https://athens.indymedia.org/post/1616899/
από Συνέλευση Αλληλεγγύης στους φυλακισμένους, φυγόδικους και διωκόμενους αγωνιστές
08/02/2022 1:56 μμ.
Στις 20 Ιανουαρίου 2021, η Συνέλευση Αλληλεγγύης στους φυλακισμένους, φυγόδικους και διωκόμενους αγωνιστές πραγματοποίησε, στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής, εκδήλωση για την υπόθεση του αναρχικου συντρόφου Χάρη Μαντζουρίδη. Η εκδήλωση συσπείρωσε πολύ κόσμο και η εικόνα των ασφυκτικά γεμάτων χώρων του Κυλικείου αλλά και η πλούσια σε περιεχόμενα και ενδιαφέρουσα συζήτηση που προκάλεσε, έστειλαν ένα αισιόδοξο μήνυμα αλληλεγγύης στον φυλακισμένο σύντροφο και αντίστασης στους κατασταλτικούς κρατικούς σχεδιασμούς.
Η εκδήλωση άρχισε με την τηλεφωνική παρέμβαση του ίδιου του συντρόφου από το ψυχιατρείο των φυλακών κορυδαλλού όπου βρισκόταν τότε, ενώ ακολούθησε η εισήγηση της συνέλευσης που δημοσιεύεται και σήμερα. Στη συνέχεια, μίλησε ο δικηγόρος του Χάρη που κλήθηκε από τη συνέλευση να μιλήσει για την υπόθεση αλλά και να δώσει τη δική του οπτική πάνω στο ζήτημα των διώξεων με βάση το γενετικό υλικό, της φάμπρικας, δηλαδή των, κατά κανόνα, κατασκευασμένων διώξεων σε βάρος αγωνιστ(ρι)ών με βασικό όχημα τη χρήση του DNA ως «αδιάσειστου» αποδεικτικού υλικού. Η τελευταία εισήγηση της εκδήλωσης ήταν αυτή της Πρωτοβουλίας «Ψ» που καλέστηκε από τη συνέλευση μας, να μας μιλήσει πάνω στη θεματική «εγκλεισμός και ψυχική υγεία». Η εισήγηση της Πρωτοβουλίας εμπλούτισε με περιεχόμενα την εκδήλωση και άνοιξε ζητήματα με τα οποία, μεγάλα κομμάτια του ανταγωνιστικού κινήματος και σίγουρα πάντως εμείς, δεν έχουμε ασχοληθεί στο βάθος που τους αναλογεί. Οι εισηγήσεις αυτές προκάλεσαν μια μεγάλη και πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα, με την οποια έκλεισε η εκδήλωση και η οποια ευχόμαστε να συνεχιστεί.
Ο σύντροφος Χάρης Μαντζουρίδης, μετά από μια βδομάδα παραμονής σε “καραντίνα” στο ΨΚΚ, για δεύτερη φορά μέσα στον ίδιο μήνα, σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης και στερούμενος κάθε επικοινωνία με το οικογενειακό του περιβάλλον, μεταφέρθηκε τελικά στην δικαστική φυλακή του Κορυδαλλού, στην Α’ πτέρυγα. Είναι καλά στην υγεία του.
Η εκδήλωση ηχογραφήθηκε και θα δημοσιευτεί. Ακολουθεί το κείμενο/εισήγηση της Συνέλευσης Αλληλεγγύης.
- Υπόθεση Χάρη Μαντζουρίδη
Στις 13/10/21, ο σύντροφος Χάρης Μαντζουρίδης, απήχθη βίαια από αστυνομικούς, μπροστά στα μάτια της συντρόφου του και του παιδιού τους και οδηγήθηκε με την πρόφαση της «προσαγωγής» στη ΓΑΔΑ.Εκεί, του αποσπάται εντελώς παράτυπα γενετικό υλικό και σκηνοθετείται το αδίκημα της «απείθειας» με σκοπό την κράτησή του με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Την επόμενη μέρα εκδίδεται τελικά ένταλμα σύλληψης του συντρόφου για ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής τον Φεβρουάριο του 2018 και η αστυνομία εμφανίζει ένα «ορφανό» δείγμα DNA που βρέθηκε σε έναν γεμιστήρα κοντά στο σημείο της ληστείας, προσπαθώντας να το ταυτίσει με γενετικό υλικό του συντρόφου. Στην συνέχεια, η αστυνομία επικαλείται και πάλι «ανώνυμο τηλεφώνημα» που δήθεν υπέδειξε τον Χάρη Μαντζουρίδη ως δράστη της ληστείας και επικίνδυνο ένοπλο τρομοκράτη.
Έτσι, ο σύντροφος προφυλακίζεται και οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού με μια δικογραφία κομμένη και ραμμένη κατά το δοκούν από την αστυνομία, που στήθηκε για να τον προφυλακίσει και να τον εξαντλήσει σωματικά και ηθικά. Από τις μέρες της σύλληψης του συντρόφου Χάρη μέχρι και σήμερα, σε βάρος του εκτυλίσσεται ένα συνεχές κρατικό έγκλημα. Η βία, σωματική και ψυχολογική, που ασκήθηκε στον σύντροφο Χάρη από την πρώτη στιγμή, καθώς και το βαρύ και έωλο κατηγορητήριο που στήθηκε εναντίον του, έφεραν την ψυχική του κατάσταση στα όριά της.
