. Μη αρνούμενος τη φιλική του σχέση με τον Κώστα Σακκά, ο Τάσος Θεοφίλου έχει αρνηθεί τόσο την συμμετοχή του στη Σ.Π.Φ. όσο και τις υποτιθέμενες αντιπαρακολουθήσεις για τον Καραγιαννίδη, αναφέροντας μάλιστα ότι τον εν λόγω σύντροφο τον είδε για πρώτη φορά στις φωτογραφίες που δημοσίευσαν οι μπάτσοι μετά τη σύλληψή του, και τον γνώρισε πρώτη φορά εντός της φυλακής.
Τα αστεία αυτά στοιχεία (εδώ αρκεί να πούμε ότι οι μπάτσοι έπεφταν συνέχεια σε αντιφάσεις μεταξύ τους, φτάνοντας να υποστηρίζουν ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν στον Πειραιά και στην Καλλιθέα, με διαφορά 5 λεπτών) δεν μπόρεσαν να πείσουν ούτε καν το καταφανώς στημένο δικαστήριο, το οποίο και τον απάλλαξε από τις κατηγορίες για συμμετοχή στη Σ.Π.Φ.
Η συγγραφική δραστηριότητα
Τα διηγήματα του Τ. Θεοφίλου, που ο ίδιος δημοσίευε στο blog ‘paranoiriko’, επίσης χρησιμοποιήθηκαν ως αποδείξεις της «εγκληματικής του ψυχοσύνθεσης» και των «σχεδιαζόμενων εγκληματικών του δραστηριοτήτων».
Γι αυτό το τελευταίο στοιχείο, ας πούμε λακωνικά ότι ουδόλως χρειάζεται να επεκταθούμε για την αποδόμηση του.
Το DVD της ληστείας
Αφού όλα τα παραπάνω είχαν καταδείξει ότι η αντιτρομοκρατική δεν είχε απολύτως κανένα στοιχείο απέναντι στο Τ. Θεοφίλου, για μία ακόμα φορά εμφανίστηκε (ως μάνα εξ ουρανού) το… DVD της ληστείας από τις κάμερες ασφαλείας της τράπεζας, το οποίο για κάποιον περίεργο λόγο δεν είχε ως τότε κατατεθεί ως στοιχείο από τον νομικό σύμβουλο της ALPHA bank. Το μόνο που θα μπορούσε κάποιος να υπογραμμίσει εδώ είναι ότι το να ληφθεί υπόψη ένα στοιχείο που δεν έχει αρχικά συμπεριληφθεί στη δικογραφία -έτσι ώστε να μπορέσει η υπεράσπιση να ελέγξει την γνησιότητα του και να προετοιμαστεί σχετικά- παραβιάζει καταφανώς και απροκάλυπτα κάθε ένα «δίκαιης δίκης». Αυτό όμως ήταν μια «ασήμαντη λεπτομέρεια» που η έδρα αποφάσισε ότι δεν υπήρχε λόγος να λάβει υπόψη της, και έτσι το DVD χρησιμοποιήθηκε κανονικά. Προφανώς ο μόνος λόγος που το DVD δεν είχε παρουσιαστεί αρχικά ήταν το γεγονός ότι δεν έδειχνε τίποτα ενοχοποιητικό για τον σύντροφο.
Οι μάρτυρες
Οι καταθέσεις όλων ανεξαιρέτως των μαρτύρων για το αν αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του Τ. Θεοφίλου κάποιον από τους δράστες, ήταν όλες αρνητικές. Τόσο οι υπάλληλοι της ALPHA bank, όσο και οι αυτόπτες μάρτυρες της ληστείας (κάτοικοι της Πάρου), όχι μόνο δεν τον αναγνώρισαν αλλά ούτε καν ισχυρίστηκαν την ελάχιστη, έστω, ομοιότητά του με κάποιον από τους ληστές.
Κατά τη διάρκεια, δε, της εξέτασης των μαρτύρων, ένας απ’ αυτούς παραδέχτηκε ότι καλέστηκαν στη διεύθυνση ασφαλείας της συγκεκριμένης τράπεζας, όπου τους παρουσιάστηκε το DVD της ληστείας, ενώ οι προηγούμενές τους καταθέσεις τους δόθηκαν (παράνομα) ώστε να μην πέσουν σε αντιφάσεις. Όταν αυτό αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο, η πρόεδρος απλώς δήλωσε ότι «γίνονται αυτά», προχωρώντας κανονικά στην εξέταση των μαρτύρων!
Ας σταθούμε, τώρα για λίγο, και στον τελευταίο μάρτυρα… τον τμηματάρχη της «αντιτρομοκρατικής» Χαρδαλιά. Εδώ φανερώνεται, για ακόμα μία φορά, η καταπληκτικά αποτελεσματική τακτική της αντιτρομοκρατικής να κατηγορεί κάποιον με κύριο στοιχείο ενοχής το γεγονός ότι το λέει η ίδια (!). Αλλά, παρότι ακόμα και ο Χαρδαλιάς αναγκάστηκε να πει: «εγώ δε λέω, μπορεί και να μην ήταν ο άνθρωπος στη ληστεία», η έδρα υπήρξε και πάλι «ρηξικέλευθη» και απλά … έσβησε τη δήλωση αυτή από τα πρακτικά!
Πέρα από όλες τις παραπάνω σοβαρότατες δικονομικές παραβάσεις, η έδρα έδειξε από την αρχή το τι είχε πάει να κάνει εκεί: αφενός αποφάσισε να συμπεριλάβει στα αναγνωστέα έγγραφα τα διηγήματά του Τ. Θεοφίλου αλλά και τα αστυνομικά ρεπορτάζ του «Θέματος» (μιας από τις χειρότερες κίτρινες φυλλάδες ενός ακροδεξιού σιχάματος), ενώ δεν παρέλειπε να τονίζει ότι ο κατηγορούμενος έχει απαλλαγή από το στρατό, ότι εκδίδει διηγήματα από τον «ύποπτο» εκδοτικό οίκο Ασύμμετρη Απειλή, και άλλα τέτοια απολύτως σχετικά με την υπόθεση (!), και αφετέρου, δεν δίστασε να υπονοήσει ότι ο κατηγορούμενος δεν πήγε στη δίκη καλοξυρισμένος, προκειμένου να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του.
Η δίκη του που ξεκίνησε το Νοέμβρη του 2013, έγινε σε επίπεδο τριμελούς εφετείου κακουργημάτων (ειδική σύνθεση βάσει του «αντιτρομοκρατικού» νόμου χωρίς ενόρκους). Ήταν αυτή η έδρα, λοιπόν, που καταδίκασε τον Τάσο Θεοφίλου σε 25 χρόνια κάθειρξης για συμμετοχή σε ληστεία και απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία, ενώ αναγκάσθηκε να τον αθωώσει από την κατηγορία της συμμετοχής στην οργάνωση Σ.Π.Φ., καθώς και από την κατηγορία της συναυτουργίας στην ανθρωποκτονία.
Χωρίς απολύτως κανένα στοιχείο λοιπόν, ο σύντροφος βρέθηκε να αντιμετωπίζει μια ποινή 25 ετών. Και παρ’ όλ’ αυτά, τα κωπρόσκυλα της αντιτρομοκρατικής δεν είναι ικανοποιημένα, με αποτέλεσμα να ασκηθεί «έφεση υπέρ του νόμου». Ο -συνήθης ύποπτος- εισαγγελέας Δράκος έκανε και πάλι αυτό που του είχε ανατεθεί από τους προϊστάμενους του, ασκώντας την εν λόγω έφεση και μετατρέποντάς την ουσιαστικά σε επανάληψη του πρωτόδικου, δηλαδή, στην επανεξέταση ακόμα και των κατηγοριών για τις οποίες ο Τ. Θεοφίλου είχε πρωτόδικα αθωωθεί. Το εφετείο αυτό ξεκίνησε στις 21 Νοεμβρίου 2016.
Η πολιτική σημασία της υπόθεσης του Τάσου Θεοφίλου
Η υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου μας αφορά όλες και όλους. Αφενός γιατί ένας σύντροφος βρίσκεται εδώ και 4 χρόνια -και για πολλά ακόμα αν περάσει η πρόθεση της αντιτρομοκρατικής- στη φυλακή, χωρίς να υπάρχει απολύτως κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τη συμμετοχή του στην εν λόγω ληστεία. Αφετέρου γιατί μέσα από την υπόθεση αυτή ξετυλίγεται όλο το κουβάρι των κατασταλτικών νομικών εργαλείων του κράτους, των μεθοδεύσεων της αντιτρομοκρατικής, και του ρόλου που η εν λόγω υπηρεσία έχει αποκτήσει, ως κράτος εν κράτει.
Εδώ θα σταθούμε σε 3 σημεία, τα οποία έχουν ιδιαίτερη πολιτική σημασία:
Το νομικό οπλοστάσιο του κράτους
Τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός ότι η σχέση εξουσίας και ρητορικής περί τρομοκρατίας είναι άρρηκτη. Η ρητορική αυτή ξεδιπλώθηκε ως παγκόσμια κατασταλτική στρατηγική κυρίως μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους το 2001. Από τη μια, οι επεκτατικοί πόλεμοι εκτός της “πολιτισμένης” δύσης βαπτίστηκαν πόλεμοι κατά της τρομοκρατίας, και από την άλλη, στο εσωτερικό των χωρών αυτών η ίδια ρητορική χρησιμοποιήθηκε ως αναπόσπαστο κομμάτι ενδυνάμωσης των κατασταλτικών μηχανισμών και αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού. Μέσω της ιδεολογικής προπαγάνδας από κράτος και ΜΜΕ, φωτογραφήθηκε ως εσωτερικός εχθρός ο μετανάστης, ο διαφορετικός, αυτός που δεν τάσσεται με τις επιταγές της εξουσίας, αυτός που έμπρακτα εναντιώνεται στο υπάρχον. Άρχισαν να οργανώνονται λοιπόν “αντιτρομοκρατικές” εκστρατείες που συνοδεύονταν από θεωρίες ακροκινούμενων ομάδων και εξτρεμιστών. Παράλληλα γίνονταν προσπάθειες αναβάθμισης του νομικού οπλοστασίου με διττό στόχο: αφενός να τιμωρηθούν οι διασαλευτές της τάξης και, αφετέρου, να παραδειγματιστούν μέσω του εκφοβισμού οι υπόλοιποι. Απαραίτητο πεδίο για την εφαρμογή των τρομονόμων υπήρξε ο κοινωνικός κατακερματισμός που χαρακτήρισε την κοινωνία τις δεκαετίες της πλαστής ευδαιμονίας. Η εσωτερίκευση του φόβου, της ανασφάλειας, και της αυτοπειθάρχησης, η πεποίθηση ότι το δικαίωμα στην ασφάλεια είναι το ύψιστο δικαίωμα.