Ήδη από την πρώτη στιγμή που ο σύντροφος πέρασε την πόρτα των φυλακών Κορυδαλλού, ο κλονισμός αυτός επέφερε μια πρώτη κρίση πανικού που είχε ως συνέπεια τον σοβαρό τραυματισμό του στο κεφάλι. Η εξέλιξη αυτή ανάγκασε τη φυλακή να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο Αττικόν όπου του παρήχθη η απαραίτητη φροντίδα, με την ψυχική του όμως υγεία να επιδεινώνεται συνεχώς και την σωματική του ακεραιότητα να βρίσκεται διαρκώς σε άμεσο κίνδυνο. Η επιδείνωση αυτή οδήγησε στην απόφαση για μεταφορά στο ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Δαφνί όπου νοσηλευόταν ασφυκτικά φρουρούμενος. Ακόμα κι εκεί, η πίεση υπήρξε αφόρητη εναντίον του Χάρη αλλά και των γιατρών που τον είχαν αναλάβει και ασχολούνταν με υπευθυνότητα με την κατάσταση της υγείας του. Η επιθυμία των αρχών για άμεση μεταγωγή του στη φυλακή οδηγεί εκ νέου σε επιδείνωση της υγείας του συντρόφου και έντασης του κινδύνου για τη ζωή του. Την ίδια στιγμή, η φρουρά πιέζει διαρκώς τον σύντροφο, με στέρηση επισκεπτηρίων, απαγόρευση επικοινωνίας, απαγόρευση εξόδου από το θάλαμο, υποτιμητικά σχόλια και τραμπουκισμούς.
Δύο μήνες μετά από τη νοσηλεία του συντρόφου με βαριά φαρμακευτική αγωγή στο ΨΝΑ, η εκδικητικότητα του κράτους απέναντι στον Χάρη, εκδικητικότητα που οφείλεται στην πολύχρονη παρουσία και συμμετοχή του στο αναρχικό κίνημα, ξεπέρασε κάθε όριο. Στις 15/12/21, ο σύντροφος έλαβε κλήση από το συμβούλιο των Φυλακών Κορυδαλλού, κατηγορούμενος για τα πειθαρχικά παραπτώματα της ψευδούς απόπειρας αυτοκτονίας, του ψευδούς αυτοτραυματισμού και της απόπειρας απόδρασης στις 19 /10/2021. Για τη απόπειρα απόδρασης αθωώθηκε, ενώ καταδικάστηκε για αυτοτραυματισμό με σκοπό την επίτευξη ευεργετήματος (δηλαδή ότι αυτοτραυματίστηκε στον Κορυδαλλό για να νοσηλευτεί στη συνέχεια στο ψυχιατρείο και να αποφύγει τη φυλακή). Του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή 15 βαθμών. Οι βαθμοί ποινής λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του για την υπό όρους απόλυση, για τη χορήγηση άδειας κτλ. Μετά την κοινοποίηση της απόφασης στον σύντροφο, έχει το δικαίωμα εντός 5 ημερών να προσφύγει στο δικαστήριο.
Στις 24/12/21 ο σύντροφος Χάρης Μαντζουρίδης πήρε εξιτήριο από το ΨΝΑ στο Δαφνί και μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων στις φυλακές Κορυδαλλού. Άμεσα μπήκε σε «καραντίνα», όπου και παρέμεινε για 20 μέρες, καθώς νόσησε από κόβιντ, υπό άθλιες συνθήκες νοσηλείας, γεγονός που αποτυπώνει και τις γενικότερες συνθήκες κράτησης στις φυλακές εν μέσω πανδημίας. Σπασμένα παράθυρα, στρώματα ξεσκισμένα, σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα, αίματα και περιττώματα, άθλιο φαγητό πετιέται από όλους τους κρατούμενους, ελάχιστη δυνατότητα επικοινωνίας με τους κοντινούς.
Στη συνέχεια, ο σύντροφος μεταφέρθηκε σε κελί πτέρυγας του ΨΚΚ. Πρόκειται για ένα περιβάλλον από ακατάλληλο μέχρι απάνθρωπο, με τους υπεράριθμους κρατούμενους να ασφυκτιούν στοιβαγμένοι, με τεράστιες ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού, ιατρικού, φαρμακευτικού και άλλου εξοπλισμού, καθώς και ανύπαρκτες συνθήκες φροντίδας, καθαριότητας και θέρμανσης. Μια συνθήκη η οποία έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο στον καιρό της πανδημίας, με την πλήρη εγκατάλειψη του εγκλείστου πληθυσμού.
Όσον αφορά την εξέλιξη της αίτησης αποφυλάκισης του Χάρη Μαντζουρίδη που έχει κατατεθεί εδώ και σχεδόν ένα μήνα, τόσο η εισαγγελική πρόταση όσο και η απόφαση του ανακριτή ήταν απορριπτικές.
- Συγκυρία
Ο Χάρης Μαντζουρίδης διώχθηκε, φυλακίστηκε και υπόκειται για τρεις μήνες έναν εκδικητικό κρατικό βασανισμό, επειδή είναι αναρχικός. Επειδή για πολλά χρόνια συμμετείχε ενεργά στις γραμμές του αντιεξουσιαστικού χώρου . Ο Χάρης, όπως και δεκάδες άλλες αγωνίστριες, δέχεται στο σώμα του το σκληρότερο πρόσωπο της καταστολής, γιατί το κράτος, πολεμώντας τον «εσωτερικό εχθρό», έχει εδώ και δεκαετίες θωρακιστεί νομικά απέναντι σε ό,τι αμφισβητεί την μονοκρατορία του και έχει εξοπλιστεί σε κάθε επίπεδο στην κατεύθυνση της αντιεξέγερσης. Το ελληνικό κράτος συνεχίζει το κατασταλτικό σχέδιο της «αντιτρομοκρατικής» πολιτικής, που έχει βάλει σε εφαρμογή εδώ και τουλάχιστον δυο δεκαετίες, ενώ την ίδια ώρα το διευρύνει και το βαθαίνει πολιτικά και ιδεολογικά . Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι αυτή που ‒μετά το οριστικό, για τα ελληνικά δεδομένα, ιστορικό ξεγύμνωμα της ρεφορμιστικής αριστεράς και τις συνέπειες που αυτό επέφερε σε ένα μεγάλο κομμάτι του κοινωνικού «συλλογικού ασυνείδητου»‒ επιχειρεί να γυρίσει σελίδα στην πολιτική εγχώρια ιστορία. Επιχειρεί να κόψει οριστικά το νήμα της εγχώριας επαναστατικής παράδοσης, να τη λοιδορήσει, να την αποκόψει από τα ιστορικά και – χτισμένα επί δεκαετίες‒ κοινωνικά θεμέλιά της. Να ρίξει στο σκοτάδι την επαναστατική μνήμη, να διαστρεβλώσει και να απονοηματοδοτήσει την κινηματική ιστορία.
Στην αιχμή αυτής της λυσσαλέας επίθεσης βρίσκεται η ένταση της επίθεσης απέναντι στα κομμάτια του ριζοσπαστικού κινήματος, που από θέση αρχής αμφισβητούν την κρατική κυριαρχία, την ίδια την αναγκαιότητα της ύπαρξης του κράτους και παλεύουν με κάθε μέσο για την αποσάθρωση και την τελική καταστροφή του. Η ένταση της επίθεσης απέναντι στον αναρχικό χώρο είναι η αποτύπωση της πρόθεσης κράτους και κεφαλαίου να τελειώνουν με τις αγωνιστικές παραδόσεις, με όλες τις μορφές αντικρατικής και αντικαπιταλιστικής πάλης, να τελειώνουν με τον «εσωτερικό εχθρό». Πέρα από τη βαθιά ιδεολογικοπολιτική τομή για την οποία λυσσαλέα παλεύουν, καταστρώνουν, παράλληλα και πολυεπίπεδα, το σχέδιο της οριστικής – όπως την ονειρεύονται‒ υλικής και ιδεολογικής νίκης επί του εγχώριου ανταγωνιστικού κινήματος. Η όξυνση της καταστολής, η ολοένα και πιο διευρυμένη «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία, οι δρακόντειοι ποινικοί κώδικες, οι νέες φυλακές υψίστης ασφαλείας για πολιτικούς και απείθαρχους κρατούμενουςν και κρατούμενες, η επιχειρούμενη απαγόρευση των κινητοποιήσεων, ακόμα και η ποινικοποίηση του δημοσίου πολιτικού λόγου, είναι οι υλικές αποτυπώσεις αυτής της πολιτικής απόφασης και αυτής της στρατηγικής επιλογής.
Η περίοδος της πανδημίας ανέδειξε με τον εναργέστερο τρόπο το βάρβαρο σκοτάδι του κυρίαρχου κρατικού/καπιταλιστικού συμπλέγματος της κυριαρχίας. Η ίδια η υπερένταση της παραγωγής, η υπερανάπτυξη, η καταστροφή του περιβάλλοντος που αυτή επιφέρει, η βιομηχανική παραγωγή κρέατος, η υπερσυσσώρευση πληθυσμών σε γιγαντιαίες μητροπόλεις, η απόλυτη εξαθλίωση του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού, οι ολοένα και πιο βαθιές ταξικές ανισότητες εντός του «ανεπτυγμένου κόσμου» και η φτωχεια στο εσωτερικό του είναι, μεταξύ πολλών άλλων, κάποιες από τις αιτίες της εμφάνισης τέτοιου είδους και τέτοιας έκτασης φαινομένων. Ως «απάντηση» (και) σε αυτή τη βάρβαρη συνθήκη των εκατομμυρίων θανάτων, που ήρθαν να προστεθούν στους εκατομμύρια θανάτους από τους πολέμους, από την αναγκαστική μετανάστευση, την ανέχεια, τη μη πρόσβαση σε νερό, τροφή, στέγαση και ιατρική περίθαλψη, οι κρατικές πολιτικές πρόβαλλαν την καταστολή, το θόλωμα της μεγάλης εικόνας. Τα κράτη επιχειρούν (και δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό φαίνεται πως το πετυχαίνουν) να αποκρύψουν τις ρίζες, τις βαθιές αιτίες των παγκόσμιων ζητημάτων και να εγκλωβίσουν τους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες στον κυρίαρχο λόγο γύρω από αυτά. Για τον αναρχικό χώρο, είναι η ίδια η «φύση» του κράτους και του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της οικονομίας που γεννούν την ανισότητα, την αδικία, την αρρώστια και τον θάνατο, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