Ο σημερινός τρομονόμος, κορωνίδα του νομικού οπλοστασίου του κράτους εναντίον των αγωνιζόμενων κομματιών της εργατικής τάξης, δεν είναι ο πρώτος που η εξουσία επιχείρησε να επιβάλει. Το 1978, η κυβέρνηση της ΝΔ καταθέτει τον πρώτο αντιτρομοκρατικό νόμο (νόμος 774/78). Η χρονική συγκυρία δεν είναι τυχαία: εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες βρίσκονται σε άνθηση, τα εργοστασιακά σωματεία βάσης αριθμούν χιλιάδες μέλη, οι οικοδόμοι συχνά- πυκνά τα κάνουν γυαλιά καρφιά, οι μαθητές και οι φοιτητές βρίσκονται σε αναβρασμό, το περιβαλλοντικό ζήτημα γίνεται για πρώτη φορά πεδίο αντιπαραθέσεων της εξουσίας με τους τοπικούς πληθυσμούς, το αγροτικό βρίσκεται σε όξυνση. Και εκεί έρχεται ο πρώτος αντιτρομοκρατικός νόμος για να συμπληρώσει το ήδη οξυμένο πλαίσιο καταστολής, τις βίαιες επιθέσεις στις διαδηλώσεις, την ανοιχτή συνεργασία με τα αφεντικά προς πάταξη των απεργιών, τη διατήρηση όλου του κορμού της χούντας και το νόμο 330 του 1976 περί “επαγγελματικών σωματείων”, ο οποίος βάζει ασφυκτικούς περιορισμούς σε κάθε απεργιακή δραστηριότητα. Και έρχεται ακριβώς για αυτόν το λόγο: για να χτυπήσει τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας.
Μετά την κατάργηση του από το ΠΑΣΟΚ, ο δεύτερος αντιτρομοκρατικός νόμος θα έρθει το 1990 (νόμος 1916/1990), με τον ίδιο σκοπό, και, μετά και την δεύτερη κατάργηση του, θα έρθει ξανά το 2001. Ο πρώτος τρομονόμος (άρθρο 187 του ΠΚ) το 2001 και ο δεύτερος τρομονόμος (άρθρο 187Α του ΠΚ) το 2004 ήταν η πρώτη πράξη της κατασταλτικής επίθεσης. Τον Απρίλιο του 2009, έπειτα από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και υπό τη σκιά της καπιταλιστικής κρίσης που είχε ξεσπάσει σε διεθνές επίπεδο, ψηφίστηκε ο περιβόητος κουκουλονόμος. Το 2014 ψηφίστηκε η κατασκευή φυλακών τύπου Γ’, των σύγχρονων λευκών κελιών της ελληνικής δημοκρατίας. Σε όλο αυτό το διάστημα είδαμε ακόμη τα περίφημα τρομοδικεία (μια επανάληψη των δικονομικών συνθηκών των έκτακτων στρατοδικείων), την ποινικοποίηση προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων, την απομόνωση αγωνιστών στα υπόγεια του Κορυδαλλού, τις σκευωρίες εναντίον συντρόφων και τις προφυλακίσεις και καταδίκες τους χωρίς κανένα στοιχείο, τις εισβολές σε σπίτια λόγω ανώνυμων (ασφαλίτικων) καταγγελιών, τους βασανισμούς συλληφθέντων, και την ολοένα και πιο σκληρή στάση της αντιτρομοκρατικής η οποία συμπυκνώνει πλέον την ουσία του κράτους. Είδαμε, δηλαδή, την συνεχή διεύρυνση της ποινικής καταστολής, μια διεύρυνση που, όπως συνέβη και στην πρώτες δύο απόπειρες επιβολής του τρομονόμου, δεν ήταν τυχαία χρονικά.
Το 2008 είναι η χρονιά έναρξης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του διεθνοποιημένου κεφαλαίου, η καταστολή κάθε εστίας αντίστασης και η πειθάρχηση των κοινωνιών κρίνεται απαραίτητη. Όσο για τις αντιστάσεις και τα κινήματα, η συνταγή είναι απλή: καταστολή, φυλακίσεις και τρομοκρατία. Η στάση του κεφαλαίου είναι ξεκάθαρη απέναντι σ’ αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στην υποβάθμιση της ζωής τους.
Η καταστολή απέναντι σε οποιονδήποτε αντιστέκεται και η αναβάθμιση του νομικού οπλοστασίου του ελληνικού κράτους είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος των πολιτικών λιτότητας, των μειώσεων μισθών και συντάξεων, των περικοπών σε όλες τις δημόσιες παροχές, δηλαδή της υποτίμησης και εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Την ίδια στιγμή που η τάξη μας δέχεται την μεγαλύτερη επίθεση εδώ και χρόνια, το κράτος εξαπολύει την πιο σκληρή επίθεση απέναντι στα κομμάτια της που σηκώνουν το ανάστημα τους.
Όλες οι συνιστώσες της κρατικής εξουσίας συνασπίζονται ενάντια στον κοινό εχθρό: αυτούς που αντιστέκονται και θα συνεχίσουν να αντιστέκονται με κάθε τρόπο και από κάθε θέση. Για να το καταφέρουν, δεν διστάζουν να καταργούν στην πράξη ακόμα και τον θεμελιώδη νόμο της “δημοκρατίας” τους, το σύνταγμα. Εμείς όμως ξέρουμε καλά κάτι που ολοένα και περισσότεροι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται: ότι η υποτιθέμενη “δημοκρατία” τους είναι ένα άλλοθι για να επιτευχθεί ο μεγάλος στόχος του κράτους και του κεφαλαίου, που δεν είναι άλλος από τη συντριβή όσων τους δημιουργούν προβλήματα στην προσπάθειά τους να πετσοκόψουν εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα δεκαετιών. Θέλουν να καταστήσουν τους προλετάριους όχι μόνο φθηνούς και αναλώσιμους, αλλά κυρίως φοβισμένους και ανήμπορους να αντιδράσουν.
Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσω των στρατοπέδων συγκέντρωσης για το πιο υποτιμημένο κομμάτι της τάξης μας, τους μετανάστες, μέσω των φυλακών τύπου Γ, των επιθέσεων σε διαδηλώσεις, της στρατιωτικοποίησης της αστυνομίας, της ανόδου της Χ.Α. και, σε σημαντικό βαθμό, μέσω ενός σφιχτού πλαισίου νομικών διατάξεων και μέτρων.
* Το κομμάτι αυτό έχει παρθεί αυτούσιο από εισήγηση που γράφτηκε το Μάρτιο του 2015 από το Συντονισμό Αναρχικών Συλλογικοτήτων Θεσσαλονίκης για την Αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας. Στο συντονισμό αυτόν συμμετείχαν τέσσερις συλλογικότητες της πόλης: Αναρχική Συλλογικότητα Άνω Θρώσκω, Αναρχική ομάδα Πυρανθός, Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης ,και Συλλογικότητα για τον κοινωνικό αναρχισμό Μαύρο & Κόκκινο.
Η μέθοδος ταυτοποίησης του DNA
Ένα ακόμα ισχυρό εργαλείο ελέγχου και καταστολής αποτελεί το DNA. Έχει ευρέως θεωρηθεί ως αδιάσειστο σημάδι ενοχής των κατηγορουμένων. Η αλήθεια, όμως, όπως αυτή επιβεβαιώνεται από σημαντικό μέρος της επιστημονικής κοινότητας, είναι αρκετά διαφορετική.
Κατά 99.9%, το ανθρώπινο DNA είναι απολύτως όμοιο ανάμεσα στα μέλη του είδους μας, ενώ διαφορές εντοπίζονται μόνο στο υπόλοιπο 0.1%.Όσον αφορά τη μέθοδο ταυτοποίησης δειγμάτων DNA -της διαφοράς δηλαδή ανάμεσα σε αυτό το 0,1%-, εγείρονται πολύ σοβαρές εντάσεις σχετικά με την αξιοπιστία της.
Αυτό που παίρνουν στα χέρια τους οι δικαστές και οι ένορκοι (όπου υπάρχουν, καθώς και αυτοί καταργούνται για τους κατηγορούμενους με το τρομονόμο) είναι δυο σειρές από αριθμούς, ο ένας από το δείγμα που βρέθηκε στο τόπο του εγκλήματος και ο άλλος από το δείγμα του κατηγορούμενου. Αν οι δύο σειρές αριθμών ταυτίζονται τότε το γενετικό υλικό που βρέθηκε θεωρείται ότι ανήκει στον κατηγορούμενο.
Πολύ άμεσα και λογικά, εδώ προκύπτει μία σειρά σημαντικών ερωτημάτων γύρω από την αξιοπιστία της υποτιθέμενης αλάνθαστης μεθόδου:
– Το πρώτο είναι ο φορέας της ανάλυσης. Η αντιτρομοκρατική -η ίδια αντιτρομοκρατική που στήνει υποθέσεις, βάζει ψευδομάρτυρες για την απόδειξη ότι κάποιος κατηγορούμενος διέπραξε μία «τρομοκρατική» πράξη, χρησιμοποιεί ως μάρτυρες σχεδόν αποκλειστικά τους μπάτσους, αρπάζει μικρά παιδιά από τις μανάδες τους και τα ανακρίνει επί ώρες, ή τα κρατά σε πτέγυρες παιδοψυχιατρικών νοσοκομείων για βαρέα περιστατικά, βασανίζει κρατουμένους, κ.λπ., κ.λπ.- είναι ταυτόχρονα και η υπηρεσία που εποπτεύει τη διαδικασία ανάλυσης. Είναι, λοιπόν, εύκολα αντιληπτό, με βάση τον ελάχιστο κοινό νου, ότι τα αποτελέσματα που βγαίνουν από τα εργαστήρια της αντιτρομοκρατικής είναι τόσο αξιόπιστα όσο και η ίδια (δηλαδή, καθόλου). Γι αυτόν το λόγο, ένα από τα βασικά αιτήματα της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων που είχε ξεκινήσει το Μάρτιο του 2015 ήταν η ανάλυση του γενετικού δείγματος από πραγματογνώμονα βιολόγο της εμπιστοσύνης του/της κατηγορουμένου/ης, αν και εφόσον το επιθυμεί. Δηλαδή, τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο: να υπάρχει ένας στοιχειώδης έλεγχος ότι τα αποτελέσματα είναι πράγματι ίδια με αυτά που εμφανίζει η αντιτρομοκρατική. Αν και αυτό προβλέπεται, μετά τη μερική νίκη της απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων το Μάρτιο του 2015, στη συντριπτική πλειοψηφία αυτό δε μπορεί να γίνει (και για οικονομικούς λόγους), οπότε για ακόμα μία φορά η απόδειξη ενοχή κάποιου είναι ότι το λέει η αντιτρομοκρατική.
– Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η ποσότητα του δείγματος: η μέθοδος της PCR που χρησιμοποιείται δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη σε πολύ μικρές ποσότητες δείγματος, ενώ ταυτόχρονα η υπεράσπιση των κατηγορουμένων στερείται την πρόσβαση στην ενημέρωση για το κατά πόσο ήταν ή όχι επαρκής η ποσότητα του δείγματος που πάρθηκε απ’ αυτούς.
– Σε πολλαπλές περιπτώσεις, η αντιτρομοκρατική δεν ανακοίνωσε καν το είδος του γενετικού υλικού που υποτίθεται ότι συνέλεξε. Το είδος όμως είναι σημαντικότατο. Για παράδειγμα, οι τρίχες δεν είναι επαρκές δείγμα για να μπορεί η μέθοδος να καταλήξει σε αξιόπιστα συμπεράσματα – εκτός και αν αυτές έχουν και τις ρίζες τους, αν έχουν, δηλαδή, τραβηχτεί και ξεριζωθεί.