Το ελληνικό κράτος, εναρμονισμένο με αυτή την παγκόσμια στρατηγική του κεφαλαίου, άφησε το ήδη διαλυμένο σύστημα υγείας να καταρρακωθεί κι άλλο, δεν παρείχε καμία υγειονομική προστασία στο σύνολο της κοινωνικής βάσης, αλλά πολύ περισσότερο στους τόπους όπου βρίσκονται οι αόρατοι αυτού του κόσμου, στα κέντρα κράτησης προσφύγων, στα ψυχιατρεία, στις φυλακές. Το ελληνικό κράτος –και εντός μιας περιόδου πανδημιας με ταξικά προσδιορισμένο αντίκτυπο‒ όξυνε τις ταξικές ανισότητες, άφησε, όπως προστάζει η «φύση» του, τα φτωχά στρώματα αβοήθητα να ψυχορραγούν σε διαλυμένα νοσοκομεία, να εργάζονται και να μετακινούνται χωρίς κανένα μέτρο προστασίας. Την ίδια ώρα, άρπαξε από τα μαλλιά την ευκαιρία για να περάσει την πολυεπίπεδη και υπέρ των αφεντικών νομοθεσία που σχεδίαζε, να επιτείνει την πολιτική ελέγχου, επιτήρησης και εξέλιξης της στρατηγικής της αντιεξεγερσης που μεθοδικά ξεδιπλώνει επί δεκαετίες. Η επίθεση στον κόσμο του αγώνα, στις δομές και τους ανθρώπους του αντιεξουσιαστικού χώρου δεν διεκόπη ούτε μια στιγμή, αντιθέτως εντάθηκε. Στην περίπτωση του συντρόφου Χάρη Μαντζουριδη, αποτυπώθηκε η ρητή δέσμευση του πρώην υπουργού ΠΡΟΠΟ Μ. Χρυσοχοΐδη πως καμία υπόθεση «τρομοκρατίας» δεν πρόκειται να ξεφύγει από το κατασταλτικό μικροσκόπιο. Πως όλες οι ανοιχτές υποθέσεις θα ξαναέρθουν στο φως και θα επανεξεταστούν μεθοδικά. Η δίωξη σε βάρος του Χάρη, όπως και οι διώξεις συντρόφων και συντροφισσών για υποθέσεις που πολλές από αυτές αναφέρονται σε γεγονότα ακόμα και προ δεκαπενταετίας είναι το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής απόφασης και έχουν ως στόχο τη δημιουργία κλίματος φόβου και οπισθοχώρησης ανάμεσα στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που διώκονται. Το γενετικό υλικό και η ευρεία και πολλές φορές αντιεπιστημονική χρήση του στα δικαστήρια φαίνεται πως θα είναι ένα από τα εκσυγχρονισμένα όπλα στη φαρέτρα της κρατικής καταστολής.
- Dna: εργαστήριο κατασκευής ενόχων
Η δίωξη και φυλάκιση του Χάρη Μαντζουρίδη, εκτός από μια ακόμα κρατική μεθόδευση κατασκευής «ενόχου» στο πρόσωπο ενός αναρχικού, αποτελεί στιγμιότυπο ενός νέου κατασταλτικού κύκλου στοχοποιήσεων και διώξεων, με βάση τη χρήση υλικού DNΑ που έχει ανοίξει το τελευταίο διάστημα απέναντι στον κόσμο του αγώνα.
Είχε προηγηθεί η υποχρεωτική λήψη DNA από τους 8 κατηγορούμενους φοιτητές για την υπόθεση της παρέμβασης στον πρύτανη της ΑΣΟΕΕ στις 29/10/20, η κλήση για λήψη και ανάλυση DNA σε 14 συντρόφους φοιτητές που είχαν συλληφθεί κατά την κατάληψη της Πρυτανείας του ΕΜΠ στις 13/11/20, η δίωξη του συντρόφου Κώστα Κ. με πολύ βαρύ κατηγορητήριο βάσει δήθεν ταυτοποίησης DNA για πολιτική δράση που πραγματοποιήθηκε 14 χρόνια πριν (!), καθώς και η βαριά καταδίκη (19 χρόνια) του αναρχικού Β. Σταθόπουλου για συμμετοχή σε ένοπλη οργάνωση με μοναδικό «στοιχείο» και πάλι τη χρήση δείγματος DNA.
Σε μια περίοδο παρατεταμένης «έκτακτης ανάγκης», με αφορμή τη διαχείριση της πανδημίας, το κράτος ξαναθέτει σε λειτουργία το «δόγμα μηδενικής ανοχής», με σκοπό να τελειώνει αυτή τη φορά με τον «εσωτερικό εχθρό» (όπως αυτός αποτυπώνεται στο πρόσωπο του αναρχικού χώρου), αλλά και με κάθε ελεύθερη φωνή και πράξης αντίστασης (όπως αυτές που εκδηλώνονται στο χώρο των πανεπιστημίων). Σε αυτή την επίθεση βλέπουμε πως η χρήση υλικού DNA βρίσκεται πλέον στην αιχμή της καταστολής, έχοντας εξελιχθεί σε ένα υπερόπλο στη φαρέτρα του κράτους και με τη «βούλα της επιστήμης». Το βασικό εργαλείο που ολοένα και συχνότερα χρησιμοποιεί η αστυνομία για να στοχοποιήσει, να διώξει και να καταδικάσει αγωνιστές και αγωνίστριες, να ποινικοποιήσει ολόκληρους πολιτικούς χώρους και προσωπικές/κοινωνικές σχέσεις. Επίσης, με τον συνεχή εμπλουτισμό των κρατικών βάσεων δεδομένων γενετικού υλικού, επιχειρεί να χαρτογραφήσει, να ελέγξει, να εκφοβίσει και να καταστήσει αδρανή τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Πλέον, είσαι εν δυνάμει ύποπτος για όλη σου τη ζωή και μπορείς να βρεθείς κατηγορούμενη ανά πάση στιγμή και για τα πάντα.
Η χρήση του DNA ως εργαλείο καταστολής εισάγεται στην Ελλάδα το 2001, ενώ στο εξωτερικό υπάρχει από το 1986, αρχικά για «βαριές» ποινικές υποθέσεις και μόνο μετά από απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Τα χρόνια που ακολούθησαν τα γεγονότα του Δεκέμβρη το ’08, με την αναβάθμιση του νομικού οπλοστασίου στο πλαίσιο της αντι-εξεγερτικής εκστρατείας του κράτους, η χρήση του DNA επεκτείνεται σχεδόν σε όλο το φάσμα των κατηγοριών, ακόμα και αν κάποιος θεωρείται απλά «ύποπτος» για την τέλεση ενός αδικήματος και τίποτα παραπάνω. Επίσης, η απόφαση λήψης διευρύνεται και στις αστυνομικές αρχές, θεσμοθετείται η υποχρεωτική (βίαιη) απόσπαση του υλικού («με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια», όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της αριστερής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ…) και η αποθήκευσή του σε ειδικό αρχείο (βάση δεδομένων) στα εργαστήρια της αστυνομίας, νομικό πλαίσιο που ισχύει μέχρι σήμερα.
Η χρήση υλικού DNA ως βασικό αποδεικτικό και ενοχοποιητικό στοιχείο έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον για τη στοιχειοθέτηση διώξεων για πολιτικές και κοινωνικές υποθέσεις στον ελλαδικό χώρο τα τελευταία 12 χρόνια, με τον αναρχικό χώρο να βρίσκεται φυσικά στο επίκεντρο. Η πρώτη ήταν το 2010, όταν συνελήφθη και φυλακίστηκε ο σύντροφος Α. Σειρηνίδης για ένοπλη επίθεση ενάντια σε κλούβα των ΜΑΤ, με βάση υλικό DNA που συλλέχθηκε από χειρουργική μάσκα, υπόθεση που κατέπεσε στο δικαστήριο το 2011. Ακολούθησε το 2012 η υπόθεση του συντρόφου Τ. Θεοφίλου, ο οποίος έκατσε συνολικά 5 χρόνια στη φυλακή μέχρι την πανηγυρική αθώωσή του, και πάλι με μοναδικό «στοιχείο» δείγμα DNA που υποτίθεται ότι συλλέχθηκε από καπέλο σε τόπο ληστείας τράπεζας στην Πάρο. Η δίωξη και πρωτόδικη καταδίκη της Ηριάνας και του Περικλή για οπλοκατοχή και συμμετοχή στην οργάνωση ΣΠΦ, που ξεκίνησε το 2011 και έληξε το 2018 με την αθώωσή τους στο εφετείο, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές υποθέσεις κατασκευής ενόχων με τη χρήση DNA. Tο 2013, κατά τα γεγονότα αντίστασης σε έργα εξόρυξης στις Σκουριές Χαλκιδικής, εκατοντάδες κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να δώσουν DNA, βάσει του οποίου στοιχειοθετήθηκαν διώξεις και φυλακίσεις με πολύ βαριά κατηγορητήρια, τα οποία κατέπεσαν στο δικαστήριο. Επίσης το 2013, ο σύντροφος Μπ. Τσιλιανίδης κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια και 4 μήνες για ληστεία σε χρηματαποστολή στο ΑΧΕΠΑ, βάσει DNA που βρέθηκε σε μαντήλι σε μεγάλη απόσταση από το σημείο. Και σε αυτή την υπόθεση ο σύντροφος τελικά αθωώθηκε στο εφετείο λόγω αμφιβολιών. Άλλη μια υπόθεση που στηρίχθηκε στη χρήση DNA ως ενοχοποιητικό στοιχείο είναι αυτή των λεγόμενων «ληστών του Διστόμου», για την οποία συνελήφθησαν το 2015 11 άτομα, κατηγορήθηκαν και τελικά αθωώθηκαν. Το 2016, συλλαμβάνεται μετά από 10 χρόνια φυγοδικίας ο Μ. Σεϊσίδης, ο οποίος καταδικάζεται πρωτόδικα σε 36 χρόνια κάθειρξης για την υπόθεση των «ληστών με τα μαύρα», πάλι με μοναδικό «στοιχείο» τη χρήση δείγματος DNA. Τέλος, ο σύντροφος Ντ.Γιατζόγλου βρίσκεται φυλακισμένος από το 2017 με σωρεία κατηγοριών, με βασικότερη την επίθεση στον πρώην πρωθυπουργό Λ. Παπαδήμο, κατά την οποία, σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, βρέθηκε δείγμα DNA πάνω στο εκρηκτικό πακέτο.