Σε κάθε περίπτωση, τα εγκληματολογικά εργαστήρια της ασφάλειας είναι ειδικευμένα πάνω στην ταύτιση γενετικού υλικού (DNA) από σπέρμα ή αίμα. Όλα τα άλλα δείγματα (κύτταρα, σάλιο, ιδρώτας) δεν είναι εξίσου αξιόπιστα.
– Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, το DNA συλλέγεται από κινητά αντικείμενα: μία μάσκα, ένα καπέλο, κ.λπ., αντικείμενα, δηλαδή, που μπορεί να έχουν μεταφερθεί στον τόπο τους εγκλήματος με άσχετο τρόπο, ή απλά να μην έχουν καν συλλεχθεί από τον τόπο του εγκλήματος αλλά να έχουν προστεθεί από το έμπειρο σε ταχυδακτυλουργικές μηχανορραφίες χέρι της αντιτρομοκρατικής.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ακριβώς το ίδιο ισχύει και με τα δακτυλικά αποτυπώματα, τα οποία συμπεριλαμβάνονται ως αποδεικτικά στοιχεία, παρόλο που ο οποιασδήποτε μπορεί να καταλάβει ότι είναι πάρα πολλά τα κινητά αντικείμενα που μπορούν να βρεθούν σε μια γιάφκα, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα. Δηλαδή, αυτά θα μπορούσαν να ανήκαν προηγουμένως σε κάποιον άλλο, ή να έχουν τα δακτυλικά αποτυπώματα του πωλητή τους, ή να έχουν μεταφερθεί εκεί μετά από ένα τυχαίο άγγιγμά τους από τον εν λόγω ύποπτο σε άλλο χρόνο και τόπο, και ούτω καθεξής.
– Μία εξίσου βασική αιτία αναξιοπιστίας της μεθόδου: την επιμόλυνση. Είναι πολύ πιθανό κατά τη συλλογή, την αποθήκευση, ή την ανάλυση του δείγματος αυτό να «μολυνθεί» με το DNA κάποιου άλλου: ενός περαστικού ή ακόμα και ενός μπάτσου που συνέλεξε το δείγμα. Και φυσικά εδώ προστίθεται και το γεγονός ότι στην Ελλάδα όλα τα δείγματα αναλύονται στο ίδιο εργαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι οι πιθανότητες ψευδούς ταύτισης δειγμάτων λόγω κοινής πηγής επιμόλυνσης, είναι εξαιρετικα αυξημένες.
– Τέλος, ας τονιστεί ότι τόσο το δείγμα DNA όσο και τα δακτυλικά αποτυπώματα μπορούν να αναπαραχθούν εργαστηριακά, πράγμα που σημαίνει ότι η εύρεσή τους πάνω σε ένα κινητό αντικείμενο έχει τόση αξία όση και η εμπιστοσύνη που μπορεί κάποιος να έχει στους αχρείους κεφαλαιοκρατικούς υπαλληλίσκους της αντιτρομοκρατικής.
Με όλα τα παραπάνω, δεν είναι περίεργο ότι ο ίδιος ο εισηγητής της μεθόδου δηλώνει πως αυτή η μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τον αποκλεισμό υπόπτων και όχι για την ταυτοποίησή τους.
Ας πάμε τώρα στην υπόθεση του συντρόφου Τάσου Θεοφίλου. Τα γενετικό του υλικό υποτίθεται ότι ταυτοποιήθηκε (έτσι μας διαβεβαιώνει η αντιτρομοκρατική!) σε καπέλο που βρέθηκε στο τόπο της ληστείας. Όπως όμως αναφέραμε προηγουμένως, αυτό το καπέλο ουδέποτε εμφανίστηκε κατά τη φωτογράφιση του σημείου, αλλά και κανένας από τους μάρτυρες της αρχικής δίκης δεν ανέφερε ότι κάποιος από τους δράστες φορούσε καπέλο. Τείνουμε λοιπόν να πιστεύουμε -έστω και αν υπάρχει κάποιος που θα μας χαρακτήριζε φιλύποπτους για αυτό- ότι μάλλον το καπέλο στάλθηκε μετά (μιας και όντως στάλθηκε χωριστά από όλα τα υπόλοιπα ευρήματα) και ότι ουδέποτε υπήρξε πραγματικά στο τόπο της ληστείας. Αλλά ακόμα και αν κάποιος πίστευε ότι το καπέλο βρέθηκε όντως εκεί, δεν υπάρχει καμιά απολύτως εγγύηση ότι βρέθηκε σ’ αυτό γενετικό υλικό του Τάσου Θεοφίλου, ή ότι το υλικό αυτό ήταν αρκετό σε ποσότητα, ή ότι το είδος του ήταν αξιόπιστο (…είναι μάλλον απίθανο είναι να βρέθηκε αίμα ή σπέρμα, αντί ιδρώτα ή κυττάρων), ή ότι δεν επιμολύνθηκε, ή ακόμα και ότι τα αποτελέσματα ήταν πράγματι αυτά που παρουσίασε η αντιτρομοκρατική. Ας τονιστεί, δε, εδώ ότι η διαδικασία ταυτοποίησης διήρκησε μόλις 3 ώρες, αντί της διάρκειας άνω του 24ώρου, που κανονικά διαρκεί.
Και σ’ αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι στην Ελλάδα τα εργαστήρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών έχουν πιστοποιηθεί με ISO μόλις το 2014. Αυτό σημαίνει, απλά και ξεκάθαρα, ότι όλοι οι πολιτικοί ή ποινικοί κατηγορούμενοι που καταδικάστηκαν ως την ημέρα εκείνη -ανάμεσα τους και ο Τάσος- κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν βάσει αποτελεσμάτων εργαστηρίων που δεν είχαν καν την στοιχειώδη πιστοποίηση.
Μιλώντας, όμως, για την αποτελεσματικότητα -όσον αφορά το κράτος-της μεθόδου ταυτοποίησης DNA, κρίνουμε απαραίτητο να αναφερθούμε και στην υπόθεση του Άρη Σειρηνίδη. Ο Σειρηνίδης συλλαμβάνεται τυχαία το βράδυ της 3ης Μαΐου 2010, στο κέντρο της Αθήνας. Τότε, η αντιτρομοκρατική ξεθάβει την «υπόθεση του πιστολέρο με το σομπρέρο και τις σαγιονάρες», όπως είχε γίνει γνωστή, και τον κατηγορεί για συμμετοχή σε αυτή, (δηλαδή, στον πυροβολισμό εναντίον κλούβας των ΜΑΤ στα Εξάρχεια το καλοκαίρι του 2009). Το απολύτως μοναδικό στοιχείο που εμφάνισαν ενάντια στον κατηγορούμενο ήταν μία χειρουργική μάσκα που υποτίθεται ότι βρέθηκε στον τόπο στην επίθεσης καθώς και τον ισχυρισμό ότι το γενετικό υλικό που βρέθηκε πάνω της ταυτίζεται με του Σειρηνίδη. Επιπρόσθετα, η μάσκα αυτή υποτίθεται ότι βρέθηκε από έναν άγνωστο μάρτυρα, ο οποίος, όμως, αφού την παρέδωσε σε έναν μπάτσο λέγοντας του ότι την πέταξε ο δράστης, απλά… εξαφανίστηκε! Αλλά ακόμα και αν η μάσκα είχε βρεθεί εκεί (κάτι εξαιρετικά αμφίβολο), αυτό δεν θα σήμαινε τίποτα απολύτως, καθώς την προηγούμενη μέρα είχε λάβει χώρα πορεία κατά την οποία έγιναν συγκρούσεις, και τέτοιες μάσκες χρησιμοποιήθηκαν από πολλούς και μετά πετάχτηκαν στο οδόστρωμα.
Για να υπογραμμιστεί η κατ’ επανάληψη αστειότητα της μεθόδου ‘αλά ελληνικά’, πρέπει να τονιστεί ότι κατά την κατάθεσή τους στο δικαστήριο, οι μπάτσοι ουδέποτε είπαν ποια ήταν τα 200-300 άτομα που υποτίθεται ότι αποτελούσαν το δείγμα πληθυσμού με το οποίο συνεκρίθει το δείγμα, καθώς και ότι ουδεμία απάντηση δόθηκε για το πως γίνεται να είναι τόσο κατηγορηματικοί για την ταύτιση των δειγμάτων όταν το δείγμα δεν ήταν ούτε αίμα ούτε σπέρμα. Εδώ πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι από την επίμαχη μάσκα το εργαστήριο έβγαλε ένα σύνολο από 6 προφίλ, 2 εκ των οποίων έδειξαν ανάμειξη με γενετικό υλικό δεύτερου ατόμου.
Εν τούτοις, ένας άνθρωπος έμεινε στη φυλακή για 13 ολόκληρους μήνες επειδή μία μάσκα που με κανέναν τρόπο δε μπορούσε ντε και καλά να συνδεθεί με την επίθεση είχε μία μίξη από γενετικό υλικό 6 ατόμων, εκ των οποίων ο ένας υποτίθεται ότι βρέθηκε να είναι ο Σειρηνίδης. Επίσης, το δείγμα που πάρθηκε από τον Σειρηνίδη δεν ήταν ούτε αίμα ούτε σπέρμα, αλλά κύτταρα από το πορτοφόλι του (!) κατά τη τυχαία προσαγωγή του, με εξαφανισμένο, παράλληλα, τον υποτιθέμενο αρχικό -σχετικά με τη μάσκα- μάρτυρα και με όλους τους υπαρκτούς μάρτυρες να δηλώνουν κατηγορηματικά ότι ο δράστης ήταν πολύ ψηλότερος.
*Για την ιστορία, ο Α. Σειρηνίδης αθωώθηκε τελικά, στις 23 Ιουνίου 2011.
Τέλος, ένα αντίστοιχο παράδειγμα είναι ότι και ο ένας εκ των δύο κατοίκων της Χαλκιδικής που προφυλακίστηκαν με την κατηγορία του εμπρησμού του εργοταξίου της El Dorado Gold, κρίθηκε προφυλακιστέος αποκλειστικά βάσει ενός αντικειμένου που υποτίθεται ότι έφερε το DNA του και βρέθηκε ένα χιλιόμετρο μακριά από εργοτάξιο, το οποίο είχε δεχτεί την εμπρηστική επίθεση λίγες μέρες νωρίτερα. Παράλληλα, οι κάτοικοι καταγγέλλουν ότι οι μπάτσοι συνέλεγαν παράνομα DNA -εμπλουτίζοντας έτσι την παράνομη τράπεζα DNA που όλοι ξέρουν ότι έχει η ΕΛΑΣ- με υλικό από ποτήρια καφενείων κλπ, κάτι που αποδεικνύει ότι αν οι μπάτσοι ήθελαν να αναπαραγάγουν το DNA τους εργαστηριακά, θα μπορούσαν κάλλιστα να το έχουν κάνει.
Η ποινικοποίηση των συγγενικών & φιλικών σχέσεων
Η χρησιμοποίηση των κοντινών προσώπων των κρατουμένων ως μέσω πίεσης για τους ίδιους τους κατηγορούμενους είναι η πιο ποταπή πράξη στον ταξικό πόλεμο.