Με τη χρήση του DNA, μιας επιστημονικής μεθόδου τελευταίας αιχμής, το κράτος προσπαθεί να προσδώσει αντικειμενικότητα και αξιοπιστία στις κατασταλτικές μεθοδεύσεις του, μειώνοντας την πιθανότητα «λάθους» άρα και τη δυνατότητα αντίδρασης απέναντι σε αυτές. Και αυτό γιατί στη σύγχρονη εποχή η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν ταυτιστεί με την «αλήθεια» και η επίκληση στην «αυθεντία» τους παρουσιάζεται ως αυταπόδεικτη και μη αμφισβητήσιμη. Στην πραγματικότητα όμως ισχύει ακριβώς το αντίθετο, μιας και η ταυτοποίηση μέσω της ανάλυσης υλικού DNA είναι μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη και επισφαλής διαδικασία, κατά την οποία υπεισέρχονται μεγάλα ποσοστά σφάλματος. Καταρχάς, το δείγμα του DNA μπορεί να μεταφερθεί, αναμειχθεί, αλλοιωθεί ή επιμολυνθεί σε όλα τα διαδικαστικά στάδια, από τη συλλογή, τη μεταφορά και την ανάλυση μέχρι την αποθήκευση. Επίσης, λόγω του γεγονότος ότι είναι μια διαδικασία που γίνεται αποκλειστικά στα εργαστήρια της αστυνομίας, από βιολόγους μεν αλλά στην υπηρεσία του κράτους δε, είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε μεροληψία, αλλοιώσεις των αποτελεσμάτων ή εξαγωγή «βολικών» συμπερασμάτων από τις διωκτικές αρχές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της τακτικής είναι η χρήση μείγματος DNA, δηλαδή παραπάνω από ενός ανθρώπου, από την ανάλυση του οποίου μπορείς να «επιλέξεις» σε ποιον να το αποδώσεις, κάτι που έχει συμβεί στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων. Τέλος, ακόμα και αν διασφαλιζόταν η προστασία του δείγματος και η αμεροληψία της διαδικασίας, η ανάλυση του DNA είναι μια στατιστική μέθοδος που δίνει αποτελέσματα κατά προσέγγιση βάσει πιθανοτήτων, κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα και ταυτοποίηση, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την καταδίκη και τη στέρηση της ελευθερίας ενός ανθρώπου. Ακόμα περισσότερο, όταν πρόκειται για μια μέθοδο διαρκώς εξελισσόμενη, όπου τα δεδομένα και οι προδιαγραφές μεταβάλλονται συνεχώς και συχνά αντιπαραθετικά με ό,τι ίσχυε μέχρι πρότινος, για να θεωρηθεί μια ταυτοποίηση «ασφαλής».
- Συνθήκες περίθαλψης σε δομές εγκλεισμού
Μέσα στις συνθήκες της διαλυτικής κρίσης στην οποία ασταμάτητα σπρώχνεται το ΕΣΥ εν μέσω της πανδημίας ‒όχι από την ίδια την πανδημία καθεαυτή, αλλά από τη διαχείρισή της‒ οι επιπτώσεις στις υπηρεσίες παροχής υγείας παίρνουν καθημερινά κατακλυσμιαίες και καταστροφικές διαστάσεις.
Σε όλες τις δομές κλειστού τύπου, όπως είναι οι φυλακές, οι προσφυγικές δομές και τα ψυχιατρικά ιδρύματα, οι ίδιες οι συνθήκες εγκλεισμού λειτουργούν ως προνομιακό πεδίο μετάδοσης του κορονοϊού.
Τα μέτρα τα οποία λήφθησαν δεν αποσκοπούν σε καμία περίπτωση στην αποτροπή της διασποράς και εξάπλωσης του ιού εντός των κλειστών δομών. Αντιθέτως, τα μόνα μέτρα που λήφθησαν, εντελώς αντανακλαστικά, αποσκοπούν στην περιστολή των δικαιωμάτων των ασθενών, καθώς οι λέξεις κλειδιά των μέτρων είναι κλείσιμο, περιορισμός, αναστολή, διακοπή, απαγόρευση. Αυτά μεταφράζονται στην πράξη σε κλείδωμα των τμημάτων, αναστολή αδειών, απαγόρευση μετακίνησης των ασθενών στο προαύλιο χωρίς συνοδεία, διακοπή παραλαβής δεμάτων από συγγενείς προς ασθενείς, περιορισμός έως απαγόρευση χρήσης κινητού τηλεφώνου, χώροι που παραμένουν ερμητικά κλειστοί και αερίζονται μόνο από τις γρίλιες των παραθύρων, συγκέντρωση και πολύωρη παραμονή των ασθενών σε τραπεζαρίες και κλειδωμένους κοινόχρηστους χώρους. Ακόμη, απουσίασε πλήρως η μείωση της πυκνότητας των κλινών, η τήρηση σχολαστικής καθαριότητας με συχνές απολυμάνσεις, η ευρεία παροχή προστατευτικών μέσων, ο τακτικός έλεγχος του προσωπικού και των ασθενών με τεστ και η αποφυγή μετακίνησης προσωπικού από τμήμα σε τμήμα. Στην πραγματικότητα, το μόνο που επιτεύχθηκε με όλα αυτά τα μέτρα είναι η δημιουργία ακόμη πιο ασφυκτικών συνθηκών κράτησης.
Συγκεκριμένα στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, οι συνθήκες εγκλεισμού είναι άθλιες, οι ασθενείς κρατούμενοι είναι στοιβαγμένοι σε θαλάμους των 8 κλινών, χωρίς τον απαραίτητο ιατρικό εξοπλισμό παρακολούθησης και χωρίς να υπάρχει προσωπικό για την φροντίδα και καθαριότητά τους. Οι μόνοι που ασχολούνται με τη φροντίδα και καθαριότητα των ασθενών κρατουμένων είναι άλλοι κρατούμενοι, οι οποίοι εργάζονται στο νοσοκομείο των φυλακών. Τακτική παρακολούθηση των ασθενών δεν υπάρχει παρά μόνο για πολύ τυπικά ζητήματα, όπως η μέτρηση ΑΠ, σακχάρου ή όταν η κατάσταση της υγείας τους επιδεινωθεί αρκετά. Προφανώς, η καθαριότητα του χώρου είναι ελλιπής με εμφανή την παρουσία ζωυφίων (κοριών), ακόμη και πάνω στα κρεβάτια των ασθενών.
Οι συνθήκες κράτησης γίνονται ακόμη πιο απάνθρωπες στους ειδικούς χώρους απομόνωσης όπου τοποθετούνται είτε ασθενείς που επιστρέφουν από άδεια είτε από παραπομπή από εξωτερικό νοσοκομείο. Εκεί οι κρατούμενοι βρίσκονται σε έναν χώρο μόνο με ένα κρεβάτι ή στρώμα χωρίς κάποιου είδους θέρμανσης, χωρίς καθαριότητα, χωρίς κουβέρτες και με τα παράθυρα σπασμένα, με άλλα λόγια τους τοποθετούν σε ένα εγκαταλελειμμένο δωμάτιο. Μόνο οι συνθήκες αυτές είναι αρκετές για να επιδεινώσουν την κατάσταση υγείας των ασθενών.
Το ιατρείο των φυλακών διαθέτει μόνο τον βασικό ιατρικό εξοπλισμό ‒ή αλλιώς εξοπλισμό πρώτων βοηθειών (απινιδωτής, οξύμετρο, Ο2, μέτρηση καρδιακής συχνότητας)‒ και υπάρχει σημαντική έλλειψη φαρμάκων. Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην εξετάζονται επαρκώς αλλά και να περιμένουν μέρες για να λάβουν την κατάλληλη αγωγή, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην απορρύθμιση.
Ακόμη, δεν υπάρχει επαρκής αριθμός γιατρών και νοσηλευτών. Η μεταγωγή των κρατουμένων σε εφημερεύοντα νοσοκομεία γίνεται καθυστερημένα και χωρίς την παρουσία γιατρού, γιατί πάντα εφημερεύει μόνο ένα γιατρός, κάτι το οποίο μπορεί να αποβεί μοιραίο για τη ζωή των ασθενών. Επιπλέον, η μεταγωγή τους εξαρτάται από την προσέλευση του μεταγωγών, το οποίο πραγματοποιεί τη διακομιδή όποτε επιθυμεί χωρίς να λαμβάνει υπόψη το πόσο επείγον είναι το περιστατικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο/η εφημερεύων γιατρός να καλείται να αποφασίσει ποιος ή ποια ασθενής χρήζει διακομιδής άμεσα, δηλαδή επιλέγει ποιος θα διακομισθεί πρώτος και ποιος δεύτερος.
Οι συνθήκες κράτησης και περίθαλψης γίνονται ακόμη χειρότερες στις δικαστικές φυλακές, όπου δεν υπάρχει καν εφημερεύων γιατρός ή νοσηλευτής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ασθενείς αναγκάζονται να απευθυνθούν στους σωφρονιστικούς, οι οποίοι χωρίς κανένα υπόβαθρο γνώσεων εκτιμούν την κατάσταση υγείας των κρατουμένων και τους αποστέλλουν στο νοσοκομείο ‒που στην πραγματικότητα λειτουργεί ως κέντρο διαλογής‒ συχνά αρκετά καθυστερημένα.
5.Οι αόρατοι αυτού του κόσμου
Γνωρίζουμε ότι και εκτός των δομών αυτών το κεκτημένο της δημόσιας υγείας τείνει να συρρικνώνεται και να περιορίζεται λόγω συγκεκριμένων οικονομικών πολιτικών, η κατάσταση όμως που αντιμετωπίζει ο έγκλειστος πληθυσμός, ο πληθυσμός των αόρατων, των ξεχασμένων και των εξόριστων αυτής της κοινωνίας, είναι τέτοια που επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός καθεστώτος εξαίρεσης και σε αυτό το πεδίο. Ένα καθεστώς εξαίρεσης που επιβάλλεται πάνω στα κορμιά, τις ψυχές και την υγεία έγκλειστων ατόμων επί μακρώ, μακριά από τα μάτια του «κοινού» και κυρίως στο όνομα της ασφάλειας αυτού. Δεν είναι τυχαίο ότι άνθρωποι που διαβιούν δέσμιοι σε φυλακές, ψυχιατρεία αλλά και κέντρα κράτησης προσφύγων και μεταναστ(ρι)ών ως επί το πλείστον εξοβελίζονται από την κοινότητα, κρίνονται και αντιμετωπίζονται ως παρεκκλίνοντες ή/και ως μη κανονικοί. Η κυρίαρχη αντίληψη με τους εκάστοτε υπερασπιστές της, τους τοποθετεί στη δημόσια σφαίρα ως «αντικοινωνικούς/ές,
«απολίτιστους/ες», «τρελούς/ές» και εν τέλει ως μη λειτουργικούς/ές στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κανονικότητας. Σαν κατάληξη αυτών ο εγκλεισμός ‒πόσο δε μάλλον με τους όρους που προαναφέρθηκαν‒ έχει στόχο να πάψουν τα υποκείμενα αυτά να αποτελούν κίνδυνο και απειλή για την κοινωνική ή πολιτισμική συνοχή του έθνους-κράτους. Και μέσα σε αυτό το τιμωρητικό πλαίσιο, το βασανιστήριο του εγκλεισμού συμπληρώνουν οι ασυλικές πρακτικές της πειθαρχημένης διαβίωσης, της παραμέλησης, του ελέγχου και της καταστολής, που χαρακτηρίζουν σε μέγιστο βαθμό τη λειτουργία αυτών των δομών, όποιος κι αν είναι υποτίθεται ο καταστατικός τους σκοπός.