Κανένας δε θα μπορούσε, ίσως, να φανταστεί πριν κάποια χρόνια ότι κάποιος ή κάποια θα κινδύνευε να βρεθεί στη φυλακή επειδή «υπέθαλψε» (τι σημαίνει άραγε αυτό; ) τον γιό της, τον σύντροφο της, ή έναν φίλο. Αυτή είναι η πραγματική τρομοκρατία: μη μιλάς με αυτούς που το κράτος ονομάζει ή μπορεί στο μέλλον να ονομάσει τρομοκράτες- μη τους πλησιάζεις, μη τους βοηθάς.
Αυτή η τρομοκρατία έχει πρωτίστως ως στόχο τους συντρόφους που κάνουν την πολιτική επιλογή του ένοπλου αγώνα, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι, όχι απλώς με τον κίνδυνο, αλλά με το δεδομένο ότι δεν θα είναι μόνο εκείνοι που θα βρεθούν στα κελιά της δημοκρατίας, αλλά και οι κοντινοί τους άνθρωποι. Έχει, όμως, στόχο και όλο το υπόλοιπο κίνημα: τους αναρχικούς -μιας και όλοι μπορεί να βρεθούμε αύριο κατηγορούμενοι χωρίς απολύτως κανένα στοιχείο, με στημένες αστειότητες που βρωμάν προχειρότητα από τα καθίκια της αντιτρομοκρατικής- αλλά και το ευρύτερο κίνημα, πάνω από τα κεφάλια του οποίου δεν υπάρχει πια μία απειλή μόνο για τους ίδιους, αλλά και για την οικογένεια τους, τους φίλους τους, όσους βρίσκονται κοντά τους.
Η υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου είναι σίγουρα μία από τις πιο τρανταχτές -μιας και ο σύντροφος κατηγορείται για συμμετοχή στη ε.ο. Σ.Π.Φ. επειδή… έφαγε σουβλάκια με ένα φίλο- αλλά δεν είναι η μόνη.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που τραβήχτηκαν στα δικαστήρια, προφυλακίστηκαν, ή ακόμα και καταδικάστηκαν με μόνο στοιχεία «ενοχής» τη συγγενική ή φιλική σχέση ή τη συμβίωση με κάποιον κατηγορούμενο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τέσσερις απ’ αυτές τις περιπτώσεις:
Η Αγγελική Σωτηροπούλου, σύζυγος του Δημήτρη Κουφοντίνα (με τον οποίο παντρεύτηκε μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού), βρέθηκε κατηγορούμενη για πέντε αδικήματα σε δύο ενέργειες: συνέργεια στη δολοφονία του Βρετανού ταξίαρχου Στίβεν Σόντερς και συνέργεια στην απόπειρα έκρηξης στο λιμάνι του Πειραιά. Αυτή συνελήφθη στις 12/9/2002, με μόνα στοιχεία εναντίον της ένα δακτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε ( ; ) στη γιάφκα της 17 Νοέμβρη στην οδό Δαμάρεως 73, και 2 αποτυπώματα σε κινητά αντικείμενα (ένα βιβλίο και μία εφημερίδα) που βρέθηκαν στη οδού Πάτμου. Έχοντας κάνει μία απεργία πείνας ζητώντας να αρθεί το καθεστώς απομόνωσής της και να ισχύσουν και για εκείνη οι ίδιοι όροι με τους οποίους κρατούνται, προαυλίζονται και επικοινωνούν με τους οικείους τους οι υπόλοιπες κρατούμενες, αποφυλακίστηκε ένα χρόνο αργότερα. Τελικά το δικαστήριο την έκρινε αθώα. Έζησε όμως ένα χρόνο στη φυλακή και μία απεργία πείνας.
Επίσης σημαντική είναι η περίπτωση των Αθηνά Τσάκαλου και Εύη Στατήρη. Οι δύο γυναίκες συνελήφθησαν στις 2/3/2015, με την κατηγορία της «υπόθαλψης». Και οι δύο γυναίκες συνελήφθησαν παράλληλα με την Αγγελική Σπυροπούλου, η οποία διέμενε στο σπίτι της πρώτης. Η Αθηνά Τσάκαλου, μητέρα των αδελφών Χρήστου και Γεράσιμου Τσάκαλου, έλαβε την με βούλευμα απόφαση αποφυλάκισής της, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η απεργία πείνας της Εύης Στατήρη και άλλων πολιτικών κρατουμένων. Η Αθηνά Τσάκαλου αρνήθηκε να αποφυλακιστεί χωρίς την αποφυλάκιση και της Εύη Στατήρη.
Η Εύη Στατήρη, σύντροφος του μέλους της Σ.Π.Φ. Γεράσιμου Τσάκαλου, αναγκάστηκε να ξεκινήσει απεργία πείνας από τις 14/9/2015 -μαζί και με άλλους πολιτικούς κρατούμενους- διαμαρτυρόμενη για την παράταση της προφυλάκισης της πέραν του προβλεπόμενου εξαμήνου, με μόνο επιβαρυντικό στοιχείο τη σχέση της με τον Γεράσιμο Τσάκαλο. Μετά από 18 μέρες απεργίας πείνας και αφού είχε χάσει το 12,2% του σωματικού της βάρους, τελικά έλαβε κι αυτή την με βούλευμα απόφαση προφυλάκισης της στις 2/10/15.
Κατά τη σύλληψη του Γιώργου Πετρακάκου στον Βόλο, συνελήφθη και η σύντροφός του Μαρία Θεοφίλου -με το πρόσωπο της να παίζει σε όλα τα ΜΜΕ για μέρες. Το μοναδικό στοιχείο που παρουσιάστηκε εναντίον της ήταν η σχέση της με τον σύντροφο και πατέρα των δύο ανήλικων παιδιών της (2 και 4 ετών). Η Μ. Θεοφίλου, μετά από από πέντε μέρες κράτησης στην Αντιτρομοκρατική, προφυλακίστηκε στις 29/9/2015, με την κατηγορία της υπόθαλψης του συμβίου της (!), και πέρασε 4 μήνες στη φυλακή απλά γιατί συνδεόταν προσωπικά με τον Γ. Πετρακάκη και συγγενικά με τον αδελφό της Τ. Θεοφίλου, που τότε κρατούνταν στις φυλακές Δομοκού.
Τέλος, η πολύ πρόσφατη περίπτωση της σύλληψης της Πόλας Ρούπα, όπου μετά τη σύλληψη της ίδιας το εξάχρονο παιδί της -αντί να δοθεί στη μητέρα και την αδερφή της που είχαν ήδη αιτηθεί την επιμέλειά του- κρατήθηκε για δήθεν «προστατευτική φύλαξη» αλλά, όπως γρήγορα διέρρευσε, αυτή ήταν στην πραγματικότητα αναγκαστική “νοσηλεία” υπό φρούρηση, σε κλειστή παιδοψυχιατρική πτέρυγα βαρέως παιδοψυχιατρικών πασχόντων του νοσοκομείου «Αγία Σοφία» μας δείχνει ξεκάθαρα ότι το κράτος δε θα σταματήσει πουθενά για να τρομοκρατήσει τους ένοπλους αγωνιστές αλλά και το σύνολο του κινήματος.
Β. Οι κοινότητες αγώνα μέσα στη φυλακή
Το Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων (ΔΑΚ)
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα κοινότητα αγώνα μέσα στις φυλακές στην Ελλάδα είναι το Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων (ΔΑΚ).
Μοναδικοί αρμόδιοι για να μιλήσουν για την ιστορία του ΔΑΚ είναι τα ίδια τα δρώντα υποκείμενα που συμμετείχαν σε αυτό. Για τις ανάγκες της εισήγησης της παρούσας εκδήλωσης, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε συνοπτικά ένα περίγραμμα της δράσης τους, έτσι όπως το αντιληφθήκαμε μέσα από τον λόγο των ίδιων των συντρόφων του ΔΑΚ.
Το Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων δημιουργήθηκε το 2013, προσπαθώντας να καλύψει την ανάγκη για αγώνα και συντονισμένη δράση των αγωνιστικών υποκειμένων μέσα στις φυλακές. Η συνάντηση και συμβίωση μέσα στη φυλακή αναρχικών συντρόφων, με διαφορετικές μεν αλλά προφανώς συγγενείς πολιτικές απόψεις, η ζύμωση που ακολούθησε και η επιθυμία τους να συνεχίσουν την παραγωγή αναρχικού λόγου κι αγώνα στις συνθήκες του εγκλεισμού, ήταν τα στοιχεία που ώθησαν τους έγκλειστους συντρόφους στη δημιουργία του. Το ΔΑΚ δεν ήταν συλλογικότητα, ούτε ομάδα μελών, αλλά μια χαλαρή συλλογικοποίηση που συσπείρωνε δυνάμεις ευνοώντας παράλληλα την πρωτοβουλιακή δράση. Οι διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις, η χρονοβόρα και κάποιες φορές δύσκολη διαδικασία της επίτευξης των μάξιμουμ συμφωνιών, αλλά και η διάθεση για προσέγγιση ποινικών κρατουμένων με αγωνιστική στάση μέσα στη φυλακή, οδήγησαν τους συντρόφους στην επιλογή του συγκεκριμένου οργανωτικού μοντέλου.
Στη διάρκεια της παρουσίας του, το ΔΑΚ κατάφερε να συσπειρώσει έναν μεγάλο αριθμό πολιτικών κρατουμένων, με διαφορετικές αφετηρίες αλλά κοινά βιώματα, ανάγκες, κι επιθυμίες μέσα στη φυλακή. Υπήρξε ενεργό σε όλες τις αφορμές που δόθηκαν για αγώνες μέσα στη φυλακή, παίζοντας έναν ρόλο που αρνήθηκε να είναι «πρωτοποριακός» (με τη λενινιστική έννοια του όρου), αλλά υπήρξε καταλυτικός όσον αφορά τη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης μεταξύ των κρατουμένων και την αποκρυστάλλωση συγκεκριμένων αιχμών αγώνα.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε και ανταποκρίθηκε σε αυτήν ήταν, φυσικά, η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων την άνοιξη του 2015, για την οποία πήρε την πρωτοβουλία και προσπάθησε να συντονίσει και να συσπειρώσει το σύνολο του αναρχικού κινήματος. Το Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων ανέστειλε τη λειτουργία του τον Οκτώβρη του 2016, δίνοντας όμως παράλληλα το μήνυμα ότι οι σύντροφοι που είναι έγκλειστοι συνεχίζουν τους αγώνες και την πολιτική δράση μέσα στις φυλακές, ατομικά και συλλογικά. Έτσι κι αλλιώς, για τους αναρχικούς τα οργανωτικά σχήματα δεν αποτελούν κανενός είδους φετίχ. Οι οργανωτικές μας προσπάθειες, όμως, είναι σημαντικές γιατί μέσα από αυτές εμπλουτίζουμε την εμπειρία μας έτσι ώστε την επόμενη φορά να είμαστε ακόμη πιο οργανωμένοι κι απειλητικοί για το κράτος και το κεφάλαιο και για τη συμπυκνωμένη βαρβαρότητά τους, δηλαδή τις φυλακές.
Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων (2/3 – 18/4 /2015)
Η έναρξη της απεργίας πείνας
Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων ξεκίνησε στις 2/3 με τη συμμετοχή των Δ. Κουφοντίνα, Κ. Γουρνά, Ν. Μαζιώτη και μελών του Δικτύου Αγωνιστών Κρατουμένων (Δ.Α.Κ.), με σταδιακή είσοδο και άλλων μελών του τελευταίου τις επόμενες μέρες.
Οι απεργοί πείνας απαιτούσαν την κατάργηση των δύο διατάξεων του αντιτρομοκρατικού νόμου (187 και 187Α), του κουκουλονόμου, των φυλακών τύπου Γ, της εισαγγελικής διάταξης που επιβάλλει τη βίαιη λήψη DNA, της ανάλυσης δειγμάτων όπου εμπεριέχεται μείγμα γενετικού υλικού άνω των δύο ατόμων, καθώς και απαιτώντας τη δυνατότητα πρόσβασης και ανάλυσης του γενετικού δείγματος από πραγματογνώμονα βιολόγο της εμπιστοσύνης του κατηγορουμένου. Τέλος, απαιτούσαν την άμεση απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού για λόγους υγείας.
Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν απεργία πείνας και τα φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, με αίτημα την άμεση αποφυλάκιση των συγγενών τους, εκφράζοντας παράλληλα την στήριξή τους στα αιτήματα που τέθηκαν από τους υπόλοιπους απεργούς.
Αυτή η απεργία αποτέλεσε ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα γεγονός, μιας και οι συμμετέχοντες σε αυτήν οργανώθηκαν με αιτήματα αμιγώς πολιτικού χαρακτήρα, τα οποία αφορούσαν το σύνολο του μαχητικού κινήματος.
Το πολιτικό/κοινωνικό πλαίσιο
Η έναρξη της απεργίας πείνας βρήκε την ελληνική κοινωνία σε μια καινούρια και πολύ ιδιαίτερη συνθήκη. Ενάμιση μήνα πριν, είχε κερδίσει τις εκλογές ένα κόμμα που παρουσιαζόταν ως αντιμνημονιακό και κινηματικό. Η κυβέρνηση που προέκυψε με την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ για συγκυβέρνηση με τους ΑΝ.ΕΛ είχε, ειδικά εκείνη τη χρονική στιγμή, αυτό που αποκαλείται “νωπή «λαϊκή» εντολή”, από ένα ευρύ και ανομοιογενές φάσμα της κοινωνίας. Σε αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, και με το αφήγημα της εθνικής ενότητας να είναι εξαιρετικά ισχυροποιημένο, καθώς τεράστια μερίδα της κοινωνίας (ακόμα και μέρος αυτής που δεν τους ψήφισε) ήλπιζε και ανέμενε την πολυπόθητη ρήξη με τους δανειστές και την ανάσα που θα έφερνε αυτή, η έναρξη της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων με πολιτικά αιτήματα, ήταν “λογικό” να αντιμετωπιστεί αρνητικά (με κάποια ποικιλία, είναι αλήθεια, στην ένταση) από σχεδόν όλο αυτό το φάσμα. Αυτή ήταν μία συνθήκη καθοριστική για τον αγώνα.
Η ανάγκη για αντιπολίτευση της αριστεράς στο σύνολό της είχε πλέον εκλείψει, μιας και είχε προσαρτηθεί πλήρως στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ, ευελπιστώντας λίγα ψίχουλα εξουσίας που θα έπεφταν από το κυβερνητικό τραπέζι. Το κομμάτι της κοινωνίας που, μέχρι πρότινος, είχε αγανακτήσει με την οικονομική ασφυξία και την αυταρχική καταστολή, και είτε κινητοποιούνταν το ίδιο -και μάλιστα με αφορμές που σε άλλες περιπτώσεις δεν θα ήταν με τίποτα επαρκείς- είτε απλώς νομιμοποιούσε αντιδράσεις (μέχρι και συγκρούσεις!) άλλων, ανέμενε πλέον -ως θεατής στην τηλεόραση- τις αλλαγές που θα έφερνε η νέα κυβέρνηση.
Έτσι, για τους πιο δεξιούς (είτε υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ είτε πολέμιούς του), ο αγώνας αυτός συνίστατο σε απαράδεκτες διεκδικήσεις των «τρομοκρατών», προκειμένου να ελαφρύνουν τη θέση τους και να αποκτήσουν δυνατότητες διεύρυνσης της δράσης τους με ευνοϊκότερους όρους. Για τους προοδευτικούς/δημοκράτες, πάλι, ήταν από υπερβολικός και παράλογος στις απαιτήσεις, έως παράδοξος και ανοίκειος, καθώς δεν έθιγε ζητήματα πλατιού ενδιαφέροντος, αλλά ζητήματα που αφορούσαν μια πολύ μικρή και συγκεκριμένη μερίδα της κοινωνίας. Τέλος, όσοι βρίσκονταν πιο κοντά στα τότε κινήματα, οι οποίοι σε άλλες συνθήκες πιθανώς θα έβλεπαν θετικά μια ανάλογη διεκδίκηση, υιοθέτησαν, εν προκειμένω, την κυρίαρχη ρητορική του τύπου «…αφού θα τα κάνει, έχει ήδη δεσμευτεί, χρειάζεται λίγο χρόνο, πρέπει πρώτα να απεμπλακούμε από τα μνημόνια για να πάρουν σειρά και τα υπόλοιπα».
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η τακτική της κυβέρνησης ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενη. Το κίνητρο της αντιπολίτευσης καταφανώς απουσίαζε, με αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με προηγούμενες περιπτώσεις όπου άνοιγε τα ζητήματα στην κεντρική πολιτική σκηνή, να τηρεί αυτή τη φορά σιγή ιχθύος (ακόμα και αν τα αιτήματα αποτελούσαν προεκλογικές του δεσμεύσεις). Βλέποντας το περιθώριο που του άφηνε η απουσία κοινωνικής και κινηματικής πίεσης, καθώς και η ανά λίγες μέρες λήξη της απεργίας πείνας μεμονωμένων αγωνιστών, οι οποίοι επικαλούνταν μάλιστα πολιτικούς λόγους, η κυβέρνηση ροκάνιζε τον χρόνο και έκανε την μια κολωτούμπα πίσω από την άλλη. Η αντιπολίτευση, όταν αυτή γινόταν, προερχόταν από δεξιά ή ακροδεξιά σκοπιά, και μιλούσε για διαπραγματεύσεις με, ή -ρουσφέτια σε- τρομοκράτες, με αποτέλεσμα η πλέον μετριοπαθής άποψη που ακουγόταν στα ΜΜΕ και στην κεντρική πολιτική σκηνή να είναι αυτή της ίδιας της κυβέρνησης. Προέκυψε, δηλαδή, μια σημαντική μετατόπιση της κυρίαρχης αφήγησης προς τα δεξιά.
Ιδιαίτερα καθοριστικός παράγοντας, υπήρξε και το γεγονός ότι τα αιτήματα είχαν αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα. Προϋπόθεση, δηλαδή, για την υπεράσπισή τους, ήταν η -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- πολιτική συστράτευση, καθώς έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με την υφιστάμενη αστική νομιμότητα, και δεν αφορούσαν κάτι ευρύτερα «δημοκρατικό» σε χαρακτήρα και προσιτό (όπως στην περίπτωση του Σακκά ή του Ρωμανού όπου υπήρξε παραβίαση των «δημοκρατικών» τους δικαιωμάτων). Η πολιτική ζύμωση που απαιτείται για κάτι τέτοιο προϋποθέτει κοπιαστική, μεθοδική, και σταθερή δουλειά παράλληλα με τους αγώνες και, για να γίνει με ευνοϊκούς για την ίδια όρους, δεν μπορεί παρά να έχει προκύψει ως αναγκαιότητα ενός μαζικού -σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό- κινήματος (όπως, π.χ., στον αγώνα ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική).
Πόσο μάλλον όταν έρχεται να προστεθεί πάνω στην απουσία προεργασίας -τόσο από το κίνημα προς την υπόλοιπη κοινωνία όσο και εντός του ίδιου του κινήματος (μιας και τα τελευταία χρόνια αυτό παρουσιάζει έντονη ύφεση)- η αρκετά πολύπλοκη συνθήκη της τοποθέτησης αυτών των αιτημάτων/ζητημάτων από ένα κομμάτι του πολιτικού φάσματος (οριζόμενο, κατ’ ανάγκη, από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ή έχει καταδικαστεί), που είναι ίσως το πλέον απομονωμένο κοινωνικά και θεωρείται από πολλούς, ακόμα και εντός του κινήματος, αμφιλεγόμενο, έως και πολιτικά «προβληματικό».
Υπάρχει μεγάλη απόσταση από το να υποστηρίξει κανείς προσωπικά αιτήματα κάποιου κρατούμενου, τα οποία του μοιάζουν δίκαια και «δημοκρατικά» ακόμα κι αν διαφωνεί με τις επιλογές του, μέχρι το να υποστηρίξει αμιγώς πολιτικά αιτήματα από οργανωμένους πολιτικά κρατούμενους, καθώς σε αρκετούς φαντάζει πολύ πιθανός ο κίνδυνος ταύτισης με τις απόψεις ή τις επιλογές των φυλακισμένων απεργών πείνας, όπως και η νομιμοποίηση αυτών.
Ο αγώνας αυτός, εξαιτίας ακριβώς της πολυπλοκότητάς του, έφερε ρήξη και μέσα στον ίδιο τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο. Σε πολλούς/ές συντρόφους/ισσες, υπήρξε έντονος ο προβληματισμός ότι πραγματοποιείται σε λάθος χρόνο, με υπερβολικά μέσα και μαξιμαλιστικά αιτήματα, για τα οποία δεν είχε προηγηθεί επαρκής δουλειά. Επιπλέον, και σ’ αυτή την περίπτωση, τα πολιτικά αιτήματα προκαλούσαν διστακτικότητα και αμηχανία σε μερίδα του χώρου, η οποία ήθελε πάση θυσία να αποφύγει την πιθανή ταύτισή της στην κοινωνική συνείδηση με τις γενικότερες πολιτικές επιλογές των απεργών. Αυτή η τελευταία παράμετρος θεωρούμε πως συνέβαλε καθοριστικά στο να αποθαρρυνθούν πολλοί/ές σύντροφοι/ισσες από το να συμμετάσχουν στο κίνημα αλληλεγγύης.
Κοντολογίς, μέσα σε ένα εξαιρετικά δυσμενές πολιτικό/κοινωνικό πλαίσιο (κοινωνική νομιμοποίηση της κυβέρνησης και εθνική ενότητα), τέθηκαν εξειδικευμένα και δύσκολα ικανοποιήσιμα αιτήματα από το πιο αμφιλεγόμενο και απομακρυσμένο κοινωνικά κομμάτι του πολιτικού φάσματος, και με το μέσο της απεργίας πείνας να πιέζει σε κλιμάκωση της δράσης.
Το κίνημα αλληλεγγύης
Παρόλο που ακόμα και κάποιο σημαντικό κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου κινήματος μοιραζόταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, κάποιους από τους παραπάνω προβληματισμούς, αυτό δεν αποτέλεσε επαρκή αιτία ώστε να μην ενισχύσουν για να μη σταθεί ενεργά αλληλέγγυο στην απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων. Πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες σε όλη την Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και εμείς, αξιολογήσαν από την πρώτη στιγμή τον αγώνα ως άκρως κομβικό. Και αυτό γιατί, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του (μαζική απεργία πείνας πολιτικών κρατουμένων, αριστερή κυβέρνηση, πολιτικά αιτήματα), θα αποτελούσε μια πολύ καθοριστική στιγμή, όπου κάθε εξέλιξη θα σημάδευε χαρακτηριστικά την εξέλιξη του κοινωνικού κινήματος εν γένει, και του αναρχικού ειδικότερα. Επιπροσθέτως, τα αιτήματα που έθετε ο αγώνας αποτελούσαν αιτήματα όλου του ανταγωνιστικού κινήματος για αρκετά χρόνια, και αυτή η απεργία ήταν ο μόνος αγώνας που μπορούσε να οδηγήσει στην -έστω μερική- ικανοποίησή τους, θεωρώντας δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ -που μέρα με τη μέρα απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από τις αριστερές προεκλογικές του κορώνες- δεν θα τα έθετε επ’ ουδενί χωρίς την πίεση των απεργών αλλά και του κινήματος αλληλεγγύης.