Αν σε αμιγώς ιδρυματικές – ασυλικές δομές, όπως είναι αυτές των φυλακών, ισχύει μια φορά πως η κοινωνική απομόνωση, τα περιορισμένα αισθητηριακά ερεθίσματα, η στρατιωτικοποίηση και ο έλεγχος της καθημερινής ζωής είναι συνθήκες ικανές να συνθλίψουν την ατομικότητα των κρατουμένων, τι να πει κανείς για τα ψυχιατρεία, εντός και εκτός φυλακών. Η νοσηλεία μπορεί να απέχει παρασάγγας από κάποιας μορφή φροντίδα, θεραπεία ή ενδυνάμωση. Συχνά μια διάγνωση που επιβάλλεται ‒με συνοπτικές διαδικασίες‒ και μια ιατρική εντολή αρκούν για να χάσει το άτομο την παραμικρή επιλογή να ορίσει τον εαυτό του, ακόμα και να συμμετέχει ή να καθορίσει το ίδιο τη θεραπεία του. Όταν η απάντηση είναι η αποκλειστικά η χορήγηση ψυχοφαρμάκων, η χημική καταστολή, η απομόνωση και η καθήλωση με ιμάντες συμπεραίνουμε αν μη τι άλλο ότι έχει τεθεί λάθος το ερώτημα.
Χιλιάδες άτομα προσπαθούν να επιβιώσουν σε αυτές τις συνθήκες με την υγεία τους ‒σωματική, ψυχική, πνευματική‒ να δοκιμάζεται σε όλα τα επίπεδα και, ως είναι δυστυχώς αναμενόμενο, η αναμέτρηση αυτή έχει τη δική της στατιστική χαμένων μαχών. Μια στατιστική που αποτυπώνεται σε μαύρες λίστες γεμάτες ονόματα ανθρώπων που αυτό το καθεστώς εξαίρεσης συνέθλιψε. Ανθρώπους που απεβίωσαν γιατί δε μεταφέρθηκαν έγκαιρα σε κάποιο νοσοκομείο, Ανθρώπους που εθίστηκαν σε ψυχοφάρμακα που χορηγούνται δια πάσα νόσο χωρίς ουσιαστική διάγνωση και χωρίς συγκεκριμενοποίηση δοσολογίας ανά περίπτωση ή σε ναρκωτικές ουσίες που κυκλοφορούν παράνομα ώστε να δραπετεύουν βραχυπρόθεσμα από αυτό που ζουν. Ανθρώπους που τους νίκησε το άγχος, η μανία καταδίωξης και η κατάθλιψη και έγιναν κάποια από αυτές τις τετριμμένες ειδήσεις που προσπερνάει το μάτι του αναγνώστη για να πάει παρακάτω: «νεκρός βρέθηκε στο κελί του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι αρχές εξετάζουν το σενάριο της αυτοκτονίας…». Ανθρώπους που, ίσως, τους περίμεναν κάποιοι δικοί τους άνθρωποι από την άλλα πλευρά των τειχών ή που, ακόμα χειρότερα, δεν τους περίμενε κανείς, κανείς δεν έμαθε για αυτούς, πέρα από κάποιους κρατικούς υπαλλήλους που ανέλαβαν την υπόθεση και κάποιον ιατροδικαστή που υπέγραψε ακόμη μια βεβαίωση «αυτοχειρίας».
Όλη αυτή η πραγματικότητα δεν είναι κάπου μακριά, δεν είναι η περιγραφή κάποιου καθαρτηρίου λογοτεχνικής εμπνεύσεως, ούτε κάποιο σενάριο δυστοπικής μυθοπλασίας, που στην εποχή μας τυγχάνουν ευρείας κατανάλωσης. Είναι πολύ κοντά μας, εδώ, στο σήμερα, δίπλα μας, μέσα και έξω από τις πόλεις μας. Είναι μια πραγματικότητα απτή, που αφορά πραγματικές ζωές, ζωές ανθρώπων με ονόματα και δικαιώματα, ζωές που μετράνε, όσο αόρατες κι αν είναι στον γενικό πληθυσμό. Ζωές εκτεθειμένες σε μια καθημερινότητα που τους επιβάλλονται με απόλυτο τρόπο πρακτικές με τρόπο που να προσομοιάζει σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και με θανατοπολιτική.
Συνέλευση Αλληλεγγύης στους φυλακισμένους, φυγόδικους και διωκόμενους αγωνιστές