Ο αγώνας συνολικά
Η απεργία πείνας έληξε στις 18/4/2015, με τη μερική ικανοποίηση των αιτημάτων που είχαν τεθεί στην έναρξή της. Πιο συγκεκριμένα:
α) Καταργήθηκε πλήρως το νομικό πλαίσιο που όριζε τη λειτουργία των φυλακών τύπου Γ’.
β) Καταργήθηκε η επιβαρυντική διάταξη του κουκουλονόμου για συλληφθέντες σε συγκρούσεις και πορείες. Όσον αφορά τις απαλλοτριώσεις, η διάταξη παρέμεινε, όχι όμως σαν αυτοτελής κατηγορία αλλά σαν επιμέρους χαρακτηριστικό της ληστείας. Δηλαδή, και σε περιπτώσεις ληστειών οι ποινές θα ξεκινούν από χαμηλότερη βάση.
γ) Έγινε εφικτή η πρόσβαση/συμμετοχή μη αστυνομικού πραγματογνώμονα σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας του γενετικού υλικού, από τη λήψη ως την τελική έκθεση. Ο εξωτερικός πραγματογνώμονας θα συντάσσει και θα καταθέτει στο Δικαστήριο δική του έκθεση.
Ωστόσο, η εισαγγελική διάταξη που επέβαλε τη βίαια λήψη του DΝΑ μετατράπηκε σε κάτι ασαφές που διατηρεί την υποχρεωτική λήψη γενετικού υλικού αλλά … «με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια» – το οποίο πρακτικά, σημαίνει ότι αυτή η διάταξη δεν άλλαξε.
δ) Επιτράπηκε στο Σάββα Ξηρό να παραμείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό για το υπόλοιπο της ποινής του, κάτι που ο ίδιος από επιλογή δε δέχτηκε λόγω της ηλεκτρονικής επιτήρησης.
Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα αιτήματα (κατάργηση άρθρων 187 και 187Α, και τη μη ανάλυση μιγμάτων DΝΑ πάνω των δυο ατόμων) δεν υπήρξε καμία αλλαγή.
Ο αγώνας αυτός αποτέλεσε την πρώτη ξεκάθαρη αντιπαράθεση του κινήματος (γενικά) με τη νέα κυβέρνηση και την ατσαλωμένη εθνική ενότητα μετά τις εκλογές. Μια αντιπαράθεση που όχι μόνο δεν ήταν κενή περιεχομένου, αλλά εκκινούσε από γνήσιες και δεδομένες πολιτικές βάσεις. Επιτάχυνε τον ιστορικό χρόνο, υποχρεώνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείψει μια ώρα αρχύτερα το κινηματικό του προσωπείο, μεταχειριζόμενος (όπως είναι λογικό και αναμενόμενο για κάθε κυβέρνηση) όλο το πλήθος των μέσων που είχε στη διάθεσή του για την καταστολή του κινήματος. Ίσως αυτός ο αγώνας να πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια δύσκολη συνθήκη και με προβληματικούς όρους, αλλά κατάφερε να ανοίξει ξανά στην κοινωνία, με αυτοοργανωμένο και μαχητικό τρόπο, ζητήματα που αποτελούν πάγια αιτήματα του κινήματος, τα οποία είχαν για καιρό παραγκωνιστεί. Αφενός, αποδείχτηκε ότι υπήρξε μια πολιτική και οργανωτική αναβάθμιση των αγώνων εντός των φυλακών (με θετικότερο όλων το αξιοπρεπέστατο παράδειγμα του ΔΑΚ) και, αφετέρου, αποτέλεσε μια προσπάθεια άμβλυνσης του νομικού οπλοστασίου του κράτους, η οποία στέφθηκε με επιτυχία σε υπολογίσιμο βαθμό (αναλυτικότερα, παραπέμπουμε στο κείμενο απολογισμού του ΔΑΚ), γεγονός που επηρεάζει θετικά τόσο τους ίδιους τους κρατούμενους όσο και το ευρύτερο κίνημα.
Τέλος, αυτός ο αγώνας έκανε το αυτονόητο• έθεσε, δηλαδή, ως προτεραιότητα τον συνολικό πολιτικό αγώνα -με τις πάντα υπαρκτές προβληματικές και τις αντιφάσεις του-, ξεπερνώντας τις πολιτικές διαφοροποιήσεις και διαφωνίες, αρνούμενος να αναλωθεί σε μικροπολιτικές κόντρες ή αναγνώσεις των αγώνων με όρους παρέας. Και έδειξε ότι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και με τις όποιες προβληματικές, το κίνημα δεν εγκαταλείπει απεργούς πείνας, που ρισκάρουν τη ζωή τους για μερικές ανάσες ελευθερίας, να συγκρουστούν μόνοι τους με το κράτος και το δεκανίκι του της αποκαλούμενης εθνικής ενότητας.
Κόντρα στις αντίξοες συνθήκες, απεργοί και αλληλέγγυοι/ες θύμισαν σε φίλους και εχθρούς ότι όσο θα έχει συνέχεια το κράτος, άλλο τόσο θα έχουν συνέχεια και οι αγώνες εναντίον του.
Η ιστορία των κοινοτήτων αγώνα κρατουμένων στην Ελλάδα (μέσα δεκαετίας 1920-1974) *
Στην Ελλάδα υπάρχει μακρά ιστορία πολιτικών κρατουμένων, είτε σε φυλακές είτε σε τόπους εξορίας. Ουσιαστικά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, και ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του Ιδιώνυμου μέχρι και τη Μεταπολίτευση, δεν υπήρξε περίοδος που να μην υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι. Δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές πέρασαν από τα κελιά κι από τα ξερονήσια, πολλές φορές για πάνω από 10 ή 20 χρόνια, με ελάχιστα διαλείμματα ελευθερίας. Η μαζικότητα και η ένταση του φαινομένου της πολιτικής κράτησης είχε ως αποτέλεσμα, από πολύ νωρίς, να αναπτυχθούν συλλογικές μορφές αγώνα μέσα στις δύσκολες συνθήκες του εγκλεισμού.
Οι μορφές που επικράτησαν ήταν αυτές της κολεκτίβας (προπολεμικά), και των Ομάδων Συμβίωσης Πολιτικών Κρατουμένων και Πολιτικών Εξορίστων, από την κατοχή κι έπειτα. Τόσο το ΚΚΕ όσο κι οι άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις της εποχής (τροτσκιστές, αρχειομαρξιστές) είχαν οργανώσει κοινότητες μέσα στις φυλακές. Σε μια τόσο μεγάλη περίοδο, είναι προφανές ότι η λειτουργία και οι αγώνες των Ομάδων Συμβίωσης πέρασαν από πολλά στάδια, ανάλογα, κάθε φορά, με τις συνθήκες που διαμορφώνονταν έξω από τις φυλακές.
Οργανωτική συγκρότηση των Ομάδων Συμβίωσης
Όταν άρχισε να οργανώνεται η ομαδική ζωή των πολιτικών κρατούμενων, η οργάνωση αυτή ονομαζόταν «κολεκτίβα». Σ’ αυτήν συμμετείχαν αποκλειστικά μέλη του κόμματος. Επειδή, όμως, πολλοί από τους φυλακισμένους και εξόριστους δεν ήταν μέλη του κόμματος, προέκυψε η ανάγκη της κοινής οργάνωσης, καθώς οι καταστάσεις και τα προβλήματα αφορούσαν το ίδιο και εξίσου όλους. Έτσι, από το 1933 κι έπειτα διαμορφώθηκαν οι Ομάδες Συμβίωσης.
Ανάλογα με τον αριθμό των κρατουμένων της Ομάδας Συμβίωσης, εκλεγόταν ένα Γραφείο το οποίο είχε την ευθύνη της οργάνωσης της κοινοτικής ζωής. Όταν το Γραφείο ήταν τριμελές, αποτελείτο από τον γραμματέα, τον υπεύθυνο οικονομικού και τον υπεύθυνο διαφώτισης. Όταν ήταν πενταμελές, υπήρχαν και ακόμη δύο οργανωτικοί γραμματείς. Οι υπεύθυνοι διαφώτισης και οικονομικού διαμόρφωναν το δικό τους ξεχωριστό Γραφείο, με συμμετοχή κι άλλων κρατούμενων.
Ο υπεύθυνος διαφώτισης είχε την ευθύνη της ψυχαγωγίας, της δημιουργίας σχολείων αναλφάβητων και σχολών επαγγελματικής και επιστημονικής κατάρτισης, της διοργάνωσης πολιτικών ομιλιών, την εποπτεία της εφημερίδας, κλπ. Ο υπεύθυνος οικονομικού εισέπραττε το επίδομα των κρατουμένων, τις διάφορες εξωτερικές ενισχύσεις, οργάνωνε καμπάνιες για την ενίσχυση της Ομάδας, και γενικά είχε υπό την ευθύνη του όλη την οικονομική ζωή της κοινότητας. Επίσης, πλήρωνε τη νομική υπεράσπιση των κρατουμένων και τους διένειμε τα συγκεντρωμένα αγαθά. Ο γραμματέας είχε τη γενική εποπτεία της λειτουργίας της Ομάδας. Την εκπροσωπούσε στις αρχές του νησιού ή στη διεύθυνση των φυλακών και στις διάφορες υπηρεσίες που ήταν αρμόδιες για τα ζητήματά τους, και είχε επαφή με διάφορες ομάδες και ομίλους που υποστήριζαν τους κρατούμενους. Εκτός από τον «εξωτερικό» γραμματέα που ήταν περισσότερο εκτεθειμένος στις αρχές, υπήρχε και ο «εσωτερικός» γραμματέας και πίσω από το Γραφείο υπήρχε η κομματική επιτροπή. Αυτοί είχαν την ουσιαστική ευθύνη της πολιτικής καθοδήγησης της Ομάδας.
Στις φυλακές όπου υπήρχε μεικτός πληθυσμός πολιτικών και ποινικών κρατουμένων υπήρχαν υπεύθυνοι ποινικών με κύρια αρμοδιότητα τη διαφώτιση κι οργάνωσή τους στο ίδιο μοτίβο της Ομάδας Συμβίωσης.
Τέλος σε κάθε θάλαμο όπου διέμεναν κρατούμενοι υπήρχε το θαλαμικό γραφείο. Μεταξύ των μελών του γινόταν καταμερισμός εργασιών για τους διάφορους τομείς, όπως καθαριότητα, ψυχαγωγία, μόρφωση, κλπ.
Σε κάποιες περιπτώσεις λειτουργούσαν και ομάδες αυτοάμυνας για προστασία από εξωτερικές επιθέσεις που ήταν εξοπλισμένες με μαχαίρια, πέτρες, λοστούς κι όποιο άλλο πρόσφορο μέσο υπήρχε.
Λειτουργία των Ομάδων Συμβίωσης
- i) Οικονομική ζωή
Οι συνθήκες ζωής στις φυλακές και στην εξορία ήταν τραγικά δύσκολες. Σε ορισμένες περιόδους (π.χ ., στην Κατοχή) ο εφιάλτης της πείνας ήταν μια πραγματικότητα για το σύνολο των κρατουμένων και πολλοί από αυτούς πέθαναν από υποσιτισμό. Τα συσσίτια και η βοήθεια του κράτους ήταν πενιχρή (για τους εξόριστους το επίδομα ανερχόταν στις 10 δρχ., κι αυτό δε δινόταν πάντα), κι έτσι η Ομάδα έπρεπε αφενός να βρει τρόπους να βελτιώσει τις συνθήκες για τα μέλη της κι αφετέρου να στηρίξει τους πιο αδύναμους που δεν είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν βοήθεια από την οικογένειά τους.
Το κρατικό επίδομα για τους εξόριστους και η βοήθεια από την εξωτερική υποστήριξη των κρατουμένων πήγαιναν ολόκληρα στην Ομάδα. Τα χρήματα και τα αγαθά που έστελναν οι συγγενείς πήγαιναν κατά 50% στην Ομάδα, και το κάθε μέλος είχε τη δυνατότητα να επιλέξει ποια από τα αγαθά που έστειλαν οι δικοί του θα ήθελε να κρατήσει. Υπήρχαν, ωστόσο, περιπτώσεις αγωνιστών που έδιναν εθελοντικά το 100% της βοήθειας των συγγενών τους στην Ομάδα.
Παρόλα αυτά, έπρεπε να βρεθούν τρόποι να ικανοποιηθούν οι ανάγκες, καθώς η οικονομική ενίσχυση δεν έφτανε. Στις εξορίες διαμορφώθηκαν λαχανόκηποι, και σε κάποιες περιπτώσεις νοικιάζονταν από τους ντόπιους καΐκια για ψάρεμα. Επίσης δημιουργούνταν εργαστήρια για μεταποίηση αγαθών. Στην Ακροναυπλία είχε δημιουργηθεί εργαστήριο παραγωγής τσιγάρων, ενώ είχαν καταφέρει να παρασκευάσουν μέχρι και οινόπνευμα για ιατρική χρήση από χαλασμένες σταφίδες. Φυσικά, όλα αυτά εξαρτιόνταν από τις εκάστοτε πολιτικοκοινωνικές συνθήκες. Στην περίοδο της κατοχής απαγορεύτηκε επί ποινή θανάτου κάθε δραστηριότητα που ανακούφιζε τη ζωή των κρατουμένων.
- ii) Φροντίδα για τους αρρώστους
Ο υποσιτισμός και οι άθλιες συνθήκες κράτησης είχαν ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της υγείας της πλειονότητας των κρατουμένων. Η φυματίωση και άλλες ασθένειες θέριζαν τις κοινότητες. Οπότε, βασικό μέλημα των Ομάδων ήταν η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των αρρώστων. Δημιουργούσαν μικρά φαρμακεία με τα βασικά φάρμακα. Οι φυματικοί έμπαιναν σε ξεχωριστούς θαλάμους, τόσο για την καλύτερη περίθαλψή τους όσο και για την προστασία αυτών που δεν είχαν αρρωστήσει. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι κρατούμενοι προσέφεραν τις ικανότητές τους και ταυτόχρονα εκπαίδευαν και άλλους συγκρατούμενούς τους στη νοσηλευτική. Τέλος, έξω από τις φυλακές γίνονταν πολλοί αγώνες για την απελευθέρωση των φυματικών και βαριά άρρωστων κρατουμένων.
iii) Ιδεολογική και πολιτική δουλειά
Όπως είναι λογικό, οποιαδήποτε δραστηριότητα αυτού του είδους ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Κατά συνέπεια, η ιδεολογική και πολιτική εκπαίδευση των κρατουμένων γινόταν με αυστηρούς συνωμοτικούς όρους. Τα βιβλία και τα βοηθήματα (πολλές φορές χειρόγραφα) κρύβονταν σε κρύπτες για να μην τα βρουν οι δεσμοφύλακες. Όταν τα μαθήματα γίνονταν μέρα, οι κρατούμενοι χωρίζονταν σε τριάδες. Ο ένας από τους τρεις ήταν ο δάσκαλος και περπατώντας στο προαύλιο παρέδιδε το μάθημα στους άλλους δυο. Τα βράδια, όταν έκλειναν οι θάλαμοι, μια παρέα μαζευόταν στο παράθυρο ή δίπλα στην πόρτα και συζητούσε ή τραγουδούσε δυνατά, ενώ στην άλλη πλευρά του θαλάμου γίνονταν τα μαθήματα
- iv)Γενική μόρφωση
Στις φυλακές και τις εξορίες είχε οργανωθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα που -δεδομένων των συνθηκών- ήταν πολύ υψηλού επιπέδου. Ιδιαίτερο βάρος δινόταν στα πολιτικά μαθήματα, κυρίως στον οργανωτικό και συνδικαλιστικό τομέα. Γίνονταν επαγγελματικά μαθήματα κουρέων, ραφτάδων, μαραγκών, κλπ. Επίσης, για τους αναλφάβητους οργανώνονταν κύκλοι μαθημάτων γραφής, ανάγνωσης και αριθμητικής. Παραδίδονταν ακόμη μαθήματα φιλοσοφίας και πολιτικής οικονομίας, αλλά και μαθήματα μουσικής, εκμάθησης οργάνων, ξένων γλωσσών, ακόμα και χορού.
Εκτός από μαθήματα γίνονταν συχνά διαλέξεις πάνω σε πλήθος ζητημάτων, όπως η υγεία, η εξέλιξη της κοινωνίας, ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο των πολιτευμάτων, κ.ά. Δίπλα στις οργανωμένες προσπάθειες των Ομάδων Συμβίωσης λειτουργούσαν και ομάδες αυτομόρφωσης, όπου αυτοί που είχαν περισσότερη κλίση και όρεξη για μόρφωση ασχολούνταν (με τη βοήθεια των περισσότερο μορφωμένων) με τη συστηματική μελέτη και την εμβάθυνση σε ειδικά θέματα. Χιλιάδες ήταν οι αγωνιστές που έμαθαν γράμματα ή/και μια βιοποριστική τέχνη μέσα στις φυλακές, ενώ η συστηματική προσπάθεια για μόρφωση ανέβασε το επίπεδο του κινήματος.
- v) Ψυχαγωγία
Στις συνθήκες της απομόνωσης και του εγκλεισμού, η σημασία της ψυχαγωγίας στη ζωή των κρατουμένων ήταν τεράστια. Κάθε Ομάδα είχε τη χορωδία της, και σε πολλές περιπτώσεις υπήρχε και ορχήστρα με μουσικά όργανα. Λειτουργούσαν θεατρικοί όμιλοι που ανέβαζαν θεατρικά έργα, κάποια εκ των οποίων ήταν γραμμένα από τους ίδιους τους κρατούμενους. Οι θεατρικές και μουσικές παραστάσεις βοήθησαν στο να έρθουν πιο κοντά οι εξόριστοι με τους κατοίκους των νησιών. Σε κάποιες φυλακές γίνονταν ακόμη και αθλητικές εκδηλώσεις. Τέλος, σημαντικό ρόλο είχαν οι λεγόμενες «παροικίες», δηλαδή οι ομάδες των αγωνιστών από διάφορες περιοχές της χώρας που φρόντιζαν να μεταφέρουν στις καλλιτεχνικές τους εκδηλώσεις τον εθιμικό χαρακτήρα κάθε περιοχής. - vi) Οι «δίκες»
Οι κρατούμενοι φρόντιζαν να κάνουν εικονικές «δίκες». Η διαδικασία γινόταν με κάθε σοβαρότητα, κάποιοι έκαναν τους δικαστές, τους δημόσιους κατήγορους, τους μάρτυρες υπεράσπισης και κατηγορίας, τους συνηγόρους, κλπ. Μετά το τέλος της «δίκης» γινόταν κριτική για τις ελλείψεις που παρουσίασε η διαδικασία και οι απολογίες των κατηγορουμένων. Ο στόχος ήταν οι αγωνιστές να προετοιμάζονται για τις κανονικές δίκες τους, για να μπορέσουν να αποδομήσουν το κατηγορητήριο χωρίς καμία ιδεολογική ή πολιτική υποχώρηση.
vii) Αγώνες
Τα γενικά αιτήματα που αφορούσαν το σύνολο των πολιτικών κρατουμένων ήταν:
– Η εξασφάλιση πολιτικού καθεστώτος, δηλαδή ελεύθερο επισκεπτήριο, ελεύθερα μαθήματα, εξασφάλιση εφημερίδων, βιβλίων και διάφορων εντύπων.
– Η βελτίωση του συσσιτίου, που κατά κανόνα δεν ήταν επαρκές, ιδιαίτερα στα χρόνια της κατοχής.
– Η ιατρική περίθαλψη, η εξασφάλιση γιατρών, τα δωρεάν φάρμακα, η αποστολή αρρώστων στα νοσοκομεία, ή η απελευθέρωσή τους, κλπ.
Ο αγώνας για τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης ήταν συνεχής, σταθερός κι επίμονος. Γίνονταν παραστάσεις επιτροπών στις διευθύνσεις των φυλακών, στις διοικήσεις των στρατοπέδων και στις αστυνομικές αρχές των νησιών, γραπτές διαμαρτυρίες προς τα υπουργεία, υπομνήματα προς την κυβέρνηση. Υπήρχαν, όμως, περιπτώσεις που τα μέσα πάλης οξύνονταν. Έτσι, αρκετές ήταν οι φορές που γίνονταν στάσεις και, ακόμη πιο συχνά, μαζικές απεργίες πείνας.
Οι αγώνες των φυλακισμένων ενισχύονταν από τις οργανώσεις που λειτουργούσαν έξω από τη φυλακή. Η Εργατική Βοήθεια και η Εθνική Αλληλεγγύη, πέρα από τον επικουρικό ρόλο που είχαν όσον αφορά τη βοήθεια που έστελναν στους κρατούμενους, οργάνωναν επίσης την αλληλεγγύη στους αγώνες τους, προωθώντας τα αιτήματά τους και προσπαθώντας να πιέσουν την κυβέρνηση για την ικανοποίησή τους. Τέλος, πολύ σημαντική ήταν η συμβολή των αγώνων των συγγενών των πολιτικών κρατουμένων.
Συμπερασματικά
Σίγουρα θα ήταν εκτός πραγματικότητας να προκρίνει κανείς το μοντέλο των Ομάδων Συμβίωσης ως διέξοδο αγώνα στις σημερινές συνθήκες του εγκλεισμού. Οι Ομάδες Συμβίωσης ανταποκρίνονταν στις συνθήκες της εποχής που δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν, με χιλιάδες κρατούμενους κι εξόριστους, σε δικτατορίες, κατοχές, και μετεμφυλιακά καθεστώτα έκτακτης ανάγκης. Το πρώτο που πρέπει λοιπόν να τονιστεί είναι πως η δομή αυτή σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Το δεύτερο, και πολύ βασικό για εμάς, ότι μας βρίσκει ιδεολογικά αντίθετους η κάθετη και συγκεντρωτική οργανωτική δόμησή τους. Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολύ σημαντικά στοιχεία τα οποία πρέπει να λάβουμε υπόψη και να κρατηθούν στην κινηματική ιστορική μνήμη.
Αρχικά, το εύρος, τη σταθερότητα και την αποφασιστικότητα των Ομάδων. Μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες, με την απειλή της ποινής του θανάτου να συντροφεύει τους πολιτικούς κρατούμενους, οι Ομάδες Συμβίωσης κατάφεραν όχι μόνο να οργανώσουν τη ζωή μέσα στη φυλακή σε κοινοτική βάση, όχι μόνο να καταφέρουν να κρατήσουν ψηλά το ηθικό, αλλά και να ανυψώσουν το πολιτικό, ηθικό, και μορφωτικό επίπεδο των κρατουμένων. Πολύ σημαντική, επίσης, είναι η σύνδεση που επιχειρήθηκε με τους ποινικούς κρατούμενους, προσπαθώντας να ακολουθήσουν τις ίδιες αρχές κοινοτικής οργάνωσης της έγκλειστης ζωής. Τέλος, η συνδυασμένη δουλειά των κοινοτήτων αγώνα μέσα στις φυλακές με τις οργανώσεις αλληλεγγύης έξω από τις φυλακές προσφέρει ένα πλούτο εμπειριών που αν αξιοποιηθεί κατάλληλα μπορεί να αποτελέσει μια πολύ σημαντική βοήθεια για τους σημερινούς αγώνες.
*Τα στοιχεία που αναφέρονται εδώ αντλήθηκαν από το βιβλίο του Κώστα Γκριτζώνα “Ομάδες συμβίωσης – Η συντροφική απάντηση στη βία και στον εγκλεισμό”, εκδ. Φιλίστωρ
Γ. Το κολαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού
Το -μόνο κατ’ όνομα- Νοσοκομείο των Φυλακών Κορυδαλλού «Άγιος Παύλος» έχει γίνει γνωστό για τις απάνθρωπες συνθήκες “νοσηλείας” στις οποίες βρίσκονται οι κρατούμενοι, στοιβαγμένοι σε συνθήκες απερίγραπτης φρίκης, που θυμίζουν μεσαιωνικά μπουντρούμια, αφημένοι στην τύχη τους, αντιμέτωποι με την εγκληματική κι εκδικητική αδιαφορία του κράτους. Απαρχαιωμένο υλικό, ελλειπές προσωπικό, απερίγραπτες συνθήκες διαβίωσης, συνθέτουν ένα ζοφερό σκηνικό.
Από την πλευρά της, η εξουσία, που αναγκάστηκε (ως αποτέλεσμα του ντόρου που έχει κατ’ επανάληψη ξεσπάσει το τελευταίο διάστημα γύρω από το ζήτημα) να προβεί σε εξαγγελίες περί εξανθρώπισης των συνθηκών που επικρατούν εκεί, πέτυχε, ίσως, τη δημιουργία κάποιων “ανθρωπιστικών” εντυπώσεων. Παρ’ όλ’ αυτά, στην πράξη δεν υλοποίησε ούτε κατ’ ελάχιστο τις εξαγγελίες της. Οι κρατούμενοι, που συνεχίζουν να ζουν την «κόλαση επί γης», με φαινόμενα καθημερινού, κατ’ ουσία, βασανισμού των ασθενών, συχνά με συνέπεια ακόμα και τον θάνατο τους, συνεχίζουν επίσης να διεκδικούν τη μεταφορά του κολαστηρίου -ένα όνομα που έδωσαν οι ίδιοι στο υποτιθέμενο νοσοκομείο- σε σύγχρονες εγκαταστάσεις, την υπαγωγή του στο ΕΣΥ, καθώς και τη στελέχωση του με επαρκές προσωπικό (γιατρούς, νοσηλευτές).
Κάθε θάνατος στο κολαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού είναι μία ακόμα κρατική δολοφονία, και οι ίδιοι οι έγκλειστοι καταγγέλλουν πως πλέον πεθαίνει ένας ασθενής κάθε μήνα. Οι ίδιοι καταγγέλλουν, επίσης, πως ασθενείς με σοβαρότατα νοσήματα (φυματίωση, οροθετικοί, καρκινοπαθείς), με ποσοστά αναπηρίας από 67 ως 80% και πάνω, που θα έπρεπε να έχουν αποφυλακιστεί για λόγους υγείας, παραμένουν ακόμα έγκλειστοι και δεν τους παρέχεται η φαρμακευτική αγωγή που πρέπει να λαμβάνουν καθημερινά. Και όλα αυτά, σε χώρους που έχουν κατασκευαστεί είτε ως απλοί σταθμοί περίθαλψης, είτε για να εξυπηρετήσουν πολύ μικρότερο αριθμό νοσούντων από όσους στοιβάζονται σήμερα στους μικρούς υπερστριμωγμένους θαλάμους, που σε καμιά περίπτωση δεν πληρούν τις ανάγκες των ασθενών.
Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται αφημένοι στην κρίση δικαστών κι εισαγγελέων που αμφισβητούν τις ιατρικές γνωματεύσεις (!), κρίνοντας ψευδώς πως δεν συντρέχουν λόγοι υγείας που να επιβάλλουν την αποφυλάκιση τους, εκτεθειμένοι σε εξαιρετικά επικίνδυνες καταστάσεις, από τη μία, λόγω της εύκολης μετάδοσης μολύνσεων, και στερούμενοι, από την άλλη, βασικά πράγματα που έχουν ανάγκη σαν ασθενείς, όπως, για παράδειγμα, το ασθενοφόρο που τους είχαν υποσχεθεί από το 2009 και δεν έχει δοθεί ακόμη, καθώς και το επιστημονικό και λοιπό προσωπικό που σε καμιά περίπτωση δεν επαρκεί για τις ανάγκες αυτών των ασθενών.
Η υποκρισία, η απάθεια, όπως και τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά της εξουσίας που ασκούν οι επίδοξοι διαχειριστές των ζωών μας απέναντι στους μικρούς ή μεσαίους παραβάτες των νόμων τους είναι κάτι παραπάνω από ολοφάνερη στην σκληρότητα της αντιμετώπισής τους, εν αντιθέσει με αυτούς που καταστρέφουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, είτε μέσω πολέμων, είτε μέσω κλοπής των πόρων ολόκληρων χωρών, είτε μέσω εργασιακής εκμετάλλευσης.
Ενάντια στον κοινωνικό κανιβαλισμό κράτους κι εξουσίας, η εφαρμογή του νόμου 4356/2015 (23, 110Α) που αφορά στην πιστοποίηση από τα ΚΕΠΑ των ποσοστών αναπηρίας και συνακόλουθα την αποφυλάκιση όσων έχουν πάνω από 67%, η μεταφορά του ΝΦΚ και η ένταξή του στο ΕΣΥ δεν αποτελούν μόνο αναγκαία κι απαραίτητα βήματα για την ανθρώπινη μεταχείριση των φυλακισμένων, αλλά και μια σημαντική νίκη στον συνεχόμενο κοινωνικό και ταξικό πόλεμο.
Στις μεσαιωνικές συνθήκες που αντικρίζουμε στο κολαστήριο μπορούμε να δούμε και τη δυστοπική εικόνα της κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος υγείας, το τέλος του δρόμου μιας νεοφιλελεύθερης επιβολής η οποία έχει ήδη διανύσει αρκετό δρόμο.
Η εγκληματική απάθεια την οποία επιδεικνύει το κράτος στους φυλακισμένους δεν είναι τυχαία. Όντας ένα απομονωμένο κομμάτι στον πάτο του ζοφερού βαρελιού της καταστολής, οι άρρωστοι κρατούμενοι δεν συνιστούν από μόνοι τους υποκείμενο με οποιοδήποτε ενδιαφέρον/συμφέρον από τη μεριά της κυβέρνησης.
Η Ιστορία του σωφρονισμού, ή, γενικότερα, η ιστορία της καταστολής, είναι η ιστορία του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού: Βαριές ποινές με αποκορύφωμα τη ρητή ή/και συχνά άρρητη θανατική καταδίκη και ποινικοποίηση συμπεριφορών που προηγουμένως θεωρούνταν κανονικές, από τη μία, όταν αυξάνονται και “πλεονάζουν” για το σύστημα οι εργατικοί πληθυσμοί, χαμηλές ποινές κι ελαστικότητα, από την άλλη, μετά από πολέμους, καταστροφές κι επιδημίες που μειώνουν το κλάσμα της προσφερόμενης εργασίας προς αυτήν που το κεφάλαιο έχει ανάγκη να εκμεταλλευτεί.
Ο μετα-φορντικός καπιταλισμός, αναδιαρθρώνοντας ριζικά το εργασιακό μοντέλο, ελαστικοποιώντας τις εργασιακές μας συνθήκες και τις ζωές μας, χρειάζεται όλο και λιγότερους εργαζομένους για να αναπαραχθεί. Συνεπώς, ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της τάξης μας δουλεύει σε διάφορες μορφές ελαστικής ή μαύρης εργασίας ή και πετιέται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας• όλο και περισσότεροι και περισσότερες μερικώς εργαζόμενοι/ες, με σπαστό ωράριο/ με μπλοκάκια/ ή ακόμα και οι «τυχεροί» με την πλήρη απασχόληση των 490 € δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις βασικές ανάγκες για την επιβίωση τους.
Σε χρόνο ενεστώτα, και όσο βαθαίνει η κρίση, η διαδικασία αυτή θα επιταχύνεται, δημιουργώντας μια στρατιά αποκλεισμένων και στερούμενων ως και τα στοιχειώδη, ενός κομματιού των από-τα-κάτω που επιβιώνει στα όρια της νομιμότητας, αναπαραγόμενος μέσω της επαιτείας ή της «παραβατικής» δραστηριότητας. Η υπαγωγή αυτού του κομματιού στον κύκλο της μαύρης οικονομίας είναι παράλληλα και η απαρχή της συσσώρευσης πολλών εξ αυτών στη συνθήκη του εγκλεισμού. Μια ματιά στην ιδιαίτερη ταξική διαστρωμάτωση της μαύρης οικονομίας φανερώνει πως, πέραν του συμπληρωματικού της χαρακτήρα ως προς την επίσημη, δεν διαφέρει σε τίποτα δομικά από την τελευταία: αναλώσιμοι-ευκαιριακοί εργάτες του εγκλήματος, μισθωτοί εργάτες των αφεντικών της μαύρης οικονομίας (πρεζέμπορων, νονών της νύχτας κλπ) στη βάση της πυραμίδας, βαρόνοι του εγκλήματος στην κορυφή της.
Το κολαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού είναι μια μικρή πτυχή της ευρύτερης κόλασης που είναι οι φυλακές. Αλλά κάθε μέρα που το κολαστήριο λειτουργεί, συντελείται ένα έγκλημα.
* Μέρος του παραπάνω κειμένου έχει παρθεί αυτούσιο από το κείμενο της Αναρχικής Ομοσπονδίας, με το οποίο καλούσε σε δράσεις αλληλεγγύης στους αγώνες των κρατουμένων του Κολαστηρίου σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Λαμία.
Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης – Μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας
lib_thess@hotmail.com
libertasalonica.wordpress.com
Αρχεία: